
του Χρ. Αλεξάνδρου, από το Άρδην τ. 64, Απρίλιος – Μάιος 2007
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟ 1980
Η σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με την Κύπρο είναι σχεδόν άγνωστη, σε αντίθεση με αυτή του Γιώργου Σεφέρη, που είναι πασίγνωστη. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Κύπρος πέρασε στο έργο του Σεφέρη με τρόπο εμφανή και βαρυσήμαντο, θα μπορούσαμε να πούμε, ενώ στον Ελύτη υπάρχει μόνο ακροθιγώς. Για να συμβεί αυτό στον Σεφέρη, συνέτρεξαν και άλλοι λόγοι, όπως η θέση του ως διπλωμάτη στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου ήρθε σε άμεση εμπλοκή με το Κυπριακό, τα χρόνια που γνώρισε και βίωσε την Κύπρο, δηλαδή όταν αυτή ήταν μισο -άγνωστη και το Κυπριακό πρόβλημα ερχόταν για πρώτη φορά στην επιφάνεια, καθώς και η συνεχής επικοινωνία του με πνευματικούς ανθρώπους της Κύπρου.
Η πρώτη επίσκεψη πραγματοποιείται στις 3 Ιουλίου του 1970 και ολοκληρώνεται στις 29 Αυγούστου του ιδίου έτους. Στην Κύπρο ήρθε προσκεκλημένος του Ευάγγελου Λουίζου, ενός άρχοντα ευπατρίδη από την Αμμόχωστο, ο οποίος στα νιάτα του είχε συνδεθεί με την πρωτοπορία της ελληνικής διανόησης, τον Κατσίμπαλη, τον Ελύτη, τον Καραντώνη, τον Σεφέρη, (ο οποίος επίσης φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Λουίζου), τους πρωτοπόρους δηλαδή της περίφημης γενιάς του ‘30, ενώ είχε υπηρετήσει και ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο Ελύτης επισκέπτεται τα πλείστα όσα αρχαιοελληνικά, βυζαντινά και ονομαστά μέρη της Κύπρου – από την Αμμόχωστο μέχρι τη Μόρφου. Η περιήγηση του Ελύτη ανά την Κύπρο γίνεται με τη βοήθεια της κ. Κλειώ Χατζηκώστα, ατόμου από τον στενό φιλικό κύκλο του Λουίζου στην Αμμόχωστο. Στις 12 Αυγούστου συναντάται με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο Προεδρικό Μέγαρο, ενώ θα γνωριστεί και θα γίνει φίλος με τον Πάτροκλο Σταύρου, μια φιλία η οποία θα κρατήσει μέχρι τον θάνατο του ποιητή. Στην επίσκεψή του αυτή θα εκδώσει και την ποιητική του συλλογή Το μονόγραμμα, στον εκδοτικό οίκο που διατηρούσε ο Λουίζος στην Αμμόχωστο με το όνομα L’ editions L’ oiseau (η συλλογή θα κυκλοφορήσει το 1971 και ακολούθως θα ξανακυκλοφορήσει από τον Ίκαρο το 1972).
Επίσης, κατά την πρώτη αυτή επίσκεψη θα γνωριστεί με τον Κώστα Σερέζη, δημοσιογράφο στο ΡΙΚ και ιδιοκτήτη της γκαλερί Αργώ. Στον Κώστα Σερέζη, συνεργάτη εκείνη την εποχή και της εφημερίδας Ο Φιλελεύθερος, θα δώσει δύο ποιήματά του για προδημοσίευσή τους στην εφημερίδα που εργαζόταν, ένα από Το μονόγραμμα, και ένα από Τα ρω του έρωτα, συλλογή που δούλευε εντατικά κατά την παραμονή του στην Κύπρο. Επίσης, όπως μαρτυρείται από τον Σερέζη (στο βιβλίο του Η άλλη εποχή, Καστανιώτης 2006) –μαρτυρείται και σε αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής–, ο Οδυσσέας Ελύτης δήλωσε, μετά το βραβείο Νόμπελ το 1979, όταν οι προσκλήσεις για επισκέψεις στο εξωτερικό ήταν δεκάδες– από ιδρύματα μέχρι αρχηγούς κρατών–, πως μόνο την Κύπρο και την Ισπανία θα επισκεπτόταν, όπερ και εγένετο.
Η δεύτερη επίσκεψη πραγματοποιείται ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιουλίου του 1973, και θα διαρκέσει μέχρι τις 9 Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια και αυτής της επίσκεψης φιλοξενείται στο σπίτι του Λουίζου – ένα σπίτι «που πάει να γίνει φυτό» κατά τον Σεφέρη, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης που υπήρχε στην εσωτερική του αυλή. Και πάλι πραγματοποιεί εκδρομές σε μέρη που δεν πρόλαβε να γνωρίσει από την πρώτη φορά, ενώ και πάλι θα έχει συνάντηση με τον Μακάριο, στις 2 Αυγούστου. Η τρίτη και τελευταία επίσκεψη θα γίνει τον Αύγουστο του 1980 για μερικές μόνο μέρες, αμέσως μετά το βραβείο Νόμπελ. Αυτή τη φορά έρχεται στην Κύπρο προσκεκλημένος του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για να μιλήσει στο πολιτικό του μνημόσυνο. Πρόκειται για μια σημαντική επίσκεψη, δημόσια αυτή τη φορά, και θα τύχει θερμής παλλαϊκής υποδοχής, ενώ θα ανακηρυχθεί και σε επίτιμο δημότη σε όλες τις ελεύθερες πόλεις (βλέπε παρακάτω τον λόγο του στην εκδήλωση για τον Μακάριο).
Η Κύπρος στο έργο του Ελύτη
Η Κύπρος δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής στο έργο του Ελύτη, ποιητικό ή πεζό. Εξάλλου, με τίποτα ο Ελύτης δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ιστορικός ποιητής, με την πρώτη τουλάχιστον σημασία της λέξης. Η Κύπρος στο έργο του θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει «στιγμιαία» αλλά σίγουρα διακριτή. Μιλά βέβαια για τόπους, αλλά κυρίως για τρόπους, τους τρόπους της φωτεινής ευγένειας του ελληνικού κόσμου. Στα Μικρά Έψιλον διαλεύκανε ο ίδιος τη σχέση του με την ιστορία: «Δεν ξέρω από ιστορία, μολονότι ξέρω καταλεπτώς τις αντιδράσεις που δημιουργήσανε την ιστορία».
Η πιο αδρή αναφορά γίνεται στο πρόσωπο του Μακαρίου, για τον οποίο, ως γνωστόν, ο Ελύτης έτρεφε εκτίμηση και θαυμασμό. Υπάρχουν δύο αναφορές στον Μακάριο στο ποιητικό του έργο, μία στην περίφημη συλλογή Μικρός Ναυτίλος (Ίκαρος 1985), και μια άλλη στη συλλογή Εκ του Πλησίον (Ίκαρος 1998, μεταθανάτια έκδοση).
Στον Μικρό Ναυτίλο, μια συλλογή που θεωρήθηκε και «ιδιόρρυθμη», μεγάλο της μέρος είναι πεζολογικό, μάλλον το μεγαλύτερο. Κάποια από αυτά τα πεζολογικά μέρη, συγκεκριμένα τέσσερα, κατανεμημένα σε διάφορα σημεία του έργου, φέρουν τον τίτλο [Προβολέας α΄], [Προβολέας β΄], [Προβολέας γ΄], και [Προβολέας δ΄]. Ο κάθε Προβολέας αποτελείται από επτά σκηνές, η κάθε μια ξεχωριστή και αυτοτελής από την άλλη. Οι Προβολείς φωτίζουν σκηνές από διάφορα τραγικά γεγονότα ή περιστατικά του Ελληνισμού, από την κλασσική Αθήνα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Οι σκηνές αυτές, κάποιες από τις οποίες είναι πασίγνωστες, όπως ο Σωκράτης που παίρνει το κώνειο στη φυλακή, κάποιες λιγότερο γνωστές, και μερικές άγνωστες, έχουν όλες κάτι κοινό. Συγκεφαλαιώνουν μια επιτεταμένη τραγικότητα και φαυλότητα των χειρότερων ιστορικών αποτυχιών των Ελλήνων, όταν, τυφλωμένοι, δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να υπερβούν τα πάθη τους χάριν της πατρίδας, οδηγούμενοι στον φθόνο, τον φόνο και τον διχασμό ανάμεσά τους, σκοτώνοντας σε τελευταία ανάλυση τον ίδιο τον εαυτό τους.
Η τελευταία σκηνή του [Προβολέα δ΄], τελευταία και χρονολογικά, είναι αφιερωμένη στον Μακάριο. Ακολουθεί τη σκηνή από ένα συγκλονιστικό γεγονός, παρμένο από τη γερμανική Κατοχή– πρελούδιο του εμφύλιου, που θα ξεσπάσει σε λίγο. Η έβδομη σκηνή είναι η εξής: « Στην Κύπρο, άνθρωποι σταλμένοι από τη δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών, στήνουν –με σκοπό να τον δολοφονήσουν– ενέδρα στον Εθνάρχη Μακάριο, που μόλις καταφέρνει να διαφύγει».
Σε μια άλλη επίσης πεζολογική σειρά εντός του Μικρού Ναυτίλου, μορφολογικά όμοια με την προηγούμενη αλλά σε διαφορετικό τόνο και ερμηνευτικό πλαίσιο, υπάρχει ακόμη μία αναφορά στην Κύπρο. Η σειρά αυτή, που δεν είναι συνεχής μέσα στο έργο, φέρει τον τίτλο ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ και χωρίζεται σε τρεις ενότητες, εκ των οποίων η τελευταία είναι χωρισμένη σε τρία μικρότερα μέρη. Η τρίτη ενότητα λοιπόν έχει τον υπότιτλο [Τα Στιγμιότυπα], και της οποίας το πρώτο μέρος, όπου υπάρχει και η αναφορά στην Κύπρο, μαζί με το δεύτερο αποτελούν μια απόδοση εικόνων από διάφορα ταξίδια του ποιητή σε μέρη ελληνικά και ξένα. Πρόκειται για ποιητικές εικόνες που προκάλεσαν τις αισθήσεις και τη συγκίνηση του ποιητή, και γι’ αυτό του έμειναν εντυπωμένες. Το τρίτο μέρος από [Τα Στιγμιότυπα] δεν αφορά τόπους, αλλά γυναίκες σε αισθαντικές και αιθέριές τους στιγμές. Το Στιγμιότυπο από την Κύπρο, ενδεικτικό και των υπόλοιπων, είναι το εξής: «Στο “Σουλτάν Τεκέ”, λίγο πιο έξω από την Λάρνακα. Οι σκιές από τα φύλλα που μετατοπίζονται από τον άνεμο ρυθμικά και μοιάζουν με κρησάρα που δουλεύει ασταμάτητα όπως ακριβώς η συνείδηση».
Στον Μακάριο υπάρχει και μια άλλη αναφορά, χαρακτηριστική της αντίληψής του γι’ αυτόν, που περιλαμβάνεται στην τελευταία συλλογή του ποιητή, την Εκ του πλησίον, η οποία, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του. Σε ένα επίσης πεζό μέρος της συλλογής με τον τίτλο ΤΡΙΝΑΚΡΙΑ, μιλάει για την ευγένεια και την ταπεινή λάμψη των υλικών του ελληνικού κόσμου, όπου η διαύγεια των κινήσεων και το καθαρό των αισθήσεων αποτελούν συνισταμένες της ίδιας της ύπαρξης. Σε ένα τέτοιο κόσμο «μου έπεσε ο λαχνός να μπω κι εγώ σπώντας βέργες ανεμώδεις, όπως μπήκε ο Matisse με τα χρωματιστά χαρτιά, ο Βενιζέλος με τα αντιτορπιλικά του, και ο Μακάριος με την ευστροφία του. Μιλώ για ένα επ’ ακρωτηρίου ακρωτήριο, μοναδικό απ’ όσο γνωρίζω σε όλον τον κόσμο, και που ορίζει χωρίς καν ποτέ σου να το έχεις παραδεχτεί μιαν εξουσία υπερπλήρη…».
Η θέση που κατέχει η Κύπρος στη σκέψη του ποιητή μέχρι το τέλος, είναι επιβεβαιωμένη και από τις αναφορές που υπάρχουν στο τελευταίο πεζό του έργο (Ύψιλον 1995), και φέρει τον βαρυσήμαντο τίτλο ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ ΕΛΛΑΔΑ (περιλαμβάνεται και στον τόμο Εν Λευκώ). Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡ ΟΛΙΓΟΝ ΕΛΛΑΔΑ είναι μια πικρή περιήγηση, ένας περίπλους κατά τον Ελύτη, στην Ελλάδα που καταστράφηκε, από τον Πόντο, την Κερύνεια μέχρι την Αλεξάνδρεια.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως το πατριωτικό στίγμα του ποιητή, εκλεπτυσμένο και σμιλεμένο με ιδιαίτερα τονισμένη την παντοδυναμία του –την ελληνική λαλιά–, που κατάφερε να τα περικλείσει όλα. Αυτός ο νοερός της πατρίδος περίπλους –όχι τυχαία γινόμενος λίγο πριν το τέλος του Ποιητή– «μπορεί να είναι ταυτόχρονα στο μέλλον και στο παρελθόν», –όπως αναφέρει. Γιατί η Ελλάδα, υπαρκτή και χαμένη, είναι σε τελευταία ανάλυση για τον Ελύτη και τους Νεοέλληνες μια δυνατότητα ποιότητας, αφού «άπαξ και κάποιος επέτυχε –στον πολιτισμό εννοώ– δεν μπορεί παρά να επανέλθει. Μετά μυριάδες χρόνια θα επανέλθει», μηνύει ο ηλιοπότης ποιητής.
Η Κύπρος, μια υπαρκτή και μια παρ’ ολίγον Ελλάδα, είναι ο τελευταίος χώρος που επισκέπτεται ο Ποιητής πριν ξεκινήσει την επιστροφή στη βάση του. «Αλήθεια έφτασε η ώρα του γυρισμού. Εγκαταλείπω το φανάρι της Κηρύνειας, περνώ ξυστά το ακρωτήριο του Αγίου Ανδρέα, όπου τόσο μου αρέσει να κατεβαίνω και ν’ ανοίγω διάπλατα τις καγκελένιες πόρτες του», για να επιστρέψει ξανά σε πιο καλούς καιρούς, όταν οι Έλληνες θα μπορούν να γιορτάζουν πραγματικά.
Ο (άγνωστος) λόγος του Οδυσσέα Ελύτη στην Κύπρο
Τα πιο κάτω εκτενή αποσπάσματα είναι από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη (5 Αυγούστου του 1980) στο πολιτικό μνημόσυνο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη Λευκωσία και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Χαραυγή» αμέσως μετά, στις 7 και 8 Αυγούστου, και επαναδημοσιεύτηκαν πολύ πρόσφατα και από την εφημερίδα «Πολίτης». Το βαρυσήμαντο αυτό κείμενο είναι παντελώς άγνωστο στην Αθήνα και εντελώς ξεχασμένο στην Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ελύτης δεν μιλάει στενά πολιτικά, αλλά γενικότερα, για την υψηλή ποιότητα του λαϊκού πολιτισμού του νεώτερου ελληνισμού, τη μοναδική του ποίηση, και βεβαίως –τι άλλο;– τη γλώσσα του. Άκρως σημαντική και πραγματική είναι και η παρέκβαση που κάνει για την κυπριακή ποίηση.
Αγαπητοί φίλοι
Όσο πιο θερμές είναι οι εκδηλώσεις σας, τόσο πιο πολύ με γεμίζουνε τύψεις. Το συναίσθημα που με κατέχει είναι ότι έχω περάσει μιαν αρραβώνα με την Κύπρο και ότι δεν καταφέρνω να φτάσω στο γάμο. Θέλω να πω ότι έχω κάνει ένα τάμα, όχι τώρα, αλλά από τότε που μου έλαχε να ‘ρθω στο νησί σας σε πολύ δύσκολες στιγμές, και να βρω κοντά σας αγάπη, παρηγοριά και δύναμη. Ένα τάμα. Στα μέτρα των δυνάμεών μου να κάνω κάτι για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου. Ελπίζω να με συγχωρέσετε, όταν αναλογισθείτε ότι, παρά τη θέλησή μου, επί δέκα μήνες τώρα, παλεύω για να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις που μου δημιούργησε η απονομή του Νομπέλ.
Αγαπητοί φίλοι
Με έχουν ονομάσει, κατά καιρούς, ποιητή της θάλασσας, ποιητή των νησιών και του ήλιου. Και ώς ένα σημείο είμαι. Αλλά δεν είμαι μόνο αυτό. Δεν είμαι μόνο αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς, όταν ακούει τέτοιους χαρακτηρισμούς και νομίζει ότι έχει να κάνει με εντυπώσεις και περιγραφές, με μια απλή φυσιολατρεία. Τα φυσικά στοιχεία έχουν μια δεύτερη και μια τρίτη σημασία, όπου η γλώσσα και η ιστορική μνήμη εμπλέκονται και δημιουργούν μια άλλη πραγματικότητα, για τις καθημερινές μας στιγμές ασύλληπτη. Αποτελούν, θα έλεγα, στην κλίμακα του πνεύματος, ένα αλφάβητο που με την κατάλληλη χρήση του, εξαιρετικά δύσκολη –πρέπει να το πω και αυτό αμέσως–, ξεκλειδώνει τα μυστικά και αποδίδει το μυστήριο που μας περιβάλλει, το κάνει προσιτό στην ψυχή μας. Και η ψυχή μας είναι μεγάλη υπόθεση. Η ατομική μας ψυχή και η ομαδική. Γιατί υπάρχει και η ομαδική ψυχή, που αντιπροσωπεύει κάθε λαό στο σύνολό του και στην ιδιοτυπία του. Απ’ αυτή την άποψη ήθελα να πω λίγα πράγματα, και αν μίλησα στην αρχή για τον εαυτό μου –πράγμα που δεν το συνηθίζω– το έκανα για να φτάσω ακριβώς εκεί.
Μου δόθηκε η ευκαιρία στους πέντε μήνες που πέρασα στην Κύπρο το καλοκαίρι του ‘70, να την τριγυρίσω όλη, να δω τα αρχαία της, τα Βυζαντινά της, τα σημερινά της, σε αδιάσπαστη συνέχεια, σε αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα τους και ανάμεσά στο τοπίο. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Με εντυπωσίασε και μου έδωσε μια βαθιάν ικανοποίηση, θα έλεγα μιαν επαλήθευση της ταυτότητάς μου σαν μέλους μιας κοινότητας που σαν Γένος επέτυχε πάντοτε.
Ο Ελληνισμός είναι μια κοινότητα που με ποικίλες μορφές και κάτω από ποικίλες περιστάσεις αντίξοες, δραματικές, εξοντωτικές κάποτε, κατάφερε παρ’ όλα αυτά να επιβιώσει. Δεν ξέρω αν έχουμε άλλο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία. Και το μόνο του όπλο, αλλά ένα όπλο μοναδικό και παντοδύναμο, εστάθηκε η γλώσσα του. Η «ελληνική λαλιά», όπως έλεγε ο Καβάφης, «ως την Βακτριανή την πήγαμε – ως τους Ινδούς».
Να γιατί είμαι υπερήφανος ασκώντας μια τέχνη που χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό το όργανο. Και να γιατί μου έδωσε τόση ικανοποίηση η συμβίωσή μου με την πραγματικότητα της Κύπρου. Γιατί βρήκα τα «ανάλογα» της γλώσσας αυτής, έξω από κάθε ιστορική ή πολιτική σκοπιμότητα, σ’ αυτή τη «μνήμη» που την κουβαλάτε και την εξωτερικεύετε όλοι σας και που είναι μαρτυρία ενός ανεπανάληπτου πολιτισμού.
Αυτό που θαυμάζουμε στην ελληνική τέχνη της ακμής, δεν είναι αυτό που πίστεψαν οι Δυτικοί ότι συνεχίστηκε με την Αναγέννηση. Ούτε αυτό που πραγματοποιήσανε αργότερα με τα νεοκλασσικά κτίρια που κοσμούν τις πρωτεύουσές τους. Είναι μια ειδική αίσθηση για τα πράγματα και τις αναμεταξύ τους σχέσεις, που οδηγεί στην ευγένεια, είτε καταπιάνεσαι με μεγάλα είτε με ταπεινά έργα. Για την αντίληψή μου –θα μπορούσα να πω για την αντίληψη ολόκληρης της γενεάς μου– η συνέχεια του πνεύματος εκείνου πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνον από τον λαϊκό πολιτισμό. Μια εσωτερική αυλή σπιτιού με τους ασβεστωμένους τοίχους, τα λουλούδια στους τενεκέδες, τα πέτρινα σκαλάκια, ή ένας περίβολος μοναστηριού με τα κυπαρίσσια, τη στέρνα, τις στοές και τα κελλιά, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αντίληψη που έφτιαχνε τους Απόλλωνες και τις νίκες, τους Οσίους και τις Θεομήτορες, απ’ όλες τις μεγαλόπρεπες κολόνες και μετόπες των Ευρωπαϊκών Ανακτόρων. Και αυτό συνέβη επειδή, αξεδιάλυτα συνυφασμένα, το τοπίο και η γλώσσα, επιβιώσανε μέσα στο ομαδικό υποσυνείδητο, διατηρηθήκανε μέσα στους ύμνους της Ορθοδοξίας και στα Δημοτικά Τραγούδια –το παρατηρούμε αυτό εντελώς ιδιαίτερα στην Κύπρο– και έφτασαν ώς τις μέρες μας, είτε οι καιροί ήτανε καλοί είτε χαλεποί. Τολμώ, μάλιστα, να πω ότι λειτουργήσανε πιο οργανικά και πιο έντονα στη δεύτερη περίπτωση – κάτι που γεννά την απορία των ξένων και παραμένει για την αντίληψή τους ακατανόητο. Πολύ συχνά μου έτυχε να με ρωτήσουνε στις συνεντεύξεις: Για ποιό λόγο η ποίηση η ελληνική γυρίζει στην μοίρα του φορέα της; Καμιά σχεδόν ποίηση ξένης χώρας δεν ασχολείται με την Ιστορία και την μοίρα του λαού της. Τους απάντησα: Επειδή ο Ελληνισμός έζησε πάντοτε κοντά στον κίνδυνο. Επειδή ό,τι κινδυνεύει, ζητάς να το διασώσεις. Επειδή νιώθουμε μόνοι. Επειδή σαν πολιτιστική μονάδα δεν έχουμε συγγενείς. Και επειδή –προσθέτω εγώ τώρα μεταξύ μας– στο βάθος μας φοβόντουσαν πάντοτε, όσο αδύναμοι και αν είμασταν. Και μας πολεμούσανε, «Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι!», για να ξαναθυμηθώ τον Σολωμό. Ή μήπως αυτό δεν συμβαίνει σήμερα με την Κύπρο;
Μου επεφύλαξε η τύχη την τιμή να γνωρίσω τον Εθνάρχη Μακάριο σε μιαν από τις κορυφαίες στιγμές της δράσης του. Και την θλιβερή τιμή να παραστώ εχθές στην επιμνημόσυνη δέηση για ανάπαυση της ψυχής του. Το αγωνιστικό του σθένος, την ψυχική του αντοχή, το κάλλος του, τα αντλούσε από την μεγάλη δεξαμενή που αποτελείτε όλοι σας – ολόκληρος ο κυπριακός λαός. Για αυτό τη συνέχεια την βλέπουμε σήμερα και θα την βλέπουμε πάντοτε –αρκεί να υπάρχει ενότητα– ολοένα πιο δυνατή, πιο αποφασιστική επάνω στα δικά του βήματα.
Αλλά αυτό είναι το θαύμα. Να δυναμώνεις και να αντρειεύεσαι τότε ακριβώς που κινδυνεύεις να χάσεις αυτά που αγαπάς, όμως να ξέρεις πως είναι δικά σου, κατάδικά σου. Και να τους δίνεις την χροιά του ακατάλυτου και του αιώνιου…
[Για την ποιότητα της Κυπριακής ποίησης]
Δεν είναι τυχαίο –απεναντίας είναι πολύ χαρακτηριστικό (και πάντως ενθαρρυντικό για τις πεποιθήσεις μου)– ότι ανάμεσα στις εκατοντάδες των ποιητικών συλλογών που έλαβα τα τελευταία χρόνια, οι εφτά ή οχτώ ανάμεσα στις δέκα που ξεχώρισα, ήταν συλλογές Κυπρίων. Παρακαλώ να μην θεωρηθεί ότι αυτή τη στιγμή κάνω μια οποιουδήποτε είδους φιλοφρόνηση. Οι φίλοι μου άλλωστε στην Αθήνα το έχω[ουν] ακούσει πολλές φορές. Το επίπεδο το ποιητικό στην Κύπρο βρίσκεται πολύ υψηλά. Τα τελευταία χρόνια έφτασε σε πολύ σημαντικά επιτεύγματα. Από άνδρες και γυναίκες. Η ποιότητα, η εφευρετικότητα, η ευγένεια στην έκφραση μαρτυρούνε μια ψυχική κατάσταση σε έξαρση, σε ένταση, σε εγρήγορση, αδιάπτωτες. Χωρίς αμφιβολία, τα γεγονότα που μεσολαβήσανε παίξανε το ρόλο τους. Αλλά ακριβώς εκεί συγκεντρώνεται, αν θέλετε, και ο θαυμασμός μου. Γνωρίζω από δική μου πείρα ότι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου είναι να μετουσιώσεις γεγονότα χθεσινά, που τις συνέπειές τους υφίστασαι ακόμη, σε έργα τέχνης του λόγου. Έχουμε παραδείγματα από το παρελθόν, όπου το ποίημα κινδυνεύει συνεχώς να ξεγλυστρήσει στον πατριωτικό λόγο, στη διακήρυξη, στη διαμαρτυρία. Προσωπικά, για ν’ αποφύγω τους κινδύνους αυτούς, όταν θέλησα να δώσω τις εμπειρίες μου από την Αλβανία και την Κατοχή, χρειάστηκε να περιμένω τουλάχιστο μια 15νταετία. Μόνο έτσι μπόρεσα να φτάσω στο «Άξιον Εστί». Και να που οι δικοί σας ποιητές έφτασαν αμέσως. Με διακριτικό τόνο, που όμως δεν περιορίζει την οξύτητα. Και με ευγένεια, θα έλεγα με ανωτερότητα, την ανωτερότητα του φορέα ενός παμπάλαιου πολιτισμού – απέναντι στον βάρβαρο.
Κατά βάθος, όπως βλέπετε, τριγυρίζω πάντοτε στο ίδιο θέμα. Στο θέμα της γλώσσας, της ελληνικής λαλιάς με τις χίλιες της παραλλαγές και μορφές, που τις θεωρούμε μειονέκτημα ενώ ίσα-ίσα είναι αυτές που δείχνουν τα πολλαπλά στρώματα της παράδοσής μας – κάτι που καμιά γλώσσα δεν έχει να επιδείξει. Γι’ αυτό την είπα όπλο. Και όπλο παντοδύναμο. Το έχετε, κατ’ εξοχήν, εσείς αυτό το όπλο. Διασώζει μιαν αρκαδική και μιαν ομηρική γνησιότητα. Διατηρεί την αρχέγονη παλιά λάμψη.