Αυτές τις μέρες οι ΗΠΑ σαρώνονται από ένα κύμα ακτιβιστικής πολιτικής ορθότητας που πλέον έχει μεταβάλει σε στόχο του τα αγάλματα του Τζέφερσον και των υπόλοιπων «πατέρων» του αμερικάνικου έθνους. Η τάση αυτή έχει οπαδούς και στην Ελλάδα –«αμερικανάκια» αυτού του τύπου βανδάλισαν πρόσφατα με συνθήματα το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, του Καποδίστρια και του Χρυσοστόμου Μητροπολίτη Σμύρνης, καθώς και πολλά άλλα.
Άρα ο ολοκληρωτισμός που διακατέχει την πολιτική ορθότητα, δεν είναι κάτι το εξωτικό που αφορά μόνο στην αμερικάνικη ή την αγγλική κοινωνία αλλά Γείναι κάτι που πολύ γρήγορα θα χτυπήσει και την δική μας πόρτα, καθώς θα έρθει να συναντήσει τον εγχώριο εθνομηδενισμό παράγοντας ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα.
Για την ερμηνεία των πνευματικών αλλά και ψυχολογικών γνωρισμάτων αυτού του κύματος, αναδημοσιεύσουμε ένα εκτεταμένο κείμενο των Γκρέγκ Λουκιάνοφ και Τζόναθαν Χάιτ, που δημοσιοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στο περιοδικό The Atlantic, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το κύμα λογοκρισίας που έχει εξαπολύσει το κίνημα της πολιτικής ορθότητας στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Βλέποντας την έκταση και τα χαρακτηριστικά του, οι συγγραφείς του άρθρου, που μετέπειτα εξελίχθηκε σε βιβλίο, υποστηρίζουν πως αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα, το κύμα αυτό απειλεί να καταβυθίσει την αμερικάνικη τριτοβάθμια εκπαίδευση.
«Α»
Των Γκρέκ Λουκιάνοφ (Greg Lukianoff) και Τζόναθαν Χάιτ (Jonathan Haidt)1
Κάτι περίεργο συμβαίνει στα κολέγια και τα πανεπιστήμια της Αμερικής. Ένα κίνημα αναδύεται, ακαθοδήγητο, αποτελούμενο κυρίως από φοιτητές, που αξιώνουν να αποστειρώσουν τις πανεπιστημιουπόλεις από λέξεις, ιδέες, και αντικείμενα που μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία, ή να θεωρηθούν προσβλητικά. Τον προηγούμενο Δεκέμβριο, η Τζίνι Σουκ (Jeannie Suk) έγραψε ένα άρθρο για την ιστοσελίδα του Νίου Γιόρκερ (New Yorker), σχετικά με τους φοιτητές της, που ζητούσαν από τους συναδέλφους της να μη διδάξουν τη νομολογία περί βιασμών –ακόμα και, στην περίπτωση ενός από αυτούς, να μην χρησιμοποιούν καν τη λέξη παραβιάζω (όπως στο παραβιάζω το νόμο), επειδή τους προκαλεί δυσφορία. Τον Φεβρουάριο, η Λόρα Κίπνις (Laura Kipnis), καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν (Northwestern University), έγραψε ένα δοκίμιο στα Χρονικά της Ανώτατης Εκπαίδευσης (The Chronicle of Higher Education) περιγράφοντας την πολιτική σεξουαλικής παράνοιας που κυριαρχεί στις πανεπιστημιουπόλεις –με βάση το οποίο διατάχθηκε δικαστική έρευνα, καθώς φοιτητές που θεώρησαν ότι προσβάλλονται από το άρθρο, καθώς και από ένα δημοσίευμα στον προσωπικό της λογαριασμό στο τουΐτερ, την κατήγγειλαν βάσει του νόμου Title IX.2 Τον Ιούνιο, ένας καθηγητής που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του, έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό Βοξ (Vox), εξηγώντας με πόση προσοχή είναι αναγκασμένος πλέον να διδάσκει. «Είμαι φιλελεύθερος καθηγητής, και οι φιλελεύθεροι φοιτητές μου με τρομάζουν», έγραφε το άρθρο στην επικεφαλίδα του. Μια σειρά δημοφιλών κωμικών, μεταξύ των οποίων και ο Κρις Ροκ (Chris Rock), σταμάτησαν να δίνουν παραστάσεις στις πανεπιστημιουπόλεις. Οι Τζέρι Σέινφιλντ (Jerry Seinfield) και Μπίλ Μάχερ (Bill Maher) καταδίκασαν δημοσίως την υπερευαισθησία των φοιτητών, λέγοντας ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπορούν να ανεχτούν το παραμικρό αστείο.
Δυο όροι έχουν αναδυθεί από την αφάνεια και κυριαρχούν στον καθημερινό λόγο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οι μικροεπιθετικότητες περιγράφουν μικρές ενέργειες ή συγκεκριμένες χρήσεις του λόγου, που εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται ότι είναι κακόβουλες, αλλά θεωρείται εντούτοις ότι ασκούν ενός είδους βία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες ορισμένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, το να ρωτήσει κανείς κάποιον Αμερικάνο Λατίνο ή Ασιάτη πού γεννήθηκε, συνιστά μικροεπιθετικότητα, επειδή η ερώτηση αυτή υπονοεί ότι εκείνος ή εκείνη που δέχεται την ερώτηση δεν είναι πραγματικός Αμερικάνος. Οι προειδοποιήσεις περιεχομένου, είναι ανακοινώσεις που είναι υποχρεωμένοι οι καθηγητές να απευθύνουν δημοσίως, εάν νομίζουν ότι κάτι στο μάθημά τους δύναται να προκαλέσει έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις. Για παράδειγμα, κάποιοι φοιτητές απαίτησαν να υπάρξουν τέτοιες προειδοποιήσεις περιεχομένου για τη νουβέλα Τα Πάντα Γίνονται Κομμάτια του Τσινούα Ατσέμπε (Chinua Achebe),3 ότι περιγράφει περιστατικά φυλετικής βίας, όπως και για τον Υπέροχο Γκάτσμπι του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ (F. Scott Fitzgerald), για μισογυνισμό και ψυχολογική βία, έτσι ώστε φοιτητές που έχουν βιώσει τον ρατσισμό και τη βία στο σπίτι, να μπορούν να παρακάμψουν τα έργα αυτά, μιας και θεωρήθηκε ότι μπορούν να ‘πυροδοτήσουν’ την αναβίωση τραυμάτων του παρελθόντος.
Μερικά άλλα πρόσφατα περιστατικά κινούνται στα όρια του σουρεαλισμού. Τον Απρίλιο του 2015, στο Πανεπιστήμιο του Μπραντάις, μια ένωση Ασιατών Αμερικανών φοιτητών προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει το φοιτητικό κοινό σχετικά με τα περιστατικά μικρο-επιθετικότητας, εγκαθιστώντας μια εικαστική παρέμβαση στις σκάλες ενός αμφιθεάτρου. Η παρέμβαση έδινε μερικά παραδείγματα μικροεπιθετικότητας όπως «Δεν υποτίθεται ότι είστε καλοί στα μαθηματικά;» ή «Έχω αχρωματοψία! Δεν διακρίνω το χρώμα των ανθρώπων». Ωστόσο, κάποιοι άλλοι Ασιάτες Αμερικάνοι φοιτητές αντέδρασαν θεωρώντας ότι η ίδια η παρέμβαση εκφράζει μικροεπιθετικότητα. Η Ένωση την αφαίρεσε, και ο πρόεδρός της έγραψε ένα απολογητικό ηλεκτρονικό μήνυμα σε όλη τη φοιτητική κοινότητα ζητώντας συγνώμη προς οποιονδήποτε «προσβλήθηκε από το περιεχόμενο αυτής της μικροεπιθετικότητας».
Αυτό το νέο κλίμα σταδιακά θεσμοποιείται, και επηρεάζει ακόμα και αυτά που λέγονται μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας απλής συζήτησης. Κατά την εκπαιδευτική περίοδο 2014-2015, για παράδειγμα, στο πλαίσιο ενός ενημερωτικού σεμιναρίου εκτέθηκαν δέκα περιπτώσεις κοσμητόρων και προέδρων τμημάτων της Καλιφόρνια ως παραδείγματα μικροεπιθετικότητας προς αποφυγή. Μεταξύ άλλων στη λίστα των επιθετικών δηλώσεων περιλαμβάνονταν και φράσεις όπως «η Αμερική είναι η γη των ευκαιριών», και «πιστεύω ότι την θέση πρέπει να την παίρνει πάντοτε εκείνος που έχει τα καλύτερα προσόντα».
Τα ΜΜΕ αντιμετώπιζαν συνήθως αυτά τα περιστατικά ως μια τυπική αναβίωση της πολιτικής ορθότητας, κάτι που είναι εν μέρει σωστό. Ωστόσο παρόλο που υπάρχουν σημαντικές διαφορές με αυτό που συμβαίνει σήμερα, και ό,τι συνέβαινε κατά τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Το κίνημα εκείνο προσπάθησε τότε να θέσει όρια στο λόγο (και ιδίως στη ρητορική μίσους, που στόχευε σε περιθωριοποιημένες ομάδες), αλλά επίσης προκάλεσε τον λογοτεχνικό, φιλοσοφικό, και ιστορικό κανόνα αποζητώντας να τον διευρύνει με την ενσωμάτωση οπτικών διαφορετικότητας. Το παρόν κίνημα, έχει περισσότερο να κάνει με τη συναισθηματική τάξη. Θεωρεί, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το παλιό κίνημα ότι ο συλλογικός ψυχισμός είναι κάτι το εύθραυστο, και σε αυτή τη βάση επιδιώκει να προφυλάξει ψυχικά τους φοιτητές. Ο απώτατος σκοπός του, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι να μεταβάλει τα πανεπιστημιακά ιδρύματα σε «ασφαλείς χώρους», όπου νέοι ανήλικοι προφυλάσσονται από λέξεις και ιδέες που θα μπορούσαν να κάνουν κάποιους από αυτούς να νοιώσουν άσχημα. Και πολύ περισσότερο από τότε, το κίνημα αυτό επιδιώκει να τιμωρήσει οποιονδήποτε στέκεται εμπόδιο σε αυτόν τον σκοπό, ακόμα και αν το κάνει ακούσια. Μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτήν την παρόρμηση ως προστατευτική τιμωρητικότητα. Αυτή, δημιουργεί μια κουλτούρα σύμφωνα με την οποία, ο οποιοσδήποτε καλείται να σκεφτεί δυο και τρεις φορές πριν πει κάτι, αν δε θέλει να αντιμετωπίσει κατηγορίες για απάθεια, επιθετικότητα ή ακόμα και για χειρότερα πράγματα.
Μελετάμε4 αυτές τις εξελίξεις εδώ και κάποιο καιρό, με ολοένα και εντονότερη ανησυχία. Οι κίνδυνοι τους οποίους αντιπροσωπεύουν οι τάσεις αυτές στην ποιότητα των αμερικανικών πανεπιστημίων είναι σοβαροί, και θα μπορούσαμε να γράψουμε ολόκληρο δοκίμιο για αυτούς. Αλλά στο πλαίσιο αυτού του δοκιμίου καταπιανόμαστε με ένα διαφορετικό ζήτημα: Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της νέας προστατευτικότητας για τους ίδιους τους φοιτητές; Λειτουργεί προς όφελος των ανθρώπων που επιδιώκει να βοηθήσει; Τι ακριβώς μαθαίνουν οι φοιτητές όταν περνούν τέσσερα ή παραπάνω χρόνια σε μια κοινότητα που αστυνομεύει ακούσια πταίσματα, τοποθετεί προειδοποιητικές ταμπέλες πάνω σε έργα κλασικής λογοτεχνίας, και αποπειράται με πολλούς άλλους τρόπους να επιβάλει την εντύπωση ότι τα λόγια μπορούν να αποτελέσουν μορφή βίας, η οποία με τη σειρά της απαιτεί αυστηρό έλεγχο από τις πανεπιστημιακές αρχές, που καλούνται να δράσουν ταυτόχρονα ως προστάτες και διώκτες;
Υπάρχει ένα ρητό, γνωστό στους ακαδημαϊκούς χώρους: Μη διδάσκετε στους φοιτητές τι πρέπει να σκέφτονται, αλλά πως πρέπει να σκέφτονται. Αυτή η ιδέα έλκει την καταγωγή της από τον Σωκράτη. Σήμερα, αυτό που ονομάζουμε σωκρατική μέθοδος, είναι μια μέθοδος διδασκαλίας που εκμαιεύει την κριτική σκέψη, ενθαρρύνοντας εν μέρει τους φοιτητές να αμφισβητήσουν τις δικές τους άκριτες πεποιθήσεις, καθώς και τις γνώσεις που λαμβάνουν από το περιβάλλον τους. Αυτή η αμφισβήτηση καμιά φορά οδηγεί στη δυσανεξία, ίσως και στον θυμό, που παρεμβάλλονται στον δρόμο προς τη γνώση.
Αλλά η προστατευτική τιμωρητικότητα διδάσκει στους φοιτητές να σκέφτονται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τους προετοιμάζει ανεπαρκώς για τον επαγγελματικό τους βίο, ο οποίος πολύ συχνά απαιτεί τη συσχέτιση με ανθρώπους και ιδέες που θα μπορούσε κανείς να θεωρεί ανάρμοστες ή λανθασμένες. Ωστόσο, το κακό μπορεί να εκδηλωθεί και πιο άμεσα. Μια κουλτούρα πανεπιστημιακής κοινότητας που αφοσιώνεται στην αστυνόμευση του λόγου και στην τιμωρία όσων τον εκφέρουν είναι πιθανόν να κληροδοτήσει στους φοιτητές πρότυπα σκέψης παρόμοια με εκείνα που εδώ και καιρό η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχολογία έχει προσδιορίσει ως παράγοντες άγχους και κατάθλιψης. Η νέα προστατευτικότητα είναι πιθανόν να διδάσκει τους φοιτητές να σκέφτονται παθολογικά.
Πως φτάσαμε μέχρι εδώ;
Είναι δύσκολο να ξέρουμε ακριβώς το γιατί αυτή η μορφή τιμωρητικής προστατευτικότητας εκδηλώθηκε τόσο έντονα τα τελευταία χρόνια. Το φαινόμενο μπορεί να σχετίζεται με πρόσφατες αλλαγές στην ερμηνεία των ομοσπονδιακών νόμων καταπολέμησης των διακρίσεων (περισσότερα γι’ αυτό στη συνέχεια). Αλλά η απάντηση εμπλέκει μέσα της και διαγενεακούς μετασχηματισμούς. Η ίδια η έννοια της παιδικής ηλικίας έχει αλλάξει πολύ στο πλαίσιο της τελευταίας γενιάς. Πολλοί μπέιμπυ μπούμερς, αλλά και άλλοι της γενιάς Χ θυμούνται να τριγυρνούν τις πόλεις που γεννήθηκαν με τα ποδήλατα, από τα οκτώ ή εννιά τους χρόνια, δίχως καμία επιτήρηση από τους ενήλικες. Μετά το σχολείο, τα παιδιά έπαιζαν μόνα τους αποκτώντας μικρές γρατζουνιές και μαθαίνοντας από αυτές τους τις εμπειρίες. Αλλά αυτή η ανέμελη εκδοχή της παιδικής ηλικίας άρχισε να φθίνει μέσα στη δεκαετία του 1980. Η έκρηξη της εγκληματικότητας από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 μέχρι τις αρχές του ‘90, έκανε τους μπέιμπυ μπούμερς γονείς να γίνονται σταδιακά πολύ πιο προστατευτικοί από τους δικούς τους γονείς. Οι ιστορίες για απαγωγές παιδιών κυκλοφορούσαν συχνότερα στις ειδήσεις, και το 1984, οι φωτογραφίες των αναζητήσεών τους άρχισαν να εμφανίζονται στις συσκευασίες του γάλακτος. Το αποτέλεσμα ήταν οι γονείς να σφίξουν τα χαλινάρια και να ασχολούνται περισσότερο με την ασφάλεια των παιδιών τους.
Η μέριμνα για ασφάλεια επεκτάθηκε και στο σχολείο. Οι επικίνδυνες εγκαταστάσεις αφαιρέθηκαν από τις παιδικές χαρές, και το ίδιο συνέβη με το φυστικοβούτυρο στα σχολικά γεύματα. Μετά το μακελειό στο λύκειο του Κόλουμπάιν στο Κολοράντο, πολλά σχολεία σκλήρυναν τη στάση τους απέναντι στο μπούλινγκ, καθιερώνοντας πολιτικές ‘μηδενικής ανοχής’. Με διάφορους τρόπους, τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά τα μέσα του 1980, οι ‘μιλένιαλς’, έλαβαν ένα πολύ ξεκάθαρο μήνυμα από τους ενήλικες: Η ζωή είναι επικίνδυνη, αλλά οι μεγάλοι θα κάνουν οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους για να μην πάθουν κακό τα παιδιά, προστατεύοντάς τα όχι μόνο από τους αγνώστους αλλά και από τα άλλα παιδιά.
Αυτά τα ίδια τα παιδιά μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα περιβάλλον ολοένα και αυξανόμενης πολιτικής πόλωσης. Οι ρεπουμπλικάνοι και οι δημοκρατικοί ποτέ δε συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά στατιστικές έρευνες που πηγαίνουν πίσω ίσαμε τη δεκαετία του 1970, δείχνουν ότι τότε, κατά μέσο όρο, η αμοιβαία τους αντιπάθεια ήταν πολύ πιο ήπια. Τα αμοιβαία αρνητικά συναισθήματα, κλιμακώνονται διαρκώς, ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν αυτήν τη διαδικασία «συγκινησιακή κομματική πόλωση» και αντιπροσωπεύει ένα πολύ σημαντικό κίνδυνο για οποιαδήποτε δημοκρατία. Καθώς η μια πλευρά τείνει να δαιμονοποιεί την άλλη, οποιοσδήποτε συμβιβασμός καθίσταται αδύνατος. Μια πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η άρρητη ή η ασυνείδητη μεροληψία μεταξύ των κομμάτων είναι πλέον εξίσου ισχυρή όσο και η φυλετική μεροληψία.
Έτσι, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το γιατί οι νέοι φοιτητές που μπαίνουν σήμερα στο πανεπιστήμιο έχουν μεγαλύτερη επιθυμία για προστασία, και είναι πιο εχθρικοί απέναντι στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους απ’ ό,τι υπήρξαν οι παλαιότερες γενιές. Αυτή η εχθρότητα, και η αυτο-δικαίωση που πηγάζει από συναισθήματα έντονης στράτευσης, αναμένεται να προσθέσει ακόμα περισσότερη δύναμη σε αυτήν την ηθική εκστρατεία. Μια από τις αρχές της ψυχολογίας της ηθικής είναι ότι «η ηθική συνέχει και τυφλώνει». Μέρος εκείνου που κάνουμε όταν εκφράζουμε ηθικές κρίσεις είναι και να εκδηλώνουμε την αφοσίωσή μας σε κάποια ομάδα. Αλλά αυτό μπορεί να παρεμβληθεί στην κριτική μας σκέψη. Το να αναγνωρίσει κανείς ότι και η οπτική της άλλης πλευράς έχει κάποια αξία είναι επικίνδυνο -γιατί τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σου μπορεί να σε δουν ως προδότη.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάνουν πολύ πιο εύκολη τη συμμετοχή σε τέτοιες σταυροφορίες, το να εκφράσει κανείς την αλληλεγγύη ή τον αποτροπιασμό του για κάτι, ή να αφορίσει όσους θεωρεί ‘προδότες’. Το Facebook ιδρύθηκε το 2004, και μέχρι το 2006 επέτρεπε την πρόσβαση ακόμα και σε 13 χρονών παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο κύμα των φοιτητών που πέρασαν όλη την παιδική τους ηλικία χρησιμοποιώντας το Facebook, μπήκαν στο πανεπιστήμιο το 2011, και αποφοίτησαν από αυτό το 2015.
Αυτοί οι πρώτοι ‘ιθαγενείς των μέσων κοινωνικών δικτύωσης’ εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες γενιές στο πως μοιράζονται τις ηθικές κρίσεις και υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον σε ηθικές σταυροφορίες και συγκρούσεις. Πολλές φορές τείνουμε να εστιάζουμε στη θετική πλευρά αυτών των τάσεων· σήμερα, οι νέοι είναι περισσότερο διασυνδεδεμένοι μεταξύ τους, έχουν καλύτερη πληροφόρηση, και αποκτούν περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες από την εποχή που η κυρίαρχη τεχνολογία επικοινωνίας ήταν η τηλεόραση. Αλλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν επίσης ανατρέψει την ισορροπία ισχύος μεταξύ των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού· οι τελευταίοι ολοένα και περισσότερο φοβούνται ότι οι φοιτητές μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταδιοδρομία και την υπόληψή τους στρέφοντας τους διαδικτυακούς όχλους εναντίον τους.
Δεν έχουμε την πρόθεση να συνάγουμε ευθείες συσχετίσεις με τα προηγούμενα, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες τα επίπεδα των ψυχικών διαταραχών σε νεαρούς ενήλικες αυξάνονται συνεχώς, τόσο εντός όσο κι εκτός των πανεπιστημίων. Σίγουρα, ένα μέρος της αύξησης οφείλεται στην αποτελεσματικότερη διάγνωση και τη μεγαλύτερη διάθεση που εκδηλώνεται στο να προστρέξει κανείς σε βοήθεια, αλλά οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι η τάση αυτή είναι πραγματική. Σε μια έρευνα της Αμερικάνικης Ένωσης Συμβουλευτικής των Πανεπιστημίων του 2013, αναφέρει ότι σχεδόν όλοι οι επόπτες ψυχικής υγείας υποστήριξαν ότι ο αριθμός εκείνων που φοιτούν με έντονες ψυχολογικές διαταραχές αυξάνεται, στα ιδρύματά τους. Το ποσοστό της ψυχολογικής δυσανεξίας που ανέφεραν οι ίδιοι οι φοιτητές, είναι εξίσου υψηλό, και επίσης αυξάνει. Σε μια έρευνα που διεξήγαγε η Αμερικανική Ένωση για την Πανεπιστημιακή Περίθαλψη το 2014, το 54% των ερωτώμενων δήλωσε ότι αισθάνθηκαν «έντονες αγχώδεις διαταραχές» μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ πριν πέντε χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 49%. Οι σπουδαστές φαίνεται πως αναφέρουν περισσότερες συναισθηματικές κρίσεις· πολλοί δείχνουν εύθραυστοι, και το γεγονός αυτό έχει σίγουρα μεταβάλει τον τρόπο που τους βλέπει το διδακτικό προσωπικό και οι αρχές του πανεπιστημίου. Το ζήτημα είναι αν οι αλλαγές τις οποίες πραγματευόμαστε έρχονται να κάνουν τα πράγματα χειρότερα, αντί καλύτερα.
Η θεραπεία του σκέπτεσθαι
Επί χιλιετίες, οι φιλόσοφοι είχαν κατανοήσει ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει τη ζωή έτσι όπως πραγματικά είναι· ότι βλέπουμε μια εκδοχή της που παραμορφώνεται απ’ τις ελπίδες, τους φόβους και τα άλλα συναισθήματά μας. Ο Βούδας είπε «η ζωή μας είναι δημιούργημα του νου». Και ο Μάρκος Αυρήλιος «Η ίδια η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από εκείνο που θεωρούμε εμείς ότι είναι». Σε πολλές παραδόσεις, η αναζήτηση της γνώσης ξεκινάει με αυτήν την ενδοσκόπηση. Οι πρώιμοι Βουδιστές, και οι Στωϊκοί, για παράδειγμα, αποπειράθηκαν να αναπτύξουν μεθόδους για την αποκόλληση του σχετίζεσθαι, προκειμένου να σκέφτονται καθαρότερα, και να χειραφετηθούν από τα συναισθηματικά δεσμά μιας ομαλής ψυχολογικά ζωής.
Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία είναι μια σύγχρονη έκφραση αυτής της αρχαίας σοφίας. Είναι η πιο εντατικά μελετημένη μέθοδος μη-φαρμακευτικής θεραπείας ψυχικών ασθενειών, και χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, των αγχωτικών και διατροφικών διαταραχών, καθώς και των εξαρτήσεων. Μπορεί ακόμα να βοηθήσει σε κάποιες μορφές σχιζοφρένειας. Καμία άλλη μορφή ψυχοθεραπείας δεν έχει αποδειχθεί να λειτουργεί σε τόσο ευρύ φάσμα διαταραχών. Μελέτες έχουν βρει ότι είναι εξίσου αποτελεσματική στην θεραπεία του άγχους και της κατάθλιψης όσο τα αντικαταθλιπτικά (όπως το Πρόζακ). Η θεραπεία είναι σχετικά γρήγορη, και εύκολη να την μάθει κανείς· μετά από μερικούς μήνες εξάσκησης, οι ασθενείς μπορούν να την εφαρμόζουν από μόνοι τους. Σε αντίθεση με τη φαρμακευτική αγωγή, η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία συνεχίζει να λειτουργεί ακόμα και μετά τη λήξη της αγωγής, επειδή διδάσκει στους ανθρώπους δεξιότητες της σκέψης τους, τις οποίες μπορούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν.
Ο στόχος της είναι να περιορίσει κανείς τις παραμορφωτικές ιδιότητες της σκέψης και να βλέπει τον κόσμο με μεγαλύτερη ευκρίνεια. Ξεκινάει κανείς μαθαίνοντας τα ονόματα μερικών απ’ τις πιο κοινές γνωσιακές διαταραχές (όπως η υπεραπλούστευση, ο αποκλεισμός του θετικού, η συναισθηματική συλλογιστική). Κάθε φορά που αντιλαμβάνεται κάποιος ότι έχει υποπέσει σε κάποιες από αυτές, τις ονομάζει, περιγράφει τα δεδομένα της κατάστασης, σκέφτεται εναλλακτικές προσεγγίσεις, κι έπειτα διαλέγει μια από αυτές που είναι εγγύτερα σε αυτήν. Με τον καιρό, η διαδικασία αυτοματοποιείται. Όταν οι άνθρωποι αναβαθμίζουν την ψυχική τους υγεία με αυτόν τον τρόπο –όταν δηλαδή απελευθερώνονται από τις επαναλαμβανόμενες ανορθολογικές σκέψεις που κατέκλυζαν μέχρι πρότινος τη συνείδησή τους—έχουν λιγότερο θυμό, άγχος, και κατάθλιψη.
O παραλληλισμός με την επίσημη εκπαίδευση είναι ξεκάθαρος· η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία διδάσκει τις δεξιότητες της ορθής κριτικής σκέψης, εκείνης που επί χρόνια οι εκπαιδευτικοί πάσχιζαν να μεταδώσουν. Υπό οποιονδήποτε ορισμό, η κριτική σκέψη προϋποθέτει την τεκμηρίωση των εκάστοτε πεποιθήσεων με δεδομένα, και όχι με συναισθήματα και επιθυμίες, αλλά και τη μάθηση του πως να αναζητήσει και να αξιολογήσει κανείς αυτά τα δεδομένα, τα οποία μάλιστα μπορούν να έρθουν σε αντίθεση με τις αρχικές υποθέσεις. Μήπως όμως η σημερινή ακαδημαϊκή ζωή δεν ενισχύει την κριτική σκέψη; Μήπως οδηγεί τους φοιτητές να σκέφτονται με ακόμα πιο παραμορφωμένο τρόπο;
Ας εξετάσουμε τις πρόσφατες τάσεις στην ανώτερη εκπαίδευση υπό το φως των διαταραχών που ταυτοποιούνται στο πλαίσιο της γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας. Θα υιοθετήσουμε την ορολογία και τις περιγραφές που χρησιμοποιεί ο Ντέιβιντ Ντ. Μπερνς (David D. Burns) στο διάσημο βιβλίο του Να αισθανόμαστε καλά, καθώς και από τη δεύτερη έκδοση του Σχέδια Θεραπείας και Παρεμβάσεων για την Κατάθλιψη και τις Αγχώδεις Διαταραχές των Ρόμπερτ Λ. Λίχι (Robert L. Leahy), Στήβεν Τζ. Φ. Χόλλαντ (Stephen J. F. Holland) και Λάτα Κ. ΜακΤζίν (Lata K. McGinn).
O εναγκαλισμός του ‘συναισθηματικού συλλογισμού’
από την ανώτερη εκπαίδευση
Σύμφωνα με τον Μπερνς, η συναισθηματική συλλογιστική είναι η πεποίθηση ότι «τα αρνητικά συναισθήματα αντανακλούν απαραίτητα το πώς είναι τα πράγματα: ‘Το νοιώθω, άρα πρέπει να είναι αλήθεια’». Σύμφωνα με τους Λίχι, Χόλλαντ και ΜακΤζίν, αυτό συμβαίνει όταν κανείς αφήνεται από «τα συναισθήματά του να καθοδηγούν την ερμηνεία της πραγματικότητας». Βέβαια, τα υποκειμενικά συναισθήματα δεν είναι πάντοτε αξιόπιστοι οδηγοί· εάν αφεθούν αχαλίνωτα, μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να ξεσπάσουν σε άλλους, που δεν φταίνε σε τίποτα. Η θεραπεία προϋποθέτει να ξεφύγει κανείς από την ιδέα ότι οι συναισθηματικές του αντιδράσεις αναπαριστούν πάντοτε κάτι αληθινό ή σημαντικό.
Η συναισθηματική συλλογιστική κυριαρχεί σε πολλές από τις διαμάχες και της συζητήσεις του ακαδημαϊκού χώρου. Όταν ισχυρίζεται κανείς ότι τα λόγια κάποιου άλλου είναι «προσβλητικά», αυτό δεν είναι μόνον μια έκφραση της υποκειμενικής του αίσθησης ότι έχει προσβληθεί. Είναι, κυρίως, μια δημόσια καταγγελία για το εκείνος που μίλησε με αυτά τα λόγια έχει διαπράξει ένα αντικειμενικό σφάλμα. Είναι μια απαίτηση για να ανακαλέσει ο ομιλών, ή και να τιμωρηθεί ακόμα από τις αρχές, καθώς διέπραξε το αδίκημα της προσβολής.
Υπήρχαν πάντοτε κάποιοι άνθρωποι που πίστευαν ότι διατηρούν το δικαίωμα να μην προσβάλλονται. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της αμερικανικής ιστορίας –από τη Βικτωριανή εποχή μέχρι το κίνημα της ελεύθερης έκφρασης του 1960 και του 1970– οι ριζοσπάστες χλεύαζαν τις επικρατούσες ευαισθησίες και τις εξωθούσαν στα όριά τους. Κάπου μέσα στη δεκαετία του 1980, ωστόσο, τα πανεπιστήμια άρχισαν να εστιάζουν στην πρόληψη της επιθετικής ρητορικής, ειδικότερα εκείνης που στόχευε στις γυναίκες ή τις μειονοτικές ομάδες. Το συναίσθημα που βρισκόταν πίσω από αυτήν τη μέριμνα ήταν αξιέπαινο, αλλά πολύ σύντομα είχε παράδοξες συνέπειες.
Ένα από τα πιο διάσημα πρώτα παραδείγματα, ήταν και το επονομαζόμενο «περιστατικό του νεροβούβαλου» που συνέβη στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Το 1993, το πανεπιστήμιο κατηγόρησε έναν ισραηλινής καταγωγής φοιτητή για φυλετική παρενόχληση, επειδή φώναξε «σκάστε ρε νεροβούβαλα» σε μια παρέα γυναικών μιας αδελφότητας που έκαναν θόρυβο έξω από το παράθυρο στον κοιτώνα του. Πολλοί ειδήμονες και πανεπιστημιακοί δεν κατάλαβαν το γιατί το «νεροβούβαλος» (που είναι κακή μετάφραση μιας εβραϊκής βρισιάς για τους τραχείς, άξεστους χαρακτήρες) συνιστούσε ρατσιστική προσβολή εναντίον των Αφροαμερικανών, κι έτσι, η υπόθεση γνώρισε διεθνή δημοσιότητα.
Η διεκδίκηση του δικαιώματος στην μη προσβολή συνέχισε να κλιμακώνεται από τότε, και τα πανεπιστήμια εξακολούθησαν να την ενθαρρύνουν. Σε μια διαβόητη υπόθεση του 2008, στο πανεπιστήμιο Περντιού της Ινδιανάπολης, ένας λευκός φοιτητής κρίθηκε ένοχος φυλετικής παρενόχλησης επειδή διάβαζε ένα βιβλίο που τιτλοφορούνταν Το Νότρ Νταμ εναντίον της Κλαν. Το βιβλίο εκθείαζε τη φοιτητική κινητοποίηση εναντίον της παρέλασης που πραγματοποίησε η Κου Κλουξ Κλαν στο Νότρ Νταμ το 1924. Ωστόσο, η εικόνα της παρέλασης στο εξώφυλλο του βιβλίου θεωρήθηκε προσβλητική από έναν συνάδελφο του φοιτητή, κι αυτό κρίθηκε αρκετό ώστε να κριθεί ένοχος από το Γραφείο Θετικών Διακρίσεων του πανεπιστημίου.
Αυτά τα παραδείγματα μπορεί να φαίνονται εκ πρώτης όψεως ακραία, αλλά ο συλλογισμός που βρίσκεται από πίσω τους γίνεται ολοένα και περισσότερο κοινός τόπος μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα κατά τα πρόσφατα χρόνια. Πέρυσι, στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Θωμά της Μινεσότα, μια γιορτή που λέγεται Ημέρα της Καμπούρας, όπου το κοινό μπορούσε να παίξει με μια καμήλα, ακυρώθηκε βίαια. Ορισμένοι φοιτητές είχαν δημιουργήσει μια ομάδα στο Facebook όπου διαμαρτύρονταν εναντίον της εκδήλωσης κατηγορώντας την για κακοποίηση ζώων, άσκοπη δαπάνη χρημάτων, καθώς και ότι υποτιμά τους ανθρώπους που προέρχονται από τη Μέση Ανατολή. H έμπνευση για τη γιορτή, προήλθε από ένα διαφημιστικό σποτ που δείχνει μια καμήλα να τριγυρνάει μια Τετάρτη σ’ ένα πολυπληθές γραφείο, γιορτάζοντας τη «μέση της εβδομάδας» [σ.τ.μ. η Τετάρτη αποκαλείται στις ΗΠΑ και ημέρα της καμπούρας, γιατί συνιστά το μέσο της εργάσιμης εβδομάδας)· η διαφήμιση δεν είχε καμία αναφορά σε ανθρώπους που προέρχονταν από τη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η ομάδα που οργάνωνε την εκδήλωση ανακοίνωσε στη δική της σελίδα ότι αυτή θα ακυρωνόταν επειδή «το πρόγραμμά της ήταν διχαστικό, και δημιουργούσε ένα άβολο, πιθανώς ανασφαλές κλίμα».
Επειδή στους ακαδημαϊκούς κύκλους υπάρχει μια αυστηρή απαγόρευση σχετικά με το «να κατηγορείται το θύμα», γενικά θεωρείται αδιανόητο να αμφισβητήσει κανείς τα κίνητρα (πόσο μάλλον την ειλικρίνεια) της συναισθηματικής κατάστασης του άλλου, ιδιαίτερα αν αυτά τα συναισθήματα έχουν να κάνουν με τις συλλογικές του ταυτότητες. Έτσι το να ισχυρίζεται κάποιος ότι προσβλήθηκε, μεταβάλλεται από αμφιλεγόμενο επιχείρημα σε αδιαφιλονίκητο ατού. Αυτό οδηγεί σε εκείνο που ο Τζόναθαν Ράουτς (συντάκτης του περιοδικού που φιλοξενεί αυτό το άρθρο) αποκαλεί «πλειοδοσία της προσβολής», όπου οι αντιτιθέμενες παρατάξεις χρησιμοποιούν τον ισχυρισμό αυτό η μία εναντίον της άλλης. Κατά τη διαδικασία αυτή, το όριο του τι θεωρούμε απαράδεκτο στενεύει ολοένα και περισσότερο.
Από το 2013, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει εφαρμόσει πιέσεις που ενισχύουν την τάση αυτή. Ομοσπονδιακοί νόμοι κατά των διακρίσεων περιγράφουν το τι μπορεί να θεωρηθεί ως ενδοπανεπιστημιακή παρενόχληση ή άνιση μεταχείριση που αφορά στο φύλο, τη θρησκεία, και την εθνική καταγωγή. Μέχρι πρόσφατα το τμήμα Πολιτικών Δικαιωμάτων του Υπουργείου Παιδείας υποστήριζε ότι κάτι θα ‘πρεπε να είναι «αντικειμενικά προσβλητικό» προκειμένου να θεωρηθεί ως παρενόχληση· έπρεπε να περάσει το τεστ του ‘λογικού ανθρώπου’. Προκειμένου να υπάρξει απαγόρευση, ισχυριζόταν το γραφείο το 2003, ο φερόμενος ως προσβλητικός λόγος θα έπρεπε υπερβαίνει την «απλή έκφραση απόψεων, λέξεων, συμβόλων ή σκέψεων που μπορεί απλώς να φανούν προσβλητικές σε κάποιον».
Αλλά το 2013, τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Εκπαίδευσης διεύρυναν κατά πολύ τον ορισμό της σεξουαλικής παρενόχλησης ώστε να περιλαμβάνει και τη λεκτική επικοινωνία που είναι απλώς «ανεπιθύμητη». Από το φόβο μήπως καταστούν αντικείμενο ομοσπονδιακής διερεύνησης, τα πανεπιστήμια εφαρμόζουν αυτό το κριτήριο, θεωρώντας και τον ανεπιθύμητο λόγο ως παρενόχληση, όχι μόνο σχετικά με το φύλο, αλλά και με τη φυλή, τη θρησκεία, ακόμα και την ηλικία. Ο κάθε ένας μπορεί να στηρίζεται στα δικά του υποκειμενικά συναισθήματα προκειμένου να αποφασίσει εάν κάποιο σχόλιο ενός καθηγητή, ή συναδέλφου είναι ανεπιθύμητο, και κατά συνέπεια μπορεί να θεωρηθεί ως παρενόχληση. Η συναισθηματική συλλογιστική γίνεται αποδεκτή πλέον ως τεκμήριο ενοχής.
Εάν τα πανεπιστήμιά μας διδάσκουν τους φοιτητές ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα συναισθήματά τους ως όπλα, ή τουλάχιστον ως τεκμήρια σε διοικητικές διαδικασίες, αυτό που μαθαίνουν στα παιδιά είναι να καλλιεργούν ένα είδος υπερευαισθησίας που θα τους οδηγήσει σε αμέτρητες συγκρούσεις τόσο στη φοιτητική τους ζωή, όσο και μετά από αυτήν. Έτσι τα ιδρύματα μπορεί να εκπαιδεύουν τους σπουδαστές τους σε έναν τρόπο του σκέπτεσθαι που μπορεί να βλάψει τη σταδιοδρομία και τις φιλίες τους, καθώς και την ψυχική τους υγεία.
Αρνητική συλλογιστική
και προειδοποιήσεις προσβλητικού περιεχομένου
Ο Μπέρνς ορίζει την αρνητική συλλογιστική ως την «πεποίθηση ότι τα πράγματα θα πάνε άσχημα» και την «πίστη ότι η πρόβλεψη αυτή αποτελεί ήδη ακλόνητο γεγονός». Οι Λίχι, Χόλλαντ, και ΜακΤζίν, την περιγράφουν ως «η πρόβλεψη ότι το μέλλον θα εξελιχθεί αρνητικά», και την συνδέουν με την τάση να διαβλέπει κανείς κινδύνους σε κάθε καθημερινή κατάσταση. Αυτή η πρόσφατη εξάπλωση των απαιτήσεων να υπάρξουν παντού προειδοποιήσεις περιεχομένου, είναι κατ’ εξοχήν παράδειγμα καταστροφολογίας.
Η ιδέα ότι οι λέξεις (οι μυρωδιές ή κάθε αισθητηριακό ερέθισμα) μπορεί να προκαλέσει την ανάδυση της ανάμνησης ενός παλαιού τραύματος –και τον έντονο φόβο ότι αυτό μπορεί να επαναληφθεί– υπάρχει τουλάχιστον από την εποχή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ψυχίατροι άρχισαν να θεραπεύουν τους στρατιώτες γι’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε μετατραυματική αγχώδης διαταραχή. Αλλά οι ρητές προειδοποιήσεις περιεχομένου έλκουν την καταγωγή τους πολύ πιο πρόσφατα, από τα αναδυόμενα μηνύματα που εμφανίζονταν στις πρώτες ημέρες του διαδικτύου. Οι προειδοποιήσεις περιεχομένου διαδόθηκαν ιδιαίτερα σε φεμινιστικές ομάδες συζητήσεων και ομάδες αυτοβοήθειας, όπου βοηθούσαν στους αναγνώστες που έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα όπως σεξουαλικές επιθέσεις να αποφύγουν εικόνες που μπορούσαν να πυροδοτήσουν δυσάρεστες αναμνήσεις και κρίσεις πανικού. Τα στατιστικά των διαδικτυακών αναζητήσεων δείχνουν ότι η φράση απέκτησε ευρεία χρήση γύρω στο 2011, εκτοξεύθηκε το 2014, και έφτασε στο υψηλότερο σημείο απήχησής της το 2015. Η χρήση των προειδοποιήσεων περιεχομένου ακολούθησε μια παρόμοια πορεία· ξαφνικά, φοιτητές σε πανεπιστήμια όλης της χώρας ξεκίνησαν να απαιτούν από τους καθηγητές τους να εκδίδουν τέτοιες προειδοποιήσεις πριν καλύψουν εκπαιδευτικό υλικό που θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητικές συναισθηματικές αντιδράσεις.
To 2013, μια ειδική επιτροπή που περιελάμβανε τη διεύθυνση, τους φοιτητές, πρόσφατους απόφοιτους και ένα ακαδημαϊκό μέλος του Πανεπιστημίου Όμπερλιν στο Οχάιο, δημοσιοποίησε στο διαδίκτυο ένα κείμενο οδηγιών (το οποίο αργότερα αποσύρθηκε έπειτα από αντιδράσεις των διδασκόντων) που περιλάμβανε μια λίστα ζητημάτων όπου συνίσταται να υπάρξουν προειδοποιήσεις περιεχομένου. Μερικά από αυτά είχαν να κάνουν με την αναφορά σε ταξικές διαιρέσεις και σε ζητήματα κύρους. Η επιτροπή πρότεινε ότι εκπαιδευτικό υλικό που μπορούσε να προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις σε κάποιους απ’ τους σπουδαστές, θα πρέπει να αποφεύγεται εντελώς, εκτός κι αν «συνεισφέρει καθοριστικά» στους σκοπούς του μαθήματος, προτείνοντας επίσης ότι έργα που είναι «πολύ σημαντικά για να μην αναφερθούν» μπορούν να καταστούν προαιρετικά.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως νουβέλες που καταπιάνονται με ζητήματα ταξικών διακρίσεων και προνομιών θα μπορούσαν να προκαλέσουν ή να ενεργοποιήσουν ξανά το είδος των αντιδράσεων που εκδηλώνονται στο πλαίσιο μιας μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής. Αντίθετα, πολύ συχνά διάφοροι φοιτητές απαιτούν την έκδοση προειδοποιήσεων περιεχομένου για μια σειρά ιδεών και συμπεριφορών, τις οποίες οι ίδιοι απλώς βρίσκουν πολιτικά απαράδεκτες, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι άλλοι φοιτητές μπορεί να προσβληθούν από αυτές. Αυτό είναι ένα παράδειγμα για εκείνο που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «υποκινούμενο συλλογισμό» –ότι δηλαδή παράγουμε στιγμιαία επιχειρήματα για απόψεις που θέλουμε να υποστηρίξουμε. Από τη στιγμή που κάποιος βρίσκει κάτι αποτροπιαστικό, είναι εύκολο να υποστηρίξει ότι η έκθεση σε αυτό μπορεί να προκαλέσει τραύματα και σε άλλους ανθρώπους. Πιστεύει ότι είναι σε θέση να γνωρίζει πως θα αντιδράσουν οι άλλοι, και ότι αυτή τους η αντίδραση θα είναι ολέθρια. Η αποτροπή της καταστροφής γίνεται με αυτόν τον τρόπο, ηθική υποχρέωση ολόκληρης της κοινότητας. Μεταξύ των διάφορων έργων για τα οποία φοιτητές απαίτησαν να υπάρξουν προειδοποιήσεις περιεχομένου είναι και η Κυρία Ντάλαγουεϊ της Βιρτζίνια Γουλφ (Virginia Woolf) (στο πανεπιστήμιο Ράτζερς, καθώς θεωρήθηκε ότι προβάλλει «αυτοκτονικούς ιδεασμούς») και οι Μεταμορφώσεις του Οβιδίου (Ovidius) (στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, για σεξουαλική παρενόχληση).
Το δοκίμιο της Τζίνι Σούκ στον Νιού Γιόρκερ περιγράφει τις δυσκολίες του να διδάσκει κανείς τη νομολογία περί βιασμών στην εποχή των προειδοποιήσεων περιεχομένου. Μερικοί φοιτητές, γράφει, πιέζουν τους καθηγητές τους να αποφύγουν τη διδασκαλία της, ώστε να προστατέψουν τους εαυτούς τους και τους συναδέλφους τους από πιθανή δυσανεξία. Η Σουκ συγκρίνει αυτήν την κατάσταση, με το να προσπαθείς να διδάξεις έναν «φοιτητή ιατρικής, που θέλει να γίνει χειρούργος, αλλά δεν αντέχει να βλέπει ή να προκαλεί αιμορραγίες».
Ωστόσο, υπάρχει κι ένα βαθύτερο πρόβλημα με τις προειδοποιήσεις περιεχομένου. Σύμφωνα με τις πιο βασικές αρχές της ψυχολογίας, η ίδια η ιδέα ότι κάνει καλό να βοηθάει κανείς τους ανθρώπους με αγχώδεις διαταραχές να αποφεύγουν τα πράγματα εκείνα που τις προκαλούν, είναι λανθασμένη. Για παράδειγμα, όταν ένα άτομο εγκλωβιστεί στον ανελκυστήρα, εν μέσω μιας διακοπής ρεύματος, μπορεί να πανικοβληθεί και να νομίσει ότι θα πεθάνει. Αυτή η τρομακτική εμπειρία μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στην αμυγδαλή του εγκεφάλου, προκαλώντας τη φοβία των ανελκυστήρων. Αν θέλει κανείς αυτό το άτομο να διατηρήσει τον ίδιο φόβο για όλη τη διάρκεια της ζωής του, μπορεί να τον βοηθήσει να αποφεύγει τους ανελκυστήρες.
Αλλά αν επιθυμεί να το βοηθήσει ώστε να επιστρέψει στην κανονικότητα, θα πρέπει να ακολουθήσει τα όσα έλεγε ο Ιβάν Παβλόφ και να το υποβάλει σε μια διαδικασία που ονομάζεται θεραπεία έκθεσης. Μπορεί να ξεκινήσει με το να ζητήσει κανείς από αυτό το άτομο να κοιτάξει τον ανελκυστήρα από απόσταση –ίσως από την είσοδο κάποιου κτηρίου– μέχρις ότου τα αρνητικά του συναισθήματα καταλαγιάσουν. Εάν δεν συμβεί τίποτα κακό σε αυτή τη διάρκεια –δηλαδή αν δεν επανέλθει αυτός ο φόβος– τότε σταδιακά ο εγκέφαλος θα συνηθίσει σε μια νέα συσχέτιση: ότι οι ανελκυστήρες δεν είναι και τόσο επικίνδυνοι (αυτή η υποβάθμιση του φόβου κατά τη διάρκεια της έκθεσης ονομάζεται εξοικείωση). Έπειτα, τις ακόλουθες ημέρες, μπορεί να του ζητήσει να πάει πιο κοντά, μετά να καλέσει τον ανελκυστήρα, και εν τέλει να τον βοηθήσει να μπει μέσα και να ανέβει μέχρι τον πρώτο όροφο. Με αυτόν τον τρόπο η αμυγδαλή του εγκεφάλου μπορεί να επαναπρογραμματιστεί ώστε να συσχετίσει ξανά μια κατάσταση που προκαλούσε φόβο, με την ασφάλεια και την κανονικότητα.
Οι φοιτητές που απαιτούν την έκδοση προειδοποιήσεων περιεχομένου, μπορούν να έχουν δίκιο όταν ισχυρίζονται ότι κάποιοι απ’ τους συναδέλφους τους μπορεί να κρύβουν τις μνήμες ενός τραύματος, οι οποίες μπορεί να επανέλθουν στο πλαίσιο της ανάγνωσης του εκπαιδευτικού υλικού. Αλλά κάνουν λάθος όταν προσπαθούν να αποφύγουν τέτοιες επανενεργοποιήσεις. Οι φοιτητές με μετατραυματική αγχώδης διαταραχή, ασφαλώς και θα έπρεπε να υποβάλλονται σε θεραπεία, αλλά δε θα έπρεπε να αποφύγουν μια κανονική ζωή, με τις πολλές ευκαιρίες που παρέχει αυτή να εξοικειωθούν με τα τραύματά τους. Οι συζητήσεις μέσα στην τάξη, αποτελούν ένα ασφαλές περιβάλλον στο πλαίσιο του οποίου θα μπορούσαν να εκτεθούν σε τυχαίες υπενθυμίσεις του τραύματος (όπως είναι το άκουσμα της λέξης παραβιάζω). Μέσα στην αίθουσα, μια συζήτηση πάνω στη βία, είναι εξαιρετικά απίθανο να οδηγήσει στην εκδήλωση πραγματικής βίας, κι έτσι αποτελεί ευκαιρία να αποκαταστήσουν τις συσχετίσεις που τους προκαλούν δυσανεξία. Και θα ήταν καλύτερο η εξοικείωση να συμβεί στο πανεπιστήμιο, επειδή ο κόσμος έξω από αυτό είναι πολύ πιο ακατάδεκτος στην ικανοποίηση αιτημάτων για προειδοποιήσεις περιεχομένου και προστατευτικότητες.
Η κατάχρηση των προειδοποιήσεων περιεχομένου μπορεί επίσης να προκαλέσει ανθυγιεινές ψυχικές συνήθειες στην ακόμα μεγαλύτερη κατηγορία των φοιτητών που δεν πάσχουν από αγχώδεις μετατραυματικές διαταραχές. Οι φόβοι των ανθρώπων δεν αναδύονται μόνο από τις δικές τους εμπειρίες, αλλά και από την κοινωνική μάθηση. Εάν όλοι γύρω σου συμπεριφέρονται σαν να είναι κάτι επικίνδυνο –οι ανελκυστήρες, συγκεκριμένες γειτονιές, ή νουβέλες που περιγράφουν τον ρατσισμό– τότε υπάρχει κίνδυνος να αποκτήσεις κι εσύ αυτήν τη φοβία. Η ψυχίατρος Σάρα Ρόφ (Sarah Roph) μίλησε γι’ αυτό σ’ ένα διαδικτυακό της άρθρο που δημοσιοποιήθηκε στην ιστοσελίδα των Χρονικών της Ανώτερης Εκπαίδευσης. «Μια απ’ τις μεγαλύτερες ανησυχίες μου για τις προειδοποιήσεις περιεχομένου», έγραψε, «είναι ότι έχουν αντίκτυπο όχι μόνο σε εκείνους που έχουν βιώσει κάποιο τραύμα, αλλά σε όλους τους φοιτητές, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα μέσα απ’ την οποία ενθαρρύνονται να πιστέψουν ότι το να συζητάς δύσκολες πλευρές της ιστορίας μας μπορεί να είναι επικίνδυνο και βλαβερό».
Σ’ ένα άρθρο που δημοσιοποιήθηκε πέρυσι στο InsideHigherEd, εφτά καθηγητές των ανθρωπιστικών επιστημών υποστήριξαν ότι το κίνημα προειδοποιήσεων περιεχομένου «έχει ήδη αρνητικό αντίκτυπο στον τρόπο διδασκαλίας και την παιδαγωγική». Αναφέρουν ότι οι συνάδελφοί τους δέχονται «τηλεφωνήματα από τους κοσμήτορες, και άλλα ανώτερα διοικητικά στελέχη, που ερευνούν αναφορές των φοιτητών γι’ αυτούς ότι περιέλαβαν στη διδακτέα τους ύλη επικίνδυνο περιεχόμενο, ακόμα και αν είχαν προειδοποιήσει γι’ αυτό». Η προειδοποίηση περιεχομένου, λένε, «λειτουργεί ως εγγύηση ότι οι φοιτητές δε θα βιώσουν κάποια δυσανεξία, και δημιουργεί την εντύπωση πως όταν αυτό παρ’ όλα αυτά συμβαίνει, είναι σαν να μην τηρείται κάποια συμφωνία». Όταν οι φοιτητές φτάνουν να απαιτούν προειδοποιήσεις περιεχομένου για κάθε υλικό που τους κάνει να αισθάνονται άσχημα, ο πιο εύκολος δρόμος για τα πανεπιστημιακά τμήματα προκειμένου να γλυτώσουν από μπελάδες είναι να αποφεύγουν κάθε εκπαιδευτικό υλικό που πρόκειται να αναστατώσει τους πιο ευαίσθητους φοιτητές τους.
Μεγέθυνση, ετικετοποίηση και μικροεπιθετικότητες
O Μπερνς ορίζει τη μεγέθυνση ως την τάση «να υπερτονίζεται η σημασία των πραγμάτων»· οι Λίχι, Χόλλαντ, και ΜακΤζίν την περιγράφουν ως τη συνήθεια να «αποδίδονται καθολικά αρνητικά χαρακτηριστικά στον εαυτό και στους άλλους». Η πρόσφατη τάση στα πανεπιστήμια να αποκαλύπτονται δήθεν ρατσιστικές, σεξιστικές, ταξικές ή άλλες μεροληπτικές μικροεπιθετικότητες δε διδάσκει συμπτωματικά στους φοιτητές να εστιάζουν σε μικρά ή τυχαία περιστατικά. Έχει ως σκοπό να παρακινήσει τους φοιτητές να εστιάζουν σε αυτά, και έπειτα να ενοχοποιούν εκείνους που τα παρήγαγαν.
Ο όρος μικροεπιθετικότητα προέρχεται από τη δεκαετία του 1970 και αναφερόταν σε λεπτές, συχνά αδιόρατες ρατσιστικές προσβολές. Ο ορισμός του όρου διευρύνθηκε τα τελευταία χρόνια ώστε να περιλάβει οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί μεροληπτικό. Για παράδειγμα, το 2013, μια ομάδα φοιτητών του UCLA (University of California, Los Angeles) πραγματοποίησε μια διαμαρτυρία στο πλαίσιο ενός μαθήματος που δίδασκε ο Βαλ Ραστ (Val Rust), καθηγητής παιδαγωγικής. Η ομάδα διάβασε μια προκήρυξη που εξέφραζε τις ανησυχίες της σχετικά με την εχθρότητα που εκφράζει το πανεπιστήμιο απέναντι στους έγχρωμους ανθρώπους. Παρ’ όλο που ο Ραστ δεν αναφέρονταν πουθενά στην ανακοίνωση σε έγχρωμους ανθρώπους, η ομάδα έμμεσα αλλά ξεκάθαρα τον έβαλε στο στόχο της, χαρακτηρίζοντας το μάθημά του μικροεπιθετικό. Επικαλέστηκε ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια του μαθήματος, όπου ο Ραστ συνηθίζοντας να διορθώνει τη γραμματική και το συντακτικό των φοιτητών του, έκανε παρατήρηση σε έναν φοιτητή επειδή έγραψε το πρώτο γράμμα της λέξεις «ιθαγενείς» με κεφαλαία. Η διόρθωση αυτή, σύμφωνα με την ομάδα, συνιστούσε προσβολή στον φοιτητή και την ιδεολογία του.
Κάθε αστείο γύρω από τις μικροεπιθετικότητες μπορεί να θεωρηθεί μικροεπιθετικότητα , δικαιολογώντας έτσι την τιμωρία αυτού που έκανε το αστείο. Το Φθινόπωρο του 2014, ο Ομάρ Μαχμούντ, φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, έγραψε ένα σατιρικό άρθρο για μια συντηρητική φοιτητική έκδοση, το MichiganReview, αστειευόμενος με την τάση που επικρατεί μέσα στις σχολές να θεωρείται το οτιδήποτε μικροεπιθετικό. Ο Μαχμούντ εργαζόταν επίσης για την εφημερίδα του πανεπιστημίου, την MichiganDaily. Οι συντάκτες της δήλωσαν ότι ο τρόπος με τον οποίον ο Μαχμούντ «σατίρισε τις εμπειρίες των συναδέλφων του στην εφημερίδα, που προέρχονται από μειονοτικές ομάδες του πανεπιστημίου, δημιούργησε μια σύγκρουση συμφερόντων». Η εφημερίδα απέλυσε τον Μαχμούντ, αφότου αυτός αναφέρθηκε στο περιστατικό σε δυο άλλες ιστοσελίδες, την College Fix και την Daily Caller. Μια ομάδα γυναικών, βανδάλισε αργότερα την πόρτα του με αυγά, χοτ ντογκ, και απειλητικά σημειώματα που έγραφαν «όλοι σε μισούν, βίαιο κάθαρμα». Όταν ο λόγος αντιμετωπίζεται σαν μορφή βίας, η τιμωρητική προστατευτικότητα μπορεί να δικαιολογήσει μια εχθρική, ακόμα και βίαιη αντίδραση.
Τον Μάρτιο, η συνδικαλιστική ηγεσία των φοιτητών του πανεπιστημίου Ιθάκα, που βρίσκεται στο βόρειο μέρος της πολιτείας της Νέας Υόρκης, έφτασε να προτείνει τη δημιουργία ενός ανώνυμου συστήματος αναφοράς μικροεπιθετικοτήτων. Οι χορηγοί των φοιτητών οραματίστηκαν κάποια μορφή πειθαρχικής δράσης ενάντια στους «καταπιεστές» που υιοθετούν επιθετική ρητορική. Κάποιος από αυτούς δήλωσε ότι «δε θα πρέπει κάθε περιστατικό να προσάγεται σε δίκη ή να αντιμετωπίζεται με σκληρές τιμωρίες» αλλά ότι ήθελε το πρόγραμμα να «λειτουργεί κυρίως ως καταγραφή, η οποία όμως ενίοτε συνεπάγεται και ορισμένες συνέπειες».
Σίγουρα, πολλοί κάνουν λεπτά ή συγκαλυμμένα σεξιστικά ή ρατσιστικά σχόλια στο πανεπιστήμιο, και οι φοιτητές έχουν δικαίωμα να τα αμφισβητούν ή να προκαλούν τη συζήτηση γύρω από τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά η ολοένα και μεγαλύτερη επικέντρωσή τους στις μικροεπιθετικότητες, συνδυαζόμενη με την ενθάρρυνση της συναισθηματικής συλλογιστικής είναι μια φόρμουλα που οδηγεί σε μια μόνιμη κατάσταση οργής, ακόμα και έναντι καλοπροαίρετων ομιλητών που απλώς προσπαθούν ειλικρινώς να συζητήσουν κάποια πράγματα.
Τι προκαλούμε όμως στους φοιτητές μας, εάν τους ενθαρρύνουμε να επιδεικνύουν τόσο απόλυτες ευαισθησίες στα κρίσιμα εκείνα χρόνια, μάλιστα, προτού αφήσουν την προστατευτική γονεϊκή εστία και εισέλθουν στην αγορά εργασίας; Δε θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι γι’ αυτήν αν τους διδάσκαμε να αμφισβητούν τις δικές τους συναισθηματικές αντιδράσεις, εξοικειώνοντας τους με την πολυτέλεια της αμφιβολίας;
Διδάσκοντας τους φοιτητές την καταστροφοποίηση
και τη μηδενική ανοχή
O Mπέρνς ορίζει την καταστροφοποίηση ως ένα είδος μεγέθυνσης που μεταβάλει «συνηθισμένα αρνητικά περιστατικά σε εφιαλτικά τέρατα». Οι Λίχι, Χόλλαντ, ΜακΤζίν την ορίζουν ως την πεποίθηση «ότι αυτό που συνέβη ή που θα συμβεί» είναι «τόσο άσχημο και απαράδεκτο που δε θα μπορέσει να το αντέξει κανείς». Τα αιτήματα για την έκδοση προειδοποιήσεων περιεχομένου εμπεριέχουν πολλή καταστροφοποίηση, αλλά αυτός ο τρόπος σκέψης αντικατοπτρίζεται εξίσου και σε άλλες πτυχές της πανεπιστημιακής ζωής. Για παράδειγμα, το 2014, οι διοικητικές αρχές του Κοινοτικού Κολεγίου του Μπέργκεν, στο Νιού Τζέρσεϋ, έθεσαν σε διαθεσιμότητα τον καθηγητή Φράνσις Σμίτ (Francis Smit), επειδή «σήκωσε» στις σελίδες του google+ μια φωτογραφία της κόρης του, όπου εμφανιζόταν σε στάση γιόγκα, φορώντας ένα μπλουζάκι που έγραφε «θα διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει με φωτιά και αίμα», μια διάσημη ατάκα της σειράς Game of Thrones. Ο Σμίτ είχε διατυπώσει έγγραφα τα παράπονά του εναντίον του ιδρύματος, δυο μήνες πριν πάρει την ετήσια, ερευνητική του άδεια. Ένας από τους διευθυντές του πανεπιστημίου, θεώρησε ότι το μήνυμα της φωτογραφίας είναι απειλητικό για τον ίδιο, καθώς έλαβε ένα ενημερωτικό μήνυμα για την ανάρτησή του καθηγητή, το οποίο προωθείται αυτόματα σε όλες τις επαφές του. Σύμφωνα με τον Σμιτ, ένας εκπρόσωπος της διοίκησης του πανεπιστημίου, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης που είχαν με τον Σμιτ, υποστήριξε ότι η λέξη «φωτιά» παραπέμπει στα ΑΚ-47 καλάζνικωφ.
Στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο Βαντόλστα, της Τζώρτζια, έλαβε χώρα μια οκταετής δικαστική περιπέτεια, όπου ένας φοιτητής αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο επειδή διαμαρτυρήθηκε εναντίον της κατασκευής ενός γκαράζ ποστάροντας στο φέισμπουκ ένα τάχα «απειλητικό» μοντάζ. Σε αυτό, το υπό κατασκευή γκαράζ αναφέρονταν ως «μνημείο» –σατιρίζοντας έτσι μια δήλωση του προέδρου του πανεπιστημίου ότι η κατασκευή του πάρκινγκ θα καταστεί μέρος της κληρονομιάς του πανεπιστημίου. Ο πρόεδρος θεώρησε ότι το μοντάζ υπονοεί απειλές εναντίον της ζωής του.
Δεν είναι περίεργο που οι φοιτητές επιδεικνύουν αντίστοιχες ευαισθησίες. Στο πανεπιστήμιο της Κεντρικής Φλώριντα, το 2013, για παράδειγμα, ο Χιούνγκ ιλ Γιούνγκ, λέκτορας λογιστικής, τέθηκε σε διαθεσιμότητα έπειτα από παράπονα ενός φοιτητή, ότι έκανε ένα απειλητικό σχόλιο κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος. Ο Γιούνγκ εξήγησε στην εφημερίδα OrlandoSentinel ότι το υλικό που παρέδιδε ήταν εξαιρετικά δυσνόητο, και είχε προσέξει την έκφραση απελπισίας στα πρόσωπα των φοιτητών του, οπότε είπε να κάνει ένα αστείο: «Φαίνεται, παιδιά, ότι όλα αυτά σας προκαλούν ασφυξία», θυμάται να λέει, «είναι σα να σας εξοντώνω έτσι δεν είναι;»
Μετά την αναφορά του περιστατικού από έναν φοιτητή, μια ομάδα άλλων 20 έστειλαν μια κοινή ανακοίνωση στη διοίκηση του πανεπιστημίου εξηγώντας ότι ο Γιούνγκ έκανε αυτό το σχόλιο χαριτολογώντας. Ωστόσο, το πανεπιστήμιο έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Γιούγνκ από κάθε δραστηριότητα μέσα στο πανεπιστήμιο, και τον ανάγκασε να προσκομίσει μια γραπτή βεβαίωση από οποιονδήποτε επαγγελματία ψυχικής υγείας ότι δεν «αντιπροσώπευει απειλή για τον ίδιο ή για την πανεπιστημιακή κοινότητα», έτσι ώστε να επιστρέψει στα καθήκοντά του.
Όλα αυτά τα περιστατικά έχουν ένα κοινό δίδαγμα: άνθρωποι, στην πραγματικότητα έξυπνοι, υπεραντιδρούν μπροστά σε λόγια εντελώς αβλαβή, κάνουν την τρίχα τριχιά, και απαιτούν τιμωρία για οποιονδήποτε που τα λόγια του μπορεί να κάνουν κάποιον άλλον να νοιώσει άβολα.
Ψυχική διήθηση και κήρυξη ανεπιθύμητων
Σύμφωνα με τον Μπερνς, η ψυχική διήθηση είναι η «επιλογή της αρνητικής λεπτομέρειας από κάθε περίσταση, και η γενίκευσή της, ώστε αυτή να χαρακτηρίζεται ολοκληρωτικά ως αρνητική». Σύμφωνα με τους Λίχι, τον Χόλλαντ και την ΜακΤζίν, το «αρνητικό φίλτρο», έτσι όπως το αποκαλούν εκείνοι, αφορά «στη σχεδόν αποκλειστική επικέντρωση στην αρνητική, και ποτέ στη θετική όψη των πραγμάτων». Σε σχέση με την πανεπιστημιακή ζωή, η λειτουργία της ψυχικής διήθησης οδηγεί σε ανοιχτή δαιμονοποίηση.
Τόσο οι καθηγητές όσο και οι φοιτητές, εμφάνισαν αυτήν τη γνωσιακή διαταραχή το 2014, κατά την περίοδο αξιολόγησης των προτάσεων για προσκλήσεις σε πανεπιστημιακές διαλέξεις. Αυτήν την περίοδο του έτους –συνήθως στις αρχές της άνοιξης– ανακοινώνεται από τις πανεπιστημιακές αρχές η λίστα των προσκεκλημένων ομιλητών, η οποία αξιολογείται από τους φοιτητές και τους καθηγητές, και κάποιοι απορρίπτονται εξαιτίας των θέσεων ή των πράξεών τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε το Ίδρυμα για τα Ατομικά Δικαιώματα στην Εκπαίδευση, από το 2000 έχουν πραγματοποιηθεί γύρω στις 240 εκστρατείες στις ΗΠΑ, που αποσκοπούν στο να αποτρέψουν την εμφάνιση δημόσιων προσώπων σε εκδηλώσεις στα πανεπιστήμια. Οι περισσότερες από αυτές, έχουν συμβεί μετά το 2009.
Ας αναφέρουμε δυο από τις πιο γνωστές περιπτώσεις που συνέβησαν το 2014, τη μία που αφορά στην πρώην υπουργό εξωτερικών Κοντολίζα Ράις (Condoleezza Rice), και τη δεύτερη που αφορά στη διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ (Kristin Lagkarnt). Η Ράις ήταν η πρώτη μαύρη υπουργός εξωτερικών στην ιστορία των ΗΠΑ· η Λαγκάρντ ήταν η πρώτη γυναίκα που έγινε υπουργός οικονομικών σε χώρα του G8, και η πρώτη επικεφαλής του ΔΝΤ. Και οι δυο ομιλήτριες θα μπορούσαν να θεωρηθούν από τις φοιτήτριες, ως πρότυπα γυναικείων ρόλων, και η Ράις ως πρότυπο και για τους σπουδαστές των μειονοτήτων. Ωστόσο οι επικριτές τους, απέρριψαν κάθε πιθανότητα να προκύψει κάτι θετικό από τις ομιλίες τους.
Τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας θα έπρεπε βέβαια να αισθάνονται ελεύθερα να αμφισβητήσουν τον ρόλο της Ράις στον πόλεμο του Ιράκ, ή να είναι επιφυλακτικοί ως προς τις πολιτικές του ΔΝΤ. Αλλά η απόρριψη μιας πτυχής του βιογραφικού κάποιου, συνεπάγεται αναγκαστικά την ολική απόρριψή του;
Εάν η κουλτούρα που επικρατεί μέσα στα πανεπιστήμια προωθεί την ιδέα ότι οι επισκέπτες σε αυτά πρέπει να είναι αμόλυντοι, με μια σταδιοδρομία που δεν πρόκειται ποτέ να προκαλέσει τις συνήθως αριστερόστροφες ευαισθησίες του ακαδημαϊκού χώρου, τότε η ανώτερη εκπαίδευση θα έχει πραγματοποιήσει ένα ακόμα βήμα προς τη διανοητική ομοιογένεια, και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος μέσα στο οποίο οι φοιτητές ποτέ δεν θα αντιμετωπίσουν αντιτιθέμενες ως προς τις δικές τους απόψεις. Και τα πανεπιστήμια θα έχουν ενισχύσει την πεποίθηση ότι είναι θεμιτό να εστιάζει κανείς πάντα στην αρνητική πλευρά των πραγμάτων. Εάν οι φοιτητές αποφοιτήσουν πιστεύοντας ότι δεν μπορούν να μάθουν τίποτε από ανθρώπους τους οποίους αντιπαθούν ή διαφωνούν, τότε θα τους έχουμε προσφέρει πολύ κακές διανοητικές υπηρεσίες.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Οι προσπάθειες να θωρακίσουμε τους φοιτητές από λέξεις, ιδέες, και ανθρώπους που μπορούν να τους προκαλέσουν συναισθηματική δυσανεξία κάνουν κακό στους ίδιους. Και είναι κακές για τους χώρους εργασίας, οι οποίοι θα βυθιστούν σε ατελείωτες διενέξεις, εφόσον οι φοιτητές συνεχίσουν να εκδηλώνουν αυτές τις απαιτήσεις και μετά την αποφοίτησή τους. Κάνουν κακό επίσης στην αμερικάνικη δημοκρατία, που ήδη έχει παραλύσει απ’ την ακραία πόλωση. Όταν οι ιδέες, οι αξίες, και τα λόγια της άλλης πλευράς δεν αντιμετωπίζονται μόνον ως λάθος, αλλά ως μορφές εκούσιας επιθετικότητας έναντι αθώων θυμάτων, τότε είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το πώς θα μπορέσει να υπάρξει ο αμοιβαίος σεβασμός, η διαπραγμάτευση και οι συμβιβασμοί που είναι απαραίτητοι ώστε να καταστεί η πολιτική ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος.
Αντί να προσπαθούμε να προφυλάσσουμε τους φοιτητές από λόγια και ιδέες με τις οποίες αργά ή γρήγορα θα αντιπαρατεθούν, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να εξοπλίσουν τους φοιτητές με εκείνες τις αρετές που θα τους επιτρέψουν να σταδιοδρομήσουν σε έναν κόσμο γεμάτο από ιδέες και λόγια που δεν μπορούν να ελέγξουν. Μια από τις μεγάλες αλήθειες που διδάσκει ο Βουδισμός (καθώς και ο Στωϊκισμός, ο Ινδουϊσμός και πολλές άλλες παραδόσεις) είναι ότι για να φτάσει κανείς στην ευτυχία πρέπει να μάθει να ελέγχει τις επιθυμίες και τις σκέψεις του και όχι να προσπαθεί να κάνει τον κόσμο να μοιάσει στις δικές του επιθυμίες. Αυτός είναι και ο σκοπός της γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μας, προτείνουμε τα ακόλουθα βήματα που θα μας βοηθούσαν να αντιστρέψουμε αυτό το κύμα της εσφαλμένης σκέψης που επικρατεί στα πανεπιστήμια.
Τα ίδια τα πανεπιστήμια θα πρέπει να ευαισθητοποιήσουν πάνω στην ανάγκη να υπάρξει ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της ανάγκης να αισθάνονται όλοι οι φοιτητές ευπρόσδεκτοι σε αυτά. Το να μιλήσουν ανοιχτά για τη σύγκρουση αυτών των δυο σημαντικών αξιών, είναι εκτός των άλλων και μια άσκηση στην οποία πρέπει να μάθει να κάνει κάθε ανομοιογενής αλλά ανεκτική κοινότητα. Η πρακτική περιορισμού του λόγου θα πρέπει να εγκαταλείπεται.
Τα πανεπιστήμια επίσης θα πρέπει να καταδικάσουν την πρακτική των προειδοποιήσεων περιεχομένου έντονα και ανοιχτά. Θα πρέπει να επιδοκιμάσουν την έκθεση της Αμερικάνικης Ένωσης Καθηγητών Πανεπιστημίων πάνω σε αυτές τις προειδοποιήσεις, που αναφέρει: «Η υπόθεση ότι οι φοιτητές πρέπει να προστατεύονται αντί να προκαλούνται μέσα σε μια τάξη είναι εντελώς νηπιακή και στρέφεται ενάντια στην πνευματικότητα». Οι καθηγητές θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιούν τις προειδοποιήσεις περιεχομένου, αν θεωρούν ότι αυτό πρέπει να κάνουν, αλλά με το να αποθαρρύνεται ρητά αυτήν την πρακτική, τα πανεπιστήμια μπορούν να προφυλάξουν τα τμήματά τους απέναντι στις απαιτήσεις των φοιτητών για την έκδοση τέτοιων προειδοποιήσεων.
Τέλος, τα πανεπιστήμια θα πρέπει να αναστοχαστούν πάνω στις αξίες και τις δεξιότητες που επιθυμούν να μεταδώσουν στους φοιτητές. Σήμερα, πολλά προγράμματα σπουδών προσπαθώντας να προσελκύσουν την προτίμηση των πρωτοετών, καλλιεργούν τέτοιες ευαισθησίες σε υπέρτατο βαθμό. Το να μαθαίνουν οι φοιτητές να αποφεύγουν ακούσιες προσβλητικές συμπεριφορές είναι σημαντικό πράγμα, ειδικότερα όταν αυτοί προέρχονται από τόσο διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Αλλά θα πρέπει επίσης να μάθουν πώς να ζουν σε έναν κόσμο γεμάτο δυνητικές απειλές. Γιατί να μην εξοικειώνονται οι φοιτητές με τη γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία; Με δεδομένη την ύπαρξη αυξημένων ποσοστών ψυχικών παθήσεων, αυτό το απλό βήμα θα ήταν το πιο ανθρώπινο και υποστηρικτικό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιο πανεπιστήμιο. Το κόστος σε χρήμα και χρόνο είναι χαμηλό: Μερικές ομαδικές συναντήσεις μπορούν να συνδυαστούν με το διαδίκτυο και διάφορες άλλες εφαρμογές. Αλλά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποδώσει με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, μια κοινή ορολογία σχετικά με τις συλλογιστικές, τις κοινές διαταραχές, και τη σωστή χρήση των τεκμηρίων για τη συγκρότηση μιας άποψης, θα μπορούσε να ενθαρρύνει την κριτική σκέψη και την πραγματική συζήτηση. Θα συνέβαλε στην εκτόνωση της οργής που φαίνεται να έχει κατακλύσει κάποια πανεπιστήμια σήμερα, διευκολύνοντας τους φοιτητές να ανοίξουν περισσότερο τα μυαλά τους σε νέες ιδέες και ανθρώπους. Η μεγαλύτερη αφοσίωση στον τυπικό, δημόσιο διάλογο μέσα στα πανεπιστήμια, και στην πολιτική διαφοροποίηση των διδασκόντων μέσα στα τμήματα, θα συνεισέφεραν περαιτέρω σε αυτόν τον σκοπό.
Ο Τόμας Τζέφερσον (Thomas Jefferson), όταν ίδρυε το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, είπε:
Αυτό το ίδρυμα στηρίζεται στην απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπινου νου. Βρισκόμαστε εδώ γιατί δε φοβόμαστε να ακολουθούμε την αλήθεια οπουδήποτε κι αν αυτή μας οδηγήσει, και να μην ανεχόμαστε τα λάθη, εφόσον ο Λόγος αφήνεται ελεύθερος να τα αμφισβητήσει.
Πιστεύουμε ότι αυτό παραμένει –και θα παραμένει πάντα—η καλύτερη στάση που πρέπει να έχουν τα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Τα τμήματα, οι διοικήσεις τους, οι φοιτητές και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όλοι έχουν κάποιο ρόλο να παίξουν ώστε να επανέλθουν τα πανεπιστήμια στην ιστορική τους αποστολή.
Παράρτημα: Κοινές Γνωσιακές Στρεβλώσεις
Απόσπασμα από το βιβλίο των Robert L. Leahy, Stephen J. F. Holland, and Lata K. McGinn, Σχέδια θεραπείας και παρέμβασης για διαταραχές κατάθλιψης και άγχους (Treatment Plans and Interventions for Depression and Anxiety Disorders (2012)).
1. Διάβασμα της σκέψης των άλλων. Πιστεύεις ότι γνωρίζεις τι σκέφτεται ή αισθάνεται κάποιος άλλος παρά την έλλειψη επιβεβαίωσης ότι η υπόθεσή σου είναι αληθινή. «Νομίζει ότι είμαι αποτυχημένος.»
2. Μελλοντολογία. Τείνεις να προβλέπεις το μέλλον, προβλέποντας συνήθως ένα αρνητικό αποτέλεσμα. «Τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, ή προμηνύεται κίνδυνος.» «Θα αποτύχω στις εξετάσεις.» ή «Δεν θα πάρω τη δουλειά.»
3. Καταστροφολογία. Πιστεύεις ότι, ό,τι έχει συμβεί ή αυτό που θα συμβεί στο μέλλον, θα είναι τόσο άσχημο και αφόρητο, ανυπόφορο που δε θα το αντέξεις. «Εάν θα αποτύχω, δε θα το αντέξω.»
4. Ετικετοποίηση. Αποδίδεις γενικούς αρνητικούς χαρακτηρισμούς σε΄ σένα και στους άλλους. «Είμαι ανεπιθύμητος.» ή «Αυτός είναι κακός.»
5. Παράβλεψη της θετικής πλευράς. Ισχυρίζεσαι ότι τα θετικά πράγματα που εσύ ή οι άλλοι κάνουν είναι ασήμαντα. «Έτσι υποτίθεται ότι πρέπει να φέρονται οι παντρεμένες γυναίκες – οπότε το ότι μου φέρεται καλά, δεν μετράει.» ή «Αυτές οι επιτυχίες ήταν εύκολες, οπότε δεν μετράνε.»
6. Αρνητικό φιλτράρισμα. Επικεντρώνεσαι, σχεδόν αποκλειστικά, στα αρνητικά, και σπάνια παρατηρείς τα θετικά. «Κοίτα όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν με συμπαθούν.»
7. Υπεργενίκευση. Υπεργενικεύεις και καταλήγεις σε ένα αρνητικό συμπέρασμα που βασίζεται μόνο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό. «Αυτό γενικά μου συμβαίνει. Τείνω να αποτυγχάνω σε πολλά πράγματα.»
8. Ασπρόμαυρος τρόπος σκέψης ή Διχοτομημένο μοτίβο σκέψης. Ένα άτομο με διχοτομημένο μοτίβο σκέψης συνήθως βλέπει τα πράγματα είτε ως «άσπρα» ή ως «μαύρα». «Όλοι με απορρίπτουν.» ή «Ήταν τελείως χάσιμο χρόνου.»
9. Απόδοση κατηγοριών. Επικεντρώνεσαι σε κάποιον και τον θεωρείς ως πηγή των αρνητικών σου συναισθημάτων και αρνείσαι να αναλάβεις οποιαδήποτε ευθύνη για να αλλάξεις τον εαυτό σου. «Αυτή ευθύνεται για το πως νιώθω τώρα.» ή «Οι γονείς μου ευθύνονται για όλα μου τα προβλήματα.» «
10. Και αν; Ρωτάς συνεχώς τον εαυτό σου για το ‘και αν’ συμβεί κάτι, και δεν θα ικανοποιηθείς από τις απαντήσεις που θα λάβεις. «Ναι αλλά, και αν αγχωθώ;» ή «Και αν δε θα μπορέσω να αναπνεύσω λόγω φόβου;»
11. Συναισθηματική συλλογιστική. Αφήνεις τα συναισθήματά σου να καθοδηγήσουν την ερμηνεία σου για την πραγματικότητα. «Νιώθω θλιμμένος, γι’ αυτό και ο γάμος μου δεν πάει καλά.»
12. Ανικανότητα να αντικρούω. Απορρίπτεις κάθε ένδειξη ή επιχειρήματα που θα μπορούσαν να αντικρούσουν τα αρνητικά σου συναισθήματα. Για παράδειγμα, όταν έχεις τη σκέψη ότι κάνεις δε σε αγαπάει, θεωρείς άκυρη κάθε ένδειξη που δείχνει ότι οι άνθρωποι σε συμπαθούν. Συνεπώς, η σκέψη σου δεν μπορεί διαψευσθεί. «Αυτό δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Υπάρχουν βαθύτερα προβλήματα. Υπάρχουν άλλοι παράγοντες.»
Σημειώσεις
1 Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό TheAtlantic, Σεπτέμβριος 2015.
2 Ο ομοσπονδιακός νόμος Title IX, θεσπίστηκε στις ΗΠΑ το 1972, αφορά περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, και αναφέρει συγκεκριμένα: «Κανένα άτομο στις ΗΠΑ δεν πρέπει να αποκλείεται εξαιτίας του φύλου του από τη συμμετοχή και από τα οφέλη οποιουδήποτε εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο χρηματοδοτείται από ομοσπονδιακούς πόρους ή να υπόκειται σε διακρίσεις στο πλαίσιό του». [Σ.τ.μ.]
3 O Τσινούα Ατσέμπε, (Chinua Achebe, 16 Νοεμβρίου 1930 – 21 Μαρτίου 2013) ήταν Νιγηριανός συγγραφέας, ποιητής, πανεπιστημιακός και κριτικός. Το πρώτο του έργο Things Fall Apart (Τα πάντα γίνονται κομμάτια), (1958) συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των 100 καλύτερων βιβλίων όλων των εποχών που συντάχθηκε το 2002 από τη Νορβηγική Λέσχη του Βιβλίου. Στον Aτσέμπε απονεμήθηκε το βραβείο Διεθνές βραβείο Μπούκερ το 2007. Πηγή: Wikipedia [Σ.τ.μ.].
4 Ο Γκρέγκ Λουκιάνοφ είναι συνταγματικός δικαστής, πρόεδρος και διευθύνοντας σύμβουλος του Ιδρύματος για τα Ατομικά Δικαιώματα στην Εκπαίδευση, οργάνωση που υπερασπίζεται τον ελεύθερο λόγο και τις ακαδημαϊκές ελευθερίες μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ενώ έχει υπάρξει και συνήγορος σε φοιτητές και ιδρύματα που εμπλέκονται σε πολλά από τα περιστατικά που περιγράφει αυτό το άρθρο. Ο Τζόναθαν Χάιτ είναι κοινωνικός ψυχολόγος που μελετάει τους αμερικανικούς «πολιτισμικούς πολέμους».
μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς – επιμέλεια: Αλεξάνδρα Φουντουκίδου