του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, από το Άρδην τ. 63, Φεβρουάριος – Μάρτιος 2007
Ἁγίου Νικόδημου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμοι Α’-Γ’, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθῆναι 2005, σ. 799+580+700
Στὶς 12 Ὀκτωβρίου 2005, προτοῦ τολμήσω νὰ γράψω τὴν πρώτη μορφὴ αὐτοῦ τοῦ σημειώματος, διάβασα τὰ συναξάρια τῆς ἡμέρας. Ἀνάμεσα στὶς μνῆμες τῶν ἄλλων ἁγίων καὶ ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Δομνίνης: «Ὅθεν πρώτον μέν, ἔδειραν αὐτὴν μὲ ὠμὰ βούνευρα, καὶ κατέκαυσαν τοὺς πόδας της μὲ πυρωμένα σίδηρα. Ἔπειτα τζακίζουσι τὰ κόκκαλά της μὲ ραβδία. Εὐγάνουσι δὲ τᾶς ἁρμονίας τῶν μελῶν της, καὶ ρίπτουσιν αὐτὴν εἰς τὴν φυλακήν.
Τὸ «τζακίζουσι» μὲ πάει στὴ γλώσσα τοῦ Μακρυγιάννη. Θαυμάζει λοιπόν, τὸν λόγιο Ἁγιορείτη ποὺ δὲν δίστασε νὰ μεταγλωττίσει τὸν ἀρχαῖο Συναξαριστὴ γιὰ χάρη ἐκείνων πού, δυὸ χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὴ βενετική του ἔκδοση (1819), θὰ λάβαιναν τὴν ἀπόφαση νὰ μαρτυρήσουν κι οἱ ἴδιοι. Θαυμάζω ποὺ τὸ «τζακίζουσι» καὶ τὸ «εὐγάνουσι» καὶ τὰ «ὠμὰ βούνευρα» πᾶνε πλάι πλάι μὲ «τᾶς ἁρμονίας τῶν μελῶν», δίχως νὰ διαταράσσεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γειτόνεμα ἢ τὴ συνάφεια καμιὰ ἁρμονία τοῦ λόγου.
Προχωρώντας καὶ σὲ ἄλλα συναξάρια ἄρχισα νὰ καταλαβαίνω πούθε ἔρχεται ἕνα μεγάλο παραπόταμο τῆς γλώσσας τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Κόντογλου. Συνάμα κατάλαβα τί ὠθοῦσε τὸν Νίκο Πεντζίκη νὰ ψηφαριθμεῖ μανιακά του Συναξαριστῆ καὶ παρευθὺς ἀναζήτησα τὴν «Ὑδάτων ὑπερεκχείλιση» καὶ ξαναδιάβασα τὸ πελαγίσιας δροσιᾶς διήγημα «Φαεινὴ καὶ Νικόδημος». Διήγημα πού, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἀκατακρίτως θὰ μποροῦσε νὰ προταχθεῖ ἢ νὰ ἐπιταχθεῖ στὴν ἑπόμενη ἔκδοση τοῦ Συναξαριστῆ.
Τελειώνοντας τὴν ἀνάγνωση τοῦ διηγήματος βγῆκα ἀπὸ τὴν ἀμηχανία πὼς νὰ συστήσω στοὺς ἀναγνῶστες τὶς ὑπερφυῶς ρεαλιστικὲς διηγήσεις τοῦ σπουδαίου ἔργου. Λέω, λοιπόν, πὼς ἡ καλύτερη σύσταση εἶναι αὐτή, πρὶν δηλαδὴ ἀνοίξουν τοῦ Συναξαριστῆ, νὰ διαβάσουν ὅσα γράφει ὁ Θεσσαλονικιὸς παραμυθητὴς γιὰ τὶς δοκιμασίες καὶ τὴν ὑπομονὴ τῆς πεντάμορφης Φαεινῆς. Παραθέτω δυὸ μικρὰ προδόρπια:
Ὁ Ἱερέας ἐνὸς παρεκκλησίου, προσφέροντας στὴ Φαεινή τους δυὸ τόμους τοῦ Συναξαριστῆ,
«‘Θα σοῦ εἶναι ἕνα πολύτιμο βοήθημα’ τῆς εἶπε (…) ‘θὰ μάθεις τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων του Χριστοῦ, ποὺ δὲν παύουν ἀδιάκοπα νὰ δέονται σ’ ἐκεῖνον, ὑπὲρ τῶν διαβιούντων ἐπὶ γῆς πλασμάτων του. Διαβάζοντας γιὰ ὅλους τους ἁγίους της κάθε ἡμέρας, χωρὶς νὰ παραλείπεις τὴν εὐχὴ στὸ τέλος καθέκαστης ἡμερομηνίας, γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ θεοῦ πρεσβείαις αὐτῶν ποὺ στέκουν πάντα κοντά του, πιστεύω ὅτι θὰ βρεῖς γιὰ σένα καὶ γιὰ κεῖνον ποὺ εἶναι μέσα στὸ πιθάρι τὰ σωστὰ Βαφτιστικά σας ὀνόματα(…)’».
Ἔτσι ἔκαμνε ἡ Φαεινή, δούλευε ὅλη μέρα, ὕστερα διάβαζε τὸν Συναριστὴ καὶ μετὰ πήγαινε νὰ περπατήσει στὸ ἀκροθαλάσσι. Κι ὅταν ᾖρθε ὁ καιρὸς καὶ βρῆκε τὸν Νικόδημο, ἐκεῖνος τὴν πῆγε στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ φᾶνε ψωμὶ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ παπᾶ καὶ νὰ πιοῦν κρασὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι.
Τὸ τέλος τῆς παραμυθίας:
«Ἔτσι ὅλα ἔγιναν καὶ μπροστὰ στὸν Ἱερέα μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀντάλλαξαν διπλὸ φίλημα. Ὁ ἦχος ποὺ ἡ ἀναπνοὴ τοὺς παρήγαγε τὴ στιγμὴ ἐκείνου τοῦ ἀσπασμοῦ, δὲν ἦταν τὸ μὰτς καὶ μοὺτς ποὺ συνήθως ἀκούγεται, ἀλλὰ φωνήματα καὶ φθόγγοι τῆς ἑλληνίδος λαλιᾶς, ποὺ ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ δοξάζει τὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου, θεὸ ἀληθινό, ἰκετεύοντας τὸ μέγα του ἔλεος.»
Παρὰ τοὺς καταπραϋντικοὺς λόγους τοῦ Πεντζίκη, ἡ γυναίκα μου, ὅταν διάβασε μερικὰ συναξάρια, αἰσθάνθηκε τρόμο ἀπὸ τὴν ἐξιστόρηση τῶν μέγιστων ταλαιπωριῶν καὶ δοκιμασιῶν τῆς σάρκας. Ὡστόσο αὐτὰ τὰ δεινὰ εἶναι ἡ προίκα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὰ ἡ βασιλική της πορφύρα, ὅπως σὲ κάθε σελίδα θυμίζει ὁ Συναξαριστή. Εἶναι ὅμως ἄλλο νὰ βρίσκεις πὼς μιὰ τέτοια περιβολὴ εἶναι, στὴν ἐποχή μας, παράταιρη Τὴν Ἐκκλησία τὴν ντύνει ὁ διωγμὸς κι ὄχι οἱ συνταγματικὲς πρόνοιες καὶ προνομίες.
Ἔτυχε αὐτὸ τὸν καιρὸ νὰ διαβάσω τὸ ἀφήγημα τοῦ Ἰωάννου Ν. Νικολαΐδου Πὼς ἡμέρεψαν οἱ Ἅγιοι… στὸ 18ο τομίδιο τῆς χαριτωμένης σειρᾶς τῶν Ἰωαννίνων «Μνημοσύνη», ποὺ ἐπιμελεῖται ὁ Κώστας Π. Βλάχος. Ὁ παπποὺς τοῦ ἀφηγητῆ, ἱερέας τοῦ παλιοῦ καιροῦ στὰ Γιάννενα, παίρνει μὲ ἐντολὴ τῆς Συνόδου σχετικὴ μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μάρτη εἶχε ἔρθει ἡ διαταγή, στὶς δέκα του ἴδιου μήνα θὰ πηδούσαμε τὶς δεκατρεῖς μέρες καὶ θὰ λέγαμε πὼς ὁ μήνας εἶχε 23.
Ὁ παπάς, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωνέψει πὼς θὰ μείνουν ἀμνημόνευτοι οἱ ἅγιοι τῶν δεκατριῶν ἡμερῶν, παίρνει τὸν ἐγγονό του, μαθητῆ τῆς τρίτης Δημοτικοῦ –αὐτὸς εἶναι ὁ ἀφηγητής– καὶ σὲ μία λειτουργία ποὺ ἀρχίζει χαράματα καὶ τελειώνει τὸ βράδυ, παπποὺς καὶ ἐγγονὸς διαβάζουν τὶς Ἀκολουθίες ὅλων τῶν ἁγίων τῶν 13 ἡμερῶν.
«Τὰ διαβάσματα ἄρχισαν γύρω στὶς ἐννιά. Ἀπὸ τὸ δεξιὸ μέρος τοῦ ψάλτη ὁ παππούς, ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ ἐγώ, τροπάρι στὸ τροπάρι καὶ συναξάρι στὸ συναξάρι –ἔπρεπε νὰ διαβαστοῦν ὅλοι οἱ βίοι τῶν ἁγίων, ἔλεγε ὁ παππούς, ὅπως εἶναι γραμμένοι στὰ βιβλία-(…)»
Αὐτὴ ἡ ἔγνοια τοῦ Γιαννιώτη παπᾶ νὰ διαβαστοῦν οἱ βίοι τῶν ἁγίων θαρρῶ πὼς ἔτρωγε καὶ τὸν Δημήτρη Μαυρόπουλο τοῦ «Δόμου». Χρόνια τώρα πάλευε δυνατὰ μὲ τοὺς ἁγίους, ὥσπου μας χάρισε πέρυσι μιὰ ἐξαίρετη, μολονότι ὄχι μονοτυπικά, τυπογραφικὰ ἔκδοση τοῦ Συναξαριστῆ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, μόλις τὴ δεύτερη ὕστερα ἀπὸ τὴν προεπαναστατικὴ πρώτη του 1819. Ὥσπου νὰ τὴν κατορθώσει, πέρασε σχεδὸν ὅσα καὶ ἡ Φαεινή του Πεντζίκη ἴσαμε νὰ συναντήσει τὸ Νικόδημο, ἐκεῖνον ἀκριβῶς ποὺ δείχνει στὸν Πρόλογο νὰ φοβᾶται, ὁ μακάριος, μήπως οἱ ἀναγνῶστες, ἐνῷ εἶναι ἁπλῶς ὁ μεταγλωττιστὴς τοῦ ἀρχαίου Συναξαριστῆ, τὸν ἐκλάβουν ὡς συγγραφέα.
Ἀνεξάρτητα πάντως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει λογοκλοπία καὶ ἀποκλειστικότητα πνευματικῶν δικαιωμάτων, ἀφοῦ ὅλοι εἶναι δωρήματα ἄνωθεν καταβαίνοντα, ἐγώ, ὡς ἀδιόρθωτος φιλόλογος, θέλγομαι ἀπὸ τὰ φωνήματα καὶ τοὺς φθόγγους τῆς ἑλληνίδος λαλιᾶς τοῦ Ἁγιορείτου μεταγλωττιστοῦ.
Γιὰ τὶς ἄλλες, πολὺ μεγαλύτερες, ὠφέλειες, ποῦ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Συναξαριστῆ τί νὰ ψελλίσω;
Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος