από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Η αιφνίδια έλευση του πρόεδρου Πούτιν στην Αθήνα, για να επιταχύνει τις διαδικασίες κατασκευής του, περιβόητου πλέον, αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2006, έθεσε, πανηγυρικά, ενώπιον της ελληνικής κοινής γνώμης, το ζήτημα της επανεμφάνισης της Ρωσίας ως αποφασιστικού παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις, και στην περιοχή μας ειδικότερα, μετά από μία περίοδο σαφούς υποχώρησης και μακρόχρονης απουσίας. Ναι, είναι αλήθεια πλέον: οι Ρώσοι ξανάρχονται. Ήδη, για τους προσεκτικούς αναλυτές, αυτή η επιστροφή είχε προαναγγελθεί, σε ό,τι μας αφορά, από την άσκηση του ρωσικού βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, μαζί με την Κίνα, υπέρ των κυπριακών θέσεων, και με την πρόσφατη αγορά, μέσα στο καλοκαίρι, της «Ιντρακόμ» από την ρωσική εταιρεία «Σιστέμα». Ωστόσο η θεαματική κίνηση του Πούτιν έδωσε μια νέα βαρύτητα στη ρωσική «επιστροφή».
Η Ρωσία, ουσιαστικός παράγων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και των εσωτερικών πολιτικών και ιδεολογικών εξελίξεων, από την εποχή του… ύστερου Βυζαντίου, επανεμφανίζεται, μετά από μία έκλειψη τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνων. Διότι, ακόμα και όταν οι Έλληνες δεν διέθεταν δικό τους κράτος, όπως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, προσέβλεπαν στη Ρωσία, το «ξανθό ομόδοξο γένος», ως τον βασικό αρωγό τους στις προσπάθειες απελευθέρωσής τους. Στη Ρωσία θα διαμορφωθεί η «Φιλική Εταιρεία», ενώ η κάθοδος του ρωσικού στρατού το 1829, θα αποβεί καθοριστική για τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους. Παράλληλα, μέχρι τη δεκαετία του 1850, η Ρωσία υπήρξε σταθερός υποστηρικτής των ελληνικών θέσεων έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη συνέχεια, ακολουθεί μια μακρά περίοδος απομάκρυνσης, που θα διαρκέσει πολλές δεκαετίες. Στην πρώτη φάση, επειδή η ελληνική κυβέρνηση συντάχθηκε με τους Δυτικούς στον Κριμαϊκό Πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, η ρωσική πολιτική εγκαταλείπει την πολιτική της ενίσχυσης της Ορθοδοξίας και υιοθετεί μια πανσλαβιστική πολιτική υποστηρίζοντας τη Βουλγαρία. Μετά την πτώση του Τσάρου και την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Ελλάδα συμμετείχε στην εκστρατεία κατά της σοβιετικής εξουσίας, ενώ οι Σοβιετικοί, μετά το 1920, θα υποστηρίξουν τον Κεμάλ, με τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Τέλος, με αφορμή το «Μακεδονικό», θα στηρίζουν και πάλι τις βουλγαρικές θέσεις. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου Ελλάδα και Ρωσία ήταν σύμμαχες, η Ελλάδα θα βρεθεί σε αντίπαλο στρατόπεδο στον ψυχρό πόλεμο. Ωστόσο, η Σοβιετική Ένωση συχνά θα στηρίζει τις ελληνικές θέσεις στο Κυπριακό, απέναντι στους Αγγλοαμερικανούς και την Τουρκία.
Μετά την κατάρρευση του 1989, οι σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας ήταν καλές, αλλά χωρίς ιδιαίτερο βάθος, δεδομένης της καθολικής υποχώρησης της ρωσικής παρουσίας. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, μολονότι ανήκε σε διαφορετικό στρατόπεδο από την Ελλάδα, είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τους βαλκανικούς λαούς. Επέτρεψε την πλήρη αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας, την ενίσχυση του αλβανικού και, κυρίως, του τουρκικού εθνικισμού, την επέλαση των νατοϊκών δυνάμεων και την ένταξη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στο δυτικό στρατόπεδο. Ο περιβόητος «άξονας» Ελλάδας – Βουλγαρίας, για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας διελύθη, ενώ ενισχύθηκε ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας. Η καθολική έκλειψη της ρωσικής παρουσίας στην Ευρώπη υπήρξε ιδιαίτερα αρνητική για όλες τις δυνάμεις του ενδιάμεσου χώρου, όπως η Ελλάδα, διότι τις υποχρέωσε να υποταχθούν ολοκληρωτικά στην αμερικάνικη ηγεμονία. Εξ ίσου καταστρεπτική υπήρξε αυτή η έκλειψη και για τους αραβικούς λαούς, τους Παλαιστινίους κ.λπ. Οι δύο πόλεμοι εναντίον του Ιράκ μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν γιατί οι ΗΠΑ έμειναν η μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο.
Η νέα Ρωσία θα αναπτύξει ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με την Κύπρο, που αποτελεί ουσιώδη υποσταθμό των ρωσικών συμφερόντων, για το ξέπλυμα χρήματος, την μετακίνηση κεφαλαίων κ.λπ. Στο πολιτικό πεδίο, αυτές οι σχέσεις θα έχουν ως συνέπεια τη θετική για τα ελληνικά συμφέροντα στάση της Ρωσίας στο Σχέδιο Ανάν, ιδιαίτερα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, παρά την τεράστια άνοδο των ρωσο-τουρκικών οικονομικών σχέσεων.
Από τις αρχές της νέας χιλιετίας, και παρά την κρίση της, η Ρωσία επανακάμπτει ως μεγάλη ευρωπαϊκή ή ευρασιατική δύναμη, στηριγμένη στα ενεργειακά της αποθέματα, το στρατιωτικό πυρηνικό της οπλοστάσιο και την άνοδο της οικονομικής της ισχύος. Πράγματι, μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1998 και την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία, το ΑΕΠ αυξάνεται γύρω στο 6% τον χρόνο, και ήδη η Ρωσία είναι η τρίτη χώρα στον κόσμο, ως προς τα συναλλαγματικά αποθέματα. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Κίνας, χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ για την επανεμφάνισή της στο παγκόσμιο προσκήνιο και για να επιτύχει την αναστροφή των αρνητικών τάσεων στον άμεσο περίγυρό της. Οικοδομεί τη συμμαχία με την Κίνα, και εν μέρει με το Ιράν, προσπαθεί να συγκροτήσει πάλι έναν πόλο με τις πρώην χώρες της ΕΣΣΔ και να αποτρέψει την ένταξή τους στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Χαρακτηριστική είναι η αποχώρηση των Αμερικανών από τη βάση τους στο Ουζμπεκιστάν και η πρόσφατη απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης να παγώσει τις συνομιλίες για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Τέλος, επανεμφανίζεται στα Βαλκάνια και τη Δυτική Ευρώπη, και όχι μόνο με το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Οι ρωσικές εταιρείες κυριαρχούν στη χαλυβουργία και το αλουμίνιο, ενώ διεισδύουν και στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, όπως συνέβη ήδη και στην Ελλάδα.
Η έλευση του Πούτιν στην Ελλάδα σηματοδοτεί ένα νέο βήμα στην πολιτική της ρωσικής επαναδραστηριοποίησης. Η ρωσική εξουσία αποφασίζει να πιέσει ανοικτά την ελληνική και τη βουλγαρική κυβέρνηση, να επισπεύσουν τις διαδικασίες και να αγνοήσουν τις ατλαντικές σειρήνες. Και η πιθανή τελική υπογραφή των συμφωνιών θα μεταβάλει τους Ρώσους σε «στρατηγικούς» εταίρους όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Βουλγαρίας. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία θα γίνουν σύντομα μέλη της Ε.Ε., οι σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης εισέρχονται σε μια μακρά περίοδο κρίσης, ενώ παράλληλα ενισχύονται οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δυτική Ευρώπη – όπως έδειξε και η συνάντηση Πούτιν-Σιράκ-Μέρκελ τον Σεπτέμβριο. Κατά συνέπεια, αυξάνονται οι δυνατότητες επιλογών από χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν τη δυνατότητα να σπάσουν τον μονομερή εγκλωβισμό τους στον Ατλαντισμό.
Στο αφιέρωμα του Άρδην επιμένουμε κυρίως στις γεωπολιτικές διαστάσεις –και συνέπειες– αυτού του μετασχηματισμού, ενώ παρουσιάζονται και όψεις των εσωτερικών αλλαγών στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνίας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνέντευξη του Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν, που κηρύττει την ανάγκη μιας συστράτευσης για τη «σωτηρία του έθνους», καθώς και το άρθρο του Τζωρτζ Φρήντμαν για την αντιμετώπιση της ρωσικής επιστροφής, που εκφράζει τις θέσεις των ηγετικών κύκλων των ΗΠΑ. Η συνέντευξη του Σολτζενίτσιν, για όσους γνωρίζουν τα κείμενά του, αποτελεί μια στροφή προς μία θέση περισσότερο ισορροπημένη και λιγότερο κινδυνολογική, με ψήγματα αισιοδοξίας σε αντίθεση με τις παλαιότερες, απόλυτα απαισιόδοξες, αντιλήψεις του. Ο Γιώργος Ρακκάς παρουσιάζει το χρονικό της «επιστροφής», μετά την «καθίζηση» της δεκαετίας του 1990.
Η Φιόνα Χιλ αναλύει την μεταβολή της Ρωσίας σε «ενεργειακή υπερδύναμη», και την «αναγέννηση της Ρωσίας» ενώ η Άλισον Γουέϊρ καταδεικνύει τις σχέσεις των “ολιγαρχών”, που συγκρούστηκαν με τον Πούτιν, με το Ισραήλ. Ακόμα και σήμερα μια ομάδα τριάντα περίπου επιχειρήσεων ελέγχει το 30% της ρωσικής οικονομίας. Και όμως η εποχή της απόλυτης κυριαρχίας των ολιγαρχών, που σφράγισε την εποχή Γιέλτσιν και τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Πούτιν έχει πλέον παρέλθει. Το κράτος έχει «επιστρέψει» και ελέγχει μεγάλο μέρος της οικονομίας, ενώ οι σημαντικότεροι «ολιγάρχες» βρίσκονται ή στη φυλακή ή στο εξωτερικό. Ο Φάνης Μαλκίδης παρουσιάζει τις σχέσεις Ρωσίας-Ισλάμ, ενώ υπάρχει και μια σειρά μικρότερων κειμένων για τα πολιτικά κόμματα, τις ελληνορωσικές σχέσεις, τη ρωσική οικονομία, τον συνδικαλισμό, τον ρωσικό κινηματογράφο κ.λπ. Πάντως, είναι σίγουρο πως τα επόμενα χρόνια θα υποχρεωθούμε να μιλάμε πολύ συχνότερα για τη Ρωσία.