Porta Aurea, από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009
Το ζήτημα μετανάστες και εγκληματικότητα.
Δεν είναι σωστό να φορτώνονται οι μετανάστες όλη την αύξηση της εγκληματικότητας, αλλά είναι γεγονός ότι δίχως αυτούς η αύξησή της θα ήταν μικρότερη. Αυτό όμως δεν λέει κάτι για τους μετανάστες ως σύνολο ούτε για την απόδοση εγκληματικών τάσεων ειδικά σε συγκεκριμένες εθνότητες.
Κατά πρώτον, πρέπει να διαχωρίσουμε από τη μία την πλειοψηφία των ξένων οικονομικών μεταναστών, που δεν είναι εγκληματίες, κι από την άλλη το ποσοστό των εγκληματιών που έρχονται στη χώρα μας για να επιδίδονται σε εγκληματικές ενέργειες, και να συμπεριφερθούμε στην κάθε μία πλευρά αναλόγως. Οι μετανάστες που δεν εγκληματούν, που συμπεριφέρονται σωστά και δεν δημιουργούν προβλήματα (και οι οποίοι είναι η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών) είναι ολοφάνερα άδικο να υφίστανται τη μεταχείριση που υφίστανται οι εγκληματίες μετανάστες, τόσο από την Πολιτεία όσο και από την κοινή γνώμη, τα ΜΜΕ κ.λπ. Ενώ λ.χ. συνεχώς τα ΜΜΕ μάς παρουσιάζουν εγκληματίες μετανάστες, διόλου δεν παρουσιάζουν την πραγματικότητα των υπολοίπων, περισσότερων μεταναστών, που δεν εγκληματούν ούτε ενοχλούν κανέναν. Επίσης, η Πολιτεία συχνά φέρεται εκδικητικά («επιχειρήσεις- σκούπα») στους μετανάστες για πράξεις ομοεθνών τους, λες και στην Ελλάδα ισχύει η συλλογική ευθύνη. Κατά δεύτερον, πρέπει να προσέξουμε πριν αποδώσουμε στους Αλβανούς, Γεωργιανούς κ.λπ. κάποιο «εγκληματικό γονίδιο». Η επιβεβαιωμένη ιστορική αλήθεια δείχνει ότι εγκληματική συμπεριφορά αντίστοιχη με των αλλοδαπών στην Ελλάδα μετά το 1991 είχαν επιδείξει πολλοί Έλληνες μετανάστες στις αρχές του εικοστού αιώνα στις ΗΠΑ, συμβάλλοντας στο να θεωρείται εκεί –ως τον ελληνοϊταλικό πόλεμο– το όνομα «Έλληνας» όπως θεωρείται εδώ το όνομα «Αλβανός». Από το Culture Conflict and Delinquency (Νέα Υόρκη, 1938) του Thorsten Sellin (ο οποίος ούτε… Εβραίος ήταν ούτε ανθέλληνας), βιβλίο αναγνωρισμένο και μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, προκύπτει για τους Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ, πρώτον, ότι στα 1929 αυτοί ήταν η πρώτη σε εγκληματικότητα εθνότητα μεταναστών στην κατάταξη που αφορά τους εγκληματίες που συνελήφθησαν από την αστυνομία ή προσήχθηκαν στα δικαστήρια, ανά 10.000 κατοίκους της ίδιας κατηγορίας πληθυσμού, σε 31 πόλεις με πληθυσμό άνω των 100.000 στις ΗΠΑ (1929-30), και δεύτερον, η δεύτερη σε εγκληματικότητα εθνότητα μεταναστών με βάση το κριτήριο των ανδρών άνω των 20 ετών ανά 100.000 άνδρες της ίδιας ηλικίας, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για έγκλημα στο Σικάγο (1925-1929). Εάν εκείνα τα χρόνια στις ΗΠΑ αντιμετώπιζαν τους Έλληνες ως «φύσει εγκληματίες» κι έχοντες το «εγκληματικό γονίδιο», αυτό οπωσδήποτε ήταν ανακριβές και θα ήταν λάθος να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες είναι κακούργοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα μετά το 1991 ήρθαν όχι μόνο βιοπαλαιστές, αλλά και ήδη σεσημασμένοι στις χώρες τους εγκληματίες· αλλά το ίδιο γινόταν και για τους Έλληνες των ΗΠΑ: Ήταν συνηθισμένο, στις αρχές του 20ού αι., να στέλνονται οι Ελλαδίτες κατάδικοι και ληστές της υπαίθρου στην Αμερική αντί να εκτίουν εδώ την ποινή τους, έπειτα από σιωπηρή συμφωνία με την ελλαδική κυβέρνηση, υπό τον όρο να μην ξαναγυρίσουν. Αυτό το μέτρο (το οποίο εφάρμοσε κι ο Μουσολίνι για τους Ιταλούς μαφιόζους) ξεκίνησε από την κυβέρνηση Θεοτόκη (1908) και συνεχίστηκε μέχρι το 1924, οπότε άρχισε η ελεγχόμενη μετανάστευση και μπήκαν φραγμοί στην είσοδο ατόμων στις ΗΠΑ. Πάντως, τα γεγονότα αυτά αποτυπώθηκαν στη λαϊκή μνήμη, ακόμα και μέσα από ρεμπέτικα τραγούδια («Για την αγάπη σου», Π. Τούντα, 1934). Φυσικά, οι μεταπολεμικοί Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ ήταν σαφώς ανώτερου επιπέδου. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το πολιτισμικό επίπεδο των σημερινών αλλοδαπών εγκληματιών στην Ελλάδα είναι ίσο με αυτό των πριν έναν αιώνα Ελλήνων εγκληματιών στις ΗΠΑ, αλλά αυτό ούτε αφορά τη μεγαλύτερη μερίδα των εν Ελλάδι μεταναστών και είναι ανεπίτρεπτο να πιστεύεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανύψωση του επιπέδου.
Πάντως, είναι εξίσου λανθασμένη η αντίληψη που όλα τα συγχωρεί στους αλλοδαπούς εγκληματίες, θεωρώντας αποτέλεσμα κοινωνικών ή εργασιακών αιτίων την εγκληματικότητά τους: Αυτή η μονομερής αντίληψη δεν μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά στη νοοτροπία μεταξύ αυτών των ξένων που το έχουν εύκολο να σκοτώσουν για να πλουτίσουν, κι αυτών των μεταναστών που ήρθαν εδώ και δουλεύουν σκληρά για να ζήσουν και να βοηθήσουν τους συγγενείς τους στις χώρες τους. Είναι επιχειρηματολογικά δύσκολο να παρουσιάζονται εμμέσως πλην σαφώς λ.χ. οι φόνοι ανυπεράσπιστων παππούδων στα χωριά/διαμερίσματά τους από Αλβανούς ή άλλους για μερικά ευρώ ως ζήτημα και προϊόν της κοινωνικής αδικίας, που «μόνο με την κατάργηση του καπιταλισμού θα αρθεί». Δηλαδή ως τότε, ως την έλευση του σοσιαλισμού, οι φόνοι αυτοί θα μένουν ατιμώρητοι, ή δεν θα υπάρχει προσπάθεια για μείωσή τους, σύμφωνα με αυτή την «εσχατολογική» αντίληψη; Γι’ αυτό η καλυτέρευση της αστυνόμευσης αναγκαστικά είναι ένα από τα μέτρα για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταναστών – Ελλήνων, αρκεί να μην αντιμετωπίζεται ο κάθε μετανάστης ως υποψήφιος εγκληματίας, πράγμα αρκετά δύσκολο ωστόσο, λόγω της ρατσιστικής προδιάθεσης των αστυνομικών κ.ά.
Το ζήτημα “αριθμός των μεταναστών που μπορεί να αντέξει η Ελλάδα”:
Καταρχήν δεν είναι δυνατόν να ευσταθεί η άποψη ότι πρέπει ελεύθερα να διακινούνται οι άνθρωποι. Εάν έρχονταν 7 εκατομμύρια μετανάστες στην Ελλάδα ή 60 εκατομμύρια στη Γερμανία, είναι ανόητος όποιος δεν αντιλαμβάνεται την τρομερή αναταραχή που θα δημιουργούνταν. Τέτοια φιλομεταναστευτική αντίληψη ξεκινά από αντικρατικά και ανθρωπιστικά συναισθήματα, ωστόσο, λόγω της «πανουργίας της ιστορίας», θα συντελούσε τελικά στη διάλυση των εθνών-κρατών, δηλαδή των μόνων που μπορούν να αντισταθούν στον ιμπεριαλισμό της παγκοσμοποίησης και της πολτοποίησης, εξυπηρετεί δηλαδή ακριβώς και αποκλειστικά τα συμφέροντα άλλων κι όχι των μεταναστών. Γιατί μια ομοιογενής κοινωνία αντιστέκεται πολύ καλύτερα στη μαζοποίηση απ’ ό,τι μια πρόσφατα διαμορφωμένη κοινωνία 140 εκατομμυρίων, λ.χ. 80 εκ. Γερμανών και 60 εκ. μεταναστών. Και μια νεόδμητη κοινωνία χαμηλώνει τον πήχη του αποδεκτού επιπέδου. Άρα είναι σωστό να υπάρχει όριο. Κατά δεύτερον, πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι δεν παραμένουν σε μια χώρα όλοι οι μετανάστες που υπάρχουν σε μια δεδομένη στιγμή. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το περιοδικό Ενημέρωση (Μάρτιος 2004) του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, το 45% των μεταναστών μένουν στη χώρα για διάστημα από ένα έως τέσσερα χρόνια μόνο. Κατά τρίτον, ο αριθμός των μεταναστών είναι συνάρτηση της ικανότητας για ενσωμάτωση. Κι αυτή έχει σχέση τόσο με τη δυνατότητα απασχόλησης των μεταναστών, όσο και με την πολιτισμική εγγύτητά τους με τους Έλληνες. Για το θέμα της απασχόλησης μιλάμε παρακάτω. Για το θέμα της πολιτισμικής εγγύτητας, συμφέρει να υπάρχουν στην Ελλάδα άτομα από χώρες που πληρούν τα εξής κριτήρια: Δεν συνορεύουν με την Ελλάδα και είναι πολιτισμικά ή θρησκευτικά συγγενείς με αυτήν. Πάντως, η Ελλάδα δεν πρέπει, με κάθε νόμιμο μέσο εκτός από τα ακραία, ούτε λόγω ανθρωπισμού ούτε λόγω διεθνισμού, να επιτρέπει την παράνομη είσοδο συνεχώς νέων μεταναστών. Δεν συμφέρει ούτε αυτήν ούτε αυτούς.
Το ζήτημα “αφομοίωση ή ένταξη”.
Ο όρος “ένταξη” ταιριάζει πιο πολύ στο μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, ενώ ο όρος “αφομοίωση” πιο πολύ στην απορρόφηση, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, των νεοεισερχόμενων στην κοινωνία. Πολυπολιτισμικές κοινωνίες γίνεται να είναι δίχως πρόβλημα μόνο όσες ήταν πρώην αυτοκρατορίες. Επίσης, οι πολυφυλετικές ΗΠΑ, Αυστραλία κ.λπ. είναι χώρες στις οποίες καμία εθνική ομάδα η οποία κατοικεί τώρα εκεί δεν έχει ανάμνηση κυριότητας των εδαφών αυτών: Όλες οι εθνικές ομάδες είναι νεοφερμένες και δεν έχουν μέσα τους την αντίληψη πως τα εδάφη αυτά ανήκουν μόνο σε αυτές. Επιπλέον, παρ’ όλο που υπάρχουν ένα σωρό πολιτισμικές και εθνικές ομάδες στα αγγλοσαξωνικά αυτά κράτη, βλέπουμε πως υπάρχει ουσιαστικά ένας κυρίαρχος πολιτισμός, ο αγγλοσαξωνικός, και, συνεπώς, παρ’ όλο που καμιάς εθνικής ομάδας δεν εμποδίζεται η έκφραση του πολιτισμού της, κυρίαρχη είναι η αγγλική κουλτούρα. Παρ’ όλο λοιπόν που δεν πρέπει να εμποδίζεται η έκφραση των πολιτισμών των μεταναστών, η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα για τέτοιες πρακτικές. Ας μην ξεχνάμε ότι πολύ συχνά ο πολυπολιτισμός συνεπάγεται πρακτικά –και λόγω της ίδιας της πίστης του στην ετερότητα– την γκετοποίηση, με ό,τι αυτή σημαίνει για την ενότητα της κοινωνίας. Έτσι, η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να επιδιώκει την πολιτισμική αφομοίωση εκείνων των μεταναστών που σκοπεύουν να μείνουν για μία ζωή εδώ. Με αυτή την οπτική, θεωρώ απαράδεκτο να γίνεται λόγος για «διαπολιτισμική εκπαίδευση», δηλαδή για προσπάθεια μη αφομοίωσης των ξένων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η Ελλάδα είναι πολύ μικρή χώρα για να έχει γκέτο κι εθνικιστές Άραβες, Βαλκάνιους κ.ά. Εδώ ίσως κάποιοι αναφερθούν στους Έλληνες της Γερμανίας και των ΗΠΑ, αναρωτώμενοι αν θα ήθελα επίσης την αφομοίωσή τους από τους Γερμανούς/Αμερικανούς μέσω του σχολείου. Εδώ κάνουν λάθος. Οι Έλληνες της Γερμανίας πήγαν στη Γερμανία έπειτα από επίσημη αίτηση της τελευταίας, σύμφωνα με τις ανάγκες της, ως εργατικό δυναμικό. Δεν μπούκαραν στα σύνορα. Παρομοίως, οι πρόγονοι των σημερινών Ελληνοαμερικανών δεν μπήκαν στις ΗΠΑ με το “έτσι θέλω”, αλλά επιλέχθηκαν – και, ναι, οι Ελληνοαμερικάνοι εξαμερικανίστηκαν στο melting pot. Οι αναλογίες είναι διαφορετικές λοιπόν κι όσοι το ξεχνούν δείχνουν την περιφρόνησή τους στην ιστορική πραγματικότητα.
Προς το παρόν οι μετανάστες χρησιμοποιούνται ως δούλοι, και η χρήση τους αυτή έχει αποτελέσματα τα οποία είναι προφανές ποιον συμφέρουν. Το πρώτο αποτέλεσμα είναι η πτώση των μισθών των Ελλήνων, αφού οι τελευταίοι πρέπει να ανταγωνιστούν μισθωτούς που δέχονται να δουλέψουν με πολύ μικρότερες αμοιβές. Η μη παροχή ίσων εργασιακών δικαιωμάτων στους ξένους συνεπάγεται αυτήν την ανισότητα στους μισθούς/ημερομίσθια. Η ανισότητα αυτή συμφέρει αποκλειστικά τους εργοδότες, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να τη διαιωνίζουν, ώστε να έχουν μικρότερο εργατικό κόστος, αλλά και να μειώνουν τους μισθούς/ημερομίσθια των Ελλήνων. Οι Έλληνες, από την άλλη, (αυτο)αποπροσανατολίζονται και ενώ δεν βλέπουν ότι το ουσιαστικό πρόβλημα είναι οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές, τις οποίες θεωρούν αναπόφευκτες ή αναγκαίες, νομίζουν ότι φταίνε οι ξένοι μετανάστες για την ανεργία. Ο διχασμός αυτός εξυπηρετεί όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ιδεολογικά τους εργοδότες, αφού η διαμάχη μετατίθεται από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες στους Έλληνες εργαζόμενους και ξένους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να μη διαμαρτύρεται κανείς για τις πρακτικές των εργοδοτών.
Πράγματι, με μια πρώτη ματιά, η ανεργία των Ελλήνων οφείλεται ως ένα βαθμό στους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι παίρνουν τις δουλειές. Αυτό όμως δεν θα έπρεπε να οδηγήσει απαραίτητα στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εκδιωχθούν οι μετανάστες. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε ότι, εάν οι ξένοι εργάτες είχαν τα ίδια εργασιακά δικαιώματα (αμοιβές, ασφάλιση), τότε ντε φάκτο δεν θα υπήρχε λόγος να προτιμηθούν αυτοί κι όχι οι Έλληνες για την ίδια εργασία. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι οι μετανάστες και η εδώ παρουσία τους, αλλά η άνιση μεταχείρισή τους. Αλλά ακριβώς αυτοί που είναι υπαίτιοι για την άνιση μεταχείριση και οι οποίοι επωφελούνται από την άνιση μεταχείρισή τους είναι οι ίδιοι που (έχουν τα μέσα αλλά) δεν θα επιτρέψουν ποτέ τον τερματισμό της, με σκοπό να φορτώνονται σε άλλους (στους μετανάστες) τα δικά τους κόλπα.
Οι μετανάστες, χάρη στη δική τους κακοπληρωμένη, σκληρή και ανασφάλιστη εργασία, έκαναν πολύ ευκολότερη την ένταξη στην ΟΝΕ· χάρη σε αυτούς οφείλεται η άνθιση ή και η επιβίωση τομέων της οικονομίας (γεωργία, κτηνοτροφία, βιοτεχνία), αλλά και η κάλυψη σε μεγάλο βαθμό των αναγκών για κοινωνικές υπηρεσίες τις οποίες δεν παρέχει το κράτος (οικιακή φροντίδα, φύλαξη γερόντων-ασθενών κ.λπ.). Το πώς γίνονταν πριν το 1991 οι εργασίες αυτές κι από ποιους, όπως αναρωτιούνται ρητορικά οι ακροδεξιοί, είναι προφανές για όποιον θυμάται: Κανείς Έλληνας νέος δεν γινόταν βοσκός ούτε μάζευε πορτοκάλια για ένα πιάτο φαΐ, σε μια χώρα γεμάτη πτυχιούχους.
Η δήθεν φιλοεργατική ακροδεξιά ένσταση λοιπόν ότι οι μετανάστες φταίνε μεταθέτει την υπευθυνότητα αλλού. Γιατί οι Έλληνες εργάτες και τα συνδικάτα, εάν είχαν μυαλό, θα έπρεπε να ζητούν εδώ και τώρα την άμεση και έμπρακτη (μη έμπρακτη θα σήμαινε συνέχιση της εισροής ξένων, συνέχιση της μείωσης των μισθών και του εκβιασμού των εργοδοτών) εργασιακή εξίσωση των μεταναστών, ώστε να πάψει ο άνισος ανταγωνισμός με αυτούς και η αισχροκέρδεια των εργοδοτών, που έτσι μειώνουν τους μισθούς. Επίσης, παράλληλα θα έπρεπε οι Έλληνες εργάτες / τα ελληνικά συνδικάτα να ζητούν την άμεση νομιμοποίηση όλων (κι όχι μέρους τους) όσων τώρα εργάζονται και τώρα μένουν μόνιμα στη χώρα μας, ώστε να μην απολύονται οι νομιμοποιημένοι και εξισωμένοι μετανάστες εργάτες χάριν των παρανόμων κι έτσι να διαιωνίζεται η εκμετάλλευση των μεταναστών και η μείωση των μισθών· γιατί, διαφορετικά, αυτό συμβαίνει. Μετά λ.χ. τη νομιμοποίηση του 1998, η οποία αφορούσε μόνο τμήμα των μεταναστών και δεν συνεπαγόταν εργασιακή εξίσωση, προκλήθηκε μεγάλο κύμα απολύσεων των μεταναστών που νομιμοποιήθηκαν, καθώς οι εργοδότες προτιμούσαν να απασχολούν μη νόμιμους –ανασφάλιστους, υπάκουους και φθηνότερους– αλλοδαπούς εργάτες. Η νομιμοποίηση (πράσινη κάρτα – ίδια εργασιακά δικαιώματα/αμοιβές) όλων των μεταναστών θα είχε τα εξής αποτελέσματα: Πρώτον, οι μετανάστες δεν θα υφίσταντο εκμετάλλευση. Δεύτερον, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα ανταγωνίζονταν ισότιμα τους ξένους. Τρίτον, οι μισθοί των Ελλήνων εργαζομένων δεν θα συμπαρασύρονταν προς τα κάτω, αφού θα ίσχυε το ίδιο μισθολόγιο. Τέταρτον, οι ακροδεξιοί θα έχαναν τη δικαιολογία-αποπροσανατολιστικό επιχείρημα ότι φταίνε οι ξένοι για την ανεργία. Πέμπτον, οι εργοδότες δεν θα μπορούσαν να προκαλούν ενδοεργατικό πόλεμο, αποποιούμενοι τις ευθύνες τους. Έκτον, ο ρατσισμός θα περιοριζόταν, αφού το κυριότερο έρεισμά του, η χρησιμοποίηση ξένων εις βάρος των Ελλήνων, θα έπαυε να υφίσταται, και μάλιστα ο αριθμός των ξένων θα σταθεροποιούνταν, αφού δεν θα υπήρχε ανάγκη για εισαγωγή νέου, φθηνότερου εργατικού δυναμικού.
Ασφαλώς δεν συμφέρει τους εργοδότες (οι οποίοι χρηματοδοτούν τα κόμματα εξουσίας, επηρεάζοντας έτσι τις αποφάσεις τους) κάτι τέτοιο. Δεν είναι λοιπόν αυτοί που θα το επιδιώξουν, αφού χάρη στον διαχωρισμό ξένων – Ελλήνων εργαζομένων και στον διαχωρισμό νομιμοποιημένων – παρανόμων ξένων έχουν τεράστια κέρδη. Ίσα-ίσα τους συμφέρει να μη νομιμοποιηθούν/εξισωθούν οι μετανάστες· ή, αν νομιμοποιηθούν/εξισωθούν, αυτό να γίνει για τμήμα τους κι όχι για όλους· ή, αν η νομιμοποίηση/εξίσωση γίνει για όλους, να μην εφαρμόζεται στην πράξη (να μην υπάρχουν/διεξάγονται π.χ. έλεγχοι εργασίας). Τέτοια αιτήματα μπορούν να τα εκφέρουν μόνο οι Έλληνες εργαζόμενοι, αρκεί να δουν ότι αυτό συμφέρει και τους ίδιους και τους μετανάστες κι αρκεί να μην αποκοιμίζονται από τα ΜΜΕ.
Πρέπει εντέλει οι μετανάστες να αποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα; Στο ερώτημα, αν αφορά το σύνολό τους, πρέπει να απαντηθεί αρνητικά. Όχι, είμαστε πολύ μικρή χώρα για κάτι τέτοιο, γιατί μπορεί αύριο – μεθαύριο σε έναν πόλεμο να χρειαστούμε την ανάγκη των μεταναστών, οι οποίοι φυσικά θα αδιαφορήσουν αν δεν αισθάνονται δεμένοι με την Ελλάδα. Και το δέσιμο αυτό γίνεται όχι μόνο αν τους φερόμαστε καλά (εργασιακή εξίσωση/νομιμοποίηση), αλλά και αν έχουν αντικειμενικούς, πολιτισμικούς λόγους για να υπερασπιστούν την Ελλάδα, ή αν αισθάνονται σχεδόν Έλληνες κι οι ίδιοι. Μόνον εφόσον υπάρχει δυνατότητα πολιτισμικής εγγύτητας και ταύτισης με μας είναι συμφέρον για μας να δοθεί η ιθαγένεια. Εάν είναι ανώδυνο και ίσως συμφέρον για την Ελλάδα να δίνει, στο απώτερο ή απώτατο μέλλον, πλήρη πολιτικά δικαιώματα, θα πρέπει να τα δίνει σε άτομα που ταξινομούνται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια, για τα οποία ισχύει η φθίνουσα σειρά (δηλαδή το πρώτο είναι το ισχυρότερο, το δεύτερο λιγότερο ισχυρό κ.ο.κ.): 1) Οι καλύτεροι (στον τομέα τους, καθώς και οι ταλαντούχοι γενικώς), ανεξαρτήτως χώρας ή θρησκείας. 2) Οι ελληνικής καταγωγής και οι κάτοικοι ανατολικοευρωπαϊκών ορθόδοξων χωρών που δεν συνορεύουν με την Ελλάδα. 3) Οι κάτοικοι των συνορευόντων με το κράτος μας βαλκανικών χωρών, εφόσον έχουν εξελληνιστεί γλωσσικά / παντρευτεί Έλληνες, και με την ίδια προτεραιότητα και οι μη μουσουλμάνοι Αφρικανοί. 4) Οι μουσουλμανικής αλλά μη αραβικής καταγωγής, που δεν είναι από χώρες της ευρύτερης (Μ. Ανατολή, Καύκασος, Βαλκάνια) γειτονιάς μας, και που έχουν εξελληνιστεί γλωσσικά (δηλ. από την παιδική ηλικία έμαθαν και τα ελληνικά), κατά προτεραιότητα μεταξύ αυτών που παντρεύτηκαν Έλληνες πολίτες. 5) Οι μουσουλμανικής καταγωγής Άραβες που έχουν εξελληνιστεί γλωσσικά, με την ίδια προτεραιότητα. Είναι προφανές ότι, επειδή η απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων θα γίνει σε λίγους, κυρίως οι δύο πρώτες κατηγορίες πρέπει να ευνοηθούν, εάν επιθυμούμε τη διατήρηση της συνειδησιακής ενότητας του πληθυσμού εντός της χώρας. Πρέπει να γίνει σαφές πως η προτεινόμενη λύση της νομιμοποίησης/εργασιακής εξίσωσης (παράλληλα με άλλα κοινωνικά δικαιώματα) πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως. Αν απλώς γίνει αποδεκτή στα χαρτιά, τότε θα ζημιωθούν και οι νομιμοποιημένοι ξένοι και οι Έλληνες. Αν είναι να μείνει στα χαρτιά, τότε είναι πολύ καλύτερο να διατηρηθεί η τωρινή κατάσταση.