Αρχική » Η ψυχαγωγική ύπαιθρος

Η ψυχαγωγική ύπαιθρος

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Σχίζα, από το Άρδην τ. 70, Ιούνιος-Ιούλιος 2008

Η ύπαιθρος της εποχής της παγκοσμιοποίησης προσλαμβάνει νέες μορφές, «αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας» κάποια παραδοσιακά στοιχεία, αποξενώνεται από τον παλιό «πλουραλιστικό» εαυτό της. Τα χωριά που μετατρέπονται σε γηροκομεία, όταν δεν εγκαταλείπονται, οι κωμοπόλεις που τελματώνουν σε μια διαρκή οικονομική αβεβαιότητα, οι πόλεις της περιφέρειας που περιθωριοποιούνται μέσα σε ένα περιβάλλον αστικών τερατογενέσεων, συνθέτουν τη νέα κατάσταση… Και η Αθήνα, κατά τα πρότυπα των «μεγαπόλεων» του πλανήτη, εμφανίζεται σαν ένα είδος «μαύρης τρύπας», που έλκει πληθυσμούς και δραστηριότητες χωρίς πιθανότητα επιστροφής1.

Η απομάκρυνση του ενεργού πληθυσμού από την αγροτική παραγωγή δρα παράλληλα ή «συνεργιστικά» με εξελίξεις όπως η εκμηχάνιση, ο σχηματισμός μεγάλων αγροτοβιομηχανικών μονάδων, η έμφαση σε κλάδους με βραχυπρόθεσμα, συγκριτικά, πλεονεκτήματα στη διεθνή αγορά. Η αγροτική οικονομία εξαρτάται περισσότερο από την «ένταση» κεφαλαίου και πληροφορίας, ενώ το ποσοστό της αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ μειώνεται.

Δημιουργούνται πλέον συνθήκες υποβάθμισης του αγροτικού πλουραλισμού, τις οποίες θα μπορούσαμε να ονοματίσουμε «ολιγοκαλλιέργεια» – κατά τα πρότυπα αντίστοιχων «σημάνσεων» στον χώρο της οικονομίας της αγοράς: «Ολιγοπώλιο», «Ολιγοψώνιο», κ.ά. Οι νέες παραγωγικές δομές βρίσκουν την αντίστοιχη έκφρασή τους στον χώρο, διαμορφώνοντας νέα σκηνικά και τοπία, ενώ ο μόνιμος πληθυσμός της υπαίθρου αντικαθίσταται σε σημαντικό βαθμό από τον «ευκαιριακό πληθυσμό» των εκδρομέων, των τουριστών, των χρηστών δεύτερης κατοικίας. Η νέα κατάσταση των διάσπαρτων οδικών αξόνων, των πυλώνων μεταφοράς ρεύματος, των εξοχικών και των «ταβερνοχώρων» με τα ψευδοπαραδοσιακά στοιχεία, των γηπέδων γκολφ και των all inclusive ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, δεν είναι απλή προέκταση τάσεων του προηγούμενου αιώνα. Για την ακρίβεια, φαίνεται να συνιστά ενσάρκωση μιας προφητείας της «Καταστασιακής Διεθνούς» για την επερχόμενη «ψυχαγωγική ψευδοΰπαιθρο»….

Η πόλις σε ακολουθεί

«Ο αέρας των πόλεων απελευθερώνει», έλεγε ένα παλιό γερμανικό γνωμικό της Αναγέννησης. Ο Άγγλος λόγιος Σάμουελ Τζόνσον ισχυριζόταν, στα τέλη του 18ου αιώνα, ότι, αν κάποιος έχει βαρεθεί το Λονδίνο, σημαίνει ότι έχει βαρεθεί την ίδια τη ζωή, γιατί το Λονδίνο έχει όλα όσα η ζωή μπορεί να προσφέρει!

Όμως, στην ύστερη βιομηχανική περίοδο, η πόλη βιώνει μια σοβαρή και πολυδιάστατη κρίση. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η συγκοινωνιακή δυσλειτουργία, η στενότητα και ελλειμματικότητα ελεύθερων χώρων, η δυσμορφία του αστικού τοπίου, η διάλυση των «κυττάρων συλλογικότητας», το ανοίκειο περιβάλλον και η ανασφάλεια, προξενούν απώλειες στο «ουρμπανιστικό όνειρο». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, σε όλη τη διαδρομή της αστικοποίησης, αναπτύσσεται δριμεία κριτική εναντίον των πολεοδομικών σχηματισμών. Ο «Αγροτισμός» δεν θα καταθέσει εύκολα τα όπλα2, η κριτική του αστικού γιγαντισμού δεν θα πάψει να εκτοξεύει βολές εναντίον των υπέρμετρων και δυσλειτουργικών αστικών μεγεθών – προσδίδοντας κατά κάποιον τρόπο συνέχεια στο ρεύμα των «Απολεοδομιστών», που εμφανίστηκε στη Σοβιετική Ένωση, στις δεκαετίες του 1920 και 303. Τελευταία, αλλά καθόλου ασήμαντη, η «αποκεντρωσιακή» ιδεολογία των οπαδών της πληροφορικής επανάστασης, θα αναφερθεί στην τηλε-εργασία, στην τηλε-ιατρική και στις τηλε-διευκολύνσεις γενικότερα, που μειώνουν τις μετακινήσεις και επιτρέπουν τη χωρική αποστασιοποίηση του πληθυσμού, και μέσω αυτών θα υπονοήσει τη δυνατότητα ανακοπής του φαινομένου της αστικοποίησης.

Όμως οι πόλεις θα πάρουν τον δρόμο τους, συνθέτοντας όλο και μεγαλύτερους σχηματισμούς και επιβάλλοντας την πρωτοκαθεδρία τους στον καταμερισμό των έργων. Η βιομηχανική και μεταβιομηχανική πόλη θα συνεχίσει να διογκώνεται, έστω και εάν «εκκρίνει» τη νοσταλγία της φύσης, των ανοιχτών οριζόντων, των ακανόνιστων φυτικών και γεωλογικών μορφών, των ήπιων ήχων. Οι γλάστρες που εγκαθίστανται στα μπαλκόνια, οι ταρατσόκηποι (roof garden), οι υπαρκτές, αλλά και οι διεκδικούμενες φυτεύσεις των δημόσιων χώρων, η ζήτηση του περιαστικού πράσινου, εκφράζουν τη συνειδητοποιημένη ανάγκη μιας υβριδικής ζωής – με πόλη, αλλά και ορισμένη «δοσολογία» φύσης. Το «απωθημένο» της υπαίθριας ζωής δεν θα εγκαταλείψει τον ψυχισμό της νέας εποχής…

Ο θρίαμβος της αστικοποίησης είναι «λειψός», η ήττα της υπαίθρου όχι ολοκληρωτική. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύουν να είναι, αντίστοιχα, ένας θρίαμβος και μια ήττα… Στον ελλαδικό χώρο, η «αμφί-βοια» κατάσταση ανάμεσα στις πόλεις της εργασίας και στην ύπαιθρο της κατανάλωσης του ελεύθερου χρόνου –με τα εξοχικά, με τις εκδρομικές κινήσεις ή τον τουρισμό– θα ενταθεί ιδιαίτερα και θα προκαλέσει «δευτερογενή φαινόμενα». Ο Έλληνας διανοούμενος, με οικολογικές επιδόσεις ή ανησυχίες, θα καταγγείλει πλέον τη μεταφορά των αστικών συνηθειών και δομών, θα αναφερθεί στον εξαστισμό της υπαίθρου και θα προχωρήσει πικρόχολα στην επανερμηνεία του καβαφικού στίχου που απευθύνεται στον φυγάδα ενός ορισμένου, ψυχικού και πολιτικού περιβάλλοντος: «Η πόλις σε ακολουθεί»…4

ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΣ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Ο τουρισμός και η εκδρομική πρακτική αποτελούν βασικούς συντελεστές για τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νέας υπαίθρου. Μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η χωρική επέκταση των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων παίρνει μεγάλες διαστάσεις, καθώς επικουρείται από βελτιώσεις των συγκοινωνιακών μέσων, από αναβάθμιση της ασφάλειας των επισκεπτών, από αύξηση των εισοδημάτων και του συνολικά διατιθέμενου ελεύθερου χρόνου. Οι διεθνείς αφίξεις τουριστών συνιστούν μια τεράστια δυναμική που προσεγγίζει το 1 δισ.5 και αναπλάθει τον χώρο σε πολλά γεωγραφικά μήκη και πλάτη, δίνοντας την εντύπωση μιας ακαταμάχητης δύναμης, με τελική έκβαση την «εξημέρωση» των πλέον άθικτων περιοχών του πλανήτη. Υπό το κράτος αυτών των αντιλήψεων, ο κόσμος εμφανίζεται ως προορισμένος να αλωθεί μέχρι τις εσχατιές του από έναν νέο εποικισμό. Όμως, σε αντίθεση με τη μηχανιστική προέκταση των σημερινών τάσεων προς το μέλλον, η διαλεκτική προσέγγιση του φαινομένου φέρνει στην επιφάνεια μια βασική σύγκρουση. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα στη «χωρική διαστολή» της ψυχαγωγικής δραστηριότητας και στη «συστολή» που προέρχεται από τη διαμόρφωση ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Αυτές οι τελευταίες δραστηριότητες είναι νέες μορφές αναψυχής, με τεχνητό και συνθετικό χαρακτήρα, που προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια στον «χρήστη», ενώ επίσης εξοικονομούν χρόνο και χρήμα. Τα Ιουράσια Πάρκα, οι Ντίσνεϊλαντ, τα συνθετικά «παραδοσιακά χωριά» που έχουν σκηνοθετηθεί για να εκπέμψουν μια αίσθηση αυθεντικότητας, που «εξοικονομούν» μετακινήσεις και προσφέρουν είτε κονσερβαρισμένες εμπειρίες με υποτιθέμενη φυσικότητα ή απολύτως νέες εμπειρίες, αλλοιώνουν το παραδοσιακό DNA του τουρισμού, που εμπεριέχει τη χωρική μετακίνηση6. Ο Μαλαισιανός επενδυτής που εγκαθιστά ένα τεχνητό τροπικό περιβάλλον στα περίχωρα του Βερολίνου, καλώντας τους Γερμανούς να το απολαύσουν, περιορίζει την έξοδο και την παρουσία του τουριστικού και εκδρομικού ρεύματος στην περιφέρεια7. Παράλληλα, τα ξενοδοχεία με τις all inclusive διευκολύνσεις, ή οι λεγόμενες από εμάς Π.Ο.Τ.Α (Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης) καθηλώνουν τον ταξιδιώτη σε ένα «εσωτερικό τοπίο» υπηρεσιών και διευκολύνσεων, ενισχύοντας έτσι μια μορφή αναψυχής με μικρότερη κινητικότητα στον μείζονα χώρο της υπαίθρου.

Η χωρική διάχυση των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων δεν αποτελεί έναν απλοϊκό ιστορικό μονόδρομο… Η έκβαση της διελκυνστίδας κεντρόφυγων και κεντρομόλων δυνάμεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές συνθήκες στην περιφέρεια του πλανήτη, από τη κατάσταση και ασφάλεια των συγκοινωνιακών δικτύων, από την επέκταση του Κράτους Δικαίου, από την επινοητικότητα της βιομηχανίας της αναψυχής και από τη δυνατότητά της να διαμορφώνει τεχνητούς «διασκεδασοχώρους». Παρά την αρχική αποσύνδεση της πόλης από την αναψυχή, παρά την αρχική εξέλιξη διαφόρων αστικών σχηματισμών προς την κατεύθυνση της «ολιγολειτουργικής» πόλης, της «πόλης-υπνωτήριο», υπάρχουν ενδείξεις για μια αντίθετη τροχιά επαναπροσέγγισης πόλης και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.

ΕΞΟΧΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ

Η σημαντικότερη «μεταλλαγή» της υπαίθρου προέρχεται από την εγκατάσταση και διασπορά της εξοχικής κατοικίας. Στον ελληνικό χώρο, η διασπορά αυτή θα προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά τη δεκαετία του 1980, παρά τις αντιρρήσεις παραγόντων του παλιού ΥΧΟΠ (Υπουργείο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος), που υποστήριζαν την εξοχική δόμηση γύρω από τους παραδοσιακούς οικιστικούς πυρήνες της περιφέρειας.
Οι νέες μορφές διάχυσης της εξοχικής κατοικίας, κάποτε με ατάκτως ερριμμένα οικήματα και ιδιότυπες «ροβινσονιάδες», κάποτε με οικισμούς οργανωμένους μέσω των συνεταιρισμών, θα επηρεάσουν τα μορφικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά της υπαίθρου. Η εξοχική κατοικία σε εδάφη υψηλής γεωργικής γονιμότητας, ή σε εδάφη δασικά, παραλιακά, υγροτοπικά, μεγάλης οικολογικής σημασίας, μπορεί να καταλαμβάνει μικρή έκταση, όμως οι συνέπειές της στη μορφική αρτιότητα και οικολογική λειτουργικότητα του χώρου είναι μεγάλες.

Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις, η αποδυνάμωση του χωριού ως στοιχείου έλξης και ως «προτύπου» για τον επανεποικισμό της φύσης, θα συνδράμει σε έναν «νεωτεριστικό» τρόπο κατοίκησης της υπαίθρου. Το νέο πνεύμα στη μεγαλοαστική του εκδοχή θα αποφύγει τις «προσομοιώσεις» των αγροτόσπιτων και τις παραδοσιακές «ρουστίκ» φόρμες και θα εκφραστεί συχνά με ογκώδεις κατασκευές ανακτορικών προδιαγραφών, με την εκτόπιση των παραγωγικών φυτών και την προτίμηση «ξενοφερμένων» καλλωπιστικών θάμνων, με το γκαζόν, τους φοίνικες και τις πισίνες. Στις περιπτώσεις των μεσαίων στρωμάτων, ο ψυχαγωγικός εποικισμός της υπαίθρου θα προσανατολιστεί άλλοτε στη συνεταιρική αξιοποίηση νέων περιοχών, μακριά από τους παραδοσιακούς οικιστικούς πυρήνες, άλλοτε στην αξιοποίηση υπαρχόντων ζωνών αναψυχής σε λουτροπόλεις ή ορεινά κεφαλοχώρια, ενώ, σπανιότερα, θα οδηγήσει στην (θριαμβευτική…) επιστροφή στο χωριό – κοιτίδα της οικογένειας.

Η εξοχική κατοικία ή έπαυλη ή διαμέρισμα θα στοχεύσει στη νομή του τοπίου, κι αυτό θα εκφραστεί συχνά με την επιλογή ειδικών θέσεων στον χώρο, κυρίως με μεγάλο και ενδιαφέρον οπτικό πεδίο. Όμως η συγκεκριμένη διείσδυση ή εγγύτητα θα αποδειχθεί τραυματική για τη μορφή του χώρου και η εξέλιξη της «αισθητικής γαιοπροσόδου» που εισπράττουν οι ιδιοκτήτες θα αποδειχθεί φθίνουσα…

Η «άγρια φύση», οι «παρθένες» περιοχές, τα τοπία πυκνής και υψηλής βλάστησης, οι περιοχές με τους μεγάλους ορίζοντες, τα παράλια της χώρας, τα ρουστίκ σκηνικά, κάποτε τα βραχώδη «Ελ Πάσο» της ελληνικής υπαίθρου, θα πληγούν από τον «άκροβολισμό» των εξοχικών κατασκευών και από τις «διεισδύσεις» –που δηλώνουν περισσότερο βιασμό και λιγότερο ερωτική σχέση! Ειδικά, οι κατοικίες σε δάση ή σε δασικές περιοχές θα κάνουν έκδηλη την επίδραση της δόμησης στο τοπίο, στη χλωρίδα και πανίδα..

Οι επιστήμονες και τα κοινωνικά κινήματα, οι οραματιστές της «Οικόπολης», θα υποστηρίξουν τη «σύζευξη» της οργανωμένης αστικής δόμησης με ορισμένα στοιχεία «εξημερωμένης» φύσης όπως είναι οι πέργκολες, οι ταρατσόκηποι, οι δενδροστοιχίες, τα παρτέρια, τα πάρκα, τα περιαστικά άλση… Από μία άλλη όμως πλευρά, ο συνδυασμός των ίδιων «υλικών» (δόμηση+φύση), σε ένα διαφορετικό χωρικό πλαίσιο, θα καταγγελθεί ως «τραγέλαφος» με καταστρεπτικές συνέπειες: Είναι η περίπτωση της κατοίκησης σε περιοχές δασικές, που θεωρούνται περιοχές «αμιγούς φύσης». Που μπορούν να επιτελούν τις ποιοτικές λειτουργίες τους μόνο πάνω από ένα ορισμένο ποσοτικό μέγεθος.

Παρ’ όλα αυτά, στον δημόσιο λόγο, δεν θα απουσιάσουν οι περιπτώσεις επιστημόνων που θα συνηγορήσουν υπέρ της πολεοδόμησης δασών και υπέρ της «εμφύτευσης» κατοικιών σε δάση ή δασικούς χώρους, συνήθως με το επιχείρημα της αύξησης της δασοπροστασίας8. Στη δεκαετία του 1980, στη συζήτηση διά μέσου ειδικών εντύπων όπως η Νέα Οικολογία, θα επιστρατευθούν επιχειρήματα για την «παραδοσιακή σχέση ανθρώπου και δάσους», θα παραγνωριστεί η έννοια της αρτιότητας του δασικού οικοσυστήματος, θα αποσιωπηθεί η επίπτωση της ανθρώπινης παρουσίας στους ζωοπληθυσμούς, οι δε υποψήφιοι εποικιστές των δασών με τα συμπαρομαρτούντα –οδικά, ηλεκτρικά, αποχετευτικά και άλλα δίκτυα– θα παρουσιαστούν ως ήπιοι εποικιστές τύπου Χιονάτης και Κοκκινοσκουφίτσας…

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του συνεταιρισμού της «Ιπποκράτειας Πολιτείας» στην Πάρνηθα, σε πυκνή δασοσκεπή έκταση, όπου ο χαμηλός συντελεστής δόμησης και τα μικρά ποσοστά κάλυψης των οικοπέδων, σε έναν περιβάλλοντα και ρυμοτομημένο χώρο 7200 στρεμμάτων, θα χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα για την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την υποτιθέμενη προστασία του δάσους από τις πυρκαγιές9…

Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ

Η εκρηκτική επιτάχυνση των αλλαγών στο «φαίνεσθαι» της υπαίθρου παράγει αισθήματα αποξένωσης σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού με οικολογικές ή άλλες ευαισθησίες. Στον 21ο αιώνα, ο χρήστης της υπαίθρου δεν προλαβαίνει να «πλήξει» από την επαναληπτικότητα των τοπίων, καθώς τα ελεύθερα κτισμάτων σκηνικά μετατρέπονται ταχύτατα σε κτισμένα, τα άγρια σε εξημερωμένα, τα «άμορφα» και ακανόνιστα σε τακτοποιημένα και καθωσπρέπει…

Πέρα όμως από τη «δομημένη παρουσία» στον υπαίθριο χώρο, η κινητικότητα προς αναζήτηση αναψυχής αποτελεί σοβαρό παράγοντα αλλαγής της μορφής και των λειτουργιών της υπαίθρου.
Υπερτοπικά και τοπικά οδικά δίκτυα αναλαμβάνουν «να φέρουν κοντά» τους πολίτες με εστίες αισθητικού, λαογραφικού, πολιτιστικού ή περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, με περιοχές «παρθένες» ή σχετικά άθικτες, με ιδιαιτερότητες και καταστάσεις «διαφορετικές» από αυτές των πόλεων.
Όμως, συχνά, η εγγύτητα που υπόσχονται τα οδικά δίκτυα περνάει από καταστροφές και αλλοιώσεις, που κατά τα πρότυπα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης επηρεάζουν και ευτελίζουν τους προορισμούς. Τότε, η αρχική στόχευση προδίδεται, η «διαφορετικότητα» γίνεται απλός αντικατοπτρισμός μέσα σε μια απεραντοσύνη κοινοτοπίας, το «κοντά» συσχετίζεται με το «πουθενά» της γραφικότητας ….

«Πρέπει οι δρόμοι να οδηγούν παντού;» αναρωτιόταν ο Ζ. Κοτιώνης σε άρθρο του σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας10. Όμως η σχετική ευκολία στην παραγωγή των οδικών έργων, η πίεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, οι προεκλογικές ή άλλες άμεσες ανάγκες των μικροκοινωνιών της περιφέρειας, η παροχή απασχόλησης σε εργολάβους και εργατικό δυναμικό, διαμόρφωσαν στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία τη δυναμική μιας οδοποιίας «άνευ ορίων, άνευ όρων» –κατά την ερωτική στιχουργική του ποιητή Εμπειρίκου.

Η οδοποιία βιάζει συχνά τις μορφές και τις λειτουργίες της υπαίθρου υπό το πρόσχημα της ικανοποίησης τοπικών αναγκών, οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων επικυρώνουν μάλλον τις πρακτικές των διαχειριστών παρά σκιαγραφούν πολλαπλά σενάρια και εναλλακτικές λύσεις. Στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και μέχρι το 1990, και μόνο σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, θα διανοιγεί ένα τεράστιο οδικό δίκτυο.
Σχετικά με τα περιβαλλοντικά προβλήματα αυτής της οδοποιίας, σημειώνει ο δασολόγος Γιώργος Ντούρος:

«Οι 50.000 χλμ. δασικοί δρόμοι που κατασκευάστηκαν (μέχρι το 1990), σε παραγωγικά δάση για τις δασικές μεταφορές, σε αλπικές περιοχές για την κτηνοτροφία, σε πευκοδάση και θαμνώνες για την αντιπυρική προστασία, για τη διευκόλυνση των αναδασώσεων ή άλλων έργων, δεν φαίνεται να αυξάνουν τη δασική παραγωγή ή να λύνουν το πρόβλημα των πυρκαγιών. Αντίθετα, κάνουν τη δασική εκμετάλλευση εντατικότερη, τη λιβαδοπονία εκτατικότερη, τις πυρκαγιές περισσότερες, ενώ διασπούν δασικά οικοσυστήματα, απαρτιώνουν και υποβαθμίζουν το δασικό τοπίο, διευκολύνουν τη θήρα – νόμιμη και παράνομη – και μειώνουν δραστικά τους πληθυσμούς των άγριων ζώων11».

Η οδοποιία χωρίς εκτίμηση των περιβαλλοντικών και αισθητικών επιπτώσεων γίνεται αυτοσκοπός αλλά και μέσον για μια αστόχαστη διείσδυση (Ζ. Κοτιώνης)… Έρχεται πλέον η εποχή των μεγάλων χερσαίων οχημάτων, έρχονται τα τζιπ 4Χ4 με τις off road δυνατότητες –«ατσαλάκωτα» και απαστράπτοντα κάποτε ως εκ του σνομπισμού και ικανά να πατούν «απάτητες» περιοχές, συνδιαφημιζόμενα με τους ανθρώπους του Κάμελ. Το περιοδικό 4 ΤΡΟΧΟΙ (Δεκέμβριος 2001) αναφέρεται σε μια ανάβαση στον Όλυμπο, μόλις 318 μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή του «βουνού των θεών»12, το Cruiser της Τογιότα επαίρεται γιατί κυκλοφορεί στα πιο προβληματικά καιρικά σκηνικά, χρησιμοποιώντας ερπύστριες και «κάνοντας τα βουνά να χάνουν τα κρυφά τους σημεία», το τζιπ της Σουζούκι αυτοσυστήνεται ως ικανό να πηγαίνει εκεί όπου δεν πηγαίνουν τα ανθρώπινα πόδια…13

Η τρέχουσα διαχείριση της υπαίθρου φαίνεται να ευνοεί έναν κυκλοφοριακό «πλουραλισμό», όπου όλα τα μέσα και όλες οι οδεύσεις είναι θεμιτές: ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕΙΝ ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ ΠΑΝΤΟΙΟΤΡΟΠΩΣ14 ανάγεται σε αξίωμα μιας υποτιθέμενης ελευθεριακής αντίληψης. Από την άλλη όμως πλευρά, παραγνωρίζονται οι συνέπειες πάνω σε παραδοσιακές, «διατηρητέες», φυσιολατρικές και αισθητικές οδεύσεις, που ακυρώνονται άλλοτε από τη διάνοιξη δρόμων και άλλοτε από τη βαρεία όχληση κάποιων κυκλοφοριακών μέσων. Η Ορνιθολογική Εταιρεία καταγγέλλει την καταπάτηση του υγροτόπου της Κέρκυρας, στην περιοχή των Κορρυσίων, για τη δοκιμή οχημάτων 4Χ415. Οι φυσιολατρικές οργανώσεις του Πηλίου καταγγέλλουν την καταστροφή των μονοπατιών16. Ακόμη και η καταπάτηση του «ηχοτοπίου» των περιαστικών δασών από «μηχανόβιους», συνιστά βαρεία και κάθε άλλο παρά αμελητέα όχληση. Η ηχητική διείσδυση ακυρώνει ουσιαστικά το τοπίο, δεδομένου ότι αυτό προσλαμβάνεται από τον παρατηρητή και επομένως υπάρχει μόνον υπό την προϋπόθεση ορισμένου ηχητικού καθεστώτος .

Το πνεύμα της νέας εποχής εκδηλώνεται πολλές φορές σε αντιπαράθεση με τα «απαράγραπτα δικαιώματα του άγριου απέναντι στο κτισμένο»17. Σε συνθήκες ανεξέλεγκτης υπερκινητικότητας, η ψυχαγωγική πρόσοδος της υπαίθρου υποχωρεί, η αυθεντικότητα γίνεται δυσεύρετη ή ουτοπική, η «φυγή» ως αίσθηση φθίνει. Ο «φυγάς» γίνεται τέτοιος με τη καταβολή πολύ μεγαλύτερου «κόστους»…

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΣΠΟΡ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ

Οι παραγωγικές λειτουργίες της υπαίθρου επιβάλλουν περιορισμούς στις ψυχαγωγικές χρήσεις, όμως και το αντίθετο αληθεύει: Οι ψυχαγωγικές χρήσεις διεκδικούν και συχνότατα κερδίζουν έδαφος από τον πρωτογενή τομέα. Παράδειγμα, η περίπτωση των Άλπεων, όπου οι υποδομές των σπορ και ειδικά τα γήπεδα τένις προσλαμβάνουν τέτοιες διαστάσεις ώστε να καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό των επίπεδων εκτάσεων, που είναι σε σχετική σπανιότητα και προσφέρονται για γεωργικές χρήσεις18.

Η χωροθέτηση των δραστηριοτήτων και η συμβατότητα των διαφόρων χρήσεων μεταξύ τους γίνονται θέματα προβληματισμού της ευρύτερης κοινωνίας. Σε μια εποχή ενεργειακών ελλειμμάτων και κλιματικής αποσταθεροποίησης, το ενδιαφέρον για τη μορφή και τις λειτουργίες του υπαίθριου χώρου φτάνει μέχρι του σημείου να αμφισβητεί «ενεργειακές λύσεις» που κάποτε θα μπορούσαν να είναι κοινής αποδοχής. Τέτοια είναι η υπόθεση των χωροθετήσεων των ανεμογεννητριών, που προκαλεί συζητήσεις και συνεκτιμήσεις εξαιρετικά ετερόκλιτων στοιχείων, όπως είναι η «φυσικότητα» κάποιων ορεινών τοπίων και η ενεργειακή επάρκεια… Οι ανεμογεννήτριες διεκδικούν εξέχουσες και περίοπτες περιοχές της υπαίθρου με αιολικό δυναμικό, όμως αναμφίβολα επιφέρουν καταστροφές μεγάλης κλίμακας λόγω της διάνοιξης δρόμων, ενώ επίσης νοθεύουν το τοπίο και ακυρώνουν τις μνημειακές και υπαρξιακές λειτουργίες του19.
Η επίδραση των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο είναι γενικώς «ηπιότερη» σε σχέση με άλλες δραστηριότητες, όμως η «συνεύρεση» ψυχαγωγίας και φύσης διαδραματίζεται πολύ συχνά σε προνομιακές και ιδιαίτερα «εύσχημες» περιοχές του χώρου. Οι επιδράσεις που έχουν τα χιονοδρομικά κέντρα στα γραφικά Χάνια του Πηλίου ή στον Χελμό της Πελοποννήσου μπορεί να καμουφλάρονται υπό συνθήκες χιονοπτώσεων, η δε συρρικνούμενη περίοδος των χειμερινών σπορ (λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου) μπορεί να παρατείνεται με την επίστρωση τεχνητού χιονιού, όμως, στη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους, ο ευτελισμός του τοπίου εξαιτίας των χιονοδρομικών εγκαταστάσεων είναι προφανής.

Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου θέτει επίσης ζητήματα ταυτότητας του τουριστικού προϊόντος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γηπέδων γκολφ στις ξηροθερμικές περιοχές του ελληνικού και μεσογειακού Νότου, μέσα σε συνθήκες ενός πνεύματος προσαρμογής στον διεθνή καταμερισμό των έργων, όπου η κάθε περιοχή, θεωρητικά, πρέπει να εξειδικεύεται στα προϊόντα και στις υπηρεσίες που μπορεί να παράγει επικερδώς: Τα γήπεδα γκολφ δεν είναι συμβατά με το ύφος και την παράδοση των ξηροθερμικών περιοχών, δεν συμβάλουν στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης τουριστικής ταυτότητας, δεν παράγουν ισχυρές «ατραξιόν» στους υποψήφιους επισκέπτες μιας μεσογειακής χώρας. Με καθαρά οικονομικούς όρους, συνιστούν δραστηριότητα υψηλού κόστους και αμφίβολης εισπρακτικής επιτυχίας. Εξάλλου, η υπερκατανάλωση υδάτινων πόρων για τον χορτοτάπητα των γηπέδων γκολφ δημιουργεί συγκρουσιακές καταστάσεις με δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα όπως η γεωργία. Με τη σειρά της τώρα, η αποστέρηση ζωτικών πόρων της γεωργίας εξωθεί την κοινωνία προς την «τουριστική μονοκαλλιέργεια», αν και η «όδευση» αυτή γίνεται όλο και δυσκολότερη για τα μικρομεσαία στρώματα μέσα στις νέες συνθήκες της τουριστικής «βιομηχανοποίησης»: Όπου οι απαιτούμενες βασικές επενδύσεις αυξάνονται, καθώς το τουριστικό προϊόν γίνεται όλο και πιο «ανθρωπογενές» και «συνθετικό», με μεγαλύτερα επομένως κόστη.

ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ

Παρά τις όποιες αντίθετες τάσεις, οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο αποκτούν μεγαλύτερο «μέγεθος». Με δεδομένη την αύξηση αυτού του «μεγέθους», η αναζήτηση μιας οικολογικής στρατηγικής για την ύπαιθρο, και ειδικά για τις ψυχαγωγικές λειτουργίες που διαδραματίζονται σε αυτή, προϋποθέτει τη σκιαγράφηση μιας χρυσής τομής ανάμεσα σε αντιτιθέμενες δυνάμεις. Η προσαρμογή της ψυχαγωγίας στις ποιότητες του τοπίου και στον παραγωγικό περίγυρο αποτελεί βασική αξιακή κατεύθυνση, όμως δεν μπορεί να σημαίνει παραγνώριση τρεχουσών αναγκών. Η λογική της απόλυτης προστασίας, της «ταρίχευσης» και μνημειοποίησης της υπαίθρου, μπορεί να οδηγεί βραχυπρόθεσμα σε μια «κομψή» και καταναλώσιμη εικονική πραγματικότητα, όμως το παρόν διατηρεί τα δικαιώματά του.

Μια οικολογική στρατηγική για την ψυχαγωγική ύπαιθρο δεν μπορεί να στοχεύει σε παρεμβάσεις μικρής κλίμακας για την ανάπλαση κάποιων περιοχών «βιτρίνας», ούτε στην παραγνώριση της διαπιστωμένης ανάγκης για τη χωρική και χρονική «αποκέντρωση» της αναψυχής. Ακόμη δεν μπορεί να είναι μια διαχείριση αφημένη στους αυθορμητισμούς της αγοράς και στους «συναλλαγματοκεντρικούς» υπολογισμούς, ούτε να έχει σχέση με την αβλαβή ευρυμάθεια και τον «χειραγωγήσιμο» λογιοτατισμό.
Η ψυχαγωγική δόμηση στον υπαίθριο χώρο, η κινητικότητα με «σύγχρονα» μέσα και οι αθλητικές ή άλλες δραστηριότητες εμφανίζονται ως στοιχεία που μεγιστοποιούν την απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, μια οικολογική πολιτική για τον εξορθολογισμό της δόμησης, για την υποκατάσταση της «δομημένης» παρουσίας στην ύπαιθρο από τη «διαβατική» παρουσία σε ξενοδοχεία, για τον έλεγχο της κινητικότητας και τον περιορισμό κάποιων περιβαλλοντοκτόνων σπορ, παρουσιάζεται ως αντίθετη στην οικονομική μεγέθυνση. Στη πραγματικότητα όμως, η μετεξέλιξη από τον πρώτο στον δεύτερο τύπο οικονομίας συνιστά μια νέου τύπου ανάπτυξη, βασισμένη στη γνώση και στην πληροφορία, στην κατανόηση των οικοσυστημικών σχέσεων, στην ενεργειακή εξοικονόμηση. Είναι η μετεξέλιξη από μια «σκληρή» και «παχύσαρκη» οικονομία σε μια οικονομία ποιότητας ζωής και παραγωγής ελεύθερου χρόνου.
Οι πρακτικές διαχείρισης του υπαίθριου χώρου δεν είναι δυνατόν να αγνοούν τη θεμελιακή επιταγή της «φυσικότητας», της προσαρμογής δηλαδή των παρεμβάσεων στο τοπίο, στα υλικά, στην παράδοση του χώρου…

Όμως, στις ημέρες μας, υπάρχουν αναλυτές που υπογραμμίζουν την εξάλειψη της παλιάς «ανόθευτης φύσης» για να παρουσιάσουν τη φύση σαν κάτι που «απλώς περιβάλλει» τον άνθρωπο και μπορεί να τροποποιείται κατά το δοκούν20. Η αντίληψη αυτή παραγνωρίζει το ότι, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, από τον homo neadertalensis έως τον σούπερ έμφρονα άνθρωπο, σε οποιεσδήποτε καταστάσεις συγκοινωνούντων δοχείων και «μεταβολισμού» της «εξωτερικής» με την ανθρώπινη φύση, ο άνθρωπος παρεμβαίνει και αλλάζει τον περίγυρό του. Η απόλυτη φυσικότητα έχει εκλείψει από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του ανθρώπου! Η «εκπαρθένευση» είναι πολύ προγενέστερη της βιομηχανικής και πληροφορικής κοινωνίας!

Θα λέγαμε λοιπόν ότι η «φυσικότητα» έχει ιστορικότητα! Και η προσαρμογή του ανθρώπου σε αυτή τη ρευστή «φυσικότητα» είναι εν μέρει και προσαρμογή στον ίδιο τον παρελθόντα εαυτό του. Με δεδομένη τώρα την κίνηση και μετεξέλιξη των πραγμάτων, ο σεβασμός της φυσικότητας έγκειται στην ήπια αλλαγή της «πατροπαράδοτης», κληρονομημένης φύσης. Είναι μια οικολογική διαχείριση της υπαίθρου που δεν καταδικάζει την κοινωνία σε δυσάρεστες εκπλήξεις και αλλεπάλληλα μνημόσυνα…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ