του Η. Γεωργαλή, από το Άρδην τ. 69, Απρίλιος-Μάιος 2008
Δ εν είναι υπεραισιόδοξη η διαπίστωση πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια καινούργια πολιτική πραγματικότητα, πρωτόγνωρη από τη μεταπολίτευση και μετά.
Ορόσημο ήταν οι δημοτικές εκλογές του 2006, όπου η κυρίαρχη διαπίστωση ήταν η έντονη αμφισβήτηση του δικομματισμού και η κυρίαρχη «αριστερή» κριτική, αυτή που εστιάστηκε στην αδυναμία των δύο μεγάλων «αριστερών» κομμάτων, μέσα από την εκλογική τους συνεργασία, να καρπωθούν τα (εκλογικά) κέρδη.
Στο ίδιο μοτίβο και με τα ίδια διλήμματα για την «Αριστερά» (κεντροαριστερή ή αριστερή συμμαχία) εκρίθησαν και τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών. Ίδιες διαπιστώσεις κυριαρχούν ακόμη. Πράγματι, στις δημοσκοπήσεις φαίνεται η διαρκής φθορά των δύο μεγάλων κομμάτων και κάποια άνοδος των δύο «αριστερών». Από τις δημοσκοπήσεις αυτές επιβεβαιώνεται, με πιο έντονο τρόπο από ό,τι στο παρελθόν, η πραγματικότητα πως το πολιτικό σύστημα δεν «νομιμοποιείται» στο ενδιάμεσο των εκλογικών αναμετρήσεων.
Μια πρώτη παρατήρηση:
Είναι εξαιρετικά δυσανάλογη η αμφισβήτηση των δύο μεγάλων κομμάτων σε σχέση με τα εκλογικά οφέλη του συνόλου των «αριστερών».
Επανερχόμαστε στα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 2006. Πίσω από την πρώτη ανάγνωση, φαίνεται μια διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών: Μέχρι τότε, και ιδίως στις δημοτικές εκλογές, η αμφισβήτηση των κυρίαρχων μηχανισμών των κομμάτων γινόταν δια της υπερψήφισης των «αντάρτικων» αντι-μηχανισμών. Για πρώτη φορά και σε μεγάλη έκταση, πανελλαδικά, η αμφισβήτηση εκδηλώθηκε με υπερψήφιση κινήσεων αυτοοργανωμένων πολιτών. Δεν επρόκειτο για παροδικό γεγονός, έκτοτε και μέχρι σήμερα, ένα νέο σκηνικό προκύπτει εκτός της κεντρικής σκηνής και εκτός των τειχών της Αριστεράς, με μια δυναμική απειλής και για τα δύο:
Περιφερειακές δημοτικές κινήσεις πολιτών, κινήσεις πολιτών στους δήμους της Αττικής, οικολογικές οργανώσεις που θέτουν σοβαρά ζητήματα με μεγάλη ένταση και σε μεγάλη έκταση και, κυρίως, μια τάση αναγωγής των τοπικών προβλημάτων στα μείζονα θέματα. Αυτή η τάση εκφράζεται και οργανωτικά με συσπειρώσεις των κινήσεων αυτών σε διανομαρχιακό, ακόμα και σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι εξελίξεις στην Αριστερά κάποτε περνούσαν μέσα από τη συνεργασία και τη σύγκρουση των κομμάτων ή των σεχτών. Σήμερα, οι συγκρούσεις σχετίζονται αποκλειστικά με τη δυνατότητα αφύπνισης και αυτοοργάνωσης των «εν ριζοσπαστικοποιήσει» πολιτών και με τα περιφερειακά κινήματα. Η πρωτοφανής αλλαγή εκφράζεται και στις δημοσκοπήσεις, απ’ την ανάγνωση των οποίων αποκρύβεται η σπουδαιότερη διαπίστωση: Πίσω απ’ την «κρίση του δικομματισμού», βρίσκεται η διάθεση-πρόθεση των πολιτών για αυτοοργανωμένη άμεση παρέμβαση και η άρνησή τους για εκχώρηση της διαχείρισης σε γραφειοκρατικές αντιπροσωπεύσεις. Οι Κινήσεις Πολιτών δεν είναι απλές συσσωρεύσεις ατόμων αλλά συλλογικότητες με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά που προκύπτουν απ’ τη φύση τους και τον τρόπο συγκρότησής τους:
- Προτείνοντας την επανατοπικοποίηση στη διοικητική οργάνωση, την παραγωγή και τον πολιτισμό, έχουν σαφή αντιπαγκοσμιοποιητικά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι η παγκοσμιοποίηση στηρίζεται ακριβώς στη διοικητική συσσώρευση, την αποτοπικοποίηση της παραγωγής και την πολιτιστική ομογενοποίηση.
- Από το τελευταίο χαρακτηριστικό προκύπτει ότι οφείλουν όχι απλά να στηρίζουν και να στηρίζονται στην τοπική παράδοση, αλλά να την επικαιροποιούν και να τη γονιμοποιούν συνομιλώντας με άλλες παραδόσεις.
- Επαναπροσδιορίζουν τις ιδεολογικές διαφορές όχι στη βάση ιστορικών διαιρέσεων αλλά των πραγματικών προβλημάτων.
- Έχουν ξεκάθαρα οικολογικά χαρακτηριστικά και κινούνται στη λογική της βιώσιμης ανάπτυξης.
- Είναι αμεσοδημοκρατικές -εξαιτίας του τρόπου συγκρότησής τους- και αναδεικνύουν ως κύριο στοίχημα στην ελληνική περιφέρεια την αυτοοργάνωση των πολιτών ενάντια στην αποκέντρωση του κράτους και των (γραφειο)κρατικών κομμάτων.
- Στέκονται κριτικά απέναντι στο αθηνοκεντρικό μοντέλο ανάπτυξης και κατά συνέπεια απέναντι στην περί πολιτικής αντίληψη που συμφύεται μ’ αυτό.
- Τέλος, είναι σαφές (αν και εδώ όντως υπάρχει κάποιο έλλειμμα) ότι η εμβάθυνση στην κριτική της παγκοσμιοποίησης και στη στρατηγική της επανατοπικοποίησης ενισχύει, εν δυνάμει, τα πατριωτικά χαρακτηριστικά.
Δύο παρατηρήσεις επ’ αυτών:
Α) Στον βαθμό που οι Κινήσεις Πολιτών αναπτύσσουν τα «φυσικά» πολιτικά χαρακτηριστικά τους, προκύπτει αδυναμία ποδηγέτησής τους απ’ τους υπαρκτούς πολιτικούς φορείς, λόγω των στρατηγικών τους αδιεξόδων: - Ούτε τα περιβαλλοντικά, ούτε τα κοινωνικά ζητήματα μπορούν να λυθούν εν τέλει έξω από μια αντιπαγκοσμιοποιητική στρατηγική που όμως θα είναι συνεπής και δεν θα «βάζει» την παγκοσμιοποίηση από την πίσω πόρτα.
- Αυτά τα θέματα δεν μπορούν να λυθούν εκτός της ουτοπίας (που ταυτόχρονα είναι και ο κοινός τόπος των κινημάτων) ενός Εναλλακτικού Πολιτισμικού Υποδείγματος, μέσα από το οποίο μπορούν μόνο να υπάρξουν προοπτικές Επανατοπικοποίησης και Αμεσοδημοκρατίας κτλ.
- Η αυτοοργάνωση των κινημάτων είναι ανυπότακτη απέναντι στις κεντρικές γραφειοκρατίες και μοιραία είναι στοιχείο ταυτότητας των σημερινών συλλογικών πολιτικών υποκειμένων.
Υπάρχει ένας κίνδυνος για τις κινήσεις πολιτών: Η μη δυνατότητα αναγωγής των τοπικών προβλημάτων στα γενικότερα και μείζονα προβλήματα οδηγεί αναπόφευκτα στον Επαρχιωτισμό.
Β) Στις μη περιφερειακές κινήσεις πολιτών κυριαρχούν τα αστικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα μια διαφορετική συμπεριφορά αυτών των κινήσεων, με κίνδυνο να εξαντληθούν σε διαχειριστικές παρεμβάσεις στην καθημερινότητα.
Επειδή τα παραδείγματα είναι διδακτικά, θα αναφερθούμε στο παράδειγμα της κίνησης πολιτών του δήμου Αστακού.
Εκεί, η ανάγκη αποτροπής της εξαγγελθείσας (έχει υποβάλει αίτηση στη ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) εγκατάστασης μονάδας ηλεκτροπαραγωγής από λιθάνθρακα, ισχύος 500 MW, από την εταιρία EDISON, οδήγησε στη λήψη πρωτοβουλιών για γενικότερη, πέρα από την τοπική, παρέμβαση.
Έτσι, πρώτο στάδιο, κάτοικοι από όλο τον νομό συνευρίσκονται στη δημιουργία του Παναιτωλοακαρνανικού Μετώπου για το Περιβάλλον (ΠΑΝ).
Η δράση τους στηρίζει τις παρακάτω αρχές:
- είναι συλλογικότητα πολιτών και όχι φορέων
- μοναδικό όργανο του Μετώπου είναι η ολομέλειά του, που συγκαλείται κάθε τρεις μήνες
- η συντονιστική επιτροπή δεν έχει κανένα αποφασιστικό ρόλο και αλλάζει κάθε χρόνο
- δεν έχει νομική υπόσταση, για να διατηρήσει τον κινηματικό χαρακτήρα του
- έδρα του Μετώπου είναι η πόλη όπου κάθε φορά γίνεται η ολομέλεια. Όλοι οι παρόντες έχουν δικαίωμα ψήφου
- λειτουργεί σε δύο άξονες:
- τοπικοί πυρήνες, σε κάθε δήμο
- θεματικές ενότητες (8):
α) ενέργεια, β) υδάτινοι πόροι, γ) ορεινοί όγκοι – δάση, δ) καταπατήσεις- αυθαίρετα, ε) ακτές, στ) προστατευόμενες περιοχές, ζ) διαχείριση αποβλήτων, η) αστικό περιβάλλον.
Οι πολίτες μέλη εντάσσονται σε έναν τοπικό πυρήνα και σε μία (ή περισσότερες) θεματικές ενότητες ανάλογα με το ενδιαφέρον τους. Οι τοπικοί πυρήνες και οι θεματικές ενότητες εισηγούνται θέματα στην ολομέλεια.
Επόμενο στάδιο ήταν η συνάντηση του ΠΑΝ με ανάλογες πρωτοβουλίες άλλων νομών, στα πλαίσια της «Πρωτοβουλίας για τη σωτηρία του Κορινθιακού», με αιχμή πάλι την ενέργεια. Στην πρωτοβουλία συμμετέχουν, εκτός απ’ το ΠΑΝ, Κινήσεις απ’ τη Βοιωτία, Φωκίδα, Κορινθία, Αχαΐα. Η πρώτη δημόσια δράση προγραμματίστηκε για τις 24 Φεβρουαρίου. Ήταν η «Πορεία Ενέργειας», και πομπές αυτοκινήτων ξεκίνησαν από Βοιωτία, Φωκίδα, Αιτωλοακαρνανία (η μία ομάδα) και Δυτική Αττική, Κορινθία, Αχαΐα (η άλλη ομάδα). Η συνάντηση των δύο πομπών έγινε πάνω στη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου. Η συμμετοχή των πολιτών ήταν απίστευτη, πέρα από κάθε προσδοκία.
Τέλος (και σε επόμενο επίπεδο), ολοκληρώνεται (εντός των ημερών θα γίνει δημόσια ανακοίνωση) η Πανελλαδική Πρωτοβουλία «Πολίτες κατά του Λιθάνθρακα». Οι φορείς που συμμετέχουν σ’ αυτήν, σε πρώτη φάση, είναι από: Αιτωλοακαρνανία, Βοιωτία, Εύβοια (Μαντούδι, Αλιβέρι), Φθιώτιδα, Βόλο, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Λακωνία. Αυτή η ελπιδοφόρα προσπάθεια έχει αιχμή βέβαια τον λιθάνθρακα ως πρώτη ύλη ηλεκτροπαραγωγής σε πολλές σχεδιαζόμενες νέες μονάδες, αλλά θα πρέπει να απλώσει την κριτική της στην Ενέργεια συνολικά. Η Ενέργεια είναι ένα προνομιακό πεδίο δράσεως των Κινήσεων για δύο λόγους: - Η Ενέργεια είναι «δείκτης» του μοντέλου ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, η διερεύνηση και κριτική στο ενεργειακό μοντέλο συμπυκνώνει το όλο ενεργειακό πρόβλημα.
- Με αφετηρία την Ενέργεια, εύκολα μπορεί να δειχθεί η εξάρτηση του οικολογικού (και αναπτυξιακού) μοντέλου από το παγκόσμιο παραγωγικό μοντέλο (παγκοσμιοποίηση) και εν τέλει το κυρίαρχο Δυτικό Πολιτισμικό Υπόδειγμα.
Αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να έχει ένα οικολογικό και εναλλακτικό κίνημα. Θα πρέπει να αγγίζει τον πολιτισμικό πυρήνα του οικολογικού προβλήματος, φτάνοντας να γίνει ένα τετρακισυπόστατο κίνημα (κοινωνικό, οικολογικό, πολιτισμικό και πατριωτικό).
Η εμπειρία απ’ αυτές τις πρωτοβουλίες δείχνει μια κατακτημένη ωριμότητα σε σχέση με το παρελθόν. Αυτή η ωριμότητα εκφράζεται κυρίως με την άμβλυνση των «ιδεολογικών» αντιθέσεων, που δεν είναι αποϊδεολογικοποίηση αλλά μεταφορά των αντιθέσεων στα σημαντικά και κυρίαρχα, παρά στα ασήμαντα των «ιδεολογικών» αγκυλώσεων. Έτσι, είναι φανερό ότι υπάρχουν σαφέστατες στρατηγικές συγκλίσεις.
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών ενισχύουν την εικόνα των εντυπωσιακών απωλειών, της αποδόμησης σχεδόν, των δύο μεγάλων κομμάτων.
Το ΠΑΣΟΚ παρακολουθεί την τύχη και τα στρατηγικά αδιέξοδα της σοσιαλδημοκρατίας. Όσες στροφές και αλλαγές και διασπάσεις, όσες βερμπαλιστικές «αριστερές» στρατηγικές και να χαράξει, είναι μοιραία η διαρκής συντηρητικοποίησή του. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία διαχειρίζεται την ιστορία (την παγκοσμιοποίηση) και δεν τη διαμορφώνει. Ένα μεγάλο κομμάτι των μη προνομιούχων του ’74 είναι εναρμονισμένο και νέμεται τους καρπούς της παρασιτικής ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Μαζί με το σύνολο, βέβαια, του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ.
Η ριζοσπαστικοποίηση των πολιτών προϋποθέτει την αμφισβήτηση των υπαρκτών πολιτικών, βέβαια, αλλά απαιτεί και ένα φορέα που, αν λείπει, τότε η αμφισβήτηση εκφράζεται ως παραίτηση, παρακμή και απώλεια. Αυτή την κρίση σήμερα αδυνατεί να εισπράξει (ως δυναμική και όχι ως ποσοστό ψήφων) η «Αριστερά».
Έτσι λοιπόν υπάρχει μια περίεργη μείξη-συνύπαρξη της παρακμής, της απώλειας και της απογοήτευσης με τη βαθιά ριζοσπαστικοποίηση σε αυτοοργανωμένη βάση (ακόμα και σε ατομική) των πιο προωθημένων κοινωνικών δυνάμεων.
Η «Αριστερά», συνυφασμένη με τον μαρξιστικό ντετερμινισμό και τη λενινιστική (στον ένα ή στον άλλο βαθμό) ιστορική πραγματοποίησή του, έχει οριστική κρίση οράματος. Η ρεαλιστική πρόκληση της παγκοσμιοποίησης την ωθεί είτε στη «ρεαλιστική» αντίληψη της «αριστερής» παγκοσμιοποίησης, είτε στην τυχοδιωκτική στρατηγική της οργανωτικής κυριαρχίας στα κινήματα «αμφισβήτησης», είτε στην απόλυτη απομόνωση της θεωρητικής αφασίας και της οργανωτικής αυταρέσκειας στο όνομα της λαϊκότητας και της «συνέπειας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πατώντας σε δύο βάρκες, εκφράζοντας απ’ τη μια μεριά τα ενσωματωμένα και ευνοημένα στρώματα της παγκοσμιοποίησης, και απ’ την άλλη επιχειρώντας να εκφράσει τα περιθωριοποιημένα στρώματα των άνεργων, μεταναστών, νέων κ.λπ., καταλήγει στην «πλατφόρμα επιβίωσης», που είναι η λογική του μέσου όρου. Έτσι, ενώ ακολουθεί μια «κεντροαριστερή» πολιτική στα μείζονα, κινηματικά, προωθεί ρήξεις απολίτικης συσπείρωσης στα ελάσσονα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εισπράττει ένα ποσοστό μικροαστικής διαμαρτυρίας αλλά σαφώς αδυνατεί να επιβάλει «γραμμή» στα πραγματικά κινήματα. Απ’ την άλλη, αναγκαστικά, προσφέρει ένα οργανωτικό «χαλί» για την ανάπτυξη αυτών των κινημάτων. Αυτό δυνητικά αποτελεί και το μαλακό υπογάστριο αυτού του χώρου.
Το ΚΚΕ, για την ώρα, έχει κλείσει τις μπουκαπόρτες, μ’ ό,τι αυτό σημαίνει. Το πλοίο βυθίζεται αλλά οι σύντροφοι είναι στεγνοί (και εγκλωβισμένοι) στον πάτο. Οι εξελίξεις σ’ αυτό τον χώρο αργούν ακόμα.
Επίλογος
Είπαμε παραπάνω πως οι περιφερειακές Κινήσεις Πολιτών αποτελούν τις ζωντανές πολιτικές νησίδες που συνδέουν το ζήτημα της αυτοδιοίκησης με την κεντρική πολιτική σκηνή καθώς και (απ’ τη φύση τους) με την παγκοσμιοποίηση και το μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή με το κυρίαρχο Πολιτισμικό Υπόδειγμα.
Οι αστικές κινήσεις πολιτών (δηλαδή οι κινήσεις πολιτών των πόλεων) έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι το κέντρο βάρους αυτών δεν βρίσκεται στη σύνδεση των προβλημάτων ανάπτυξης με το κοινωνικό μοντέλο αλλά στη σύνδεση των προβλημάτων αστικού περιβάλλοντος με το κοινωνικό μοντέλο. Εδώ, η αναγωγή είναι πιο δύσκολη και λιγότερο άμεση, με τίμημα να επικρατεί συχνά, στις αστικές κινήσεις πολιτών, διαχειριστική περιβαλλοντική λογική και αντίληψη.
Η διαδικασία της αποδόμησης από τη δεκαετία του ’80 και μετά (χαρακτηριστικό και μιας μετανεωτερικής αντίληψης που ανατέλλει) αγγίζει όλες τις κοινωνικές δομές, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο. Η μοναξιά, η ατομοκεντρικότητα, η ατομική αισθητική, η ενδοστρέφεια κ.ά. είναι αποτελέσματα αυτής της αποδόμησης. Από την άλλη, η αποδόμηση ήταν ένα αντίβαρο στην κολλεκτιβιστικού τύπου (που θα έλεγε και ο Ζιάκας) συλλογικότητα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων. Σήμερα μπαίνουμε σε μια εποχή που θέτει επιτακτικά την ανάγκη συνθέσεων και επιλογών. Η ικανότητα επιλογής είναι καίριο προσόν του Νέου Ανθρώπου. Οι συνθέσεις στους τομείς της πολιτικής, του πολιτισμού και της τέχνης, των κοινωνικών κινημάτων κτλ. έχουν ανάγκη από κάποιο κέντρο- φορέα.
Αυτή είναι η λογική στην οποία κατά την γνώμη μου πρέπει να κινηθεί το Άρδην.
Έτσι, ένα τέτοιο Κέντρο-Φορέας θα πρέπει:
Α. να συμβάλλει στην περαιτέρω αποδόμηση της Κεντρικής Πολιτικής Σκηνής έχοντας και προβάλλοντας μια συνολική εναλλακτική πρόταση.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν:- Οι ημερίδες, οι διαλέξεις και τα σεμινάρια, που πρέπει να συνεχιστούν.
- Οι παρεμβάσεις στην τρέχουσα πολιτική.
- Οι πρωτοβουλίες για διεύρυνση των συμμαχιών και ενοποίηση των «παλαιών» χώρων.
- Πρωτότυπο άνοιγμα στα προβλήματα των νέων.
- Διαδίκτυο (δικτύωση και ενοποίηση blogs).
- Αναβάθμιση της Ρήξης, που πρέπει να γίνει εβδομαδιαία.
Β. Να συμβάλλει στη σύνδεση των αστικών Κινήσεων Πολιτών και στη σύνδεσή τους με τις περιφερειακές Κινήσεις Πολιτών. Να πάρει δηλαδή την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός Πανελλαδικού Δικτύου Κινήσεων Πολιτών. - Η Ρήξη θα μπορούσε να έχει ένθετα αφιερώματα σε Κινήσεις Πολιτών ανά νομό ή ανά δήμο.
- Διαδίκτυο: να χαρτογραφηθούν οι Κινήσεις Πολιτών σε όλη την χώρα
Γ. να συμβάλλει στην ιδεολογική συγκρότηση των περιφερειακών κινημάτων.
Δ. Το Κέντρο Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού θα πρέπει να λειτουργήσει στην κατεύθυνση της σύνθεσης και σε πολλαπλά πεδία: ιστορία, λογοτεχνία, μουσική κτλ. Αυτός ο σχεδιασμός πρέπει να ολοκληρωθεί με έναν χώρο συνεύρεσης και πολιτισμικής δράσης στο μέλλον.
Με την παραπάνω λογική και αυτές τις προϋποθέσεις, οι Κινήσεις Πολιτών μπορούν να αποτελέσουν το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο του μέλλοντος. Αυτό θα προκύψει από την κεντρομόλο πολιτική των περιφερειακών κινήσεων και τη φυγόκεντρο πολιτική του Ριζοσπαστικοποιημένου Κέντρου. Άμεση λοιπόν είναι η προτεραιότητα για την προετοιμασία ενός Πανελλαδικού Δικτύου, παίρνοντας την πρωτοβουλία από παράγοντες και κόμματα που επενδύουν για ίδιον όφελος στη στρατηγική αυτή, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα.
Ιδού η Ρόδος!