Του Γιώργου Καραμπελιά
Το εκτενές κείμενο επιχειρεί μια συνολική απάντηση στα καλοπροαίρετα τουλάχιστον επιχειρήματα όσων πιστεύουν πως η στάση του Άρδην θα έπρεπε να βρίσκεται στον αντίποδα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, για λόγους μιας αντιπολιτευτικής και αντιμητσοτακικής «πολιτικής ορθότητας». Επί πλέον, επιχειρεί να κάνει κατανοητό, και πάλι στους καλοπροαίρετους φίλους και φίλες, πως η κριτική σε απόψεις δεν ενέχει κάποια απαξιωτική αντιμετώπιση του οποιουδήποτε, αλλά θέλει να ενισχύσει τον «ξυνό λόγο» του δημοκρατικού πατριωτισμού ως προϋπόθεση για την πολιτική του συγκρότηση. Έτσι υποχρεώθηκα να κάνω μια εκτεταμένη αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία για να ξαναέλθω στην παρούσα συγκυρία.
Γ. Κ.
Α. Το διαχρονικό νόημα της στρατηγικής αντιπολίτευσης
Σε ένα εκτενές συλλογικό κείμενο του Άρδην, κατά την πρώτη φάση της κρίσης του κορωνοϊού, προσπαθήσαμε να διευκρινίσουμε τη στάση μας, τονίζοντας πως η δική μας στρατηγική δεν εντάσσεται σε μια λογική «τακτικιστικής αντιπολίτευσης» αλλά έχει χαρακτηριστικά στρατηγικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή, δεν μπαίνουμε στο μικροπολιτικό παιγνίδι, ούτε έχουμε ιδεολογικές ή άλλες εξαρτήσεις από μικρές ή μεγάλες δυνάμεις. Γι’ αυτό και οι κριτικές μας δεν είναι ποτέ –ή τουλάχιστον το προσπαθούμε– φορτισμένες από τις ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις μας. Επιπλέον, προσπαθούμε πάντα να εντάσσονται σε μια συνολική ανάλυση που θεωρεί πως ο ελληνισμός δίνει τη μεγάλη μάχη της ιστορίας του, μάχη επιβίωσης, και αυτή είναι η αποκλειστική πυξίδα για τις επιλογές μας.
Όμως, αυτή η στρατηγική στάση, το να στρεφόμαστε ενάντια σε πολιτικές και σε ιδεολογικο-κοινωνικά μπλοκ και όχι απλά σε κυβερνήσεις, κρίνεται συχνά ως αντιπολιτευτικά ελλιπής (sic) από ένα μέρος της πατριωτικής Αριστεράς, ή της λαϊκής Δεξιάς, ακόμα και του ορθόδοξου χώρου κ.λπ.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί σε αρκετές στιγμές στο πρόσφατο παρελθόν, και ίσως σε μεγαλύτερη έκταση ακόμα. Αρχικώς, όταν ετέθη θέμα ανατροπής της κυβέρνησης Σαμαρά, από τον συνασπισμό Τσίπρα-Καμμένου, με την ευκαιρία των προεδρικών εκλογών του 2015. Τότε, είχαμε αντιπαρατεθεί σε μια κίνηση που τη θεωρούσαμε καταστροφική για τη χώρα, και γι’ αυτό μάλιστα δεν συμμετείχαμε σε κοινό σχήμα «πατριωτικής αριστεράς και δεξιάς» που μας είχε προτείνει ο Καμμένος, και αφήσαμε «μόνο» του τον Ζουράρι στον δρόμο της καταισχύνης. Και τότε, πολλοί, ακόμα και στο άμεσο περιβάλλον μας, ελαυνόμενοι κυρίως από αντισαμαρικές εμμονές, «φιλοαριστερές» ή ακροδεξιές, θεώρησαν την κριτική μας υπερβολική ή ακόμα και φιλοσαμαρική, με αποτέλεσμα μια πρώτη μεγάλη τομή στο εσωτερικό του «αντιμνημονιακού χώρου».
Μια σημαντική ιδεολογική αντιπαράθεση κατά τη μνημονιακή περίοδο αφορούσε το περιβόητο ζήτημα της εγκατάλειψης της ευρωζώνης και της επιστροφής στη δραχμή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εμείς υπήρξαμε από τους ελάχιστους που είχαν ταχθεί ενάντια στην είσοδο της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, θεωρώντας πως μία τέτοια κίνηση θα ενίσχυε τον παρασιτισμό της ελληνικής οικονομίας. Στη νέα συγκυρία, όμως, στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, θεωρήσαμε καταστροφική την έξοδο από την ευρωζώνη. Και αυτό διότι σε συνθήκες διόγκωσης της τουρκικής απειλής και υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας και των Ενόπλων Δυνάμεών της, η Ελλάδα δεν διέθετε πλέον την πολυτέλεια μιας τέτοιας κίνησης. Γιατί θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή και θα υποβάθμιζε περαιτέρω τη γεωπολιτική θέση της χώρας.
Και τότε, όπως και σήμερα, καταβάλαμε μία μεγάλη προσπάθεια για να πείσουμε όλους τους καλοπροαίρετους, τουλάχιστον, φίλους μας στον αντιμνημονιακό χώρο πως μία τέτοια κίνηση ήταν καταστροφική και επικίνδυνη για τη χώρα. Εν τούτοις, οι δραχμικές σειρήνες ήταν πανίσχυρες. Στην πρώτη περίοδο, ενισχυμένες από την Αμερική, που επιθυμούσε, τότε τουλάχιστον, να πλήξει το ευρώ μέσω της Ελλάδας, και από τη Ρωσία του Πούτιν που για προφανείς λόγους θα επιθυμούσε την αποσύνδεσή μας από τη Δύση – και, δόξα τω Θεώ, πολλοί δούλευαν και ακόμα δουλεύουν για μεγάλες ή και μικρότερες δυνάμεις στη χώρα μας. Παράλληλα, οι ολιγάρχες των καναλιών θα εισέπρατταν μια ουσιαστική μείωση των χρεών τους, με τη μετατροπή τους σε δραχμές, γι’ αυτό με Βαρουφάκη ξημερώνονταν και με Καζάκη νυχτώνανε. Τέλος, πολλοί από εκείνους που είχαν αποθέματα σε ευρώ ή δολάρια πίστευαν πως με τη δραχμή θα αγόραζαν μπιρ-παρά επιχειρήσεις και ακίνητα. Και όμως, πάρα πολλοί, και η συντριπτική πλειοψηφία καλή τη πίστη, παρασύρονταν για πολύ καιρό, ξεχνώντας ή αποσιωπώντας το γεγονός πως ο επιφανέστερος δραχμιστής ήταν κάποιος που μας αγαπάει ιδιαίτερα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μια επίσης κομβική στιγμή κρίσης, κατά την πρόσφατη μνημονιακή ιστορία μας, υπήρξε η περίοδος του δημοψηφίσματος, όταν είχαμε καταγγείλει ανοικτά την απάτη του Τσίπρα και των συν αυτώ, προτείνοντας το μποϋκοτάζ του δημοψηφίσματος, που θα το καθιστούσε άκυρο. Και πάλι κατηγορηθήκαμε ότι ταυτιζόμαστε με τους «μένουμε-Ευρώπη» και ένα μέρος φίλων –τότε ακόμα και μελών του Άρδην– αποστασιοποιήθηκε, πρόσκαιρα τουλάχιστον, μια και πολύ σύντομα αποδείχτηκε σε τι παγίδα είχαν οδηγηθεί οι πολίτες της χώρας. Διότι όλοι γνωρίζουμε ότι, με αυτό το κύκνειο άσμα, το αντιμνημονιακό κίνημα εξεμέτρησε το ζην και ξεπουλήθηκε ολόκληρη η εθνική περιουσία χωρίς να ανοίξει μύτη.
[Χαρακτηριστική άλλωστε υπήρξε η μοίρα όλων των πολιτικών σχημάτων που είχαν επενδύσει στην «ψευδο-επαναστατική» πλειοδοσία εκείνης της εποχής. Και όχι μόνο της Χρυσής Αυγής ή του Καμμένου. Ας δούμε τι έγινε με την ΛΑΕ του Λαφαζάνη, με την «Πλεύση Ελευθερίας», τη «Νέα Δεξιά», το ΕΠΑΜ, και αναρίθμητα άλλα σχήματα. Και όμως, παρ’ όλα ταύτα, ούτε ένας από εκείνους που συμμετείχαν στην καταστροφική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ή πλειοδοτούσαν στις επιλογές του –πλην του Μανόλη Γλέζου–, δεν ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό τον οποίο ενέπλεξε σε μια καταστροφική και δαπανηρή περιπέτεια. Και αυτό για μας αποτελεί και ένα κριτήριο για την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της μεταστροφής πολλών φίλων. Διότι δεν ζητάμε μια τέτοια πράξη «συγγνώμης» ως στοιχείο «εκδίκησης» και επιβεβαίωσης της δικής μας θέσης. Αλλά διότι πιστεύουμε ότι η μη αναγνώριση κεφαλαιωδών σφαλμάτων υποκρύπτει την ατελή ιδεολογική υπέρβαση των πολιτικών θέσεων που είχαν οδηγήσει σε συμπαράταξη με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ή σε δραχμολάγνα φληναφήματα. Και οδηγεί υποχρεωτικά σε μια στάση του τύπου: «Ο Τσίπρας και οι περί αυτόν πρόδωσαν ένα κατά τα άλλα θετικό στον πυρήνα του εγχείρημα». Ενώ το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτό το ίδιο το εγχείρημα, ακριβώς!]
Μια διαχρονική πολιτική αντίληψη
Η αντίληψη της στρατηγικής αντιπολίτευσης δεν είναι συγκυριακού χαρακτήρα, είναι δομικό στοιχείο της άποψής μας από πολύ παλιά και αφορά σε όλα τα σημαντικά ζητήματα, επί παραδείγματι στο Κυπριακό. Η πολιτική μας διαμόρφωση –των παλαιότερων και εμένα προσωπικά, από τη δεκαετία του ’60 ακόμα– είναι άρρηκτα δεμένη με το αίτημα της Αυτοδιάθεσης της Κύπρου και της συνακόλουθης Ένωσής της με την Ελλάδα. Και γι’ αυτό, στο εσωτερικό του αντιδικτατορικού κινήματος, αρκετοί δυσανασχετούσαν, διότι υποτίθεται πως τα ίδια υποστήριζαν και οι χουντικοί οι οποίοι, με προμετωπίδα αυτό το αίτημα, κατάστρεψαν την Κύπρο και χαντάκωσαν το αίτημα της Ένωσης. Και παρότι θεωρούμε και σήμερα την Ένωση ως τη μόνη λύση που θα εξέφραζε ολοκληρωμένα τα εθνικά συμφέροντα, μετά το 1990-2000 και με βάση τις εξελίξεις στο Κυπριακό, υποχρεωθήκαμε από την πολιτική πραγματικότητα να συνδέουμε πλέον το αίτημα της Αυτοδιάθεσης με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, την άρση της διχοτόμησης της Κύπρου, την απόρριψη της Διζωνικής Ομοσπονδίας και τη στρατηγική ενότητα ανάμεσα στο ελληνικό και το κυπριακό κράτος. Μόνο εάν προχωρούσαμε σε μια τέτοια κατεύθυνση θα μπορούσε να τεθεί εκ νέου, ρεαλιστικά, το αίτημα της Ένωσης. Και όμως, αυτή η αυτονόητη και προφανής τοποθέτηση συνάντησε την αντίθεση φίλων και συντρόφων –συχνά ιδιαίτερα αγαπημένων–, από την Κύπρο κυρίως, που επέμεναν στη δεκαετία του 2000 στο αίτημα της Ένωσης, ως άμεσου πολιτικού αιτήματος, το οποίο ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να υποστηρίζουν στις νέες συνθήκες. Εν τέλει, η πραγματική και μεγάλη μάχη που δώσαμε όλοι μαζί ήταν η απόρριψη του σχεδίου Ανάν που οδηγούσε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ακόμα πιο πίσω, στο μακρινό 1974, παρότι προερχόμαστε από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δεν ακολουθήσαμε τις ομάδες και ομαδούλες αυτού του χώρου ούτε τον Ανδρέα Παπανδρέου που χαρακτήριζαν δημοκοπικά την έλευση του Καραμανλή στην Ελλάδα και την πτώση της δικτατορίας ως απλή «αλλαγή φρουράς του συστήματος». Αντίθετα, τονίζαμε πως οι νέες κοινοβουλευτικές συνθήκες προσφέρουν τη δυνατότητα για μία «κοινωνική και ιδεολογική μεταπολίτευση», ως συνέχεια της πολιτικής μεταπολίτευσης. Και τότε διάφοροι καλοθελητές και κάποιοι από το νεόκοπο τότε ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να μας χαρακτηρίσουν «καραμανλικούς». Εντούτοις, εμείς, στην προσπάθειά μας να κάνουμε πράξη αυτή την κοινωνική και ιδεολογική μεταπολίτευση, ήρθαμε σε μετωπική σύγκρουση με το καθεστώς στους εργασιακούς χώρους και στο ζήτημα των δικαιωμάτων –εγώ προσωπικά φυλακίστηκα για δύο μήνες στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης– ενώ πολλοί από τους «επαναστάτες» επικριτές μας έγιναν υπουργοί, βουλευτές κ.ο.κ.
Το ίδιο συνέβη όταν στην εξουσία ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρότι είμαστε σε ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση μαζί του, δεν θεωρήσαμε απολύτως αρνητική την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, με τα πατριωτικά και κοινωνιοκεντρικά συνθήματα του, το 1981. Εν τούτοις, παραμείναμε αυστηρά έξω από το σύστημα ΠΑΣΟΚ, διότι δεν είχαμε καμία εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια των διακηρύξεών του και αυτό μας αντάμειψε με αναρίθμητες διώξεις, ιδιαίτερα μέχρι το 1985.
Την ίδια στάση αρχής, ίσως μέχρι βλακείας, κρατήσαμε και στην περίπτωση της 17ης Νοέμβρη και της τρομοκρατίας. Στη δεκαετία του 1970, κατανοώντας το μίσος ενός σημαντικού τμήματος της νεολαίας και του λαού ενάντια στο καθεστώς και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του, προσπαθούσαμε να πείσουμε τους ενόπλους –στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα– συναγωνιστές μας πως οι νέες ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεπαν τη συγκρότηση ενόπλων οργανώσεων. Τους αντιμετωπίζαμε ως «συντρόφους που κάνουν λάθος» και προσπαθούσαμε απελπισμένα να τους πείσουμε, ενώ υπερασπιζόμαστε με τον πιο επίμονο τρόπο τα δημοκρατικά τους δικαιώματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πως η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες μας θεωρούσαν ως τον «πολιτικό βραχίονα» της τρομοκρατίας και μας είχαν υπό διαρκή παρακολούθηση, με συλλήψεις, δίκες και ούτω καθεξής. Την ίδια στιγμή, βέβαια, «οι σύντροφοι που κάνουν λάθος» όχι μόνο αποδεικνύονταν αμετανόητοι και προσκολλημένοι στις εμμονές τους αλλά έκαναν έναν συστηματικό εισοδισμό στο εσωτερικό της ομάδας μας, ώστε να βρουν κάλυψη.
Ιδιαίτερα, μετά το 1981, όταν πλέον είχε εδραιωθεί στην Ελλάδα ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς και η νέα κυβέρνηση σάλπιζε τον σοσιαλισμό και τον πατριωτισμό, οι ένοπλες εμμονές της δεκαετίας του 1970 μεταβλήθηκαν πλέον σε απλή και σκέτη τρομοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθουμε σε απόλυτη ρήξη με ολόκληρο τον λεγόμενο αυτόνομο χώρο που στο μεγαλύτερο μέρος του, με τον ένα ή άλλο τρόπο, είτε στήριζε είτε ανεχόταν το τρομοκρατικό φαινόμενο. Έτσι, το καθεστώς, τα ΜΜΕ και εν τέλει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου μας θεωρούσαν ή τουλάχιστον μας χαρακτήριζαν «τρομοκράτες», οι δε… τρομοκράτες μας συκοφαντούσαν ανελέητα ως «συστημικούς». Αρκεί να διαβάσει κανείς το περιβόητο άρθρο της «17ης Νοέμβρη» εναντίον μας, δημοσιευμένο στην Ελευθεροτυπία, υπό τον τίτλο «Όχι στους Καραγκιόζηδες των Εξαρχείων» και τη δική μου ανταπάντηση στην ίδια εφημερίδα «Όχι στους Καραγκιόζηδες κουμπουροφόρους».
Έκτοτε χώρισαν τα τσανάκια μας και σταδιακώς άρχισαν να χάνονται από τον περίγυρό μας αρκετοί φίλοι που μέχρι τότε μας θεωρούσαν ως ένα καλό προκάλυμμα ή είχαν διαφωνήσει μαζί μας εξαιτίας της εξαντλητικής κριτικής μας στο τρομοκρατικό φαινόμενο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η τελευταία δική μου επαφή με το τρομοκρατικό φαινόμενο συνέβη μετά τη σύλληψη της «17 Νοέμβρη». Απέναντι στη βλακώδη θεωρία ότι οι τρομοκράτες είναι «ποινικοί εγκληματίες», υποστήριζα επίμονα πως τα μέλη της «17 Νοέμβρη» είναι «πολιτικοί εγκληματίες». Δηλαδή, άνθρωποι που είχαν διαπράξει παράνομες πράξεις και εγκλήματα με βάση ένα απολύτως λαθεμένο αλλά πραγματικό πολιτικό σκεπτικό. Και προσπαθούσα να εξηγήσω σε όλους τους τόνους –αμφιβάλλω βέβαια αν πέτυχα τίποτα– πως μόνο μία τέτοια αντιμετώπιση από την πλευρά της πολιτείας θα έκλεινε μία εμφυλιο-πολεμικού τύπου βεντέτα και θα αποτελούσε μία ουσιαστική παρακαταθήκη για να μην επανεμφανιστεί φαινόμενο τρομοκρατίας στη συνέχεια. Και αυτό το επαναλάμβανα στις τότε καθημερινές εμφανίσεις μου στα τηλεοπτικά κανάλια, που ήθελαν λίγο-πολύ να με παρουσιάζουν ως τον εκφραστή των απόψεων της «17 Νοέμβρη», αλλά και στην ίδια τη δίκη της οργάνωσης. Η άποψή μου στηριζόταν εν πολλοίς στην ιταλική εμπειρία όπου η αναγνώριση των πολιτικών κινήτρων της τρομοκρατίας (Ερυθρές Ταξιαρχίες και λοιπά) επέτρεψε στην Ιταλία να ξεπεράσει και με μέτρα καταλλαγής το τρομοκρατικό φαινόμενο. Αντίθετα, εδώ, η απίστευτη βλακεία του συστήματος, με την εμμονή σε μία κατασταλτική αντιμετώπιση αποκλειστικά, άφησε ελεύθερο το πεδίο για μία επανεμφάνιση τρομοκρατικών ομάδων, ιδιαίτερα μετά τον Δεκέμβρη του 2008.
Δηλαδή, η στρατηγική αντιπολίτευση αποτελεί για μας ένα κυριολεκτικό modus vivendi, την ψυχή της ιδεολογίας και της πρακτικής μας. Γι’ αυτό και, σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο, το κύριο μέλημά μας δεν υπήρξε ποτέ η οργανωτική μας μικροσυγκρότηση και ο οργανωτικός πατριωτισμός αλλά η εξυπηρέτηση των αρχών που θέταμε ως προτεραιότητα, έστω και αν το τίμημα ήταν πολύ συχνά η οργανωτική μας αποδυνάμωση. Αυτή η αντίληψη ακριβώς είναι που μας επέτρεψε να πραγματοποιήσουμε μία διαδρομή χωρίς ιστορικό προηγούμενο στην πολιτική ιστορία του τόπου, από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά μέχρι τον δημοκρατικό πατριωτισμό και την υπέρβαση Αριστεράς και Δεξιάς. Θέταμε πάντα αυτό που θεωρούσαμε γενικότερο συμφέρον πάνω από το μικροκομματικό.
Από την «πατριωτική Αριστερά» στην «πατριωτική Δεξιά» (Β΄μέρος)
Στην μετά το ’74 περίοδο, μπορούμε να διακρίνουμε, grosso modo, δύο φάσεις στη συγκρότηση του δημοκρατικού πατριωτισμού. Στην πρώτη, ουσιαστικά μέχρι το Σχέδιο Ανάν, παρότι κυρίαρχα ήταν τα προτάγματα της «διεύρυνσης των δικαιωμάτων», η Αριστερά και η Κεντροαριστερά πρωτοστατούσαν και σε όλες τις πατριωτικές κινητοποιήσεις. Αντίθετα, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το κέντρο βάρους του πατριωτικού χώρου μετατίθεται προς τον Δεξιό, Κεντροδεξιό, συντηρητικό και ορθόδοξο χώρο.
Κατά την πρώτη περίοδο, που έχει τις ρίζες της πολύ μακριά στην προδικτατορική περίοδο, καθώς η Δεξιά, τόσο στη προδικτατορική περίοδο, όταν είχε αποδεχτεί τη Ζυρίχη, όσο και στην δικτατορική της εκδοχή, είχε οδηγήσει στην εθνική καταστροφή της Κύπρου, ο πατριωτισμός εμφανίζεται να ενδύεται το όχημα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Έτσι, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι το 1981, στις κινητοποιήσεις για την Κύπρο θα πρωτοστατεί το ΠΑΣΟΚ και οι οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς που απαιτούσαν μια πιο ενεργητική και αντιαμερικανική στάση από την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία και θα οδηγήσει την Ελλάδα, έστω πρόσκαιρα, έξω από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Και εν συνεχεία, παρότι, μετά το 1987-88, το ΠΑΣΟΚ βάζει «νερό στο πατριωτικό κρασί» του ενώ ταυτόχρονα τονίζεται εκ νέου η τουρκική απειλή, εν τούτοις, οι δυνάμεις που εξακολουθούν να κινητοποιούνται προέρχονται στην πλειοψηφία τους από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά, διότι η Δεξιά «ανέρρωνε» ακόμα από την ταύτισή της με τις ΗΠΑ, τη χούντα και την καταστροφή της Κύπρου. Και αυτό θα συμβαίνει και στις κινητοποιήσεις για το Νταβός και τον Οζάλ, το 1987-88, ή εκείνες για τη Γιουγκοσλαβία και τον Οτσαλάν, μέχρι το Σχέδιο Ανάν. Να υπενθυμίσω ότι, στην πρώτη «Επιτροπή για τα Εθνικά Θέματα», το 1988, συμμετείχαν μαζί μας άνθρωποι που σήμερα ενστερνίζονται ακραίες εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, όπως ο διευθυντής της Εφημερίδας των Συντακτών και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Νικόλας Βουλέλης, ή ο Άλκης Ρήγος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ευρύτερα στον πατριωτικό χώρο, μέχρι και την εποχή του Σχεδίου Ανάν, πρωτοστατούν ακόμα άνθρωποι προερχόμενοι από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά, όπως ο Μανόλης Γλέζος, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ο Στέλιος Παπαθεμελής, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Θέμος Στοφορόπουλος, ο Κώστας Ζουράρης κ.ά. Και με αυτούς, εκ των πραγμάτων, συνεργαζόμαστε σε μακροχρόνια βάση.
Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά, παρά την ηγεμονία των «εκσυγχρονιστών», μετά το 1993, συνεχίζει ακόμα να διαιρείται σε δύο πτέρυγες, την εθνομηδενιστική και μία ακόμα σχετικά ισχυρή πατριωτική πτέρυγα. Μην ξεχνάμε, επί παραδείγματι, ότι ο εθνοκεντρικός Στέλιος Παπαθεμελής ήταν ακόμα υπουργός των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και επί Σημίτη. Γι’ αυτό και θα συναντήσετε εκείνη την περίοδο πολλά άρθρα μου στο ΠΑΡΟΝ του Μάκη Κουρή ακόμα και στην Ελευθεροτυπία ή τα ΝΕΑ, και όχι βέβαια στην Εστία, τη Δημοκρατία, το Liberal ή τον Ελεύθερο Τύπο, που σήμερα φιλοξενούν κείμενά μου.
Συνολικότερα δε, όπως έχω δείξει αναλυτικότερα στο βιβλίο μου Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η Αριστερά, κατά την περίοδο 1935-1974, ηγεμονεύεται, παρά τις όποιες παρεκβάσεις, από πατριωτικές αντιλήψεις, σε αντίθεση με την περίοδο 1912-1935, κατά την οποία κυριαρχούν οι εθνομηδενιστικές απόψεις. Μετά το 1974, ακολουθεί η περίοδος μιας μεταβατικής ισορροπίας, ουσιαστικά μέχρι το 1990, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσεται η εθνομηδενιστική συνιστώσα, που απογειώνεται μετά το 2008. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, κατ’ αυτή την περίοδο, στην ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ θα περάσει ο ακραίος εθνομηδενιστής ΓΑΠ ενώ και στον χώρο της Αριστεράς ο πατριωτικών ευαισθησιών Αλαβάνος θα αντικατασταθεί από την ομάδα του Τσίπρα και των συν αυτώ.
Επί πλέον, ο ιδεολογικός πυρήνας της μεταπολίτευσης διαμορφώνεται κατ’ εξοχήν από τις δυνάμεις της Αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ με άξονα τη διεύρυνση των δικαιωμάτων. Μετά μια πρώτη, σχεδόν 20ετή, κοινωνιοκεντρική και πατριωτική περίοδο, οι δυνάμεις και της Κεντροαριστεράς αρχίζουν να προσχωρούν, μετά το 1993, στον εθνομηδενισμό, στον αφοπλισμό της χώρας, στην ενδοτικότητα. Καθώς οι αριστερές και κεντροαριστερές ελίτ μετακινούνται κοινωνικά προς τα πάνω, πλέον, τα δικαιώματα αφορούν όλο και λιγότερο συλλογικά, εθνικά και κοινωνικά δικαιώματα και στρέφονται προς τα ατομικά και μειονοτικά «δικαιώματα», στα πλαίσια του ευρωπαϊκού υπερκράτους ή, κατά τον Νέγκρι, της Αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης.
Και παρότι από πίσω τους τρέχει ασθμαίνουσα και η Δεξιά, ταυτισμένη εξάλλου με τον φιλοαμερικανισμό –ιδιαίτερα η νεοφιλελεύθερη, και ισχυρά εξαρτημένη από τις πρεσβείες, πτέρυγά της–, ωστόσο, ο πυρήνας της ύστερης εκσυγχρονιστικής μεταπολιτευτικής ιδεολογίας συνδέεται με τον εθνομηδενιστικό προοδευτισμό της Αριστεράς. Εξάλλου, αυτή ολοκλήρωσε με τον πιο επαίσχυντο τρόπο το ξεπούλημα της χώρας κατά την τελευταία μνημονιακή περίοδο, ενώ υπέγραψε την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών.
Και η αποφασιστική στροφή, για την τελευταία περίοδο τουλάχιστον, θα πραγματοποιηθεί με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008. Τότε ολοκληρώνεται η στροφή της Αριστεράς, στη συντριπτική της πλειοψηφία, προς μία εθνομηδενιστική και ουσιαστικά αναρχο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποιητική κατεύθυνση, μία πορεία που είχε αρχίσει από πολύ παλιά, έγινε ηγεμονική, αλλά όχι αποκλειστική, μετά το 1990, και κορυφώνεται μετά το 2008. Τότε επισφραγίζεται και η δική μας ρήξη με την υπαρκτή Αριστερά. Μετά το 2008, ελλείπουν πλέον οι όποιες «σύμμαχες» δυνάμεις στον χώρο της Αριστεράς και οδηγούμαστε σε μια καθολική ρήξη μαζί τους.
Όσο για τη Δεξιά, παρότι αρκετές από τις ηγετικές της ομάδες μάλλον ακολουθούν ιδεολογικά την εθνομηδενιστική Αριστερά, εν τούτοις, η κοινωνική της βάση, που αποτελείται εν πολλοίς από τα πιο παραδοσιακά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, σε σύνδεση με την ορθοδοξία και την Εκκλησία, έχει εθνοκεντρική συγκρότηση και, δεδομένου ότι έχει καταρρεύσει το σοβιετικό στρατόπεδο, δεν έχει νιώθει πλέον καμία ανάγκη να ταυτίζεται με τη Δύση. Καθώς η λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης απειλεί πλέον άμεσα κάθε παράδοση, κάθε αγκίστρωμα των ανθρώπων, εθνικό, μεταφυσικό/θρησκευτικό, ανθρωπολογικό, και η πολυπολιτισμική Αριστερά πρωτοστατεί στη κατεδάφιση αυτών των αξιών, στο πατριωτικό στρατόπεδο θα αρχίσουν να εισρέουν και δυνάμεις προερχόμενες από τον συντηρητικό χώρο, τη Δεξιά και την Εκκλησία. Οι νέες συμμαχίες επεκτείνονται πλέον στον χώρο της Εκκλησίας με την αποφασιστική παρουσία του μακαριστού Χριστόδουλου και σταδιακώς σε τμήματα της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς. Ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, το δημογραφικό και η ορθόδοξη ταυτότητα θα περάσουν στο προσκήνιο των θεματικών, επιτείνοντας την αποξένωση από τον πατριωτικό χώρο της πάντα «διεθνιστικής» και δικαιωματιστικής Αριστεράς και ενισχύοντας τις παγκοσμιοποιητικές απόψεις στο εσωτερικό της. Πραγματικότητα που θα διαγραφεί ακόμα πιο έντονα κατά τη μνημονιακή περίοδο όταν ακραίες εθνομηδενιστικές πτέρυγες της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς θα κατακτήσουν την εξουσία. Στο εξής, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των πατριωτικών δυνάμεων προέρχεται από τον συντηρητικό χώρο, τη Δεξιά και την Κεντροδεξιά. Και σημαδιακή υπήρξε η ανάδυση ενός ακραιφνούς «πατριωτικού» κόμματος στον χώρο της Ακροδεξιάς, όπως το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη.
Αυτή η κοινωνική βάση εξάλλου δεν επιτρέπει στην ηγεσία της να εφαρμόζει την πολιτική που θα ήθελε η Μπακογιάννη και οι συν αυτή. Ο Κώστας Καραμανλής και ο Μολυβιάτης δεν θα στηρίξουν το σχέδιο Ανάν και αντίθετα θα δώσουν τη δυνατότητα στον Τάσο Παπαδόπουλο να κερδίσει το ιστορικό ΟΧΙ, σε απόλυτη αντίθεση με τη λυσσαλέα καμπάνια του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, του Συνασπισμού, αλλά και της Ντόρας Μπακογιάννη, υπέρ του σχεδίου. Εν συνεχεία, και πάλι ο Κώστας Καραμανλής, στο Βουκουρέστι, θα εμποδίσει την αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονίας. Τέλος, ο Σαμαράς θα επικρατήσει στο εσωτερικό της ΝΔ έναντι της Ντόρας, σε αντίθεση με την επικράτηση του ΓΑΠ στο ΠΑΣΟΚ και του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρότι προέρχεται από την πιο εθνομηδενιστική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, θα υποχρεωθεί να συνταχθεί έστω φραστικά με τη συντριπτική πλειοψηφία της νεοδημοκρατικής βάσης και να ταχθεί εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών.
Σε αντίστροφη κατεύθυνση, την ίδια περίοδο, βάδιζε η Αριστερά και η Κεντροαριστερά. Αυτοί θα διαχειριστούν κατά τη μεγαλύτερη και πιο καταστροφική περίοδο τη μνημονιακή κρίση, για επτά ολόκληρα χρόνια, όντας οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την είσοδο στα μνημόνια, την επιδείνωση της κρίσης και το ξεπούλημα της χώρας. Ο Γιώργος Παπανδρέου οδήγησε τη χώρα στο ΔΝΤ και τα μνημόνια ενώ ο Αλέξης Τσίπρας ξεπούλησε την εθνική περιουσία και το σύνολο των τραπεζών, υποδουλώνοντας την Ελλάδα για μία απροσδιόριστη ιστορική περίοδο. Έτσι, παρότι η λογική της εξομοίωσης αυτών των δύο ολετήρων της ελληνικής οικονομίας με την κυβέρνηση Σαμαρά υπήρξε κυρίαρχη –και υποπτεύομαι κατευθυνόμενα– στην ελληνική κοινωνία και στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού χώρου, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία σύγκριση ανάμεσα στους μεν και τον δε. Γι’ αυτό εξάλλου και οι ξένοι δανειστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εκδιώξουν τον Σαμαρά και να τον αντικαταστήσουν με τον Τσίπρα – άλλωστε είχαν πάντα στη σκέψη τους τη συμφωνία με τα Σκόπια. Και αυτή η πραγματικότητα έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων. Γι’ αυτό και εξαερώθηκε το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε μία βαθύτατη κρίση ενώ η ΝΔ κέρδισε τις πρώτες μεταμνημονιακές εκλογές. Διότι οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους και στο βάθος της σκέψης τους, την Κεντροαριστερά θεωρούν ως κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για την καταστροφή. Πριν δε αποχωρήσει από την εξουσία, θα ρίξει το τελευταίο πάρθιο βέλος με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ακόμα και σήμερα, εκτός κυβερνήσεως, εξακολουθούν να αποτελούν τον βασικό πυλώνα του εθνομηδενισμού, όπως φάνηκε στην κρίση του μεταναστευτικού, στα ζητήματα που αφορούν την Επιτροπή του ’21 ή την κρίση του κορωνοϊού.
Βεβαίως, από την απέναντι και νυν κυβερνητική πλευρά, δεν βρίσκεται μία δύναμη η οποία να έχει συνείδηση των διακυβευμάτων και των κινδύνων που μας απειλούν. Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ανήκει και αυτή στο σύστημα των κυρίαρχων ελίτ που αρμένιζαν αλλού γι’ αλλού, κλειδωμένες στον μικρόκοσμό τους. Και δυστυχώς, αυτή η πραγματικότητα των πολιτικών και ιδεολογικών ελίτ συνδέεται με τη συνολική παρακμή του ίδιου του λαϊκού σώματος, βυθισμένου στον παραγωγικό και πολιτικό παρασιτισμό που κυριαρχεί στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή, μπορεί το ψάρι να βρωμάει από το κεφάλι, ωστόσο, η σήψη είχε προχωρήσει πολύ βαθιά. Έτσι, μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, έφυγαν μεν από το προσκήνιο οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι χωρίς ωστόσο να διαθέτουμε την εναλλακτική λύση που θα θέλαμε. Ιδιαίτερα στο ζήτημα της Άμυνας και στο μεταναστευτικό, η αρχική πολιτική της κυβέρνησης υπήρξε δραματικά κατώτερη των περιστάσεων. Εν τούτοις, όταν πιέστηκε από το λαϊκό σώμα, ιδιαίτερα στα νησιά, υποχρεώθηκε να συνταχθεί μαζί του στον Έβρο και, παρά τη συχνά ψοφοδεή στάση της, να προβάλει μία στοιχειώδη αντίσταση τα τουρκικά επεκτατικά σχέδια – στοιχειώδη και ανεπαρκή αλλά υπαρκτή.
Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, ο δημοκρατικός πατριωτισμός
Παλαιότερα, κατά την περίοδο της προνομιακής συμμαχίας με την πατριωτική Αριστερά, είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις διεθνιστικές και φιλομεταναστευτικές αυταπάτες της καθώς και τον βαθιά ριζωμένο αντικληρικαλισμό της. Έτσι, ήδη από την εποχή της δημιουργίας του Άρδην, παλεύαμε ενάντια σε εκείνες τις απόψεις που μας ήθελαν καθηλωμένους αποκλειστικά στην «αριστερή» πλευρά του διπόλου Αριστερά-Δεξιά, απορρίπτοντας τη σημασία της ορθοδοξίας ως αποφασιστικού όπλου του ελληνισμού. Σήμερα, τα προβλήματα προέρχονται μάλλον από την αντίθετη κατεύθυνση! Καθώς μάλιστα, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, η πολιτική σκέψη και η διανόηση εγκαταβίωναν προνομιακά στον χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, ο χώρος της Κεντροδεξιάς και της ορθοδοξίας είχε σφραγιστεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, από χαμηλό γνωσιακό επίπεδο, έχοντας εγκαταλείψει το πεδίο της ιδεολογικής ηγεμονίας στα χέρια της εθνομηδενιστικής Αριστεράς. [Εξάλλου, ακόμα και η κυβερνώσα Δεξιά, έχοντας συνείδηση αυτού του ελλείμματος, «δανείζεται» τόσους και τόσους από τον κεντροαριστερό χώρο, όπως τον Θεοδωρικάκο ήτον Χρυσοχοΐδη, και ακόμα περισσότερο στον χώρο των ΜΜΕ, από τον Τσίμα, μέχρι τον Πρετεντέρη].
Έτσι, ο νέος πατριωτικός χώρος, που αναδείχθηκε στο προσκήνιο στη διάρκεια των μνημονιακών χρονών και τον οποίο συμβατικά αποκαλούμε «χώρο της πάνω πλατείας», αποτελείται εν πολλοίς από λαϊκούς, συχνά κοινωνικά κατεστραμμένους, περισσότερο αυθεντικούς και γνήσιους ανθρώπους, με πραγματικό πατριωτισμό, αλλά χωρίς καμία πολιτική προπαίδεια και επομένως επιρρεπείς στις θεωρίες συνωμοσίας, ενώ εύκολα παρασύρεται από δημοκόπους, απατεώνες και ψεκασμένους κάθε είδους. Να θυμίσω την ισχύ που απέκτησαν προς στιγμήν κινήσεις όπως εκείνες του Γιώργου Καρατζαφέρη, της Χρυσής Αυγής, του Πάνου Καμμένου, του Κυριάκου Βελόπουλου ή ακόμα και του Αρτέμη Σώρρα; Και αυτό καθίσταται δυνατό διότι η αποκοπή του λαϊκού σώματος από τη δυνατότητα πρόσβασης και κατανόησης του περίπλοκου κόσμου της σημερινής εποχής, με την παράλληλη επέκταση της ανεξέλεγκτης πληροφορίας του διαδικτύου, το κάνει ευάλωτο στην όποια θεωρία συνωμοσίας, μια και προσφέρει έναν εύκολο τρόπο για να ερμηνευτεί αυτός ο περίπλοκος κόσμος. Πρόκειται για μια ακόμα μείζονα συνέπεια της αποστασίας των (συστημικών) ελίτ, οι οποίες, έχοντας εγκαταλείψει και λοιδορώντας το λαϊκό σώμα, το αφήνουν έρμαιο στα χέρια υποκατάστατων συνωμοσιολογικών ψευδο-ελίτ.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτού του χώρου είναι η αντικομμουνιστική –με την πιο ακραία ακροδεξιά έννοια του όρου– και συλλήβδην «αντισυστημική» λογική του, που αδυνατεί να κατανοήσει τις διαδικασίες της πολιτικής συγκρότησης.
Στην παλαιότερη περίοδο, τα «κολλήματα» της πατριωτικής Αριστεράς προέκυπταν από την υπαγωγή της πατριωτικής διάστασης στον ιδεολογικό «προοδευτισμό» της. Εξ ου τελικώς η αποσύνθεσή της, καθώς ο εγκλωβισμός της στο δίπολο Αριστερά-Δεξιά την οδήγησε στα χέρια του εθνομηδενισμού – βλέπε την περίπτωση του Μανόλη Γλέζου, του Παναγιώτη Λαφαζάνη ή του Αλέκου Αλαβάνου. Μετά το 2008, υποστηρίζοντας ένα μηδενιστικό κίνημα, θα ακυρώσει τα όποια πατριωτικά χαρακτηριστικά της, προκρίνοντας τον «προοδευτισμό» έναντι του δημοκρατικού πατριωτισμού. Μέσω του στρεβλού διεθνισμού και του αντικληρικαλισμού της θα οδηγηθεί στην εγκατάλειψη της εθνικής κυριαρχίας και των συνόρων, παραδίδοντας αυτά τα ζητήματα στα χέρια της Χρυσής Αυγής.
Σήμερα, ο νέος «αντισυστημικός», πατριωτικός χώρος, προερχόμενος κατ’ εξοχήν από παραδοσιοκεντρικά περιβάλλοντα χωρίς πολιτική παιδεία, πραγματοποιεί την εντελώς αντίστροφη κίνηση. Προτάσσει έναντι όλων των άλλων το μίσος προς την Αριστερά, και ενίοτε προς τον ίδιο το δημοκρατισμό. Γι’ αυτό μάλιστα και, στην πρώτη φάση, αυτός ο νέος «πατριωτισμός» θα εκπροσωπείται προνομιακά από τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, τον Πάνο Καμμένο ή ακόμα και τον Σώρρα. Και έτσι κινδυνεύει με τη σειρά του να προτάξει αυτές τις ιδεολογικές εμμονές απέναντι στον στόχο μιας πατριωτικής σύνθεσης που υπερβαίνει τη Αριστερά και τη Δεξιά. Και αυτό το βιώσαμε πολύ καθαρά στη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου συχνά προσπάθησαν να μας αποκλείσουν από αυτές ανασύροντας ιδεοληψίες και συκοφαντίες.
Και όμως, η νέα πολιτική και κοινωνική συγκυρία προβάλλει όλο και πιο επιτακτικά την ανάγκη της ανόρθωσης της χώρας, έστω την ύστατη στιγμή, μέσα από μια πραγματική υπέρβαση του σχήματος Αριστερά-Δεξιά. Και αν έχει ήδη απαξιώσει ριζικά τους ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ είμαστε βέβαιοι πως τα επόμενα χρόνια, μπροστά στην ανεπάρκεια της κυβερνώσας κεντροδεξιάς, θα γίνει πιο επιτακτική η ανάγκη να οικοδομηθεί μία νέα αντιπολίτευση καθιστώντας ηγεμονικά τα προτάγματά της για τη σωτηρία της χώρας.
Με αφετηρία την κύρια αντίθεση (Γ΄μέρος)
Του Γιώργου Καραμπελιά
Ένα μεγάλο κομμάτι του πατριωτικού χώρου, με τον οποίον και συμπορευόμαστε εν τοις πράγμασι –χωρίς να επιλέγουμε, στη μία ή την άλλη στιγμή, την πολιτική του προέλευση, αποκλείοντας μόνο τους φασίστες και τους εθνομηδενιστές–, παρασύρεται από απόψεις που στο βάθος τους έχουν ένα υπόστρωμα ενός μονομερούς πατριωτισμού. Και είναι, κατά περίπτωση, επιρρεπές στον τραμπισμό, τον άκριτο φιλορωσισμό, τον «αντινεοταξικό» φονταμενταλισμό, αριστερής ή δεξιά κοπής, υποτιμώντας εν τοις πράγμασι τη νεο-οθωμανική απειλή. Αυτό δεν σημαίνει την προσχώρηση σε μια αντιτουρκική μονομανία η οποία αγνοεί τις υπόλοιπες αντιθέσεις και προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι και η κοινωνία μας. Σημαίνει απλώς πως, έχοντας εντοπίσει αυτό που κάποτε αποκαλούνταν κυρία αντίθεση, προσπαθούμε να τις δούμε τις υπόλοιπες αντιθέσεις υπό το πρίσμα της κύριας αντίθεσης.
Έτσι, επί παραδείγματι, γνωρίζουμε πολύ καλά, και έχουμε πρωτοστατήσει για να αναδειχθεί, το γεγονός πως η Ελλάδα δεν ταυτίζεται με τη Δύση και πολύ συχνά βρίσκεται σε ανταγωνισμό μαζί της – πρώτος εγώ, στο βιβλίο μου για το 1204, θα χαρακτηρίσω αποικιοκρατική τη συμπεριφορά της Δύσης έναντι της Ελλάδας· σε αναρίθμητα κείμενα και βιβλία μας θα επιμείνουμε, π.χ., στον ρόλο της Αγγλίας για τη συρρίκνωση του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 21· ή στον ανθελληνικό ρόλο της Γερμανίας ως στρατηγικού συμμάχου της Τουρκίας εδώ και 150 χρόνια· ή τον ρόλο των ΗΠΑ για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, παίρνοντας υπόψη μας την άμεση απειλή που συνιστά η νεο-οθωμανική Τουρκία για την Ελλάδα, πως θα αντιστρέψουμε τις προτεραιότητες της πολιτικής μας και θα μεταβάλουμε σε πρωταρχική την αντίθεση με τους Αμερικανούς, τους Γερμανούς, τους Ισραηλινούς ή οποιουσδήποτε άλλους. Αυτές τις αντιθέσεις, υπαρκτές και κάποτε μείζονες, θα συνεχίσουμε να τις βλέπουμε υπό το πρίσμα της κύριας αντίθεσης. Γι’ αυτό και απορρίπταμε με τον πιο ενεργητικό τρόπο την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ κατά μόνας, όπως επιθυμούσε ο Σόιμπλε, γιατί θα απογυμνώναμε την Ελλάδα από ένα έστω μικρό αλλά υπαρκτό μέσο προστασίας έναντι της Τουρκίας. Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει την πολυτέλεια να διεξαγάγει ταυτόχρονα έναν διμέτωπο αγώνα. Και η ίδια λογική πρυτάνευσε και στην περίπτωση του δημοψηφίσματος. Παράλληλα, υπογραμμίζουμε με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα πως αυτές οι προτάσεις, που εμφανίζονται ως δήθεν πατριωτικές και παρασύρουν πολλούς, εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα και όχι το συμφέρον του υπαρκτού ελληνισμού.
Το ίδιο συμβαίνει κατ’ αναλογία και με τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Επί παραδείγματι, το ζήτημα μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης συνιστά ένα αυτόνομο ζήτημα, μια και καθορίζει εν πολλοίς το μοντέλο της κοινωνίας που οραματιζόμαστε και την παραγωγική, πολιτιστική και πολιτική της αυτονομία. Δηλαδή, θα έπρεπε να την επιδιώκουμε στη μία ή την άλλη περίπτωση και άσχετα με τα υπόλοιπα ζητήματα. Ιδωμένη όμως υπό το πρίσμα της επιβίωσης του ελληνισμού απέναντι στην οθωμανική απειλή, αποκτά μεγαλύτερη επικαιρότητα και σημασία καθώς η παραγωγική ανασυγκρότηση καθίσταται και άμεσο ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Συνεπώς, αυτό το αυτόνομο αίτημα δεν υποβαθμίζεται εξαιτίας της σύνδεσής του με την κυρία αντίθεση αλλά, αντίθετα, καθίσταται ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη χώρα.
Το δημογραφικό αποτελεί επίσης ένα αυτόνομο και καθοριστικό ζήτημα για την επιβίωση του ελληνισμού ως έθνους, για την ενίσχυση για την εκνεάνιση ενός γερασμένου πληθυσμού, για τη σωτηρία του ασφαλιστικού συστήματος, για την ανάπτυξη της καινοτομίας κλπ. κλπ. Ιδωμένο και αυτό υπό το πρίσμα της κύριας αντίθεσης, αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία και επικαιρότητα.
Το μεταναστευτικό, αποτελεί επίσης ένα αυτόνομο ζήτημα που απειλεί σαν τέτοιο την εθνική και πολιτισμική συνοχή της χώρας, και θα πρέπει να αποκρουστούν όλες οι προσπάθειες εποικισμού της από μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Δεκαπλασιάζεται όμως η σημασία του και η απειλή που αντιπροσωπεύει όταν συνδεθεί με την τουρκική επιβουλή κατά της χώρας μας. Παράλληλα δε υπογραμμίζει τον ρόλο των ΜΚΟ και του «ανθρωπισμού» της Δύσης, που θέλει να μεταβάλει την Ελλάδα στο hot spot της Ευρώπης σε συνεργασία και σε συμπαιγνία με την Τουρκία, ενισχύοντας εν τέλει την ιδιαίτερη ελληνική αυτοσυνειδησία. Πράγματα που κατεδείχθησαν περίτρανα στον Έβρο.
Κάτω από την ίδια οπτική θα πρέπει να δούμε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που ενίοτε μας φέρνει σε αντιπαράθεση με φίλους και συντρόφους, με τους οποίους συμμεριζόμαστε την ίδια ορθόδοξη παράδοση: Πιστεύουμε πως, για να επιβιώσει η ορθοδοξία ως πίστη και παράδοση των Ελλήνων, ακόμα και όσων δεν είναι θρησκευόμενοι, θα πρέπει να μένει ζωντανό το σώμα του ελληνισμού γιατί, χωρίς αυτό, η δική μας τουλάχιστον ορθόδοξη παράδοση θα εξαφανιστεί. Υπάρχουν κάποιοι που συνειδητά –και περισσότεροι ασυνείδητα– υποστηρίζουν πως η σχέση είναι αντίστροφη και η ορθοδοξία προέχει έναντι του ελληνισμού. Θυμάμαι έναν πολύ καλό φίλο, μέλος κάποτε του Άρδην, που υποστήριζε ανοικτά πως δεν πιστεύει πλέον στις δυνατότητες επιβίωσης του ελληνισμού και επομένως το μόνο καταφύγιό μας είναι η προσφυγή στην ορθοδοξία, «ας πεθάνει ο ελληνισμός αλλά να ζήσει η ορθοδοξία». Εμείς πιστεύαμε πάντα πως χωρίς υπαρκτό ελληνικό σώμα δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε η ορθοδοξία. Δεν βρισκόμαστε σήμερα στις συνθήκες του 14ου και του 15ου αιώνα κατά τους οποίους οι ησυχαστές ή ο Πατριάρχης Γεννάδιος έβλεπαν την ορθοδοξία ως το αποκλειστικό όχημα επιβίωσης του ελληνισμού. Σήμερα, πέραν του ότι διαθέτουμε ακόμα ένα ελληνικό κράτος, ο ελληνισμός απειλείται για πρώτη φορά στην ιστορία του με ιστορική έκλειψη, δημογραφική και πολιτισμική. Έτσι, εάν χαθεί ή αποδυναμωθεί το κράτος μας, απειλείται με εξαφάνιση και η ορθοδοξία στον ελληνικό κόσμο. Και προφανώς δεν μας αρκεί το γεγονός πως μία ορισμένη ορθόδοξη παράδοση –η οποία δεν είναι ταυτόσημη με τη δική μας, παρότι παραπλήσια– θα επιβιώσει στη Ρωσία του Κύριλλου ή του Πούτιν. Και όμως, μία τέτοια λανθασμένη τοποθέτηση διαπνέει την αντίληψη πολλών φίλων που προτάσσουν, π.χ., τη προτεραιότητα της σχέσης με την ομόδοξη Ρωσία αγνοώντας το γεγονός ότι, σήμερα, η Ρωσία αποτελεί, δυστυχώς, στρατηγικό σύμμαχο του Ερντογάν.
Κάποιοι άλλοι προχωρούν πιο πέρα και διαστρέφουν τη σχέση πολιτικής και θρησκευτικής πίστης, μεταβάλλοντας την πίστη σε υποκατάστατο της πολιτικής, με αποτέλεσμα να παραμορφώνουν και τη μεν και τη δε. Και όμως, όλοι γνωρίζουν το: «Τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Μία τέτοια αντίληψη κρίνει τις πολιτικές συμμαχίες όχι από τη συστράτευση στον κοινό στόχο της απόκρουσης της νεο-οθωμανικής απειλής και την ανάπτυξη των εθνικών προταγμάτων που εν μέρει περιγράψαμε, αλλά από τον βαθμό της συμφωνίας γύρω από τις επιταγές και τα δόγματα της ορθοδοξίας, ή με βάση το συμφέρον της Εκκλησίας με τη στενή έννοια του όρου. Αυτό άραγε δεν ισχυρίζεται πως κάνει και ο πατριάρχης Βαρθολομαίος;
Και μία τέτοια αντίληψη δεν περιορίζεται μόνο στα ζητήματα της άμεσης πολιτικής αλλά, έχοντας μεταβάλει την ορθοδοξία στο αποκλειστικό κλειδί της κατανόησης του κόσμου, αρνούμενη τη διαφοροποίηση ανάμεσα το πρακτικό/επιστημονικό και το μεταφυσικό πεδίο της πίστης, οδηγείται π.χ. στην άρνηση του ρόλου και της σημασίας της Ιατρικής, την απόρριψη των εμβολιασμών και λοιπά και λοιπά.
Θα ήθελα τέλος, να θυμίσω, μέρες που είναι –μέρες μνήμης για τα 101 χρόνια από τη γενοκτονία των Ποντίων–, μια αντίθεση που είχε προσλάβει σχετικά μεγάλη έκταση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στο ίδιο το εσωτερικό του πατριωτικού χώρου, και με οδήγησε μάλιστα σε αντιπαράθεση με ανθρώπους με τους οποίους είχα συμπορευτεί επί μακρόν, δηλαδή την προσπάθεια της χρησιμοποίησης του ποντιακού πατριωτισμού ως οιονεί όπλου ενάντια στον ελληνικό πατριωτισμό και το συνολικό εθνικό συμφέρον!
Όπως γνωρίζουμε και θυμόμαστε οι περισσότεροι, η πολιτική του Ερντογάν, κατά τη δεκαετία του 2000 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2010, παράλληλα με το «μπαστούνι» των παραβιάσεων και της καταστολής, τόσο στο εσωτερικό όσο και στον γεωπολιτικό περίγυρο της Τουρκίας, προσπάθησε συστηματικά να χρησιμοποιήσει και την ήπια ισχύ, το «καρότο». Ήταν η εποχή του δόγματος Νταβούτογλου για «μηδενικά προβλήματα» με τους γείτονες και της απόπειρας ενσωμάτωσης των μειονοτήτων, ιδιαίτερα των Κούρδων, μετά τη σύλληψη Οτσαλάν, στη νεο-οθωμανική στρατηγική. Τότε θα επιτραπεί η δημιουργία και φιλοκουρδικών κομμάτων ενώ ο Ερντογάν θα διανύει τον μήνα του μέλιτος με τον «κουμπάρο» του, Άσαντ, στη Συρία.
Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται και μία στρατηγική «ήπιου» και σταδιακού προσεταιρισμού των Ελλήνων σε αυτή την καινούργια «νεο-οθωμανική κοινοπολιτεία». Όλα θα αρχίσουν με το σχέδιο Ανάν και θα ακολουθήσει η διείσδυση των τουρκικών σήριαλ, Έλληνες πανεπιστημιακοί διορίζονται στα τουρκικά πανεπιστήμια, αυξάνονται τα ταξίδια των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και την Πόλη, ενώ επιτρέπεται ακόμα και μια ελεγχόμενη συζήτηση σε ακαδημαϊκούς κύκλους για τους διωγμούς των χριστιανικών πληθυσμών από τον «κεμαλισμό». Σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται και το σχέδιο της προσέγγισης με τους μικρασιατικής καταγωγής Έλληνες και κυρίως τους Πόντιους, με το άνοιγμα του Πόντου στον τουρισμό «ιστορικής μνήμης» για τους Έλληνες Ποντίους, η οποία θα οδηγήσει το 2010 και στο άνοιγμα της Παναγίας Σουμελά, για τη λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης όχι μόνο στους Ποντίους αλλά και σε όλους τους Έλληνες.
Αυτή η πολιτική του Ερντογάν θα συναντήσει μεγάλη ανταπόκριση στην Ελλάδα και όχι μόνο στο φιλοτουρκικό και ενδοτικό λόμπι αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος του μικρασιατικού και ποντιακού χώρου. Και τα βασικά επιχειρήματα ήταν πώς έτσι οι Πόντιοι θα επανασυνδεθούν με τον ιστορικό Πόντο και τους ελληνόφωνους της περιοχής και ίσως ακόμα κατορθώσουν να αναζωπυρώσουν και την υπνώττουσα ελληνική συνείδηση των κρυπτοχριστιανών της περιοχής.
Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιχειρηθεί, κυρίως για λόγους μνήμης και ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας των νεότερων Ποντίων, καθώς και να προκαλέσει μια αναβίωση της χρήσης της ποντιακής γλώσσας από ένα μέρος των μουσουλμάνων ή ίσως και των κρυπτοχριστιανών του Πόντου. Και εν τέλει έτσι λειτούργησε εν μέρει· ακριβώς γι’ αυτό, στη συνέχεια, το τουρκικό κράτος, τρομοκρατημένο, όχι μόνο θα κλείσει την Παναγία Σουμελά για «επισκευές» αλλά, τα τελευταία χρόνια, με πρόσχημα ακριβώς αυτές τις επισκευές, δεν επιτρέπει ούτε την ετήσια λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου.
Το επικίνδυνο όμως ήταν ότι αυτή η εξέλιξη συνοδευόταν από μία ολόκληρη θεωρία η οποία υποστήριζε πως για τη γενοκτονία των Ποντίων και του μικρασιατικού ελληνισμού συνολικά δεν ήταν υπεύθυνος ο διαχρονικός τουρκικός επεκτατικός εθνικισμός αλλά οι «Νεότουρκοι» και ο «κεμαλισμός», αποκλειστικά. Επομένως, η άνοδος των ισλαμιστών του Ερντογάν και του Νταβούτογλου, σε αντιπαράθεση με τον κεμαλικό εθνικισμό, μπορούσε να ανοίξει μία νέα ιστορική περίοδο «οθωμανικού χαρακτήρα», δηλαδή αποδοχής μιας πολυεθνικότητας και της λίγο πολύ ισότιμης παρουσίας των μειονοτήτων στη σύγχρονη Τουρκία.
Θυμάμαι από πολύ παλιά, από τη δεκαετία του 1980, την ήπια τότε αντίθεσή μου με ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πατριωτικού ποντιακού χώρου, προερχόμενου κατ’ εξοχήν από το «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ», που επέμενε συστηματικά στις ευθύνες του «κεμαλισμού» για τις γενοκτονίες. Αντίθετα, εγώ επέμενα πάντοτε στα διαχρονικά, σοβινιστικά και γενοκτόνα χαρακτηριστικά του τουρκικού κρατικού σχηματισμού, ο οποίος οικοδομήθηκε εξ αρχής πάνω στην ενσωμάτωση και την εθνοκάθαρση, όταν χρειαζόταν, των κατακτημένων λαών. Και δόξα τω Θεώ όλοι γνωρίζουμε το παιδομάζωμα. Ωστόσο, επειδή κατανοούσα την επικέντρωση στον Κεμάλ από την πλευρά των Ποντίων, διότι αυτός άρχισε τους μεγάλους διωγμούς το 1919 εναντίον των Ποντίων, δεν προέβαλλα τότε ιδιαίτερα αυτούς τους προβληματισμούς μου, μια και όλοι βρισκόμασταν σε έναν ενιαίο πατριωτικό χώρο.
Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του του 2000, αυτή η διαφοροποίηση θα μεταβληθεί σε ιδεολογικοπολιτική αντίθεση, καθώς εγώ υποστήριζα πως ο νεο-οθωμανισμός, που αναπτύσσεται από την εποχή του Οζάλ και κορυφώνεται με τους Ερντογάν, Γκιουλ, Νταβούτογλου και Γκουλέν, δεν συνιστά επιστροφή στην πολυεθνική οθωμανική Αυτοκρατορία του Αβδούλ Χαμίτ αλλά συγκροτεί μία νέα ισλαμοκεμαλική σύνθεση) η οποία συνδυάζει τον κεμαλικό κρατισμό και τη στρατοκρατία με τον οθωμανικό επεκτατισμό. (βλέπε και τα βιβλία Τουρκία Ισλάμ και κρίση του Κεμαλισμού από το 2001, Νεο-οθωμανισμός και σύγχρονη Ελλάδα, το 2009 έως το Η Τουρκία του Ερντογάντο 2019). Υποστήριζα τότε το κίνημα της «επιστροφής» των Ποντίων στα πατρογονικά τους εδάφη ως στοιχείο ενδυνάμωσης της εθνικής ταυτότητας και όχι βέβαια τις αυταπάτες που καλλιεργούνταν ακόμα και σε ένα μέρος του οργανωμένου ποντιακού χώρου, συχνά άθελά τους, που κατέτειναν στο να εξωραΐζουν το καθεστώς Ερντογάν. Θυμάμαι την έντονη διαφωνία μου πάνω σε αυτό το ζήτημα ακόμα και με ανθρώπους με τους οποίους είχαμε συμπορευθεί επί πολλά χρόνια, όπως π.χ. με τον Πόντιο ιστορικό, Βλάση Αγτζίδη, ο οποίος ετάσσετο υπέρ μιας συναινετικότερης πολιτικής απέναντι στην ερντογανική Τουρκία και την ανάγκη προσέγγισης με τους Τούρκους διανοούμενους, υποβαθμίζοντας το γεγονός πως η νεο-οθωμανική Τουρκία συνέχιζε τη συνολική επιθετική πολιτική της έναντι της Ελλάδας. [Στα ίδια πλαίσια εντάσσεται και η ιδεολογική αντιπαράθεση με όσους γενίκευσαν αυτή τη λογική, ιδιαίτερα στα 2007-2008, προκρίνοντας ακόμα και τη δημιουργία μιας ελληνοτουρκικής ομοσπονδιακής δομής ως της μόνης λύσης απέναντι στην παρακμή του ελληνισμού, όπως συνέβη προς στιγμήν και με έναν σημαντικό διανοούμενο όπως ο Χρήστος Γιανναράς.]
Δηλαδή, η εργαλειοποίηση της νοσταλγίας, και της εμμονής στην ιδιαίτερη ταυτότητα που χαρακτηρίζει τους Πόντιους, οδηγούσε σε μια πολιτική που εν τέλει ερχόταν σε αντίθεση με το συνολικό πατριωτικό και εθνικό συμφέρον. Διότι όπως τονίζαμε μία πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία στο λεγόμενο επίπεδο της «κοινωνίας των πολιτών», των οικονομικών και των πολιτιστικών σχέσεων, όσο η Τουρκία συνεχίζει να συνιστά μείζονα απειλή για την ανεξαρτησία μας, θα έχει συνολικά αρνητικές συνέπειες. Και αυτό γιατί, στις σημερινές συνθήκες αδυναμίας πληθυσμιακής, οικονομικής και πολιτισμικής του ελληνισμού απέναντι στον τουρκισμό, μία τέτοια συνεπαφή θα μεταβαλλόταν σε ένα ακόμα όπλο στην πολιτική της Τουρκίας για τον προσεταιρισμό των Ελλήνων και τον παραπέρα εκμαυλισμό των ελίτ της χώρας, εθίζοντάς μας στη συνεπαφή με ένα καθεστώς που δεν παύει να παρανομεί καθημερινά σε βάρος της Ελλάδας (καθόλου τυχαία, τα τουρκικά σήριαλ παίζονται στην Ελλάδα και όχι τα ελληνικά στην Τουρκία).
Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό ήρθαμε και σε έντονη αντίθεση με την πολιτική του πατριάρχη Βαρθολομαίου για την αποδυνάμωση της Εκκλησίας της Ελλάδας, την οποία επίσης χρησιμοποιούν οι Τούρκοι προς την ίδια κατεύθυνση· γεγονός που μας έκανε να παρεξηγηθούμε από αρκετούς συναγωνιστές καθώς και από φίλους κληρικούς που θεώρησαν πως στρεφόμαστε αναίτια ενάντια στο σύμβολο της ορθοδοξίας.
Σήμερα δυστυχώς οι εξελίξεις δικαιώνουν τη δυσπιστία μας. Ο «ειρηνικός» νεο-οθωμανισμός έχει μεταμορφωθεί σε ένα στρατοκρατικό τέρας, που στρέφεται ενάντια σε όλους τους άλλους λαούς, μέσα και έξω από την Τουρκία και κατ’ εξοχήν εναντίον των Ελλήνων, προφανώς και των Ποντίων. Και οι αυταπάτες και οι θεωρίες της «επιστροφής» σε έναν ειρηνευμένο Πόντο πήγαν περίπατο. Πατρίδα των Ποντίων είναι σήμερα η Ελλάδα και εδώ κρατάνε ασβέστη τη μνήμη της καταγωγής τους και της γενοκτονίας ως στοιχείο ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας.
Πιστεύουμε λοιπόν πως, όσο η Τουρκία συνεχίζει να απειλεί τον ελληνισμό με υποταγή και αφανισμό, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης της επαγρύπνησής μας. Οι επαφές που θα είχαν κάποιο νόημα είναι οι επαφές με εκείνες τις δυνάμεις που στην Τουρκία παλεύουν ενάντια στον τουρκικό εθνικισμό, δηλαδή τους Κούρδους, τους κρυπτοχριστιανούς και τους λίγους θαρραλέους δημοκράτες που καταγγέλλουν τον σοβινιστικό χαρακτήρα του τουρκισμού πληρώνοντας βαρύ προσωπικό τίμημα.
Όπως άλλοτε οι Κρήτες, σήμερα οι Πόντιοι βρίσκονται στον πυρήνα του νεότερου ελληνικού πατριωτισμού. Αυτόν και θα μεταφέρουν από την Τραπεζούντα στα πεδία της σύγκρουσης με τους ξένους κατακτητές, ιδιαίτερα τους Βουλγάρους στην Κατοχή. Καθόλου τυχαία σήμερα πρωτοστατούν στις κινητοποιήσεις για το Μακεδονικό καθώς και στην εθνική εγρήγορση ενάντια στον τουρκικό επεκτατισμό. Και το ταξίδι στον πατρογονικό Πόντο και η εμμονή για το άνοιγμα της Παναγίας Σουμελά αυτή την ελληνική ταυτότητα και τον συνολικό ελληνικό πατριωτισμό ενίσχυσαν τελικώς και όχι τις όποιες ελληνοτουρκικές νεο-οθωμανικές φαντασιώσεις.
Κορωνοϊός και εθνική στρατηγική (Δ΄ μέρος)
Του Γιώργου Καραμπελιά
Και φθάνουμε στο τελευταίο ζήτημα που αποτέλεσε και την αφορμή για τη συγγραφή αυτού του κειμένου.
Προφανώς εμείς δεν έχουμε καμία ανάγκη να επιδείξουμε αντιμητσοτακικό μένος σε εκείνα τα θέματα όπου η κυβέρνηση κουτσά στραβά τα καταφέρνει – αυτό το έχουν μάλλον ως πρόβλημα κάποιοι προερχόμενοι από τον χώρο της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς, οι οποίοι νιώθουν την ανάγκη να διαφοροποιηθούν από τον ευρύτερο ιδεολογικό χώρο τους, είτε κάποιοι κολλημένοι σε «αριστερά» και Πασοκικά στερεότυπα. Εμείς έχουμε δεκαετίες αντιπαράθεσης με όλους τους συστημικούς πολιτικούς χώρους, και εγώ, δόξα τω Θεώ, προσωπικά, πενήντα πέντε συναπτά έτη. Συναφώς επικεντρώνουμε την κριτική μας σε πραγματικά ζητήματα και δεν επικρίνουμε την κυβέρνηση και τον Τσιόδρα για το ότι, σωστά, σε γενικές γραμμές, χειρίστηκαν το ζήτημα του κορωνοϊού. Υποβάλαμε όμως σε καταιγιστική κριτική την κυβέρνηση Μητσοτάκη όταν κουβάλησε τα ΜΑΤ στα νησιά· συνεχίζουμε να επιμένουμε για την ανάγκη δημιουργίας μεταναστευτικών κέντρων έξω από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου· αποκαλύψαμε, όταν χρειάστηκε, τον εθνομηδενιστικό χαρακτήρα της επιλογής της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας· επικρίναμε έντονα τις επιλογές της κυβέρνησης για την «Επιτροπή του Εορτασμού του ’21, καθώς και τα ακραία εθνομηδενιστικά φληναφήματα του Πρωθυπουργού στο διάγγελμά του για την 25η Μαρτίου.
Παράλληλα, δεν αγνοούμε ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και το παγκόσμιο σύστημα χρησιμοποιούν ή θέλουν να χρησιμοποιήσουν την κρίση του κορωνοϊού για να ενισχύσουν τον έλεγχο τους πάνω στην κοινωνία και τους ανθρώπους ή για να επιβάλουν τις επιλογές τους, ευκαιρίας δοθείσης. Γνωρίζουμε και επισημαίνουμε συστηματικά ότι οι συνθήκες της καραντίνας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης χρησιμοποιούνται, ή θα επιχειρηθεί να χρησιμοποιηθούν, ως όχημα για την αποπροσωποποίηση των ανθρώπινων σχέσεων και την ενίσχυση της στρατηγικής του μετανθρώπου. Γι’ αυτό και πρέπει να παραμένουμε άγρυπνοι απέναντι σε οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια και να μην επιτρέψουμε να μεταβληθούν σε καθεστώς οι όποιες πρόσκαιρες ρυθμίσεις. Και είμαστε βέβαιοι, όπως το έχουμε δείξει τόσες φορές, πως θα βρεθούμε στην πρώτη γραμμή των όποιων κινητοποιήσεων ενάντια σε τέτοιες εξελίξεις, όπως έγινε και στο παρελθόν. Εξάλλου, το Άρδην και εγώ προσωπικά υπήρξαμε οι πρώτοι στην Ελλάδα που στηλίτευσαν την εξελισσόμενη στρατηγική του «μετανθρώπου», τόσο σε αφιέρωμα του περιοδικού Άρδην (τεύχος 24 Μάρτιος 2000) όσο και στο βιβλίο μου, Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Αλλά και κατά την περίοδο του κορωνοϊού υπήρξαμε επικριτικοί στην κυβέρνηση όταν χρειάστηκε. Έτσι επικρίναμε την κυβέρνηση και την ηγεσία της ιεραρχίας της Εκκλησίας για τη λογική του ερμητικού κλεισίματος των εκκλησιών και της κατάργησης ακόμα και των κωδωνοκρουσιών, χωρίς ταυτόχρονα να χρειαστεί να πέσουμε σε αντιεμβολιαστικές συνωμοσιολογίες (βλέπε ανακοίνωση Άρδην). Και, μόλις πριν μερικές ημέρες, στον δήμο της Αθήνας, καταγγείλαμε την πραξικοπηματική στρατηγική του δημάρχου Κώστα Μπακογιάννη για τον «εξευγενισμό» και την απόλυτη τουριστικοποίηση του κέντρου της Αθήνας, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις συνθήκες που δημιούργησε ο κορωνοϊός, κ.λπ. κ.λπ.
Εντούτοις, δεν παύουμε να υποστηρίζουμε πως η κρίση του κορωνοϊού συνιστά πλήγμα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και ταυτόχρονα ενισχύει μία εθνοκρατική στρατηγική, σε πλήρη αντίθεση με την ίδια την ιδεολογία των κυβερνώντων – αναβάθμιση του δημοσίου συστήματος υγείας, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, αναβάθμιση της σχέσης έθνους και κράτους, αμφισβήτηση του παρασιτικού τουριστο-κεντρικού μοντέλου, κ.λπ. κ.λπ . Κατά τον ίδιο τρόπο που η τουρκική επιθετικότητα και η κρίση του μεταναστευτικού υποχρεώνει τις εθνομηδενιστικές ελίτ της χώρας να ξαναθυμηθούν πως η χώρα έχει σύνορα και Ένοπλες Δυνάμεις! Κατά συνέπεια, όπως και η κρίση στον Έβρο έτσι και εκείνη του κορωνοϊού συνιστά πύρρεια νίκη για την κυρίαρχη ιδεολογία του κυβερνητικού στρατοπέδου, αλλά πραγματική νίκη για τις εθνοκρατικές δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις. Στρατηγική αντιπολίτευση σημαίνει να προωθείς μια ορισμένη ατζέντα και όχι απλώς να κλείνεσαι αυτιστικά στο αντιπολιτευτικό εγώ σου.
Η κριτική λοιπόν στην οποία υποβάλλουμε εκείνους τους φίλους που, με τον ένα ή άλλο τρόπο, προτάσσουν πλευρές όπως η αύξηση του ηλεκτρονικού ελέγχου ή η αποπροσωποποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, δεν στηρίζεται στο ότι εμείς αγνοούμε αυτές τις παραμέτρους. Αν όμως πρωταρχικό και βασικό πολιτικό κριτήριό σου στη σημερινή Ελλάδα είναι η αντιμετώπιση του νεο-οθωμανισμού, καθώς και η απειλή για τις ανθρώπινες ζωές που συνιστά ο κορωνοϊός, τότε θα θεωρήσεις αυτές τις πλευρές τριτεύουσες και όχι πρωταρχικές.
Είναι προφανές ότι, αν ζούσαμε στη Ιταλία π.χ. και όχι στην Ελλάδα, ίσως να είχαμε άλλες ιεραρχήσεις. Βέβαια, θα παρέμενε πρωταρχική η σωτηρία της ανθρώπινης ζωής – την οποία υποτιμούν σκανδαλωδώς και ασύγγνωστα όσοι εμφανίζουν τον θάνατο 307.666 ανθρώπων, μέχρι τις 15 Μαΐου, ως απλή παρωνυχίδα, ακροαριστεροί αλά Αγκάμπεν, ακροδεξιοί και ψευδοχριστιανοί. Όμως θα επιμέναμε παράλληλα περισσότερο και στις αρνητικές διαστάσεις που προαναφέραμε.
Όταν όμως ζεις στην Ελλάδα και προτάσσεις αυτές τις διαστάσεις, παρότι διεκδικείς ταυτόχρονα μία εθνιστική αντίληψη, τότε κάπου διαπράττεις ένα κεφαλαιώδες σφάλμα και στην ουσία ακυρώνεις την όποια πατριωτική πρόθεση. Κατ’ αρχάς, μάλλον δείχνεις αναλγησία απέναντι στους συμπατριώτες σου, παρασυρόμενος από τη δική σου ιδεοληψία. Γιατί δεν μπορεί να μη βλέπεις πως η επιτυχία της Ελλάδας στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού μπορεί να επιτρέψει μία μικρότερη οικονομική καταβύθιση, πράγμα που ήδη βλέπουμε να διαγράφεται στην περίπτωση του τουρισμού και τις απασχολήσεις που εξαρτώνται από αυτόν. Δεν μπορεί να μη βλέπεις πως το διεθνές κύρος της χώρας ενισχύεται με θετικές συνέπειες, τόσο στο γεωπολιτικό πεδίο έναντι της Τουρκίας όσο και στο ζήτημα της αντιμετώπισης των συνεπειών των μνημονίων, με τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση και ούτω καθεξής. Επιπλέον δε, ίσως και το κυριότερο, η θετική αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού ενισχύει την εθνική συνοχή, τη σύμπτωση έθνους και κράτους και τη συλλογική αυτοπεποίθηση που τόσο χρειαζόμαστε σήμερα. Πώς λοιπόν μπορεί κάποιος να τα ξεχνά όλα αυτά και να διεκδικεί τον «πατριωτισμό» του πυροβολώντας κυριολεκτικά τη χώρα του, συνταυτιζόμενος με τις πιο ακραίες εθνομηδενιστικές απόψεις του αναρχικού χώρου, π.χ., δηλαδή των δηλωμένων αντιπάλων κάθε πατριωτισμού;
Prodomosua
Γι’ αυτό και, παρά τις δυσκολίες, εμείς επιλέξαμε πάντα να μείνουμε μαζί με το λαϊκό σώμα. Γι’ αυτό και δουλέψαμε κάποτε στα εργοστάσια ή τις οικοδομές, γι’ αυτό και αρνηθήκαμε πανεπιστημιακές θέσεις ή βουλευτιλίκια και είδαμε το χαΐρι όλων όσων από εμάς επέλεξαν την ένταξή τους σε αυτούς τους μηχανισμούς· γι’ αυτό και στο Μαυροβούνιο,μέσα στον πόλεμο, το 1992, εγκαινιάσαμε ένα εκκλησάκι που ξανάνοιγε μετά από δεκαετίες με «το Πιστεύω» στα ελληνικά, όπως μας το ζήτησε ο αρχιεπίσκοπος Αμφιλόχιος Ράντοβιτς. Εντούτοις, πάντα θέλαμε να συνδυάζουμε το ρίζωμα στην παράδοση και στο λαϊκό σώμα με την παράλληλη εμμονή στο επιστημονικό έργο και στον ορθό λόγο. Γι αυτό και, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, αρνηθήκαμε να επικεντρωθούμε αποκλειστικά είτε στο επιστημονικό διαφωτιστικό έργο είτε στον ακτιβισμό, προσπαθώντας να συνδυάσουμε, και υπήρξαμε οι μόνοι, και τα δύο ταυτόχρονα.
Όπως έχω επαναλάβει αναρίθμητες φορές, προτιμώ τη γιαγιά που ανάβει το καντήλι στο ερειπωμένο εκκλησάκι του χωριού, όποιες πιθανές δεισιδαιμονίες και άγνοιες και αν έχει. Γιατί αυτή κρατάει ζωντανό και το καντηλάκι του ελληνισμού, προστατεύοντας τη φλογίτσα του από τους δήθεν μορφωμένους και παραμορφωμένους «εγγονούς» της, που κάνουν ό,τι μπορούν για να καταστρέψουν το έθνος τους. Και σε όλη μας τη διαδρομή επιλέξαμε να συμπορευόμαστε με την πρώτη και όχι με τους δεύτερους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν θα κάνω ό,τι μπορώ ώστε αυτό το καντηλάκι να μεταβληθεί σε καμίνι που θα αναγεννήσει το έθνος μας. Και, για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα παιδιά και τα εγγόνια της γιαγιάς να οικοδομήσουν ένα νέο πύργο απέναντι στους εθνομηδενιστές αντιπάλους μας, αφαιρώντας τους και την υπεροχή στο πεδίο του ορθού λόγου. Εκεί, σε αυτόν τον μετασχηματισμό, παίζεται η δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε νικηφόρα τη μεγάλη μάχη που διεξάγεται για την ίδια την επιβίωση του ελληνισμού. Επιβίωση η οποία απαιτεί από εμάς το υψηλότερο επίπεδο της διανοίας μας, παράλληλα με τη ενσυναίσθησή μας, πάντα με την πιο αδάμαστη βούληση.
Πολλές φορές, στο παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, απέναντι σε εκείνους που ήθελαν να έχουμε τη «σωστή γραμμή», κλεισμένοι στο καβούκι μας και στην αποκλειστικότητα της άποψής μας, εμείς προτιμήσαμε τη διακινδύνευση παρά τις συκοφαντίες που έχουμε υποστεί. Γι’ αυτό και προσπαθούσαμε πάντα να συμμετέχουμε σε ό,τι θεωρούσαμε σωστό χωρίς να ζητάμε πιστοποιητικά ιδεολογικής νομιμοφροσύνης από όσους συμμετείχαν, αποκλείοντας μόνο τους φασίστες και τους Αντίφα. Πάντα προσπαθούσαμε να πείσουμε για τις απόψεις μας μέσα από τη συμμετοχή και όχι από κάποιο γυάλινο πύργο, είτε μιας ακαδημαϊκής αυθεντίας είτε μιας οργανωτικής καθαρότητας. Η άποψή μας ήταν πάντα πως στο πολιτικό ή το ιδεολογικό προσκήνιο δεν θα βγούμε μέσα από μία προσωπική ή γκρουπουσκουλιάρικη στρατηγική αλλά μόνο εάν οι απόψεις μας συναντηθούν με ένα σημαντικό κομμάτι του λαϊκού σώματος. Μέχρι τότε προτιμούμε να επηρεάζουμε τα πράγματα μέσα από την ιδεολογική, επιστημονική ή ακτιβιστική μας παρέμβαση, χωρίς ταυτόχρονα να κρύβουμε από κανέναν τις πραγματικές μας απόψεις.
Και νομίζουμε ότι έχουμε επιτελέσει ένα τεράστιο έργο παρά τα μικρά οργανωτικά μας μεγέθη. Ένα έργο τόσο στο θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο όσο και στο ακτιβιστικό. Κατορθώσαμε, και ευτυχώς όχι μόνοι μας, να συγκροτήσουμε ένα ιδεολογικό μέτωπο απέναντι στον ιστορικό μηδενισμό και ταυτόχρονα να ενισχύσουμε την προτεραιότητα του δημοκρατικού πατριωτισμού έναντι του φασιστικού-αυταρχικού, διατηρώντας για πάνω από 50 χρόνια μία πρωτοφανή συνέχεια ενός αδιάλειπτου πατριωτικού ακτιβισμού. Και αυτή η παρουσία μας λειτούργησε καταλυτικά ιδεολογικά, τόσο στην παλαιότερη περίοδο της προνομιακής συμπόρευσης με την πατριωτική Αριστερά όσο και στη νέα περίοδο της συμπόρευσης με τον ορθόδοξο και συντηρητικό χώρο.
Και σήμερα βρισκόμαστε στη φάση της συγκρότησης ενός πολιτικού υποκειμένου που θέλει να συνδυάζει τη λαϊκότητα και τη ριζοσπαστικότητα με τη συνθετική σκέψη – και έχουν γίνει τεράστια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση στον συνολικό ιδεολογικό και πολιτικό χώρο· ένα πολιτικό υποκείμενο που θα βρίσκεται πραγματικά πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς. Όχι όπως συνέβαινε άλλοτε, στο παρελθόν, ως πατριωτική Αριστερά ή, όπως πολλοί θα ήθελαν σήμερα, ως πατριωτική ή χριστιανική Δεξιά. Διότι, την κρίσιμη στιγμή, αναδύεται στο πρώτο πλάνο η βαθύτερη ιδεολογική αναφορά –Αριστερά ή Δεξιά– και υποβαθμίζεται και πάει περίπατο ο πατριωτισμός.
Κατά συνέπεια, Έλληνες, δημοκράτες, πατριώτες και… basta. Και αυτό το νέο πολιτικό συγκείμενο μπορεί να γίνει πράξη, όχι γιατί το θέλουμε εμείς, που το υποστηρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ακριβώς επειδή ένα αυξανόμενο κομμάτι των Ελλήνων, έχοντας σιχαθεί τις στείρες κομματικές αντιπαραθέσεις και τους σκυλοκαυγάδες, βρίσκεται όντως, πλέον, πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς: Σήμερα, στην Ελλάδα, διαμορφώνεται ένα νέο κοινωνικό και ιδεολογικό υποκείμενο το οποίο και αποκαλούμε υποκείμενο του δημοκρατικού πατριωτισμού και το οποίο αναζητά την πολιτική του έκφραση.