του Γ. Βάλτερ, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Μετά τη κρίση της δεκαετίας του ’90, η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα εμφανίζεται σαν περίοδος αναγέννησης της ρωσικής οικονομίας. Υποστηριζόμενη από τις τιμές του πετρελαίου, η ρωσική ανάπτυξη χρωστά τον δυναμισμό της στη ζωτικότητα της εσωτερικής ζήτησης και ιδιαίτερα στην κατανάλωση των νοικοκυριών.
Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης στη Ρωσία έφτασε το 7% την περίοδο 1999-2005. Κανείς παρατηρητής δεν μπορούσε να στοιχηματίσει για μια τέτοια εξέλιξη μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1998. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη βασίζεται σε προφανείς παράγοντες. Τον πρώτο καιρό, την επαύριο της χρηματιστηριακής κρίσης του Αυγούστου 1998 και μέχρι τα μέσα του 2002, δύο ήταν οι κύριοι παράγοντες. Από τη μια μεριά, η ισχυρή υποτίμηση του ρουβλίου αναζωογόνησε μηχανικά ένα μεγάλο μέρος των Ρώσων παραγωγών, που ήταν αδύνατο μέχρι τότε να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των εισαγομένων, σε χαμηλότερες τιμές προϊόντων. Από την άλλη μεριά, οι διεθνείς τιμές των πρώτων υλών άρχισαν να αυξάνονται σημαντικά. Η πρώτη φάση, λοιπόν, της ανάπτυξης οφείλεται βασικά στην άνοδο της εξωτερικής ζήτησης: μείωση του όγκου των εισαγωγών (στο ένα τρίτο ανάμεσα στο 1997 και 1999) και αύξηση της αξίας των εξαγωγών (διπλασιασμός την περίοδο 1998-2003).
Είναι δύσκολο όμως να συνδυάσεις το υπερτιμημένο νόμισμα με το έντονα πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Από το 2002, όσο τα διεθνή αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας αυξάνονται με κανονικό ρυθμό, τόσο το ρούβλι ανατιμάται σε πραγματικές τιμές. Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου 2005, ο Υπουργός Οικονομικών Αλεξέι Κούντριν δηλώνει ότι η πραγματική σχέση του ρωσικού νομίσματος με το δολάριο έφτασε στο επίπεδο που είχε πριν τη κρίση του 1998.
Αν αυτή η ανατίμηση του ρουβλίου ζημιώνει την ανταγωνιστικότητα των Ρώσων παραγωγών, παράλληλα αποτελεί κι ένα από τα κλειδιά της ισχυρής αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων του πληθυσμού. Εδώ εδράζεται ένας από τους δυο πυλώνες του σημερινού boom της κατανάλωσης στη Ρωσία.
Ο συνδυασμός της εισόδου σημαντικών κεφαλαίων, της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, του ελεγχόμενου πληθωρισμού και της τακτικής αύξησης των ονομαστικών μισθών, επέτρεψε τη σημαντική άνοδο των οικονομικών πόρων του πληθυσμού. Μέσα σε 3 χρόνια, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε δολάρια, τριπλασιάστηκε σε πραγματικές τιμές. Η τάση για κατανάλωση παραμένει υψηλή (70% του συνόλου των δαπανών των νοικοκυριών) και οι δαπάνες κατανάλωσης ανά κεφαλή αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό. Ταυτόχρονα, η πραγματική ανατίμηση του ρουβλίου έδωσε τη δυνατότητα στα νοικοκυριά να αυξήσουν σημαντικά τις δαπάνες κατανάλωσης εισαγόμενων προϊόντων. Η κατανάλωση αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό πάνω από 10%, εδώ και 5 χρόνια.
Αυτό η καταναλωτική «Άνοιξη» θα έχει διάρκεια; Πολλοί λόγοι μας κάνουν να δίνουμε καταφατική απάντηση στο ερώτημα. Πρώτον, η κατανάλωση συνδέεται με τη διαφορά βιοτικού επιπέδου σε σχέση με τη Δύση, η οποία δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί. Κατά τη σοβιετική περίοδο, οι Ρώσοι δεν είχαν πρόσβαση στην κατανάλωση. Μετά, αντιμετώπισαν φαινόμενα γενικευμένης ένδειας σαν αποτέλεσμα των νομισματικών και οικονομικών κρίσεων της δεκαετίας του 90. Κατά συνέπεια, οι Ρώσοι δεν διψάνε μόνο για κατανάλωση, αλλά δείχνουν και μια μεγαλύτερη σιγουριά καταναλώνοντας περισσότερο παρά αποταμιεύοντας.
Το χαμηλό επίπεδο φορολογίας των νοικοκυριών παίζει επίσης θετικό ρόλο. Ο φόρος εισοδήματος των φυσικών προσώπων παραμένει στο 13% μόνο και ο Φ.Π.Α. μειώθηκε από 20% σε 18%. Αυτό απελευθερώνει εισοδήματα για κατανάλωση από τα νοικοκυριά.
Τέλος, η επέκταση των καταναλωτικών δανείων παίζει αυξανόμενο ρόλο. Το συνολικό ποσό των δανείων σε φυσικά πρόσωπα τετραπλασιάστηκε τα δυο τελευταία χρόνια, πράγμα που επιτρέπει στα ρώσικα νοικοκυριά να έχουν πρόσβαση σε νέα καταναλωτικά προϊόντα και ταυτόχρονα να διατηρούν τη καθημερινή κατανάλωση. Η επέκταση των δανείων προορίζεται να διαρκέσει, μια και βρίσκεται στην καρδιά της στρατηγικής των τραπεζών.
Βέβαια, υπάρχουν μια σειρά προβληματισμοί που σκιάζουν τη σημερινή αισιοδοξία. Η σημαντική ανισότητα του πλούτου και η απουσία καθαρών μηχανισμών αναδιανομής, δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ακόμα μαζική η αγορά των καταναλωτικών αγαθών.
Πολύ πιο ανησυχητική είναι η δημογραφική κατάσταση. Ο ρωσικός πληθυσμός μειώνεται εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, μπορεί να πέσει από το σημερινό του επίπεδο των 144 εκ. κατοίκων, στο επίπεδο των 70-100 εκ. κατοίκων το 2050. Αυτή η τάση μπορεί βέβαια να ανατραπεί, αλλά σίγουρα θα επηρεάσει τη μελλοντική εξέλιξη του ρυθμού της κατανάλωσης.
Μετάφραση:
Ιωάννης Πραμαγκιούλης