Αρχική » Βαλκανικές εκδοχές διεθνούς δικαίου υπό ΝΑΤΟϊκή ηγεμονία

Βαλκανικές εκδοχές διεθνούς δικαίου υπό ΝΑΤΟϊκή ηγεμονία

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Παπαμιχαήλ, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009

Μιλώντας για τα σημερινά πολιτικά αδιέξοδα στα Βαλκάνια ή αλλού, ίσως παραμελούμε κάποτε την ανάλυση του πώς λειτουργεί σήμερα όχι απλώς ο ιμπεριαλισμός, αλλά ο υπερατλαντικός ηγεμόνας του λεγόμενου «δυτικού πολιτισμού». Να θυμηθούμε ότι ο ηγεμόνας αυτός είναι ο πρώην προασπιστής του λεγόμενου «ελεύθερου κόσμου» έναντι των απειλών του «σιδηρού παραπετάσματος». Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε το συμβολικό πλαίσιο της αμέσως προηγούμενης ψυχροπολεμικής ιδεολογικής αντιπαράθεσης.
Πιστεύω λοιπόν ότι, πέρα από τα προφανή οικονομικά συμφέροντα και τις αντίστοιχες πολιτικές σκοπιμότητες, η αντιπαράθεση αφορούσε πάντα τις αμφίσημες νοηματοδοτήσεις της έννοιας του «δυτικού πολιτισμού». Πιο απλά, αφορούσε τους, θεωρούμενους ως αυτονόητους, στερεότυπους τρόπους με τους οποίους μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε, ορθολογικά υποτίθεται, τον εαυτό μας και τον κόσμο∙ την κοινή πολιτική μας λογική.
Σήμερα τα παραπάνω φαίνονται πολύ καλύτερα. Εντούτοις, αρκετοί πιστεύουν ότι το βασικό έργο της αμερικάνικης ηγεμονίας συνίσταται ακόμα στην εξασφάλιση των συνθηκών της λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς: Είναι η πάντα σωστή, αλλά και ξεπερασμένη κάπως, ιδέα των ΗΠΑ ως του χωροφύλακα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Βέβαια, η λειτουργία αυτή, η στρατιωτικο-πολιτική, δεν έπαψε να ισχύει. Πλάι της όμως, μετά το 1980 και μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, αναδεικνύεται, όπως ξέρουμε, όλο και περισσότερο μια άλλη, διαφορετική κάπως, λειτουργία των παρεμβάσεων των ΗΠΑ: κάτι που εν μέρει θυμίζει και αποκαλείται «πόλεμος για τη διατήρηση του ηγεμονικού κύρους», δηλαδή παρεμβάσεις που δεν μπορούν πάντα να ερμηνευτούν άμεσα από κάποιες ορατές στρατηγικές επιδιώξεις ή γεωπολιτικής φύσης σκοπιμότητες των ίδιων των ΗΠΑ ή των άμεσων συμμάχων τους. Η «πάταξη της τρομοκρατίας» έδωσε καταρχάς το ιδεολογικό πλαίσιο μιας νέας κοινωνικής παράστασης του «εσωτερικού εχθρού» και μια διευρυμένη εικόνα του «εδάφους προς υπεράσπιση» –εκείνο δηλαδή το πράγμα που πολλοί αναλυτές αντιλαμβάνονται πλέον ως «στρατιωτικές παρεμβάσεις στο όνομα της οικουμένης». Είναι επίσης προφανές ότι, στα πλαίσια αυτών των λογικών, το παλιό διεθνές δίκαιο έχει πάψει de facto να ισχύει, και ότι το σημερινό, ανισόρροπο σύστημα των υπερεθνικών σχέσεων εγκαλεί επειγόντως τους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ ή το Διεθνές Δικαστήριο να προσαρμόσουν τις αρχές και τις λογικές τους και να προσαρμοστούν σε μια νέα, αυτοκρατορική, πολιτική μορφή διεθνούς δικαίου: Ο ηγεμόνας σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται σαν να «διαιτητεύει». Οι στρατιωτικές παρεμβάσεις του δεν απαντούν αναγκαστικά σε συγκεκριμένες και άμεσες εξωτερικές απειλές – ούτε οι επιθετικές πρακτικές του μπορούν να εκτιμηθούν και να στιγματιστούν με τα ίδια κριτήρια που έχουν θεσπιστεί ηγεμονικά για την προάσπιση των «αρχών του πολιτισμένου κόσμου». Η ανάγκη συντήρησης αυτής της θεμελιακής ανισορροπίας συνδέεται βέβαια με το ότι η διαιτητεύουσα ηγεμονική δύναμη επιχειρεί να προστατεύσει, προληπτικά ή όχι, το κύρος της πολιτικής ηγεμονίας της. Τα συστήματα καταστολής του εχθρού –η «ένταση της εκάστοτε ποινής», ας πούμε, όπως και το «ποιος» θεωρείται εκ προοιμίου ένοχος ή ύποπτος, ποιος ανήκει στις «δυνάμεις του κακού»– ορίζονται και καθορίζονται από την ίδια την πολιτικο-στρατιωτική ηγεμονία, και ο ορισμός αυτός διαχέεται και διαδίδεται με χίλιους τρόπους στο σύνολο της (δυτικής) κοινής γνώμης, χωρίς κανένας να δικαιούται να αμφισβητήσει αυτόν τον ορισμό, αν δεν επιθυμεί τουλάχιστον να ενταχθεί άμεσα ή έμμεσα στις προαναφερόμενες «δυνάμεις του κακού»: Η αυτοκρατορική εξουσία εξασκείται τρομοκρατικά και πάνω απ’ όλα «με τις λέξεις», δηλαδή στο συμβολικό επίπεδο. Κατατείνει στη δημιουργία εκλογικεύσεων, δηλαδή μιας γενικευμένης συναίνεσης του δυτικού κόσμου στις επιλογές της αμερικάνικης μονοκρατορίας. Αυτή η δυσαναλογία σε όλα τα επίπεδα (του ελέγχου των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής και διαμόρφωσης της δυτικής κοινής γνώμης ή της επιλογής των κατασταλτικών μέσων κατά οποιουδήποτε θεωρείται «παρίας» –ατόμου ή κράτους–), η μόνιμη απειλή της «υπέρβασης των θεμιτών ορίων αντίδρασης» από πλευράς του ηγεμόνα κατά κάθε «παραβάτη», η αυθαίρετη επιλογή του τρόπου και των μέσων της ηγεμονικής αντίδρασης στις εκάστοτε «προκλήσεις» με άλλα λόγια, αποτελούν ίσως το βασικότερο νομικο-πολιτικό συστατικό της νέας, «αυτοκρατορικής σύλληψης» της νέας, «παγκόσμιας πολιτικής κοινωνίας». Το «παράλογο» εγκαθίσταται ως νέα λογική.
Σήμερα όλος ο «δυτικός κόσμος» και όλη η υφήλιος μοιάζει να έχει τεθεί με απόφαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι μηχανισμοί της εξουσίας (κράτος, κόμματα, ΜΜΕ) σκηνοθετούν το θέαμα της κοινής άμυνας του «πεφωτισμένου κόσμου» απέναντι στον νέο μοχθηρό εχθρό: τον «φονταμενταλιστή», τον «τρομοκράτη». Σταδιακά προστίθεται σε αυτούς η πρώην κομμουνίστρια και πάντα χριστιανή ορθόδοξη «ρωσική αρκούδα». Ταυτόχρονα, στο «εσωτερικό πεδίο» της κοινωνικής ζωής η καλπάζουσα εγκληματικότητα δίνει το πρόσχημα για τη συστηματική παρακολούθηση της ιδιωτικής ζωής των ατόμων: Το θέαμα της βίας επιδιώκει την ηθική και πολιτική νομιμοποίηση του αυτοκρατορικού πολιτικού αυταρχισμού. Ζητείται από τους υποτελείς (λαούς, τάξεις, άτομα) να εκχωρήσουν και τα υπολείμματα της ελευθερίας τους στον κρατικό, αυτοκρατορικό και αστυνομικό έλεγχο, ξεχνώντας κάθε προοπτική συλλογικών αγώνων για την αποτίναξη της υποτέλειάς τους.
Το «δύο μέτρα και δύο σταθμά» ως επίσημη αρχή του νέου διεθνούς δικαίου δεν θα πρέπει λοιπόν να μας ξαφνιάζει καθόλου: Οι νέες αρχές όχι μόνο νομιμοποιούν το δίκαιο του στρατιωτικά ισχυροτέρου –έστω, της αμερικανικής υπερδύναμης–, αλλά και καθιστούν την όποια αμφισβήτηση των αρχών αυτού του δικαίου δείγμα γραφής ενός επικίνδυνου και απαράδεκτου για τη δυτική δημοκρατία πολιτικού και πολιτισμικού αναχρονισμού, μιας κάποιας ιστορικής καθυστέρησης, η οποία καθιστά ορισμένες κοινωνίες εξ ορισμού ύποπτες ή εν δυνάμει τμήματα των «δυνάμεων του Κακού»: κράτη-παρίες ή απροσάρμοστες ακόμα ανατολικοευρωπαίες «αρκούδες», που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό τους. Έτσι, η κατοχή της μισής Κύπρου ή ο κατακερματισμός της Γιουγκοσλαβίας –οι Κροατίες, οι Βοσνίες, τα αλβανικά Κοσσυφοπέδια– αναγνωρίζονται αμέσως και προβαίνουν σχετικά εύκολα σε μονομερείς πολιτικές ανεξαρτητοποιήσεις, αφού βρίσκονται από την πλευρά του «Καλού». Αντίθετα, οι ανεξάρτητες Οσετίες, που κατακερματίζουν την καλή Γεωργία και ισχυροποιούν τη «ρωσική αρκούδα» γύρω από τον Καύκασο, δημιουργούν ρίγη ανατριχίλας σε όλους τους αμερικανοτραφείς και αμερικανόφιλους Ευρωπαίους δημοκράτες –δηλαδή, στους διανοούμενους της αυτοκρατορικής αυλής, που φαίνονται πάντα ιδιαίτερα ευαίσθητοι στα ανθρώπινα δικαιώματα των ατόμων και των μειονοτήτων που επιθυμούν να διαφέρουν ή να διαφοροποιηθούν, και ιδιαίτερα αδιάφοροι για τα δικαιώματα της πλειοψηφίας των ανθρώπων που με τις πολιτισμικές τους ομοιότητες και τις κοινές πολιτικές τους ταυτότητες συγκροτούν τους ιστορικά γνωστούς εθνικούς λαούς.
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική στηρίζεται σε αυτό το πολύμορφο κοσμοπολίτικο προσωπικό δημοσιογράφων και «διανοουμένων», όχι για να δικαιολογηθεί, όπως παλιότερα –όχι δηλαδή σε επίπεδο προπαγάνδας (αφού ο ηγεμόνας δεν χρειάζεται πια άλλη νομιμοποίηση πέρα από εκείνη που δίνει ο ίδιος στον εαυτό του) αλλά σε επίπεδο πολιτικής παιδείας και εγχάραξης των νέων αυτοκρατορικών αξιών. Με άλλα λόγια, η εργασία του «εκπαιδευτικού προσωπικού» αυτού του είδους συνίσταται στην απονομιμοποίηση εκ των προτέρων, τόσο ηθικά όσο και πολιτικά, της όποιας ένστασης ή βούλησης των «αποικιοκρατούμενων» που θα επιχειρούσε να διατυπώσει ρητά την ιδέα ότι η ύπαρξη δύο μέτρων και δύο σταθμών στο πεδίο του δικαίου αποτελεί μια κατάφωρη αδικία και μια απαξίωση της ίδιας της έννοιας της δικαιοσύνης.
Λειτουργώντας περίπου ως «τοτεμική αρχή» ως προς τις σημασιοδοτήσεις της έννοιας του «Δυτικού Πολιτισμού», οι ΗΠΑ προωθούν ως «πολιτικώς ορθά» όλα τα ιδεολογικά σχήματα και τις παραδόσεις του αγγλοαμερικανικού πολιτικού πολιτισμού σχετικά με την οργάνωση και τη ρύθμιση των κοινωνικών και των πολιτικών διαιρέσεων και συγκρούσεων. Μπορούν έτσι, παράλληλα με τις πιο «ακραίες θέσεις» (εκείνες που εκφράζονται λόγου χάρη υπό το πρόσημο των «πολέμων των πολιτισμών»), να συγκροτούν την αφομοιωτική και αποικιοκρατικού τύπου πολιτισμική τους πολιτική επιρροή με τα εκπραγματισμένα ιδεολογήματα της «ανεκτικότητας», του «διαλόγου» και της «διαπραγμάτευσης». Η ίδια η έννοια της «δημοκρατίας» (ή της «μεταδημοκρατίας») γίνεται αντιληπτή ως κάτι που εκχωρείται νομικά ή που υπάρχει ήδη συνταγματικά, όχι ως κάτι που κατακτιέται με συλλογικούς αγώνες και που διακυβεύεται ως νόημα και ως περιεχόμενο μέσα από τις ιστορικές αντιπαραθέσεις μεταξύ συλλογικών υποκειμένων. Συνεπώς, η δημοκρατία γίνεται κατανοητή ως ένα σύνθετο αλλά ελαστικό πλαίσιο «ροής πληροφοριών» και ατομικών δικαιωμάτων των «πολιτών του (ελεύθερου) κόσμου». Κατακερματισμένες, στρατιωτικά ανίσχυρες, πολιτικά ανοχύρωτες, πολιτισμικά αποσταθεροποιημένες, οι «μεταεθνικές», δυτικές ιδίως, κοινωνίες γίνονται αντιληπτές ως ρευστά πλαίσια «επικοινωνίας», συμβίωσης και σύμπραξης ατομικών ανταγωνισμών. Οι παλαιές «εθνικές ταυτότητες» αποεδαφοποιούνται υπό το πρόσημο του κοσμοπολιτισμού μαζί με τις πολιτικές αξιώσεις ανεξαρτησίας και αυτοδυναμίας των εθνικών κρατών. Ο «πατριωτισμός» αποτελεί σχεδόν ένδειξη διανοητικής και πολιτισμικής καθυστέρησης ενός σύγχρονου πολίτη του δυτικού κόσμου. Οι θρησκευτικές συνειδήσεις «απομαγεύονται» (εκσυγχρονίζονται, εξορθολογικοποιούνται): Και η δυτική «κουτσή Μαρία» –ή η εγγονή της που «κάτι σπούδασε»– δηλώνουν σήμερα «αδιάφορες για τη θρησκεία», και με πολιτικά ορθό κομφορμισμό διαδηλώνουν παντού την ορθότητα των πολιτικών τους φρονημάτων ως «πολίτισσες του κόσμου». Ακόμα, με θρησκευτικό πάθος εκδηλώνουν την απέχθειά τους για τις πιο συνεκτικές κοινωνικά θρησκευτικές παραδόσεις – ιδιαίτερα τη χριστιανική ορθοδοξία ή και τον καθολικισμό. Παράλληλα, οι κοινωνικές τάξεις αποδομούνται γύρω από τις μεγάλες ανισότητες των «αγώνων για τη διανομή». Οι ιστορικές κοινωνίες και τα έθνη τους χάνουν κάθε αξίωση στη συνοχή και μαστίζονται, άλλωστε, από τις εμφύλιες διαμάχες, τους τοπικούς πολέμους ή τις διάφορες μορφές της εγκληματικότητας που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των δήθεν «ανοικτών κοινωνιών».
Ενώ στο πεδίο του δικαίου τα πολιτικά δικαιώματα αναγνωρίζονται για τα άτομα, αλλά όχι για τις κοινωνικές ομάδες όπου ζουν αυτά τα άτομα, οι ίδιες οι ΗΠΑ συνεχίζουν να συμπεριφέρονται ως το πλέον «κακοποιό κράτος» (Rogue State), καταφεύγοντας σε διαρκή πόλεμο εναντίον όλων των κοινωνιών του Παλαιού (ιστορικού) Κόσμου που δεν είναι έτοιμες να υποταχθούν. Οι ΗΠΑ διολισθαίνουν, έτσι, σε ολοκληρωτικό πρότυπο για την εδραίωση της ηγεμονίας τους σε ολόκληρο τον πλανήτη. Διαβρώνοντας τις συλλογικότητες και αποδομώντας τους μύθους, τις θρησκείες, τις εθνικές ταυτότητες, την ίδια την Πολιτική Ιστορία τελικά των κοινωνιών (ιδιαίτερα δε των λαών και των κοινωνικών τάξεων που αποτελούν τα μόνιμα θύματα του ιμπεριαλισμού και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης), η «αυτοκρατορία του (αμερικανικού) χάους» προβάλλει παντού τα πρότυπα της καταναλωτικής ευημερίας και της εξατομικευμένης κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς των πολιτών της κοινωνίας των ΗΠΑ ως μοντέλα προς μίμηση.
Αυτό είναι λοιπόν το «ειρηνικό ιδεώδες», το πρότυπο του «τέλους της ιστορίας», των συλλογικών υποκειμένων και των συγκρούσεων μεταξύ τους, η γενική πολιτική αρχή που υπό την πολιτικοστρατιωτική και πολιτισμική ηγεμονία των ΗΠΑ οργανώνει το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα ενοποίησης ενός κατακερματισμένου κόσμου. Στο μεταξύ, ανάλογα με τις συγκυρίες και τις εκάστοτε γεωπολιτικές συνθήκες, τα έθνη και οι διάφοροι επιμέρους πληθυσμοί που τα συγκροτούν δομούνται και αναγνωρίζονται ή, αντίθετα, αποδομούνται και κατακερματίζονται, κατά βούληση. Αν, λόγου χάρη, η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν αναγνώριζε κανένα ανεξάρτητο της ελληνικής ιστορίας «μακεδονικό έθνος» κατά τη δεκαετία του 1940-1950 –κατά τον εμφύλιο πόλεμο δηλαδή– σήμερα, άνευ του παλαιού «κομμουνιστικού εχθρού» στα βόρεια σύνορα, δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη γελοία απόπειρα κλοπής και παραχάραξης της ελληνικής ιστορίας (αρχής γενομένης από τον… Φίλιππο τον Μακεδόνα), όταν το θνησιγενές προτεκτοράτο των Σκοπίων αξιώνει μέσω αυτής της κλεμμένης ιστορίας κάποιους «ένδοξους προγόνους» για τη διεθνή του αναγνώριση…
Με άλλα λόγια, στην αυτοκρατορική πολιτική ανθρωπολογία, η παγκόσμια κοινωνία οφείλει να αναδιοργανωθεί ιδεολογικά στη βάση της Μεγάλης Αφήγησης ενός Ειρηνευμένου Μέλλοντος. Και υπάρχει σε όλες τις δυτικές κοινωνίες εκείνο το νέο ιερατείο που από τους άμβωνες των ΜΜΕ και των πανεπιστημίων κηρύσσει με πολύ προοδευτικό ύφος και «αριστερή» φρασεολογία όλα τα εκπραγματισμένα στερεότυπα made in USA που συγκροτούν την πεμπτουσία της αυτοκρατορικής πολιτικής ανθρωπολογίας. Σύμφωνα με αυτά τα στερεότυπα, που απευθύνονται σε αποικιοκρατούμενους ιθαγενείς, η παγκόσμια κοινωνία φαίνεται να συναπαρτίζεται από πολιτικά ασταθείς και πολιτισμικά ρευστές καταστάσεις και να οργανώνεται μέσα από πραγματικές ή φανταστικές «διαφορετικότητες» που οφείλουν να συμβιώνουν ειρηνικά εντός των πλαισίων μιας «συνταγματικής» ισονομίας, η οποία δεν μπορεί να διαταραχθεί νομίμως παρά από τις εκάστοτε επιλογές της ηγεμονικής δύναμης και των τοπικών πολιτικών διαχειριστών της εξουσίας της. Οι αξίες του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αμοιβαίας ανεκτικότητας πλαισιώνουν τον αυτοκρατορικό ειρηνισμό, αποδίδοντάς του την ιδεολογική ισχύ μιας νεομακιαβελικής κοσμοθεωρίας περί του τέλους της «μεγάλης πολιτικής», ή ακόμα περί της πολιτικής και πολιτισμικής ήδη τετελεσμένης επικυριαρχίας ενός «δυτικού κόσμου», που ομιλεί οριστικά από το «τέλος της ιστορίας».
Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, η δημιουργία ενός αντιηγεμονικού και αντιαυτοκρατορικού μετώπου είναι σήμερα αντίστοιχης προτεραιότητας με τη δημιουργία της αντιναζιστικής συμμαχίας στο παρελθόν. Τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τις χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής, κανένα σοβαρό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να εδραιωθεί όσο δεν χαράσσεται μια συγκεκριμένη στρατηγική απέναντι στις ΗΠΑ, σε όλα τα πεδία όπου εξασκείται η ηγεμονία της: πολιτικά, συμβολικά, πολιτισμικά, ιδεολογικά. Κατά μείζονα λόγο, το ίδιο ισχύει για τα Βαλκάνια: Ο μόνος πιθανός άξονας συνεργασίας δεν μπορεί να είναι παρά ένας πολιτικός και πολιτισμικός «αντιαμερικανισμός».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ