του Χάρη Αθανασασιάδη* από το Άρδην τ. 64, Απρίλιος – Μάιος 2007
Αναδημοσιεύουμε από την Ελευθεροτυπία (04/04/2007) απόσπασμα από το άρθρο του Χάρη Αθανασιάδη, Ιστορικού της εκπαίδευσης, λέκτορα της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων, με τον τίτλο “Έθνος και σχολική ιστορία”, το οποίο υποβάλλει σε κριτική το βιβλίο της 6ης Δημοτικού ως εν τέλει… εθνικιστικό! Αξίξει να διαβαστεί γιατί εκφράζει ολοκληρωμένη την αντίληψη του “διαφωτιστικού” εθνομηδενισμού που η κ. Ρεπούση δεν μπορεί να περάσει ακόμα τουλάχιστον σε ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο της στοιχειώδους εκπαίδευσης παρ’ ότι ήδη κυκλοφορεί ανενδοίαστα στα Πανεπιστήμια.
Καθώς για πολλοστή φορά, στη διάρκεια των τελευταίων ενενήντα ετών, ένα σχολικό βιβλίο, εν προκειμένω το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, βάλλεται ως αντεθνικό (με πρώτο τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, 1919-20), οι φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις αυτού του τόπου, αντί να προδίδουν τον ίδιο τους τον εαυτό, διαλεγόμενες ποικιλότροπα με τους εκκλησιαστικούς, εθνικιστικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους του σκοταδισμού, καλό θα ήταν να υπερασπίζονται σθεναρά το πνεύμα του Διαφωτισμού.
Πόσο μάλλον που το εν λόγω βιβλίο είναι εξίσου «εθνικό» με τα προηγούμενα. Απλώς, πιο έξυπνα «εθνικό»: Αποφεύγοντας να αναπαραγάγει ορισμένους δημοφιλείς πλην χονδροειδείς μύθους, όχι μόνο δεν ανατρέπει το κυρίαρχο σχήμα της εθνικής ιστορικής αφήγησης, παρά το εκσυγχρονίζει και ως εκ τούτου το διασώζει από την ανυποληψία.
Διότι το ουσιώδες δεν είναι, βεβαίως, το Κρυφό Σχολειό και η Αγία Λαύρα, αλλά η αντίληψη περί αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού στο χρόνο, ως εάν το ελληνικό έθνος να είναι μια άχρονη, α-ιστορική, υπερβατική οντότητα. [ ]
Η ιστορική παραποίηση ενυπάρχει ήδη στον τίτλο της ενότητας: «Έλληνες κάτω από ξένη κυριαρχία». Το βιβλίο θεωρεί πως η συλλογική ταυτότητα «Έλληνες» υπάρχει ήδη με τη σημερινή της σημασία από το 15ο αιώνα. Είκοσι εννέα φορές επανέρχονται στο κεφάλαιο οι λέξεις «Έλληνες», «ελληνικοί πληθυσμοί», «ελληνικές» (πόλεις, κοινότητες, περιοχές) κ.τ.ό. [ ] Στις ερωτήσεις για τον μαθητή που ακολουθούν, όλοι αυτοί βαφτίζονται Έλληνες: «Ποια επαγγέλματα ασκούν οι υπόδουλοι Έλληνες…;» (σελ. 21), «Για ποιους λόγους ταξιδεύουν οι Έλληνες;» (σελ. 29) κ.τ.ό. [ ]
Η αδιάσπαστη συνέχεια και επιβίωση του έθνους αποδεικνύονται, άλλωστε, από την ελληνόφωνη γραμματεία. «Σε ποια γλώσσα είναι γραμμένο το έργο του Β. Κορνάρου;» (σελ. 27). Στην κρητική διάλεκτο, δηλαδή στην ελληνική γλώσσα, καθοδηγείται να απαντήσει ο μαθητής, ενώ, λίγο πιο πάνω, του υποδεικνύεται με κείμενο και ερώτηση ο χρόνος συγγραφής του κειμένου: Αρχές του 17ου αιώνα, δυο αιώνες πριν από την Επανάσταση. Αρα το έθνος είναι παρόν και αντιστέκεται στην «ξένη» κυριαρχία. Δεν υπάρχει, φυσικά, ερώτηση για το είδος και το ύφος του κειμένου, το οποίο αμεσότατα παραπέμπει στη δυτική ιπποτική παράδοση, παρότι ακόμα και ο Θεόφιλος έντυσε τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα στο πρότυπο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας (το έργο παρατίθεται ως πηγή), ενώ περισσεύουν οι δυτικότροποι τίτλοι ευγενείας στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (το οποίο επίσης παρατίθεται). Η γλώσσα, συνεπώς, και όχι οι πολιτισμικές νόρμες, αναγορεύεται εδώ σε κριτήριο εθνικότητας. Η θεωρητική και ιστορική προβληματική περί έθνους, ωστόσο, έχει καταλήξει πως η γλώσσα ούτε ικανή είναι ούτε καν αναγκαία συνθήκη για τη συγκρότηση έθνους. Αξιοποιείται ή όχι ως κεντρικό ή δευτερεύον στοιχείο κατά περίπτωση (όπως άλλωστε και κάθε άλλο χαρακτηριστικό). [ ] Εφόσον όμως οι περιοχές είναι «ελληνικές» και οι «Έλληνες» υπάρχουν και νιώθουν ως τέτοιοι από το 15ο αιώνα που αρχίζει το βιβλίο (αλλά και πάντοτε, αφήνεται να εννοηθεί), τότε δεν είναι «υπήκοοι» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή «υποτελείς» στην Πύλη, αλλά «υπόδουλοι» (έντεκα φορές στο κείμενο) και, άρα, η σημερινή Ελλάδα δεν υπήρξε στο παρελθόν, για τέσσερις αιώνες, τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά βρισκόταν υπό «κατοχή» σε αυτή (σελ. 15, 16). [ ] Ο ίδιος ο καθιερωμένος, πλην από ιστορική άποψη άστοχος, όρος «Τουρκοκρατία» (πέντε φορές στο κείμενο) απηχεί παρόμοιες λογικές. Σαν να έχουμε ένα ήδη δομημένο «συντελεσμένο» έθνος, εν προκειμένω το ελληνικό, το οποίο υπόκειται σε ολιγόχρονη κατοχή από ένα επίσης «συντελεσμένο» έθνος, εν προκειμένω το τουρκικό. [ ]
Κλείνοντας, χρειάζεται να διατυπωθεί, σε αδρές κατ’ ανάγκην γραμμές και άρα σχηματικά, η θέση από την οποία εκκινά η ανωτέρω κριτική: Το ελληνικό έθνος συγκροτείται σταδιακά ανάμεσα στο 1770 και το 1820, από μερίδες τριών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ρωμιών, Αρβανιτών, Βλάχων), υπό την ιδεολογική ηγεμονία του νεοελληνικού διαφωτισμού και υπό την ηγεσία τριών κοινωνικών κατηγοριών (λογίων, έμπορων, οπλαρχηγών). Η αρχική ασαφής και αμφίσημη ένταξη των πολλών διασαφηνίζεται υπό την πίεση των εξελίξεων και σφυρηλατείται στο καμίνι της Επανάστασης (1821-29): Έλληνας γίνεται όποιος μετέχει στον Αγώνα. Στον αιώνα που θα ακολουθήσει (1830-1930), η διαδικασία θα ολοκληρωθεί εκ των άνω: Το κράτος, πλέον, με τους γνωστούς τρόπους που διαθέτει κάθε κράτος, με βία δηλαδή και ιδεολογία, θα ολοκληρώσει τη συγκρότηση του έθνους τόσο στο χώρο (προσαρτήσεις και κατακτήσεις εδαφών, αφομοιώσεις και ανταλλαγές πληθυσμών) όσο και κυρίως στο χρόνο: Διά χειρός Παπαρρηγόπουλου θα επιχειρηθεί το τιτάνιο έργο της γεφύρωσης αρχαίου και νέου Ελληνισμού.
Σύμφωνα με αυτό, [ ] το αιώνιο και στην ουσία του αναλλοίωτο ελληνικό έθνος δεν εξαφανίζεται. Τελεί απλώς εν υπνώσει και αναμένει την κατάλληλη στιγμή. Με δυο λόγια, η ιστορική και πολιτισμική αντίληψη περί έθνους αντικαθίσταται από την άχρονη ουσιοκρατική.
Το επίσημο αυτό σχήμα, [ ] κάθε άλλο παρά αμφισβητείται από το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Οπότε αδίκως θορυβούν οι εθνικιστικοί κύκλοι: Όλα άλλαξαν, απλώς για να παραμείνουν ίδια…