του Νίκου Κόμπλα
Δικηγόρου, Συνεργάτη Διεθνών Οργανισμών για θέματα Προσφύγων
Από το Άρδην τ. 76, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2009
Ο κορεσμός της δυνατότητας υποδοχής πρόσθετων αριθμών μεταναστών στην ελληνική επικράτεια, λόγω της οικονομικής κρίσης, της δουλοκτητικής εκμετάλλευσης της πλειοψηφίας ακόμα και των ήδη εγκατεστημένων νομίμων μεταναστών, αλλά κυρίως λόγω της γκετοποίησης και περιθωριοποίησης των προσφάτως αφιχθέντων παράνομων μεταναστών, πιέζει σε λήψη άμεσων, δραστικών και αποτελεσματικών μέτρων, που πρέπει όμως να είναι στηριγμένες σε θέσεις αρχών.
Τα μέτρα αυτά πρέπει να προκύψουν από άρτιο και δίκαιο σχεδιασμό, σεβόμενο της ανάγκες και τις προτάσεις της κοινωνίας και των πραγματικών διεκδικητικών ταξικών και κοινωνικών κινημάτων, η οποία να στηρίζεται στις αναλύσεις και την εμπειρία εμπειρογνωμόνων, των ελληνικών αντιπροσωπειών αξιόπιστων διεθνών οργανισμών (Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης, Ύπατη Αρμοστεία ΟΗΕ, Ελληνικό Συμβούλιο για τους πρόσφυγες, Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, κ.λπ.) αλλά και στις σχετικές δημόσιες υπηρεσίες. στις υπηρεσίες, δηλαδή, εκείνες οι οποίες απαιτούνται για τον χειρισμό του μεταναστευτικού ζητήματος.
Οι υπηρεσίες αυτές σήμερα είναι μοιρασμένες ανάμεσα σε πολλές διοικητικές αρχές (του υφυπουργείου Δημ. Διοίκησης και Δημοσίας Τάξης του υπουργείου Εσωτερικών, των υπουργείων Εμπορικής Ναυτιλίας, Εθνικής Αμύνης, Υγείας και Κοινωνική Αλληλεγγύης, Παιδείας όπως των Περιφερειών, Νομαρχιών, Δήμων κ.λπ.). Λόγω του μεγέθους και της σοβαρότητας του μεταναστευτικού αδιεξόδου, θα ήταν ευχής έργο οι περισσότερες να ήσαν ενωμένες στα πλαίσια ενός υπουργείου, ή τουλάχιστον ενός υφυπουργείου Μετανάστευσης. Ένα τέτοιο υπουργείο θα έπρεπε να στελεχωθεί από κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό, που να χαράζει εθνική στρατηγική σχετικά με την υποδοχή ή αποτροπή μεταναστών, τη διαχείριση αιτήσεων ασύλου και κοινωνικών προβλημάτων στέγης και εργασίας προσφύγων και την αφομοίωση των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό. Θα μπορούσε να ενώσει υπηρεσίες κοινωνικών και γεωστρατηγικών αναλύσεων σχετικά με τη μετανάστευση, κοινωνικές υπηρεσίες αρωγής αλλά και εκείνες της υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης και την είσοδο προσφυγικών ρευμάτων.
Ο κορεσμός, που προαναφέραμε, δυστυχώς, επιτάσσει αποτελεσματικότερη φύλαξη των συνόρων, και λέω δυστυχώς γιατί η αποτελεσματικότερη φύλαξη, όταν δεν συνοδεύεται από έναν καλά στελεχωμένο και εξοπλισμένο μηχανισμό, συνεπάγεται αναπόφευκτα και πράξεις κρατικής βίας. Μπορεί να έχει ως παράπλευρες συνέπειες τραυματισμούς, κράτηση κάτω από άθλιες συνθήκες, ακόμα και απώλειες ζωών, και γι’ αυτούς τους λόγους και μόνο, πρέπει να γίνει με τον αρτιότερο, αποτελεσματικότερο, και ασφαλέστερο για όλους τους συντελεστές τρόπο (με μέσα αποτελεσματικού εντοπισμού, ασφαλούς σύλληψης και αξιοπρεπούς κράτησης). Η φύλαξη των συνόρων, όμως, όσο καλά και να οργανωθεί, να χρηματοδοτηθεί και να στελεχωθεί, ποτέ δεν μπορεί να είναι απολύτως αποτελεσματική στα πλαίσια λειτουργίας ενός κράτος δικαίου δημοκρατικών, και όχι απολυταρχικών, αρχών. ακόμα και στις πιο αστυνομοκρατούμενες και ηλεκτρονικά φυλασσόμενες χώρες της αναπτυγμένης Δύσης, μεγάλος αριθμός παράνομα εισερχομένων ξεπερνάει τα εμπόδια που τίθενται, τόσο σε χερσαία όσο, ιδιαίτερα, σε θαλάσσια σύνορα.
Εκτός από τη φύλαξη, προφανώς απαιτούνται και απελάσεις προσφάτως αφιχθέντων παράνομων μεταναστών που έχουν αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα, όσο επιτακτικά και να είναι ενδεχομένως αυτά, γιατί, στις παρούσες συνθήκες, δύσκολα θα μπορούσαν να δοθούν λύσεις στη φτώχεια τους, που να μην συνεπάγονται δραστηριότητες που να αντιστρατεύονται την κοινωνική ειρήνη και συνοχή.
ΙΙ
Όλα τα προαναφερόμενα, περί κορεσμού, αποτροπής και αδυναμίας υποδοχής πρόσθετων αριθμών, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν ότι πρέπει να γίνουν αποδεκτές ολοκληρωτικές και ρατσιστικές λογικές. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να απελαθεί ούτε ένας πρόσφυγας. Μείωση του αριθμού των παράνομων μεταναστών δεν σημαίνει ότι πρέπει να απελαύνονται πρόσφυγες, ούτε ότι αδυνατούμε να υποδεχτούμε καινούργιους πραγματικούς πρόσφυγες.
Δυστυχώς, στη χώρα μας, λόγω της ανεπάρκειας του κρατικού μηχανισμού και της έλλειψης μιας σοβαρής μεταναστευτικής πολιτικής (περάσαμε από μία πολιτική αλληθωρισμού έναντι της παράνομης μετανάστευσης, για να εξασφαλιστεί το φτηνό εργατικό δυναμικό για τα ολυμπιακά έργα και τη εκσυγχρονιστική ανάπτυξη, σε μια πολιτική άκριτης αποτροπής λόγω αύξησης των εκλογικών ποσοστών του ΛΑΟΣ), έχουμε το φαινόμενο να συνεχίζουν να εγκαθίστανται ανεξέλεγκτα στη χώρα χιλιάδες νέοι οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία, το Πακιστάν και την Αίγυπτο, ενώ καθημερινά απελαύνονται νομίμως, ή και παρανόμως, δεκάδες διωκόμενοι πρόσφυγες από την Τουρκία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Σομαλία, που θα έπρεπε να προστατεύσουμε, όχι μόνο για λόγους ευθιξίας, ήθους και της νομικής μας υποχρέωσης, αλλά και για λόγους εθνικού συμφέροντος (π.χ. είναι πλέον καθεστώς να επιστρέφονται στην Τουρκία σχεδόν όλοι οι Κούρδοι πολιτικοί πρόσφυγες, που προσφεύγουν απελπισμένοι στην Ελλάδα, ενώ παλιότερα, προ συλλήψεως Οτζαλάν, υπήρχε πολιτική στήριξής τους).
Για να υπάρχει, όμως, κοινωνική και διεθνής αποδοχή και συνοχή για μια διαχείριση του μεταναστευτικού αδιεξόδου, που αναπόφευκτα συνεπάγεται μαζικές απελάσεις όσων παρανόμως εισήλθαν στη χώρα μας αποκλειστικά για να βελτιώσουν την οικονομική τους μοίρα, προϋπόθεση είναι να προστατευτούν και να αφομοιωθούν κοινωνικά όσοι νομίμως (νόμιμοι μετανάστες, που τους καλούμε να έρθουν) ή δικαίως (πρόσφυγες, συνήθως παράνομοι και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα) ήδη μπήκαν ή συνεχίζουν να μπαίνουν στην Ελλάδα.
Πρόσφυγας, υπενθυμίζουμε, ορίζεται, σύμφωνα με τις επιταγές της Σύμβασης της Γενεύης, του Συντάγματος και των ελληνικών νόμων, όπως και σύμφωνα με την επικρατούσα στη χώρα μας ηθική, πως είναι όποιος, λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, έχει εγκαταλείψει τη χώρα του και δεν μπορεί ή δεν θέλει, λόγω του δικαιολογημένου φόβου του, να επιστρέψει σ’ αυτήν.
ΙΙΙ
Η δίκαιη διαχείριση των συνεχιζόμενων παράνομων εισόδων απελπισμένων προσφύγων (που κρίνονται βάσει διεθνών συμβάσεων, του Συντάγματός και της νομοθεσίας) προϋποθέτει :
1) Συμβολή στην άρση των αιτιών που δημιουργούν την προσφυγιά στις χώρες προέλευσης. Αυτό θα συμπεριλάμβανε άσκηση αποτελεσματικής διπλωματίας και πιέσεων στα διεθνή φόρα των ανεπτυγμένων χωρών και στους οργανισμούς και ενώσεις, στην άσκηση πίεσης προκειμένου να συμβάλουν με μέτρα αντιστράτευσης στους επαχθείς όρους της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, αντιστράτευση στην εξάρτηση, στον ιμπεριαλισμό, στη φτώχεια, και τις διεθνείς στρατιωτικές επεμβάσεις, προτείνοντας ή αποδεχόμενοι λύσεις εθνικής οικονομικής επάρκειας και περιφερειακών συστημάτων οικονομικών συνεργασιών και ασφάλειας, συμβάλλοντας έτσι στην αναίρεση των αιτίων που γεννούν τη μετανάστευση, την προσφυγιά και τη συνεπαγόμενη δουλοκτητική εκμετάλλευση των παράνομων μεταναστών από φτωχές χώρες. Ταυτόχρονα, απαιτεί μια πολιτική απαίτησης, ιδίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, του μοιράσματος του βάρους τόσο της φύλαξης, συνόρων όσο και της αρωγής εκείνων που το δικαιούνται, ιδίως των προσφύγων, με το δεδομένο ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα γεωστρατηγικό σταυροδρόμι μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, αλλά και μεταξύ Νότου (Αφρικής-Μέσης Ανατολής-Κεντρικής Ασίας) και Βορρά (ανεπτυγμένου κόσμου).
2) Αποτελεσματικό «κοσκίνισμα» (ο διεθνής όρος είναι “screening”) όσων νεο-αφιχθέντων παράνομα εισερχομένων στη χώρα συλλαμβάνονται, ώστε:
-να διαχωριστούν οι δικαιούμενοι διεθνούς προστασίας –ασύλου (πρόσφυγες, θύματα παράνομης διακίνησης– εκμετάλλευσης, δηλ. τα λεγόμενα θύματα του τράφικινγκ), που χρήζουν άμεσης προστασίας από την ελληνική πολιτεία.
- να παραπέμπονται όσοι επιθυμούν να ζητήσουν προστασία σε άλλες χώρες (πράγμα ανέφικτο σήμερα, μιας και η Σύμβαση Δουβλίνο ΙΙ, που έχει υπογραφεί από όλα τα μέλη της ΕΕ, επιτάσσει ότι μόνο η πρώτη χώρα της ΕΕ, που μπαίνει ένας πρόσφυγας υποχρεούται να τον προστατεύσει – πράγμα καταφανώς άδικο για τις χώρες που συνορεύουν άμεσα με Ασία και Αφρική).
- οι υπόλοιποι, που δεν δικαιούνται εισόδου και προστασίας, να απελαύνονται το συντομότερο με αξιοπρεπή τρόπο στις χώρες προέλευσής τους.
3) Αξιοπρεπής, προσεκτική και αποτελεσματική ατομική εξέταση κάθε αιτούντα ασύλου, με δίκαιη απόφαση επί του αιτήματός του. Για να υλοποιηθούν αυτοί οι όροι, πρέπει να εξασφαλίζεται και το δικαίωμα προσφυγής επί αποφάσεων για τις οποίες υποστηρίζεται αιτιολογημένα ότι αδίκησαν τον αιτούντα. Δυστυχώς, η πολιτεία, προκειμένου να απαλλαγεί από το βάρος εξέτασης χιλιάδων προσφυγών επί αιτημάτων ασύλου, έχει απαραδέκτως, με το πρόσφατο Π.Δ. 81/2009, καταργήσει το δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεων που έχουν αδικήσει τους αιτούντες ασύλου (πράγμα που πρέπει να θεωρείται δεδομένο για πολλούς πρόσφυγες των οποίων απορρίφθηκαν τα αιτήματα, αφού η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής αιτημάτων ασύλου σε πρώτο βαθμό στον κόσμο).
4) Στέγαση των αστέγων αιτούντων ασύλου και μέτρα κοινωνικής πρόνοιας και ένταξης στην ελληνική κοινωνία (νόμιμη εργασία και ασφάλιση, εκμάθηση γλώσσας για όλους, ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα για τα παιδιά), με τελικό στόχο την αφομοίωσή τους στην ελληνική κοινωνία.
ΙV
Ο θεσμός του ασύλου, με ουσιαστικό περιεχόμενο, για τον πρόσφυγα, είναι ένας θεσμός που αντλείται από τις παραδόσεις των αρχαιοελληνικών πόλεων, τηρείτο κατά την περίοδο των βυζαντινών χρόνων και της τουρκοκρατίας, από τις κοινότητες που μπορούσαν να τον εφαρμόσουν, στα πλαίσια των χριστιανικά αλληλέγγυων ηθών απέναντι σε ομοεθνείς αλλά και αλλοεθνείς, και κατοχυρώθηκαν από τα ελληνικά συντάγματα. Θα ήταν τουλάχιστον παράταιρη με την προσφυγική καταγωγή και εμπειρία μεγάλου ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού (με εμπειρίες από τη μικρασιατική και ποντιακή προσφυγιά, την προσφυγιά του εμφυλίου, της χούντας και του Αττίλα) να μην εφαρμοστούν οι ίδιες αρχές, που διεκδίκησε και διεκδικεί η ελληνική προσφυγιά, στους πρόσφυγες απ’ όπου γης.
Πέραν τούτου, όπως είδαμε, είναι και βασική προϋπόθεση για την επίλυση του μεταναστευτικού αδιεξόδου στη χώρα μας.