του Γκ. Βιάλε, από το Άρδην τ. 69, Απρίλιος-Μάιος 2008
Στις 8 Οκτωβρίου ’67, κατά τη διάρκεια μιας ένοπλης σύγκρουσης με ένα απόσπασμα των ρέιντζερς (rangers), τραυματίζεται και συλλαμβάνεται στη Βολιβία ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, αρχηγός ενός αντάρτικου πυρήνα που δρα από την αρχή της χρονιάς.
Μετά από πυρετώδεις διαβουλεύσεις με την Ουάσιγκτον, αποφασίζεται να μην αφεθεί ζωντανός ο αιχμάλωτος. Ο Τσε μεταφέρεται στο σχολείο του χωριού Ιγκέρας και δολοφονείται την επόμενη μέρα: είναι ένας αιχμάλωτος πάρα πολύ επικίνδυνος για να κρατηθεί στη ζωή, μια πιθανή δίκη θα μετατρέποταν σε καταδίκη του δικτατορικού καθεστώτος του Μπαριέντος (Barrientos) και του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ που το στήριζε.
Η είδηση του θανάτου του Τσε παραμένει ανεπιβεβαίωτη για μερικές μέρες. Κατόπιν επιβεβαιώνεται οριστικά, στις 15 Οκτωβρίου, από τον Φιντέλ Κάστρο. Όταν πεθαίνει, ο Τσε είναι 39 χρόνων. Σπουδάζει ιατρική στην Αργεντινή, παρεβρίσκεται το ’54 στη Γουατεμάλα, της ανατροπής της δημοκρατικής κυβέρνησης του Αρμπέντς από τη CIA, γνωρίζει τον Φιντέλ Κάστρο στο Μεξικό, μετέχει στην αποστολή της «Granma» από την οποία γεννιέται ο πρώτος πυρήνας του κουβανικού αντάρτικου. Ηγείται στο Τέταρτο Σύνταγμα, που ελευθερώνει την Αβάνα, στις 2 Γενάρη του ’59. Διευθύνει την Εθνική Τράπεζα και έπειτα το υπουργείο Βιομηχανίας της Κουβανικής Δημοκρατίας.
Το ’66, ο Τσε, ήδη άρρωστος από άσθμα, εγκαταλείπει όλα του τα αξιώματα για να πάει στη Βολιβία και να ξαναδιανύσει τον δρόμο που, εφτά χρόνια πριν, έφερε το κουβανέζικο αντάρτικο στην εξουσία.
Από τότε, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Λατινικής Αμερικής έχει αλλάξει σε βάθος.
Η ύπαιθρος έχει χάσει πολιτικό βάρος, ενώ έχει κερδίσει η πόλη. Ο έλεγχος και οι προληπτικές ενέργειες των ΗΠΑ απέναντι στον κίνδυνο της αναπαραγωγής της κουβανικής εμπειρίας είναι πιεστικές. Σ’ αυτό οφείλεται η απομόνωση στην οποία βρέθηκαν τα «Νεκρά Μπράτσα» του αντάρτικου που επιβιώνουν χωρίς προοπτικές σε άλλες χώρες της Ηπείρου. Ο Τσε δεν το αγνοεί. Αλλά έχει αλλάξει και η διεθνής κατάσταση: το Βιετνάμ αντιπροσωπεύει μια ιστορική καμπή, η τραγική του μοναξιά μπορεί να είναι το πρελούδιο ενός θριάμβου της παγκόσμιας αντεπανάστασης ή η μοναδική και ανεπανάληπτη ευκαιρία για να εξαπολυθεί παντού και να πολλαπλασιαστεί η επίθεση ενάντια στο ιμπεριαλιστικό θηρίο, με τα μέσα που στον καθένα επιτρέπει να διαθέσει η κατάσταση του.
Αυτή η συνείδηση μιας ιστορικής ευκαιρίας, που δεν πρέπει να αφεθεί ανεκμετάλλευτη και που μπορεί και πρέπει να μετασχηματιστεί στο σύνθημα «ένα, δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ», είναι κοινή για μια ολόκληρη γενιά και βρίσκεται στη βάση του βολονταρισμού και του υποκειμενισμού που χαρακτηρίζει όλο το ’68. Γι’ αυτό ο Τσε θα παραμείνει, για πολλά χρόνια, ένα από τα οικουμενικότερα σύμβολά του.
Ο επαναστάτης είναι ένας εξεγερμένος
«Όλη η πρακτική μας είναι μια πολεμική κραυγή ενάντια στον Ιμπεριαλισμό, είναι ένα προσκλητήριο για την ενότητα των λαών ενάντια στον μεγάλο εχθρό του ανθρώπινου είδους, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σε οποιονδήποτε τόπο κι αν μας αιφνιδιάζει, ο θάνατος ας είναι καλοδεχούμενος, για να φτάνει αυτή η πολεμική κραυγή μας σ’ ένα ευαίσθητο αφτί, και ένα άλλο χέρι θα απλωθεί, για να σφίξει τα όπλα μας και άλλοι άνδρες θα ετοιμαστούν για να συνοδέψουν το επικήδειο άσμα με τη ριπή των πολυβόλων και καινούργιες κραυγές πολέμου και νίκης».
Ο Τσε ολοκληρώνει μ’ αυτές τις λέξεις το μήνυμά του στη διηπειρωτική συνάντηση, που διαβάστηκε στην Αβάνα λίγους μήνες πριν τον θάνατό του. Στα λόγια του συνυπάρχουν οι αντιθέσεις μιας φιγούρας που κυριαρχεί σε μια εποχή, της φιγούρας του επαναστάτη του ’68, που δεν είναι ο επαγγελματίας της επανάστασης της λενινιστικής ορθοδοξίας, ούτε ένας θεωρητικός της εργατικής επιστήμης, της επανανακάλυψης του μαρξισμού μεταπολεμικά, ούτε μόνον ο στρατευμένος των οργανωμένων σχηματισμών, αν και το μεγαλύτερο μέρος των «επαναστατών» θα καταλήξει να ενταχθεί σ’ αυτούς. Είναι πάνω απ’ όλα ένας εξεγερμένος που επιλέγει να βάλει στο παιχνίδι τη ζωή του, αν και διακινδυνεύει τον θάνατο, σαν συνθήκη μιας πλέριας ύπαρξης, για να επιβεβαιώσει μ’ αυτή τα δικαιώματα της ζωής, της δικής του, όπως και εκείνης των άλλων.
Αυτή η επιλογή δεν είναι η αυτοκτόνος απελπισία όποιου επιδιώκει την αυτοεξαφάνισή του, ούτε η μανία όποιου επιζητάει τον θάνατο των άλλων, έστω κι αν πληρώνει τη μανία του με τον θάνατό του, ούτε ο κυνισμός όποιου χειρίζεται την ύπαρξη των άλλων σαν να ήταν πράγμα, αδιάφορος τόσο για τη ζωή τους, όσο και για τον θάνατό τους, και τα δύο συνθήκες της εξουσίας του και της καλοπέρασης του.
Αυτό που χωρίζει σ’ αυτά τα χρόνια τους εξεγερμένους από τους συντηρητικούς και τις καινούργιες γενιές από εκείνες που έχουν εθιστεί στην υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων, την ύπαρξη των προλεταρίων και των εκμεταλλευόμενων από εκείνη των κυρίαρχων τάξεων, είναι αυτή η επιλογή, ανεξάρτητα από την υποκειμενική ικανότητα του να μπορεί κάποιος να την εκφράζει με λέξεις. Είναι μια διαχωριστική γραμμή που περνά ανάμεσα στις τάξεις, τα κινήματα, τις οργανώσεις. Μα που μετρά –αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο– και την ριζοσπαστικότητα της απόρριψης της κοινωνίας και της κυρίαρχης κουλτούρας.
Ο Τσε ζει
Την ίδια νύχτα που ακολουθεί την αναγγελία του θανάτου του Τσε, οι τοίχοι πολλών σ’ ολόκληρο τον κόσμο γεμίζουν με αφίσες και συνθήματα που λένε πως «Ο Τσε ζει». Πού ζει ο Τσε;
Όχι βέβαια στα μαυσωλεία της Κόκκινης Πλατείας ή της Πλατείας της Ειρήνης, όπου κατοικούν οι μούμιες του Λένιν και του Μάο, μαζί με τη βαλσάμωση της επανάστασής τους, όπως υλοποιήθηκε η εξουσία των Φαραώ χιλιάδες χρόνια, αντιπροσωπευόμενη από πυραμίδες καμωμένες με τον κόπο, τα βάσανα και το αίμα ενός ολόκληρου λαού δούλων.
Ο Τσε ζει στους αγώνες των εκμεταλλευόμενων και των νέων όλου του κόσμου, όπως μέσα σ’ αυτούς ζουν και οι δολοφονημένοι σύντροφοι στους αγώνες αυτών των χρόνων. Ζει στη δύναμη του παραδείγματος, στο μίσος για την καταπίεση και για όποιον την οργανώνει, στην εξέγερση με την οποία τα δικαιώματα της ζωής επιβεβαιώνονται ενάντια σ’ αυτό που είναι αδρανές και νεκρό.
Η ζωή αναπαράγεται, έτσι, και διά μέσου του θανάτου. Σ’ αυτή τη σχέση ριζώνει η ίδια η πραγματικότητα της επανάστασης ως διαδικασίας και εδράζεται η αίσθηση της ύπαρξης των επαναστατών.
Αλλά είναι μία διαδικασία αντιθετική. Η απόρριψη της κυρίαρχης κουλτούρας, και του τρόμου που την εμπνέει, κινδυνεύει συνεχώς να μετασχηματιστεί σε μία λατρεία της επανάστασης ως χειρονομίας ηρωικής. Η ίδια η φιγούρα του Τσε τρέφει αυτή την τάση. Το αμετάκλητο του θανάτου επαναφέρει διαρκώς τον πειρασμό της ιδιοποίησης των πεσόντων της επανάστασης, τον μετασχηματισμό της οργάνωσης σ’ ένα μαυσωλείο, την τοποθέτηση σε πρώτο πλάνο της συνέχειας με το έργο τους απέναντι στη ζωή που απαιτεί και μετασχηματίζει τις ανάγκες της ύπαρξης.
Πάνω στην ενοχή χτίζεται η συνέχεια της οργάνωσης και των τελετουργιών της. Και η επανάσταση παρουσιάζεται σαν μια δύναμη ξένη προς ένα πνεύμα συντήρησης, αποστεωμένο σε μία σειρά λέξεων, δογμάτων, αδρανών πρακτικών.
Υπάρχουν οργανώσεις που ειδικεύονται στο να κατασκευάζουν μαυσωλεία των πεσόντων της επανάστασης. Αλλάζουν τα ονόματα των πεσόντων συντρόφων, μα τα συνθήματα που τους θυμίζουν είναι πάντα ίδια.
Η αδιαφορία προς τα ονόματά τους γίνεται ανικανότητα να καταλάβουν αυτό για το οποίο έχουν ζήσει. Και κανένας από τους σχηματισμούς της νέας επαναστατικής Αριστεράς –όπως και της παλιάς– δεν ξεφεύγει απόλυτα από αυτό.
Βιετνάμ, Η επίθεση της Πρωτοχρονιάς
Οι αποτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών
Κ ατά τη διάρκεια του 1967, το εκστρατευτικό σώμα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ φτάνει τους 400 χιλιάδες άντρες. Θα φτάσει τους 525 χιλιάδες το 1969· σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε 50 χιλιάδες άντρες, που είχαν διατεθεί από τη Ν. Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, 75 χιλιάδες του 7ου στόλου, με απευθείας εμπλοκή στην εισβολή, 45 χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες στην Ταϊλάνδη και εξακόσιες χιλιάδες άντρες του στρατού ανδρεικέλων του Ν. Βιετνάμ. Αλλά το 1967 είναι για την επέμβαση των ΗΠΑ ένας χρόνος αποφασιστικών αποτυχιών. Τον Ιανουάριο αποτυχαίνει η πρώτη μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση στο δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ και τον Απρίλιο αποτυχαίνει μία άλλη, που έπρεπε να καλύψει όλο το έδαφος του Ν. Βιετνάμ. Τον Νοέμβριο, οι αμερικάνικες δυνάμεις βρίσκονται καρφωμένες στα κεντρικά υψίπεδα, εξαιτίας της επίθεσης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν μία θέση στρατηγική, μετά από 30 μέρες πολιορκίας, στο Ντακ Το.
Στις 22 Δεκεμβρίου αρχίζει η επίθεση του ΕΑΜ στην αμερικανική βάση του Κε Σαν, που θα διαρκέσει μέχρι τον Απρίλιο του ερχόμενου χρόνου, και θα μεταραπεί σε εκατόμβη για τους στρατιώτες των ΗΠΑ, σε σημείο να οδηγηθεί το αμερικάνικο επιτελείο στο να εξετάσει τη χρήση πυρηνικών όπλων για να ξεμπλοκαριστεί η κατάσταση. Τον Μάιο, οι ΗΠΑ αποφασίζουν να εισβάλουν στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη κατά μήκος του 17ου παραλλήλου, που ορίζει τα σύνορα μεταξύ της Λ. Δ. του Βιετνάμ και του Ν. Βιετνάμ. από τον Οκτώβριο εντείνουν τους βομβαρδισμούς στο Ανόι και στη Χαϊφόνγκ και τους επεκτείνουν μέχρι τα σύνορα με την Κίνα, προσπαθώντας να κόψουν τις οδούς ανεφοδιασμού του εχθρού. Αλλά τον Νοέμβριο, ο αριθμός των χαμένων αεροπλάνων στο Βόρειο Βιετνάμ έχει ήδη φτάσει τα 2.600.
Ο πόλεμος στο μεταξύ επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ινδοκίνα. Τα στρατεύματα των ΗΠΑ και της Σαϊγκόν παραβιάζουν όλο και πιο συχνά τα σύνορα με την Καμπότζη, όπου τον Απρίλιο ξεσπάει μία εξέγερση ενάντια στο καθεστώς του Λον Νολ και αρχίζει ο ένοπλος αγώνας στην ύπαιθρο. Στο τέλος Δεκεμβρίου, παραβιάζουν τα σύνορα του Λάος, ενώ τον Ιανουάριο κάνουν το ίδιο και οι Ν. Βιετναμέζοι.
Στη Σαϊγκόν, εν τω μεταξύ, στις 3 Σεπτεμβρίου, γίνονται εκλογές-παρωδία και κυριαρχεί το χάος. Ο Θιέου βγαίνει πρόεδρος με λιγότερο από το 1/3 των ψήφων. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης συλλαμβάνεται, αλλά η συνέχιση του πολέμου προκαλεί διαρκώς αντιθέσεις ανάμεσα στον πρέσβη των ΗΠΑ, που αντιπροσωπεύει την πραγματική κυβέρνηση, και τον πρόεδρο-μαριονέτα, που είναι μονάχα η μάσκα.
To E.A.M στη Σαϊγκόν
Και η Σαϊγκόν αποτελεί πλέον μέρος του Μετώπου: Τον Νοέμβριο, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Χάμφρεϋ στο Βιετνάμ, το προεδρικό μέγαρο χτυπιέται από πυραύλους του ΕΑΜ.
Στις 18 Νοεμβρίου, την παραμονή της 7ης επετείου της ίδρυσης του, το ΕΑΜ καταφέρνει να πραγματοποιήσει μία συγκέντρωση μέσα στο πανεπιστήμιο. Στις 14 Ιανουαρίου, μία απεργία των λιμενεργατών, των ταξιτζήδων και των ηλεκτρολόγων, κατά της σύλληψης των συνδικαλιστών ηγετών τους, παραλύει την πόλη. Αλλά είναι κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Τετ (βιετναμέζικης Πρωτοχρονιάς), μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου και της πρώτης εβδομάδας του Φεβρουαρίου, που το ΕΑΜ μπορεί να δείξει σ’ όλο τον κόσμο ότι οι Αμερικάνοι και οι μαριονέτες τους δεν έχουν πια ούτε καν τον έλεγχο της πρωτεύουσας.
Το ΕΑΜ επιτίθεται σε 53 πόλεις και βάσεις των ΗΠΑ, καταλαμβάνει το Χουέ, την αρχαία αυτοκρατορική πρωτεύουσα, όπου ορίζει μια επαναστατική επιτροπή που παίρνει όλη την εξουσία.
Οι συγκοινωνιακές αρτηρίες πέφτουν στα χέρια των δυνάμεων του Μετώπου. Στη Σαϊγκόν, η πρεσβεία των ΗΠΑ καταλαμβάνεται από το ΕΑΜ, η πόλη εξεγείρεται· πέντε περιφέρειες στις εννέα βρίσκονται στα χέρια των δυνάμεων της Απελευθέρωσης, στους δρόμους πολλαπλασιάζονται οι διαδηλώσεις, ενώ ένα κάλεσμα του Μετώπου μεταδίδεται από το ραδιόφωνο. Οι ΗΠΑ αναγκάζονται να θέσουν σε ετοιμότητα όλα τα στρατεύματα που αναπαύονταν στις διάφορες βάσεις της Νοτιοανατολικής Ασίας, να βομβαρδίσουν την περιφέρεια της Σαϊγκόν, και το κέντρο της Χολόν, της κινέζικης συνοικίας της πρωτεύουσας. Μάχονται στους δρόμους της Σαϊγκόν, ενώ η εξέγερση υφέρπει μεταξύ των νοτιοβιετναμέζικων στρατευμάτων, η έλλειψη μαχητικότητας των οποίων έχει ήδη στιγματιστεί πάμπολλες φορές από την αμερικανική στρατιωτική διοίκηση.
Το στρατιωτικό μέτωπο
Η στρατιωτική δύναμη του ΕΑΜ τώρα πια βασίζεται σ’ ένα κανονικό στρατό, κατά μεγάλο μέρος εξοπλισμένο με όπλα που αφαίρεσε απ’ τον εχθρό.
Το Μέτωπο είναι σε θέση να εξαπολύει και να κερδίζει εκστρατείες μεγάλης κλίμακας. Αυτός ο τακτικός και εθελοντικός στρατός συμπληρώνεται από σχηματισμούς αντάρτικους, διασκορπισμένους σ’ όλη τη χώρα, που υποχρεώνουν τον εχθρό να μένει κλεισμένος στα στρατόπεδά του ή να κινείται μ’ εξαιρετική σπατάλη ενέργειας και μεγάλες απώλειες. Υπάρχει και μία τοπική εθνοφρουρά, παρούσα σε κάθε χωριό, που επιβλέπει την άμυνα ή την προστασία του πληθυσμού σε περίπτωση επίθεσης.
Οι βάσεις της στρατιωτικής δύναμης του Μετώπου βρίσκονται στην ύπαιθρο, αλλά αυτό ξέρει να κινείται με μεγάλη άνεση στις πόλεις, ακόμα και στην πρωτεύουσα, καθώς υποστηρίζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.
Το Μέτωπο οργανώνει την πολιτική ζωή στις απελευθερωμένες ζώνες και παρακινεί σε ητττοπάθεια και ταξική πάλη στο εσωτερικό των γραμμών του εχθρού, μέχρι και τις ένοπλες δυνάμεις του: αν και η μαχητικότητα του στρατού-μαριονέτα δεν ήταν ποτέ υψηλή, εκείνη του αμερικάνικου στρατού υποβαθμίζεται με το πέρασμα των χρόνων. Οι αμερικάνικες περίπολοι αρνούνται να διανύσουν τις προκαθορισμένες διαδρομές και προδίδουν την παρουσία τους στον εχθρό. Αναπτύσσεται μία γενική άρνηση συμμετοχής σε πολεμικές πράξεις, που οδηγεί σε μία προοδευτική αύξηση των στρατευμάτων που αναπαύονται στα μετόπισθεν, σε σχέση με αυτά της πρώτης γραμμής. Πολλαπλασιάζονται οι φυλετικές εξεγέρσεις μέσα στον αμερικάνικο στρατό, που εξαιτίας του στρατολογικού συστήματος απαλλάσσει τους φοιτητές και προτιμά τους άνεργους εθελοντές, έχει λοιπόν ένα ποσοστό μαύρων πολύ πιο ψηλό από το ποσοστό τους στον πληθυσμό των ΗΠΑ. Αυξάνονται οι στασιασμοί και το ατομικό ή ομαδικό σαμποτάζ, και εκφράζονται με απόπειρες ενάντια στους αξιωματικούς (fragging είναι μία λέξη της αργκό που σημαίνει να γλιστρήσει μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα στη σκηνή ή στους χώρους των αξιωματικών).
Η ήττα της τεχνολογίας
Οι ΗΠΑ υποχρεώνονται να μεταφέρουν τον πόλεμο στον ουρανό: βομβαρδισμοί, ερήμωση, γενοκτονία.
Η βιετναμοποίηση, αναγγελόμενη από τον Νίξον το ’69 (δηλαδή η προοδευτική απομάκρυνση του εκστρατευτικού σώματος, που υποκαθίσταται από μία εντατικοποίηση του εναέριου πολέμου και την απόπειρα να αναδιοργανωθεί βεβιασμένα ο στρατός-μαριονέτα), θα είναι μία επιλογή αναγκαστική.
Μα από την αρχή του ο πόλεμος του Βιετνάμ είναι μία αντιπαράθεση μεταξύ της εξελιγμένης δυτικής τεχνολογίας, πίσω από την οποία βρίσκονται παραγωγικοί κύκλοι και μία παγκόσμια κατανομή εργασίας που αγκαλιάζουν όλο τον κόσμο, και μία δύναμη βασισμένη στη μαζική κινητοποίηση, στην εθελοντική συμμετοχή και στη συλλογική ευφυΐα ενός ολόκληρου λαού.
Στην επαφή τους με την πρώτη, οι παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν από τη δεύτερη πραγματοποιούν ένα άλμα αιώνων και δείχνουν την ανωτερότητα του ελεύθερου συνασπισμού των Βιετναμέζων αγροτών, ξεριζωμένων από τον τρόπο ζωής τους και αναγκασμένων να παράγουν για να αμυνθούν, απέναντι σε μία τεχνολογία παραγώμενη από την εργασία εκατομμυρίων εργατών και τεχνικών, μα βαλμένη σε κίνηση από έναν «τυφλό» μηχανισμό.
Είναι ένα μάθημα σημαντικό. Σ’ όλο τον κόσμο, η γενιά του ’68 ελευθερώνεται από μία αντίληψη που ταυτίζει την τεχνολογία με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και αυτή με τον σοσιαλισμό, μία αντίληψη, που ακριβώς, στο τέλος του ’67, επιδεικνύεται εορταστικά με την εκτόξευση από την ΕΣΣΔ ενός διαστημικού εργαστηρίου στην Αφροδίτη, για την πεντηκοστή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η «κλιμάκωση»
Όπως στην Κίνα και στην Κορέα, οι στρατιωτικές δυνάμεις του πολέμου της απελευθέρωσης του Βιετνάμ σχηματίζονται κατά τη διάρκεια της αντίστασης ενάντια στα στρατεύματα των Γιαπωνέζων και στο κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε μετά την ήττα τους.
Αλλά αντίθετα από αυτά τα δύο κράτη, η βιετναμέζικη επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε ούτε σταμάτησε κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Συνεχίστηκε για άλλα τριάντα χρόνια.
Οι συμφωνίες της Γενεύης του ’54 προβλέπουν την επανενοποίηση της χώρας και ελεύθερες εκλογές μέσα σε δύο χρόνια. Αλλά οι ΗΠΑ, που δεν υπέγραψαν τις συμφωνίες, κινητοποιήθηκαν για να εμποδίσουν την πραγματοποίησή τους.
Μέχρι το 1964, οι ΗΠΑ εξαπολύουν την επίθεση κατά του Βιετνάμ, όπως και σε πολλά άλλα κράτη του κόσμου, υπό τη μορφή ενός ειδικού πολέμου, δηλαδή με συμβούλους πολιτικούς και στρατιωτικούς, που πλαισιώνουν τον στρατό-μαριονέτα, κατά παράβαση των συμφωνιών της Γενεύης. Όμως το 1964 αντιλαμβάνονται την αποτυχία αυτής της μεθόδου: με αφορμή το «επεισόδιο του Κόλπου του Τονκίνου» (μία επίθεση των ναυτικών δυνάμεων του Ανόι εντελώς φανταστική, όπως θα δείξει το ’67 η δημοσίευση κάποιων ντοκουμέντων του Πενταγώνου), ο πρόεδρος Τζόνσον εξουσιοδοτείται από το Κογκρέσο να χρησιμοποιήσει στρατεύματα στον πόλεμο της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας: αρχίζει η κλιμάκωση, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του Β. Βιετνάμ και η απόβαση του εκστρατευτικού σώματος των ΗΠΑ στο Νότιο Βιετνάμ.
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
Το ΕAM, που ηγείται της αντίστασης, δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του ’60, με μία πολιτικοκοινωνική βάση αρκετά ευρεία. Η σπονδυλική του στήλη είναι το Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα, μαρξιστικού προσανατολισμού, διευθυνόμενο από τα στελέχη του πρώην Κ. Κ. Ινδοκίνας, μα στο Μέτωπο συμμετέχουν και άλλα κόμματα της Αριστεράς, οι εκπρόσωποι πολλών θρησκευτικών αιρέσεων, εθνικών μειοψηφιών, μαζικές οργανώσεις φτιαγμένες από τους αγρότες, τους εργάτες, τους φοιτητές, τους νέους, τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1969, το Μέτωπο θα ιδρύσει την Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση του Ν. Βιετνάμ, και έτσι θα φέρει εις πέρας την απελευθέρωση της χώρας, τον Μάη του ’75. [ ]
Το διπλωματικό μέτωπο
Εκτός από το στρατιωτικό μέτωπο, οι ηγέτες της βιετναμέζικης αντίστασης άνοιξαν και ένα τρίτο στο διπλωματικό πεδίο. Είναι ένα μέτωπο πολυσχιδές και συγκροτημένο, που διαπερνά κάθετα όλες τις δυτικές κοινωνίες. Η διπλωματική επίθεση εξελίσσεται ισόρρυθμα με την ανάπτυξη καινούργιων αντιθέσεων στο μπλοκ των εισβολέων, των διεθνών και κοινωνικών τους συμμαχιών. Και τρέφεται από τη δύναμη των μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στην ιμπεριαλιστική επίθεση.
Πριν από το ’68, ο κόσμος είναι διαιρεμένος σε μπλοκ: το πέρασμα από τον Ψυχρό Πόλεμο στη χαλάρωση και την ειρηνική συνύπαρξη που ακολουθεί τον θάνατο του Στάλιν δεν αλλάζει αυτή την κατάσταση.
Αρχίζει να την αλλάζει ο πόλεμος του Βιετνάμ. Η ΕΣΣΔ και η Κίνα υποστηρίζουν τον αγώνα του βιετναμέζικου λαού, αλλά αυτός διατηρεί την ανεξαρτησία του και επιβάλλει τις θελήσεις του τόσο στις ΗΠΑ όσο και στους συμμάχους του.
Μα πάνω απ’ όλα, η κινητοποίηση ενάντια στον πόλεμο παρασύρει τις νέες γενιές –και τις γραφειοκρατικές οργανώσεις και τις ιθύνουσες τάξεις– τόσο στα κράτη όπου το γραφειοκρατικό εργατικό κίνημα είναι ευθυγραμμισμένο με το σοβιετικό μπλοκ, όσο και σ’ εκείνα όπου αποτέλεσε ένα στήριγμα του Ψυχρού Πολέμου εναντίον του.
Είναι ένα ενιαίο μέτωπο, στην αρχή ακόμα διαταξικό, αλλά στο οποίο οι ριζοσπαστικές δυνάμεις παίρνουν σιγά-σιγά το πάνω χέρι. Πράγματι, στην κινητοποίηση για το Βιετνάμ, γεννιούνται ή συγκεντρώνουν τις πρώτες τους δυνάμεις οι οργανώσεις της νέας επαναστατικής αριστεράς.
Η κινητοποίηση στις ΗΠΑ
Στις ΗΠΑ, το κίνημα αντίστασης ενάντια στον πόλεμο αρχίζει ήδη το ’64. «We won’t go» («Δεν θέλουμε να πάμε»), είναι το σύνθημα που ρίχνει το Κίνημα της 2ας Μαΐου. Αρχίζουν οι καθιστικές διαμαρτυρίες (sit-in) και οι καταλήψεις των πανεπιστημίων. Τον Απρίλιο, γίνεται η πρώτη διαδήλωση στην Ουάσιγκτον. Η «συνέλευση του μη εκπροσωπούμενου λαού» συνάπτει ειρήνη με το Βιετνάμ. Το κίνημα αναπτύσσεται σε πάρα πολλά μέρη.
Υπάρχουν οι κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια, υπάρχουν οι μεγάλες εθνικές κινητοποιήσεις, μα παράλληλα γεννιέται ένα κίνημα των στρατιωτών φτιαγμένο αρχικά από χώρους συνάντησης που δημιουργήθηκαν γύρω από τις βάσεις της Δυτικής Ακτής, απ’ όπου ξεκινούν οι αποστολές για το Βιετνάμ. Είναι ένα κίνημα που σύντομα θα έχει τα έντυπά του και θα ιδρύσει ένα «συνδικάτο των στρατιωτών» (American serviceman union) και θα δώσει ζωή σε όχι λιγότερο αξιόπιστες ανάλογες απόπειρες σ’ άλλα πεδία, για να ξεκινήσει, από το ’64, το κίνημα απόρριψης της θητείας: λυσσαλέες μάχες μπροστά από τα στρατολογικά γραφεία και ενάντια στους στρατολόγους, που δούλευαν στο πανεπιστήμιο, καίγοντας πίνακες με τα ονόματα των κληρωτών. Η κινητοποίηση ενάντια στον πόλεμο εντείνεται παράλληλα με τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος στα πανεπιστήμια για διάφορους λόγους. ο πρώτος είναι χωρίς αμφιβολία ότι η υποχρεωτική στράτευση μετασχημάτισε το πανεπιστήμιο σ’ ένα όργανο στρατολόγησης· το να χάσεις μαθήματα σημαίνει ότι χάνεις την αναβολή και ξεκινάς για το Βιετνάμ, απ’ όπου η πιθανότητα να μη γυρίσεις αυξάνεται μέρα με την ημέρα (στο τέλος του ’67, το εκστρατευτικό σώμα των ΗΠΑ έχει απώλειες πάνω από 100 χιλιάδες άνδρες σε νεκρούς και τραυματίες) και ο δεύτερος λόγος είναι ότι το αμερικάνικο πανεπιστήμιο αποτελεί ένα κέντρο όπου η εισβολή οργανώνεται και σχεδιάζεται άμεσα.
Οι πολεμικές βιομηχανίες, σε πλήρη επέκταση, στρατολογούν τους καλύτερους φοιτητές, πριν πάρουν το πτυχίο τους, και επιβάλλουν μαθήματα και έρευνες για πολεμικούς σκοπούς. Απ’ την άλλη μεριά, μεγάλο μέρος των πολεμικών σχεδίων, όπως το σχέδιο Stanley-Taylor, που μπήκε σε εφαρμογή κατ’ αρχήν το ’65, και συνίσταται στη συγκέντρωση όλου του αγροτικού πληθυσμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να λείψει απ’ το «ψάρι» –το αντάρτικο– το «νερό» –η λαϊκή υποστήριξη– είναι άμεσο αποτέλεσμα μελετών και σεμιναρίων που διεξάγονται στο πανεπιστήμιο.
Το Vietnam day committee
Τον Απρίλιο του ’67, στη Νέα Υόρκη, μια διαδήλωση που οργανώθηκε από μία «μετριοπαθή» επιτροπή συγκεντρώνει πάνω από 250 χιλιάδες άτομα.
Στην πορεία που αρχίζει από το Σέντραλ Παρκ και κατευθύνεται στο κτήριο του OHE, μετέχει σε αυτόνομη μορφή μία επαναστατική πτέρυγα, συγκεντρωμένη γύρω απ’ τις σημαίες του ΕAM. Επικεφαλής της πορείας που, οδεύοντας, συγκεντρώνει πολλούς από αυτούς που μετέχουν στην επίσημη πορεία είναι οι νέγροι του Χάρλεμ, το γκέτο της πόλης. Απ’ τις 21 μέχρι τις 28 Οκτωβρίου κηρύσσεται σ’ όλο τον κόσμο μία εβδομάδα αγώνα ενάντια στον εισβολέα. Στην Ουάσιγκτον, βαδίζουν στο Πεντάγωνο —το υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ— πάνω από 100 χιλιάδες άτομα. Η ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος έχει τώρα πια πάρει το πάνω χέρι. οι διαδηλωτές, διαλύοντας τις μονάδες των αλεξιπτωτιστών που είχαν αναλάβει την άμυνα του κτηρίου, μπαίνουν στο προαύλιο, κάτω από τα μάτια του υπουργού που, για τριαντα έξι ώρες, παραμένει πολιορκημένος μέσα στα γραφεία του.
Αλλά διαδηλώσεις πραγματοποιούνται σ’ όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου. Κατόπιν αρχίζουν οι διαφωνίες στα υψηλά κλιμάκια.
Κρίση στις δυνάμεις της εξουσίας
Στις αρχές Οκτωβρίου, 200 βουλευτές αντιτίθενται στον Τζόνσον. τον Νοέμβριο δημοσιεύεται μία δήλωση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ υπογραμμένη από 50 χιλιάδες προσωπικότητες της Αμερικής. Στη συνέχεια παραιτείται ο ΜακΝαμάρα, ο σχεδιαστής και οργανωτής της κλιμάκωσης.
Τον Δεκέμβριο, αρχίζει η εκστρατεία ενάντια στον Τζόνσον. η εκστρατεία επικεντρώνεται στο Βιετνάμ για να εμποδίσει την επανεκλογή του, ως υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές, και η επιτυχία της είναι από την αρχή συναρπαστική. Στις 7, παραιτείται ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στον OHE. τον Ιανουάριο, αντιτίθενται στον Τζόνσον εξακόσιοι «επιχειρηματίες» που ζητούν τη διακοπή των βομβαρδισμών. υπέρ της διακοπής της επίθεσης έχει ήδη ταχθεί και το Εθνικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Τον Φεβρουάριο, ο δημοκρατικός γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι, κι αυτός στη λίστα για την προεδρική υποψηφιότητα του Δημοκρατικού Κόμματος, υποστηρίζει ότι το ΕAM πρέπει να μπει στην κυβέρνηση. Στις 22 του Μαρτίου, ο Τζόνσον υποχρεώνεται να απομακρύνει τον διοικητή του εκστρατευτικού σώματος, που ζήτησε αρχικά την χρήση ατομικών βομβών και κατόπιν την αποστολή ακόμα 206 χιλιάδων ανδρών στο Βιετνάμ.
Μετά από τόσες αποστασίες, στο τέλος του μήνα ο Τζόνσον πείθεται να μην υποβάλει υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Είναι μία δήλωση ήττας όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά για ολόκληρο το κατεστημένο: η βιετναμέζικη αντίσταση καθαίρεσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Στις 6 Απριλίου, ο Τζόνσον υποχρεώνεται να δεχθεί τις διαπραγματεύσεις. Κάποια δυσκολία υπάρχει στο να οριστεί η έδρα των διαπραγματεύσεων, όμως στο τέλος διαλέγουν το Παρίσι
Στις 13 του Μάη ’68, πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση μεταξύ του βιετναμέζικου επιτετραμμένου και του πρεσβευτή των ΗΠΑ, ενώ η γαλλική πρωτεύουσα φωτίζεται από τις φλόγες της φοιτητικής εξέγερσης.
Το τέλος της επέκτασης
Τα κονδύλια χρηματοδότησης του πολέμου στο Βιετνάμ έχουν τώρα πια φτάσει τα 13 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούν τα 80. Αυτές βρίσκονται κατά ένα μεγάλο μέρος στη ρίζα του ελλείμματος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, αποτελώντας έτσι αιτία πληθωρισμού στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Βαραίνουν πάνω από 7 δισεκατομμύρια στο ισοζύγιο πληρωμών της Αμερικής και μ’ αυτόν τον τρόπο μεταβάλλονται σε αιτία πληθωρισμού για όλο τον κόσμο.
Υπό την ώθηση της κλιμάκωσης, και μιας επεκτατικής πολιτικής βασισμένης κυρίως στη μείωση των ομοσπονδιακών φόρων, η αμερικάνικη οικονομία επεξέτεινε τη διάρκεια μίας περιόδου ιδιαίτερα ανθηρής σε όλο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘60.
Λίγες μέρες πριν αρχίσουν διαπραγματεύσεις με το Ανόι, οι ΗΠΑ θα έχουν να αντιμετωπίσουν έναν πυρετό χρυσού σε όλες τις διεθνείς αγορές. Αυτό σηματοδοτεί την αρχή της κρίσης της αδιαφιλονίκητης ηγεμονίας του δολαρίου, θέση που κατείχε το δολάριο καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Η νομισματική κρίση υποχρεώνει τον Τζόνσον ν’ αλλάξει πορεία και να εγκαταλείψει την επεκτατική και πληθωριστική πολιτική, που από το ’63 χαρακτηρίζει τα χρόνια της προεδρίας του. η ιδεολογία της «μεγάλης κοινωνίας», δηλαδή μίας απεριόριστης οικονομικής επέκτασης, και το ίδιο το πρόγραμμα του «πολέμου ενάντια στη φτώχεια», που θα έπρεπε να αρχίσει να υλοποιείται, μπαίνουν στο χρονοντούλαπο.
Ακριβώς στις παραμονές των προεδρικών εκλογών, εγκαινιάζει μία αντιπληθωριστική πολιτική που θα ακολουθηθεί και από τον Νίξον στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του.
Κάτω από τα χτυπήματα της βιετναμέζικης αντίστασης και από τα μαζικά κινήματα που αυτή προκαλεί ή φέρνει στο προσκήνιο, η μεγάλη μεταπολεμική επέκταση τελειώνει. Αρχίζει η κρίση.
η αμερικάνικη κρίση
Η μαύρη εξέγερση του Απρίλη
Όταν ο Τζόνσον πείθεται να δεχθεί συνομιλίες με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ, η κατάστασή του είναι δραματική. Υποχρεώνεται να ακυρώσει ένα ταξίδι στη Χονολουλού, όπου θα έπρεπε να συναντήσει τις μαριονέτες του Βιετνάμ, και δεν μπορεί να εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, όπου ζει κατά κάποιον τρόπο σε κατάσταση πολιορκίας.
Η εθνική φρουρά κινητοποιείται και η Ουάσιγκτον φρουρείται από τον στρατό. Βρίσκεται μπρος σε μία εξέγερση των μαύρων που, πριν σβήσει, έχει εκδηλωθεί σε 130 πόλεις. Και ολοκληρώνεται με έναν απολογισμό που αριθμεί τουλάχιστον 30 νεκρούς, 2.200 τραυματίες και 5.000 συλλήψεις.
Στις 4 Απριλίου, δολοφονείται ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ηγέτης του μαύρου κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα: οργάνωνε μία πορεία των φτωχών στην Ουάσιγκτον, για να ζητήσει από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση τους λογαριασμούς του λεγόμενου «πολέμου κατά της φτώχειας» που αποτελούσε τη βάση του προγράμματος με το οποίο ο Τζόνσον επανεκλέχτηκε στην προεδρία τέσσερα χρόνια πριν.
Στις 5 Απριλίου, η εξέγερση έχει ήδη παρασύρει το Μέμφις, τόπο της δολοφονίας, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσιγκτον, το Ντιτρόιτ και το Σικάγο. Την επόμενη μέρα, η Ουάσιγκτον έχει την όψη μίας ερημωμένης πόλης. οι εμπρησμοί και οι λεηλασίες πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται στις συνοικίες των λευκών. Οι πυροσβέστες που γυρίζουν στην πόλη γίνονται ο στόχος των ελεύθερων σκοπευτών. Στο Σικάγο, η τήρηση της δημόσιας τάξης ανατίθεται απ’ ευθείας στον στρατό. Στη χήρα του Κίνγκ, που καλεί τους μαύρους να αποκηρύξουν τη βία για να εκδικηθούν τον σύζυγό της, απαντούν οι ηγέτες της «Μαύρης Εξουσίας» με μία επίκληση σε αγώνα χωρίς οίκτο. Η εξέγερση του Απριλίου δεν είναι παρά η τελευταία, χρονολογικά, μίας σειράς εξεγέρσεων που, ξεκινώντας από το ’64 —Χάρλεμ, Νέα Υόρκη—, και το’65 —στο Γουάτς Λος Άντζελες—, φτάνουν μεν στο αποκορύφωμά τους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ’67, διαπερνούν όμως όλο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60.
Από τη μη βία στην εξέγερση
Μ’ αυτές τις εξεγέρσεις, το κίνημα των μαύρων, γεννημένο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στις πολιτείες του Νότου με τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα, μεταφέρεται στις πόλεις και τα γκέτο των μαύρων στις πολιτείες του Βορρά και πραγματοποιεί ένα αποφασιστικό ποιοτικό άλμα.
Την ιδεολογία και την πρακτική της μη βίας, στην οποία εκφράζεται η επίγνωση της δυσαναλογίας ανάμεσα στην υπέρογκη δύναμη του κράτους και εκείνη του κινήματος που αριθμούσε λίγες χιλιάδες οπαδών και λίγες εκατοντάδες στελεχών, διαδέχεται μία πρακτική της μαζικής βίας που περνά διά πυρός και σιδήρου τις αμερικανικές πόλεις και στην οποία εκφράζεται η συνείδηση μίας καινούργιας δύναμης, που ούτε η κοινωνία ούτε το κράτος μπορούν πια να ελέγξουν.
[ ] Πρωταγωνιστές αυτών των εξεγέρσεων είναι κατά μεγάλο ποσοστό εργάτες (της βαριάς βιομηχανίας, όπως στο Ντιτρόιτ, που αποτελούν πια την πλειοψηφία των εργαζομένων στη συναρμολόγηση των βιομηχανιών ή στο «διάχυτο εργοστάσιο»), εργαζόμενοι των υπηρεσιών, εργαζόμενοι ευκαιριακά, άνεργοι.[ ]
Γεννιέται στην Καλιφόρνια το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων και στο Ντιτρόιτ ο αυτόνομος συνδικαλισμός των μαύρων. Μα δεν θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν και να οργανώσουν τίποτα άλλο παρά την επιφάνεια του κινήματος. Η δυσαναλογία ανάμεσα στην έκταση και τη δύναμη του υπόγειου κοινωνικού κινήματος και τη οργανωμένη έκφραση του, πράγμα που είναι κοινό σε όλα τα αμερικανικά μαζικά κινήματα αυτής της περιόδου, καταδικάζει αυτές τις πρωτοβουλίες, τις μετασχηματίζει σε λίγο χρόνο, όπως στην περίπτωση των Μαύρων Πανθήρων, σε παρωδία του εαυτού τους. Και τις εκθέτει με την άνοδο στην εξουσία του Νίξον, σε μία ανηλεή καταστολή που επισπεύδει το τέλος τους.
Ο πολλαπλασιασμός των μετώπων πάλης
Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα άλλωστε όχι μόνο δεν πέθανε με το ξεκίνημα των εξεγέρσεων στις Πολιτείες του Βορρά, μα συνεχίζει να αποτελεί μία απειλή για τις κυρίαρχες τάξεις των ΗΠΑ. Η πορεία που οργανώθηκε από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δεν είναι μία απλή κινητοποίηση για την ισονομία με τους λευκούς. Είναι μία διαδήλωση υπεράσπισης του εισοδήματος των ανέργων. Φτάνει στην Ουάσιγκτον τον Μάη του ’68 και βρίσκει τη Βουλή να είναι απασχολημένη με την ψήφιση ενός νομοσχεδίου που περικόπτει 100 εκατομμύρια δολάρια από τα προγράμματα του «πολέμου κατά της φτώχειας». Και η κυβέρνηση εξαπολύει την αστυνομία ενάντια στην «Πόλη της Ανάστασης», την κατασκήνωση του κινήματος, που κάποτε είχε αποτελέσει την εκλογική της βάση μέσα στον μαύρο πληθυσμό.
Σχεδόν ένα μήνα πριν, η εξέγερση των κρατουμένων αποτέλεσε την έναρξη του αγώνα μέσα στις φυλακές. Και μερικές εβδομάδες αργότερα, ο αγώνας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης σηματοδοτεί την κορύφωση του φοιτητικού κινήματος.
Στις αρχές του καλοκαιριού του ’68, μία απεργία των ναυτικών μπλοκάρει για μερικές εβδομάδες τις εμπορικές μεταφορές και αποτελεί την αφετηρία ενός κύματος εργατικών αγώνων που θα κορυφωθούν το ’70, στην παρατεταμένη απεργία των εργατών της General Electric, με την οποία θα πρέπει να αναμετρηθεί ο Νίξον στα πρώτα χρόνια της προεδρίας του.
Το ‘69, ο Νίξον καταφέρνει ακόμα να κινητοποιεί τους οικοδόμους, ένα κομμάτι ισχυρό –δηλαδή προστατευμένο– του αμερικανικού συνδικαλισμού, ενάντια στους φοιτητές που διαδηλώνουν για το Βιετνάμ. Ένα χρόνο μετά, όταν τα πλήγματα της αναδιάρθρωσης της οικοδομής θα αρχίσουν να γίνονται αισθητά, θα τους βρει ενάντιους, στην πρώτη γραμμή του αγώνα.
Το “movement”
Το πολύμορφο σύνολο αυτών των μετώπων αγώνα δίνουν δύναμη και συμβάλλουν σ’ αυτόν τον πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό ωκεανό που είναι το αμερικάνικο «movement».
Αυτό γεννιέται και ζει κύρια σαν φαινόμενο γενιάς με τη μορφή της beat generation, στη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του εξήντα, του κινήματος των χίπηδων στο δεύτερο μισό, της πολλαπλότητας των κινημάτων επανανακάλυψης του σώματος, της φύσης, της συνείδησης, στα οποία θα κομματιαστεί η πολιτική ταυτότητα της νέας Αριστεράς, στη διάρκεια της δεκαετίας του εβδομήντα.
Πρόκειται ευθύς εξαρχής για έναν «πολιτισμό της διαφορετικότητας»: στη μουσική, στη λογοτεχνία, στις ψυχεδελικές εμπειρίες, στη μελέτη των ανατολικών πολιτισμών, της ίδιας της μη επίσημης παράδοσης του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, με την οποία συνδέεται ιδεολογικά η underground κουλτούρα, βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση αυτού που θα της επιτρέψει να ξεκόψει από την ταύτιση με την «αμερικανική» ιστορία, κοινωνία και εξουσία. [ ]
Το movement είναι ένα φαινόμενο κοινωνικό. γεννιέται από την περιθωριοποίηση, μα πάνω απ’ όλα την απόρριψη μίας σταθερής αναφοράς στην παραγωγική διαδικασία και το πολιτικό σύστημα.
Ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού, κατά κύριο λόγο νέοι, δέχεται συνειδητά αυτή την περιθωριοποίηση σαν μορφή της ύπαρξής του, βάση της δύναμής του στον αγώνα.
Τέλος, αυτό είναι και ένα πολιτικό φαινόμενο, δηλαδή ένα κίνημα αγώνα για την εξουσία. Μ’ αυτή την μορφή οργανώνεται, στα χρόνια ανάμεσα στη δεκαετία του ’60 και του ’70, η πρωτότυπη εμπειρία της αμερικάνικης Νέας Αριστεράς.
Από τον βιομηχανικό συνδικαλισμό στο “movement”
Η ριζοσπαστική Αριστερά που σχηματίζεται στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του ’30 έχει μία υποχρεωτική αναφορά στη γέννηση και την ανάπτυξη του συνδικαλισμού σε βιομηχανική βάση, που θα δώσει ζωή στην CIO (Ομοσπονδία των Βιομηχανικών Εργατών), που διαχωρίζεται και αντιτίθεται στον παλιό επαγγελματικό συνδικαλισμό της ΑFL (Αμερικάνικη Συνομοσπονδία της Εργασίας), η οποία από την αρχή του αιώνα λειτουργεί σαν στοιχείο παράλυσης της εργατικής πρωτοβουλίας. Η μοίρα αυτής της Αριστεράς ακολουθεί εκείνη του αμερικάνικου συνδικαλισμού.
Η αυτονομία του χάνεται οριστικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με την εθνική ενότητα που πραγματοποιείται γύρω από την πολεμική κινητοποίηση: η κομμουνιστική του πτέρυγα, μα πάνω απ’ όλα το εργατικό του κομμάτι, εξαφανίζονται εντελώς από τον Μακαρθισμό και από το κυνήγι των μαγισσών που κυριαρχεί με τον Ψυχρό Πόλεμο και έχει τη συνδικαλιστική Αριστερά ως τον κυριότερο στόχο του. Τα άλλα κομμάτια, με την ενοποίηση της ΑFL με την CIO, ακολουθούν το συνδικάτο σε ένα δρόμο που το μεταβάλλει σε στήριγμα του καθεστώτος, τόσο των αντικομμουνιστικών εκστρατειών του,όσο και της «προγραμματισμένης διαχείρισης» της οικονομίας.
Το κίνημα που γεννιέται μετά από πάνω από 10 χρόνια πλήρους πολιτικής και πολιτιστικής στασιμότητας και από το οποίο θα αναπτυχθεί, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, η Νέα Αριστερά, είναι ευθύς εξαρχής ξένο προς το συνδικαλιστικό κίνημα, και ριζώνει σ’ εκείνους τους τομείς της καινούργιας κοινωνικής σύνθεσης όπου η επίδραση και ο έλεγχος των συνδικάτων δεν καταφέρνει να φτάσει.
Η αμερικάνικη Νέα Αριστερά
Τα προβλήματα που η αμερικάνικη Νέα Αριστερά προσπαθεί να αντιμετωπίσει είναι πάνω απ’ όλα εκείνα μίας οργανωτικής διάρθρωσης, κατάλληλης να εκφράσει την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κοινωνικής σύνθεσης του κινήματος, του οποίου η κινητοποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον σεβασμό της αυτονομίας και ιδιαιτερότητας του κάθε τομέα. [ ]
Είναι η επιλογή μίας ριζικής ρήξης με την παράδοση της Αριστεράς και του επίσημου εργατικού κινήματος και, ταυτόχρονα, η απόρριψη της προοπτικής μίας απελευθέρωσης που προβάλλεται αποκλειστικά στο μέλλον: η πολιτική πράξη της Νέας Αριστεράς διεκδικεί τον πειραματικό της χαρακτήρα με την επιμονή στις αλλαγές των συσχετισμών δυνάμεων που μπορούν να επιτευχθούν αμέσως, «εδώ και τώρα». Επειδή ο στόχος της είναι πάνω απ’ όλα η κινητοποίηση ενάντια στον πόλεμο, μετά τη νίκη σ’ αυτό το πρώτο σημείο, δεν θα μείνει σχεδόν ούτε ίχνος από τη Νέα Αριστερά. Μα ήδη το ’69, με το συνέδριο του SDS (Σπουδαστές για μία Δημοκρατική Κοινωνία), το κύριο όργανο συγκεντροποίησης του κινήματος διαλύεται. Μεταξύ των γυναικών κυριαρχεί ο φεμινιστικός διαχωρισμός. Μέσα στην οργάνωση, μία πτέρυγα παίρνει τον δρόμο της τρομοκρατίας (οι Weathermen), μία άλλη πτέρυγα εκείνη του λενινιστικού κόμματος (το PLP, Προοδευτικό Κόμμα Εργασίας), οι άλλοι κομματιάζονται σε τοπικές δραστηριότητες.
Η κατάληψη του Πανεπιστημίου Κολούμπια
Για όλα τα χρόνια μεταξύ του ’64 και το ’72, οι φοιτητές είναι εκ των πραγμάτων ο τομέας της κοινωνίας που κινητοποιείται περισσότερο ενάντια στον πόλεμο. Αλλά στις ΗΠΑ, όπως σχεδόν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, το ’68 γεννιέται ένα φοιτητικό κίνημα που βλέπει τον αγώνα ενάντια στο σύστημα και τον ρόλο της εκπαίδευσης σαν το κύριο πεδίο δράσης του. [ ] Ο αγώνας ενάντια στο πανεπιστήμιο ξεσπάει στις ΗΠΑ στο τέλος Ιουνίου του ’68 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Μα ήδη, ένα χρόνο πριν, είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μία ολοκληρωτική αναθεώρηση της θέσης του φοιτητή.
«Πρέπει να πάψουμε να ζητάμε συγγνώμη που είμαστε φοιτητές», γράφει ένας εκπρόσωπος του SDS, τον Φλεβάρη του ’67, «οι φοιτητές προετοιμάζονται να γίνουν η καινούργια εργατική τάξη και τα πανεπιστήμια, σαν εργοστάσια, είναι οι θεσμοί που τους ετοιμάζουν για τα γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής του καπιταλισμού των μεγάλων εταιρειών.Οι φοιτητές είναι μία ομάδα κλειδί στη διαμόρφωση των παραγωγικών δυνάμεων αυτού του υπερτεχνολογικού καπιταλισμού. Κανένα άτομο, καμία τάξη δεν μετέχει ενεργά σε ένα επαναστατικό κίνημα, αν ο αγώνας τους δεν είναι αγώνας για τη δική τους απελευθέρωση».
Στις αναλύσεις που κάνουν οι άμεσοι πρωταγωνιστές, η αναταραχή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια –που διήρκεσε πάνω από δύο μήνες– ενοποιεί την πάλη ενάντια στον πόλεμο και τη στρατοκρατία, δηλαδή τα κέντρα προγραμματισμού και κατάταξης στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, και εκείνη ενάντια στον ρατσισμό, που προωθείται κύρια από τους έγχρωμους φοιτητές, με την ολοκληρωτική απόρριψη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, έκφραση του οποίου είναι τα προγράμματα σπουδών του πανεπιστημίου με τον αγώνα ενάντια στο ακαδημαϊκό σώμα, που ενωμένο αντιτίθεται στους φοιτητές και καταγγέλλεται από αυτούς σαν όργανο πολιτιστικής χειραγώγησης του συστήματος.
Στην άλλη άκρη της χώρας, το κέντρο του αγώνα, ξεκινώντας από το φθινόπωρο του ‘68 και για όλο τον επόμενο χρόνο, είναι το Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. στο εσωτερικό του, η ηγεμονία ανήκει στους μαύρους φοιτητές του TWLF (Μέτωπο Απελευθέρωσης του Τρίτου Κόσμου). Κατά τη διάρκεια της διετίας ’68- ’69, οι μαύροι φοιτητές είναι ένα από τα πιο δραστήρια κομμάτια στους αγώνες στα Πανεπιστήμια. Η δράση τους κορυφώνεται με την ένοπλη κατάληψη του Πανεπιστημίου Κορνέλ, που έγινε για να διεκδικήσουν την κατάργηση κάθε διάκρισης μεταξύ λευκών και μαύρων, είτε διδασκόντων είτε φοιτητών, το άνοιγμα καινούργιων τμημάτων για τη μελέτη του πολιτισμού και της ιστορίας των μαύρων, την επέκταση των παροχών και των υποτροφιών για τους έγχρωμους φοιτητές και τη δημιουργία κολεγίων μόνο για μαύρους.[ ]
Η επανενσωμάτωση του κινήματος
Η σκληρότερη σύγκρουση που αντιμετωπίζει το αμερικανικό κίνημα διεξάγεται στο τέλος του Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της σύγκλισης του Συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος που θα ορίσει υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές. Μία μειοψηφία 600 αντιπροσώπων, που υποστηρίζουν τον γερουσιαστή Μακκάρθι, υποστηρίζεται έξω από το κτήριο από χιλιάδες φοιτητές, ενάντια στους οποίους η αστυνομία εξαπολύει για τρεις μέρες μία μανιασμένη επίθεση ρίχνοντας χιλιάδες πυροβολισμούς, με τις κάμερες της τηλεόρασης να μεταδίδουν τις συγκρούσεις σε απευθείας σύνδεση. Το κίνημα θα πληρώσει με πάνω από 500 συλλήψεις και με μία δίκη των ηγετών του, που πέρασε στην ιστορία για τον αριθμό των παρανομιών που έκαναν οι δικαστές, την απόπειρά του να «ανακατευτεί» στις υποθέσεις του πολιτικού συστήματος. [ ]
Οι φοιτητές που ανακαταλαμβάνουν τα Πανεπιστήμια ενάντια στην εισβολή στην Καμπότζη καταστέλλονται αιματηρά. Στα γκέτο των μαύρων, η βίαιη καταστολή των επαναστατικών οργανώσεων συνοδεύεται από μία πολιτική «ανοίγματος», που μεταβιβάζει σε μία έγχρωμη ελίτ τη διαχείριση των δημόσιων παροχών και ένα μέρος της τοπικής εξουσίας
Όμως ο Νίξον δεν διέθετε τα πολιτικά εργαλεία για να διαχειριστεί μέσα στην κοινωνία την εξουσία που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του. Θα βρεθεί ο αντικαταστάτης του: Ο Κάρτερ και το Δημοκρατικό Κόμμα, που με τη σύντομη εκλογική περιπέτεια του Μακ Γκόβερν (1972) κληρονομεί και συλλέγει τις ζωντανές δυνάμεις του movement εντάσσοντάς τες στη διοίκηση του πανεπιστημίου, στους μηχανισμούς του συνδικαλισμού, της πληροφόρησης, της τοπικής διοίκησης, των κοινωνικών παροχών, στα σχολεία και στην κυβέρνηση.
Verbalism ονομάζεται στις ΗΠΑ η ικανότητα «να διαμεσολαβείς με τον λόγο», ειδικότητα που οι πρωταγωνιστές των αγώνων της δεκαετίας του ‘60 κατέκτησαν μέσα στο movement και με την οποία σήμερα διαχειρίζονται την κοινωνική εξουσία μέσα στους θεσμούς.
«To movement; Είναι σε θαυμάσια φόρμα, στον Λευκό Οίκο. Πολλοί από αυτούς που πήραν μέρος, ουρλιάζοντας σε κείνες τις φοβερές φοιτητικές διαδηλώσεις, ωρίμασαν και κάθονται στα γραφεία του Λευκού Οίκου. Στα πιο χαμηλά επίπεδα, στην τρίτη βαθμίδα, στη γραφειοκρατία».
(Allen Ginsberg, συνέντευξη το Φεβρουάριο του ’78)
Η πολιτιστική επανάσταση
Η πολιτιστική μάχη
Όταν φτάνει στο ζενίθ της η Πολιτιστική Επανάσταση, τον Αύγουστο του ‘67, μπαίνει στον τρίτο χρόνο της ζωής της και έχει πια περάσει τρεις φάσεις.
Μεταξύ της 10ης Νοέμβρη του ’65, επίσημη ημερομηνία έναρξής της, και του Μάη του ’66, η Πολιτιστική Επανάσταση έχει τον χαρακτήρα μιας πολιτιστικής μάχης. Η τέχνη και η επίσημη λογοτεχνία είναι οι κύριοι στόχοι αυτής της φάσης, γιατί σ’ αυτές εκφράζεται η άποψη του καθεστώτος στην αμεσότητα και τη συνολικότητά της: δηλαδή σε μία μορφή πιο κοντινή στην καθημερινή ζωή και πιο εύκολο να εκλαϊκευτεί, από εκείνη που μπορεί να κριτικαριστεί με την κωδικοποιημένη γλώσσα της πολιτικής.
Από την έναρξή της, η Πολιτιστική Επανάσταση παρουσιάζει μία ριζοσπαστικότητα άγνωστη στις προηγούμενες μορφές της πολιτικής πάλης. Αλλά από πολλές απόψεις παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με την κριτική της καθημερινότητας που προηγείται και συνοδεύει στη Δύση τη γέννηση της Νέας Επαναστατικής Αριστεράς.
Το φοιτητικό κίνημα
Μεταξύ της άνοιξης και του φθινοπώρου του ’66, η Πολιτιστική Επανάσταση αναπτύσσεται σαν μαζικό κίνημα φοιτητών και διδασκόντων μέσα στο πανεπιστήμιο. Η κριτική της «ρεβιζιονιστικής» ιδεολογίας εκφράζεται με μία επίθεση ενάντια σε μερικά κέντρα εξουσίας, αλλά πάνω απ’ όλα στην κουλτούρα και τις ακαδημαϊκές δομές, ιδωμένες σαν όργανο διαιώνισης και νομιμοποίησης των ταξικών διαχωρισμών, της αστικής κοινωνίας, των μορφών κυριαρχίας της: «Ότι το κίνημα αναπτύσσεται πρώτα μεταξύ των διανοουμένων και της φοιτητικής νεολαίας», θα πει ο Mάo, «είναι ένας νόμος της επανάστασης».
Το γεγονός είναι ότι η ανάπτυξη της μαζικής εκπαίδευσης μέσα στους διαχωρισμένους θεσμούς του πανεπιστημίου και του σχολείου αποτελεί την πηγή και τη νομιμοποίηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, του διαχωρισμού μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ διευθυντικής εξουσίας και εκτελεστικής εργασίας.
Μέσα από τον διαχωρισμένο χαρακτήρα της εκπαίδευσης συνεχίζεται και ανασυγκροτείται η ταξική κυριαρχία και επομένως σε αυτή φωλιάζει ένας από τους κυριότερους προμαχώνες της δύναμης των συντηρητικών και αντιδραστικών, δηλαδή εκείνων που διαλέγουν «τον καπιταλιστικό δρόμο».
Και τέλος, σ’ αυτόν τον διαχωρισμό –κι αυτή είναι η πρώτη καινοτομία της κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης– βρίσκεται ένα από τα κυριότερα σημεία ταύτισης της δυτικής κοινωνίας με τη σοβιετική, που μας επιτρέπουν να υπαγάγουμε σε μία και μοναδική κατηγορία, εκείνη του «καπιταλιστικού δρόμου», δύο κοινωνικά συστήματα που αυτοπαρουσιάζονται σαν τόσο διαφορετικά και αντίθετα.
Το ξεπέρασμα αυτού του διαχωρισμού της εκπαίδευσης, και μαζί της θεσμικής απομόνωσής της, γίνεται ο υποχρεωτικός στόχος του κινέζικου φοιτητικού κινήματος. Αυτό εκδηλώνεται, όπως θα συμβεί κατόπιν με όλα τα δυτικά φοιτητικά κινήματα, με τη γενίκευση του κινήματος σε όλες τις σχολές κατ’ αρχάς. Και την αναζήτηση μίας επανασύνδεσης με την εργατική τάξη και τους αγρότες στη συνέχεια.
Η κόκκινη φρουρά
Μεταξύ Ιούνη και Ιούλη του ’66, η συντηρητική πτέρυγα του Kινέζικου Kομμουνιστικού Kόμματος, που ελέγχει το γενικό επιτελείο της Πολιτιστικής Eπανάστασης, προσπαθεί να περιορίσει το κίνημα στα όρια μίας πολιτιστικής και ιδεολογικής πάλης, καθώς και να τη μετατρέψει σε μία ακαδημαϊκή διένεξη. Για να πετύχει αυτό τον στόχο της, με μία τυπική πολιτική που μπορούμε να την ονομάσουμε πολιτική των «αντίθετων άκρων», χτυπάει στο σωρό: ταυτίζει αμφισβητίες φοιτητές και διδάσκοντες με συντηρητικούς και αντιδραστικούς ακαδημαϊκούς, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό κριτήριο την αντιπολίτευσή τους στις επίσημες απόψεις του κόμματος και των «ομάδων εργασίας», μέσα από τις οποίες οργανώθηκε η επέμβαση του κόμματος στα πανεπιστήμια.
Όμως, στις 8 Αυγούστου, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ κριτικάρει αυτή την πολιτική με την απόφαση των 16 σημείων, που θα γίνει το επίσημο μανιφέστο της Πολιτιστικής Επανάστασης. Η καταδίκη των παλινορθωτικών αποπειρών δίνει καινούργια ώθηση στις επαναστατικές δυνάμεις που πριν εμποδίζονταν.
Το κίνημα γίνεται επίσημο, οργανώνει την «κόκκινη φρουρά» και ακολουθεί δύο παράλληλους δρόμους για να βγει από το σχολείο και το πανεπιστήμιο: ο πρώτος είναι εκείνος των μεγάλων κινητοποιήσεων στους δρόμους και τις πλατείες και των πανεθνικών συγκεντρώσεων στο Πεκίνο, που ενοποιούν και ομογενοποιούν το κίνημα της πολιτιστικής αμφισβήτησης της παράδοσης και των υπολειμμάτων του παρελθόντος, που φέρνει τους πρωταγωνιστές του κινήματος στο κέντρο της γενικής προσοχής και δίνει σε αυτούς το βάρος και τη φήμη μίας ανανεωτικής δύναμης.
Από τα πανεπιστήμια στα εργοστάσια
Ο δεύτερος δρόμος είναι εκείνος των ομάδων προπαγάνδας μέσα στα εργοστάσια και τα χωράφια, τα ταξίδια σε όλη τη χώρα, που διανθίζονται από αναρίθμητες συγκεντρώσεις και ομιλίες, δημόσιες συνελεύσεις, μοίρασμα προκηρύξεων, ενώ κλείνουν γι’ αυτό το χρόνο τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και η κόκκινη φρουρά, για όλο το δεύτερο μισό της χρονιάς, ασχολείται με τα παραπάνω. Οι φοιτητές με εργατική και αγροτική καταγωγή αποτελούν την αιχμή του κινήματος. Οι φοιτητές παιδιά των στελεχών του κόμματος και των αστών δεν γίνονται καν δεκτοί.
Σιγά-σιγά, καθώς το κίνημα επεκτείνεται, συγκεντρώνει έναν αυξανόμενο αριθμό νέων, όχι πάντα φοιτητών, αλλά, ακόμα και όταν περνάει στα εργοστάσια, το κίνημα των κόκκινων φρουρών μένει ουσιαστικά ένα κίνημα εξωτερικό σε αυτά.
Η κινητοποίηση των εργατών δεν πραγματοποιείται μέσω της επέκτασης της κόκκινης φρουράς, αλλά με τη μορφή ενός καινούργιου κινήματος, εκείνου των «εξεγερμένων»: ένα όνομα που λέει πολλά για τον τρόπο της δημιουργίας του. Οι εργάτες δεν συμμετέχουν στην Πολιτιστική Επανάσταση, ούτε αμέσως ούτε εν σώματι, αλλά μονάχα υπερπηδώντας αντιστάσεις πολύ ισχυρές.
Η πορεία της κόκκινης φρουράς από τα πανεπιστήμια στα εργοστάσια δεν είναι γραμμική. Προπαντός, πέρα από τον ενιαίο χαρακτήρα που δείχνει σαν κοινωνικό κίνημα, είναι χωρισμένη σε διάφορες πτέρυγες.
Οι αντιστάσεις των συνδικάτων
Κατά δεύτερο λόγο, η είσοδος των ομάδων προπαγάνδας των κόκκινων φρουρών στα εργοστάσια συναντά την αντιπολίτευση –άλλοτε ξεκάθαρη, άλλοτε καλυμμένη– του παλιού μηχανισμού εξουσίας, κύρια στα συνδικάτα πάνω στα οποία η συντηρητική πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος διατηρεί έναν ισχυρό έλεγχο.
Η προσπάθεια να διαχωριστούν οι φοιτητές από τους εργάτες τρέφεται από δυσπιστία και ελέγχους από τα πάνω, όσον αφορά την εκλογή των μελών των καινούργιων εργοστασιακών επιτροπών των εργοστασίων, που προβλεπόταν από τη διακήρυξη της 8ης Αυγούστου.
Απ’ αυτή την αντίσταση –κύρια συνδικαλιστική– δημιουργείται η εικόνα μίας αντιπολίτευσης των εργατών απέναντι στην Πολιτιστική Επανάσταση (και του Λιου Σαο-Σι, υποστηρικτή του «καπιταλιστικού δρόμου» που έχει πια εκθρονιστεί αλλά εξακολουθεί να έχει επιρροή), μια και το συνδικάτο εκπροσωπεί την εργατική τάξη. Αλλά, η ανάπτυξη της Πολιτιστικής Επανάστασης που μπήκε στα εργοστάσια με το κίνημα των εξεγερμένων, θα συντρίψει μαζί με τα συνδικάτα (των οποίων θα επιβάλει τη διάλυση) όλες τις αντιστάσεις.
Πρόκειται για μία δεύτερη βασική αναλογία με τα εμπόδια που θα παρεμβληθούν μεταξύ των αυτόνομων αγώνων και ενάντια στη σύνδεση εργατών και φοιτητών σε πολλά δυτικά κράτη, μετά το ’68. Όπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, έτσι και τα συνδικάτα είναι ένα όργανο διαίρεσης και συνέχισης του κοινωνικού ελέγχου: ένα ακόμα σημείο που συνδέει αυτούς που διαλέγουν τον «καπιταλιστικό δρόμο» με τη δομή της εξουσίας που, διά μέσου των συνδικάτων, εξασκείται τόσο στην καπιταλιστική Δύση, όσο και στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ, πέρα από τις λειτουργίες των συνδικάτων που για τους μεν είναι «διαπραγματευτικές» και για τους άλλους «διδακτικές».
Μέσω των συνδικάτων, και στην Κίνα, γίνεται η διαχείριση μίας οργάνωσης της εργασίας, βασισμένης στα υλικά κίνητρα, τις μισθολογικές διαφορές, τον διαχωρισμό μεταξύ τεχνικών και εργατών, τον διαχωρισμό μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, την ιεραρχία μέσα στο εργοστάσιο.
Σε αντίθεση με όλα αυτά, αναπτύσσεται το κίνημα των εξεγερμένων στις κινέζικες φάμπρικες· και ενεργοποιώντας μερικά απ’ αυτά ως μέσα, κύρια τις μισθολογικές διαφορές, οι υπεύθυνοι που έχουν πάρει τον «καπιταλιστικό δρόμο» δοκιμάζουν αρχικά να διαιρέσουν και να μπλοκάρουν την ανάπτυξη του κινήματος.
Πριν θέσουν το πρόβλημα της εξουσίας σε διοικητικό και γενικό πολιτικό επίπεδο, οι εργάτες πρέπει να ηγεμονεύσουν στο εργοστάσιο. «Η πολιτική στο πόστο της διοίκησης» είναι ένα σύνθημα με το οποίο γίνεται η επίθεση σε ένα μοντέλο διαχείρισης που εναποθέτει όλη την εξουσία στους τεχνικούς.
Ο δεσμός που σταθεροποιεί το σοβιετικό μοντέλο διοίκησης με τον διαχωρισμό του σχολείου και του πανεπιστημίου ως τόπου εκπαίδευσης των τεχνικών, ανατρέπεται με την ενοποίηση του αγώνα των φοιτητών ενάντια στην ακαδημαϊκή διδασκαλία και την επίθεση των εργατών κατά της ιεραρχικής οργάνωσης στο εσωτερικό του εργοστασίου.
Μία ανάλογη διαδικασία συνοδεύει την πορεία των φοιτητών στην ύπαιθρο.
Αυτή επαναβεβαιώνει, διά μέσου μιας διαδικασίας αποκέντρωσης της γνώσης, μία κεφαλαιώδη αρχή της μαοϊκής κριτικής στο σοβιετικό μοντέλο: η απόρριψη της υποταγής της κοινωνίας στην ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, η απόφαση να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις διά μέσου της χειραφέτησης των αγροτών, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, από την απομόνωση: απομόνωση από την πόλη, από τη βιομηχανική ανάπτυξη, από την ιστορία.
Η Κομμούνα της Σαγκάης
Από τη στιγμή που το κίνημα γίνεται ένα γενικευμένο γεγονός, όχι πια περιορισμένο σ’ έναν τομέα της κοινωνίας, η διαδικασία εκκαθάρισης, που συνοδεύει την επέκταση της επανάστασης μετασχηματίζεται σε έναν αγώνα που τείνει να μεταβιβάσει την εξουσία από τους παλιούς διοικητικούς μηχανισμούς στις καινούργιες μαζικές οργανώσεις.
Η πρώτη πόλη όπου επιβάλλεται η καινούργια κατάσταση είναι η Σαγκάη, το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εργατικό κέντρο της Κίνας.
Εδώ η ανάπτυξη των καινούργιων μαζικών οργανώσεων μέσα στα εργοστάσια, όπως υποδεικνύεται στη διακήρυξη της 8ης Αυγούστου, άρχισε πολύ πριν την άφιξη των φοιτητών. Οι συνθήκες για μία γενικευμένη κοινωνική ανατροπή μέσα στα εργοστάσια ωρίμασαν άσχετα από την έκρηξη του φοιτητικού κινήματος. Οι καινούργιες μαζικές οργανώσεις πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με την πιο ισχυρή συνδικαλιστική δομή της Κίνας και με μία δημοτική εξουσία βαθιά ριζωμένη σε μερικούς εργατικούς τομείς. Αυτοί λοιπόν αντιτίθενται στην είσοδο των φοιτητών στα εργοστάσια και στη συνέχεια κατηγορούν τους εξεγερμένους ότι ήταν μία αντεπαναστατική οργάνωση, που προσπαθούσε να περιορίσει τον εργατικό αγώνα σε ένα πλαίσιο αποκλειστικά διεκδικητικό. Και γι’ αυτό οργανώνουν, ενάντια στους εξεγερμένους, μία γενική απεργία που παραλύει την πόλη.
Από τη νίκη των μαζικών οργανώσεων των εξεγερμένων ενάντια σ’ αυτή την επίθεση γεννιέται η Κομμούνα της Σαγκάης, δηλαδή η πρώτη μεταφορά εξουσιών από την παλιά δημαρχία στους καινούργιους μαζικούς οργανισμούς. Αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της σύγκρουσης έπαιξε η υποστήριξη που δίνεται στους εξεγερμένους από την κεντρική κυβέρνηση και από το γενικό επιτελείο της επανάστασης, που δοκιμάζουν να προπαγανδίσουν αυτή την καινούργια επαναστατική εμπειρία σε όλη την Κίνα. Με την Κομμούνα της Σαγκάης η Πολιτιστική Επανάσταση μπαίνει στην τελευταία της φάση.
Η επέμβαση του στρατού
Απ’ αυτή τη στιγμή επιφορτίζεται ο στρατός να επέμβει υποστηρίζοντας την Αριστερά. Ο ρόλος του ήταν εν μέρει να καλύψει τα κενά στην παραγωγή, που δημιουργήθηκαν από τον μαζικό αγώνα και από τις εκκαθαρίσεις των παλιών στελεχών, καθώς και να περιορίσει την έκταση του ξεκαθαρίσματος των παλιών στελεχών, που κινδυνεύει να εξαπλωθεί πέρα από τη μειοψηφία που ο Μάο υποδεικνύει ως στόχο της επανάστασης. Ο λαϊκός στρατός διευθύνεται από στελέχη και από μαχητές που, από τη Μεγάλη Πορεία μέχρι την αντιγιαπωνέζικη αντίσταση και τον αγώνα ενάντια στο Κουομιτάνγκ, συμμετείχαν στην εγκαθίδρυση της κινέζικης Λαϊκής Δημοκρατίας· πρόκειται, σύμφωνα με τον ορισμό του Μάο, για «ένοπλους εργάτες και αγρότες».
Παρ’ όλα αυτά, είναι προφανές ότι η άσκηση της εξουσίας, που έφερε πολλά διοικητικά και κομματικά στελέχη σε συνθήκες που απαιτούσαν την εκκαθάρισή τους από τις μάζες, δεν μπορούσε να αφήσει άθικτο τον στρατό.
Όμως η εκκαθάριση των στελεχών του στρατού απαγορεύτηκε. Οι θέσεις του κρατούνται έξω από τη συμπλοκή, αν και οι εξουσίες παρέμβασής του, στην αρχή πολύ εκτεταμένες, σιγά-σιγά περιορίζονται και του αφαιρείται η δυνατότητα να διαλύσει αντιμαχόμενες οργανώσεις και να χρησιμοποιεί όπλα.
Αλλά το πρόβλημα της εκκαθάρισης στους κόλπους του παραμένει ανοικτό. Γύρω απ’ αυτό παίζεται η αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και κυβέρνησης.
Στην ηγεσία του στρατού ενισχύεται η τάση για τη διατήρηση της συνέχειας του καθεστώτος που, μετά τον θάνατο του Μάο, θα φέρει στην κορυφή του κράτους τους ανθρώπους της παλινόρθωσης, αλλά με ένα σύστημα εξουσίας εντελώς ανανεωμένο, όσον αφορά τους ανθρώπους, τις ιδέες και τα όργανα άσκησης της εξουσίας από τα στελέχη που εκπαιδεύτηκαν και απέκτησαν την ειδίκευσή τους στα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Μία πειραματική επανάσταση
Η κινέζικη επανάσταση είναι μια αξεδιάλυτη διαπλοκή ανάμεσα σε έναν μαζικό αγώνα για την εξουσία και μία διαδικασία «μετασχηματισμού των ατόμων» μέσα στην καθημερινότητα της ύπαρξής τους και της κουλτούρας τους.
Η διακήρυξη σε 16 σημεία της 8 ης Αυγούστου του 1966 αρχίζει εισάγοντας αυτή τη δεύτερη πλευρά:
«Η μεγάλη προλεταριακή επανάσταση είναι μία μεγάλη επανάσταση που αγγίζει τον άνθρωπο σε ό,τι έχει πιο βαθύ […] ο αγώνας θα γνωρίσει αμπώτιδες και πλημμυρίδες, ακόμα και συνεχή πισωγυρίσματα. Όλες αυτές οι εναλλαγές δεν είναι τίποτα το κακό. Θα επιτρέψουν στο προλεταριάτο και στα άλλα στρώματα των εργαζομένων, πάνω απ’ όλα στην καινούργια γενιά, να δοκιμαστούν και να μάθουν από την εμπειρία τους, θα τους βοηθήσει να καταλάβουν ότι ο δρόμος της επανάστασης είναι βασανιστικός και γεμάτος εμπόδια».
Η πρώτη πλευρά, εκείνη του αγώνα για την εξουσία, παίρνει τη μορφή μίας σειράς από διαδοχικά κύματα μαζικών κινητοποιήσεων, τις οποίες διαδέχονται αντιδράσεις που ωθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στις πρώτες, μπαίνουν στη μάχη καινούργιοι κοινωνικοί πρωταγωνιστές και έρχονται στο φως καινούργιες ανάγκες και καινούριες μορφές οργάνωσης κατάλληλες να τις εκφράσουν.
Στις περιόδους της αντίδρασης, αποκαλύπτονται οι άνθρωποι, οι ιδέες, τα όργανα που αντιτίθενται στο προχώρημα του καινoύργιoυ, προσφέροντας έτσι έναν στόχο ενάντια στον οποίο συγκεντρώνεται το μαζικό κίνημα στην επόμενη φάση του.
Η πολιτική καθοδήγηση, που εκφράζεται ως γενικό επιτελείo της επανάστασης, δεν είναι τίποτα άλλο από την αντανάκλαση αυτής της διαδικασίας. Οι διάφορες πολιτικές τάσεις διαδέχονται η μία την άλλη και, κάθε φορά, η ανάπτυξη του κινήματος τις υπερπηδά ξεμασκαρεύοντάς τες σαν συντηρητικές ή ακατάλληλες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της στιγμής.
Η διαιτησία του Μάο είναι αποφασιστική για να κάνει το ισοζύγιο των δυνάμεων να γείρει από τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά είναι τέτοια γιατί κάθε φορά εκφράζεται με μία άμεση επίκληση προς τις μάζες, συγκεντρώνει το περιεχόμενο και σταθεροποιεί τις καινούργιες μορφές με τις οποίες εκφράζεται η πρωτοβουλία τους.
Οι δύο δρόμοι
Η Πολιτιστική Επανάσταση δημιουργεί καινούργιους οργανισμούς εξουσίας, καινούργιες μορφές διαχείρισης της παραγωγής, της ανταλλαγής, της εκπαίδευσης, της περιφερειακής διοίκησης και γι’ αυτό είναι μία πολιτική επανάσταση, δηλαδή ένας αγώνας που αφορά και τη σφαίρα της κρατικής εξουσίας.
Σε πολλούς τομείς, οι βαθιές αλλαγές που έγιναν στο τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης είναι περισσότερο το προϊόν μίας προσαρμογής στην καινούργια πραγματικότητα της χώρας, παρά μιας άμεσης παρέμβασης κατευθυνόμενης από τις μάζες.
Αυτός ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν ηθελημένος και θεωρητικοποιημένος από τον Μάο, που πάντα υποστήριζε ότι μετά απ’ αυτήν θα χρειάζονταν —και θα γινόντουσαν— πολλές ακόμα, και ανάμεσά τους θα παρεμβάλλονται πολλές άλλες παλινορθωτικές απόπειρες. Αυτός είναι ο πιο μοντέρνος και καινοτόμος πυρήνας της Πολιτιστικής Επανάστασης, σε σχέση με τη μαρξιστική παράδοση. Ο αγώνας μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού εκφράζεται σαν αγώνας ανάμεσα στους δύο δρόμους.
Δεν πρόκειται πια για δύο γεωγραφικές περιοχές που έρχονται σε σύγκρουση: ο σοσιαλισμός σε μία μόνη χώρα ενάντια στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπου όλες οι «καθυστερήσεις» του πρώτου αποδίδονται στην επιβίωση του δευτέρου. και ούτε υπάρχουν δύο τρόποι παραγωγής διαφορετικοί και καλά διαχωρισμένοι ο ένας από τον άλλον, αν και είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρχουν σε οικονομικούς και κοινωνικούς χώρους διαφορετικούς, για παράδειγμα πόλη και χωριό, μεγάλη και μικρή παραγωγή κ.λπ. Η αντιπαράθεση γίνεται ανάμεσα σε δύο γραμμές, δύο σύνολα πολιτικών επιλογών, γύρω από τα οποία η «αστική τάξη» αναδημιουργείται και αναδομεί τις βάσεις της κυριαρχίας της, από τη μία πλευρά, και από την άλλη η πολιτική επιλογή με την οποία το «προλεταριάτο» βρίσκει τον δρόμο της ενότητας και της ταξικής αυτονομίας του. Δύο γραμμές που δεν υπάρχουν προκαταβολικά, που συχνά αναφέρονται στις ίδιες αρχές και στην ίδια σκέψη και που δεν αναγνωρίζονται σαν διαφορετικές η μία από την άλλη, μέχρι τη στιγμή που ο αγώνας των μαζών θα τις υποβάλει σε δοκιμασία.
Γαλλία: από το Στρασβούργο στο Καρτιέ Λατέν
Το Μανιφέστο του Στρασβούργου
Σ τα μέσα της δεκαετίας του ’60, στην καρδιά της Ευρώπης, το φοιτητικό κίνημα, που με το ’68 εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, παράγει το μανιφέστο του που σε μεγάλο βαθμό προαναγγέλλει το περιεχόμενό του.
Πρόκειται για ένα βιβλιαράκι σε μικρό σχήμα «Για την αθλιότητα του φοιτητικού χώρου από άποψη οικονομική, πολιτική, ψυχολογική, σεξουαλική και ειδικά διανοητική και μερικά μέσα για το ξεπέρασμά της», που, ακολουθώντας ειρωνικά το υπόδειγμα των ερευνών του περασμένου αιώνα για τη «μιζέρια» των συνθηκών στα εργοστάσια, στα οποία είχε επιμείνει ο Μαρξ στις αναλύσεις του για να δείξει τι πραγματικά ήταν το προλεταριάτο, βλέπει στη φοιτητική υπόσταση την ενσάρκωση της αλλοτρίωσης στην οποία το κεφάλαιο –ή καλύτερα η εμπορευματική και θεαματική κοινωνία– υποβάλλει στα μέλη της.
Το βιβλιαράκι δεν είναι παρά μία σύνθεση της Διεθνούς των Καταστασιακών (Internationale Situatiοniste), μιας μικρής και άκαμπτης ένωσης στρατευμένων διανοουμένων, που θεωρεί την κριτική της καθημερινής ζωής σαν το μέσο μιας ριζικής ρήξης με την παράδοση του επίσημου εργατικού κινήματος, με την ιδεολογία του, τη γραφειοκρατία του, την ένταξή του στον κόσμο του εμπορεύματος.
Το βιβλιαράκι αυτό –που τυπώνεται με έξοδα του αντιπροσωπευτικού οργανισμού των φοιτητών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, και μοιράζεται δωρεάν κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους– θα προκαλέσει ένα πολιτικό σκάνδαλο.
Η αθλιότητα του φοιτητή
Μετά τους αστυνόμους και τους παπάδες, ο φοιτητής είναι η πιο καθολικά περιφρονημένη ύπαρξη.
Ενώ προέρχονται σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο από 80% από κοινωνικά στρώματα με εισόδημα ανώτερο από εκείνο του εργάτη, εντούτοις το 90% απ’ αυτούς διαθέτει ένα εισόδημα κατώτερο από εκείνο του τελευταίου μισθωτού […] Σε μία εποχή στην οποία οι νέοι χειραφετούνται από τις ηθικές προκαταλήψεις και την εξουσία της οικογένειας, ο φοιτητής διατηρείται σε όλα τα επίπεδα σε μία κατάσταση «παρατεινόμενης εφηβείας» [και αν μία καθυστερημένη κρίση] τον φέρει σε αντίθεση με την οικογένεια, θα δεχτεί ευχαρίστως να τον μεταχειριστούν σαν παιδί στο εσωτερικό των θεσμών που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή.
«Οι ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού επιβάλλουν στην πλειοψηφία των φοιτητών τη θέση των υποδεέστερων στελεχών (δηλαδή την αντίστοιχη θέση του ειδικευμένου εργάτη του περασμένου αιώνα)».
«Η μηχανική και ειδικευμένη εκπαίδευση που δέχεται είναι τόσο υποβαθμισμένη […] γιατί οι κυρίαρχες δυνάμεις, δηλαδή το οικονομικό σύστημα, απαιτούν μία μαζική παραγωγή φοιτητών ακαλλιέργητων και ανίκανων να σκεφτούν. [Αυτό το σύστημα έχει μετατρέψει τους πανεπιστημιακούς καθηγητές] από μαντρόσκυλα των μελλοντικών αφεντικών σε τσοπανόσκυλα που οδηγούν, σύμφωνα με τις σχεδιοποιημένες ανάγκες του συστήματος, τις φουρνιές των λευκών κολάρων προς τα αντίστοιχα εργοστάσια και γραφεία· [πρόκειται για μια διαδικασία που] υποτάσσει άμεσα έναν από τους τελευταίους σχετικά αυτόνομους ακόμα τομείς της κοινωνικής ζωής στις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος». [ ]
Η ρήξη με το παλιό εργατικό κίνημα
Το δεύτερο μέρος του φυλλαδίου απαριθμεί τις πολιτικές και κοινωνικές μορφές που πήρε η εξέγερση της νεολαίας τα τελευταία χρόνια· αυτές οι μορφές προαναγγέλλουν την έκρηξη του φοιτητικού κινήματος, γιατί «παντού η σύγχρονη κοινωνία αρχίζει να μπαίνει σε αμφισβήτηση, υπάρχει μία εξέγερση των νέων που αντιστοιχεί σε μία συνολική κριτική της φοιτητικής συμπεριφοράς».
Το τελευταίο μέρος εκθέτει τις θεωρητικές αρχές μίας ριζικής αναγέννησης του επαναστατικού κινήματος.
«Πρέπει να κοιτάξουμε, με τρόπο εντελώς απομυθοποιημένο και κριτικό, την ιστορία του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, κίνημα που ξεκίνησε εδώ και πάνω από έναν αιώνα από το προλεταριάτο των δυτικών χωρών….
Αυτό το κίνημα ενάντια στην οργάνωση του παλιού κόσμου έχει αποτύχει. Τα συνδικάτα και τα κόμματα που δημιούργησε η εργατική τάξη έχουν μετατραπεί σε όργανα ρύθμισης του συστήματος και σε ατομική ιδιοκτησία των ηγετών τους, οι οποίοι, μέσω αυτών, δουλεύουν για την προσωπική τους χειραφέτηση. Η επανάσταση πρέπει να έρθει σε οριστική ρήξη με την προϊστορία της.
Το εμπόδιο πάνω στο οποίο συντρίφτηκε το παλιό επαναστατικό κίνημα είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, που καθήκον της επαναστατικής οργάνωσης είναι να ανασυνθέσει και που καμία ιστορικά υπαρκτή οργάνωση δεν μπόρεσε να ενώσει, παρά μόνο σε περιόδους οξυμένης σύγκρουσης. Από τον διαχωρισμό της θεωρίας από την πράξη γεννιέται η ιδεολογία που, “όσο επαναστατική και αν είναι”, είναι πάντα στην υπηρεσία των αφεντικών. Γι’ αυτό η κριτική της ιδεολογίας πρέπει να είναι σε τελευταία ανάλυση το κεντρικό πρόβλημα της επαναστατικής οργάνωσης». [ ]
Από τους σιτουασιονιστές στο «Κίνημα 22 Μάρτη»
Εκφράζοντας πρώτοι αυτοί, με το «σκάνδαλο» του Στρασβούργου, τις αιτίες που οδηγούν στην έκρηξη των φοιτητικών κινημάτων του ’68, οι Γάλλοι φοιτητές θα οδηγήσουν το κίνημά τους στη διάχυση μέσα στη γενικευμένη εξέγερση ολόκληρου του προλεταριάτου. Εξέγερση που θα βάλει τέλος, σ’ όλη τη Δύση, στην προσπάθεια του καπιταλιστικού κράτους να παρουσιαστεί κάτω από την ψεύτικη ορθολογικότητα ενός «σχεδίου». Αυτός είναι ο Γαλλικός Μάης.
Τη στιγμή που ξεσπάει η εξέγερση των φοιτητών, το γαλλικό 5ο Σχέδιο έχει ήδη φτάσει στο Πανεπιστήμιο.
Η μεταρρύθμιση του Φουσέ, τεχνοκρατικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, που αποσκοπεί πάνω απ’ όλα στον περιορισμό του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια, προκαλεί την πρώτη μαζική απάντηση των φοιτητών σ’ εκείνο ακριβώς το πανεπιστήμιο που θα αποτελέσει το λίκνο του κινήματος: το πανεπιστήμιο της Ναντέρ, ένα τεράστιο και σύγχρονο campus αμερικάνικου τύπου, στην περιφέρεια του Παρισιού, αποκομμένο από την πόλη και χτισμένο δίπλα σε μία από τις μεγαλύτερες παραγκουπόλεις όλης της Γαλλίας· δηλαδή, μία από εκείνες τις συνοικίες, χτισμένες από δοκάρια και λαμαρίνες, όπου το γκολικό καθεστώς στοιβάζει έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ξένων εργατών, που ξεπερνούν τα τρία εκατομμύρια και που στηρίζουν την κοινωνική σταθερότητα που έχει επιβληθεί στη χώρα.
Και εδώ όμως το Βιετνάμ είναι που θα βάλει φωτιά στο μπαρούτι. Στις 22 Μαρτίου του ’68, για να διαμαρτυρηθούν για τη σύλληψη ορισμένων φοιτητών, που κατηγορούνται για τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια σε αμερικανικές εγκαταστάσεις, εκατό περίπου φοιτητές καταλαμβάνουν την πρυτανεία. Καθοδηγούνται από τους «Λυσσασμένους», έναν σχηματισμό που πρόσκειται στη Διεθνή των Σιτουασιονιστών. Αλλά σ’ αυτή την κατάληψη συγκλίνει και η κινητοποίηση που αναπτύσσεται από την αρχή της χρονιάς ενάντια στις σεξιστικές διακρίσεις και τους πειθαρχικούς κανονισμούς που ισχύουν στο πανεπιστήμιο. Από την κατάληψη της πρυτανείας θα γεννηθεί το κίνημα της 22 Μαρτίου.
Η παραδειγματική πράξη
Δεν πρόκειται για μια επαναστατική ομάδα όπως οι άλλες, αλλά για ένα εργαλείο οργάνωσης των φοιτητών μπροστά στις υποχρεώσεις που η κατάσταση επιβάλλει. Δεν ανακηρύσσεται πρωτοπόρο στο όνομα της δικής της θεωρίας, αλλά «δρώσα μειοψηφία», που επαληθεύει στην πράξη, και μόνο σ’ αυτή, τη σχέση της με τις μάζες. Δεν διεκδικεί την πολιτική ηγεσία του κινήματος αλλά εφαρμόζει την παραδειγματική πράξη, στόχος της οποίας είναι πάντα να παρασύρει και να κινητοποιεί καινούργιες δυνάμεις. Στη σχέση που δένει αυτή την αντίληψη με τη γενική εξέλιξη των ημερών του Μάη, η «22 Μαρτίου» αναδεικνύεται δίχως άλλο στο πιο κατάλληλο οργανωτικό μέσο για να ανταποκριθεί το κίνημα στην πραγματικότητα. Όλοι οι άλλοι επαναστατικοί σχηματισμοί αποδεικνύονται ανίκανοι να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Από την αρχή, η κριτική της καθημερινής ζωής αποτελεί το προνομιακό πεδίο της παρέμβασής του και τα συνθήματά του θα γεμίσουν τους τοίχους του Παρισιού, ο πολύμορφος χαρακτήρας που παίρνει το κίνημα θα δώσει το μέτρο του βάθους και του δημιουργικού χαρακτήρα της επίδρασής του.
Η πολιτική του πλατφόρμα είναι στοιχειώδης: «αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα, αγώνας ενάντια σε κάθε είδους ιεραρχία, ανακλητότητα των εκλεγμένων σε οποιονδήποτε επίπεδο και σε οποιοδήποτε χώρο, συνεχής διακίνηση των ιδεών στον αγώνα ενάντια στο μονοπώλιο της πληροφόρησης, κατάργηση στην πράξη του καταμερισμού της εργασίας, αναγνώριση ποικιλομορφίας και διαφορετικότητας των πολιτικών τάσεων στους κόλπους του επαναστατικού ρεύματος».
Μ’ αυτές τις αρχές, το κίνημα 22 Μάρτη καλύπτει για ένα μήνα σχεδόν, με τις πρωτοβουλίες του, το κενό που υπάρχει ανάμεσα στο δυναμικό που αποκαλύπτει η εξέγερση 10 εκατομμυρίων εργαζομένων και τη γενική ακαταλληλότητα των οργανωτικών επιπέδων. Αλλά είναι ένας ρόλος μικρής διάρκειας. Η φτώχεια του περιεχομένου και η ταχύτητα των εξελίξεων θα οδηγήσει και αυτή, όπως και όλες τις άλλες επαναστατικές οργανώσεις, στη συντριβή πάνω σε ένα πραγματικό τείχος, όταν η εξέγερση θα ξεπεράσει το πεδίο της άμεσης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε φοιτητές και κυβέρνηση.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η γαλλική επαναστατική Αριστερά θα σπαράσσεται από μία μόνιμη ταλάντευση ανάμεσα στη «νοσταλγία» του Μάη και ένα είδος «ενοχής» για την ήττα που υπέστη σ’ αυτόν.
Τα οδοφράγματα
Μετά την κατάληψη της πρυτανείας, η αναταραχή συνεχίζεται στη Ναντέρ όλο τον Απρίλιο και οδηγεί στο κλείσιμο των πανεπιστημίων στις 2 Μαΐου. Την Πρωτομαγιά, γίνεται στο Παρίσι η παραδοσιακή συγκέντρωση-πορεία, καθοδηγούμενη από την CGT. Είναι μεγάλη η συμμετοχή της επαναστατικής Αριστεράς, που το ΚΚΓ χαρακτηρίζει γκρουπούσκουλα, όρος που θα περάσει στην ιστορία.
Στις 3 Μαΐου, οι φοιτητές της Ναντέρ συγκεντρώνονται στη Σορβόνη, το κεντρικό πανεπιστήμιο του Παρισιού, που βρίσκεται στο κέντρο του Καρτιέ Λατέν. Η συνέλευση ψηφίζει την κατάληψη του πανεπιστημίου και η εκκένωσή του, που διατάζεται από τον πρύτανη, πραγματοποιείται με πρωτοφανή βιαιότητα. Οι φοιτητές απαντούν καταλαμβάνοντας όλο το Καρτιέ Λατέν: νέες συγκρούσεις με την αστυνομία, οι φοιτητές μάχονται με πέτρες, μολότοφ και οδοφράγματα, που στήνονται αρχικά με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τις επόμενες μέρες με υλικά από το οδόστρωμα.
Η αστυνομία, στην οποία τις επόμενες μέρες θα προστεθούν τα CRS [ειδικό σώμα, τα μέλη του οποίου στρατολογούνται κύρια ανάμεσα στους pieds noirs (Γάλλοι άποικοι στην Β. Αφρική), που είχαν ειδικευτεί στην καταστολή στον πόλεμο της Αλγερίας], μάχεται με γκλομπ, με εσωτερικό από σίδερο, αύρες και δακρυγόνα, που περιέχουν μεγάλες ποσότητες από τα καινούργια αέρια που έχουν δοκιμαστεί από τους Αμερικάνους στο Βιετνάμ. Η χρήση όπλων είναι σπανιότατη και όλη η εξέγερση του Μάη, που θα αναγκάσει το καθεστώς να κινητοποιήσει τον στρατό και να κυκλώσει το Παρίσι, θα τελειώσει με πέντε νεκρούς, δίχως να πέσουν πυροβολισμοί, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Η Ουμανιτέ, το όργανο του ΚΚΓ, καταγγέλλει τη δράση των «γκρουπούσκουλων που ενώθηκαν με το κίνημα 22 Μάρτη, με επικεφαλής τον Γερμανό αναρχικό Κον-Μπεντίτ» και υποστηρίζει ότι η δράση αυτών των ψευδοεπαναστατών εξυπηρετεί αντικειμενικά την γκολική εξουσία και τα μεγάλα μονοπώλια. Η ψυχή του είναι όλη εδώ, στην κατασυκοφάντηση των επαναστατών και των νέων, στην αγάπη του για την τάξη που έχουν επιβάλει οι αστοί, στον σοβινισμό και τον ρατσισμό, που κάνει έκκληση στο μίσος του γαλλικού λαού για τους Γερμανούς και που θα χρησιμοποιηθεί με πολύ βαριές συνέπειες για να διασπάσει τη γαλλική εργατική τάξη από το κομμάτι που αποτελείται από μετανάστες.
Το κίνημα σπάει τα φράγματα
Στις 7 Μαΐου, μια «μεγάλη πορεία» 25 χιλιομέτρων φέρνει 5 χιλιάδες φοιτητές από το Καρτιέ Λατέν στα Ηλύσια Πεδία και έπειτα πίσω πάλι στο Καρτιέ Λατέν. Η πορεία ανοίγει με ένα τεράστιο πανό: «Ζήτω η Κομμούνα του Παρισιού». Το σύνθημα που φωνάζεται περισσότερο είναι το, Vous êtes tous concernés (σας αφορά όλους). Το ζήτημα του να βγει από τον φοιτητικό χώρο, να συμπαρασύρει τον υπόλοιπο πληθυσμό, και πάνω απ’ όλα την εργατική τάξη, έχει πια τεθεί στο μαζικό κίνημα των φοιτητών, και όχι μόνο στις οργανωμένες ομάδες που είναι ουραγοί του. Στις 8 του μήνα, η UNEF (Εθνική Ένωση Γάλλων Φοιτητών) παρουσιάζει την πλατφόρμα της στον υπουργό Περφίτ, που μόλις έχει αναγγείλει το κλείσιμο της Σορβόνης επ’ αόριστον: να ανοίξουν πάλι τα πανεπιστήμια που έχουν κλείσει, να απελευθερωθούν οι συλληφθέντες, να φύγει η αστυνομία από το Καρτιέ Λατέν.
Στις 10 του μήνα, γίνονται οι πιο βίαιες μέχρι τότε συγκρούσεις· ο ραδιοφωνικός σταθμός Ράδιο-Λουξεμβούργο αναμεταδίδει σε όλη τη χώρα μια λεπτομερή περιγραφή. Η επιτυχία του φοιτητικού αγώνα έχει τώρα πια σπάσει τα φράγματα της ίδιας του της απομόνωσης.
Ενώ η κυβέρνηση αρχίζει να υποχωρεί —στις 8 ξανανοίγει το πανεπιστήμιο της Ναντέρ και στις 13 ο πρωθυπουργός Πομπιντού στέλνει στους φοιτητές ένα μήνυμα εκτόνωσης και διατάζει να ανοίξει και πάλι η Σορβόνη— οι συγκρούσεις έλκουν έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό νέων εργατών από τις γειτονιές και τα κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Παρισιού.
Πρόκειται για μία πίεση, από τη βάση, για αγώνα, που δεν θα αργήσει να γίνει αισθητή στα εργοστάσια, πίεση που το ΚΚΓ και η CGT αντιμετωπίζουν με τρόμο. Μετά τις συγκρούσεις της 10ης του Μαΐου, αποφασίζουν ότι πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία για να προλάβουν την αυθόρμητη επέκταση του αγώνα.
Στις 13, συναντιούνται η CGT και η CFDT (συνδικάτο καθολικής προέλευσης) για να προετοιμάσουν μία γενική απεργία για τις 14 Μαΐου: μία μέρα πριν από την ημερομηνία που από καιρό είχε οριστεί μία γενική κινητοποίηση ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα που, εδώ και 9 μήνες, είχαν περιορίσει δραστικά τον εργατικό μισθό με περικοπές των κοινωνικών παροχών.
Στις 14, μία επιβλητική διαδήλωση συγκεντρώνει ένα εκατομμύριο άτομα. Το σύνθημα που φωνάζεται περισσότερο απ’ όλα είναι: «Ντε Γκολ, δέκα χρόνια είναι αρκετά». Το κομμάτι των φοιτητών που κλείνει τη διαδήλωση συνεχίζει την πορεία μέχρι το Πεδίο του Άρεως. Εκεί, το Κίνημα 22 Μάρτη προτείνει να πάνε στα εργοστάσια και να φτιάξουν «επιτροπές δράσης» κοινές, από εργάτες και φοιτητές.
Το βράδυ, σε μία τεράστια συνέλευση που διεξάγεται στην κατειλημμένη Σορβόνη, υπάρχει μαζική συμμετοχή των εργατών. Την επόμενη μέρα καταλαμβάνονται τα πρώτα εργοστάσια.
Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το σχέδιο του κεφαλαίου
Ο εργατικός αγώνας που ξαπλώνεται στη Γαλλία μετά τη γενική απεργία της 14ης Μαΐου είναι ώριμος από καιρό.
Το διάστημα 1965-68 είναι, όπως και στην Ιταλία, μία περίοδος σκληρής εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης. Πάγωμα των μισθών, αυξήσεις των ρυθμών παραγωγής, μαζικές απολύσεις στους τομείς που αναδιαρθρώνονται.
Ο στόχος είναι κοινός: να κατακτηθούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα περιθώρια ανταγωνιστικότητας, εν όψει της οριστικής κατάργησης των τελωνειακών δασμών, που προβλέπουν οι συμφωνίες της ΕΟΚ για την 1η Ιουλίου 1968.
Στη Γαλλία αυτό το εγχείρημα διεξάγεται υπό την αιγίδα του κράτους, με το 5ο πλάνο.
Το γκολικό καθεστώς εκμεταλλεύεται άμεσα τη διάθεση των συνδικάτων για κοινωνική ειρήνη, πράγμα που του επιτρέπει να παρουσιάσει το 5ο πλάνο σαν έκφραση ενός ανώτερου ορθολογισμού, πάνω από τα ιδιαίτερα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων, εργατών και εργοδοτών. Καμία καπιταλιστική χώρα, στο τέλος της μακρόχρονης μεταπολεμικής φάσης ανάπτυξης, δεν είχε προχωρήσει τόσο μπροστά στον οικονομικό προγραμματισμό. Καμία άλλη χώρα δεν θα γνωρίσει τέτοια αναστάτωση σαν εκείνη του γαλλικού Μάη, μπροστά στις αντιθέσεις που έβαλε σε κίνηση η πολιτική του «κράτους-σχέδιο». Στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού υπάρχει η μεγαλύτερη εργατική συγκέντρωση της Ευρώπης. Σε κάποιους προχωρημένους τομείς, οι νέες δυνάμεις, οι εργάτες και οι τεχνικοί εφαρμογής με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, αντιπροσωπεύουν ένα τμήμα της εργατικής δύναμης που έχει αποφασιστική σημασία. Οι μετανάστες εργάτες φτάνουν στη Γαλλία με ρυθμό 300 χιλιάδες τον χρόνο και ζουν σε μία κατάσταση τέλειας απομόνωσης.
Στο δεύτερο μισό του ’67 και στις αρχές του ’68, μία σειρά παραδειγματικών αγώνων πλήττει τους προχωρημένους τομείς της βιομηχανικής στρατηγικής του γκολικού καθεστώτος. Αλλά τα γαλλικά συνδικάτα φοβούνται τη γενίκευση του αγώνα, που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την πολιτική του σχεδιασμού. Γι’ αυτό, ακόμα και μετά τη γενική απεργία στις 14 του Μάη, ετοιμάζονται να απομονώσουν, μέσα από χωριστές διεκδικήσεις για το κάθε εργοστάσιο, την ώθηση του αγώνα που δεν μπορούν πια να συγκρατήσουν. Δεν τα καταφέρνουν.
Αρχίζουν οι καταλήψεις
Την ίδια μέρα της γενικής απεργίας, οι νεαροί εργάτες της Σιντ Αβιασιόν της Νάντης ξεκινούν τον αγώνα. Ανοίγουν, μέσα στο εργοστάσιο, μία συζήτηση πάνω στις συνθήκες της δουλειάς τους, και το βράδυ θέτουν υπό κράτηση στα γραφεία του τον διευθυντή του εργοστάσιου για 10 μέρες. Μία διαδήλωση από φοιτητές της Νάντης εκφράζει την αλληλεγγύη της στους καταληψίες. Αλλά, όπως θα γίνει στη συνέχεια σε όλη τη Γαλλία, οι φοιτητές κρατιούνται έξω από τις πόρτες του εργοστάσιου.
Το βράδυ της 15ης, είναι η σειρά της Ρενό της Κλεόν, στην περιοχή του Παρισιού, που καταλαμβάνουν οι πιο νέοι εργάτες, αφού απορρίψουν μια συμφωνία με τη διεύθυνση, καθώς και τη μεσολάβηση του υπουργού Εργασίας.
Την ίδια μέρα καταλαμβάνεται η Ροντιασετά της Μπεζανσόν, που είχε πρωταγωνιστήσει σε έναν απο τους πιο σκληρούς και μακρόχρονους αγώνες των προηγούμενων μηνών.
Στις 16, αρχίζει ο αγώνας στη Ρενό Μπιγιανκούρ, στη νοτιοδυτική άκρη του Παρισιού· είναι το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Γαλλίας. Μια διαδήλωση 70 νεαρών εργατών αρκεί για να σταματήσουν οι μηχανές. Τα στελέχη του συνδικάτου προσπαθούν, μάταια, να τους σταματήσουν. Το βράδυ αναγκάζονται να κηρύξουν την κατάληψη.
Η είδηση φτάνει στην Σορβόνη. Ξεκινάει μια διαδήλωση φοιτητών· το πανό που ανοίγει την πορεία γράφει: «Οι εργάτες παίρνουν από τα εύθραυστα χέρια των φοιτητών τον αγώνα ενάντια στο αντιλαϊκό καθεστώς». Μια προκήρυξη που μοιράστηκε στο Καρτιέ Λατέν έλεγε: «Η Σορβόνη δεν είναι τίποτε άλλο πάρα ένας παλιός πέτρινος τοίχος. Η Μπιγιανκούρ είναι χιλιάδες αγωνιζόμενοι εργάτες». Αλλά οι αλυσίδες των συνδικάτων θα κρατήσουν και τους φοιτητές του Παρισιού έξω από το εργοστάσιο.
Ο αγώνας διευρύνεται
Η πλατφόρμα που ψηφίστηκε από τους εργάτες της Μπιγιανκούρ γίνεται σημείο αναφοράς για όλη την εργατική τάξη της Γαλλίας: 1.000 φράγκα το μήνα ο κατώτερος εγγυημένος μισθός, (που είχε παγώσει στα 380 φράγκα), 20% αύξηση για όλους τους άλλους μισθούς, 40ωρο, σύνταξη στα 60 χρόνια, κατάργηση των μέτρων που περικόπτουν τις συντάξεις, εγγυήσεις απασχόλησης, συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Από την Μπιγιανκούρ ο αγώνας μεταδίδεται στο Φλεν, μια καινούργια εγκατάσταση της Ρενό, με 10.000 εργάτες, σχεδόν όλους μετανάστες ή απολιτικοποίητους εξεγερμένους νέους, που έχουν στρατολογηθεί από τα γύρω χωριά και τις επαρχίες.
Δύο μέρες αργότερα, τα κατειλημμένα εργοστάσια είναι πάνω από 100: στον αγώνα συμμετέχουν τα ναυπηγεία, τα ορυχεία του βορρά, το λιμάνι της Χάβρης, τα υφαντουργεία της κεντρικής και βόρειας Γαλλίας. Τα ταχυδρομεία και η διανομή εφημερίδων σταματούν σ’ όλη τη χώρα.
Οι δημοσιογράφοι της ραδιοτηλεόρασης αναγγέλλουν πως θα απεργήσουν αν η τηλεόραση δεν μεταδίδει πιο αντικειμενικά τις ειδήσεις. Στις Κάννες, όπου θα γινόταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το Εθνικό Συνδικάτο Ηθοποιών μπλοκάρει όλα τα προγράμματα. Ανάμεσα στις 20 και 21 του Μαΐου, το πανόραμα του αγώνα συμπληρώνεται. Σταματούν ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες, δημοτικές και δημόσιες υπηρεσίες, το χρηματιστήριο, το γκάζι, οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού. Κατεβαίνουν σε απεργία οι δάσκαλοι και καθηγητές. Για τις 24 του μήνα αναγγέλλεται μια ημέρα αγώνα των αγροτών. Οι μισθωτοί που απεργούν ή έχουν καταλάβει τον χώρο εργασίας τουςανέρχονται τώρα πια στα 10 εκατομμύρια.
Οι τράπεζες καταλαμβάνονται εξ εφόδου από τους «καταθέτες», τα μαγαζιά από τις νοικοκυρές. Αρχίζει να υπάρχει έλλειψη βενζίνης. Οι συγκοινωνίες και οι επικοινωνίες είναι ουσιαστικά μπλοκαρισμένες από την απεργία των σιδηροδρομικών και των υπαλλήλων στα ταχυδρομεία και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Τρία πανό
Σ’ όλα τα εργοστάσια και τους τόπους δουλειάς σχηματίζονται απεργιακές επιτροπές των μεγαλύτερων εργοστασίων, που από τις 7 Μαΐου έχουν την καθημερινή τους εφημερίδα, την Action. Στις γειτονιές του Παρισιού, δουλεύουν επιτροπές γειτονιάς επιφορτισμένες με την οργάνωση του ανεφοδιασμού, κυρίως στα κατειλημμένα εργοστάσια. Το Παρίσι είναι το αδιαμφισβήτητο κέντρο όλης της εξέγερσης, η πόλη που επιβάλλει τους ρυθμούς της στην εξέλιξη του κινήματος. Αλλά η αναταραχή έχει φτάσει πια σ’ όλες τις πόλεις, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη.
Στην πρόσοψη της Σορβόνης εμφανίζονται τρία πανό: «Η εξουσία κατείχε το πανεπιστήμιο και οι φοιτητές τής το πήραν», «Η εξουσία κατείχε τα εργοστάσια και οι εργάτες τής τα πήραν», «Η εξουσία κατείχε την ORTF (ραδιοτηλεόραση) και οι δημοσιογράφοι τής την πήραν». Όλα δείχνουν ότι το κίνημα έχει θριαμβεύσει, ότι καταστρέφονται από τα κάτω τα ίδια τα θεμέλια του καθεστώτος: εκπαίδευση, παραγωγή και πληροφόρηση. Ταυτόχρονα, όμως, αυτό αποτελεί και το σύμβολο της αδυναμίας του κινήματος: τρία ξεχωριστά πανό, τρία παράλληλα κινήματα, που δεν καταφέρνουν να βρουν, εκτός από πρόσκαιρες μορφές, ένα κοινό πεδίο αγώνα. Η αδυναμία του κινήματος είναι αντίθετα το δυνατό σημείο του καθεστώτος· σ’ αυτή μπορεί να στηριχτεί για να ξαναπάρει τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια του.
Μπροστά στην εξάπλωση του αγώνα, παίρνουν θέση οι πολιτικές δυνάμεις. Στις 18 Μαΐου, ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος εκφράζει την αλληλεγγύη του στις διεκδικήσεις των εργατών. Υποστηρίζει πως έφτασε η ώρα για μια «αυθεντική δημοκρατία, που να ανοίγει τον δρόμο στον σοσιαλισμό», και προτείνει μια συμφωνία ανάμεσα σ’ όλες τις δυνάμεις της αριστεράς πάνω σ’ ένα κοινό πρόγραμμα: «συμβόλαιο της πλειοψηφίας», για «να αποσπάσουν το κράτος από το έλεγχο των μονοπωλίων».
Ακολουθεί ο Μαντές Φρανς, εκ μέρους του PSU: «Η εξουσία δημιούργησε μια επαναστατική κατάσταση αρνούμενη να συζητήσει με τους αντιπροσώπους των εργαζομένων. Δεν μπορεί τώρα να ανατρέξει στη βία [ο Ντε Γκολ μόλις είχε κινητοποιήσει τους εφέδρους] χωρίς να προκαλέσει τραγικές εξελίξεις. Η εξουσία δεν έχει παρά μια υπηρεσία να προσφέρει στη χώρα: να αποσυρθεί».
Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Ρουμανία, όπου είχε «εξαφανιστεί», ο Ντε Γκολ δεν είναι της ίδιας γνώμης. Τη στιγμή της κορύφωσης των συγκρούσεων στο Καρτιέ Λατέν, κάνει την περίφημη δήλωση: «Ναι στη μεταρρύθμιση, όχι στους αλήτες». Στις 24 του μήνα, ανακοινώνει στην τηλεόραση πως τον Ιούνιο θα κάνει ένα δημοψήφισμα πάνω σ’ ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων: αν απορριφθούν, θα αποσυρθεί.
Όμως δεν είναι σ’ αυτό το δημοψήφισμα που ο Ντε Γκολ θα στηριχτεί για να ανακτήσει τον έλεγχο του κινήματος, αλλά στις συνδικαλιστικές διαπραγματεύσεις.
Στς 24 του μήνα, στο υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών, στη Ρι ντε Γκρενέλ, κάτω από την άμεση επίβλεψη του πρωθυπουργού Πομπιντού, ξεκινούν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα εργατικά συνδικάτα, το Σύνδεσμο Βιομηχάνων και την κυβέρνηση.
Οι συμφωνίες της Ρι ντε Γκρενέλ
Όταν αρχίζει αυτή η συνάντηση, η απεργία έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Στη Βουλή αρχίζει μια συζήτηση για την κυβερνητική πολιτική, που ανοίγει πολλές ρωγμές στην ίδια την πλειοψηφία.
Ακόμα και το συνδικάτο των αστυνομικών, στους οποίους είχε ανατεθεί επί τρεις εβδομάδες η βίαιη καταστολή των φοιτητών, ζητάει να μπορεί να πάρει μέρος στο γενικό αγωνιστικό κίνημα. Την ίδια μέρα, μια διαδήλωση οργανωμένη από τους φοιτητές κάνει έφοδο στο Δημαρχείο, το Χρηματιστήριο, και τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Οικονομικών και περικυκλώνει την πλατεία της Βαστίλης με οδοφράγματα· τελειώνει με νέες συγκρούσεις στο Καρτιέ Λατέν. Οι διαπραγματεύσεις στη Ρι ντε Γκρενέλ διαρκούν όλο το Σαββατοκύριακο. Το πρωί της Δευτέρας 27, ο Ζορζ Σεγκί πηγαίνει στην Μπιγιανκούρ για να παρουσιάσει στους εργάτες της Ρενό το αποτέλεσμα στο οποίο έφτασαν, και για το οποίο η Ουμανιτέ γράφει ότι «θα αφήσει εποχή».
Η CGT δηλώνει ότι οι διεκδικήσεις που παρουσιάζονται στον Πομπιντού θα ισχύουν και για οποιαδήποτε κυβέρνηση τον διαδεχτεί· καθώς κανένας δεν πιστεύει ότι ο ντε Γκολ μπορεί να παραμείνει στην εξουσία για πολύ ακόμα, αυτή η συμφωνία είναι στην πράξη εκείνη με την οποία η CGT, που προώθησε μία συνάντηση ανάμεσα σε συνδικάτα και κόμματα της Αριστεράς για να συμφωνηθεί ένα κοινό πρόγραμμα, σκοπεύει να υπονομεύσει την κυβέρνηση που θα διαδεχόταν το γκολικό καθεστώς.
Αλλά οι εργάτες της Ρενώ απέρριψαν με σφυρίγματα τη συμφωνία και ο Σεγκί ξαναγύρισε στη Ρι ντε Γκρενέλ για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις.
Ανοίγει έτσι ο δρόμος για τις χωριστές συμφωνίες, με στόχο να αποσπαστούν, ο ένας μετά τον άλλον, οι βασικότεροι εργατικοί τομείς από το μέτωπο του αγώνα. Η πρώτη από αυτές τις νέες συμφωνίες, που υπογράφτηκε στις 29 Μαΐου για όλη την περιοχή των ανθρακωρυχείων του Βορρά, απορρίφθηκε από τους εργάτες. Αλλά οι επόμενες θα επιβληθούν με τη βία.
Η μαξιμαλιστική συμμαχία
Στα αριστερά του ΚΚΓ διαμορφώθηκε ένα μέτωπο «μαξιμαλιστικών» δυνάμεων, που διεκδικεί μία άμεση εναλλακτική λύση στο θεσμικό επίπεδο και έχει σαν βάση του εκείνες τις συνδικαλιστικές δυνάμεις που είναι λιγότερο δεμένες με την ιστορική παράδοση του εργατικού κινήματος και πιο ευαίσθητες στις πιέσεις της βάσης: τη CFDT και την UNEF.
Αυτό το εγχείρημα πραγματοποιείται προωθούμενο έμμεσα από το PSU, που συνδέει, μέσα από τον θεσμικό του ρόλο, τη συνδικαλιστική Αριστερά τη δεμένη με τη CFDT και τον φοιτητικό συνδικαλισμό.
Στις 27 Μαΐου, αυτές οι δυνάμεις συγκεντρώνονται στο στάδιο του Σαρλετί. Συμμετέχουν 50.000 άτομα, κατά μεγάλο ποσοστό φοιτητές, από όλες τις οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς (με εξαίρεση την 22 Μάρτη), και υπάρχει μία σημαντική εργατική παρουσία. Δύο μέρες μετά, ο Μαντές Φρανς, που είχε συμμετάσχει στη συγκέντρωση, πρόβαλε την υποψηφιότητά του για τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης με την υποστήριξη της Αριστεράς.
Στη συγκέντρωση του Σαρλετί, η CGT απαντά αμέσως. Στις 29 Μαΐου, καλεί μία διαδήλωση στην πλατεία της Βαστίλλης. Αν στο Σαρλετί μαζεύτηκαν 50.000, στη Βαστίλη βρέθηκαν 500.000. Η αριθμητική αρκεί για να αποκαταστήσει έναν συσχετισμό δυνάμεων που η εργατική απόρριψη των συμφωνιών της Γκρενέλ έμοιαζε να έχει ανατρέψει.
Οι χωριστές συμφωνίες
Αυτό εκμεταλλεύεται ο Ντε Γκολ: στις 27 Μαΐου συμβουλεύεται την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων στη Γερμανία– προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους στην περίπτωση που θα φτάσει σε αναμέτρηση με το κίνημα. Στις 30, ενώ το Παρίσι περικυκλώνεται από τον στρατό, στα Ηλύσια Πεδία πραγματοποιείται μία διαδήλωση 500.000 ατόμων που είχαν κληθεί από το καθεστώς, με τρίχρωμες σημαίες. Ο Ντε Γκολ αναγγέλλει στο ραδιόφωνο ότι το δημοψήφισμα θα γίνει και ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι διατεθειμένος να φύγει· πως είναι πια καιρός να οργανωθεί η δράση των πολιτών, δηλαδή η κινητοποίηση της Δεξιάς ενάντια στην κομμουνιστική απειλή. «Η Δημοκρατία δεν θα παραιτηθεί». Διαλύει το κοινοβούλιο και προκηρύσσει εκλογές για τις 23 Ιουνίου.
Την 1η Ιουνίου, η αστυνομία διαλύει βίαια μία κατάληψη, αυτή των σιδηροδρομικών στο στον Σταθμό της Λιόν1, και βάζει στη θέση τους απεργοσπάστες, μέλη μίας «Επιτροπής Πολιτών». Πρόκειται για μία επιχείρηση που θα επαναληφθεί πολλές φορές τις επόμενες μέρες.
Από τις 2 Ιουνίου και μετά, ακολουθούν χωριστές συμφωνίες. Πρώτη είναι εκείνη των εθνικοποιημένων τομέων του φωταερίου και του ηλεκτρισμού· ακολουθούν οι χαρτοποιίες, τα διυλιστήρια, οι εργάτες γης, τα παπουτσίδικα, οι υφαντουργίες, τα υαλουργεία. Οι εργάτες των μεταφορών απορρίπτουν μία συμφωνία που προβλέπει αυξήσεις γύρω στο 13%. Αλλά στις 6 Ιουνίου υποχρεώνονται να επιστρέψουν στη δουλειά οι σιδηροδρομικοί, ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού των αστικών μεταφορών και των ταχυδρομικών, οι τραπεζικοί, οι εργάτες των καπνοβιομηχανιών, με συμφωνίες που προβλέπουν αυξήσεις κλιμακούμενες χρονικά, που κυμαίνονται από 12 έως 17%, μειώσεις στο ωράριο εργασίας, που δεν ξεπερνούν τις δυόμισι ώρες την εβδομάδα, και κάποιες περιθωριακές βελτιώσεις σε σχέση με τις αργίες. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, οι συζητήσεις που γίνονται πάνω στις συμφωνίες με τη βάση των εργατών από τα συνδικάτα αποτελούν αντικείμενο διαμάχης και χειραγώγησης από την πλευρά των συνδικάτων. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, οι συμφωνίες έρχονται σαν αποτέλεσμα της άμεσης πίεσης της αστυνομίας και των Επιτροπών Πολιτών, που οργανώνουν τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς.
Η επίθεση στα εργοστάσια
Εξακολουθούν ακόμα να παλεύουν οι 750.000 μεταλλουργοί της περιοχής του Παρισιού.
Η επίθεση εναντίον τους αρχίζει στο εργοστάσιο της Ρενό στη Φλεν, το πιο απομονωμένο και το λιγότερο προστατευόμενο εξαιτίας της απόλυτης αριθμητικής υπεροχής των μεταναστών εργατών.
Χίλιοι αστυνομικοί διαλύουν τις απεργιακές επιτροπές, αλλά δεν κατορθώνουν να επαναφέρουν στη δουλειά παρά μόνο χίλιους εργάτες. Την επόμενη μέρα, η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται αλλά αυτή τη φορά, σε υπεράσπιση των εργατών, έχουν έρθει, με ό,τι μέσο διέθεταν και σπάζοντας τα μπλόκα, που είχαν αποκόψει κάθε επικοινωνία με το Παρίσι, χιλιάδες φοιτητές. Η μάχη διαρκεί όλη την ημέρα και φτάνει μέχρι το γειτονικό κέντρο της Ελιζαμπετβίλ. Οι εργάτες που είχαν μπεί στη δουλειά βγαίνουν και πάλι έξω και συνεχίζουν την απεργία. Η μάχη της Φλεν κράτησε μέχρι τις 11 Ιουνίου. Σ’ αυτή, πεθαίνει από πνιγμό, και αφού κυνηγήθηκε και ρίχτηκε στον Σηκουάνα από τους αστυνομικούς, ένας φοιτητής 18 χρόνων, ο Ζιλ Τοτέν. Πρόκειται για τον τρίτο διαπιστωμένο θάνατο του Μάη. Την ίδια μέρα, σκοτώθηκαν δύο άλλοι εργάτες στο Σοσό, στη διάρκεια μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε 3.000 αστυνομικούς και 8.000 εργάτες, μπροστά στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Πεζό.
Όταν η αναγγελία του θανάτου του Ζιλ φτάνει στο Καρτιέ Λατέν, στήνονται για τελευταία φορά οδοφράγματα, και η φοιτητική διαδήλωση κατορθώνει να περάσει τον Σηκουάνα και να διασχίσει το κέντρο του Παρισιού.
Αλλά μετά τις μάχες της Φλεν και του Σοσό, η κατάσταση επιδεινώνεται. Ανάμεσα στις 12 και 13 Ιουνίου, η κυβέρνηση θέτει εκτός νόμου 12 οργανώσεις της επαναστατικής άκρας Αριστεράς. Χρησιμοποιεί γι’ αυτό έναν νόμο του 1936 που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου για να χτυπήσει παραστρατιωτικές δυνάμεις των κομμάτων της Δεξιάς. Στις 16 Ιουνίου εκκενώνεται με τη βία η Σορβόνη.
Ούτε το ΚΚΓ ούτε το PSU κινητοποιούνται ενάντια σ’ αυτά τα μέτρα· εν μέρει τα ήθελαν, όπως τη διάλυση των επαναστατικών οργανώσεων, εν μέρει έχουν πια τα μάτια τους καρφωμένα στην προεκλογική εκστρατεία, που αρχίζει στις 9 Ιουνίου.
Ο θρίαμβος του Ντε Γκολ
Στις 18 Ιουνίου, ξαναπιάνουν δουλειά μπαίνοντας στο εργοστάσιο με πορεία και την κόκκινη σημαία μπροστά, οι εργάτες στο Σεν-Ντενί. Στις 20, η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται στην Πεζό του Σοσό, στο λιμάνι της Μασσαλίας, στην Μπερλιέ του Λεμάν, στη σιδηρουργία της Δουνκέρκης. Το τελευταίο μεγάλο εργοστάσιο που παραμένει κατειλημμένο είναι η Σιτροέν.
Την ίδια στιγμή, οι ξένοι και οι μετανάστες εργάτες συλλαμβάνονται και στέλνονται κατευθείαν στα φασιστικά καθεστώτα από όπου είχαν διαφύγει. Ο Ντε Γκολ θα μπορέσει να γιορτάσει τον θρίαμβό του.
Οι ομάδες της επαναστατικής Αριστεράς έχουν ρίξει από καιρό το σύνθημα της αποχής. Οι εργάτες της περιφέρειας του Παρισιού απέχουν σε ποσοστά που φτάνουν το 40%. Το ΚΚΓ χάνει 3%. Η Ομοσπονδία της Αριστεράς 1%, το κέντρο 2%, το PSU, που είχε εν μέρει πάρει τη θέση της επαναστατικής Αριστεράς, κερδίζει μόνο ένα θλιβερό 1%. Το γκολικό κόμμα περνάει από το 38% στο 46% των ψήφων.
«Δέκα χρόνια είναι αρκετά»; Και όμως θα ακολουθήσουν άλλα δέκα, χωρίς ακόμα να έχουμε τελειώσει.
Η εισβολή στην Πράγα
Καταφθάνουν τα τεθωρακισμένα
Αν το πρόγραμμα του ’68 ήταν να κάνει διάφανη την κοινωνική πραγματικότητα σε όλες τις πλευρές της και να αποκαλύψει τις σχέσεις κυριαρχίας που τη διαπερνούν, η σοβιετική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας οδηγεί στην ολοκλήρωση αυτού του στόχου.
Τη νύχτα της 20ης προς την 21η Αυγούστου, τα στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, που είχαν συγκεντρωθεί τις προηγούμενες μέρες στα σύνορα της χώρας, εισβάλλουν στην Τσεχοσλοβακία. Η μακριά φάλαγγα των τεθωρακισμένων φτάνει στην Πράγα τις πρώτες ώρες της επόμενης μέρας.
Η ένοπλη επέμβαση αποφασίστηκε στις 18 Αυγούστου, σε μία μυστική συνάντηση ανάμεσα στον Μπρέζνιεφ, πρώτο γραμματέα του ΚΚΣΕ, και τους πρωθυπουργούς της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Λαϊκοδημοκρατικής Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Αυτή η συνάντηση ήταν η τελευταία μιας σειράς συνδιασκέψεων και δημόσιων πρωτοβουλιών, μέσα από τις οποίες η σοβιετική κυβέρνηση και οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας προσπαθούσαν να ασκήσουν κάθε είδους πίεση πάνω στους Τσεχοσλοβάκους ηγέτες, για να τους αποσπάσουν εγγυήσεις πως η επανάσταση από τα πάνω, που ’χε ξεκινήσει με την «Άνοιξη της Πράγας», θα τεθεί υπό έλεγχο.
Στην Κεντρική Επιτροπή
Παρά τις προετοιμασίες αυτές, η εισβολή βρήκε εντελώς απροετοίμαστους τους Τσεχοσλοβάκους ηγέτες, οι οποίοι προσπαθούσαν να αντισταθούν στις αυξανόμενες σοβιετικές πιέσεις με μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Αλλά τόσο αυτή όσο και οι ίδιες οι ρεφορμιστικές κατευθύνσεις της «νέας πορείας» συναντούσαν ένα αξεπέραστο όριο στην άρνησή τους να βάλουν στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της βίας.
Ο σοσιαλισμός στην Τσεχοσλοβακία εδραιώθηκε κάτω από το πέλμα του σοβιετικού στρατού κατοχής: η δύναμη του τσεχοσλοβάκικου κράτους βρίσκεται στη Μόσχα. Γι’ αυτό και στη μία το πρωί της 21ης Αυγούστου, δύο ώρες αφότου οι δυνάμεις του Συμφώνου είχαν διαβεί τα σύνορα, και μία ώρα από τη στιγμή που το πληροφορήθηκαν οι Τσεχοσλοβάκοι ηγέτες, το Πρεζίντιουμ της Κεντρικής Επιτροπής του τσεχοσλοβάκικου κομμουνιστικού κόμματος διέταξε τα στρατεύματα να μην αντιταχθούν στην εισβολή και κάλεσε τον λαό να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
Το Πρεζίντιουμ συνεδρίαζε από τις 2 το απόγευμα, αγνοώντας αυτό που επρόκειτο να συμβεί· μόνο τρία από τα μέλη του, που βρίσκονταν σε συνεχή τηλεφωνική επαφή με τη Μόσχα, προσπαθούσαν μέχρι την τελευταία στιγμή να ανατρέψουν τον γραμματέα του κόμματος, Ντούμπτσεκ, για να γίνει αποδεκτή η επικείμενη εισβολή. Στις 4 το πρωί, τα σοβιετικά στρατεύματα εισβάλλουν στην έδρα της Κεντρικής Επιτροπής και θέτουν τέλος στη συνεδρίαση του Πρεζίντιουμ. Ο Ντούμπτσεκ, ο Τσέρνικ και ο Σμκρόφσκι —οι κυριότεροι ηγέτες της «νέας πορείας»— συλλαμβάνονται.
Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Σβόμποντα, ο γέρος ήρωας της αντιναζιστικής αντίστασης, αρνείται να διορίσει μια νέα κυβέρνηση. Η φιλοσοβιετική πτέρυγα του ΚKT δεν βρίσκει άτομα διατεθειμένα να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η ανώτατη διοίκηση των στρατευμάτων κατοχής δίνει ένα τελεσίγραφο· διατάζει να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση μέσα σε 24 ώρες. Δεν γίνεται τίποτα.
Το 14ο Συνέδριο του ΚΚΤ
Στις 22 Αυγούστου, με πρωτοβουλία της Επιτροπής της Πράγας, συνέρχεται το 14ο Συνέδριο του ΚKT (που επρόκειτο να διεξαχθεί τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου και για να το εμποδίσουν αποφάσισαν την επέμβαση οι σοβιετικοί ηγέτες), παράνομα, σε ένα εργοστάσιο στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, υπό την προστασία των εργατών.
Το έκτακτο συνέδριο διαρκεί μόνο μία μέρα και κλείνει με την ψήφιση ενός κειμένου που αποδέχεται τη «νέα πορεία», με μία έκκληση στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία και την αυτονομία του τσεχοσλοβάκικου κόμματος· και με την εκλογή μιας νέας Κεντρικής Επιτροπής, που συνέρχεται το ίδιο βράδυ.
Έχοντας αποτύχει να νομιμοποιήσουν τη στρατιωτική κατοχή με ένα πραξικόπημα στο εσωτερικό του Πρεζίντιουμ του ΚKT, οι σοβιετικοί ηγέτες προσπαθούν τώρα να το καταφέρουν ανοίγοντας διαπραγματεύσεις με τους ηγέτες της «νέας πορείας», τους οποίους είχαν μεταφέρει στη Μόσχα. Κι αυτή τη φορά θα πετύχουν. Μετά από διαπραγματεύσεις τριών ημερών, ο Σβόμποντα, ο Τσέρνικ, ο Σμρκόφσκι και ο Ντούμπτσεκ δέχονται τη συνθηκολόγηση. Μόνο ο Κρίγκελ, πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου, αρνείται να συγκατατεθεί και γι’ αυτό διαγράφεται από την Κεντρική Επιτροπή, μαζί με άλλους «προοδευτικούς» ηγέτες.
Το πρωτόκολλο της συμφωνίας, που μεταδόθηκε από το Ράδιο-ΙΙράγα στις 27 Αυγούστου, επικυρώνει την κατοχή της χώρας και ακυρώνει το 14ο Συνέδριο, καθώς και τη νέα Κεντρική Επιτροπή που είχε εκλέξει, με την εκπληκτική δικαιολογία ότι δεν είχαν συμμετάσχει σε αυτό ο γραμματέας του κόμματος και ορισμένοι ηγέτες του Πρεζίντιουμ, αυτοί που ήταν αιχμάλωτοι στη Μόσχα!
Οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’50
Η ιστορία της εργατικής τάξης της Τσεχοσλοβακίας δεν διαφέρει στις αδρές γραμμές της από εκείνη των άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Ο «σοσιαλισμός» είναι προϊόν ενός πραξικοπήματος, που οργανώθηκε υπό την αιγίδα του σοβιετικού στρατού, οδηγώντας στην ολοκλήρωση της διαίρεσης του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, διαίρεση της οποίας τα προκαταρκτικά θεμέλια μπήκαν στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης γνωρίζουν την ανάπτυξη των εργατικών εξεγέρσεων που, από το Βερολίνο μέχρι το Πότσδαμ και τη Βουδαπέστη, απειλούν να αμφισβητήσουν ριζικά την πολιτική πραγματικότητα των λαϊκών δημοκρατιών, μέσω των οποίων η Σοβιετική Ένωση οικοδομεί τη δική της ζώνη ασφαλείας απέναντι στη Δύση.
Οι Τσεχοσλοβάκοι εργάτες ανοίγουν αυτή τη σειρά των εξεγέρσεων: πρώτη είναι η εξέγερση στις 2 Απριλίου του 1953, στο Πίλσεν, για την καταστολή της οποίας χρειάστηκε η επέμβαση του στρατού. Από τότε, η κοινωνική ειρήνη διασφαλίζεται με μία σειρά ανταλλάγματα, ανάλογα μ’ αυτά που ισχύουν ήδη από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση: ένας προοδευτικός περιορισμός της πίεσης από τα πάνω στην αποδοτικότητα των εργατών, με αντάλλαγμα την απομόνωσή τους σ’ έναν αυξανόμενο κοινωνικό διαχωρισμό.[ ]
Φιλελευθεροποίηση και αποτελεσματικότητα
Ο ρεφορμισμός, που ριζώνει στη Σοβιετική Ένωση στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 και που, από κει, ξαπλώνεται στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στοχεύει ακριβώς στο να σπάσει αυτή την ισορροπία μέσω μίας σειράς διαχειριστικών μεταρρυθμίσεων που θα ξαναδώσουν αποτελεσματικότητα στις δυνάμεις της αγοράς, αναγνωρίζοντας την αξία των μηχανισμών της: κέρδος, υλικά κίνητρα, αποκεντρωμένη διαχείριση των επιχειρήσεων.
Κύριος στόχος αυτού του εγχειρήματος είναι η χαμηλή αποδοτικότητα της εργασίας των εργατών.
Για να καταπολεμηθεί όμως αυτή, πρέπει ταυτόχρονα να αμφισβητηθεί ο δεύτερος όρος της κοινωνικής ισορροπίας: η αυστηρή στεγανοποίηση της κοινωνίας. Το λιώσιμο των πάγων και η φιλελευθεροποίηση που, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, συνοδεύουν στη Σοβιετική Ένωση το άνοιγμα στη δυτική τεχνολογία και οργάνωση της εργασίας (όπως δείχνει το παράδειγμα της εγκατάστασης της Φίατ στο Τολιάτιγκραντ), είναι δύο όψεις αυτής της διαδικασίας.
Αν η αύξηση της εργατικής παραγωγικότητας είναι ο βασικός στόχος, τα μέσα που χρησιμοποιούνται γι’ αυτό συγκεκριμενοποιούνται για την ώρα στην προώθηση της τεχνικο-επιστημονικής επανάστασης, στην εκπαίδευση των μαζών, στα πανεπιστήμια. Σ’ ένα επίσημο εγχειρίδιο προπαγάνδισης των ιδεών των νέων ηγετών, οι φοιτητές χαρακτηρίζονται με τους ίδιους όρους που χρησιμοποιούνται και στη Δύση: «ανθρώπινο κεφάλαιο», «επένδυση στον άνθρωπο».
Σε μία στιγμή κρίσης νομιμοποίησης της παλιάς εξουσίας, που δεν κατορθώνει να επιβιώσει, αλλά και της νέας, που δεν έχει προλάβει ακόμα να εδραιωθεί, το καθήκον νομιμοποίησης της συνέχειας της εξουσίας ανατίθεται στην αυθεντία της επιστήμης και στον διαχωρισμένο χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Εξ ου και ο ρόλος των φοιτητών και των διανοουμένων, η μεταβολή του πανεπιστημίου σε σημείο κρίσης της γενικότερης ισορροπίας και η εμφάνιση, κυρίως ανάμεσα στους φοιτητές, ενός μαζικού κινήματος, που τείνει να εξαπλωθεί και να διαλύσει την ιδιαιτερότητά του μέσα σε μία ευρύτερη κινητοποίηση.
Αν, μέσα στο «κράτος-οδηγό» του σοβιετικού μπλοκ, το κίνημα αυτό βρίσκεται κάτω από αυστηρό έλεγχο και δεν ξεπερνάει ποτέ κάποιους δειλούς πειραματισμούς, όσο προχωράει προς την περιφέρεια της αυτοκρατορίας τόσο περισσότερο υπεισέρχονται και κυριαρχούν, μέσα σ’ αυτή την αλλαγή διαχείρισης, οι φυγόκεντρες τάσεις: η φιλελευθεροποίηση κυριαρχεί πάνω στην αποτελεσματικότητα. Πράγματι, η τσεχοσλοβάκικη «νέα πορεία» ανοίγει ένα δρόμο, που, δίχως την επέμβαση των σοβιετικών τεθωρακισμένων, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πού θα κατέληγε.ε
Τα γεγονότα του Στράχοβ
Η μάχη των φοιτητών κατά της κρατικής γραφειοκρατίας παίρνει τη μορφή κινήματος μόνο το 1967, όπως άλλωστε και σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Πράγματι, οι φοιτητές και οι μαθητές συγκροτούν τον κύριο συνομιλητή, τη μαζική βάση, αυτού του «κόμματος» των διανοουμένων, που κατορθώνει να επιταχύνει τους χρόνους και τις μορφές της «νέας πορείας», παρεμβαίνοντας με αυτόνομο τρόπο στη σύγκρουση ανάμεσα σε συντηρητικούς και ανανεωτές, σύγκρουση που η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος και του κράτους θέλει να περιορίσει στους ηγετικούς κύκλους και τους θεσμούς.
Το κίνημα εισβάλλει στην πολιτική σκηνή της Πράγας με τα γεγονότα του Στράχοβ, στις 31 Οκτωβρίου του ’67. Μία διαδήλωση των φοιτητών του Πολυτεχνείου, που διαμαρτύρονται για τις συνθήκες υγιεινής και ζωής στις φοιτητικές εστίες, δέχεται την επίθεση της αστυνομίας. Σύμφωνα με το χρονικό της υπόθεσης, οι φοιτητές φώναζαν «Θέλουμε φως!», επειδή στις αίθουσες δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, και η αστυνομία ερμήνευε αυτό το σύνθημα σαν ένα αίτημα «να μάθουν περισσότερα» σχετικά με το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην ηγεσία του κόμματος. Το πιθανότερο είναι πως η διπλή σημασία αυτού του αιτήματος δεν διέφευγε ούτε από τους μεν ούτε από τους δε.
Μετά τη διαδήλωση, σε όλες τις σχολές, γίνονται συγκεντρώσεις που καταλήγουν διεκδικώντας ανοικτά τα θεμελιακά δικαιώματα που εγγυάται το Σύνταγμα: δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελευθερία του Τύπου, ελεύθερη κυκλοφορία μέσα στη χώρα. Ζητούν να δημοσιευθούν από τον Τύπο αυτές οι αποφάσεις· η κυβέρνηση απαντά με αναρίθμητες εισβολές και έρευνες της αστυνομίας μέσα στις εστίες, με απειλές διαγραφής των ηγετών του κινήματος, με την πλήρη απαγόρευση να χρησιμοποιούν ακόμα και τα ταμπλό ανακοινώσεων του πανεπιστημίου.
Η κυβέρνηση απέναντι στους φοιτητές
Μπροστά στην κινητοποίηση των φοιτητών, η κυβέρνηση αποκαλύπτει τον εύθραυστο χαρακτήρα της. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες, κηρύσσει σε κατάσταση ανάγκης τη δημόσια ασφάλεια, την πολιτοφυλακή και όλο τον μηχανισμό του κόμματος. Αλλά στους φοιτητές συμπαραστέκονται ο πρύτανης του πανεπιστημίου και μεγάλο κομμάτι του καθηγητικού σώματος.
Ένα ασήμαντο επεισόδιο μεταβάλλεται, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, σε κεντρικό θέμα συζήτησης για τον πληθυσμό της πόλης και αντικείμενο σύγκρουσης στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΤ, και σε διάστημα δύο μηνών οδηγεί στη διάλυση της συντηρητικής πτέρυγας. Η δυσανάλογη αντίδραση της αστυνομίας γίνεται παράδειγμα μιας μεθόδου διακυβέρνησης που δεν έχει πια μέλλον.
Αλλά τώρα πια έχει μπει σε κίνηση ένας μηχανισμός που πάει πέρα από την καταστολή της φοιτητικής κινητοποίησης και που τη χρησιμοποιεί για να προετοιμάσει τα εργαλεία που είναι απαραίτητα για να αναχαιτιστεί με τη βία η πολιτική στροφή και η εναλλαγή της ηγετικής ομάδας που έπρεπε να επικυρωθεί από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΤ η οποία θα συνερχόταν τον Δεκέμβριο.
Αφού αναβάλλεται δύο φορές στη σειρά, ησυνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής ορίζεται τελικά για τις 3 Ιανουαρίου του ‘68. Τη νύχτα της 2ας Ιανουαρίου, η ηγετική ομάδα, που είναι δεμένη με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και γραμματέα του κόμματος, Noβότνι, οργανώνει ένα πραξικόπημα για να εμποδίσει την καθαίρεσή του. Το σχέδιο προβλέπει τη σύλληψη άλλων χιλίων στελεχών της «νέας πορείας» και την κήρυξη της πρωτεύουσας σε κατάσταση πολιορκίας.
Την τελευταία όμως στιγμή ο μηχανισμός δεν πυροδοτείται, ούτε και η απειλή που αντιπροσωπεύει είναι αρκετή για να εμποδίσει την αντικατάσταση του Noβότνι από τον Ντούμπτσεκ στη γραμματεία του κόμματος.
Από το πανεπιστήμιο στα εργοστάσια
Η αποκάλυψη αυτής της συνομωσίας συνοδεύει όλη την πρώτη φάση της «νέας πορείας», μέχρι την καθαίρεση του Νοβότνι και από την Προεδρία της Δημοκρατίας (τον Μάρτιο). Τον Απρίλιο, παίρνεται η απόφαση να ανοίξουν και πάλι όλες οι πολιτικές δίκες που είχαν διεξαχθεί κάτω από το προηγούμενο καθεστώς. Αυτό αποτελεί και το κυριότερο σημείο ρήξης με το παρελθόν, στο οποίο οι ηγέτες της «νέας πορείας» υποχρεώνοναι υπό την πίεση του κινήματος.
Οι δομές συζήτησης του κινήματος μεταβάλλονται σε μόνιμα όργανα. Μετά από μια φάση εσωτερικού διαλόγου, που χαρακτηρίζει τους πρώτους μήνες της «νέας πορείας», οι φοιτητές της Πράγας θέτουν στο κέντρο των πρωτοβουλιών τους την προσπάθεια σύνδεσης με την εργατική τάξη.
Μετά τις 14 Μαρτίου, το κίνημα, που τώρα πια έχει αυτονομηθεί πλήρως από τις γραφειοκρατικές δομές της ένωσης της τσεχοσλοβάκικης νεολαίας, απευθύνει μια ανοιχτή επιστολή στους εργάτες. Στη συνέχεια, σχηματίζει αντιπροσωπίες και ομάδες προπαγάνδας, που πηγαίνουν στα εργοστάσια για να καλέσουν τους εργάτες να συμμετάσχουν στη μάχη για τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Έτσι, χάρη σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες, ανοίγει ένας διάλογος σε μαζικό επίπεδο πάνω στη σημασία της φιλελευθεροποίησης, τις επιπτώσεις της, τις νέες μορφές διαχείρισης που αυτή η φιλελευθεροποίηση πρέπει να προωθήσει.
Το κόμμα των διανοουμένων
Η από τα κάτω παρέμβαση του κινήματος σε μια διαδικασία που εξελίσσεται κατά κύριο λόγο σαν επανάσταση από τα πάνω, προετοιμάζεται από την πάλη των διανοουμένων που δίνεται στο τέταρτο συνέδριο των τσεχοσλοβάκων συγγραφέων.
Σ’ αυτό το συνέδριο, η αριστερή πτέρυγα εμφανίζεται οργανωμένη και θέτει σε συζήτηση τα ίδια τα θεμέλια του κοινωνικού συστήματος και του κρατικού μηχανισμού που κυβερνά το τσεχοσλοβάκικο κράτος. Αυτή η παρέμβαση σφραγίζει την έναρξη της «νέας πορείας» σε ό,τι αυτόνομο διαθέτει.
Η καταγγελία της εξουσίας, των μορφών οργάνωσης και διαιώνισής της, επαναλαμβάνει σε πολλές περιπτώσεις τα θέματα που βρίσκουμε στις αναλύσεις των δυτικών φοιτητικών κινημάτων: διοίκηση, υποταγή, συνεργασία, διαφθορά, είναι οι κεντρικοί άξονες της «ανθρώπινης εκπαίδευσης», που προωθούνται όχι μόνο από το σύστημα εκπαίδευσης, αλλά και από την κουλτούρα και όλο τον γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό που κυριαρχεί στη χώρα.
Η προσπάθεια είναι να έρθει στο φως της ημέρας μια αντίθεση ανάμεσα σε μάζες και εξουσία που να προχωρά πέρα από μια απλή εναλλαγή διευθυντικού τύπου της ηγετικής ομάδας.
Τα συμβούλια των εργαζομένων
Η πιο έκδηλη και σημαντική έκφραση αυτής της διαδικασίας είναι η εξέλιξη των «συμβουλίων των εργαζομένων».
Επινοήθηκαν από τους τεχνοκράτες της «νέας πορείας», με σκοπό την αποτελεσματικότητα, σαν «συμβούλια της επιχείρησης», με προορισμό να βοηθήσουν τη διεύθυνση στη διαχείριση του εργοστασίου, έτσι ώστε να το κάνουν πιο δεκτικό στα προβλήματα που θα δημιουργούσε η μεταρρύθμιση της οργάνωσης της εργασίας. Αλλά, κάτω από την ώθηση της ελευθεριακής ιδεολογίας που διαπνέει το κόμμα των διανοουμένων, των φυγόκεντρων δυνάμεων που διαπερνούν τη νέα πολιτική ηγεσία και, κύρια, της εργατικής πρωτοβουλίας, που αρχίζει να εκδηλώνεται τον Ιούνιο, αλλά που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή κατά τους πρώτους μήνες μετά τη σοβιετική κατοχή, τα συμβούλια τείνουν να μετατραπούν σε σημείο στήριξης ενός αυτοδιαχειριστικού σχεδίου που ερμηνεύει τη φιλελευθεροποίηση και την αποκέντρωση σαν μία εκ νέου απόδοση των εργοστασίων στους εργαζόμενους.
Βέβαια, το συγκεκριμένο σχέδιο δεν θα δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη, αλλά αυτό είναι που αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους σοβιετικούς ηγέτες και που μετά την εισβολή θα αποτελέσει τον προνομιακό στόχο της διαδικασίας ομαλοποίησης. Η κατάργηση των συμβουλίων των εργαζομένων από τις δυνάμεις κατοχής δεν θα επιβληθεί χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Η δημιουργία τους και η υπεράσπιση της ύπαρξής τους (συχνά περισσότερο τυπική παρά πραγματική) γίνονται αντικείμενο μιας «μονομαχίας» ανάμεσα στην υπεράσπιση των τελευταίων χώρων αυτονομίας και τη σιδερένια φτέρνα των σοβιετικών εισβολέων. Μέχρι που, τον Απρίλιο του ’69, απαγορεύεται οριστικά η δημιουργία νέων συμβουλίων, ενώ τα ήδη υπάρχοντα μπαίνουν στο ψυγείο, και ο Ντούμπτσεκ, έχοντας μεταβληθεί από καιρό σε άχρηστο ανδρείκελο στα χέρια των κατακτητών, αποπέμπεται για να δώσει τη θέση του στον Χούζακ. Η —σοσιαλιμπεριαλιστική— τάξη επιστρέφει στην Πράγα.
από τον πολιτικό αγώνα στην ετεροδοξία
Εξέγερση ενάντια στην «κόκκινη αστική τάξη»
Η Τσεχοσλοβακία δεν είναι η μοναδική χώρα της Ανατολικής Ευρώπης όπου εμφανίζεται το κίνημα του ’68. Στο πρώτο μισό του Ιούνη, ξέσπασε στη Γιουγκοσλαβία μία μικρή πολιτιστική επανάσταση ανάμεσα στους φοιτητές του Βελιγραδίου, που θα φτάσει να θέσει ανοιχτά υπό κατηγορία το καθεστώς και την «κόκκινη αστική τάξη» του, χωρίς όμως να κατορθώσει να ξεπεράσει τους τοίχους του πανεπιστημίου. Η εξέγερση αρχίζει στις 2 Ιουνίου, στη διάρκεια μιας γιορτής στο Νόβι Μπέογκραντ, ένα αποκεντρωμένο συγκρότημα κατοικιών, στην οικοδόμηση του οποίου συμμετείχαν ορισμένες «ομάδες εργασίας» αποτελούμενες από φοιτητές. Στο Βελιγράδι το πανεπιστήμιο καταλαμβάνεται για 10 ημέρες, οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης πληθαίνουν σε άλλες πόλεις. Στο τέλος, ο Τίτο αναγκάζεται να επέμβει, «βραχυκυκλώνοντας» τη γραφειοκρατία του κόμματος, για να βρει μια λύση στη διαμάχη. Διαφορετικά, απειλεί ότι θα παραιτηθεί.
Στο κέντρο της φοιτητικής εξέγερσης βρίσκεται μια διεκδίκηση άμεσης δημοκρατίας: οι φοιτητές ζητούν να αναγνωριστούν οι συνελεύσεις και οι επιτροπές δράσης, που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της κατάληψης, σαν μόνιμες δομές αυτοδιοίκησης. Διεκδικούν την άμεση συμμετοχή τους στις έρευνες για τα γεγονότα, τον έλεγχο στην εκλογή των καθηγητών, την αποπομπή του αρχηγού της Ασφάλειας. Μονάχα αυτό το τελευταίο αίτημα θα ικανοποιηθεί αμέσως. Για τα υπόλοιπα, οι αρχές προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο. Πετυχαίνουν να σταματήσει η κατάληψη, με αντάλλαγμα τη διακοπή των μαθημάτων για εφτά μέρες ώστε να συζητηθούν τα άλλα σημεία. Στο μεταξύ προσπαθούν να αποκεφαλίσουν το κίνημα, από το οποίο μόνο ένα μικρό κομμάτι, βεβαιώνει ένα επίσημο όργανο του κόμματος, επικαλείται τη «σκέψη του Μάο».
Ωστόσο, το ζήτημα του εξτρεμισμού αντιμετωπίζεται στην Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης των Κομμουνιστών, στις 16 Ιουλίου. Ενώ οι γραφειοκράτες του κόμματος ξεκινούν μια σειρά επίσημων συναντήσεων με τους αντιπροσώπους των φοιτητών και των καθηγητών, ο Τύπος της Αριστεράς κατάσχεται και φιμώνεται. Το επίσημο όργανο του κόμματος ρίχνει το σύνθημα «να διαλύσουμε τους διαφωνούντες». Η κατοχή της Πράγας προσφέρει στο καθεστώς τη νομιμοποίηση που χρειάζεται για να επιβάλει τη σιδερένια πυγμή του στους αγώνες των φοιτητών.
Το κίνημα των φοιτητών της Βαρσοβίας
Τα ίδια συμβαίνουν, με πολύ πιο οξυμένη μορφή, στη Βαρσοβία. Εδώ, στις 8 Μαρτίου του ’68, αρχίζει η εξέγερση. Πυροδοτείται —όπως στα χρόνια του ιταλικού Risorgimento— από μια θεατρική παράσταση. Οι θεατές αναγνωρίζουν σε αυτή μία έκκληση στην εθνική ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση και ξεσπάνε σε ξέφρενα χειροκροτήματα. Η παράσταση απαγορεύεται.
Την επόμενη μέρα, όμως, οι φοιτητές της Βαρσοβίας καταλαμβάνουν το πανεπιστήμιο. Στις συνελεύσεις τίθεται αμέσως το πρόβλημα της σχέσης με τους εργάτες. Τις συζητήσεις κατευθύνουν κάποιοι διανοούμενοι μαρξιστικής διαμόρφωσης, που έχουν ήδη γνωρίσει τις φυλακές του καθεστώτος. Οι φοιτητές ζητούν κατάργηση της λογοκρισίας, ελευθερία του Τύπου και ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Αποφασίζεται να μεταφερθεί η δράση γύρω από αυτά τα θέματα στα εργοστάσια.
Οι φοιτητές κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις στον δρόμο. Ζητούν τη συμπαράσταση των εργατών. Φωνάζουν: «Δεν υπάρχει ψωμί χωρίς ελευθερία». Η απήχηση του αγώνα στον πληθυσμό της Βαρσοβίας είναι μεγάλη. Μα από τα εργοστάσια δεν έρχεται καμία απάντηση.
Σε λιγότερο από δύο μήνες, το καθεστώς ξαναπαίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Το μέσο γι’ αυτό είναι μια αντισιωνιστική καμπάνια ναζιστικού τύπου: μεγάλο κομμάτι των φοιτητών και των διανοουμένων προέρχεται από τον εβραϊκό πληθυσμό των μεσοστρωμάτων της πόλης.
Πριν από την εισβολή στην Πράγα, 20 χιλιάδες φοιτητές διαγράφονται από τα πολωνικά πανεπιστήμια και διώχνονται από τη χώρα. Το κίνημα καταστέλλεται, στον βαθμό που στερείται και την παραμικρή δυνατότητα να αναπτύξει κάποιο πλέγμα σχέσεων με τους εργάτες.
Ψωμί και ελευθερία
Ποια είναι τα θέματα αυτών των σχέσεων, μας το δείχνει η ουγγρική εμπειρία. Εδώ, ούτε το κίνημα των φοιτητών, ούτε η κινητοποίηση των εργοστασίων είναι αρκετά ισχυρά ώστε να χρειαστεί η αποφασιστική επέμβαση του καθεστώτος. Στο εσωτερικό των θεσμών αναπτύσσεται εκείνο το ιδεολογικό ρεύμα —που ωστόσο έχει την αφετηρία του όχι μόνο στον μαρξισμό, αλλά και στον σταλινισμό— που παίρνει την ονομασία «σχολή της Βουδαπέστης».
Το ενδιαφέρον για την υλική κατάσταση των εργατών είναι το σημείο αναφοράς των ριζοσπαστικών μορφών που παίρνει η κριτική στο καθεστώς. Κριτική όμως που δεν κατορθώνει να πάρει τον δρόμο της πολιτικής πρωτοβουλίας και της οργάνωσης, αλλά παραμένει στο στάδιο της κοινωνιολογικής έρευνας. Ένα από τα καλύτερα προϊόντα της, το δοκίμιο Η δουλειά με το κομμάτι του Μίκλος Χάραστι2, καρπός μιας άμεσης εμπειρίας δουλειάς στο εργοστάσιο επί δύο χρόνια, παρουσιάζει ορισμένες εκπληκτικές αναλογίες με την κριτική στην οργάνωση της εργασίας, που εκείνα τα χρόνια απασχολεί την επαναστατική Αριστερά των δυτικών χωρών, παίρνοντας ως σημείο αναφοράς του τη δομή του μισθού.
Ο αγώνας για το ψωμί και ο αγώνας για την ελευθερία της οργάνωσης είναι ταυτόσημοι. Αλλά τα καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης προσπαθούν να τους διαχωρίσουν διατηρώντας διαιρεμένους εργάτες και φοιτητές και το πετυχαίνουν.
Η εξέγερση του Γκντανσκ
Δύο χρόνια μετά την καταστολή των Πολωνών φοιτητών, τον Δεκέμβρη του ’70, ξεσπάει η εξέγερση των εργατών στα ναυπηγεία του Γκντανσκ και του Στετίνου.
Διαμαρτυρόμενοι για μια γενική αύξηση των τιμών, οι εργάτες καταλαμβάνουν τα ναυπηγεία και τα γραφεία της επιχείρησης. Στη συνέχεια, μπροστά στην καταστολή, εισβάλλουν στην πόλη, καίνε την έδρα του πολωνικού «κομμουνιστικού» κόμματος, κρεμάνε στα φανάρια πολλούς αντιπροσώπους της εργατικής πολιτοφυλακής, υπεύθυνους για χαφιεδισμό, για συλλήψεις και δολοφονίες των συντρόφων τους.
Προκειμένου να κατευναστεί η εξέγερση, επεμβαίνει άμεσα ο Γκιέρεκ, που χρησιμοποιεί τη φήμη του σαν παλιός εργάτης αγωνιστής, και τη συγκατάθεση που αποσπά από τους εργάτες, με την υπόσχεση μιας ανανέωσης του καθεστώτος, για να αντικαταστήσει τον Γκομούλκα στην ηγεσία του κόμματος.
Φοιτητές και διανοούμενοι παρακολουθούν παθητικά την έκρηξη και την εξέλιξη της εξέγερσης. Το κίνημα δεν υπάρχει πια. Το πλέγμα των νέων σχέσεων εξουσίας και επικοινωνίας, που αλλού έχει κατορθώσει να αναπτύξει με την κοινωνία και το εργοστάσιο, εδώ —όπως και σε όλη σχεδόν την Ανατολική Ευρώπη— έχει κοπεί.
Η υλική βάση της μαζικής συνεύρεσης ανάμεσα σε εργάτες και φοιτητές, της γέννησης μιας επαναστατικής Αριστεράς, της πολιτικής —όχι σαν διαχείρισης των υπαρχόντων θεσμών, αλλά σαν «τρόπου ζωής» και πρακτικής κριτικής της λειτουργίας τους— δεν υπάρχει πια.
Ένας άλλος δρόμος
Το πραγματικό κίνημα θα πάρει έναν άλλο δρόμο. Έναν δρόμο που θα δει το φως της ημέρας ακριβώς στην Πολωνία, περιφερειακή ζώνη και σημείο της εντονότερης κρίσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας, εφτά χρόνια αργότερα.
Πρόκειται για τη συνάντηση ανάμεσα σε εργάτες και διαφωνούντες διανοούμενους: οι πρώτοι είναι πρωταγωνιστές μιας νέας μεγαλειώδους εξέγερσης στα εργοστάσια της Βαρσοβίας. οι δεύτεροι, υπομονετικοί υφαντές ενός δικτύου αντιπληροφόρησης και προσωπικών επαφών, που διαπερνά όλους τους θεσμούς και ραγίζει από τα μέσα τη συνοχή του καθεστώτος.
Αλλά δεν πρόκειται πια για συνάντηση, σε μαζικό επίπεδο, ανάμεσα σε κινήματα που αναζητούν τον δρόμο για να ξεπεράσουν το καθένα τα δικά του όρια. Είναι ένας ιστός αράχνης ατομικών επαφών που διαπερνά τις πιο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: σ’ αυτόν, ο καθένας συμμετέχει προσωπικά και σε σχέση με τα σημεία στα οποία συμφωνεί με τους συνομιλητές του. Μία άτυπη οργάνωση (χωρίς καταστατικά, χωρίς ηγέτες, χωρίς γενικό πρόγραμμα, χωρίς πειθαρχία, χωρίς μια εικόνα του εαυτού της, ούτε δημόσια, ούτε παράνομη) που επικαλείται τους νόμους μόνο για να δείξει τη συστηματική παραβίασή τους από την πλευρά του καθεστώτος και την αυθαιρεσία στην οποία στηρίζει την εξουσία του.
Πρόκειται για μια δομή που, με μικρές διαφορές, αναπαράγει εκείνη των σαμιζντάτ: τη μορφή που παίρνει η αντίθεση στο καθεστώς στη Σοβιετική Ένωση από το ’68 και μετά. [ ]
Από το Τόκυο στο Μπελφαστ
Οι Ζενγκακούρεν
Το πρώτο φοιτητικό κίνημα για το οποίο γίνεται λόγος, μετά τον πόλεμο, είναι το γιαπωνέζικο. Οργανωμένο σε μία συνομοσπονδία όλων των αντιπροσωπευτικών οργανισμών των πανεπιστημίων της χώρας (Ζενγκακούρεν: μια λέξη που για χρόνια θα είναι συνώνυμο του εξτρεμιστή, στο στόμα όλων των γραφειοκρατών του επίσημου εργατικού κινήματος της Δύσης), περνάει στο προσκήνιο αμέσως μετά τον πόλεμο.
Αλλά μόνο κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 το κίνημα καταφέρνει να ξαναρχίσει τον αγώνα μέσα στο πανεπιστήμιο.
Το ’66, πέντε μήνες απεργίας των φοιτητών του πανεπιστημίου της Βαζέντα, ενάντια στην αύξηση των διδάκτρων και ενάντια στις ακαδημαϊκές αρχές, πυροδοτούν μια κινητοποίηση που ξαπλώνεται σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας και που αναπτύσσεται παράλληλα με τον αγώνα ενάντια στην εισβολή στο Βιετνάμ.
Αυτό είναι το βασικό πεδίο συνάντησης με ένα επαναστατικό κομμάτι νέων εργατών, έξω και ενάντια στη γραμμή όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων και όλων των επίσημων κομμάτων της Αριστεράς.
Η κινητοποίηση αυτή φτάνει στο αποκορύφωμά της και προαναγγέλλεται η ταυτόχρονη επίθεση στην αμερικανική πρεσβεία, στη Δίαιτα (τη γιαπωνέζικη Βουλή), στο υπουργείο Άμυνας, στην κατοικία του πρωθυπουργού, στη γενική διεύθυνση της αστυνομίας, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Σινζούκου. Αυτός ο τελευταίος είναι ο πραγματικός στόχος της ημέρας: πρόκειται για τον κεντρικό κόμβο στη μεταφορά ανθρώπων και υλικού που κατευθύνονται προς το Βιετνάμ, περνώντας από την Ιαπωνία. Φοιτητές και εργάτες αντιστέκονται στις επιθέσεις της αστυνομίας για πολλές ώρες: όταν αναγκάζονται να υποχωρήσουν, οι συγκρούσεις συνεχίζονται από προλετάριους που έχουν συγκεντρωθεί γύρω από τον σταθμό, παρά την κατάσταση πολιορκίας που επικρατεί σε ολόκληρη την πόλη. Τουλάχιστον 50 χιλιάδες άτομα παίρνουν μέρος στις συγκρούσεις. Στη μία η ώρα το πρωί, η κυβέρνηση αναγκάζεται να κηρύξει στρατιωτικό νόμο.
Ο μαχητικός χαρακτήρας των διαδηλώσεων στους δρόμους αναπαράγεται στα πανεπιστήμια: οι καταλήψεις προστατεύονται με στρατιωτικά μέσα. Το ’68, πάνω από διακόσιες σχολές μπαίνουν στον αγώνα σε όλη τη χώρα. Στο Τόκιο καταλαμβάνονται, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τόσο το πανεπιστήμιο Νίχον (το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας) όσο και το «αυτοκρατορικό» πανεπιστήμιο, απ’ όπου προέρχονται όλα τα ανώτερα στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας. Αυτό το τελευταίο το υπερασπίζουν, στις 18 και 19 Ιανουαρίου του ’69, 300 φοιτητές, οχυρωμένοι στο ψηλότερο σημείο του κτηρίου: ένα «θέαμα» που μεταδίδεται από τις τηλεοράσεις όλου του κόσμου. [ ]
Η μάχη του Ρίο ντε Τζανέιρο
Στα τέλη Ιουλίου, το φοιτητικό κίνημα ξεσπάει στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στη Βραζιλία, που γνωρίζει μια από τις πιο άγριες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής.
Στη δεκαετία του ’60, η πολιτικοποίηση των φοιτητών σε όλη την αμερικανική υποήπειρο είναι στενά δεμένη με την αίγλη που ασκεί η κουβανέζικη επανάσταση, ο καστρισμός και η βολιβιανή περιπέτεια του Τσε Γκεβάρα.
Οι ένοπλοι σχηματισμοί που παίρνουν τον δρόμο του αντάρτικου απαρτίζονται σε μεγάλο μέρος από φοιτητές, ενώ τα πανεπιστήμια αποτελούν την πιο στέρεα ενδοχώρα τους.
Αλλά γύρω στο ’68, το κίνημα παίρνει ένα μαζικό χαρακτήρα, που το κάνει να μοιάζει πολύ με εκείνα που αναπτύσσονται στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Ανάμεσα στις 18 και στις 27 Ιουλίου, στο Ρίο διεξάγεται μια σχεδόν αδιάκοπη μάχη ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομία.
Η εξέγερση αρχίζει να δημιουργεί ρήγματα στον δικτατορικό μηχανισμό (συλλαμβάνονται για συνεργασία με τους φοιτητές πολλοί αξιωματικοί, εν ενεργεία και μη). Στις 27 του μήνα, γύρω από τον αγώνα των φοιτητών φαίνεται πως έχει συσπειρωθεί ένα μέτωπο γενικευμένης αντίθεσης. Σε μία νέα διαδήλωση παίρνουν μέρος 80.000 άτομα, με μαζική παρουσία εργατών, καθηγητών, ιερέων, προσωπικοτήτων του θεάματος. Πέρα από τα συνθήματα για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση, ακούγονται τα συνθήματα «Ελευθερία», «η εξουσία στον λαό», και «φτάνει πια η δικτατορία».
Στη Λατινική Αμερική
Στο μεταξύ, το κίνημα ξαπλώνεται σε άλλες πρωτεύουσες της Λατινικής Αμερικής: Πόλη του Μεξικού, Καράκας, Μπουένος Άιρες, Μοντεβίδεο, Άγιος Δομίνικος, Μπογκοτά. Αυτή η τελευταία κηρύσσεται κατάσταση πολιορκίας επί δέκα μέρες, με μαζικές συλλήψεις και εκτοπισμούς κατοίκων από τις πιο φτωχές συνοικίες, για να μην τους δει το μάτι του πάπα Παύλου του Στ΄, που επισκέφτηκε την κολομβιανή πρωτεύουσα για να πάρει μέρος στο εκκλησιαστικό συνέδριο.
Το κίνημα επανέρχεται με μεγαλύτερη δύναμη τον Σεπτέμβρη: στις 13 του μήνα, η βραζιλιάνικη κυβέρνηση αναγκάζεται να στείλει στρατό για να καταλάβει την Μπραζίλια, προκειμένου ν’ αναχαιτίσει τις διαδηλώσεις που διεξάγονται καθημερινά, ενώ στο Μπουένος Άιρες, στη δεύτερη επέτειο της εξέγερσης της Κόρδοβας (όπου φοιτητές και εργάτες πρωταγωνίστησαν στην εκδίωξη των κυβερνητικών δυνάμεων από την πόλη), οι φοιτητές συγκρούονται με την αστυνομία επί πολλές ώρες.
Στις 26 του μήνα, οι φοιτητές του Ρίο ξανακατεβαίνουν στον δρόμο για να διαδηλώσουν ενάντια στην Παναμερικανική συνάντηση των στρατιωτικών ηγετών, ανάμεσα στις 8 και στις 10 Οκτωβρίου. Νέες συγκρούσεις με την αστυνομία μπροστά στο πανεπιστήμιο του Ρίο δείχνουν ότι τώρα πια, στις επιθέσεις και τις εφόδους της αστυνομίας, συμμετέχουν ανοιχτά οι πράκτορες της «Μαύρης Χειρός», ενός ειδικού σώματος που έχει δημιουργηθεί από την αστυνομία και είναι εξουσιοδοτημένο για κάθε είδους έγκλημα, χωρίς τον παραμικρό φόβο τιμωρίας.
Τελικά, στις 14 Οκτωβρίου, η βραζιλιάνικη κυβέρνηση καταφέρνει να βάλει χέρι στους 1200 αντιπροσώπους του κινήματος που έχουν συγκεντρωθεί σε παράνομο συνέδριο στο Σάο Πάολο. Συλλαμβάνονται όλοι. Οι αγώνες συνεχίζονται, αλλά, με το τέλος του χρόνου, η πιο έντονη φάση έχει πια τελειώσει. Εκείνο που θα την αναγκάσει να υποχωρήσει είναι τα γεγονότα της Πόλης του Μεξικού, η πιο βίαια καταστολή του φοιτητικού κινήματος που έγινε ποτέ, πριν από εκείνη στην Ταϊλάνδη, το ’76.
Στη Πόλη του Μεξικού
Στις 25 Ιουλίου, οι φοιτητές της Πόλης του Μεξικού καταλαμβάνουν την πανεπιστημιούπολη. Αρχικά μοιάζει με έναν αγώνα προορισμένο να επαναλάβει την πορεία των χιλιάδων άλλων πανεπιστημίων όλου του κόσμου. Αλλά στην Πόλη του Μεξικού έχουν προγραμματιστεί για τον ερχόμενο Οκτώβρίο οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μία επίδειξη του καθεστώτος, που ο πρόεδρος της Δημοκρατίας σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για να επιβάλει την ηγεσία της χώρας του (μιας από τις πιο υποδουλωμένες στον ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών) ανάμεσα στα φιλοδυτικά κράτη του Τρίτου Κόσμου.
Η καταστολή γίνεται αμέσως βίαιη: οι φοιτητές αντιπροσωπεύουν τη μοναδική απειλή για την κοινωνική ειρήνη μιας χώρας που, για να είναι έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων, πρέπει να αποδείξει ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.
Στις 28 Ιουλίου, granaderos (τα ΜΑΤ του Μεξικού, σ.τ.μ.) και αλεξιπτωτιστές εισβάλλουν στο κατειλημμένο πανεπιστήμιο γκρεμίζοντας τις εισόδους με μπαζούκας. Οι νεκροί φοιτητές φτάνουν τους 20.
Αυτό το γεγονός θα δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσουν οι συγκρούσεις ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομία. Κυκλοφορεί η είδηση ότι πολλοί από τους νεκρούς της προηγούμενης εβδομάδας κάηκαν στο στρατόπεδο των granaderos για να μη βρεθούν, και δηλώνονται ως εξαφανισμένοι. Το Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο αποφασίζει να σταματήσει τις εξετάσεις και τα μαθήματα από τις 12 Αυγούστου, καλεί τους εργάτες και τους αγρότες να ενωθούν μαζί του στον αγώνα, ζητά την απομάκρυνση των υπεύθυνων της δημοτικής αστυνομίας, τη διάλυση του σώματος των granaderos, την κατάργηση κάποιων φασιστικών νόμων, ανάμεσα στους οποίους και εκείνον που αναφέρεται στον «κοινωνικό εκφυλισμό» (νόμο που προαναγγέλλει, ακόμα και στο όνομα, το κυνήγι του περιθωριακού που, λίγα χρόνια αργότερα, θα αποτελέσει το στήριγμα της καταστολής ενάντια στους φοιτητές σε όλο τον κόσμο). Στις 28 Αυγούστου, μία διαδήλωση 200.000 ατόμων που πολιορκούν το προεδρικό μέγαρο, φαίνεται να επιβάλλει μία αλλαγή στην τακτική της κυβέρνησης.
Αλλά καθώς πλησιάζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο πρόεδρος επιστρέφει στην επίθεση. Στις 19 Σεπτεμβρίου, μερικές χιλιάδες στρατιώτες εισβάλλουν στο πανεπιστήμιο, κατειλημμένο εδώ και 6 βδομάδες, συλλαμβάνουν πεντακόσιους φοιτητές (που θα βασανιστούν στις φυλακές και τα στρατόπεδα) και θέτουν σε κατάσταση πολιορκίας την πανεπιστημιούπολη. Μόλις γίνεται γνωστή η επίθεση, καταλαμβάνονται δεκάδες τεχνικές σχολές και σχολεία. Για να αναχαιτίσει την εξάπλωση του αγώνα, η κυβέρνηση επιτίθεται σε πολλές σχολές, ενώ περνούν στη δράση και οι αστυνομικές ομάδες.
Οι φοιτητές, που μέχρι τότε μάχονταν με πέτρες και μπουκάλια, αρχίζουν να χρησιμοποιούν όπλα. Εμφανίζονται οι ελεύθεροι σκοπευτές, που πυροβολούν την αστυνομία από τις στέγες των σπιτιών. Ολόκληρες περιοχές της πρωτεύουσας, όπως η συνοικία Σαν Χασίντο, περνούν στα χέρια των φοιτητών και των κατοίκων. Οι διαστάσεις του αγώνα υποχρεώνουν την κυβέρνηση να έρθει σε συμφωνία: στις 27 Σεπτεμβρίου, το πανεπιστήμιο παραδίδεται πάλι στον πρύτανη.
Η σφαγή στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών
Η έναρξη του ακαδημαϊκού έτους στα πανεπιστήμια γίνεται με διαδήλωση: πέντε χιλιάδες φοιτητές, με επικεφαλής τις μητέρες των σκοτωμένων συντρόφων τους, διασχίζουν την πόλη. Οι τοίχοι γεμίζουν με συνθήματα και μανιφέστα απευθυνόμενα στους τουρίστες που καταφτάνουν για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Θέλεις να γνωρίσεις το Μεξικό; Να επισκεφτείς τις φυλακές του!». Στις γειτονιές και τα εργοστάσια αναπτύσσεται η δραστηριότητα των ομάδων προπαγάνδας των φοιτητών.
Στις 3 Οκτωβρίου, η σφαγή. Δέκα χιλιάδες φοιτητές, που έχουν συγκεντρωθεί στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, απαιτώντας την επαναλειτουργία του πολυτεχνείου και των άλλων τεχνικών σχολών, αντιμετωπίζουν τα αυτόματα του στρατού, των granaderos, και χιλίων ανδρών των ειδικών μονάδων, που βρίσκονται διάσπαρτοι μέσα στο πλήθος. Όλοι οι δρόμοι εισόδου και εξόδου από την πλατεία έχουν αποκλειστεί με τεθωρακισμένα. Το πλήθος δεν μπορεί να διαφύγει. Η σφαγή συνεχίζεται. Ο ακριβής αριθμός των νεκρών δεν θα γίνει ποτέ γνωστός. Σύμφωνα με την κυβέρνηση είναι καμιά σαρανταριά, σύμφωνα με τους φοιτητές όχι λιγότεροι από 190.
Στις 12 Οκτωβρίου, σε μία χώρα όπου το καθεστώς και ο Τύπος προσποιούνται ότι δεν έχει συμβεί τίποτα, αρχίζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Θα περάσουν στην ιστορία, όχι μόνον εξαιτίας της σφαγής στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών, αλλά και για την εκδήλωση διαμαρτυρίας των δύο μαύρων αθλητών των Ηνωμένων Πολιτειών, Κάρλος και Σμιθ, που χαιρετούν το πλήθος με υψωμένη γροθιά και με το κεφάλι σκυφτό, για να μη βλέπουν την αμερικάνικη σημαία.
Στις 23 Οκτωβρίου, τέσσερις μήνες μετά, το Εθνικό Απεργιακό Συμβούλιο αποφασίζει να σταματήσει τον αγώνα. Η εξάπλωση της απεργίας στα εργοστάσια, κεντρικός στόχος όλου του κινήματος, θα εμποδιστεί με μία σφαγή.
Ισπανία, Πορτογαλία, Μεγάλη Βρετανία
Στη Δυτική Ευρώπη, οι ταραχές ξαπλώνονται σε όλες τις χώρες, ακόμα και σ’ εκείνες που βρίσκονται κάτω από φασιστικά καθεστώτα. Στην Ισπανία, στο τέλος Νοεμβρίου του ’68, καταλαμβάνονται οι σχολές των Πολιτικών Επιστημών και της Οικονομίας στη Μαδρίτη, αρχίζουν συζητήσεις πάνω στην πολιτική κατάσταση, τους εργατικούς αγώνες, τη φοιτητική δύναμη.
Στη συνέχεια, μετά την πρώτη επίθεση της αστυνομίας, καταλαμβάνονται όλες οι σχολές. Στην Πορτογαλία, την ίδια περίοδο, αρχίζει στη Λισαβόνα μία απεργία των φοιτητών, που διεκδικούν την επαναφορά των καθηγητών που είχαν διωχθεί από το καθεστώς.
Την άνοιξη του ’68, οι αγώνες και οι καταλήψεις πληθαίνουν στα αγγλικά πανεπιστήμια. Οι φοιτητές παλεύουν ενάντια στον ρατσισμό, ζητούν την απομάκρυνση των πιο αντιδραστικών καθηγητών, απαγορεύουν τη συζήτηση με προσωπικότητες που έχουν συμφωνήσει με την ιμπεριαλιστική και ρατσιστική πολιτική στη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική, ζητούν να ανοίξουν τα πανεπιστήμια σε όλο τον λαό, σχηματίζονται, κυρίως το καλοκαίρι, ελεύθερα πανεπιστήμια με μεγάλη συμμετοχή καθηγητών και φοιτητών, προσπαθούν να μεταβάλουν τα πανεπιστήμια σε κόκκινες βάσεις για την οργάνωση του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Πολιτική και “underground”
Στα μέσα του ’68, το κύριο κομμάτι των δυνάμεων που είχαν εμψυχώσει το φοιτητικό κίνημα προσπαθεί να δημιουργήσει μία ένωση επαναστατών φοιτητών, την RSSF (Επαναστατική Ομοσπονδία Σοσιαλιστών Φοιτητών), που συνδέεται ιδεολογικά και οργανωτικά με το ευρωπαϊκό φοιτητικό κίνημα, και κύρια με το γερμανικό SDS και το γαλλικό κίνημα 22 του Μάρτη. Μερικά σημεία του προγράμματος της RSSF επικεντρώνονται στα θέματα που έχουν συζητηθεί πλατιά στα πανεπιστήμια και τα κινήματα της Ευρώπης: την απόρριψη των υπαρχόντων κομμάτων και συνδικάτων, τη θέληση να συγκροτηθούν σε εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση, την προοπτική δημιουργίας στα πανεπιστήμια των βάσεων από τις οποίες θα ξεκινήσει ένας αγώνας για την κατάκτηση του υπόλοιπου προλεταριάτου.
Αυτή η σύγκλιση έχει τις ρίζες της σε μία κοινή ανάλυση των φοιτητικών συνθηκών:
«Η τάση του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η αυξανόμενη ενοποίηση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, παραγωγικής και πνευματικής εργασίας, με αποτέλεσμα να κάνει τον ρόλο των διανοητικών στοιχείων όλο και πιο αποφασιστικό για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτή η παραγωγική δύναμη επεμβαίνει βαθαίνοντας τη σύγκρουση με τη θεσμική φύση του καπιταλισμού. Το επαναστατικό φοιτητικό κίνημα, που αναπτύσσεται σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, είναι η φυσική συνέπεια αυτού του φαινομένου».
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κίνημα είναι σχετικά αποκομμένο από την underground κουλτούρα (που διαθέτει ωστόσο στο Λονδίνο ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της), καθώς και από τα νεολαιίστικα κινήματα που, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, δίνουν ζωή, στην Αγγλία, σε νεολαιίστικες συμμορίες, οι οποίες προαναγγέλλουν, με βίαιες και θεαματικές μορφές, την εξέγερση των νέων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Μία απόπειρα σύνθεσης ανάμεσα στα πολιτικά κινήματα και τις απελευθερωτικές πρακτικές αυτής της κουλτούρας έγινε στο διεθνές συνέδριο για τη διαλεκτική της απελευθέρωσης, που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του ’67 στο Λονδίνο, και στο οποίο πήραν μέρος μαρξιστές μελετητές, ηγέτες της «Μαύρης Δύναμης» και του φοιτητικού κινήματος, εκπρόσωποι της underground κουλτούρας και των νέων αντιψυχιατρικών ρευμάτων. Χωρίς όμως αξιόλογες πρακτικές συνέπειες.
Η αναγέννηση του ιρλανδικού εθνικισμού
Ένα σημαντικό προϊόν του ευρωπαϊκού κινήματος του ’68 είναι ο ρόλος που παίζει το φοιτητικό κίνημα στην αναγέννηση —σε βάσεις σαφώς ταξικές και αντικαπιταλιστικές— του ιρλανδικού εθνικισμού στο Όλστερ, την αρχαιότερη αγγλική αποικία.
Το 1967, ιδρύεται στο Όλστερ η «Βορειοιρλανδική Ένωση για τα πολιτικά δικαιώματα» (NICRA). Κάτω από την καθοδήγησή της, αρχίζουν οι καμπάνιες «πολιτικής ανυπακοής» ενάντια στο σύστημα πολιτικών διακρίσεων που υφίστανται οι καθολικοί προλετάριοι. Μέσα από τις εκστρατείες σχηματίζεται μία ομάδα αγωνιστών, στην πλειοψηφία τους φοιτητών, που στη συνέχεια θα δημιουργήσουν την επαναστατική οργάνωση «People’s Democracy» (Λαϊκή Δημοκρατία). Όλο το τελευταίο τρίμηνο του ’68 είναι αυτός ο «ιρλανδικός τομέας» του παγκόσμιου φοιτητικού κινήματος που καθοδηγεί τις σημαντικότερες εκδηλώσεις ενάντια στην αγγλική κυβέρνηση, την τοπική βουλή και τις φασιστικές οργανώσεις των βορειο-ιρλανδών προτεσταντών.
Μια σύγκρουση μεγάλης διάρκειας, που έχει ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού (IRA), παλιού και φθαρμένου παράνομου εθνικιστικού σχηματισμού, σε λαϊκό στρατό, με εξαιρετικά πλατιά λαϊκή βάση.
Η απόπειρα εναντίον του Ρούντι Ντούτσκε
Σ τις 11 Απριλίου του ’68, ένας ηγέτης του γερμανικού SDS, ο Ρούντι Ντούτσκε, πληγώνεται από τις σφαίρες ενός ναζιστή. Μόλις κυκλοφορεί η είδηση για την απόπειρα, οι φοιτητές επιτίθενται στα κτήρια του εκδότη Σπρίνγκερ σε πολλές πόλεις: Βερολίνο, Αμβούργο, Μόναχο, Έσεν, Κολονία, Φρανκφούρτη. Ο Σπρίνγκερ είναι ο υπεύθυνος για την εκστρατεία μίσους που όπλισε το χέρι του αυτουργού. Όλη την εβδομάδα του Πάσχα, γίνονται αλλεπάλληλες διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία, «βιαιότητες ενάντια στα πράγματα», δηλαδή ενάντια σε αυτοκίνητα, κτήρια, μαγαζιά (άποψη που θεωρητικοποιήθηκε ανοιχτά από τον SDS σαν το πιο κατάλληλο μέσο πάλης για εκείνη τη φάση). Στους δρόμους κατεβαίνουν εκατοντάδες χιλιάδες σύντροφοι, όχι μόνο φοιτητές.
Στις 17 Απριλίου, στην πιο θερμή φάση των συγκρούσεων, η CDU (Χριστιανική Δημοκρατία) παρουσιάζει στη Βουλή έναν καινούργιο νόμο για τη δημόσια τάξη. Ο SDS απαντά καλώντας σε διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα και σε μία «αστεροειδή πορεία» (δηλαδή συγκλίνουσα στη Βόνη, από διαφορετικές κατευθύνσεις) για τις 11 Μαΐου .
Ήδη από τις αρχές του ’67, η κινητοποίηση ενάντια στους έκτακτους νόμους για τη δημόσια τάξη αποτελεί ένα από τα βασικά πεδία παρέμβασης της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και ένα από τα ελάχιστα σημεία συνάντησης ανάμεσα στη φοιτητική και ριζοσπαστική Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα, που μέχρι τότε ακόμα είναι αντίθετο, αν και μόνο στα λόγια, σε νόμους που πλήττουν πάνω απ’ όλα το δικαίωμα στην απεργία.
Η «αστεροειδής πορεία»
Με την απόπειρα κατά του Ρούντι Ντούτσκε, η CDU προχωράει ένα ακόμα βήμα στον δρόμο της εξάλειψης κάθε δημοκρατικής ελευθερίας: οι νόμοι που προτείνει, εμπνευσμένοι από το NATO, προβλέπουν την επέμβαση του τελευταίου με πλήρεις εξουσίες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης για λόγους δημόσιας τάξης. Ένα άλλο άρθρο επιτρέπει στην πράξη τις φασιστικές επιθέσεις ενάντια στις διαδηλώσεις και τις απεργίες που θέτουν σε αμφισβήτηση την «ασφάλεια του κράτους». Στις 10 Μαΐου, το SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) ανακοινώνει ότι συμφωνεί με τη χριστιανοδημοκρατική πρόταση. Στις 11, στην «αστεροειδή πορεία», την οργάνωση της οποίας έχει αναλάβει το «Συμβούλιο Ενάντια στους Νόμους Έκτακτης Ανάγκης», όπου συμμετέχουν και πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες, παίρνουν μέρος 70 χιλιάδες άτομα. Φτάνουν στη Βόνη με κάθε είδους μέσο, παρ’ όλο που τα συνδικάτα μποϊκοτάρουν τη διαδήλωση με ξεχωριστή συγκέντρωση στο Ντόρτμουντ.
Στα τέλη Μαΐου , η αναταραχή έχει εξαπλωθεί σε όλα τα γερμανικά πανεπιστήμια. Γύρω από την κατάληψη του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, που ξαναβαφτίστηκε Καρλ Μαρξ, δημιουργείται μία πολιτική παράταξη που περιλαμβάνει και τα τοπικά συνδικάτα. Μετά από τις καμπάνιες για το Βιετνάμ, ενάντια στο ιρανικό καθεστώς, ενάντια στον εκδότη Σπρίνγκερ, αυτή είναι η τελευταία από τις καμπάνιες μέσα από τις οποίες αναπτύσσονται η θεωρητική επεξεργασία και η μαζική κινητοποίηση που συνοδεύουν την ιστορία του SDS: από την εκδίωξή του από το SPD (του οποίου ήταν η φοιτητική οργάνωση), στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μέχρι την οργάνωση της Εξωκοινοβουλευτικής Αντιπολίτευσης (APO), μετά την πραγματοποίηση της «μεγάλης συμμαχίας» ανάμεσα στην CDU και την SPD, το ’66.
Οι έκτακτοι νόμοι εγκρίνονται παρ’ όλα αυτά στα τέλη Μαΐου, τη στιγμή ακριβώς που στη Γαλλία η εργατική εξέγερση φτάνει στο αποκορύφωμά της. Δύο πράγματα που δεν είναι άσχετα μεταξύ τους.
Το “berufsverbot”
Η ήττα που υπέστη το κίνημα (και που θα χρησιμεύσει ως πρότυπο στην τακτική με την οποία ο Φανφάνι θα επιβάλει τον «legge reale» —ειδικό κατασταλτικό νόμο— εφτά χρόνια αργότερα στην Ιταλία) κάνει όλο και πιο δύσκολη τη διατήρηση της κινητοποίησης στους μήνες και τα χρόνια που ακολουθούν. Όπως στις άλλες χώρες, έτσι και στη Γερμανία η διάλυση του ενιαίου φοιτητικού κινήματος οδηγεί στον κατακερματισμό σε ομάδες και ρεύματα της επαναστατικής Αριστεράς και στην αποσύνθεση του SDS, που μέχρι τότε εξασφάλιζε την ενότητά τους. [ ]
Η εξουσία προωθεί έναν νέο μηχανισμό επιλογής, όχι πιο αξιοκρατικό, αλλά πολιτικό και ακόμα περισσότερο αστυνομικό. Το berufsverbot, τον αποκλεισμό από τις δημόσιες υπηρεσίες των «εξτρεμιστών, εχθρών του Συντάγματος». Σήμερα, οι σύντροφοι που έχουν αποκλειστεί μέσα από αυτό το κοσκίνισμα δεν είναι περισσότεροι από 4 χιλιάδες. Αλλά εκείνοι που υπόκεινται σε μία έρευνα για τα έργα και τους «πολιτικούς προσανατολισμούς» τους είναι εκατοντάδες χιλιάδες. Ο στόχος είναι να κάνει τους νέους διαχειριστές της κοινωνικής εξουσίας να εσωτερικεύσουν τους κανόνες της «αυτολογοκρισίας». Και πράγματι, το berufsverbot λειτουργεί κύρια προς αυτή την κατεύθυνση. Οι «ειδικοί επιτηρητές», που αποτελούνται από τους ίδιους τους εαυτούς τους, τους ίδιους τους συναδέλφους, τους ίδιους τους γείτονες, γίνονται μ’ αυτό τον τρόπο εκατομμύρια.
Ο SDS
Στη διάρκεια της μακρόχρονης πολιτικής απομόνωσής του, ο SDS αφοσιώνεται σε μια δουλειά μελέτης και θεωρητικής επεξεργασίας που θα βάλει τη σφραγίδα της σε όλο το κίνημα, αν αυτό πάρει μαζικές διαστάσεις. Αυτή η όψη διακρίνει το γερμανικό κίνημα από εκείνο πολλών άλλων χωρών, όπου η επεξεργασία, όταν δεν επιβάλλεται από τα έξω, ξεκομμένη από την πραγματικότητα, είναι σε μεγάλο βαθμό καρπός κάποιας πρόχειρης δουλειάς της τελευταίας στιγμής και οπωσδήποτε κάτι ελάχιστα περισσότερο από ένα όργανο προσανατολισμού της καθημερινής δράσης.
Ο SDS προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του αφενός με τις υλικές ρίζες της απομόνωσής του, δηλαδή με μια αυταρχική κοινωνία που διακλαδίζεται μέχρι μέσα στην ίδια την προσωπικότητα κάθε ατόμου· και αφετέρου με την ιστορία του εργατικού κινήματος, σαν έκφραση και ολοκλήρωση του οποίου εμφανίζονται τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης (τα οποία έχουν γνωρίσει άμεσα πολλά μέλη του SDS και όλοι θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουν). Εξ ου και η σημασία που δίνεται στη «διαλεκτική της απελευθέρωσης», σε μία αντίληψη του αγώνα που βλέπει την κατάκτηση της προσωπικής αυτονομίας απέναντι στα όργανα χειραγώγησης του συστήματος ως μία ουσιαστική μορφή της διαδικασίας συλλογικής χειραφέτησης,
Σ’ αυτή τη θεωρητική συνειδητοποίηση της υποκειμενικής διάστασης του ταξικού αγώνα και της ανάγκης να προσαρμοστούν σ’ αυτή οι οργανωτικές δομές του επαναστατικού κινήματος, βρίσκεται η μεγαλύτερη προσφορά των Γερμανών φοιτητών.
Αυτό έχει χωρίς αμφιβολία τις θεωρητικές του καταβολές στις αναζητήσεις της Σχολής της Φρανκφούρτης σχετικά με την καταγωγή της «αυταρχικής προσωπικότητας». [ ]
Εργατικοί αγώνες στην Ευρώπη
Σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η περίοδος των φοιτητικών αγώνων συνοδεύεται, ή ακολουθείται με μικρή χρονική διαφορά, από μια επανάληψη ή εντατικοποίηση των εργατικών αγώνων.
Με αυτούς αναμετριέται η νέα επαναστατική Αριστερά που γεννήθηκε από τον οργανωτικό κατακερματισμό του φοιτητικού κινήματος. Το πρόβλημα της εθνικότητας και της γλωσσικής ενότητας της εργατικής τάξης είναι, γενικά, το κλειδί της επιτυχίας που θα συναντήσουν το κίνημα και οι οργανώσεις του. Επιτυχία μέγιστη στις λατινόφωνες χώρες, όχι μόνο στην Ιταλία, όπου η ξένη μετανάστευση είναι περιθωριακή, αλλά ακόμα και στην Ισπανία, με την ανάπτυξη των εργατικών επιτροπών. Ακόμα και στην Πορτογαλία, όπου η συνάντηση ανάμεσα σε φοιτητές και εργάτες θα έχει μεγάλο βάρος μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος. Συνάντηση που ετοιμάζεται για πολλά χρόνια στις γραμμές του στρατού, όπου η υποχρεωτική θητεία, τόσο για τους φοιτητές όσο και για τους εργάτες, οδηγεί στην κατάρρευση, μέσα σε μια γενική άρνηση της στρατιωτικής πειθαρχίας, των φραγμών της κάστας πάνω στους οποίους το καθεστώς στηρίζει την παρουσία του στις υπερπόντιες αποικίες.
Η «αγγλική ασθένεια»
Η Αγγλία γνωρίζει ένα κύμα εργατικών αγώνων στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, που προαναγγέλλονται από τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων, ανάμεσα στα τέλη του ’69 και τις αρχές του ’70. Γρήγορα συμμετέχουν σ’ αυτούς όλες οι κατηγορίες εργαζομένων: οικοδόμοι, λιμενεργάτες, εργάτες των ναυπηγείων, υφαντουργοί, σιδηρουργοί, μεταλλεργάτες, δημόσιες υπηρεσίες, διδακτικό προσωπικό. Τη σειρά των αγώνων αυτών ανοίγουν οι 45 χιλιάδες εργάτες της Φορντ, με μία απεργία που ξεκινάει με τη στάση 22 εργατών. Η απεργία είναι παράνομη, γιατί οι συμβάσεις δεν έχουν λήξει ακόμα. Η Εργατική κυβέρνηση υποχρεώνεται να προτείνει μία νομοθεσία κατά των άγριων απεργιών, νομοθεσία που θα επιταχύνει την πτώση της. Οι απεργίες αυτές ξεκινούν στο σύνολό τους ως αυτόνομες απεργίες, αλλά είναι κινήματα γενικού χαρακτήρα. Η «αγγλική ασθένεια», η διάχυτη ανταγωνιστικότητα, βγαίνει στην επιφάνεια. Τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται ακόμα και στην αμφισβήτηση και καθαίρεση των shopstewards, το δίκτυο των εκπροσώπων των τμημάτων με τους οποίους ο αγγλικός συνδικαλισμός, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, διατηρεί τις οργανώσεις βάσης του, ενώ, στην ηγεσία (με την άνοδο στην εξουσία του Εργατικού Κόμματος το ’66), υποστηρίζει την εισοδηματική πολιτική, αποδεχόμενος επανειλημμένα την ένταξή του σε μία ανελαστική μισθολογική ρύθμιση.
Δύο ξεχωριστοί κόσμοι
Ξύπνα, Γερμανέ εργάτη!
Στη Γερμανία, το ξέσπασμα των εργατικών αγώνων είναι εντελώς απροσδόκητο. Την 1η Σεπτεμβρίου, σταματούν τη δουλειά αυθόρμητα δύο χιλιάδες εργάτες των χαλυβουργείων Χεκστ, στο Ντόρτμουντ. Το απόγευμα οι απεργοί είναι εφτά χιλιάδες. Την επόμενη μέρα, 23 χιλιάδες. Οι συνδικαλιστές διώχνονται. Οι εργάτες φωνάζουν διαδηλώνοντας, «Ξύπνα, Γερμανέ εργάτη!», «Το συνδικάτο είναι μία χάρτινη τίγρη», «Ας υπερασπίσουμε οι ίδιοι τα συμφέροντά μας». Καταλαμβάνονται τα γραφεία της διεύθυνσης.
Τρεις μέρες αργότερα, η απεργία εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον τομέα της ανθρακοσιδηρουργίας της Ρηνανίας. Στη συνέχεια, πλήττει τα ναυπηγεία του Κίελου και τις χαλυβουργίες της Βρέμης. Ο αγώνας ξεσπά σαν διαμαρτυρία για τα υπερβολικά ψηλά μερίσματα των μετόχων, διαδίδεται σαν διεκδίκηση μισθολογικής εξίσωσης ανάμεσα στα διαφορετικά εργοστάσια και περιοχές· καταλήγει με το αίτημα, που κατακτιέται, της μισθολογικής εξίσωσης και αύξησης ίσης για όλους. Από δω και στο εξής, οι συμβάσεις θα ανανεώνονται κάθε χρόνο.
Μετά την πρώτη εβδομάδα αναταραχής, στον αγώνα μπαίνουν οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα (οδηγοί λεωφορείων, σιδηροδρομικοί, ταχυδρόμοι, οδοκαθαριστές, υπάλληλοι της ηλεκτρικής επιχείρησης και του φωταέριου). Στη συνέχεια, παίρνουν μέρος διάφορες επιχειρήσεις, από τους πιο διαφορετικούς τομείς: υπάλληλοι ασφαλιστικών εταιρειών, τραπεζικοί, εργαζόμενοι στα πετροχημικά, στα υφαντουργεία. Για να προλάβει τον αγώνα, η διεύθυνση της Φολκσβάγκεν δίνει αυξήσεις προληπτικά.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, το συνδικάτο των εργαζομένων στο δημόσιο και εκείνο των υπαλλήλων ζητούν την ανανέωση της σύμβασης, παρά το ότι η προηγούμενη δεν έχει ακόμα λήξει και ο νόμος απαγορεύει την πρόωρη ακύρωσή της. Στους αγώνες συμμετέχουν σχεδόν 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι.
Η εξουσία των ανθρακωρύχων
Στις αρχές του ’70, έρχεται η σειρά της Δανίας: πάνω από 120 χιλιάδες εργάτες οργανώνουν και συντονίζουν μία 24ωρη γενική απεργία ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Η απεργία αποφασίζεται από το ένα εργοστάσιο στο άλλο, παρά την αντίθεση των συνδικάτων.
Ακόμα και η Σουηδία γνωρίζει, με τη μακρόχρονη αυτόνομη απεργία των εργατών των ορυχείων σιδήρου της Κιρούνα, το τέλος μίας κοινωνικής ειρήνης που διήρκεσε πάνω από 30 χρόνια.
Σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης του ’69, και μετά, πάλι, στις αρχές του ’70, στο Λιμβούργο (Βέλγιο), μία μεγάλης διαρκείας αυτόνομη απεργία των ανθρακωρύχων υλοποιεί το μοναδικό στην Ευρώπη παράδειγμα μιας μαζικής οργάνωσης, αυτονομημένης από τα συνδικάτα και πολυεθνικής: «Η εξουσία των ανθρακωρύχων». Οι προκηρύξεις γράφονται σε πολλές γλώσσες· οι συνελεύσεις και οι συγκεντρώσεις γίνονται κατά εθνικές ομάδες· η ηγεσία της απεργίας βρίσκεται στα χέρια μιας μεικτής επιτροπής φοιτητών και ανθρακωρύχων, που οργανώνει σε όλη την περιοχή την οικονομική και πολιτική υποστήριξη των εργατών.
Ωστόσο, οι εθνικές διαφορές αποτελούν, κατά γενικό κανόνα, ένα αξεπέραστο εμπόδιο στη συνεύρεση ανάμεσα στο φοιτητικό κίνημα και τους εργατικούς αγώνες, ακόμα και όταν –κι αυτό δεν συμβαίνει πάντα– δεν εμποδίζουν, ούτε σταματούν τον ίδιο τον αγώνα.