του Θεόδωρου Ε. Παντούλα, διευθυντή του περιοδικού manifesto
Από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ το βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου, Ανάστασις του Αντρέι Ταρκόφσκι, Ερατώ 2008
Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι αποφεύγω, όπως ο διάολος το λιβάνι, να μιλώ ως φιλόλογος. Οι φιλόλογοι ως επαγγελματίες μού είναι –μάλλον– αντιπαθείς. Πάντοτε γνώριζαν –ή τουλάχιστον έτσι διατείνονταν– περισσότερα από τους ποιητές, γι’ αυτό και δικαιολογούσαν την ύπαρξή τους διά του άμετρου υπομνηματισμού. Οι ποιητές –προφανώς– έπασχαν ή από εκφραστική ανεπάρκεια ή από κρυψίνοια και χρειάζονταν πάντοτε κάποιοι φιλόλογοι για να μας εξηγήσουν τι θέλει να πει ο ποιητής. Όμως …
Όλοι τους σέρνονται όλοι βήχουνε μελάνι
Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,
γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,
διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους
που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,
ταιριάζουνε μες την απόγνωση του έρωτα
για να χαϊδέψουν το άμαθο αυτί της καλλονής
κατα πώς λέει και ο Γέητς, σε μετάφραση Γ. Π. Σαββίδη, ο οποίος δεν φαίνεται, κι αυτός, να πολυσυμπαθούσε τους φιλολόγους.
Δεν θα μιλήσω λοιπόν ως φιλόλογος. Προτιμώ να μιλήσω ως φίλος των ποιημάτων.
Ως φίλος των ποιημάτων έκαμα αρκετά νωρίς τους λογαριασμούς μου μαζί τους κι αποφάσισα ότι δεν με αφορά το αδιέξοδο της σύγχρονης ποίησης. Δεν γίνεται να ξεδιψάσει κανείς με συναισθηματικές ευκολίες και φραστικές ακρότητες. Να εκτονωθεί, ναι. Αλλά μέχρι εκεί. Ως άνθρωπος βεβαίως και θλίβομαι και όσο μπορώ συμπαρίσταμαι στους δυστυχείς «ποιητές», αλλά ως αναγνώστης δεν βρίσκω κανέναν λόγο που η δυστυχία τους γίνεται «ποίημα». Αρκεί και με το παραπάνω η έντυπη και τηλεοπτική δυστυχολαγνεία.
Με τον Δ. Κοσμόπουλο τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω, εν συντομία, το γιατί.
Η κριτική –έως τώρα– στάθηκε γενναιόδωρη και συνάμα άστοχη μαζί του. Δικαιολογημένα άστοχη και αδικαιολόγητα γενναιόδωρη, θα έλεγα. Διότι ο Δ. Κοσμόπουλος είναι ολότελα ξένος προς τη λογοτεχνική μας «κοινότητα». Δεν ξιφουλκεί, δεν καταγγέλλει, δεν σαρκάζει, δεν χλευάζει, δεν είναι κυνικός, και παρά ταύτα δεν είναι χαζοχαρούμενος. Κλαίει αλλά δεν κλαίγεται. Καημό υφαίνει. Δεν κρατά σημειώσεις για τον ψυχαναλυτή του. Χωρίς κομπασμό μάς εξομολογήθηκε:
Τα πόδια μου ματώνουνε και χάνομαι στον δρόμο.
Την έρημο έμαθαν πολλοί, αλλά περάσαν λίγοι. (Λατομείο, σελ. 58)
Ένας από τους λίγους, θαρρώ, είναι κι αυτός. Οι υπόλοιποι –οι πολλοί– παραμένουν οχυρωμένοι στην ιδιωτεία τους, ανεμίζοντας απογεύματα Κυριακής, διαψευσμένες προσδοκίες μιας λυπημένης εφηβείας και μιαν ανίατο νοσταλγία για την γενέθλιο πόλη.
Ο Δ. Κοσμόπουλος για περισσότερο από μία δεκαετία μάς φιλοδώρησε ποιήματά του από τον περιοδικό Τύπο. Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο μόλις λίγα χρόνια πριν, έχοντας πατημένα τα τριάντα πέντε. Σε μια εποχή που με αδικαιολόγητη ευκολία εκδίδονται συλλογές, ο Κοσμόπουλος είχε τη σύνεση να περιμένει. Μάζευε χώμα στη φωνή. Πικρό νερό στα χείλη. Να δει ότι αντέχουν τα γραπτά του και μετά να τολμήσει την έκδοσή τους.
Το πρώτο βιβλίο, το Λατομείο, ήταν μια συλλογή, αποτελούμενη από εννιά μέρη.
Υλικό των ποιημάτων –όχι της ποίησης– είναι η γλώσσα. Ο Δ. Κοσμόπουλος με τη μέχρι τούδε πορεία του είναι από τους λίγους ποιητές που την κατέχουν – κι αυτό πρέπει να το υπογραμμίσω έτσι σπάνια που συμβαίνει. Γι’ αυτό ο λόγος του δεν ενέδωσε στη ρητορεία και παρέμεινε καίριος. Είναι που εξ αρχής γνώριζε να γονατίζει όπου πρέπει.
Γονάτισε φωνή μου∙ γίνε φτερούγα την αυγή
ρομφαία κόκκινη, βουβή οιμωγή
για τα οστά που ακόμη σάρκα δεν έλαβαν. (ό.π. σελ. 51).
Σε μια περίοδο που είναι της μοδός να παριστάνεις το ασπόνδυλο μαλάκιο ο Κοσμόπουλος δηλώνει ξεκάθαρα ότι είναι ιθαγενής. Η συμπλεγματική πλειοδοσία «ευρωπαϊότητας» είναι ένας χρόνιος επαρχιωτισμός που αφορά όσους αγνοούν πούθε έρχονται και δεν κατορθώνουν να φτάσουν εκεί που πηγαίνουν. Δεν είναι η περίπτωσή μας. Είπα προηγουμένως ότι υλικό των ποιημάτων είναι η γλώσσα. Υλικό της ποιήσεως είναι ο πόνος. Δεκαπεντασύλλαβος είναι ο καημός του Δ. Κοσμόπουλου και στον νεκρό αδελφό μας όλα τα πουλάκια κι αμάν αμάν θα τραγουδήσει κι όχι ρέκβιεμ, διότι στον τόπο μας και στον τρόπο μας έτσι αναπαύονται τα πεθαμένα μας.
Εκτός από τη γλώσσα, ή μάλλον χάρη σε αυτήν, ο Κοσμόπουλος γνωρίζει την ποιητική μας παράδοση, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, κι αυτή η γνώση είναι καταφανής στους πολύτροπους τρόπους του. Αυτή η σπάνια γνώση άλλοτε δεσμεύει κι άλλοτε αποδεσμεύει. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, έχω την εντύπωση ότι τον Δ. Κοσμόπουλο τον αποδεσμεύει. Η δική του φωνή ήταν και είναι και ώριμη και ευδιάκριτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει βρει τον δρόμο του. Βάζει όμως τα σημάδια για να μην τον χάσει. Και τα σημάδια είναι πολλά. Ο ίδιος τα ονομάζει και τα ονοματίζει. Τα υπόλοιπα ας τα κάνει ο αναγνώστης.
Το Λατομείο ακολούθησαν άλλες δύο συλλογές, δύο βιβλία με δοκίμια, ένα βραβείο κι αρκετές μεταφράσεις στο εξωτερικό. Κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι δηλαδή, αλλά η ποιητική του δεν άλλαξε. Ούτε και η φιλοδοξία του να λαλεί χωρίς να φλυαρεί.
Έχει σημασία και πού κρένεις και ποιος σου αποκρένεται. Κι άμα δεν σου φτάνουν οι ζωντανοί, ρωτάς και τους αποθαμένους. Είναι άλλο να λογοδοτείς στο συνάφι σου κι άλλο να λογοδοτείς στον Κολοκοτρώνη και τον Σολωμό.
Τα πετρώματα που συλλέγει ο Κοσμόπουλος από το Λατομείο και δώθε είναι δυναμάρια. Από την αναπαλλοτρίωτη παιδική του ηλικία μέχρι το αλλοτριωμένο παρόν. Από τον αυλόγυρο του σπιτιού του στο ξέφραγο αμπέλι της πατρίδος. Διότι εδώ ο χρόνος είναι ενιαίος. Όπως και οι διαδρομές επίσης: Κοντογόνι – Αλεξάνδρας. Μπουλβάρ Ρασπάιγ. Και οι πληγές είναι σε κοινή θέα. Ιδιωτικές και συλλογικές. Χωρίς να εκβιάζεται ο οικτιρμός μας, χωρίς να επαιτείται η συμπόνια μας ή η αδιακρισία του ξυσίματός τους.
Η μεταποίηση της αστοχίας σε ποιητικό γεγονός. Η νίκη διά της ήττας – το ευφρόσυνον της ποιήσεως γεγονός. Η νύχτα βεβαίως είναι πάντοτε νύχτα και συνεχίζεται, ενίοτε, και μ’ άλλη νύχτα. Αλλά έχει τον τρόπο της η ποίηση. Κι ο Κοσμόπουλος τον ξέρει. Ανάβει τα καντήλια του και δεν είναι σκοτισμένος. Το πρόβλημα είναι όταν δεν έχεις καντήλια για να καθάρεις το σκοτεινό σου βλέμμα ή όταν δεν αποχωρίζεσαι τα γυαλιά ηλίου. Αλλά αυτό δεν αφορά, νομίζω, τον Δ. Κοσμόπουλο, γιατί άστεγος μπορεί να είναι, αλλά ανέστιος δεν είναι.
Ούτε ξεριζωμένος είναι. Κι ας μοιάζει πρόσφυγας. Ο βιωμένος χρόνος, ούτως ή άλλως, μας ανήκει όσο του ανήκουμε. Αυτό που τον καταξιώνει ή τον απαξιώνει είναι η χρήση του. Δεν είναι έκπτωτος ο Δ. Κοσμόπουλος. Επιστρέφει αλλά, τελικώς, δεν νοσταλγεί κάτι που απώλεσε, αφού μπορεί και το ξαναβρίσκει. Άλλωστε, ο ανθρώπινος βίος συγκροτείται από τις στιγμές που επιλέγουμε. Είναι δουλειά των καλών ποιημάτων να τις καθάρουν, θέλω να πω να τις αθανατίσουν.
Η μεταφορά, θα ’λέγαν οι φιλόλογοι, είναι ο τρόπος του. Η κυριολεξία, ας μου επιτραπεί να πω εγώ.
Ο θάνατος μπορεί να ’ναι η πρώτη αλήθεια, δεν είναι όμως και η έσχατη. Υπ’ αυτή την προϋπόθεση η ποίηση ποιεί το βιος της, δεν το εκποιεί. Δικαιώνει τη ζωή, επικυρώνει την ενότητά της χωρίς να τη διασύρει ή να την εξαντλεί σε ατομικό αξιέξοδο. Δεν βλαστημά. Μνημόσυνο κάνει και προσευχή.
Το «χαμένο κέντρο» –που θα ’λεγε ο σοφός γέρος της Κηφισιάς– ήταν παλιότερα η μάνα. Εν προκειμένω είναι ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Αμφότεροι, συγγενείς πρώτου βαθμού του Δ. Κοσμόπουλου. Μ’ άλλα λόγια, ο θάνατος υπάρχει, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο δυνατότερο από αυτόν: η αγάπη κι η μνήμη που δεν έγινε ανάμνηση.
Το ζήτημα, όπως ολόψυχα εύχομαι να γίνεται αντιληπτό, δεν είναι αισθητικό. Η Παράδοση –εν προκειμένω η ποιητική– δεν είναι τουριστική ατραξιόν. Δεν είναι το κερασάκι της τούρτας. Είναι ο εαυτός μας όταν δεν παριστάνει κάποιον άλλον.
Η Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι δεν είναι μια συνηθισμένη ποιητική συλλογή αλλά 24 ποιήματα μιας ενιαίας σύνθεσης που εκφράζεται Θανάτω θάνατον πατήσας ποικιλοτρόπως: άλλοτε με δεκαπεντασύλλαβο, άλλοτε με ιαμβικό δεκατρισύλλαβο, άλλοτε με εννιασύλλαβο κι άλλοτε με «ελεύθερο» και πεζόμορφο στίχο. Στην σύνθεση ενσωματώνονται θραύσματα από την ευρωπαϊκή ποίηση, που ως σοβαρός ιθαγενής ο Δ. Κοσμόπουλος γνωρίζει καλά, μαζί με ρωσικές φράσεις που επιτείνουν το κλίμα της λυρικής δραματικότητας.
Ο Ταρκόφσκι εκτός από μεγάλος κινηματογραφιστής είναι ένα πρόσωπο οικείο στον Κοσμόπουλο, διότι έχουν κοινές πνευματικές αναφορές. Παρά τη θητεία τους στους τρόπους του μοντερνισμού βύζαξαν κι οι δύο από την ίδια πνευματική παράδοση πριν τη λεηλατήσουν οι ετερόκλητοι -ισμοί. Εκείνη την παράδοση όπου το ιθαγενές και θυσιαστικό είναι υπερέχει έναντι του νεωτερικού και ανερμάτιστου κατ-έχειν.
Μπορεί να «ηττήθηκε» ο τρόπος τους και ο μηδενισμός να κυριαρχεί αλλά αμφότεροι νοσταλγούν και συνομιλούν. Ο Δ. Κοσμόπουλος συναντά τον Αντρέι Ταρκόφσκι μέσα από τις ταινίες του και το Μαρτυρολόγιο και κάνει, με όρους μουσικής κλίμακας, τους λογαριασμούς του με τη φθορά και τον θάνατο. Ο αναγνώστης μπορεί να χαρεί το τέρμα, το ίδιο με τη διαδρομή.
Η άλλοτε λαλίστατη για τον Δ. Κ. κριτική σιωπά για το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο. Ορισμένοι αναφέρονται σε αυτόν χωρίς καν να τον ονοματίζουν! Μικροψυχίες της Σόλωνος; Μπορεί. Έχω όμως την εντύπωση ότι αιτία της λαλέουσας σιωπής είναι το βιβλίο του Τα όρια της φωνής, στο οποίο συγκεντρώνονται δοκίμια του ποιητή για τη λογοτεχνία μας. Είχαν προηγηθεί σκόρπιοι πυροβολισμοί του από περιοδικά και εφημερίδες αλλά στα Όρια της φωνής έχουμε ομοβροντία. Και ξεκαθάρισμα προτεραιοτήτων και κριτηρίων. Αμφότερα καταφανώς δεν εναρμονίζονται με τις απαλοσύνες της Σόλωνος.
Κι όσο διαβάζουμε τα ποιήματα με τις «απαλοσύνες» αυτές θα αστοχούμε σιωπώντας ή αναγνωρίζοντας απλώς στιχουργική ευχέρεια στον ποιητή. Όμως ο Κοσμόπουλος πέρα από τη δεξιότητα αυτή μάς λέει πολλά περισσότερα.
Αλλά πώς να συνομολογήσουμε την Ανάσταση που μας κομίζει, όταν είμαστε εθισμένοι στον θάνατο που μας καταπίνει;