του Δ. Τσαρδάκη, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Όταν ακροβατείς σε ένα σχοινί χρειάζεσαι και ένα δίχτυ από κάτω για να μην πέσεις και τσακιστείς. Με πανεπιστημιακές τιμές αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα, που δεν φρόντισε να εφοδιαστεί με το «δίχτυ σωτηρίας» ή με το κατάλληλο προστατευτικό κράνος ή δεν είχε την εύνοια των πλανητών. Παράλληλα, χρειάζεται να αλείφεις και με λίγη πούδρα τα χέρια σου, για να μπορείς να κρατάς «σταθερά τη μπάρα» πάνω από το κεφάλι σου, για να μην πέσει και τσακίσει την κούτρα σου. Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να υπολογίζεις με αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης και του κεντρικού νευρικού συστήματος, πράγμα που σε κάνει ιδιαίτερα ευάλωτο στις ιώσεις και στις μυκητιάσεις. [ ]
Κατ’ αρχήν, όλοι γνωρίζουμε πως κάθε εκλογή ενός μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ), σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, συνοδεύεται και από μία φανταχτερή ατραξιόν, η οποία κρατάει μερικούς μήνες, καμιά φορά και χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση και τις προθέσεις των capo-Αλιγατόρων του Τμήματος. Για τους αμύητους, συνοπτικά, η τυπική διαδικασία έχει ως ακολούθως: Όταν δημοσιεύεται η προκήρυξη μιας θέσης μέλους ΔΕΠ σε ένα πανεπιστημιακό Τμήμα, μέσα σε μια ορισμένη προθεσμία δύο μηνών υποβάλλονται υποψηφιότητες και ακολούθως συγκροτείται ένα εκλεκτορικό σώμα (το σώμα των Αλιγατόρων). Το εκλεκτορικό σώμα ορίζει την τριμελή Εισηγητική Επιτροπή, η οποία μέσα σε σαράντα μέρες οφείλει να μελετήσει το έργο του/των υποψηφίων και να συντάξει τη λεγόμενη Εισηγητική Έκθεση για τον/ή τους υποψηφίους. Ακολούθως, η Εισηγητική Έκθεση κοινοποιείται στους υποψηφίους και στους εκλέκτορες-Αλιγάτορες και ορίζεται μία ορισμένη ημερομηνία εκλογής. [ ] Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν οι εκλέκτορες – Αλιγάτορες του Τμήματος δεν «γουστάρουν» κανέναν εκ των υποψηφίων, κηρύσσουν τη θέση ή τις θέσεις άγονες, όπως λέμε «άγονη γραμμή», για να φέρουν αργότερα κάποιον δικό τους. [ ] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανεπίσημη πλευρά της διαδικασίας, δηλαδή το παρασκήνιο ή αλλιώς το εκλογομαγειρείο. Αυτό που συμβαίνει στο παρασκήνιο αφορά στις διεργασίες και στις συναλλαγές που γίνονται μεταξύ των εκλεκτόρων πριν από κάθε εκλογή, που καθορίζει και το αποτέλεσμα της εκλογής. Με την έννοια αυτή, τις περισσότερες φορές, εκτός απρόοπτου, η εκλογή του υποψηφίου για τη θέση του γαμπρού ή της νύφης, κατά περίπτωση, είναι προαποφασισμένη και προδιαγεγραμμένη. Δηλαδή, η εκλογή απλώς μετατρέπεται σε μια διοικητική πράξη ρουτίνας και ψυχικής δοκιμασίας για τους υποψηφίους, οι οποίοι περιμένουν να ακούσουν το γνωστό ήδη σ’ αυτούς αποτέλεσμα. Και επειδή δεν πρέπει να μιλάμε πάντοτε γενικά και αφηρημένα, ας δούμε τώρα ένα τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας εκλογής σε ελληνικό πανεπιστήμιο τύπου «παντείου» καιρού, που θα μπορούσε να ισχύει και ως μοντέλο για τα άλλα πανεπιστημιακά τμήματα.
Πριν από μία δεκαετία και κάτι (1992), έγινε μία εκλογή σε ένα Τμήμα από αυτά που τα λένε Επικοινωνίας και ΜΜΕ, για την κατάληψη μιας θέσης Αναπληρωτή – Αλιγάτορα σε ένα γνωστικό αντικείμενο που είχε σχέση με την επικοινωνία. Στη συγκεκριμένη συγκυρία υποβλήθηκαν δύο υποψηφιότητες. Ο ένας εκ των υποψηφίων είχε το διδακτορικό του στην αγροτική οικονομία με ένα θέμα που είχε να κάνει κάτι σαν με φόρους, με προίκα, με σταφίδα κ.λπ. Ο έτερος των υποψηφίων είχε το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία της τηλεόρασης, με ένα θέμα σχετικό με τις κοινωνικοποιητικές λειτουργίες της τηλεόρασης. Επειδή, όμως, οι capo-Αλιγάτορες του οικείου Τμήματος είχαν δώσει ήδη το χρίσμα στον πρώτο των υποψηφίων (όπως συμβαίνει με τα κόμματα), γρήγορα-γρήγορα, η σταφίδα βαφτίστηκε επικοινωνία και η διαδικασία προχώρησε «νομοτύπως» υπέρ του πρώτου υποψηφίου. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο δεύτερος των υποψηφίων, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος των μέχρι τότε εργασιών του είχε σχέση με το προκηρυχθέν γνωστικό αντικείμενο, δεν είχε τόσο καλό ωροσκόπο. Όπως τα πράγματα προετοιμάστηκαν και εξελίχθηκαν, το θέμα της διεκπεραίωσης της εκλογής ήταν πλέον ζήτημα καλής σκηνοθεσίας και καλού αμπαλάζ του προϊόντος. Στο ελληνικό πανεπιστήμιο μπορείς να είσαι κοινωνιολόγος και να εκλεγείς σε θέση βιολογίας ή να είσαι βιολόγος και να εκλεγείς σε θέση ψυχολόγου, όπως μπορείς να μπεις ως ισοβίτης στη φυλακή και να δραπετεύσεις ως «γιατρός».
Αρκεί να έχεις καλό ωροσκόπο ή να ξέρεις να διπλοπαρκάρεις με την όπισθεν ή επιτέλους να κάθεσαι στη σωστή ουρά. Κατά την συνεδρίαση της συγκεκριμένης εκλογής, έγινε αναλυτική συζήτηση μεταξύ των εκλεκτόρων, η οποία και καταγράφτηκε στο πρακτικό εκλογής (Βλέπε πρακτικό εκλογής από 17/12/1992). Αρκετά μέλη του εκλεκτορικού σώματος είχαν τότε εκφράσει σοβαρές αντιρρήσεις και είχαν διατυπώσει ενστάσεις, ως προς τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια και, κυρίως, ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία. Υπήρξαν και εκείνοι οι συνετοί εκλέκτορες, που έθεσαν σοβαρές αντιρρήσεις στην εισηγητική έκθεση. Ένα μάλιστα εκ των μελών του εκλεκτορικού σώματος υπέδειξε στο σώμα λέγοντας ότι «ανοίγουμε μία διαδικασία, η οποία οδηγεί σε έκπτωση κάθε έννομη τάξη στα ελληνικά πανεπιστήμια». Και κάποιος άλλος εκλέκτορας πρόσθεσε με έμφαση ότι «αν τελικά η υπόθεση παραπεμφθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η εκλογή θα ακυρωθεί».
Ωστόσο, και παρά τις αντιρρήσεις που είχαν αρκετοί εκλέκτορες, το εκλεκτορικό σώμα προχώρησε, τελικά, στην εκλογή του υποψηφίου, τον οποίο υπέδειξε η πεφωτισμένη «κλαδική των Αλιγατόρων» του οικείου Τμήματος. Τόση ήταν μάλιστα η αμηχανία και η μεροληψία του εκλεκτορικού σώματος, ώστε σε ένα πρακτικό εκλογής που συγκροτείται από 33 ολόκληρες σελίδες και 3 σειρές, στη δεύτερη υποψηφιότητα αφιερώθηκαν συνολικά μόνον τρεις σειρές, ωσάν να ήταν ανύπαρκτη, έτσι κάτι σαν αερικό ή φάντασμα. Κατά τη διαδικασία της εκλογής, η αγωνία του εκλεκτορικού σώματος αφιερώθηκε στην προσπάθεια να βρεθούν εκείνες οι κατάλληλες λεκτικές φόρμουλες, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μία εκλογή ενός υποψηφίου, ο οποίος υποδείχτηκε από το οικείο Τμήμα, ενώ δεν πληρούσε τις απαραίτητες από το νόμο προϋποθέσεις. Έτσι εξηγείται γιατί ο δεύτερος των υποψηφίων απλώς ξεχάστηκε κατά τη διαδικασία της συζήτησης. Η επιχειρηματολογία ορισμένων εκλεκτόρων ήταν εξαιρετικά πρωτότυπη και ευρηματική. Αξίζει, πιστεύω, τον κόπο να δούμε εδώ μερικά ενσταντανέ, όπως αυτά διατυπώθηκαν στο πρακτικό της εκλογής. Ένας εκ των εκλεκτόρων και μέλος της τότε τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής, ο κατ’ εξοχήν παραγωγός λόγου και «αληθειών » στο συγκεκριμένο μη αυτοτελές (τότε) ακόμη Τμήμα, επιχειρηματολογούσε λέγοντας τα εξής σοφά: «Ο λόγος για τον οποίο επειγόμεθα είναι για να μπορέσουμε κι εμείς επιτέλους να είμαστε Τμήμα, το οποίο να εξαρτάται από τον εαυτό του, να αποφασίζει στα του οίκου του. Και γι’ αυτό το λόγο επειγόμεθα να έχουμε στη θέση αυτή, την οποία θεωρούμε σημαντική, έναν άνθρωπο που να μπορεί να πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, που κανείς από εδώ από όλους μας δεν έχει αμφισβητήσει.» (Βλέπε πρακτικό εκλογής από 17/12/1992)
Και ποιες ήταν αυτές οι προϋποθέσεις; Κατά τον κύριο εισηγητή, λοιπόν, ο υποψήφιος που πληρούσε τις «ουσιαστικές προϋποθέσεις» για να καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση, ήταν ακριβώς εκείνος, του οποίου το έργο δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το προκηρυχθέν γνωστικό αντικείμενο της κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης των ΜΜΕ, αλλά ήταν σχετικό με την αγροτική οικονομία. Ωστόσο, ήταν το πρόσωπο που πήρε το χρίσμα των Αλιγατόρων του Τμήματος και για το οποίο πρόσωπο προκηρύχτηκε, προφανώς, η συγκεκριμένη θέση. Όταν μάλιστα κάποιοι εκλέκτορες μίλησαν για το ενδεχόμενο η υπόθεση να παραπεμφθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο ίδιος τους καθησύχασε λέγοντας: «Είναι θέματα δικά μας, αντικείμενα δικά μας να χειριστούμε τον τρόπο με τον οποίο η γνώση αυτοαναφέρεται, αυτοσυστρέφεται και επιστημολογεί. Λοιπόν, αν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, εγώ νομίζω πως μπορώ να το κάνω. Νομίζω ότι έχουμε εξαντλήσει το θέμα και πρέπει να περάσουμε στην εκλογή». Είναι γνωστό ότι η τέχνη της παντομίμας γοητεύει τους πανεπιστημιακούς και ιδιαίτερα τα εκλεκτορικά σώματα. Όταν αυτά δεν έχουν λέξεις για να εκφράσουν αυτό που δυνητικά μπορεί να εκφραστεί και να κατανοηθεί μέσα σε μία δεδομένη συνάφεια, τότε καταφεύγουν στην μεταμοντέρνα νευματολογία. Και δεδομένου ότι η παντομίμα συνδέεται άμεσα με τη χρήση της μάσκας, κάθε πρόσωπο φοράει εκείνη τη μάσκα που ταιριάζει καλύτερα στη δική του φυσιογνωμία. [ ]
Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ο απροσχημάτιστα ευρηματικός και μεταμοντέρνος τρόπος με τον οποίο παράγονται οι «αλήθειες» στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Επειδή, λοιπόν, η γνώση «αυτοαναφέρεται, αυτο-συστέφεται και επιστημολογεί» (λόγια «παντείου» καιρού), η πεφωτισμένη «Cosa Nostra» των πανεπιστημίων μπορεί να αποφασίζει και να ψηφίζει κυριολεκτικά «όποιον γουστάρει», αλλά και να διώχνει «όποιον δεν γουστάρει». Αλλά και γιατί να μην το κάνει, αφού στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ελέγχεται ποτέ κανείς και για τίποτε; Είναι πολύ πιο εύκολο μέσα σε μία χωματερή να βρεις αίφνης ένα δαχτυλίδι, παρά μέσα σε ένα πανεπιστήμιο να βρεις λίγη αξιοπρέπεια. Όπως από τα πράγματα ήταν λογικό, ο δεύτερος των υποψηφίων κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της συγκεκριμένης εκλογής. Όπως είναι γνωστό, η διεκπεραίωση των προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας είναι μία διαδικασία εξαιρετικά χρονοβόρος και ψυχοφθόρος. Έξι χρόνια μετά την προσφυγή (1998), και μετά από τρεις αναβολές, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφασή του, ακύρωσε την εκλογή και την πρυτανική πράξη διορισμού του πρώτου υποψηφίου, που είχε καταλάβει τη θέση του Αναπληρωτή καθηγητή. Στο ηθικό, βέβαια, επίπεδο, ο δεύτερος των υποψηφίων αρχικά δικαιώθηκε. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να βιαστεί κανείς να βγάλει λαθεμένα συμπεράσματα. Άλλωστε, η ηθική, όπως και η πίστη, ποτέ δεν ήταν ένα αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης. Ο εκπεσών από τη θέση του Αναπληρωτής-Αλιγάτορας δεν το «κούνησε ρούπι» από το Τμήμα. Οι φήμες έλεγαν ότι οι Αλιγάτορες του Τμήματος θα τον ξαναπάρουν «με το έτσι θέλω» και παρά την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούσε στην πράξη διορισμού του. Ο δεύτερος των υποψηφίων επισκέφτηκε την περίοδο εκείνη έναν από τους αντιπρυτάνεις για να τον ρωτήσει τι σκέφτεται να κάνει σχετικά με αυτό το θέμα η διοίκηση του πανεπιστημίου. Ο τότε Αντιπρύτανης απάντησε ευγενικά αλλά και με πειστικό ύφος: «Αυτή η ιστορία είναι τελειωμένη. Ο εκπεσών από τη θέση του καθηγητής βρίσκεται ήδη εκτός τον πανεπιστημίου». Αυτά, βέβαια, ήταν τα ωραία λόγια της παρηγοριάς, όπως γίνεται στα μνημόσυνα, που συνηθίζεται να λένε καλά λόγια στη χήρα για τον μακαρίτη. Στην ουσία το Τμήμα έκανε ακριβώς τα αντίθετα. Δική του υπόθεση γαρ (Cosa Nostra).
Τρεις περίπου μήνες αργότερα, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, το συγκεκριμένο Τμήμα, αγνοώντας την απόφαση του ΣτΕ (προφανώς με την ανοχή της διοίκησης του πανεπιστημίου), σε δυο διαδοχικές συνεδριάσεις του ειδικού εκλεκτορικού σώματος (στις 5 Μαρτίου και 14 Μαΐου 1999), επανέλαβε την εκλογή με μοναδικό υποψήφιο τον εκπεσόντα ήδη Αναπληρωτή-Αλιγάτορα, τον οποίο και επανέφερε στη θέση του. Κι έτσι ούτε γάτος ούτε ζημιά που λένε. Το σημαντικό στην όλη υπόθεση είναι ότι η επανάληψη της εκλογής του 1999 έγινε με τα δεδομένα της εκλογής του 1992. Δηλαδή, χωρίς να γίνει νέα προκήρυξη, που σημαίνει με το ίδιο εκλεκτορικό σώμα (ελαφρώς τροποποιημένο), την ίδια εισηγητική έκθεση και το ίδιο έργο των υποψηφίων, το οποίο είχαν καταθέσει κατά την εκλογή τους το 1992 και όχι αυτό που ο καθένας είχε δημοσιευμένο ως το 1999. Κατόπιν τούτου, ο δεύτερος των υποψηφίων, κατανοώντας τις μεταμοντέρνες προθέσεις του Τμήματος και μολονότι είχε προσκληθεί, αρνήθηκε να πάρει μέρος στη συγκεκριμένη εκλογή-φάρσα, αφού προηγουμένως με σχετικό κείμενό του κατήγγειλε τη διαδικασία εκλογής ως παράνομη. Φυσικά η επανεκλογή του πρώτου υποψηφίου, και παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων εκλεκτόρων, ήταν πλέον θέμα ρουτίνας και βεβαιώθηκε από τη σύνοδο του ειδικού εκλεκτορικού σώματος στις 14 Μαΐου 1999, με την οριακή αυτή τη φορά πλειοψηφία των οκτώ θετικών ψήφων στους δεκατέσσερις εκλέκτορες (Βλέπε και πρακτικό εκλογής της 14/5/1999). Χαρακτηριστική είναι η δυσκολία του Τμήματος να συγκροτήσει το εκλεκτορικό σώμα, από την άποψη ότι πολλά από τα αναπληρωματικά μέλη δήλωσαν αδυναμία να συμμετέχουν στην εκλογή. Η πρυτανεία του πανεπιστημίου, καθώς και ο τότε υπουργός της Παιδείας που είναι εντεταλμένοι για τον έλεγχο της νομιμότητας των εκλογών, δεν είδαν τίποτε το παράνομο σ’ αυτή την εκλογή «παντείου» καιρού, κι έτσι ο εκπεσών καθηγητής-Αλιγάτορας επανήλθε φρέσκος και «δικαιωμένος» στην προηγουμένη θέση του. Έτσι, λοιπόν, η σταφίδα, οι φόροι και το ψωμί πήραν το πρόκριμα έναντι της επικοινωνίας και της τηλεόρασης.
Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα από αυτή την εκλογή «παντείου» καιρού είναι: Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έχουν κανένα νόημα και καμία ισχύ, όταν οι capo-Αλιγάτορες των πανεπιστημίων, με την ανοχή των πρυτανικών αρχών, για λόγους «καλής γειτονίας» και δημοσίων σχέσεων, τις πετούν κυριολεκτικά στο καλάθι των αχρήστων. [ ]
Σε μια τηλεοπτική συνέντευξή της, η καθηγήτρια Γλύκατζη-Αρβελέρ, με το δίκιο της κάποτε παρατήρησε στο δημοσιογράφο Φαίδωνα Αμπατζή ότι «στο ελληνικό πανεπιστήμιο το φαινόμενο είναι πιο σημαντικό από το γεγονός». Αλλά τα βαλτόνερα είναι πάντοτε πιο χρήσιμα από τα καθαρά νερά, γιατί εκεί μέσα κανείς δεν μπορεί να δει τι συμβαίνει και παρέχουν το καλύτερο καμουφλάζ στις μεθοδεύσεις των Αλιγατόρων. Άλλωστε, επειδή στην Ελλάδα οι περισσότεροι προτιμούν να κάνουν τις δουλειές τους μέσα σε ένα μεταμοντέρνο «τοπίο της ομίχλης», κανένας δεν ενοχλείται από αυτή την κατάσταση και προπαντός κανένας δεν διαμαρτύρεται. [ ] Επειδή, όμως, το δικαίωμα στο όνειρο είναι θεμιτό, αυτοί που ονειρεύονται ένα άλλο πανεπιστήμιο χωρίς «παρεούλες» και «συνεταιράκια», πρέπει να σπάσουν τα μούτρα τους μπροστά στην ορθολογικότητα της πανεπιστημιακής αυθεντίας, η οποία «προορίζεται» για να γνωματεύει απροσχημάτιστα περί του «ορθού», του «αληθινού» και του «ωραίου». Σε κάθε περίπτωση, το όνειρο δεν συνάδει με την νομιμοποιημένη «φάμπρικα» της πανεπιστημιακής γνώσης, η οποία, όντως, ξέρει να αυτοαναφέρεται, να αυτοσυστρέφεται και να επιστημολογεί, για να μπορεί πάντοτε να χειραγωγεί τα πράγματα και να καναλιζάρει τις υποθέσεις.
- Από το βιβλίο του συγγραφέα, Οι αλιγάτορες των Πανεπιστημίων, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2004.