του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
Μετά από τη νίκη της Χεζμπολά στον πόλεμο με το Ισραήλ το 2006 και την επιτυχία της αντίστασης της Χαμάς στην εισβολή του ισραηλινού στρατού την Γάζα, είναι σαφές σε όλη τη Δύση πως αναδύεται –τουλάχιστον σ’ αυτές τις δύο χώρες– ένα ριζοσπαστικό κομμάτι του ισλαμικού κινήματος, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα και διακρίνονται απ’ όλα τα υπόλοιπα. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι έχουν καταγράψει νίκες και επιτυχίες εναντίον των σιωνιστών, που βρίσκονται στην αιχμή της Νέας Τάξης Πραγμάτων, καθιστούν τη σημασία αυτών των κινημάτων καθοριστική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή. Σε ό,τι αφορά στη Μέση Ανατολή και εν γένει τον αραβικό κόσμο, τρία είναι τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά τούτων των κινημάτων. Πρώτον, το ότι διακρίνονται για τις επιτυχίες τους και την αποτελεσματικότητά τους. Δεύτερον, το ότι αποτελούν ταυτόχρονα φορείς εθνικής απελευθέρωσης των Αράβων, αλλά και μετασχηματισμού του ίδιου του ισλαμικού κινήματος. Και τρίτον, ότι εγκαινιάζουν μια νέα φάση –η οποία σε πολλές της πτυχές είναι πιο προωθημένη από τις προηγούμενες– στη μακραίωνη, αργόσυρτη διαδικασία της απελευθέρωσης του αραβικού κόσμου από τη δυτική επικυριαρχία.
Η αποτελεσματικότητα της Ισλαμικής Αντίστασης
Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, η επανεμφάνιση της ισλαμικής ταυτότητας στη Μέση Ανατολή προέκυψε σε μια εποχή παρακμής των κύριων εκφραστών του απελευθερωτικού αιτήματος των Αράβων, του εθνικισμού απ’ τη μία, και, δευτερευόντως, της Αριστεράς από την άλλη. Οι κύριοι λόγοι της αποτυχίας ήταν δύο: Αφ’ ενός η ήττα των Αράβων στον πόλεμο του 1967, που σηματοδότησε την αποτυχία τους στον αγώνα κατά της σιωνιστικής κατοχής –και συνακόλουθα της δυτικής επικυριαρχίας– στη Μέση Ανατολή. Αφ’ ετέρου, ο καθεστωτικός εκφυλισμός τους, η μετατροπή των πολιτικών φορέων των κινημάτων σε κορεσμένες και διεφθαρμένες ελίτ, που μάλιστα έτειναν χείρα φιλίας και συνδιαλλάσσονταν ανοιχτά με τους αποικιοκράτες και τους σιωνιστές.
Η διάψευση των προσδοκιών τούτων των κινημάτων ήταν αυτή πυροδότησε μια μαζική στροφή του αραβικού κόσμου –και ιδιαίτερα των πληβειακών στρωμάτων– προς το ισλάμ και τις ισλαμικές οργανώσεις. Και τούτος ήταν ο παράγοντας που μετέστρεψε εντελώς το πρόσημό τους, από μετριοπαθείς, συντηρητικές δυνάμεις, σε ριζοσπαστικούς φορείς της αντίστασης. Έτσι, ενώ κατά την περίοδο της ανόδου των κινημάτων του αραβικού εθνικισμού και της Αριστεράς η αποικιοκρατία είχε άμεσα και έμμεσα, με ποικίλους τρόπους, υποστηρίξει υλικά και πολιτικά τους ισλαμιστές στα πλαίσια της παραδοσιακής, βρετανικής εμπνεύσεως, τακτικής του «διαίρει και βασίλευε», από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα ξεκινά η αντίστροφη διαδικασία, όπου τάσεις στο εσωτερικό του ισλαμισμού αρχίζουν να αναπτύσσουν αντιστασιακά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Σταθμοί σ’ αυτή τη διαδικασία υπήρξαν η ιρανική επανάσταση του 1979, η αμερικανική κατοχή του Λιβάνου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η πρώτη Ιντιφάντα στην Παλαιστίνη. Στα πλαίσια αυτά, ιδιαίτερο ρόλο παίζουν οι σιίτες της Περσίας και του Λιβάνου, τόσο εξαιτίας της ιρανικής επανάστασης όσο και λόγω των ευρύτερων ριζοσπαστικών και αντιστασιακών τάσεων που χαρακτηρίζουν το σιιτικό ισλάμ1.
Τα κινήματα της ισλαμικής αντίστασης που καθοδηγούνται από δυνάμεις όπως η Χεζμπολά και η Χαμάς φέρουν μέσα τους αυτή την ιστορική διαδικασία, όπου το ισλάμ ήρθε να καλύψει το κενό του αραβικού εθνικισμού και της Αριστεράς. Γι’ αυτό και απαντούν στα μείζονα αδιέξοδά τους, πραγματοποιώντας ένα βήμα προς τα μπρος σε σχέση με το παρελθόν.
Τα κινήματα αυτά είναι πιο μαζικά και έχουν μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία από τα προηγούμενα. Τούτο τα καθιστά πιο αποτελεσματικά στο να κινητοποιήσουν τις μάζες στον αγώνα εναντίον της σιωνιστικής κατοχής και της δυτικής επιβολής. Και η κινητοποίηση των μαζών, η δημιουργικότητα και η φαντασία τους, συνιστά το συγκριτικό τους πλεονέκτημα έναντι του υπερ-τεχνολογικοποιημένου ισραηλινού στρατού, τον παράγοντα εκείνο που εν πολλοίς έχει καθορίσει την επιτυχημένη έκβαση των συγκρούσεων της τελευταίας πενταετίας.
Ο αραβικός εθνικισμός και η Αριστερά ήταν φορείς εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων και αποζητούσαν τον εκδυτικισμό των αραβικών κοινωνιών· ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να ενσωματώσουν οργανικά στο εσωτερικό τους τις πλατιές ισλαμικές μάζες της υπαίθρου και το υποπρολεταριάτο των πόλεων. Όλοι αυτοί ακολουθούσαν μόνο εκ των υστέρων τα κινήματα αυτά στις μαζικές τους εκφάνσεις και κυρίως σε ό,τι αφορά στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον σιωνισμό. Στο εσωτερικό των κινημάτων αυτών, η ηγεμονία των μεσαίων και των ανώτερων στρωμάτων, με την κοσμοπολίτικη παιδεία και τα δυτικά ήθη, ήταν αδιαμφισβήτητη – και τούτο συνιστούσε έναν παράγοντα όξυνσης του χάσματος μεταξύ της ηγεσίας και της μάζας, που ακολουθούσε. Και τούτο αφενός προκαλούσε μια σχετική αδυναμία κινητοποίησης των μαζών, αφετέρου πολλαπλασίαζε τα κρούσματα του καθεστωτισμού και της διαφθοράς όταν τα κινήματα αυτά καταλάμβαναν την εξουσία.
Στον αντίποδα, εξαιτίας της θρησκευτικής τους φύσης, το εσωτερικό των κινημάτων της ισλαμικής αντίστασης είναι περισσότερο μετατοπισμένο προς τα πληβειακά και τα λαϊκά στρώματα, κι έτσι το χάσμα μεταξύ της ηγεσίας και της βάσης είναι πολύ μικρότερο. Επιπρόσθετα, οι κοινωνικές ιδιαιτερότητες του ισλάμ (έμφαση στην κοινωνική πρόνοια και τη φιλανθρωπία, ανελέητη πάλη ενάντια στα κρούσματα της διαφθοράς κ.ο.κ.) καθιστούν προς το παρόν πολύ δυσκολότερο τον καθεστωτικό τους εκφυλισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι, τόσο στον άκρως μεταπρατικό Λίβανο όσο και στη μαρτυρική Παλαιστίνη, η διαφθορά των πολιτικών ελίτ ήταν ένας μόνιμος παράγοντας που καθήλωνε τους λαούς αυτούς ασφυκτικά στα πλαίσια της δυτικής επικυριαρχίας.
Η θεολογία της εθνικής απελευθέρωσης
Ταυτόχρονα, τα κινήματα αυτά φέρουν στο εσωτερικό τους δυναμικές μετασχηματισμού του ίδιου του ισλάμ προς πιο εκκοσμικευμένες εκδοχές. Και τούτο, κατά πρώτο λόγο η Χεζμπολά και κατά δεύτερο η Χαμάς το πράττουν φύσει και θέσει.
Φύσει, διότι τόσο οι Λιβανέζοι όσο και οι Παλαιστίνιοι συνιστούν εκείνο το κομμάτι του αραβικού κόσμου που, λόγω της προσφυγιάς, της ομογένειας, αλλά και της γεωγραφικής θέσης που βρίσκονται οι περιοχές όπου κατοικούν στη Μέση Ανατολή, ήταν πιο ανοικτές στον υπόλοιπο κόσμο και τη Δύση καθώς και στις εκκοσμικευμένες ιδεολογίες. Επιπρόσθετα, τόσο ο Λίβανος όσο και η Παλαιστίνη είναι περιοχές πολυθρησκευτικές και εκ των πραγμάτων οι λαοί είναι πιο ανοιχτοί στη διαφορετικότητα και την αποδοχή του «άλλου». Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουν το ισλάμ είναι πολύ λιγότερο απόλυτος απ’ ό,τι, λόγου χάρη, οι Ουαχαμπίτες της κλειστής και οπισθοδρομικής Σαουδικής Αραβίας.
Θέσει, διότι ο ρόλος που παίζουν τα κινήματα αυτά είναι ολοένα και πιο κεντρικός στις χώρες τους. Οι επιτυχίες τους έναντι των σιωνιστών τους έχουν μεταβάλει de facto από εκφραστές των πλατιών μουσουλμανικών μαζών στους πρωταρχικούς παράγοντες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων ολόκληρου του Λιβάνου και της Παλαιστίνης, από δυνάμεις «για τον εαυτό τους», σε δυνάμεις «ολόκληρης της κοινωνίας». Ταυτόχρονα, οι επιτυχίες τους έχουν πολλαπλασιάσει τις ευθύνες που έχουν αναλάβει: Ας μην ξεχνάμε ότι η Χεζμπολά συμμετέχει στην κυβέρνηση, ενώ η Χαμάς κέρδισε σαρωτικά τις εκλογές του 2006. Άρα, διαχειρίζονται θεσμούς που αφορούν το σύνολο των Λιβανέζων και των Παλαιστινίων και όχι μόνο την κοινότητα των μουσουλμάνων πιστών.
Ως εκ τούτων, αμφότερες οι οργανώσεις έχουν ήδη διέλθει από μια φάση έντονης πολιτικοποίησης, που σταδιακά αποδυναμώνει το άλλοτε αποκλειστικά κυρίαρχο θρησκευτικό στοιχείο. Και τούτο αντανακλάται ποικιλοτρόπως: Από το γεγονός ότι συνάπτουν συμμαχίες με την Αριστερά (όπως το ΚΚ Λιβάνου ή το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ή με άλλες θρησκευτικές κοινότητες (π.χ. τους Μαρωνίτες στον Λίβανο), στο ότι αμφότερες οι οργανώσεις έχουν πλέον κάνει τη διάκριση μεταξύ «εβραϊσμού» και «σιωνισμού» και υποστηρίζουν ότι μάχονται για την καταστροφή του δεύτερου και όχι του πρώτου, μέχρι το ότι σταδιακά τείνουν να βελτιώνουν σταδιακά τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο των οργανώσεών τους, κρίνοντας από τις γυναίκες που κατεβάζουν ως υποψήφιες στις εκλογές κ.ο.κ.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως οι φραγμοί που σαφέστατα θέτει στους πιστούς η ισλαμική θρησκεία σε μια σειρά ζητημάτων έπαψαν να υφίστανται. Σε αντίθεση όμως με όσα διακηρύσσουν οι σιωνιστές, οι νεο-αποικιοκράτες και οι οριενταλιστές, σήμερα, μπροστά στο κολοσσιαίο εγχείρημα της χειραφέτησης από την αποικιοκρατία, όλα αυτά έχουν δευτερεύουσα σημασία. Ή μάλλον, συνιστούν κομμάτι μιας συζήτησης που αφορά ακριβώς στο τρίτο κύριο χαρακτηριστικό των κινημάτων αυτών το οποίο θα πραγματευτούμε εδώ, του ευρύτερου ρόλου που παίζουν στη διαδικασία απο-αποικιοποίησης του αραβικού κόσμου.
Απο-αποικιοποίηση;
Παραπάνω, θίξαμε στις άκρες της την αντίφαση που διαπέρασε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντι-αποικιακά κινήματα της προηγούμενης περιόδου, και που από μια σκοπιά καθόριζε εν τέλει την πορεία τους. Η αντίφαση αυτή συνίστατο στο ότι, ενώ από τη μία αποζητούσαν την οικονομική και πολιτική απεξάρτηση των Αράβων από τη Δύση, ήταν ταυτόχρονα φορείς εκδυτικισμού των αραβικών κοινωνιών. Ενώ δηλαδή μάχονταν υπέρ της πολιτικής και της οικονομικής απο-αποικιοποίησης, επεξέτειναν την πολιτιστική και την πνευματική αποικιοποίηση των αραβικών λαών, συνιστούσαν δηλαδή ταυτόχρονα μια ρήξη και μια συνέχεια με το αποικιακό παρελθόν. Γιατί, φυσικά, στα πλαίσια αυτών των κινημάτων κυριαρχούσε η αγωνία της χειραφέτησης από τις θρησκευτικές παραδόσεις, οι οποίες εκλαμβάνονταν ως οι κύριες αιτίες της καθυστέρησης των κοινωνιών τους. Έτσι, αυτά τα κινήματα επιχειρούσαν να αντιπαρατεθούν στη Δύση χρησιμοποιώντας τα ίδια τα ιδεολογικά «όπλα» των αντιπάλων τους, δηλαδή τις εκσυγχρονιστικές και επαναστατικές ιδεολογίες της Δύσης.
Και όμως, όλα τα αντιαποικιακά κινήματα που υπήρξαν επιτυχημένα, όπως της Κίνας ή της Ινδίας, πέτυχαν διότι κατόρθωσαν μια συνάρθρωση της εγχώριας παράδοσης με τις παγκόσμιες γενικευτικές ιδεολογίες. Αυτό, σε κοινωνίες τόσο έντονα σφραγισμένες από την ισλαμική παράδοση και αντιμέτωπες με τον εβραϊκό φονταμενταλισμό, όπως οι αραβικές, είχε ως προϋπόθεση μια αναγκαία σύνθεση με το ισλάμ.
Διότι η αλήθεια είναι ότι οι σταυροφορίες ανέκοψαν βίαια την αυτόνομη ιστορική εξέλιξη των Αράβων, αναγκάζοντάς τους να αναδιπλωθούν εν είδει πνευματικής αντίστασης στον σκληρό πυρήνα των θρησκευτικών τους παραδόσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας ολόκληρος πολιτισμός είδε τον δρόμο της φυσιολογικής του εξέλιξης, του εκσυγχρονισμού της δικής του παράδοσης, να μπλοκάρεται από την έξωθεν επιβολή. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό πρόβλημα της αποικιοκρατίας, που αφορά στην πολιτιστική ταυτότητα των αποικιοκρατούμενων λαών και που λειτουργεί σε διαφορετικό βαθμό σ’ όλες τις περιοχές όπου ιστορικά εξελίχθηκαν αποικιακά φαινόμενα: από τη Λατινική Αμερική και την ιθαγενική ταυτότητα, στα καθ’ ημάς και τη συνέχεια του ελληνισμού, μέχρι τον αραβικό κόσμο.
Συνεπώς, τόσο το ζήτημα της λεγόμενης «οπισθοδρομικότητας» του μουσουλμανικού κόσμου, όσο και αυτό της χειραφέτησής του από την αποικιοκρατία, θα πρέπει να ιδωθεί από μια διαφορετική σκοπιά. Διότι είναι σαφές πως η «οπισθοδρομικότητα» των Αράβων αποτελεί ταυτόχρονα ένα πραγματικό φαινόμενο, άμεσο προϊόν της πνευματικής επιβολής των αποικιοκρατών, το οποίο σε δεύτερο χρόνο χρησιμοποιείται αντεστραμμένο ως ένα αποικιοκρατικό ιδεολόγημα, πάνω στο οποίο νομιμοποιούνται όλες οι αποικιακές πρακτικές, από την ανοιχτή κατοχή μέχρι την οικονομική λεηλασία.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χερτσλ πρότεινε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη ως μια «νησίδα πολιτισμού στον ωκεανό της βαρβαρότητας»· ότι οι Αμερικάνοι βρίσκονται στο Ιράκ για να το «εκπολιτίσουν»· κι ότι, τέλος, οι πετρελαϊκές πολυεθνικές, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα επιβάλλουν την απομύζηση των πόρων και της εργασίας των Αράβων αναμασώντας το ίδιο «εκσυγχρονιστικό» ευαγγέλιο.
Επομένως, οποιοδήποτε αντιαποικιακό κίνημα πρέπει να αναμετρηθεί ταυτόχρονα τόσο με τους οικονομικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς της αποικιακής επιβολής, όσο και με τους πολιτιστικούς. Και άρα, προκειμένου να ολοκληρώσει το εγχείρημά του, θα πρέπει να ξαναπιάσει τον μίτο από το σημείο όπου κόπηκε βίαια απ’ το ξίφος των σταυροφόρων.
Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τα κινήματα αυτά έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους την «επιστροφή στις ρίζες», μπορεί να ιδωθεί ως μια κίνηση που πραγματοποιεί ταυτόχρονα ένα βήμα πίσω και δύο βήματα εμπρός. Διότι, ακριβώς αυτή η κίνηση ανατρέχει στο «σημείο 0» της αποικιοποίησης και προσπαθεί να την ανατρέψει άρδην.
Επιπρόσθετα, όπως είπαμε πιο πριν, ήδη το γεγονός ότι τα κινήματα αυτά έχουν αναλάβει κεντρικό ρόλο στον αγώνα των αραβικών λαών για τη χειραφέτησή τους, τους αναγκάζει –είτε το θέλουν είτε όχι– να εκσυγχρονίσουν την παράδοση στην οποία αναφέρονται, κι επομένως να προβούν σε μια σύνθεση του παρελθόντος με το παρόν. Και ταυτόχρονα, επειδή ακριβώς αναπτύσσονται σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, έρχονται αναγκαστικά σε επαφή με αντίστοιχα κινήματα από την Ινδία και τη Λατινική Αμερική, γεγονός που επιτρέπει την αλληλεπίδρασή τους, κι άρα καθιστά εφικτή, για πρώτη ίσως φορά, μια πραγματική σύνθεση μεταξύ της θρησκευτικής και εθνικής ιδιαιτερότητας με τις παγκόσμιες τάσεις και δυναμικές.
Πρόκειται για μια εξέλιξη με εξαιρετική ιστορική βαρύτητα. Ούτως ή άλλως, η κρίση της παγκοσμιοποίησης κυοφορεί μια κολοσσιαία ιστορική ανατροπή: τη μεταφορά του οικονομικού κέντρου βάρους του διεθνούς συστήματος από τη Δύση στην Ανατολή, την άρση της απόλυτης διάκρισης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Σ’ αυτά ακριβώς τα πλαίσια, ένα κομμάτι του αραβικού κόσμου, μέσω αυτών των κινημάτων, προσπαθεί να αντιστρέψει μια πορεία που ξεκίνησε από τον… 11ο αιώνα.
Βεβαίως, είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε αν θα το πετύχει. Ούτε γνωρίζουμε τι ακριβώς θα προκύψει από αυτή τη διαδικασία. Γνωρίζουμε όμως, και ήδη αυτό είναι πάρα πολύ, ότι κάτι τέτοιο καθίσταται –ίσως για πρώτη φορά– εφικτό.
Η παγκόσμια αντίσταση και η Δύση
Βεβαίως, η σημασία των κινημάτων της αντίστασης στον Λίβανο και την Παλαιστίνη ξεπερνάει τα όρια του αραβικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής. Είναι παγκόσμια, με την έννοια ότι επηρεάζει άμεσα όλα τα κινήματα εναντίον της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, ιδιαίτερα δε την κατάσταση στην ίδια τη Δύση.
Και τούτο συμβαίνει διότι βρίσκονται στην αιχμή της αμφισβήτησης της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων, εμπλέκονται στην κυριότερη αντίθεση που καθορίζει την εποχή μας. Η Παγκοσμιοποίηση αποτελεί ένα στάδιο όπου η κυριαρχία της Δύσης πάνω στον υπόλοιπο πλανήτη συντελείται παρασιτικά –και ίσως αυτός είναι ο λόγος που μάλλον θα αποτελέσει και το τελευταίο στάδιο της απόλυτης κυριαρχίας των δυτικών. Το κέντρο δεν στηρίζει πλέον την πλανητική του κυριαρχία στην οικονομική πρωτοκαθεδρία έναντι της περιφέρειας, αλλά την εξασφαλίζει πολιτικά και στρατιωτικά. Σ’ αυτά τα πλαίσια, ο έλεγχος των ενεργειακών πηγών του πλανήτη, αλλά και η δυνατότητα των δυτικών να επιβάλλουν την τάξη και την ασφάλεια στις σημαντικότερες γεωπολιτικές του περιοχές, παίζουν μείζονα ρόλο για την εξασφάλιση της παγκόσμιας ηγεμονίας. Ως εκ τούτου, οι δυνάμεις που αμφισβητούν τους σχεδιασμούς και την ηγεμονία του ευρωατλαντικού πόλου (και των σιωνιστών σε ό,τι αφορά στη Μέση Ανατολή) σ’ αυτές τις περιοχές-κλειδιά, καταλήγουν στο να υπονομεύουν συνολικά την παγκόσμια κυριαρχία. Γι’ αυτό, εξάλλου, τα τεκταινόμενα τόσο στον Λίβανο όσο και στην Παλαιστίνη αποτελούν μείζονα ζητήματα για το σύνολο του πλανήτη. Επιπρόσθετα, είναι κοινός τόπος ότι η σιωνιστική κατοχή της Παλαιστίνης δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως τη διεθνή δράση του εβραϊκού λόμπι. Το λόμπι εργάζεται νυχθημερόν προκειμένου να εξασφαλίσει αφενός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αλλά και η Ευρώπη θα συνεχίσουν να στηρίζουν το κράτος του Ισραήλ και ότι αφετέρου η παγκόσμια κοινή γνώμη δεν θα ξεσηκωθεί από τις φρικαλεότητες που διαπράττουν κατά των Παλαιστινίων. Όλα αυτά αποτελούν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, που καθιστά το Μεσανατολικό παγκόσμιο ζήτημα, στο οποίο σχεδόν όλες οι ελίτ του πλανήτη –και ιδιαίτερα οι δυτικές– έχουν άμεσα συμφέροντα.
Το να υποστηρίζει κανείς, επομένως, τους Παλαιστινίους και τους Λιβανέζους σήμερα, και ιδιαίτερα στη Δύση, δεν συνιστά μόνο μια πράξη αλληλεγγύης και διεθνισμού. Τούτο είναι το λιγότερο. Επί της ουσίας, κάτι τέτοιο συνιστά συμβολή στην αμφισβήτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας της Δύσης. Κι έτσι, μπορούμε τώρα να καταλάβουμε γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς να ταχθούν αδιαμφισβήτητα υπέρ του αγώνα του Παλαιστινίων και των Λιβανέζων, δίχως προσκόμματα και αμφισβητήσεις. Πόσο μάλλον όταν και στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού κινήματος, τον τελευταίο καιρό, «έχουν σηκώσει κεφάλι» οι δυνάμεις εκείνες που το στρέφουν προς μια «εσωτερικού τύπου» αμφισβήτηση, που διεκδικούν μια «άλλη παγκοσμιοποίηση», με «ανθρώπινο πρόσωπο» κ.ο.κ. Συνεπώς, δεδομένης και της καταλυτικής επίδρασης που ασκεί στις δυτικές κοινωνίες το εβραϊκό λόμπι, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το Παλαιστινιακό συνιστά έναν από τους κυριότερους δείκτες στη Δύση που καθορίζουν το ποιες δυνάμεις τάσσονται σε τελευταία ανάλυση υπέρ και ποιες κατά της Παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης Πραγμάτων.
…Και η Ελλάδα
Στην Ελλάδα, τούτα τα κινήματα, και ιδιαίτερα το παλαιστινιακό, έχουν πολύ σημαντική επίδραση και για έναν ακόμη λόγο, που αφορά στις ιδιαιτερότητες της χώρας μας.
Είναι γνωστό ότι είμαστε μια παρασιτική χώρα, η οποία απολαμβάνει ένα καταναλωτικό επίπεδο εφάμιλλο της Δύσης και που ταυτόχρονα αποτελεί μια χώρα μικρή, με ανύπαρκτο παραγωγικό ιστό, ισχνά πληθυσμιακά μεγέθη, η οποία επιπροσθέτως βρίσκεται σε μία από τις πιο ασταθείς περιοχές του πλανήτη, στα Βαλκάνια, όντας σταυροδρόμι της Δύσης και της Ανατολής. Τούτη η κατάσταση τροφοδοτεί δύο αντιφατικές πραγματικότητες. Γιατί, από τη μία, η θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα, η γεωπολιτική της θέση αλλά και ο ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή την καθιστούν αδιαμφισβήτητα μια χώρα εξαρτημένη. Από την άλλη, το καταναλωτικό επίπεδο της χώρας την απομακρύνει –εν είδει ψευδαίσθησης– από τις πραγματικότητες που καθορίζουν τη μοίρα της. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, κινήματα όπως το παλαιστινιακό λειτουργούν θετικά, διότι αναγκαστικά μάς επαναφέρουν στη γεωγραφία μας και τις γεωπολιτικές πραγματικότητες που μας αντιστοιχούν. Αυτή η παράμετρος, όμως, είναι τόσο σημαντική, που απαιτεί ξεχωριστή, ιδιαίτερη αναφορά….
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
- Για μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της μεταστροφής και των μετασχηματισμών των ισλαμικών κινημάτων, βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Ισλάμ και Παγκοσμιοποίηση. Η θανάσιμη διελκυστίνδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2001.