του Μ. Καράση, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
Τι κερδίζουμε σήμερα μελετώντας την πολιτιστική μας παράδοση; Το ερώτημα είναι και σήμερα επίκαιρο, γιατί η παράδοση υφίσταται μία διπλή αμφισβήτηση. Από την πλευρά της νεωτερικότητας (δηλ. από το πνεύμα του διαφωτισμού) και από την πλευρά της μετα-νεωτερικότητας (δηλ. από το πνεύμα ενός ακραίου σχετικισμού και μηδενισμού).
Ι. Ο διαφωτισμός, εκφράζοντας την απεριόριστη πίστη προς την πρόοδο, απορρίπτει την παράδοση, επειδή τη θεωρεί ανασταλτική δύναμη στην πορεία προς τα εμπρός. Η άποψη αυτή δεν είναι σωστή. Πρόοδος και παράδοση δεν είναι έννοιες αντιθετικές (η μία ο αντίποδας της άλλης). Ο διαφωτισμός, στην κύρια εκδοχή του, αντιλαμβάνεται την πρόοδο ως αιτιοκρατικά προσδιορισμένη, ευθύγραμμη πορεία προς το καλλίτερο. Τέτοια όμως πρόοδος στον πραγματικό κόσμο της ιστορίας δεν υπάρχει· υπάρχει μόνο στον κόσμο των φυσικών επιστημών. Η ιστορία ακολουθεί πορεία επικίνδυνα ελεύθερη: άλλοτε προς το καλύτερο, άλλοτε προς το χειρότερο και άλλοτε πορεία ελικοειδή. Από το άλλο μέρος, η παράδοση δεν είναι έννοια στατική, αλλά δυναμική. Παράδοση δεν είναι μόνον ό,τι παραλαμβάνουμε, αλλά και ό,τι παραδίδουμε. Δεν είναι η μουσειακή συντήρηση του παραδεδομένου, η καθήλωση στον ακίνητο ιστορικό χρόνο, η αποστέωση, ο αναχρονισμός και ο στείρος συντηρητισμός. Παράδοση είναι η διαχρονική πορεία μέσα στις τρεις διαστάσεις του χρόνου: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Είναι ο αποθησαυρισμένος στη συλλογική μνήμη του λαού πλούτος αξιών και βιωμάτων, αντιλήψεων της ζωής, ηθών και εθίμων, η πείρα του παρελθόντος, που ασκεί επίδραση και στο παρόν και αποτελεί παράγοντα διαμορφώσεως του μέλλοντος. Η δική μας νεοελληνική παράδοση, ιδιαίτερα πλούσια, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο, και βασίζεται στο κλασικό τετράπτυχο του Ηροδότου: το όμαιμον (η συνείδηση της κοινής καταγωγής, δηλ. η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας), το ομόγλωσσον (η διαχρονικότητα της γλώσσας μας), τα κοινά των θεών ιδρύματα (η θρησκευτική πίστη) και το ομότροπον (ο τρόπος ζωής και η τέχνη). Τα υλικά αυτά είναι τα βασικά στοιχεία από τα οποία η νεοελληνική μας παράδοση εκάστοτε αντλεί για να κτίσει το οικοδόμημα που της ταιριάζει κάθε φορά στις νέες συνθήκες. Παράδοση δεν είναι, λοιπόν, συντήρηση, αλλά ό,τι την υπερβαίνει: ανανέωση, διαρκής αναδημιουργία, με βάση τα σταθερά στοιχεία του παρελθόντος· δηλαδή ανακαίνιση.
ΙΙ. Ισχυρότερη είναι η αμφισβήτηση της παραδόσεως από την πλευρά της μετα-νεωτερικότητας, το ρεύμα που διαδέχθηκε τη νεωτερικότητα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σήμερα. Εδώ, η μαγική λέξη είναι: αποδόμηση. Είχε προηγηθεί, ως απόηχος της νεωτερικότητας, ο ηπιότερος όρος «απομύθευση».
«Απομύθευση» είναι αίτημα για ζωή χωρίς μύθους· υποτίθεται, για αυθεντική ύπαρξη και αληθινή αυτογνωσία, «χωρίς μύθους». Και η άποψη αυτή δεν είναι ορθή. Διότι εδώ παρανοείται η έννοια του μύθου. Μύθος είναι ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψεως που δεν περιγράφει μία αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ο λόγος, αλλά την ερμηνεύει και την υπερβαίνει μέσα από μία άλλη διάσταση της ανθρώπινης συνειδήσεως. Ο πολιτισμός δεν είναι μονοδιάστατος, αλλά στηρίζεται στη διάζευξη λόγου και μύθου, ελλόγου και αλόγου, που είναι και τα δύο ισότιμα στοιχεία του πνεύματος. Η «απομύθευση» λειτούργησε έως ένα βαθμό θετικά, διότι συνέβαλε στην «αποειδωλοποίηση», απαλλάσσοντας τους λαούς από «ζωτικά ψεύδη», αυθεντίες, εξιδανικεύσεις, «αλάθητα». Αλλά, από το άλλο μέρος, οδήγησε στην υπερβολή: με έναν αδικαιολόγητο φανατισμό, απογύμνωσε έννοιες, γκρέμισε ιδανικά, αποκαθήλωσε σύμβολα και απαξίωσε παραδοσιακές αξίες, χωρίς να τις υποκαταστήσει με κάποιες άλλες. Εκείνο που σήμερα χρειαζόμαστε δεν είναι «απομύθευση», αλλά μάλλον το αντίθετο: «εκμύθευση», δηλαδή σωστή και ισορροπημένη ανανοηματοδότηση του μυθικού στοιχείου που υπάρχει στην πολιτιστική μας παράδοση. Όχι «απομύθευση». «Από-μύθευση» σημαίνει, πάντως, αυτό ακριβώς που δηλώνει: απόρριψη του «μύθου», όχι και του «λόγου», δηλ. όχι και της ιστορίας.
Απόρριψη και της ιστορίας εξαγγέλλει μία άλλη θεωρία, πολύ πιο ριζοσπαστική, που αποτελεί και την κατεξοχήν εκδήλωση της μετανεωτερικότητας στην περιοχή του πολιτισμού, η λεγόμενη «αποδόμηση» (Ντεριντά). «Αποδόμηση» σημαίνει απόρριψη όχι μόνο του μύθου, αλλά και της ιστορίας· απόρριψη της δομής του παραδοσιακού (δυτικού) λόγου εν γένει. Η δομή προϋποθέτει ένα κέντρο, μία πρώτη αρχή, πάνω στην οποία είναι δυνατόν να οικοδομηθεί μία ολόκληρη ιεραρχία νοημάτων. Οι αποδομιστές απορρίπτουν ως «μεταφυσικό» και «λογοκρατικό» κάθε σύστημα σκέψεως, το οποίο στηρίζεται σε μία αδιάσειστη βάση και οδηγεί, με το μονοσήμαντο (ένα και μοναδικό) νόημα που δίνει στα πράγματα, στις –όπως– λένε «μεγάλες αφηγήσεις» (δηλ. τα μεγάλα φιλοσοφικά, πολιτικά, ιδεολογικά κ.λπ. συστήματα, που δίνουν «ολιστικές» λύσεις στα προβλήματα). Σε αυτό το σύστημα σκέψεως, που οι αποδομιστές ονομάζουν «φιλοσοφία της ταυτότητας», αντιπαραθέτουν τη «φιλοσοφία της διαφοράς». Πρόκειται για μία νέα φιλοσοφική τάση, σύμφωνα με την οποία αφετηρία του σκέπτεσθαι δεν είναι ο ορθός λόγος (η «φωνή», σύμφωνα με την ορολογία του Ντεριντά) αλλά η «γραφή». Ως «γραφή» νοείται όχι το σημείο που παραπέμπει σε ένα σταθερό νόημα, αλλά – αντιθέτως – το ίχνος, που παραπέμπει σε κάτι που διαρκώς μεταβάλλεται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα πλέγμα όπου σημαίνοντα και σημαινόμενα συμμετέχουν ισότιμα στην «κατασκευή» του νοήματος. Η ερμηνεία δεν είναι μία και αντικειμενική, αλλά (όπως η αλήθεια) πολλές και υποκειμενικές, προϊόν των εκάστοτε πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. «Αποδόμηση» είναι η διάσπαση της λέξεως (π.χ. ενός κειμένου) στα επιμέρους στοιχεία, ώστε να εντοπισθεί η ποικιλία των ερμηνειών και η «διαφορά» μεταξύ αυτών. Οι ποικίλες αυτές ερμηνείες είναι αξιολογικά ισότιμες, δεν παγιώνονται ούτε θεμελιώνονται, και μεταξύ τους συγχέονται παραπέμποντας η μία στην άλλη, ώστε καμία τους να μην μπορεί να αποκτήσει ξεχωριστή ταυτότητα χωρίς την άλλη. Η σύγχυση είναι πλήρης και αυτό οφείλεται στην παντελή απουσία ορθολογικών κριτηρίων.
Ο αποδομισμός οδηγεί σε έναν ριζικό σχετικισμό, ομόλογο εκείνου της αρχαίας ελληνικής σοφιστικής: γνωσιολογικό και ηθικό. Γνωσιολογικό, διότι αποκλείει τη δυνατότητα οποιασδήποτε γνώσεως, αφού, με την αμφισβήτηση των κανονιστικών αρχών της αλήθειας και της ορθολογικότητας, υπονομεύει τις προϋποθέσεις του ορθολογικού διαλόγου μεταξύ των υποστηρικτών αντίθετων απόψεων. Και ηθικό σκεπτικισμό, διότι αμφισβητεί κάθε αυθεντία και κάθε ηθική αξία, ακόμη και τη διάκριση αγαθού και κακού, και καταλήγει έτσι στον ηθικό μηδενισμό. Στο επίπεδο του πολιτισμού, αρνείται την ύπαρξη πολιτιστικών ταυτοτήτων, τις οποίες «αποδομεί» σε ποικίλες παραδόσεις, οι οποίες συγχέονται μεταξύ τους και παραπέμπουν η μία στην άλλη, χωρίς καμία από αυτές να αποκτά ξεχωριστή ταυτότητα και οντότητα. Πρόκειται ακριβώς για το νεόκοπο «μοντέλο» του πολυ-πολιτισμικού κράτους, το οποίο (στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης) επιδιώκει να υποκαταστήσει το εθνικό κράτος με την ενιαία πολιτιστική του παράδοση. Ειδικότερα, στον χώρο της ιστορίας –που εδώ ενδιαφέρει περισσότερο–, ο αποδομισμός εισάγει ένα νέο είδος «αφήγησης», που σκοπό έχει όχι την κατανόηση του παρελθόντος και την αναζήτηση της «ιστορικής αλήθειας» (τέτοια αλήθεια δεν αναγνωρίζεται), αλλά την ανάδειξη της «διαφοράς», δηλ. της «αλήθειας των άλλων», μέσα στα πλαίσια του αξιακού πλουραλισμού και του πολυ-πολιτισμού. Γι’ αυτό και η ιστορία, που έχει γραφεί με τα κριτήρια της αλήθειας και της ορθολογικότητας «από τη μία σκοπιά», πρέπει τώρα να ξαναγραφεί «από την σκοπιά των άλλων».
Εδώ εντάσσεται και η πολυσυζητημένη απόπειρα επιβολής μιας «Νέας Ιστορίας», με τα χαρακτηριστικά του «αποδομισμού»: διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων που αποτελούν τη γενεαλογία και ιστορική συνείδηση του έθνους, αμφισβήτηση της ιστορικής συνέχειας και ενότητας του ελληνισμού (το ελληνικό έθνος είναι μία «κατασκευή» και όχι υπαρκτό ιστορικό υποκείμενο), η αναβάθμιση του οθωμανισμού (στη θέση της τουρκοκρατίας μπαίνει η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία), η αντιστροφή της σχέσης θύτη και θύματος κ.λπ. Οι ίδιοι οι μετα-μοντέρνοι «νέοι ιστορικοί» ομιλούν για «αποδυνάμωση της ιστορικότητας», που στην ουσία δεν είναι παρά απόρριψη της ιστορίας.
Έχει λεχθεί ότι «ο Θεός δεν μπορεί να μεταβάλει το παρελθόν, οι ιστορικοί όμως μπορούν» (Σάμουελ Μπάτλερ). Έχει επίσης λεχθεί πως «όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον» (Τζορτζ Όργουελ) και όποιος απαξιώνει το παρελθόν απαξιώνει το μέλλον. Γι’ αυτό εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απαξίωση του παρελθόντος, η «αποδόμηση», αλλά η «αναδόμηση» του παρελθόντος. Η ανανέωση και αναθέρμανση της ιστορικής έρευνας, η συστηματική μελέτη και αξιοποίηση των πηγών. Η γνώση της πολιτιστικής μας παραδόσεως είναι αναγκαίος όρος για την πολιτιστική μας επιβίωση.