Αρχική » Μακεδονικό: Αφύπνιση έστω την ύστατη στιγμή

Μακεδονικό: Αφύπνιση έστω την ύστατη στιγμή

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007

Για να κατανοήσουμε το Μακεδονικό Ζήτημα στις ευρύτερες διαστάσεις του είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε με μια αναδρομή στην ιστορία.
Κατ’ αρχάς η Ελλάδα, από τη γεωγραφική της θέση, είναι ανοικτή τουλάχιστον προς τρεις κατευθύνσεις. Προς τα ανατολικά, τα βόρεια και τα δυτικά. Και οι μεγάλες απειλές στην ιστορία μας έρχονταν πάντοτε από τα δυτικά ή τα ανατολικά. Οι Πέρσες, οι Άραβες και οι Τούρκοι από τα ανατολικά, οι Ρωμαίοι, οι Φράγκοι, οι Ιταλοί κ.λπ. από τα δυτικά. Αν την ίδια στιγμή είμαστε σε αντιπαράθεση και με τους βόρειους γείτονές μας, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουμε τις μείζονες απειλές. Ο μεγάλος Στήβεν Ράνσιμαν, αναφερόμενος στη σταδιακή κατάληψη του ύστερου Βυζαντίου από τους Τούρκους, αφού πρώτα είχαμε δεχτεί την επίθεση των Σταυροφόρων, λέει:

Αν τα ορθόδοξα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης θα ήσαν ποτέ σε θέση να συνενωθούν σε μια πραγματική συμμαχία, θα μπορούσαν ν’ ανθέξουν εναντίον της Δύσεως και εναντίον των Τούρκων. Αλλά οι εμφύλιοι πόλεμοι και η αντιπάθεια των Σλάβων της Βαλκανικής εναντίον των Ελλήνων εμπόδισε κάθε τέτοια συμμαχία1.
Η Τουρκία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων μόνο όταν οι βαλκανικοί λαοί την αντιμετώπισαν από κοινού, στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Και όμως, το Μακεδονικό αποτέλεσε, από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, το αποφασιστικό ζήτημα για τη διάσπαση των νοτίων Βαλκανίων και εντέλει για τη διάσωση της Τουρκίας, διότι αμέσως μετά τον Α΄ Βαλκανικό ακολούθησε ο Β΄ ενδο-Βαλκανικός Πόλεμος.

Το Μακεδονικό Ζήτημα μέχρι τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, και τη στροφή της Ρωσίας προς τον πανσλαβισμό και την εγκατάλειψη της «πανορθόδοξης» στρατηγικής, το Μακεδονικό πυροδότησε μια γενικευμένη αντιπαράθεση μεταξύ των βαλκανικών λαών, ιδιαίτερα μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων, και εν πολλοίς επέτρεψε στην οθωμανική αυτοκρατορία να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη τις συγκρούσεις για τη Μακεδονία των υπηκόων αντιπάλων της και των αντίστοιχων εθνικών κρατών, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας.

Η σύγκρουση για τη Μακεδονία είχε την πραγματική της βάση στην πανσπερμία των φυλών και των γλωσσών, που από την εποχή του Βυζαντίου και ακόμα περισσότερο επί οθωμανικής αυτοκρατορίας μπορούσε να συναντήσει κάποιος στη Μακεδονία και τη Θράκη. Πράγματι, εκτός από τους παλαιότερους κατοίκους της, τους Έλληνες, είχαν σταδιακώς εγκατασταθεί σε αυτήν Τούρκοι, Εβραίοι διωγμένοι από την Ισπανία στις αρχές του 16ου αιώνα, σλαβόφωνοι πληθυσμοί, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, Βλάχοι, Αρβανίτες, καθώς και Τσιγγάνοι κ.λπ. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος εγχώριων πληθυσμών είχε εξισλαμιστεί –όπως για παράδειγμα οι Πομάκοι ή πολλοί αλβανικοί πληθυσμοί, Βόσνιοι, κ.λπ. παρότι η γλώσσα, τουλάχιστον σε ένα ορισμένο στάδιο, δεν σηματοδοτούσε και ανάλογη εθνική συνείδηση. Εξάλλου διακριτή εθνική συνείδηση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα διέθεταν μόνον οι Έλληνες και οι Σέρβοι, ενώ και οι μουσουλμάνοι έτειναν να ταυτιστούν με τους Οθωμανούς.
Ορθόδοξοι πληθυσμοί, όπως εκείνοι των Βλάχων, των Αρβανιτών, ή ενός μεγάλου μέρους σλαβόφωνων αγροτών, έτειναν μάλιστα να ταυτιστούν με τους Έλληνες, παρότι αλλόγλωσσοι. Όταν όμως αρχίζει να εδραιώνεται ο εθνικισμός και στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στους Βουλγάρους, συνεπικουρούντος και του πανσλαβισμού τον οποίο ενισχύει η Ρωσία, επιχειρείται μέσω της δημιουργίας αυτόνομης Εκκλησίας, της Εξαρχίας, και παράλληλου εκπαιδευτικού συστήματος, να αποσπαστούν οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί από την ιδεολογική και πνευματική-θρησκευτική υπεροχή του ελληνισμού, ώστε να αποκτήσουν βουλγαρική ή σλαβο«μακεδονική» συνείδηση. Έτσι θα αρχίσει η μακεδονική διαμάχη, η οποία θα διαρκέσει δεκαετίες και κατά την οποία σλαβόφωνοι ελληνικής συνείδησης συχνά θα συγκρούονται με σλαβόφωνους βουλγαρικής συνείδησης. Που, όπως προείπαμε, οδήγησε ήδη στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τη Βουλγαρία το 1912 και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όμως, η περίοδος που αρχίζει με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και ολοκληρώνεται το 1922-26, αποτέλεσε την αφετηρία για την απαρχή λύσης του Μακεδονικού εν τοις πράγμασι. Το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων, 500.000-700.000 άτομα, μεταφέρθηκε στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Γύρω στους 150-200 χιλιάδες Βούλγαροι ή σλαβόφρονες εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Ο ελληνισμός, με μεγαλύτερη διασπορά, πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα σε αυτόν τον ξεριζωμό. Εκτός από τα δύο εκατομμύρια των Μικρασιατών, Ποντίων και Ανατολικοθρακιωτών, που εγκατέλειψαν την Τουρκία, πάνω από τριακόσιες χιλιάδες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν ελληνικές περιοχές και πόλεις στη Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, Βάρνα, Φιλιππούπολη, Πύργο. Επιπλέον, δεκάδες χιλιάδες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις σερβοκρατούμενες τότε περιοχές της Μακεδονίας, όπως το Μοναστήρι, την Αχρίδα κ.λπ. Με αυτόν τον βίαιο έστω και οδυνηρό τρόπο, οι πληθυσμοί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους διαχωρίστηκαν. Ιδιαίτερα δε στην ελληνική Μακεδονία, που αποτελεί σχεδόν το σύνολο της ιστορικής Μακεδονίας, σύμφωνα με την απογραφή του 1926 της Κοινωνίας των Εθνών, οι μειονοτικοί σλαβόφωνοι (άσχετα με την ονομασία τους ή τον αυτοπροσδιορισμό τους) ήταν κάτω από 70 χιλιάδες και ο ελληνικός πληθυσμός 1.160.000. Όσο για το μεγαλύτερο μέρος της σλαβικής πρώην οθωμανικής Μακεδονίας, ενσωματώνεται στη Γιουγκοσλαβία, και μάλιστα δεν παίρνει καν το όνομα Μακεδονία, αλλά «Βαρντάνσκα», διότι οι Σέρβοι θεωρούσαν την ονομασία σλαβο«Μακεδονία» ως ταυτισμένη με τις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Κατά συνέπεια, το ζήτημα είχε πλέον οριστικά λυθεί από άποψη εθνοτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, και παρέμενε μια σερβο-βουλγαρική διαμάχη γύρω από το ζήτημα των «σλαβομακεδόνων».

Και όμως ο βουλγαρικός εθνικισμός, που ζούσε ακόμα με το σύνδρομο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και της Μεγάλης Βουλγαρίας, δεν εννοούσε να δεχθεί τα τετελεσμένα και εξακολουθούσε να προβάλει το όραμα μιας ανακατάληψης όχι μόνον της γιουγκοσλαβικής, αλλά και της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης. Και αυτή η θέση δεν περιοριζόταν στους σοβινιστικούς κύκλους της βουλγαρικής κυβέρνησης, αλλά τη συμμερίζονταν, με διάφορες μορφές, όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις της Βουλγαρίας. Το ισχυρότατο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, με τα ηγετικά στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Κολάρωφ, Δημητρώφ κ.λπ., υποστήριζε πως θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια αυτόνομη Δημοκρατία Μακεδονίας-Θράκης, που θα περιλάμβανε και τα ελληνικά εδάφη. Επρόκειτο για μια θέση κατ΄ εξοχήν σοβινιστική, και επειδή δεν διέθετε καμιά εσωτερική εθνολογική βάση, άνοιγε στην πράξη τον δρόμο για την επέκταση της Βουλγαρίας.

Η Κομμουνιστική Διεθνής υποχρέωσε μάλιστα και το ΚΚΕ να υιοθετήσει, έστω και με βαριά καρδιά, τη θέση για αυτόνομη Μακεδονία-Θράκη, που ήταν και θέση της Φεντερασιόν, πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την αντίθεση του Γιάννη Κορδάτου και άλλων. Το Μακεδονικό αποτελούσε μόνιμη πηγή αιμορραγίας για το ΚΚΕ, και υπάρχει σχετική πολεμική εναντίον του αυτή την περίοδο από τον Δημήτρη Γληνό. Το ΚΚΕ κατόρθωσε να αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι μόνον μετά την εγκατάλειψη αυτής της θέσης το 1930 και ακόμα σαφέστερα, μετά το 1934.

Από τον πόλεμο στον Εμφύλιο
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το Μακεδονικό αποτέλεσε την αφορμή για την εισβολή της Βουλγαρίας στην Ελλάδα και την κατοχή μεγάλου μέρους της ελληνικής Μακεδονίας καθώς και της γιουγκοσλαβικής Βαρντάνσκα, όπως και αναρίθμητων αγριοτήτων που διαπράχθηκαν από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και τους κομιτατζήδες «Βουλγαρομακεδόνες». Ωστόσο ένα μέρος των σλαβόφωνων, ιδιαίτερα οι Αριστεροί, δεν ακολούθησε τους Βουλγάρους, αλλά εντάχθηκε, στη μεν γιουγκοσλαβική Βαρντάνσκα, στους αντάρτες του Τίτο, στη δε ελληνική Μακεδονία τους Έλληνες αντάρτες του ΕΛΑΣ

Ο Τίτο, για να προσεταιριστεί ένα μέρος του πληθυσμού, που δεν ταυτίζονταν με τους Βουλγάρους, στα πλαίσια της συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους στη Γιουγκοσλαβία και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, ανακηρύσσει τη Βαρντάνσκα σε «Μακεδονία» και τους κατοίκους της σε «Μακεδόνες». Όταν στα τέλη του 1943 άρχισε να διαφαίνεται πως ο Άξονας θα χάσει τον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων της Γιουγκοσλαβίας και ορισμένοι από την Ελλάδα προσχωρούν στον μακεδονισμό εναντίον του βουλγαρισμού, ενώ συγκροτείται και το ΣΝΟΦ, το Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο αποτελούνταν κυρίως από Γιουγκοσλάβους σλαβόφωνους και λιγότερους Έλληνες και συγκρότησε κάποια στιγμή και τάγματα μέσα στον ΕΛΑΣ. Όμως ήταν τόσο ανοικτή η προπαγάνδα που έκαναν υπέρ της αυτονόμησης της Δυτικής Μακεδονίας, ώστε ο ΕΛΑΣ, τον Οκτώβριο του 1944, διέλυσε τα τάγματα του ΣΝΟΦ και τα απώθησε εκτός Ελλάδος. Ο Τίτο αναλαμβάνει αυτός πλέον να προωθήσει το σύνθημα της ανεξάρτητης ομόσπονδης Μακεδονίας στα πλαίσια μια ευρύτερης βαλκανικής ομοσπονδίας. Ο ΝΟΦ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) μετά το 1946 συμμετέχει στον “Δημοκρατικό Στρατό”. Αρχικώς αναφέρεται μόνο στον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων των «Σλαβομακεδόνων», αλλά στα τέλη του Εμφυλίου (τον Ιανουάριο του 1949) ο Ζαχαριάδης, για να αποσπάσει τους Έλληνες σλαβόφωνους από τον Τίτο με τον οποίο είχε έρθει σε ρήξη, επανέρχεται στο παλιό σύνθημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης. Για μερικούς μήνες…

Οι Βούλγαροι, μετά από μια τελευταία προσπάθεια να μείνουν ως «απελευθερωτές» σε ελληνικά εδάφη μαζί με τα στρατεύματα του σοβιετικού στρατάρχη Τολμπούχιν (!), θα αποσυρθούν οριστικά τον Οκτώβριο του 1944 και έκτοτε θα υποβαθμίσουν σταδιακά τις αναφορές στο «μακεδονικό» –χωρίς βέβαια ποτέ να τις εγκαταλείψουν εντελώς. Είναι πλέον η Γιουγκοσλαβία που καλλιεργεί τον «μακεδονισμό» και προσπαθεί να ολοκληρώσει τη συγκρότηση μιας μακεδονικής εθνικής ταυτότητας, για να αποκόψει οριστικά τους Σλαβομακεδόνες από τη Βουλγαρία. Έτσι, παρ’ όλο που ο Τίτο, μετά τη ρήξη του με τον Στάλιν, και την οιονεί συμμαχία του με τη νατοϊκή Ελλάδα, εγκαταλείπει επισήμως τα περί αυτονομίας και επιστρέφει στην αναγνώριση των δικαιωμάτων της «μακεδονικής μειονότητας», στη γιουγκοσλαβική «Μακεδονία» θα συνεχίσει να καλλιεργείται ο αλυτρωτισμός, ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο. Σε αρκετές περιπτώσεις δε οι σχέσεις Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας θα φτάσουν σε σημείο ρήξης εξαιτίας του Μακεδονικού.

“Σλαβοφοβία” και “φιλοτουρκισμός”
Αν στη παράδοση της Αριστεράς υπήρχε μία λογική υποτίμησης της σημασίας του Μακεδονικού ζητήματος, που φθάνει σήμερα στον παροξυσμό της, με τις θέσεις του Συνασπισμού ή του “Ιού”, από την πλευρά της Δεξιάς υπήρχε μία ανάλογη υπερτίμησή του και υποτίμηση της τουρκικής απειλής. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος , ο πρώτος καθεαυτό ηγέτης της «δεξιάς» στην Ελλάδα, όχι απλώς υποτιμούσε το Οθωμανικό ζήτημα αλλά και προσπαθούσε σε συμμαχία με τους Γερμανούς να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε έναν απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετοχή που εάν είχε πραγματοποιηθεί έγκαιρα, όπως υποστήριζε ο Βενιζέλος, θα είχε λύσει οριστικά το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Βορείου Ηπείρου, αν όχι και της Σμύρνης. Ο Ίων Δραγούμης, ο κατ’ εξοχήν ιδεολόγος του Λαϊκού Κόμματος, θα πιστεύει, μαζί με τον Σουλιώτη-Νικολαϊδη, πως η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να συμπήξουν μια κοινή ελληνο-οθωμανική ομοσπονδία, ενώ τα βέλη της εθνικής του στρατηγικής στρέφονται αποκλειστικά ενάντια στους Βουλγάρους και τον σλαβισμό. Και αυτή η παράδοση θα συνεχιστεί αδιάλειπτα και στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ηγεσίες της Δεξιάς, στα πλαίσια πλέον του ψυχρού πολέμου, θα στρέφονται κατ’ εξοχήν κατά των “ΕΑΜοβουλγάρων” και θα αναπτύσσουν τη “φιλία” με τους Τούρκους, η οποία θα έχει τραγικά αποτελέσματα στην Κύπρο. Έτσι οι Πομάκοι της Θράκης θα βαφτιστούν Τούρκοι, επί Παπάγου, εξ αιτίας του φόβου του βουλγαρισμού, μια και το γλωσσικό τους ιδίωμα είναι εν πολλοίς, σλαβογενές, η δε «ελληνοτουρκική φιλία» θα είναι το επίσημο δόγμα των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων. Η δικτατορία των συνταγματαρχών, τέλος, όχι μόνο θα αφοπλίσει την Κύπρο αλλά θα επαναφέρει το ζήτημα μιας «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας», αναπτύσσοντας παράλληλα μια έντονη «αντι- εαμοβουλγαρική» ιδεολογία.

Μόνο ο βενιζελισμός και η λεγόμενη παράδοση της κεντροαριστεράς είχε, καθ’ όλο τον εικοστό αιώνα τουλάχιστον, μια πιο ισορροπημένη αντίληψη για τα εθνικά ζητήματα και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απέναντι στις «διεθνιστικές» ιδεοληψίες της Αριστεράς και τον φιλοτουρκισμό της Δεξιάς. Ο Βενιζέλος ιεραρχούσε μάλλον ορθά τις εθνικές προτεραιότητες της Ελλάδας, θέτοντας στην πρώτη γραμμή το οθωμανικό και τουρκικό ζήτημα, χωρίς όμως ταυτόχρονα να εγκαταλείπει και το Μακεδονικό ή το σλαβικό ζήτημα, όπως έκανε η Αριστερά. Μόνο στην διάρκεια της Κατοχής η Αριστερά θα ενσωματώσει τις μεγάλες βενιζελογενείς μάζες στο ΕΑΜ και θα επιχειρήσει να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, όπως την εξέφρασε ο «εθνικιστής» Άρης Βελουχιώτης. Και το ίδιο εν μέρει θα πράξει στη δεκαετία του 1950 με το Κυπριακό.

Έτσι και σήμερα από την Άκρα Δεξιά που πρόσφατα κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον λεγόμενο εθνικό χώρο –πρόσκαιρα ελπίζω– με την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή, αναδεικνύεται η ίδια ευαισθησία έναντι του «Μακεδονικού» και η ανάλογη υποτίμηση του νεο-οθωμανισμού, που επιστρέφει πλησίστιος και δεν μας απειλεί απλώς εδαφικά –στην Κύπρο ή το Αιγαίο– αλλά με συνολική γεωστρατηγική και οικονομική, αυτή τη φορά, υποταγή. Για το Μακεδονικό θα πραγματοποιηθούν τεράστιες συγκεντρώσεις, και δικαίως, αλλά το βράδυ των Ιμίων θα μαζευτούμε τριάντα άτομα του Άρδην έξω από τη Βουλή, ενώ για τις δολοφονίες του Ισαάκ και του Σολωμού στο κάλεσμα του Άρδην και στις δύο διαδηλώσεις στην Τουρκική πρεσβεία θα ανταποκριθούν μερικές δεκάδες Ελλήνων και δύο εκατοντάδες Κούρδοι! Για το σχέδιο Ανάν, στη μεγαλύτερη κινητοποίηση που κάναμε, στα Προπύλαια μαζεύτηκαν γύρω στα επτακόσια άτομα. Όσο για το θάνατο του ηρωϊκού πιλότου Ηλιάκη δεν έγινε ούτε μία εκδήλωση.

Αυτές οι διαπιστώσεις καταδεικνύουν τον εν πολλοίς ψοφοδεή και ανέξοδο χαρακτήρα μεγάλου μέρους του λεγόμενου «εθνικού χώρου». Εκεί όπου τα πράγματα είναι σοβαρά, όπως στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, όπου χρειάζεται πραγματική εθνική κινητοποίηση και αναστροφή ολόκληρου του κοινωνικού και καταναλωτικού μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας και των διεθνών της επιλογών, εκεί ακολουθείται το τουρκιστί λεγόμενο «τουμπεκί», ενώ αντίθετα περισσεύει η δημοκοπία και η εύκολη ευθιξία στο έλασσον. Και μάλιστα χωρίς να πληρώνουμε ή να χρειαστεί να πληρώσουμε κάποιο άμεσο αντίτιμο.

Η ίδρυση της ΠΓΔΜ και η ελληνική πολιτική
Μετά, λοιπόν, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ο «μακεδονισμός», που αποτελούσε όργανο επεκτατισμού είτε της Βουλγαρίας, κατ’ εξοχήν, είτε της Γιουγκοσλαβίας, εμφανίστηκε πλέον ως αυτόνομος παράγων. Η αυτόνομη αυτή εμφάνιση παροξύνει την εθνικιστική και αλυτρωτική προπαγάνδα των Σλάβων έναντι της Ελλάδας, έτσι ώστε να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους ως μεγάλο έθνος, μια και στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ασθενείς. Ιδιαίτερα η ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού –οι Αλβανοί αποτελούν το 35% τουλάχιστον του νέου κρατικού μορφώματος– υπονομεύει μεσο-μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα επιβίωσής του. γι’ αυτό ο «μακεδονικός» εθνικισμός είναι ιδιαίτερα επιθετικός και παίρνει μάλιστα τη μορφή ενός μικροϊμπεριαλισμού που διεκδικεί ακόμα και τη Θεσσαλονίκη, ή τη Μακεδονία του Αλεξάνδρου. Η αστειότητα του φαινομένου δεν αναιρεί το μέγεθος της θρασύτητας και της εξαχρείωσης των «Μακεδόνων» και προκαλεί καθημερινά τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Μακεδόνες.
Παράλληλα όμως, η ανάδειξη του «μακεδονισμού» σε αυτόνομη κρατική οντότητα εξασθενεί στην πραγματικότητα την απειλή στην ακεραιότητα της Ελλάδας, διότι παύει να ταυτίζεται με κάποιο ισχυρότερο και υπαρκτό έθνος –Βουλγαρία, Σερβία– και ένα κρατίδιο, ετοιμόρροπο εξαιτίας των εσωτερικών του αντιθέσεων μεταξύ Αλβανών και Σλάβων, δεν μπορεί να απειλήσει ουσιωδώς την Ελλάδα. Τέλος, απελευθερώνοντας τα τρία από τα τέσσερα ορθόδοξα έθνη-κράτη των Βαλκανίων, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, από τη μακεδονική «υποθήκη», μπορεί να τους επιτρέψει στενότερες και ειλικρινέστερες σχέσεις, χωρίς διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η ελληνική πολιτική έπρεπε, όταν εμφανίστηκε το ζήτημα, να το κλείσει το ταχύτερο δυνατόν και όχι να το αφήσει να κακοφορμίζει για πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Γι’ αυτό και από το 1992 υποστηρίζαμε μια στάση που φαινόταν δύσκολη, αλλά ήταν η μόνη ρεαλιστική και συμφέρουσα: Υποστηρίξαμε τις κινητοποιήσεις εναντίον της σοβινιστικής υφαρπαγής του ονόματος και της ιστορίας της Μακεδονίας και συμμετείχαμε στο μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ενώ ταυτόχρονα επιθυμούσαμε να κλείσει το ταχύτερο δυνατόν το ζήτημα. Προτείναμε τότε να δεχθούμε έναν συμβιβασμό, έστω και επαχθή για την ιστορία μας, με γεωγραφική αποδοχή και μόνο του όρου Μακεδονία – του τύπου Άνω Μακεδονία, ΓκόρναΜακεντόνια. Μια τέτοια πολιτική, υποστηρίζαμε τότε, θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αναπτύξει δυναμικά μια βαλκανική πολιτική και θα όρθωνε στο εσωτερικό της Ευρώπης έναν βαλκανικό πόλο απέναντι στην Τουρκία.

Σήμερα νομίζουμε ότι έχει αποδειχτεί η ευθυκρισία μιας τέτοιας επιλογής, όπως ίσως και η εξαιρετική, πλέον, δυσκολία της να εφαρμοστεί, δεδομένου ότι χάσαμε πολύτιμο χρόνο. Γι’ αυτό και παράλληλα με την εθνομηδενιστική άποψη αναπτύσσεται και μία άλλη, που θα την αποκαλούσαμε απλώς μηδενιστική. Μια άποψη η οποία υποστηρίζει πως μια και το παιγνίδι είναι χαμένο και πολύ σύντομα το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας ή η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα αναγνωρίσουν την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία», δεδομένου ότι 123 χώρες την έχουν ήδη αναγνωρίσει, δεν έχει κανένα νόημα η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός, διότι είμαστε χαμένοι από χέρι. Κατά συνέπεια, ας επιμείνουμε εμείς στη μη αναγνώριση και ας αφήσουμε τον υπόλοιπο κόσμο να λέει ό,τι θέλει. Και η μόνη ελπίδα μας είναι πως εντέλει το κρατίδιο θα διαλυθεί αφ’ εαυτού και έτσι δεν συντρέχει λόγος για καμία υποχώρηση από μέρους μας.

Αυτή η άποψη θα είχε ίσως κάποια βάση εάν το μόνο πρόβλημα της Ελλάδας ήταν το ζήτημα των Σκοπίων. Σε μία τέτοια περίπτωση, πιθανώς και εμείς να συμφωνούσαμε με μια τέτοια τακτική. Αλλά επειδή πιστεύουμε πως, και εξαιτίας της επισφαλούς υπόστασης του συγκεκριμένου κρατιδίου, άλλα είναι τα μεγάλα προβλήματα της Ελλάδας στην περιοχή, συνυπολογίζουμε το Μακεδονικό με άλλα μεγάλα προβλήματα και απειλές. Και το βασικό ζήτημα είναι ο νεο-οθωμανισμός και οι σύμμαχοί του στην περιοχή, δηλαδή ο αναπτυσσόμενος αλβανικός εθνικισμός καθώς και ο υπνώττων αλλά πάντα επικίνδυνος βουλγαρικός εθνικισμός, που εξάλλου υπήρξε και η κύρια ιστορική βάση του Μακεδονικού.

Ένα σχέδιο, ένα όραμα ανασυγκρότησης των Βαλκανίων ως χώρου ειρήνης, συνεργασίας και ανεξαρτησίας. προϋποθέτει μια ισχυρή συμμαχία Ελλάδας-Σερβίας και Ρουμανίας, στην οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν εν συνεχεία και άλλες δυνάμεις, όπως η Βουλγαρία, ή σε βάθος χρόνου και η Αλβανία. Αντίστροφα, η Τουρκία προσπαθεί να υπονομεύσει μια τέτοια δυναμική και να πραγματοποιήσει την «ενότητα» των Βαλκανίων υπό την αιγίδα της. Κατά συνέπεια, πρέπει να πλήξει κάθε απόπειρα ενοποίησης των βαλκανικών λαών και ειδικά τη μόνη δύναμη που μπορεί σήμερα να την προωθήσει, δηλαδή την Ελλάδα. Αυτό είναι το πραγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εντάξουμε το Μακεδονικό και όχι να αφήνουμε τα Σκόπια –το δέντρο– να μας κρύβουν το δάσος, δηλαδή τον νεο-οθωμανισμό.
Αυτή την αντιφατική υφή της έξαρσης του Μακεδονικού μετά το 1990 αγνοούν μέχρι σήμερα οι περισσότερες αναλύσεις για το ζήτημα των Σκοπίων και επιμένουν είτε στη μία πλευρά είτε στην άλλη. Και επειδή το Μακεδονικό ταλαιπωρεί επί σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια την Ελλάδα και ιδιαίτερα τους πληθυσμούς της Βόρειας Ελλάδας, ο σκοπιανός μικρο-«ιμπεριαλισμός», με τις κραυγαλέες διεκδικήσεις του, μπορεί να μας κρύψει την άλλη όψη του νομίσματος. Διότι όπως δείξαμε, επί Τίτο, για να μη μιλήσουμε για τη Βουλγαρία, ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός ήταν επίσης παρών, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τη μεταπολεμική ιστορία, ενώ και η Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς αναγνώρισε και αυτή τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία. Η πρόσδεση του μακεδονισμού στη Γιουγκοσλαβία εμπόδιζε την ανάπτυξη των σχέσεων της Ελλάδας μαζί της. Αντίθετα σήμερα είναι πιο εύκολη μια μελλοντική ελληνοσερβική συνεννόηση. Αντιστρόφως, από τότε που η Βουλγαρία έχασε τη Μακεδονία, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε δυνατή η ομαλοποίηση των σχέσεων μαζί της, ακόμα και ο «ελληνοβουλγαρικός άξονας» των Ζίβκωφ-Παπανδρέου.

Σε περίπτωση όμως διάλυσης του κρατιδίου, όπως εύχονται πάρα πολλοί φίλοι, οι μεν Αλβανοί θα ενισχύσουν τον επικίνδυνο για όλα τα Βαλκάνια αλβανικό εθνικισμό, οι δε Σλάβοι πιθανότατα θα καταφύγουν υπό τη σκέπη της Βουλγαρίας και θα μετατρέψουν και πάλι το Μακεδονικό σε ελληνοβουλγαρικό ζήτημα. Κατά συνέπεια, προς το συμφέρον της Ελλάδας αλλά και της βαλκανικής συνεννόησης, εμείς θα θέλαμε να υπάρχει ένα κράτος στην ΠΓΔΜ, χωρίς όμως τους αλυτρωτισμούς και τις γελοίες διεκδικήσεις των «Μακεδόνων». Ένα τέτοιο κράτος όχι μόνο θα περιόριζε τις επεκτατικές τάσεις των ισχυρότερων γειτόνων, αλλά και θα εγκλώβιζε τον ίδιο τον μακεδονισμό σε ένα σχετικά ανίσχυρο κράτος. Όμως, μας απαντούν εύλογα πολλοί φίλοι, ιδιαίτερα από τη Βόρεια Ελλάδα, «δεν βλέπετε πως η προπαγάνδα των Σκοπιανών συνεχίζεται, και δεν δείχνουν καμιά θέληση συνδιαλλαγής;»

Αυτό ωστόσο συμβαίνει διότι η επίσημη και μη Ελλάδα, όλες οι πολιτικές της δυνάμεις, έχει δείξει μια αχαρακτήριστη στάση, που καταδεικνύει την εθνική μας σχιζοφρένεια. Από τη μία πλευρά το έχουμε εγκαταλείψει επί δεκαπέντε χρόνια σε μια μη πολιτική στάση, που έχει οδηγήσει στην αναγνώριση της FYROM ως Μακεδονίας από 123 χώρες έως σήμερα, ενώ ταυτόχρονα συντηρούμε την οικονομία των Σκοπίων, παρά τους αλυτρωτισμούς τους, και δεν τους παρεμβάλλουμε κανένα σημαντικό εμπόδιο που θα τους έκανε να σκεφτούν σοβαρά την ανάγκη να κάνουν υποχωρήσεις από την πλευρά τους. Επιπλέον, ουδέποτε πήραμε αντίμετρα έναντι όσων αναγνώρισαν τα Σκόπια ως Μακεδονία. Και είναι βέβαιο πως εάν, για παράδειγμα, συνδέαμε την αγορά ή μη των αμερικανικών μαχητικών με την αναγνώριση των Σκοπίων από μέρους τους, θα το σκέφτονταν πολύ περισσότερο προτού προχωρήσουν σε αυτή.
Από την άλλη, όποτε μπαίνει, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, το ζήτημα του ονόματος, κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και υποστηρίζουμε πως δεν δεχόμαστε καμία αναφορά του όρου Μακεδονία στην ονομασία τους. Έτσι τα χρόνια περνούν, η ονομασία «Μακεδονία» εδραιώνεται και γίνεται όλο και πιο δύσκολη η εξεύρεση λύσης με μοιραία πιθανή κατάληξη τη γελοία και ταπεινωτική για την Ελλάδα θέση της λεγόμενης «διπλής ονομασίας», όπου μόνο εμείς σε όλο τον κόσμο θα αρνιόμαστε την ονομασία «Μακεδονία». Και έτσι σταδιακά, από κρίση σε κρίση, θα οδηγηθούμε μοιραίοι και άβουλοι σε μια εθνική ήττα μεγάλων διαστάσεων. Φαίνεται πως «το σύνδρομο του 1897» δεν μπορεί να μας εγκαταλείψει εύκολα. Δηλαδή από τη μία πλευρά μια πολιτεία ενδοτική και ένας στρατός εντελώς απαράσκευος και από την άλλη ένα “εθνικό στρατόπεδο” που επιθυμούσε “πόλεμο με την Τουρκία εδώ και τώρα”. Τα ταπεινωτικά αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Και μόνο η “σύνθεση” που επέτυχε δώδεκα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος έφερε αποτέλεσμα, δηλαδή επισήμανση του βασικού εχθρού, πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική προετοιμασία και εν τέλει συμμετοχή στη Βαλκανική Συμμαχία.

Αυτού του τύπου το δίπολο δεν το γνωρίζουμε τόσο καλά και σήμερα; Από τη μια ο κυρίαρχος ενδοτισμός και από την άλλη ανίσχυρες κραυγές χωρίς σχέδιο και προοπτική, ενταγμένες, πλέον, στην ακροδεξιά δημοκοπία. Οι δεύτερες ενισχύουν τον πρώτο και το αντίστροφο. Μήπως όμως θα ήταν καιρός για μια αυθεντική σύνθεση πατριωτισμού και οράματος;

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ