του Θ. Τζιούμπα, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Το εκλογικό και μετεκλογικό τοπίο στη Θεσσαλονίκη ήρθε να αναζωπυρώσει τη συζήτηση για την «συντηρητική στροφή» των κατοίκων της πόλης, του «σκοταδισμού της πλειοψηφίας» και όλα όσα συζητά η εκσυγχρονισμένη Αριστερά από την εποχή του συλλαλητηρίου για το Μακεδονικό.
Οι ίδιες οι εκλογές αποτέλεσαν την αφορμή να εκδηλωθεί η θεμελιώδης σχάση στην ταυτότητα της πόλης, που εξελίσσεται εδώ και δεκαετίες, και να ορίσει σε μεγάλο βαθμό τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα: αυτό του εκσυγχρονιστικού λόγου των «πεφωτισμένων τζακιών» και εκείνο της τραχύτητας της «αγελαίας πλειοψηφίας».
Στις εκλογές αυτές, με την κυριαρχία της εικόνας, δεν ήταν τα προγράμματα που διαφοροποίησαν τις προτιμήσεις αλλά η εικόνα που εξέπεμπαν κάποιοι από τους πρωταγωνιστές, όσο και τα σημαινόμενα που η εικόνα αυτή υπονοούσε. Ήταν κυρίως θέμα στυλ, και εκεί έδωσαν τη δική τους μάχη οι κατασκευαστές της δημόσιας εικόνας των προσώπων (ευρύτερα γνωστοί ως image makers).
Το ένα πρότυπο εκφράζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο ο Παναγιώτης Ψωμιάδης. Η εικόνα είναι σαφής, από το ενδυματολογικό μέρος, με τα κίτρινα αδιάβροχα, ως το στοιχείο της μοίρας, που άδικα τον κατατρέχει, ως το θέατρο, τέλος, των αντιπαραθέσεων με την κυβέρνηση, στην οποία ανήκει θεσμικά και πολιτικά _μια οικονομική, οικογενειακή συσκευασία Νίκου Ξανθόπουλου και Ρομπέν των Δασών με μία παρατηρήσιμη διαφορά: Οι ρόλοι του Ξανθόπουλου ήταν αυτού που δεν είχε λεφτά, ενώ του Ρομπέν ήταν αυτού που μοίραζε λεφτά σε όσους δεν είχαν.
Στον αντίποδα στέκεται η φιγούρα του Γιάννη Μπουτάρη: Τα «τζάκια» της πόλης, έχοντας αποκαθάρει το εγώ τους από κάθε υπόλειμμα ταξικής ενοχοποίησης, συνασπίζονται με τα προϊόντα του πασοκικού εκσυγχρονισμού σε μέτωπο που επικεντρώνεται πού; Ενάντια στον «λαϊκισμό», φυσικά. Ο άλλος «πολιτικός πολιτισμός» είναι μια διαφορετική άσκηση ύφους, καθώς στα υπόλοιπα δευτερεύοντα ζητήματα, όπως αυτά της ανάπτυξης ή αποανάπτυξης, των έργων, του ρόλου εν τέλει που θα θέλαμε για τον τόπο αυτό αύριο, οι διαφορές συρρικνώνονται. Το σκουλαρίκι ασορτί με το κουστούμι και οι φωτογραφήσεις τύπου Abbey Road των Beatles αναδύουν τον ευρωπαϊκό αέρα που πρέπει να φυσήσει επιτέλους πάνω σε μια πόλη που επιμένει να γεμίζει σημαίες κάθε εθνική επέτειο. Οι εκσυγχρονιστικές ελίτ, δημιούργημα του πασοκικού κομματικού συστήματος στα χρόνια που η εξουσία ήταν αυτή που δημιουργούσε τα κοινωνικά της ερείσματα, υπερυψώνονται πάνω από τα κόμματα, όπως το εβραϊκό γκόλεμ, που δεν έχει πια ανάγκη τον δημιουργό του.
Αυτή είναι η θεμελιώδης σχάση (διπολική διαταραχή θα την αποκαλούσε ένας φίλος ειδικός), που έχει συντελεστεί στη συλλογική ταυτότητα αυτής της πόλης: Το λαϊκό και το διανοούμενο στοιχείο διασπώνται και παράγουν ένα δίπολο που από τη μία άκρη έχει τον λαϊκισμό και από την άλλη τον ελιτισμό, οι οποίοι σαν τους πόλους ενός μαγνήτη αλληλοαπωθούνται στο διηνεκές, δεν μπορούν να υπάρξουν αυτόνομα και έλκουν ό,τι παγιδεύεται στο πεδίο που ορίζουν.
Η ταυτότητα αυτής της πόλης ήταν κάποτε μια σύνθεση αυτών που τώρα μοιάζουν ανταγωνιστικά: Ήταν ο Τσιτσάνης κι η Μαριώ στα στέκια της Αρετσούς κι ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στη Διαγώνιο, ήταν ο Μητροπάνος στις Συκιές κι ο Δεύτερος Εξώστης στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ήταν ο ΠΑΟΚ και το Πανεπιστήμιο.
Αν βρίσκετε κάποια ομοιότητα με την ταυτότητα της Αριστεράς, τη συνύπαρξη των καπνεργατών του ’36 με τους ποιητές, του Φλωράκη με τον Κωστή Μοσκώφ, έχετε δίκιο, καλά παρατηρήσατε.
Και στη βάση αυτού του εποικοδομήματος θα διακρίναμε δύο χαρακτηριστικά που καθόρισαν τη Θεσσαλονίκη στην πορεία της στον περασμένο αιώνα: Το πρώτο ήταν η ύπαρξη του προσφυγικού στοιχείου, με όλες τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές του ιδιομορφίες. Το δεύτερο ήταν η σχετική ισχύς, ποσοτική και ποιοτική, του παραγωγικού βιομηχανικού τομέα της οικονομίας, του βιομηχανικού προλεταριάτου με άλλα λόγια. Ήταν δυο συνιστώσες στην τοπική κοινωνία που αποτελούσαν το επίκεντρο και την υποχρεωτική αναφορά σε κάθε κουβέντα για τη «φτωχομάνα» πόλη.
Πόσο η σημερινή πόλη ταιριάζει με την περιγραφή αυτή;
Ο πληθυσμός, αυξάνει ενώ η παραγωγική βάση συρρικνώνεται: Να μια πόλη που τριτογενοποιείται, μεταβάλλεται σε μια πόλη υπηρεσιών.
Η εργατική τάξη αποσυντίθεται μέσα από την αποβιομηχάνιση και την είσοδο των μεταναστών, που πια αποτελούν ένα τεράστιο ποσοστό της, ιδιαίτερα στις χαμηλές ειδικεύσεις.
Η συλλογική μνήμη διαρρηγνύεται, ανάμεσα στις πολυκατοικίες που αντικατέστησαν τα προσφυγικά, και τα χαλάσματα των εργοστασίων. πια, το μόνο που κυκλοφορεί είναι το φάντασμα της φιγούρας που συνέθεσε κάποτε το γίγνεσθαι της πόλης.
Και οι τραγουδιστές;
Μαζί με την έκλειψη της υλικής παραγωγής, ίσως και πριν από αυτή, η πνευματική παραγωγή ξεθωριάζει. Η «κοινωνική καταξίωση» μιας τέχνης που πάντα είχε αντιστασιακό πρόσημο στα πλαίσια της μεταπολιτευτικής κοινωνίας, που αφειδώς εξαργύρωνε τις αντιστασιακές μετοχές στο ιδιότυπο χρηματιστήριο της κρατικοδίαιτης δημιουργικότητας, έθεσε τις προϋποθέσεις της μετάλλαξης: Το σημαντικό δεν είναι τόσο ότι οι άνθρωποι της τέχνης πήραν τον δρόμο για τα νότια, ακολουθώντας τη θαλπωρή του χρήματος και των πηγών όπου αυτό διανέμεται. Είναι ότι μια τέτοια τέχνη αποκόβεται από τις κοινωνικές διεργασίες που γεννούν την ατομική έμπνευση. Η τέχνη δίχως «παγάν λαλέουσαν» είναι μια «άρτ ντεκό» τέχνη, ο δημιουργός μεταλλάσσεται σε διασκεδαστή.
Η πόλη με τις τόσες μουσικές κατάντησε μια άμουση πόλη
Η κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γκροτέσκα αν δεν ήταν πολλαπλά επικίνδυνη.
Ο ανέξοδος λαϊκισμός που λανσάρει ο Ψωμιάδης, η απόκρυψη των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του μοντέλου που ονομάζουμε Αθηνοκεντρικό κράτος είναι ταυτόχρονα απόκρυψη του μιμητισμού των επιλογών που κάνουν οι άρχοντές μας για την ίδια την πόλη. Η παρασιτική οικονομία, η ερημοποίηση της ενδοχώρας (που καταντάει χρήσιμη μόνο για να λασπώνουμε λίγο το Τσερόκι το Σαββατοκύριακο), η ανισοκατανομή των επενδύσεων και των υποδομών δεν χαρακτηρίζουν μόνο τη σχέση Αθήνας – Περιφέρειας, αλλά και Θεσσαλονίκης με τη δική της περιφέρεια, τη Βόρεια Ελλάδα. Ακόμη, σε μια διαφαινόμενη από τις προθέσεις των Βρυξελλών παραπέρα αποδυνάμωση των εθνικών κρατών υπέρ κάποιων «περιφερειών», η αντίθεση με την Αθήνα, όσο δεν συμπληρώνεται με πολιτικά αιτήματα για την αναδιανομή της ισχύος στο εσωτερικό του έθνους-κράτους, κινδυνεύει να μετατραπεί από αντίθεση προς το Αθηνοκεντρικό κράτος σε αντίθεση προς το Ελληνικό κράτος, με φαινόμενα τύπου «λίγκας του Βορρά». Οι σημαίες, ευγενής συνεισφορά των κολλητών του νομάρχη στους ψηφοφόρους του, όλο και περισσότερο στερούνται σημαινόμενου και θυμίζουν αδειανά πουκάμισα σε μια μπουγάδα που ξεπλένει την αληθινή έγνοια για τον τόπο.
Από τη μεριά της εκσυγχρονισμένης επιστροφής στην παράδοση, η επαναλαμβανόμενη αναφορά στις μνήμες της «πολυπολιτισμικής» Θεσσαλονίκης, αυτής της εν πολλοίς φαντασιακής κατασκευής της οθωμανικής παράδοσης, διατυπωμένη σε καιρούς μεγάλων ανακατατάξεων που προβάλλουν στην γειτονιά μας, δεν είναι διαφορετικής ποιότητας, και αυτό μάλλον έχει διαφύγει της προσοχής αυτών που ίσως καλοπροαίρετα συντάχθηκαν με την όντως καλύτερης αισθητικής πρόταση του κυρίου βιομηχάνου. Και δεν είναι διαφορετικής ποιότητας, γιατί ο ρόλος μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη σε μια αυτοκρατορικά οργανωμένη και επικυριαρχούμενη περιοχή όχι μόνο δεν λύνει αλλά αντίθετα παροξύνει τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Το μόνο που είναι πιθανό να λύσει είναι η ανάγκη ευρύτερων πεδίων για μπίζνες του μεταπράτη, αν και αυτό είναι συζητήσιμο, καθώς οι πιθανοί επικυρίαρχοι δεν είναι οι Οθωμανοί του περασμένου αιώνα, που είχαν ανάγκη τους Φαναριώτες. Η τουρκική κοινωνία της τρίτης χιλιετίας όχι μόνο παράγει αεροπλάνα και μας κερδίζει στα ριάλιτυ και στο ποδόσφαιρο, αλλά μπορεί να παίρνει και νόμπελ λογοτεχνίας. Ο κύριος Ραχμίν Κοτς μάλλον δεν έχει ανάγκη τον κύριο Μπουτάρη για να μάθει την τέχνη του επιχειρείν.
Η αρχετυπική αυτή σχάση ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας για την Αριστερά, που δέθηκε ιστορικά με τη σύνθεση αυτή.
Τώρα το ένα της κομμάτι, το πιο δεμένο κοινωνικά και πολιτικά με την «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση», βλέπει αμήχανο να υπερφαλαγγίζεται από τα πρότυπα που το ίδιο συνέβαλε στην αναπαραγωγή τους, κι αυτή η δίνη το τραβά ακόμη πιο βαθιά στο main streaming, να ψάχνει έναν Τσίπρα για να ξελασπώσει στους δύσκολους καιρούς που έρχονται. Όσο για το άλλο κομμάτι, το ΚΚΕ, αυτό από καιρό έχει επιλέξει την ασφάλεια του αδιάβροχου και του ανεξίτηλου, που διασφαλίζει το καβούκι της πολιτικής του αγοραφοβίας, ταυτίζοντας τα εκλογικά του ποσοστά με τα όρια της εμβέλειας ενός καταστροφικά μειοψηφικού πολιτικού λόγου.
Η σχάση αυτή είναι ταυτόχρονα η απώλεια της πραγματικής διαπολιτισμικής σύνθεσης που χαρακτήρισε τη Θεσσαλονίκη του χθες: το δημιουργικό συναπάντημα του πολιτισμού των εργατικών-προσφυγικών συνοικιών, με τον πολιτισμό της διανόησης, που λειτουργούσε ως οργανικός εκφραστής της. Διαπολιτισμός δεν είναι μόνο η σχέση διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων αλλά και η σχέση των διαφορετικών ταυτοτήτων που εμπεριέχονται σε ένα έθνος, που αποτελείται με τη σειρά του από τάξεις, φύλα, ιδιαίτερες κοινωνικές και άλλες ταυτότητες.
Θα πρέπει κάποτε να αναζητήσουμε τις αιτίες των φοβικών στάσεων που αναπαράγουν οι πολίτες της Θεσσαλονίκης στην ανασφάλεια ως προϊόν μιας καθημερινότητας που πραγματικά ρευστοποιείται: απουσία ενός ονείρου για το αύριο προστίθεται στη διάχυτη αίσθηση ενός αύριο που άλλοι απεργάζονται πίσω από τις εικόνες που δημόσια σερβίρουν. Οι πιο επιθετικές στάσεις και συμπεριφορές εκπορεύονται από ανασφαλείς ταυτότητες, από ταυτότητες σε κρίση.
Στα τενάγη μιας τέτοιας κρίσης αλιεύουν τη δικαίωση τους τόσο αυτοί που επενδύουν και τρέφουν τη φοβική συνιστώσα της τοπικής κοινωνίας, όσο και αυτοί που επιτίθενται στην ίδια τη συλλογική αίσθηση του ανήκειν, με τη ρετσινιά του «εθνολαϊκισμού». Και είναι σαφές ότι αυτοί που συσπειρώνονται πίσω από τον Ψωμιάδη, όσο και τον Μπουτάρη, επενδύουν στην αποδόμηση της σύνθεσης που χαρακτήριζε την πόλη. Ο ένας χρειάζεται απεγνωσμένα τον άλλο, αυτόν τον εχθρικό άλλο, που θα αναπληρώσει το έλλειμμα θετικών χαρακτηριστικών στις υπό κατασκευή νέες, ελλειμματικές ταυτότητες της μεταμοντέρνας πόλης.