της Σ. Ματζώρου, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
Τα Παιδιά του Αραράτ βλέπω στις προθήκες
των βιβλιοπωλείων και σκέφτομαι ότι το βιβλίο αυτό με αφορά. Όχι βεβαίως γιατί αισθάνομαι παιδί του Αραράτ,
αφού μπορεί να θαύμασα την ευρηματικότητα,
αλλά ποτέ δεν πείστηκα από την εβραϊκή μυθολογία και τη χριστιανική εξέλιξή της.
Ένιωσα ότι με αφορά επειδή έχω γνωρίσει τον συγγραφέα και από προηγούμενα βιβλία του, αλλά κυρίως τον έχω γνωρίσει ως άνθρωπο. Ο Τζεμίλ Τουράν είναι πρώτα αγωνιστής. Έχει το πάθος του μαχητή και συνάμα την αντικειμενική κρίση που οφείλει να χαρακτηρίζει τον ιστορικό. Συμμετέχει στα γεγονότα και ταυτόχρονα μπορεί να τα παρακολουθεί από απόσταση και να τα ιστορεί.
Αυτόν τον συνδυασμό αναζήτησα στο καινούργιο του βιβλίο Τα Παιδιά του Αραράτ (εκδόσεις Καστανιώτη).
Το λιτό εξώφυλλο είναι από μόνο του ένα κάλεσμα: Ένας άντρας, καθώς ανεβαίνει σε ένα ύψωμα (να πάει πού άραγε;), αφήνει πίσω του τα χνάρια του, που θαρρείς πως καλούν πάνω τους το δικό μας πάτημα.
Άνοιξα το βιβλίο και αφέθηκα στις μαρτυρίες του Τζεμίλ Τουράν. «Μη φοβάσαι το λάθος, είναι ανθρώπινο. Αν επαναληφθεί, είναι διαβολικό…» –έτσι με υποδέχεται στην πρώτη του σελίδα.
Τα πρώτα βήματα γίνονται σε γειτονιές σκλαβωμένες. Είναι γειτονιές όπου οι άνθρωποι ψιθυρίζουν τη μητρική τους γλώσσα, γιατί ο κατακτητής την απαγορεύει. Δεν μπορούν να δηλώσουν την εθνικότητά τους, δεν τους επιτρέπεται να ακούσουν τη μουσική τους. Είναι μαχαλάδες γεμάτοι από ανθρώπους χωρίς δικαιώματα, αφού από το επίσημο κράτος δεν λογίζονται πολίτες, αλλά δούλοι. Είναι όμως εκεί όπου συντελείται η μύηση: Εκτός από την παράδοση και την ιστορία, που περνάει από στόμα σε στόμα, μεταγγίζεται και η αγάπη για τη χαμένη πατρίδα. Είναι οι γειτονιές του σκλαβωμένου από τους Τούρκους Κουρδιστάν. Δεν αλλάζουν και πολύ τα πράγματα στα υπόλοιπα κομμάτια του Κουρδιστάν. Το μόνο που αλλάζει είναι το όνομα του κατακτητή: Ιρανοί, Ιρακινοί και Σύροι.
«Κούρδοι ζούσαν και στη Σοβιετική Ένωση και μάλιστα είχαν τη δική τους Δημοκρατία: το Κόκκινο Κουρδιστάν. Αλλά αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Κεμάλ, γιατί φοβόταν ότι κάτι ανάλογο θα διεκδικούσαν και οι Κούρδοι στην Τουρκία. Το ’φερε από δω, το ’φερε από ’κεί, υποσχέθηκε και κάτι παραπάνω στον Στάλιν, μπορεί να τον χτύπησε και στο φιλότιμο, “πατερούλης εσύ, πατερούλης κι εγώ”, τον έπεισε να διαλύσει τη Δημοκρατία…»
«Φταίμε κι εμείς, οι Κούρδοι, γιατί ήμασταν απομονωμένοι και χωρισμένοι σε φυλές. Όταν κάποια από αυτές τις φυλές κινδύνευε, το αν θα τη βοηθούσαν ή όχι οι άλλες εξαρτιόταν από προηγούμενα μεταξύ τους πάθη και διενέξεις και από συμφέροντα».
Σ’ αυτές τις γειτονιές, εκεί στους πρόποδες του Αραράτ, μεγάλωσε ο Τζεμίλ και ανάμεσα σε ανθρώπους που αγωνίζονταν για την ελευθερία. Πώς να ξεστρατίσει;
Μαθαίνει για τις επαναστάσεις των Κούρδων, που πνίγηκαν όλες στο αίμα, για την οργάνωση Χοϊμπούν, για τον τρόπο που δολοφονήθηκαν αγωνιστές, για τον ρόλο των γυναικών στις εξεγέρσεις, για τα παλικάρια που έχασε η οικογένειά του, η οποία δεν έβγαλε ποτέ το πένθος. Μια τέτοια ιστορία ακούει αποβραδίς, και την επομένη το πρωί, μαθητούδι ακόμη, κάνει την πρώτη «αντιστασιακή» πράξη: Χαστουκίζει το άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ που δέσποζε στον αυλόγυρο του σχολείου. Φυλακίζεται! Μέσα στο κελί, μαθαίνει πιο πολλά, ωριμάζει. Με κείνο το χαστούκι ανοίγει ο φάκελος ενός αγωνιστή που η ζωή του είναι πια μοιρασμένη: πότε έξω και παράνομος, πότε στις φυλακές.
Φοιτητής στην Κωνσταντινούπολη, οργανώνεται στο κόμμα, εκπαιδεύεται σε στρατόπεδα στο Ιράν, οργανώνει την κουρδική νεολαία, γίνεται στόχος των Γκρίζων Λύκων και του παρακράτους, κρύβεται σε απίστευτα μέρη, ακόμη και σε τάφους.
Αλλά κι όταν τον συλλαμβάνουν, δεν αφήνουν βασανιστήριο που να μην το δοκιμάσουν πάνω στο κορμί του.
Και δεν μιλάει και δεν πονάει μόνο για τα δικά του βασανιστήρια, αλλά και για του αδερφού του, και του ξαδέρφου του, και των συντρόφων του. Για τον βασανισμό και τις αυτοκτονίες όλων των παιδιών του Αραράτ… Ακούει τις κραυγές των γυναικών που βασανίζονται, και σφαδάζει, γιατί σκέφτεται την κόρη του, τη μικρή του Σιλάν.
Αλλά το απόθεμα ψυχής του Τζεμίλ φαίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον σύντροφο που τον «έδωσε». Τον καταλαβαίνει, δεν του κρατά κακία, γιατί ξέρει ότι είναι δύσκολο να αντέξεις και να μη μιλήσεις. Ο Τζεμίλ δεν μίλησε, δεν πρόδωσε, «γιατί δεν ήθελα κάποτε κάποιος να σταθεί απέναντι στη Σιλάν και να της πει, “ο πατέρας σου ήταν προδότης”. Ας μην πει “αγωνιστής”, όχι όμως και προδότης».
Σε μια περίοδο που ο Τζεμίλ βρίσκεται στην παρανομία και είναι ζήτημα ωρών η σύλληψή του, το κόμμα τον φυγαδεύει στην Ελλάδα. Μια βάρκα τον αφήνει στη Ρω. Πηγαίνει στο Καστελόριζο κι από κει στο Λαύριο. «Πολιτικός πρόσφυγας», καταγράφουν οι ελληνικές Αρχές. Το πρώτο του σπίτι –φιλοξενούμενος, εννοείται, ενός άλλου πρόσφυγα– στην Καισαριανή. Πόσο παράξενα σμίγουν καμιά φορά οι τύχες! Κι αν δεν ξέρει αυτή η γειτονιά της Αθήνας από προσφυγιά!
Ο Τζεμίλ Τουράν δεν θα μπορούσε να μείνει ξένος και αδρανής. Διεκδικεί την ύπαρξή του όπως διεκδικεί την ύπαρξη της πατρίδας του. Έρχεται σε επαφή με τον Αντώνη Τρίτση –και είναι απίστευτο το πώς θυμόταν αυτό το όνομα και κατάφερε να τον βρει– «κι άνοιξε το γραφείο του κι άνοιξε την αγκαλιά του κι άνοιξε μια καινούργια ζωή για με τον Αντώνη Τρίτση –και είναι απίστευτο το πως θυμόταν αυτό το όνομα και κατάφερε να τον βρει– «κι άνοιξε το γραφείο του κι άνοιξε μια καινούργια ζωή για μένα στην Ελλάδα. Φίλος κι αδερφός στάθηκε ο Αντώνης».
Και βρήκε μια δεύτερη πατρίδα ο Τζεμίλ, έχασε όμως κάθε δυνατότητα να βλέπει τη δική του πατρίδα. Για τους Τούρκους είναι καταζητούμενος. Κι αν οι δικοί του μπορούν αραιά και πού να έρχονται στην Ελλάδα, εκείνο το Αραράτ, το αγαπημένο του βουνό, δεν λέει να κουνηθεί. Και η αγωνία του είναι ότι μπορεί να μην το ξαναδεί ποτέ.
Πρόκειται για ένα διεπίπεδο μυθιστόρημα: Από τη μια τα ιστορικά γεγονότα, και από την άλλη η λογοτεχνική καταγραφή τους. Ο Τζεμίλ Τουράν αυτοβιογραφείται χωρίς να ναρκισσεύεται και να ωραιοποιεί. Ουσιαστικά πρόκειται για μια καταγγελία, που με προσοχή στέκεται μακριά από εμπάθειες και συκοφαντίες. Στόχος είναι να μάθει ο αναγνώστης για τα εκατομμύρια των Κούρδων που τους στερούν το δικαίωμα της πατρίδας, κι όχι να θαυμάσει την ανδρεία του ενός. Είναι ανατριχιαστικός ο τρόπος που ο συγγραφέας καταγράφει τα βασανιστήρια. Καταγραφή που συνοδεύεται από τα συγκλονιστικά σκίτσα του Κούρδου αγωνιστή Νιζαμετίν Καγιά «Σιγιαμπέντ».
Τελικώς, ένα βιλίο-μαρτυρία, που θέλει να μας κάνει κοινωνούς του μακρόχρονου αγώνα των Κούρδων και, κατά τη γνώμη μου, το καταφέρνει.
«Αν όλοι για τον κατατρεγμό των Κούρδων είχαμε ένα δάκρυ, αυτός ο λαός θα είχε την πατρίδα του».
Τα Παιδιά του Αραράτ είναι το τέταρτο βιβλίο που γράφει ο Τζεμίλ Τουράν στα ελληνικά. Τα προηγούμενα τρία είναι Το Ματωμένο Χιονολούλουδο, Τα Μάτια του Λύκου, Η Νύχτα που Έβλεπε τη Μέρα, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.