Αρχική » Ο μαγικός αυλός του νεοφιλελευθερισμού και η ιδεολογία της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς

Ο μαγικός αυλός του νεοφιλελευθερισμού και η ιδεολογία της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς

από Άρδην - Ρήξη

του Π. Πικραμένου, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007

Οι μεγάλοι θεωρητικοί της Αριστεράς κήρυσσαν ότι η δύναμή τους βρίσκεται στη μέθοδο της Διαλεκτικής, σε αντίθεση με τη Δεξιά, που η φιλοσοφική βάση της κοσμοθεωρίας της ήταν η Μεταφυσική.
Αν επιχειρήσουμε να ορίσουμε τον όρο Διαλεκτική, θα λέγαμε ότι είναι η εξέλιξη της Πραγματικότητας, η θεωρία του Υπαρκτού ή η θεωρία του Γίγνεσθαι. Σε αντίθεση με το «Γίγνεσθαι», δηλαδή με τη θεώρηση της Πραγματικότητας ως εξελισσόμενης, βρίσκεται το «Είναι», με την έννοια της απόλυτης και στατικής μη εξέλιξης.

Σήμερα, βέβαια, τα όρια μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και η πραγματική ταυτότητά τους είναι θέμα συζήτησης, ενώ η Διαλεκτική είναι εργαλείο στα χέρια όλων.

Ο χώρος της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, και ειδικότερα των ομάδων και των ατόμων που κινούνται γύρω από τον χώρο των Εξαρχείων, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής τους έχουν χαρακτηριστεί από ένα στρατηγικής σημασίας μειονέκτημα: συγχέουν και υποκαθιστούν την Πολιτική με την Ιδεολογία.

Συχνά μεταβάλλουν την Ιδεολογία σε αντικείμενο Μαγικό, σε Λυδία Λίθο, σε πανάκεια, σε ελιξίριο για πάσα νόσο και πρόβλημα, και τελικά σε Θρησκεία. Η Ιδεολογία έφτασε να υποκαθιστά την Ηθική, την Τέχνη, τον Έρωτα, την Πολιτική, την Επιστήμη κ.ά.

Ο «Χώρος» πάντα αντιμετώπιζε υπαρκτά πολιτικά και πρακτικά ζητήματα με γνώμονα όχι την πολιτική ή πρακτική λύση τους, αλλά με το κατά πόσο οι προτεινόμενες λύσεις εναρμονίζονται ή περιλαμβάνονται στο ιδεολογικό εποικοδόμημά του. Ή, για την ακρίβεια, επιλέγονταν μόνο οι λύσεις, απαντήσεις και προτάσεις, που άμεσα ή έμμεσα προβλέπονταν από το ιδεολογικό εποικοδόμημα, ενώ οι υπόλοιπες –αδιάφορο αν ήταν οι σωστές ή οι λανθασμένες–, αγνοούνταν ή, στη χειρότερη περίπτωση, ερρίπτοντο στο πυρ το εξώτερον…

Όμως,
• όταν η Ιδεολογία, αντί για εργαλείο άσκησης Πολιτικής, παύει να ανταποκρίνεται στην Πραγματικότητα και γίνεται Θρησκεία ή Ιδεοληψία,
• όταν θεωρητικά συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί υπό ορισμένες συνθήκες –και φυσικά αφορούν μόνο σε αυτές–, παγιώνονται σε αιωνόβια τσιτάτα και συνθήματα,
• όταν οι φορείς μιας Ιδεολογίας αποκτούν εξαρτημένα αντανακλαστικά σε αυτά τα τσιτάτα και τα συνθήματα, αγνοώντας τις εξελίξεις της πολιτικής πραγματικότητας,
τότε είναι εύκολο, στα χέρια κάποιου που γνωρίζει τον τρόπο, η Ιδεολογία να γίνει ο «Μαγικός Αυλός», δηλαδή ένα μέσο με το οποίο θα ασκήσει ιδεολογικό έλεγχο σε αυτούς τους φορείς και θα τους οδηγήσει εκεί που ο ίδιος θέλει.

Ο Μαγικός Αυλός του Νεοφιλελευθερισμού

Στο μεσαιωνικό Χάμελιν, καταφθάνει ένας παράξενος άνθρωπος που αναλαμβάνει να απαλλάξει την πόλη από τα αναρίθμητα ποντίκια που τη μαστίζουν. Κατ’ αυτό τον βορειοευρωπαϊκό μύθο, που έχουν καταγράψει οι αδελφοί Γκριμ, η λύση δίνεται με τρόπο μαγικό. Τα ποντίκια γοητεύονται τόσο πολύ από τους ήχους του φλάουτου που παίζει ο παράξενος άνθρωπος, ώστε, όταν αυτός τα οδηγεί στο ποτάμι, τον ακολουθούν τυφλά, πέφτουν στο νερό και πνίγονται.

Αν θέλουμε να αναλύσουμε λίγο τη σημειολογία του μύθου, βλέπουμε ότι τα ποντίκια, υπό την επήρεια ενός τρίτου παράγοντα (του Μαγικού Αυλού), δεν αντελήφθησαν σωστά τη φυσική πραγματικότητα και ακολούθησαν τον αυλητή σε έναν χώρο τόσο αφιλόξενο και εχθρικό προς αυτά, που τελικά έχασαν τη ζωή τους. Τι ήταν αυτό που εμπόδισε σε τέτοιο βαθμό την ενεργοποίηση των αντανακλαστικών και των ενστίκτων των ποντικών, ο μύθος φυσικά δεν το λέει. Κάνοντας χρήση της έννοιας «μαγεία», όπως όλοι οι μύθοι, αποτυπώνει με συμβολικό τρόπο μια κοινωνική και φυσική πραγματικότητα χωρίς να επιδιώκει να την ερμηνεύσει.

Βέβαια ο μύθος έχει άλλη συνέχεια και διαφορετικό περιεχόμενο: Όταν οι αλαζόνες κάτοικοι αρνούνται να πληρώσουν τον ξένο για τις υπηρεσίες του, τελικά αυτός παίζει τον αυλό για τα παιδιά τους…

Ωστόσο, δεν μπορώ να αποφύγω να συσχετίσω τον «Μαγικό Αυλό» με το φαινόμενο που έχει πλήξει την εξωκοινοβουλευτική και «ευρύτερη» Αριστερά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Φαίνεται ότι οι έννοιες «αντιεθνικισμός», «αντιρατσισμός», «ανθρώπινα δικαιώματα», «πολυπολιτισμός» κ.ά., ασκούν σε τέτοιο σημείο υπνωτική επίδραση, που πολλοί παύουν να αντιλαμβάνονται τις μεταβολές της διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας και τελικά οδηγούνται στο να συμπράξουν με πολιτικά σύνολα εντελώς αντίθετα με τις επιδιώξεις και τις αρχές τους.

Ίσως η αίσθηση απόδοσης Δικαίου στον «Άλλο», και επομένως η συσχέτιση αυτών των εννοιών με το αρχέτυπο του «Καλού», αλλά και το προφανές χριστιανικό υπόβαθρο τους, να εξηγούν τη μαγική επίδραση που ασκούν στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (και όχι μόνο). Επιπλέον, στην Ελλάδα, οι διωγμοί που υπέστη η Αριστερά, και το δράμα του εμφυλίου, για ορισμένα ζητήματα, εξακολουθούν να δημιουργούν σε πολλούς εξαρτημένα αντανακλαστικά (π.χ. έθνος = εθνικισμός = κράτος = Δεξιά = κεφάλαιο = διώξεις = απανθρωπιά = μίσος = Κακό).

Πώς, όμως, έννοιες βαθύτατα πολιτικές και ευγενείς στην καταγωγή τους, όπως τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κατέληξαν να στηρίζουν ιδεοληπτικού τύπου συμπεριφορές; Πώς η Πολιτική έγινε θεραπαινίδα της Ιδεολογίας και της Θρησκοπολιτικής; Πώς ένας χώρος από τηνφύση του ανατρεπτικός κατέληξε να μην αντιτάσσεται (ή, εν αγνοία του, ακόμη και να στηρίζει) στο εγχείρημα της Παγκοσμιοποίησης και τελικά, χωρίς να το καταλαβαίνει, να ευνοεί την εξάπλωση του άκρως δεξιού Νεοφιλελευθερισμού; Γιατί δεν γίνεται κατανοητή η πραγματική φύση του «πολυπολιτισμού», του κατ’ επάγγελμα «αντιεθνικισμού» και «αντιρατσισμού» και το ότι τα αμερικανοκίνητα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την έννοια που τους δίναμε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990;
Αν αναφερόμαστε στην «ευρύτερη» Αριστερά, η εξήγηση θα ήταν απλή. Θα είχε τις ρίζες της σε μεγάλο βαθμό στη διαφθορά, δηλαδή στις πελατειακές σχέσεις με το γνωστό πλέγμα πολιτικών-ΜΜΕ-επιχειρηματιών και του Διεθνούς Παράγοντα, ο οποίος διαφεντεύει τη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως, στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, και ειδικότερα στον «Χώρο», κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει –τουλάχιστον άμεσα κι εκτεταμένα και σε ό,τι αφορά στον μέσο θαμώνα των Εξαρχείων. Η εξήγηση βρίσκεται στη φύση της έννοιας «Ιδεολογία» και στο πως αυτή, στο «παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον» που ζούμε, έγινε εργαλείο αποπροσανατολισμού, παραπλάνησης και ιδεολογικού ελέγχου, από επιτήδειους επαγγελματίες.

Ιδεολογία και Θρησκεία
Οι Ιδεολογίες, πέρα από το περιεχόμενό τους, αποκτούν και ρόλο σε συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες. Μέσω της υιοθέτησης ενός ιδεολογικού συστήματος, άτομα, ομάδες και κοινωνίες επιτυγχάνουν:
• να σχηματίσουν και να προβάλουν τη γνώμη τους για τον κόσμο και τον εαυτό τους,
• να προβάλουν την άποψή τους για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος γύρω τους,
• να αποκτήσουν ατομική και συλλογική ταυτότητα και χαρακτήρα (να καταλάβουν ποιοι είναι και που ανήκουν),
• και, ίσως το σημαντικότερο, να αποκτήσουν κοινό κώδικα επικοινωνίας, άρα και την αίσθηση ότι δεν είναι μόνοι, δηλαδή ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στην τελευταία περίπτωση, τα ιδεολογικά συστήματα αρχίζουν να προσλαμβάνουν θρησκευτικά χαρακτηριστικά, οι φορείς των Ιδεολογιών συγκροτούν κλειστές «κοινότητες» ή κοινωνικές υποομάδες, οι οποίες έχουν δική τους Ηθική, Αισθητική, άποψη περί Δικαίου και ιεραρχία.
Τότε η Ιδεολογία –που δεν λειτουργεί πλέον ως εργαλείο συσπείρωσης και πολιτικού προσανατολισμού στην ευρύτερη κοινωνία, ούτε ως εργαλείο έκφρασης και ερμηνείας της πραγματικότητας– «αποκρυσταλλώνεται», δηλαδή αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά και γίνεται απόλυτη. Λέγοντας «απόλυτη», εννοούμε ότι οι σχέσεις της με την εξελισσόμενη πραγματικότητα ελαττώνονται ή εξαφανίζονται. Οι Ιδεολογίες, παύοντας να επικοινωνούν με την πραγματικότητα, παύουν και να υπακούουν στους κανόνες της ορθής σκέψης και της λογικής.

Είναι γενικά γνωστό ότι άτομα με περιορισμένες γνώσεις ή χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, είναι επιρρεπή στο να αφοσιώνονται σε ιδεολογίες, αφού έτσι βρίσκουν εύκολες απαντήσεις, λύσεις και επιχειρήματα για κάθε ζήτημα. Επιρρεπείς είναι και οι άνθρωποι αδύναμου χαρακτήρα, ή άτομα εξαρτώμενα, για τον απλούστατο λόγο ότι στην Ιδεολογία βρίσκουν έτοιμες απαντήσεις και πνευματική-ψυχολογική στήριξη. Όλοι αυτοί, ανακαλύπτοντας μια Ιδεολογία, την κάνουν τρόπο ζωής και πιστεύουν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Έτσι, όταν η Ιδεολογία τους αμφισβητείται, αισθάνονται ότι διακυβεύεται ολόκληρος ο πνευματικός και ψυχικός κόσμος τους. Γίνονται φανατικοί ζηλωτές, έτοιμοι να εξοστρακίσουν και να ρίξουν στην πυρά τους αμφισβητίες.

Ωστόσο, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πρέπει να σημειώσω ότι, αν και οι παραπάνω περιπτώσεις είναι πολύ συχνές, δεν χαρακτηρίζουν και το σύνολο των ανθρώπων που αφοσιώνονται σε Ιδεολογίες. Ούτε και θέλω να πω ότι ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος απαρτίζεται από… ηλίθιους εξαρτημένους. Αρχικά, οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν σε μια Ιδεολογία πραγματικές απαντήσεις και ευγενικούς στόχους. Πολλοί όμως, στην πορεία, εγκλωβίζονται, επαναπαύονται στις μόνιμες και εύκολες λύσεις και απαντήσεις, αδυνατώντας να αναδιαρθρώνουν συνεχώς τη θεωρητική τους αντίληψη για την εξελισσόμενη πραγματικότητα.
Όμως, σε ό,τι αφορά στην Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ακόμη και αυτοί που αντιλαμβάνονται τις εξελίξεις, οι οποίες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είχαν ραγδαία ταχύτητα και απρόβλεπτο χαρακτήρα, αδυνατούν να πείσουν τους υπόλοιπους και σιωπούν. Υποκύπτουν στην αδρανειακή δύναμη, που μοιραία εμφανίζεται σε μια πολυμελή κοινότητα, φοβούμενοι τη διαφοροποίηση, η οποία, εκτός από πολιτικές συγκρούσεις, μπορεί να επιφέρει στους αμφισβητίες επώδυνη πολιτική, ηθική και κοινωνική απαξία. Όσοι επιμείνουν να πείσουν τους ομοϊδεάτες τους ότι αυτά που πίστευαν έως τώρα ενδεχομένως να μην ισχύουν πια, κατά κανόνα συγκρούονται με την πλειοψηφία και εξοστρακίζονται.

Η Ιδεολογία ως Πολιτική
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα υποκατάστασης της Πολιτικής και της Επιστήμης από την Ιδεολογία είναι οι απόψεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Μακεδονικό, τις μειονότητες, το μεταναστευτικό ζήτημα, τον «πολυπολιτισμό» κ.ά.

Σε αυτή την περίπτωση, η Ιστορία, η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων, η Γεωπολιτική, η επιστήμη της Οικονομίας, ακόμη και η καθημερινή ειδησεογραφία, έχουν υποκατασταθεί από την Ιδεολογία. Η ερμηνεία της διεθνούς πραγματικότητας και οι λύσεις που προτείνουν άτομα του «Χώρου» για υπαρκτά πολιτικά προβλήματα αντλούνται αποκλειστικά από τη σφαίρα της Ιδεολογίας. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι η πολιτική απομόνωση από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία, η οποία αγωνιά αισθανόμενη έρμαιο των διεθνών εξελίξεων.

Έτσι, σε ό,τι αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αξιώματα όπως «οι λαοί είναι αδέλφια και δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους», οι «διαφορές τους δημιουργούνται και υποκινούνται από το Κεφάλαιο», και «δεν θα μας βάλει ο Λάτσης και ο Βαρδινογιάννης να σφαχτούμε με τα αδέλφια μας», εξακολουθούν να έχουν απόλυτη και καθολική ισχύ.
Όποιος εκφραστεί με αρνητικό τρόπο για την επιθετική πολιτική της Τουρκίας εισπράττει τουλάχιστον την καχυποψία των συνομιλητών του, εκτός ίσως αν προσθέσει το απαραίτητο «Κύριε ελέησον», δηλαδή ότι «δεν φταίει ο τουρκικός λαός αλλά οι ηγεσίες των δύο χωρών».

Επιστήμη και Ιδεολογία
Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια για το ποιόν των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Την απάντηση μάς τη δίνει μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του Γαλλικού Ινστιτούτου Πολεμολογίας, το οποίο έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των συγκρούσεων στον πλανήτη. Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου συγκέντρωσαν όλες τις γνωστές συρράξεις που έχουν καταγραφεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και προσπάθησαν να εντοπίσουν τον κοινό παρονομαστή τους. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια σύρραξη ή εστία έντασης παρατηρείται πάντα όπου υπάρχουν «διαχωριστικές γραμμές», δηλαδή σε σημεία που συναντώνται διαφορετικοί παράγοντες: έθνη, θρησκείες, ήπειροι, κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες, γλώσσες, οικονομίες, πολιτικά συστήματα, αντιλήψεις κ.λπ.

Στην περίπτωση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, οι ερευνητές εντόπισαν μία από τις μεγαλύτερες, αν όχι τη μεγαλύτερη, συγκέντρωση «διαχωριστικών γραμμών» στον κόσμο. Το Αιγαίο, λοιπόν, είναι ο τόπος όπου συναντώνται:
• τρεις Ήπειροι (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)
• πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί
• δύο λαοί διαφορετικής προέλευσης, νοοτροπίας και χαρακτήρα
• δύο διαφορετικά κράτη
• δύο ανταγωνιστικές θρησκείες (Χριστιανισμός, Ισλάμ)
• δύο γλώσσες εντελώς ξένες μεταξύ τους (προέρχονται από διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες)
• δύο ανόμοια επίπεδα ζωής και οικονομίας (τριτοκοσμική Τουρκία, ανερχόμενη Ελλάδα)
• δύο διαφορετικά πολιτικά συστήματα με ουσιώδεις διαφορές, και
• εδώ συγκρούεται η υπογεννητικότητα της Ευρώπης με τον καλπάζοντα υπερπληθυσμό της Ασίας.

Φυσικά, η διαφορά π.χ. γλώσσας ή θρησκείας δεν αρκεί από μόνη της για να προκληθεί σύρραξη μεταξύ δύο λαών. Όμως, σε αυτά τα όρια, εκδηλώνονται πάντα οι επιδιώξεις, διεκδικήσεις ή άμυνες που τελικά οδηγούν σε μια σύρραξη. Ο παράγων «Οικονομία», και η κυριαρχία που αυτός προϋποθέτει ή συνεπάγεται, αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε όλες τις μορφές συγκρούσεων. Δηλαδή, ο «Λάτσης και ο Βαρδινογιάννης» του Εξαρχειώτη, (και όχι μόνο) φυσικά και δεν είναι αμέτοχοι αυτής της διαδικασίας, όμως είναι απλοί εκφραστές μιας γενικότερης γεωπολιτικής σχέσης και μόνο όταν τα συμφέροντά τους το επιβάλλουν.

Βλέποντας το πρόβλημα υπό το παραπάνω πρίσμα, η άποψη π.χ. ότι ο «εθνικισμός» είναι ο υπαίτιος των ελληνοτουρκικών διαφορών φαντάζει γελοία. Ο εθνικισμός δεν παράγει τις αντικειμενικές συνθήκες που προαναφέραμε, αντίθετα, ο ίδιος παράγεται από αυτές. Για να το πούμε αλλιώς, οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται στα παραπάνω όρια εκφράζονται παίρνοντας κάποια μορφή. Μία από αυτές είναι και ο εθνικισμός.
Το ίδιο ανεδαφική φαίνεται και η χιλιόχρονη «ελληνοτουρκική» φιλία που ευαγγελίζονται οι υπερδυνάμεις και οι εκσυγχρονιστές. [ ] Η «εκσυγχρονιστική» άποψη λέει ότι τα ελληνοτουρκικά προβλήματα θα επιλυθούν όταν οι δύο πλευρές καταλάβουν ότι έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα. Αυτά τα συμφέροντα, όμως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είναι και τόσο εμφανή, αφού σε όλα τα πεδία φαίνεται να κυριαρχεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών.

Ακόμη φτωχότερη φαντάζει η άποψη ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές μπορούν να επιλυθούν με μέτρα που αφορούν στην ψυχολογική διάθεση των δύο λαών και την «καταπολέμηση του εθνικισμού», με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ή με την αλλοίωση της Ιστορίας, η οποία επιχειρείται σήμερα στα σχολικά βιβλία.

Τελευταία, αρχίζει να εξετάζεται σοβαρά από τους διεθνολόγους και ιστορικούς η άποψη ότι οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι κατά την αρχαιότητα, οι εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου, οι επιδρομές των Ούννων, Μογγόλων κ.ά, κατά τον Μεσαίωνα, η επέλαση των τουρκικών φύλων στη Μικρά Ασία και η σύγκρουση με τους Βυζαντινούς, οι Σταυροφορίες και οι ελληνοτουρκικές διαφορές των τελευταίων αιώνων, πρέπει να ενταχθούν στην ίδια διεργασία, που δεν είναι παρά η σύγκρουση Ασίας – Ευρώπης.
Όμως, ο «διεθνιστής» της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, προφανώς, δεν γνωρίζει ή δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς τους προβληματισμούς. Κατέχοντας την απόλυτη αλήθεια, αντλεί τις απόψεις του από την Ιδεολογία του και τις επιθυμίες του, υποκαθιστώντας όχι μόνο την Επιστήμη αλλά και τα συμπεράσματα που εξάγονται από την απλή παρατήρηση της ειδησεογραφίας. Μιλάει για «αδελφοσύνη των λαών», για τον «βρώμικο ρόλο του Κεφαλαίου», για «φασίστες εθνικιστές υπερπατριώτες» κ.ά. και αποδίδει την ένταση στο Αιγαίο στον ελληνικό εθνικισμό. Θεωρεί, επίσης, ότι, όπως παλαιότερα, έτσι και στην εποχή μας, ο ελληνικός εθνικισμός ουσιαστικά είναι μία υπόθεση της ακροδεξιάς και είναι αλληλεξαρτώμενος με το κεφάλαιο και τη μεγαλοαστική τάξη.

Πιστεύοντας όμως τα παραπάνω, ο διεθνιστής των Εξαρχείων έχει «χάσει μια σειρά από επεισόδια» που την τελευταία δεκαπενταετία έχουν ανατρέψει τον ιδεολογικό χάρτη της Αριστεράς, και έχει καταντήσει να επαναλαμβάνει μηχανικά ένα σωρό τσιτάτα και αξιώματα κενά πολιτικού περιεχομένου, τα οποία ήταν απότοκα άλλων εποχών και εντελώς διαφορετικών συνθηκών.

Από τότε πολλά έχουν αλλάξει:
• Ο «αντιεθνικισμός», ο «αντιρατσισμός», τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η έννοια της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας, τα τελευταία είκοσι χρόνια, αποτελούν την αιχμή του δόρατος του γενικότερου νεοφιλελεύθερου ρεύματος. Σε ιδεολογικό επίπεδο, μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα των ψυχολογικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ που διεξάγονται μέσω των επικοινωνιακών μηχανισμών τους. Οι έννοιες αυτές, όπως τις εννοεί σήμερα ο διεθνής παράγοντας, το εκσυγχρονιστικό ρεύμα στην Ελλάδα με τα παρακλάδια του, που ελέγχουν ιδεολογικά τον Χώρο (Κίνηση, Ιός κ.λπ.) είναι βαθύτατα και ακραία δεξιές, αντιδραστικές, και έχουν αυταρχικό και απολυταρχικό χαρακτήρα. Επιπλέον, βάζουν ταφόπλακα στις διεκδικήσεις και τα οράματα της σύνολης Αριστεράς, αλλά και της παραδοσιακής Δεξιάς.
• Το Κεφάλαιο (διεθνές, ελληνικό ή τουρκικό), στην παρούσα ιστορική φάση, δεν επιθυμεί μία σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας. Αντίθετα, επιδιώκει να διεθνοποιηθεί, και γι’ αυτό έχει στηρίξει στο έπακρο την «ελληνοτουρκική φιλία», που, στην Ελλάδα, μετά τη σύλληψη Οτσαλάν και τη διπλωματία των σεισμών το 1999, έχει αναχθεί σε κρατική ιδεολογία. Τελευταίο παράδειγμα είναι η σκανδαλώδης εξαγορά της τουρκικής τράπεζας Finans Bank από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας.
• Ο αμερικανικός παράγοντας προσπαθεί για τον ίδιο λόγο να επιβάλει αυτές τις απόψεις και, αυτή την εποχή, ελέγχει ίσως όσο ποτέ άλλοτε τον δημόσιο βίο στην Ελλάδα.
Όμως, ο «διεθνιστής» των Εξαρχείων ζει στον δικό του κόσμο: Θεωρεί μεγαλοψυχία, ανωτερότητα χαρακτήρα, ευρύτητα πνεύματος και «πολιτισμό», να υποστηρίζει απόψεις του τύπου «και ο ελληνικός στρατός έχει διαπράξει σφαγές», ότι υπάρχει «μακεδονικό έθνος», ότι «το Αιγαίο ανήκει και στους δύο λαούς» ή ότι η εγκληματικότητα των Αλβανών είναι δημιούργημα των ελληνικών ΜΜΕ.

Και επειδή από τη φύση του είναι εξτρεμιστής, ο Εξαρχειώτης προχωράει σε όλο και πιο ακραίες και ευφάνταστες απόψεις επί παντός επιστητού: «Το Κυπριακό δημιουργήθηκε μετά από τις σφαγές Τουρκοκυπρίων από Έλληνες», «οι Βορειοηπειρώτες είναι Αλβανοί», «το ΡΚΚ δεν κάνει επανάσταση αλλά είναι εγκληματική οργάνωση, δημιούργημα της ΚΥΠ και της ελληνικής ακροδεξιάς», «δεν υπάρχουν Έλληνες, είμαστε όλοι απόγονοι Σλάβων και Αλβανών», «οι Τσάμηδες έχουν δίκιο», «το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνικό», «οι λαοί ζούσαν αρμονικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ώσπου τους φανάτισε ο εθνικισμός και ξέσπασε πόλεμος». Πιστεύει ότι, μέσω της δυσφήμησης της έννοιας του «έθνους» και όλων των παραγώγων της, εξυπηρετείται και το δικό του αντιεθνικιστικό και αντιρατσιστικό όραμα.

Αυτή η ψυχολογική διάθεση του «Εξαρχειώτη» ενισχύεται από την αντιπαράθεσή του με τους διωκτικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, τους οποίους η εξαρτημένη λογική του ταυτίζει με το γενικότερο σύνολο που λέγεται «Ελλάδα». Αυτό το σύνολο το προεκτείνει σε ένα φανταστικό ευρύτερο υπερ-σύνολο «Ελλάδα, έθνος, εθνικισμός, κράτος, Δεξιά, Ακροδεξιά, εξουσία, αυταρχισμός, αστυνομία κ.λπ.», το οποίο φυσικά μισεί. Έτσι, θεωρεί πράξη τόλμης, γενναιότητας και επαναστατικότητας, π.χ., το να κάψει την ελληνική σημαία ή να επαναλαμβάνει οποιαδήποτε ανθελληνική θέση, αληθινή ή ψεύτικη, αδιαφορώντας αν αυτή προέρχεται από οργανωμένα κέντρα προπαγάνδας που έχουν λόγους να αντιτίθενται στο ελληνικό Κράτος.

Πολλοί, προσπαθώντας να θεωρητικοποιήσουν τις αδυναμίες της ιδεολογίας τους, φτάνουν να υποστηρίζουν στα σοβαρά ότι, π.χ., δεν τους ενδιαφέρει αν οι υπερχρεωμένοι πολίτες έχουν καταντήσει όμηροι των τραπεζών: «Καλά να πάθουν, αφού θέλουν λεφτά για να καταναλώνουν. Ας πρόσεχαν». Αυτή είναι η απάντηση στο τερατώδες πρόβλημα της ασυδοσίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Ο διεθνιστής των Εξαρχείων, όπως και μεγάλο τμήμα της σκεπτόμενης Αριστεράς, πέφτει σε μια κλασική παγίδα: αδιαφορεί αν ορισμένες από τις (ευγενείς κατά τα άλλα) ιδέες του έχουν γίνει ιδεολογία των δυνάμεων της Παγκοσμιοποίησης. Πιστεύει ότι αυτή η σύμπτωση απόψεων «συμφέρει πολιτικά», αφού «αν δεν είναι δυνατό να διορθωθούν όλα σε αυτό τον κόσμο, τουλάχιστον ας διορθωθούν μερικά. Στο κάτω-κάτω, εμείς θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο». Το λάθος του όμως είναι τραγικό.
Εδώ ισχύει το παλαιό τσιτάτο του Μάο τσε Τούνγκ, ότι, «όταν ο εχθρός σταματήσει να μας πολεμάει, πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε». Και εδώ ο εχθρός φαίνεται να συμφωνεί με τουλάχιστον το 50%-60% των ιδεολογικών μας θέσεων…

Το Λάθος
–Όταν οι γκουρού του Νεοφιλελευθερισμού μιλάνε για «λιγότερο κράτος», εννοούν την ασυδοσία του Κεφαλαίου, εννοούν την κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών κεκτημένων, προς όφελος του Κεφαλαίου. Δεν εννοούν περισσότερη ελευθερία…
–Όταν οι Νεοφιλελεύθεροι-εκσυγχρονιστές λένε «πολυπολιτισμός», εννοούν μία κοινωνία διασπασμένη σε μικρές αντιμαχόμενες ομάδες με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, για να ελέγχεται ευκολότερα.
–Όταν λένε «αντιρατσισμός», δεν εννοούν μια κοινωνία δικαίου, όπου η καταγωγή και το χρώμα δεν θα είναι παράγοντας διακρίσεων και υποβιβασμού, αλλά εννοούν την επιβολή, ακόμη και διά της βίας, της λαϊκής ανοχής σε εισαγωγή ξένων πληθυσμών με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους, την άλωση της εργασιακής αγοράς, τη διάσπαση του κοινωνικού ιστού και την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
–Όταν οι Νεοφιλελεύθεροι λένε «αντιεθνικισμός», δεν εννοούν έναν κόσμο χωρίς σύνορα όπου οι λαοί θα ζουν ειρηνικά, αλλά εννοούν τη διάλυση της συνοχής μιας χώρας και επομένως την καταστροφή της ικανότητας να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις.
–Όταν μιλάνε για «αυτοδιαχειριζόμενες κοινωνίες» και «κοινωνίες των πολιτών», εννοούν την αποποίηση της όποιας κοινωνικής ευθύνης των επιχειρηματιών, οι οποίοι επιβάλλουν μια νέα πραγματικότητα: «Βγάλτα πέρα μόνος σου. Αυτοοργανώσου. Μην βασίζεσται σε μηχανισμούς που χρηματοδοτούνται από φόρους που πληρώνουμε εμείς». Δεν πρόκειται, δηλαδή, για το αντιεξουσιαστικό όραμα μίας κοινωνίας «ώριμων και ανεξάρτητων» πολιτών, αλλά για την εγκατάλειψη ενός ακρωτηριασμένου και ευνουχισμένου πολίτη.

Αυτός, όμως, είναι ο κόσμος που οραματίζονται οι Αναρχικοί, οι Αντιεξουσιαστές και οι παντός είδους Αριστεριστές;

Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος
Όλα δείχνουν ότι ο κόσμος που έρχεται δεν θα έχει καμία σχέση με τα οράματα της Αριστεράς:
• Θα είναι ένας κόσμος βαθύτατα ταξικός, μια κοινωνία δύο και τριών ταχυτήτων, όπου η ανισοκατανομή του πλούτου θα είναι τεράστια. Η ιδιωτικοποίηση της Παιδείας θα κάνει το χάσμα μεγαλύτερο, αφού οι φτωχοί θα έχουν δυσκολότερη πρόσβαση στη γνώση.
• Θα είναι ένας κόσμος απολυταρχικός σε ό,τι αφορά στις κυρίαρχες ιδεολογίες. Με τις γνώσεις που παρέχουν οι εξελιγμένες πλέον επιστήμες της Ανθρωπολογίας, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας κ.λπ., θα επιδιωχθεί ο απόλυτος έλεγχος της συνείδησης των πολιτών. Μέσω της πρωτοφανούς εξάπλωσης της τεχνολογίας των ΜΜΕ, ο ιδεολογικοπολιτικός κατευνασμός θα είναι το βασικό εργαλείο των «παγκόσμιων» εξουσιαστών. Όπου ο κατευνασμός δεν λειτουργήσει, θα αναλαμβάνει δράση ο αυταρχισμός και η καταστολή.
• Τους συρρικνωμένους εθνικοκρατικούς μηχανισμούς θα τους αντικαθιστούν σταδιακά άλλα πολιτικο-οικονομικά μορφώματα, με βάση όχι οπωσδήποτε εθνολογική ή γεωγραφική, αλλά κυρίως οικονομική, ή θρησκοπολιτική, δηλαδή εταιρείες, τραστ, αιρέσεις, παραθρησκείες κ.λπ.
• Οι εργαζόμενοι θα μετατραπούν σε ένα είδος «εργασιακού νομάδα», και θα εργάζονται όταν και όπου έχει ανάγκες η Παραγωγή.
• Οι δημοκρατικές ή ελευθεριακές ιδέες σε αυτό τον κόσμο θα είναι όχι μόνο άχρηστες αλλά και επικίνδυνες.

Σε όλα αυτά, άθελά του, θα έχει συνεργήσει και ο «διεθνιστής» που προαναφέραμε. «Δεν με ενδιαφέρουν αυτά», θα μπορούσε να απαντήσει. «Ακόμη και όλα να γίνουν όπως τα λες, εμείς θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στον αντιεθνικισμό και στον αντιρατσισμό, γιατί αυτό θεωρούμε σωστό, αυτή είναι η ιδεολογία μας. Εμείς θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο και θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για τις ιδέες μας και στον κόσμο που περιγράφεις. Δηλαδή τι πρέπει να κάνω; Να συμμαχήσω με τη Χρυσή Αυγή;». Καμία αντίρρηση. Φυσικά και δεν μπορείς να αλλάξεις την ιδεολογία σου επειδή μοιάζει σε ορισμένα σημεία με αντίπαλες ιδεολογίες. Όμως, για όσους γνωρίζουν, πρέπει να υπενθυμίσουμε τη θεωρία «του χρήσιμου ηλίθιου», ενός ρόλου που συχνά έχει παίξει η Αριστερά, ακόμη και πρόσφατα, κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Απλώς υποστηρίζεις αυτά που «πιστεύεις», εθελοτυφλώντας ήσυχος με τη συνείδησή σου, όμως τελικά θα προκύψει κάτι εντελώς διαφορετικό: ό,τι πιο αυταρχικό, ολοκληρωτικό και αντιανθρώπινο έχει παραγάγει ποτέ η ανθρωπότητα.

Αυτές τις πλάνες ο Εξαρχειώτης τις υποστηρίζει με τέτοιο φανατισμό, που είναι βέβαιος ότι ο κύριος εχθρός του είναι όποιος υποστηρίζει τα αντίθετα.
Τον «Μαγικό Αυλό» που οδήγησε τον «Χώρο» σε αυτό το κατάντημα τον έπαιξαν γνωστές δημοσιογραφικές γραφίδες και πολιτικοί κύκλοι. Αλήθεια, πότε οι ομάδες και τα πρόσωπα που διαμορφώνουν γνώμη, όπως ο «Ιός της Ελευθεροτυπίας», η Κίνηση για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα κ.ά., ασχολήθηκαν με την ίδια εμμονή π.χ. με τα πολιτικά αίτια της φτώχειας, με τις συντεχνίες και τα καρτέλ που ελέγχουν την κοινωνία και τους πολιτικούς, ή τη διαπλοκή Τύπου – επιχειρηματιών και πολιτικών που καταταλανίζει την ζωή όλων μας; Πότε ασχολήθηκαν συστηματικά και επίμονα με την αποικιοκρατικού τύπου επιρροή του διεθνούς παράγοντα και των Αμερικανών στα εσωτερικά της χώρας και της κοινωνίας μας; Η απάντηση είναι σαφής: ποτέ. Οι όποιες προσπάθειες να ασχοληθούν με εργασιακά και άλλα κοινωνικά ζητήματα πείθουν μάλλον για το δίκαιο των λεγομένων μου, αφού πρόκειται για εγχειρήματα τυπικά, με προφανή πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι…

Οι κύκλοι αυτοί αύξησαν γεωμετρικά την ιδεολογική επιρροή τους στον «Χώρο» μετά την ενασχόλησή τους με τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ή καταδικασθέντων για αδικήματα πολιτικής βίας ή με τη δραστηριότητά τους σε περιπτώσεις συλληφθέντων σε επεισόδια κ.λπ. Αυτές ήταν και οι τελευταίες νότες του «Μαγικού Αυλού». Με τρόπο μαγικό και υπνωτικό, ο «Διεθνιστής» Εξαρχειώτης έχει πεισθεί ότι ο «Ιός της Ελευθεροτυπίας», η Κίνηση, το Δίκτυο κ.λπ., στηρίζουν τα δικά του ενδιαφέροντα και τους εντάσσει στις ευρύτερα «δικές του» δυνάμεις.
Για μία ακόμη φορά, ο «Χώρος» έχει θεωρήσει σημαντικότερες τις ιδεολογικές θέσεις του από τη σωστή ερμηνεία της διεθνούς και ελληνικής πραγματικότητας.

Στο σημείο αυτό είμαι υποχρεωμένος να υπογραμμίσω ορισμένα πράγματα:
• αυτή η κατάσταση δεν ισχύει για το σύνολο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ζωντανό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί μεταξύ άλλων και το περιοδικό Άρδην, που φιλοξενεί αυτές τις σκέψεις μας.
• Υπάρχουν και ορισμένα σκεπτόμενα άτομα που υποστηρίζουν τις διαδικασίες της Παγκοσμιοποίησης, διαφοροποιούμενοι από το τελικό αποτέλεσμα, μια στάση που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένου σκεπτικού, το οποίο σεβόμαστε. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ανήκουν στις κατηγορίες της «ξεπουλημένης» ή «ξεγελασμένης» Αριστεράς.
• Ο «Χώρος» ποτέ δεν είχε επικεντρώσει σε εργασιακά ή άλλα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Κύρια θεματολογία του ήταν πάντα η καταστολή, η εξουσία, ο αγώνας εναντίον της Ακροδεξιάς κ.λπ.

Η κατάσταση αυτή, όμως, έχει θέσει τον «Χώρο» σε «πολιτικό ψυγείο». Τον έχει μεταβάλει σε «χρήσιμο ηλίθιο» του νεοφιλελεύθερου-εκσυγχρονισμού, και του έχει στερήσει τη σπάνια ευκαιρία, με το μοναδικό επικοινωνιακό οπλοστάσιο που διαθέτει, να παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο στην κρισιμότερη καμπή της Ιστορίας του τελευταίου αιώνα.


ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ