της Λ. Ντημπ, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Στον Λίβανο, οι σχέσεις κράτους-κοινωνίας στηρίζονται στη θρησκευτική πίστη και η εξουσία όπως και οι θέσεις της κυβέρνησης προσδιορίζονται από αυτήν. Σήμερα, υπάρχουν στη χώρα 18 επίσημα αναγνωρισμένες εθνο-θρησκευτικές κοινότητες. Ο αρχικός καταμερισμός, όπως καθορίστηκε από το άγραφο Εθνικό Σύμφωνο του 1943, ανάμεσα στους Χριστιανούς Μαρωνίτες και τους Μουσουλμάνους Σουνίτες, στα τέλη της γαλλικής επικυριαρχίας, έδινε αυξημένες εξουσίες σε έναν Χριστιανό Μαρωνίτη Πρόεδρο και σε έναν Σουνίτη Πρωθυπουργό, αφήνοντας σε σχετικά αδύναμη θέση μέσα στο Κοινοβούλιο τους Σιίτες. Οι υπόλοιπες κυβερνητικές θέσεις και τα αξιώματα διανεμήθηκαν σε αναλογία 5:6 για τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους αντίστοιχα. Αυτές οι ρυθμίσεις υποτίθεται ότι συμβάδιζαν με τις πληθυσμιακές αναλογίες σύμφωνα με την απογραφή του 1932, την τελευταία απογραφή που πραγματοποιήθηκε στη χώρα.
Αυτό το σύστημα παρέμεινε στατικό, διότι δεν λάμβανε υπόψη του τις δημογραφικές αλλαγές. Καθώς ο σιιτικός πληθυσμός αυξανόταν ραγδαία σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες, η ακαμψία του συστήματος επιδείνωνε την υπο-αντιπροσώπευση των Σιιτών στην κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, η ένταξη σε μία θρησκευτική κοινότητα μεταβλήθηκε σε μέσο για να αποκτήσει κανείς πρόσβαση στους κρατικούς πόρους, αφού η κυβέρνηση κατηύθυνε τους πόρους σε θρησκευτικά δίκτυα πρόνοιας και ιδρύματα, όπως σχολεία και νοσοκομεία. Καθώς οι Σιίτες υπο-αντιπροσωπεύονταν στην κυβέρνηση, δεν είχαν τη δυνατότητα να διοχετεύουν αρκετούς πόρους στην κοινότητά τους, γεγονός που αύξανε δυσανάλογα τη φτώχια τους. Η κατάσταση αυτή επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι οι σιιτικές θέσεις στο Κοινοβούλιο ήταν συνήθως κατειλημμένες από γαιοκτήμονες ή άλλα μεμονωμένα μέλη της ανώτερης τάξης.
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, το μεγαλύτερο ποσοστό του σιιτικού πληθυσμού στον Λίβανο διέμενε σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στον νότο και στην κοιλάδα Μπεκάα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν υποβαθμισμένες σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα. Με την εφαρμογή ενός εκσυγχρονιστικού προγράμματος κατασκευής οδικών δικτύων και ανάπτυξης εμπορευματικών καλλιεργειών, πολλοί μουσουλμάνοι Σιίτες μετανάστευσαν στη Βηρυτό και εγκαταστάθηκαν στα υποβαθμισμένα προάστια γύρω από την πρωτεύουσα. Η ραγδαία αστικοποίηση, που προέκυψε με την ενσωμάτωση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, βάθυνε ακόμη περισσότερο τις οικονομικές ανισότητες στον Λίβανο.
Οι απαρχές
Αρχικά, αυτός ο αυξανόμενος αστικός πληθυσμός των φτωχών, κατά κύριο λόγο, Σιιτών του Λιβάνου δεν κινητοποιήθηκε με βάση τη θρησκευτική του ένταξη. Στη δεκαετία του ’60 και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο πληθυσμός αυτός αποτέλεσε ένα μεγάλο μέρος των οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος του Λιβάνου και του Σοσιαλιστικού Εθνικιστικού Κόμματος της Συρίας. Αργότερα, στη δεκαετία του ’70, ο Σαΐντ Μούσα αλ-Σαντρ, ένας χαρισματικός κληρικός που είχε σπουδάσει στην ιερή πόλη του Ιράκ, Νατζάφ, άρχισε να αμφισβητεί την ένταξη της σιιτικής νεολαίας στα αριστερά κόμματα. Ο Αλ-Σαντρ δημιούργησε το «Το Κίνημα των Στερημένων», που επικεντρώθηκε στην κατάκτηση πολιτικών δικαιωμάτων για όσους τα στερούνταν μέσα στη λιβανέζικη πολιτεία. Ένα στρατιωτικό σκέλος αυτού του κινήματος, η Αμάλ, ιδρύθηκε κατά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο, το 1975.
Στην περίοδο 1978 και 1982, μια αλληλουχία γεγονότων ενίσχυσε αναδυόμενο σιιτικό κίνημα και το αποξένωσε ακόμα περισσότερο από τα αριστερά κόμματα: οι δύο ισραηλινές εισβολές στον Λίβανο, η ανεξήγητη εξαφάνιση του Μούσα Αλ-Σαντρ και η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν. Το 1978, ενώ βρισκόταν σε επίσκεψη στη Λιβύη, ο Αλ-Σαντρ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και, αμέσως μετά, η δημοτικότητά του ανέβηκε κατακόρυφα. Το ίδιο έτος, προκειμένου να απωθήσει τους μαχητές της Ο.Α.Π., που τότε είχε τη βάση της στο Λίβανο, το Ισραήλ εισέβαλε στον νότιο Λίβανο εκτοπίζοντας 250.000 ανθρώπους. Η αρχική συνέπεια αυτών των δύο γεγονότων ήταν η αναζωογόνηση της Αμάλ, δεδομένου ότι οι εθνοφρουροί της πολεμούσαν τους αντάρτες της Ο.Α.Π. στον νότιο Λίβανο.
Την επόμενη χρονιά, η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν αναδείκνυε ένα νέο υπόδειγμα για τους σιίτες Μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο, προσφέροντας μια εναλλακτική κοσμοθεώρηση απέναντι στον δυτικό φιλελεύθερο καπιταλισμό, διαφορετική από εκείνη της Αριστεράς.
Το τελευταίο, και αναμφίβολα σημαντικότερο, γεγονός ήταν η δεύτερη ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο, τον Ιούνιο του 1982. Αυτή τη φορά, τα ισραηλινά στρατεύματα, έχοντας στόχο να εκδιώξουν εξ ολοκλήρου την Ο.Α.Π. από τον Λίβανο, προχώρησαν στον Βορρά και πολιόρκησαν τη δυτική Βηρυτό. Δεκάδες χιλιάδες Λιβανέζοι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια της εισβολής και άλλοι 450.000 εκτοπίστηκαν. Στις 16-18 Σεπτεμβρίου του 1982, υπό την προστασία και την καθοδήγηση του ισραηλινού στρατιωτικού και μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, η πολιτιφυλακή των Λιβανέζων Φαλαγγιτών εισέβαλε στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα, στη Βηρυτό, όπου βίασε, σκότωσε και ακρωτηρίασε χιλιάδες πρόσφυγες. Περίπου το ένα τέταρτο αυτών των προσφύγων ήταν Σιίτες Λιβανέζοι που είχαν τραπεί σε φυγή από τις βιαιοπραγίες στον Νότο.
Μετά από τα γεγονότα του 1982, πολλά εξέχοντα μέλη της Αμάλ εγκατέλειψαν το κόμμα, το οποίο είχε επικεντρωθεί σε πελατειακές πρακτικές και είχε απομακρυνθεί από τους αγώνες εναντίον της φτώχιας και της ισραηλινής κατοχής. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν στον νότο, στην κοιλάδα Μπεκάα και στα προάστια της Βηρυτού διάφορες μικρές, ένοπλες ομάδες νέων, συσπειρωμένες κάτω από τη σημαία του Ισλάμ. Αυτές οι ομάδες αφιερώθηκαν στην πάλη ενάντια στα ισραηλινά στρατεύματα κατοχής και συμμετείχαν, επίσης, στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, στον οποίο είχαν ήδη εμπλακεί πάνω από 15 πολιτοφυλακές και στρατιωτικές ομάδες. Τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση και τον εξοπλισμό στις σιιτικές πολιτοφυλακές προσέφερε το Ιράν. Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι ομάδες συνασπίστηκαν στη Χεζμπολά, αν και η επίσημη ύπαρξη του «Κόμματος του Θεού» και της ένοπλης πτέρυγάς του, της Ισλαμικής Αντίστασης, δεν αναγγέλθηκε παρά στις 16 Φεβρουαρίου 1985, σε μια «ανοιχτή επιστολή προς τους καταπιεζόμενους στον Λίβανο και στον υπόλοιπο κόσμο».
Δομή και ηγεσία
Από το 1985, η Χεζμπολά έχει αναπτύξει μια σύνθετη εσωτερική δομή. Στη δεκαετία του ’80, δημιουργήθηκε το συμβούλιο των θρησκευτικών ηγετών, Μάτζλις αλ Σούρα. Αυτό το 7μελές συμβούλιο περιελάμβανε τομείς που αναφέρονταν στα διάφορα επίπεδα λειτουργίας της ομάδας, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, δικαστικών, κοινωνικών, πολιτικών και στρατιωτικών επιτροπών. Δημιουργήθηκαν, επίσης, τοπικά περιφερειακά συμβούλια στη Βηρυτό, στη Μπεκάα και στον Νότο. Προς το τέλος του εμφύλιου πολέμου, δεδομένου ότι η Χεζμπολά άρχισε να διεισδύει στους κρατικούς πολιτικούς μηχανισμούς, ιδρύθηκαν δύο άλλα όργανα λήψης αποφάσεων, ένα Εκτελεστικό Συμβούλιο και ένα Πολιτικό Γραφείο.
Ο Σαΐντ Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλα περιγράφεται συχνά ως «πνευματικός ηγέτης» της Χεζμπολά. Παρόλο που τόσο ο Φαντλάλα όσο και το κόμμα αρνούνταν πάντα αυτή τη σχέση, εντούτοις, στην πραγματικότητα, για μια περίοδο, υπήρξε σοβαρή διάσταση μεταξύ τους σχετικά με τη φύση του σιιτικού ισλαμικού θεσμού της marja ’iyya. (και την ανάδειξη των πνευματικών ηγετών). Ο Φαντλάλα θεωρεί ότι οι μελετητές της θρησκείας πρέπει να εργάζονται μέσω πολλαπλών θεσμών και δεν θα πρέπει να προσχωρούν σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα ή να συμμετέχουν στις κοσμικές υποθέσεις. Με αυτές τις πεποιθήσεις είναι κοντά στην παραδοσιακή νομολογία του σιιτισμού και μακριά από την έννοια του velayat-e faqih (της κυβέρνησης των κληρικών) που διακηρύχθηκε από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί του Ιράν.
Η Χεζμπολά και το ανώτατο θρησκευτικό συμβούλιο των Μάτζλις αλ Σούρα, επίσημα, ακολουθούν τον Αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ, που διαδέχτηκε τον Χομεϊνί ως ανώτατος ηγέτης της ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, αλλά, μεμονωμένα, οι οπαδοί ή τα μέλη του κόμματος είναι ελεύθεροι να επιλέξουν ποιον πνευματικό ηγέτη (marja) θα ακολουθήσουν, και πολλοί ακολουθούν τον Φαντλάλα αντί του Χαμενεΐ. Έτσι, πολιτική ένταξη και θρησκευτική υπακοή είναι δύο διαφορετικά ζητήματα που μπορεί να συμπίπτουν ή όχι στο ίδιο άτομο.
Ο Σαΐντ Χασάν Νασράλα είναι ο σημερινός πολιτικός ηγέτης της Χεζμπολά. Ενώ είναι και θεολόγος και έχει επίσης σπουδάσει στη Νατζάφ, δεν βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλή βαθμίδα για να είναι ένας ανώτερος πνευματικός ηγέτης (marja‘ al-taqlid) και είναι θρησκευτικός οπαδός του Χαμενεΐ. Ο Νασράλα έγινε Γενικός Γραμματέας της Χεζμπολά το 1992, όταν οι Ισραηλινοί δολοφόνησαν τον προκάτοχό του, Σαΐντ Αμπάς Αλ-Μουσαουί, μαζί με τη σύζυγο και τον πεντάχρονο γιο του. Ο Νασράλα θεωρείται ευρέως στον Λίβανο ως ένας ηγέτης που «λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους» –ακόμη και από εκείνους που διαφωνούν με την ιδεολογία και τις ενέργειες του κόμματος. Υπό την ηγεσία του, η Χεζμπολά έδωσε μεγαλύτερη προσοχή στην νόμιμη πολιτική δράση και άρχισε να συμμετέχει στις εκλογές, μια απόφαση που αποξένωσε ορισμένους σκληροπυρηνικούς κληρικούς της ηγεσίας του κόμματος.
Χεζμπολά και Ηνωμένες Πολιτείες
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Χεζμπολά συνδέεται με τις βομβιστικές επιθέσεις στην αμερικανική πρεσβεία (1983), στις αμερικανικές ναυτικές βάσεις και στην υπό γαλλική ηγεσία πολυεθνική δύναμη της Βηρυτού. Ο δεύτερος βομβαρδισμός οδήγησε στην άμεση αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τον Λίβανο. Η οργάνωση συνδέεται, επίσης, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, με τις απαγωγές δυτικών στον Λίβανο και την «κρίση» των ομήρων που οδήγησε στην υπόθεση Ιράν-Κόντρας, με την αεροπειρατεία στο αεροσκάφος της TWA (1985) και με τις βομβιστικές επιθέσεις στην πρεσβεία και στο πολιτιστικό κέντρο του Ισραήλ, στο Μπουένος Άιρες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Για τους λόγους αυτούς, η Χεζμπολά συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Δεν είναι, όμως, ούτε ακριβές ούτε συνετό να απορρίπτεται η Χεζμπολά ως «τρομοκρατική οργάνωση». Κατ’ αρχάς, η στρατιωτική δραστηριότητα της Χεζμπολά έχει ως βασικό της στόχο να σταματήσει την ισραηλινή κατοχή στον νότιο Λίβανο. Μετά την ισραηλινή αποχώρηση, τον Μάιο του 2000, η οργάνωση δρα σε μεγάλο βαθμό μέσα στα πλαίσια των σιωπηρών αλλά αμοιβαία αποδεκτών «κανόνων του παιχνιδιού», συνεχίζοντας τις χαμηλής έντασης συνοριακές αψιμαχίες με το Ισραήλ αλλά αποφεύγοντας να δημιουργεί θύματα μεταξύ των αμάχων. Επιπλέον, η Χεζμπολά, με τα χρόνια, έχει αλλάξει σημαντικά από το ξεκίνημά της και έχει εξελιχθεί σε ένα νόμιμο λιβανέζικο πολιτικό κόμμα αλλά και σε μια οργάνωση που καλύπτει αναρίθμητους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας.
Ένας ακόμη λόγος που η Χεζμπολά συγκαταλέγεται στον αμερικανικό κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων αφορά στη σύνδεση της οργάνωσης με πολυάριθμες «επιθέσεις αυτοκτονίας» ή «ενέργειες μαρτύρων». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνο σε δώδεκα από τις εκατοντάδες στρατιωτικές επιχειρήσεις που ανέλαβε η ομάδα κατά τη διάρκεια της ισραηλινής εισβολής και κατοχής στον Λίβανο υπήρξε σκόπιμος θάνατος κάποιου μαχητή της Χεζμπολά. Τουλάχιστον οι μισές από τις «επιθέσεις αυτοκτονίας» ενάντια στις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής στον Λίβανο πραγματοποιήθηκαν από μέλη κοσμικών και αριστερών κομμάτων.
Αντίσταση, πολιτική και κανόνες του παιχνιδιού
Το 1985, το Ισραήλ αποσύρθηκε από το μεγαλύτερο μέρος του Λιβάνου αλλά συνέχισε να κατέχει τη νότια ζώνη της χώρας, ελέγχοντας περίπου το 10% του Λιβάνου με ισραηλινά στρατεύματα αλλά και με μια εντεταλμένη λιβανέζικη πολιτοφυλακή, τον Στρατό του Νότιου Λιβάνου (SLA). Αν και υπήρχαν κι άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, η Ισλαμική Αντίσταση της Χεζμπολά είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον αντικατοχικό αγώνα. Το κόμμα ανέλαβε, επίσης, δράση για να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα των Σιιτών στην πολιτική σκηνή του Λιβάνου.
Ο λιβανέζικος εμφύλιος πόλεμος τερματίστηκε το 1990, μετά από την υπογραφή της Συνθήκης Ta’if, το 1989. Η συνθήκη Ta’if επανεπιβεβαίωσε μια παραλλαγή του Εθνικού Συμφώνου, παραχωρώντας μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας στον πρωθυπουργό και αυξάνοντας τον αριθμό των μουσουλμανικών εδρών στην κυβέρνηση. [ ]
Οι πιο επιφυλακτικές εκτιμήσεις αναφέρουν ότι, με το τέλος του εμφύλιου πολέμου, οι Σιίτες μουσουλμάνοι ανέρχονταν τουλάχιστον στο ένα τρίτο του πληθυσμού, γεγονός που τους καθιστούσε τη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, είναι πολύ περισσότεροι.
Όταν πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στον Λίβανο, το 1992, πολλές από τις διάφορες πολιτοφυλακές (που, συχνά, είχαν προκύψει από τους κόλπους πολιτικών κομμάτων) συμμετείχαν στις εκλογές. Η Χεζμπολά επέλεξε, επίσης, να συμμετάσχει, δηλώνοντας ρητά την πρόθεσή της να αναλάβει δράση μέσα στο υπάρχον πολιτικό σύστημα του Λιβάνου, ενώ παράλληλα διατηρούσε τα όπλα της για να συνεχίσει τον ανταρτοπόλεμο ενάντια στην ισραηλινή κατοχή στον νότιο Λίβανο, όπως επιτρεπόταν από τη συνθήκη Ta’if. Σε εκείνες τις πρώτες εκλογές, το κόμμα της Χεζμπολά κέρδισε οκτώ έδρες, γεγονός που την κατέστησε το μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα μέσα στο Κοινοβούλιο που απαρτιζόταν από 128 έδρες, ενώ οι σύμμαχοί της κέρδισαν επιπρόσθετα τέσσερις έδρες. Μετά από αυτό, η Χεζμπολά απέκτησε τη φήμη –ακόμη και ανάμεσα σ’ εκείνους που διαφωνούν έντονα με την ιδεολογία της– ότι ήταν ένα «καθαρό» πολιτικό κόμμα και ικανό τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Αυτή η φήμη είναι ιδιαίτερα σημαντική στον Λίβανο όπου η διαφθορά της κυβέρνησης θεωρείται γεγονός, οι πελατειακές σχέσεις είναι ο κανόνας και οι πολιτικές θέσεις είναι συνήθως κληρονομικές. Ως κοινωνική ομάδα, οι Λιβανέζοι βουλευτές είναι το πλουσιότερο νομοθετικό σώμα στον κόσμο. [ ]
Η κατοχή του νοτίου Λιβάνου ήταν δαπανηρή για το Ισραήλ. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Εχούντ Μπάρακ, το 1999 έδωσε μια σειρά υποσχέσεων για αποχώρηση και αργότερα ανήγγειλε ότι αυτή θα πραγματοποιούνταν μέχρι τον Ιούλιο του 2000. Ενάμιση μήνα πριν από αυτή την προθεσμία και μετά τις λιποταξίες του Στρατού του Νοτίου Λιβάνου (Σ.Ν.Λ.) και την κατάρρευση των πιθανών διαπραγματεύσεων με τη Συρία, ο Μπάρακ διέταξε μία χαοτική αποχώρηση από τον Λίβανο που ξάφνιασε πολλούς. [ ] Πολλοί προέβλεψαν ότι η αναρχία, η θρησκευτική βία και το χάος θα αναπλήρωναν το κενό που άφησαν πίσω τους οι ισραηλινές δυνάμεις κατοχής και ο Σ.Ν.Λ., ο οποίος κατέρρευσε αμέσως μετά την αποχώρηση του Ισραήλ. Αυτές οι προβλέψεις διαψεύσθηκαν καθώς η Χεζμπολά διατήρησε την τάξη στην παραμεθόρια περιοχή.
Παρά την αποχώρηση, οι εδαφικές διαφορές συνεχίζονται για τα αγροκτήματα του Σεμπάα, μια συνοριακή περιοχή 50 τετρ. χλμ., η οποία παραμένει υπό ισραηλινή κατοχή.
Και οι δύο πλευρές, περιστασιακά, έχουν παραβιάσει τους «κανόνες του παιχνιδιού», αν και οι εκθέσεις παρατηρητών του Ο.Η.Ε., σχετικά με τον αριθμό των συνοριακών παραβιάσεων, διαπιστώνουν ότι το Ισραήλ παραβιάζει τα συμφωνημένα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών δέκα φορές πιο συχνά από τη Χεζμπολά. Οι ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις έχουν απαγάγει Λιβανέζους βοσκούς και ψαράδες. Η Χεζμπολά απήγαγε έναν Ισραηλινό επιχειρηματία στον Λίβανο, τον Οκτώβριο του 2000, με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος. Τον Ιανουάριο του 2004, με τη βοήθεια Γερμανών μεσολαβητών, η Χεζμπολά και το Ισραήλ κατέληξαν σε συμφωνία βάσει της οποίας το Ισραήλ απελευθέρωσε εκατοντάδες Λιβανέζους και Παλαιστίνιους κρατούμενους με αντάλλαγμα τον επιχειρηματία και τις σωρούς τριών Ισραηλινών στρατιωτών. Αλλά την τελευταία στιγμή, οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι αψήφησαν την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και αρνήθηκαν να παραδώσουν τους τελευταίους τρεις Λιβανέζους κρατούμενους, μεταξύ των οποίων βρισκόταν ο αρχαιότερος κρατούμενος, ο Σαμίρ αλ-Καντάρ, που βρισκόταν στη φυλακή επί 27 χρόνια για τη δολοφονία τριών Ισραηλινών που είχαν παραβιάσει τα σύνορα.
Ο εθνικισμός της Χεζμπολά
Όπως αναφέρθηκε, η Χεζμπολά ακολουθεί επίσημα τον Χαμενεΐ ως ανώτατο πνευματικό ηγέτη του κόμματος (marja‛) και έχει διατηρήσει μια θερμή σχέση με το Ιράν η οποία χρονολογείται από τη δεκαετία του ’80, όταν το Ιράν βοήθησε στην εκπαίδευση και τον εξοπλισμό της πολιτοφυλακής. Η Χεζμπολά συσκέπτεται με τους Ιρανούς ηγέτες και λαμβάνει ένα απροσδιόριστο ποσό οικονομικής ενίσχυσης. Το Ιράν συνεχίζει, επίσης, τη στρατιωτική ενίσχυση στην Ισλαμική Αντίσταση, που περιλαμβάνει και κάποιους από τους πυραύλους του οπλοστασίου της πολιτοφυλακής. Αυτή η σχέση, εντούτοις, δεν σημαίνει ότι το Ιράν υπαγορεύει τις πολιτικές θέσεις ή τις αποφάσεις της Χεζμπολά ή ότι έχει, απαραίτητα, τη δυνατότητα να ελέγχει τις ενέργειες του κόμματος. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες του Ιράν να εμφυσήσουν στους Σιίτες του Λιβάνου μια παν-σιιτική ταυτότητα, που θα έχει κέντρο το Ιράν, προσέκρουσαν στην αραβική ταυτότητα και στον αυξανόμενο λιβανέζικο εθνικισμό της ίδιας της Χεζμπολά.
Ένα παρόμοιο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί και σε σχέση με τη Συρία, η οποία θεωρείται συχνά τόσο στενά συνδεδεμένη με τη Χεζμπολά ώστε η πολιτοφυλακή του κόμματος να αποκαλείται το «Λιβανέζικο Ατού» της Συρίας στις προσπάθειές της να επανακτήσει τα Υψίπεδα του Γκολάν από το Ισραήλ. Ενώ το κόμμα της Χεζμπολά διατηρεί καλές σχέσεις με τη συριακή κυβέρνηση, η Συρία δεν ελέγχει ούτε υπαγορεύει τις αποφάσεις ή τις ενέργειες της Χεζμπολά. Οι αποφάσεις του κόμματος λαμβάνονται ανεξάρτητα, σύμφωνα με τις απόψεις της Χεζμπολά για τα συμφέροντα του Λιβάνου αλλά και τα συμφέροντα του κόμματος μέσα στην πολιτική σκηνή του Λιβάνου. [ ]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Χεζμπολά είναι ένα εθνικιστικό κόμμα. Όμως, ο εθνικισμός της διαφέρει από πολλών άλλων στον Λίβανο, ειδικά από τον φοινικικής προέλευσης εθνικισμό που έχει ενστερνιστεί η χριστιανο-μαρωνίτικη δεξιά, αλλά και από τον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό του κόμματος του Σαάντ Χαρίρι που υποστηρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Χεζμπολά προβάλλει έναν εθνικισμό ο οποίος βλέπει τον Λίβανο σαν ένα αραβικό κράτος που δεν μπορεί να κρατά αποστάσεις από ζητήματα όπως το Παλαιστινιακό. Η πολιτική της ιδεολογία διατηρεί μια ισλαμική προοπτική. Η Ανοιχτή Επιστολή του 1985 σημειώνει την επιθυμία του κόμματος να καθιερώσει ένα ισλαμικό κράτος αλλά μόνο με τη θέληση του λαού. «Δεν θέλουμε το Ισλάμ να επικρατήσει στον Λίβανο με τη βία», αναφέρει η επιστολή. Η απόφαση του κόμματος να συμμετάσχει στις εκλογές του 1992 υπογράμμιζε τη δέσμευσή του να δράσει μέσα στην υπάρχουσα δομή του λιβανέζικου κράτους και, ταυτόχρονα, μετατόπιζε το κέντρο βάρους της πολιτικής του δράσης από μια πανισλαμική αντίσταση στο Ισραήλ προς την εσωτερική πολιτική σκηνή του Λιβάνου. Επιπλέον, από το 1992, οι ηγέτες της Χεζμπολά έχουν αναγνωρίσει συχνά τις ιδιαιτερότητες της πολυ-θρησκευτικής κοινωνίας του Λιβάνου, τη σπουδαιότητα της συνύπαρξης των θρησκευτικών κοινοτήτων και του πλουραλισμού μέσα στη χώρα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλά μέλη της Χεζμπολά δεν θέλουν να ζήσουν σε ένα ισλαμικό κράτος· περισσότερο επιθυμούν το κόμμα να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους μέσα σε έναν πλουραλιστικό Λίβανο. [ ]
Μετά την αποχώρηση της Συρίας, έγινε φανερό ότι το κόμμα θα διαδραμάτιζε σημαντικότερο ρόλο στην κυβέρνηση του Λιβάνου. Πράγματι, στις εκλογές του 2005, η Χεζμπολά αύξησε τις κοινοβουλευτικές της έδρες σε 14, συμμετέχοντας σε ένα συνασπισμό κομμάτων που έλαβε 35 έδρες. Επίσης, το 2005, για πρώτη φορά, το κόμμα επέλεξε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση και, τώρα, κατέχει το Υπουργείο Ενέργειας.
Η Χεζμπολά δεν θεωρεί τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση αντιφατική με τη συντήρηση μιας μη-κρατικής πολιτοφυλακής. Πράγματι, με το πρώτο σημείο του προεκλογικού της προγράμματος, το 2005, η Χεζμπολά αναλάμβανε τη δέσμευση «να περιφρουρήσει την ανεξαρτησία του Λιβάνου και να την προστατεύσει από την ισραηλινή απειλή διατηρώντας την Αντίσταση, τη στρατιωτική πτέρυγα της Χεζμπολά και τον οπλισμό της, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών του Λιβάνου». Αυτή η θέση θέτει το κόμμα σε αντίθεση με το ψήφισμα 1559 (Σεπτέμβριος 2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., που απαιτούσε τη «διάλυση και τον αφοπλισμό όλων των λιβανέζικων και μη-λιβανέζικων πολιτοφυλακών». [ ] Πριν από τα γεγονότα του Ιουλίου, ο Νασράλα και άλλοι αρχηγοί κομμάτων συμμετείχαν σε μια σειρά συσκέψεων «εθνικού διαλόγου» που στόχευαν στο να καθορίσουν τους όρους αφοπλισμού της Χεζμπολά. Μέχρι την έναρξη των πρόσφατων αιματηρών γεγονότων, ο διάλογος δεν είχε καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα, εν μέρει λόγω της επιμονής της Χεζμπολά ότι τα όπλα της ήταν ακόμη απαραίτητα για την υπεράσπιση του Λιβάνου.
Αλλά το κόμμα έχει και ένα κοινωνικό πρόγραμμα και βλέπει τον εαυτό του ως εκπρόσωπο όχι μόνο των Σιιτών, αλλά και, γενικότερα, όλων των φτωχών Λιβανέζων . Η Αμάλ, που ιδρύθηκε από τον Σαΐντ Μούσα αλ-Σαντρ, εξελίχθηκε, επίσης, σε πολιτικό κόμμα και είναι ο κύριος πολιτικός αντίπαλος της Χεζμπολά ανάμεσα στους Σιίτες του Λιβάνου, αν και τώρα συνεργάζονται. Ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, Ναμπίχ Μπέρι, ηγέτης της Αμάλ, είναι ο μεσάζων μεταξύ της Χεζμπολά και των διπλωματών που μελετούν τους όρους εκεχειρίας και ανταλλαγής κρατουμένων. Το κόμμα, επίσης, ακολουθεί τις ιδιαιτερότητες του πολιτικού παιχνιδιού της χώρας, όπου οι υποψήφιοι προτιμούν να συμμετάσχουν στα πολύ-θρησκευτικά τοπικά ψηφοδέλτια παρά να κατέλθουν ως μεμονωμένα άτομα, και συμμαχεί (αν και προσωρινά) με πολιτικούς που δεν υποστηρίζουν το πρόγραμμά του. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2005, η σουνίτισσα αδελφή του δολοφονημένου πρώην πρωθυπουργού, Μπαχία Αλ-Χαρίρι, συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο της Χεζμπολά στη Σιδώνα. Από τις εκλογές και έπειτα, ο ισχυρότερος σύμμαχος του κινήματος των Σιιτών είναι ο πρώην στρατηγός Μισέλ Αούν, η κατ’ εξοχήν «αντι-συριακή» φιγούρα της λιβανέζικης πολιτικής σκηνής. Το κίνημα του Αούν και η Χεζμπολά αποτέλεσαν το σημαντικότερο κομμάτι των τεράστιων διαδηλώσεων που έγιναν στη Βηρυτό, στις 10 Μαΐου, ενάντια στα κυβερνητικά σχέδια για τις ιδιωτικοποιήσεις, που περιόριζαν δραστικά τις θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα του Λιβάνου.
Μερικές από τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο ήταν η οικονομική στασιμότητα, η διαφθορά της κυβέρνησης και η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στη διαρκώς συρρικνούμενη μεσαία τάξη και τις ολοένα διευρυνόμενες τάξεις των φτωχών. Οι σιιτικές περιοχές της Βηρυτού έπρεπε, επίσης, να αντιμετωπίσουν τη μάζα των εκτοπισμένων από τον νότο και την Κοιλάδα Μπεκάα. Μέσα σε αυτό το οικονομικό κλίμα, οι θρησκευτικές πελατειακές σχέσεις έγιναν ένα απαραίτητο εργαλείο επιβίωσης.
Ένα σιιτικό μουσουλμανικό δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’70 και του ’80 με βασικούς πρωτεργάτες τον αλ-Σαντρ, τον Φαντλάλα και τη Χεζμπολά. Σήμερα, η Χεζμπολά λειτουργεί ως οργάνωση-ομπρέλα πολλών ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας. Μερικά από αυτά τα ιδρύματα παρέχουν μηνιαία υποστήριξη και επιπρόσθετη βοήθεια σε τρόφιμα, εκπαίδευση, στέγαση και υγεία για τους φτωχούς· άλλα ιδρύματα εστιάζουν στην υποστήριξη των ορφανών· και κάποια άλλα είναι επικεντρωμένα στην ανασυγκρότηση των περιοχών που υπέστησαν καταστροφές από τον πόλεμο. Υπάρχουν ακόμα σχολεία, κλινικές και φτηνά νοσοκομεία που στηρίζονται από τη Χεζμπολά καθώς και ένα σχολείο για παιδιά με σύνδρομο Ντάουν.
Αυτά τα ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας βρίσκονται σε όλη την επικράτεια του Λιβάνου και εξυπηρετούν τους ντόπιους ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους ένταξη, παρότι, βέβαια, είναι συγκεντρωμένα στις σιιτικές μουσουλμανικές περιοχές της χώρας. Λειτουργούν σχεδόν εξ ολοκλήρου με εθελοντές εργαζόμενους, συνήθως γυναίκες, και η χρηματοδότησή τους προέρχεται από μεμονωμένες δωρεές, από επιχορηγήσεις και θρησκευτικούς φόρους. Οι Σιίτες μουσουλμάνοι πληρώνουν έναν ετήσιο φόρο της δεκάτης (khums), που ανέρχεται στο ένα πέμπτο του πλεονάζοντος εισοδήματός τους. [ ] Προσφέρουν, επίσης, στο τεράστιο δίκτυο των οργανισμών κοινωνικής πρόνοιας της Χεζμπολά το ζακάτ, μια χορηγία που απαιτείται από όλους τους εύπορους μουσουλμάνους. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της οικονομικής ενίσχυσης προέρχεται από τους Λιβανέζους Σιίτες που ζουν στο εξωτερικό.
Ποιος υποστηρίζει τη Χεζμπολά;
Συχνά υποστηρίζεται ότι η Χεζμπολά χρησιμοποιεί τα κοινωνικά ιδρύματα για να δωροδοκήσει τους οπαδούς της ή ότι αυτά τα ιδρύματα υπάρχουν απλώς για να στηρίζουν «τρομοκρατικές δραστηριότητες». Και οι δύο αυτές εκδοχές προδίδουν μια απλοϊκή άποψη για το κόμμα. Μια ακριβέστερη ανάγνωση θα πρότεινε ότι η απήχηση του κόμματος στις λαϊκές μάζες βασίζεται εν μέρει στην αφοσίωσή του στους φτωχούς αλλά ταυτόχρονα και στις πολιτικές του θέσεις για τον Λίβανο, την ισλαμική του ιδεολογία και την αντίσταση στην ισραηλινή κατοχή και τις παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας του Λιβάνου.
Η απήχηση της Χεζμπολά είναι βασισμένη σε έναν συνδυασμό ιδεολογίας, αντίστασης και μιας συγκεκριμένης προσέγγισης για την πολιτικο-οικονομική ανάπτυξη. Πολλοί θεωρούν πως η ιδεολογία της Χεζμπολά προσφέρει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση απέναντι στη σημερινή –υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ– κυβέρνηση και στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό της πρόγραμμα για τον Λίβανο ενώ αντιπαρατίθεται ενεργά στον ρόλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Μέλη της δεν είναι μόνο οι φτωχοί αλλά και ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων από τις μεσαίες τάξεις καθώς και ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα με υψηλή μόρφωση. Πολλοί από τους υποστηρικτές της είναι Σιίτες μουσουλμάνοι αλλά υπάρχουν επίσης πολλοί Λιβανέζοι που ανήκουν σε άλλη θρησκευτική κοινότητα και υποστηρίζουν το κόμμα ή/και την Ισλαμική Αντίσταση.
Πολλοί Λιβανέζοι διαφωνούν με την ισλαμιστική ιδεολογία της Χεζμπολά ή τις πολιτικές της θέσεις και θεωρούν εσφαλμένη την επιχείρηση της 12ης Ιουλίου, αλλά υποστηρίζουν την Ισλαμική Αντίσταση και θεωρούν εχθρό τους το Ισραήλ. Αυτές οι θέσεις δεν είναι αντιφατικές. Ένα από τα αποτελέσματα των ισραηλινών επιθέσεων σε επιλεγμένες περιοχές της Βηρυτού ήταν να διευρυνθεί ο ταξικός διαχωρισμός στον Λίβανο, γεγονός που ίσως να οδηγήσει στην αύξηση της απήχησης της Χεζμπολά μεταξύ εκείνων που αισθάνθηκαν ήδη αποξενωμένοι από το σχέδιο ανοικοδόμησης και ανάπτυξης της κυβέρνησης Χαρίρι.
Τα πρόσφατα αιματηρά γεγονότα
Στις 12 Ιουλίου του 2006, μαχητές της Χεζμπολά επιτέθηκαν σε μια φάλαγγα του ισραηλινού στρατού και αιχμαλώτισαν δύο στρατιώτες. Το κόμμα δήλωσε ότι οι Ισραηλινοί στρατιώτες συνελήφθησαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως ατού στις έμμεσες διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των τριών Λιβανέζων που κρατούνται χωρίς την προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία και κατά παράβαση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ.
Μετά τη σύλληψη των στρατιωτών, το Ισραήλ εξαπέλυσε μια εναέρια επίθεση σε πόλεις και σε υποδομές του Λιβάνου, σε κλίμακα που είχε να συμβεί από την εισβολή του 1982. Αυτή η επίθεση συνοδεύθηκε από τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας και, πιο πρόσφατα, από χερσαία εισβολή. Η χερσαία εισβολή συνάντησε έντονη αντίσταση από τους μαχητές της Χεζμπολά αλλά και από μαχητές άλλων κομμάτων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Λιβάνου και η Αμάλ ανακοίνωσαν θανάτους μαχητών τους στο πεδίο της μάχης.
Ο αρχικά ρητός στόχος του Ισραήλ, η απελευθέρωση των δύο στρατιωτών, εξαφανίστηκε από τις δηλώσεις των Ισραηλινών και αντικαταστάθηκε από δύο νέους στόχους: τον αφοπλισμό ή, τουλάχιστον, την «υποβάθμιση» της πολιτοφυλακής της Χεζμπολά, καθώς επίσης και την αποχώρησή της από τον νότιο Λίβανο. Σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας Χρονικό του Σαν Φρανσίσκο, στις 21 Ιουλίου, «ανώτερος Ισραηλινός αξιωματικός» είχε παρουσιάσει σε Αμερικανούς και άλλους διπλωμάτες τα σχέδια επίθεσης για την επίτευξη αυτών των στόχων ένα χρόνο πριν τη σύλληψη των δύο Ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολά. Παρόλο που το Ισραήλ δεν συμμορφώνεται με πολλά από τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε., ο ισραηλινός στρατός εμφανίζεται να προσπαθεί μόνος του –αν και με την αμερικανική έγκριση– να εφαρμόσει το ψήφισμα 1559 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.
Είναι ασαφές με ποιον τρόπο ο εναέριος βομβαρδισμός της χώρας και η δολοφονία των Λιβανέζων αμάχων μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη οποιουδήποτε από αυτούς τους στόχους, ειδικά όταν η υποστήριξη προς τη Χεζμπολά και την Ισλαμική Αντίσταση φουντώνει. Η οργή για τις ενέργειες των Ισραηλινών θέτει σε δεύτερη μοίρα τη διαφωνία πολλών Λιβανέζων με τη Χεζμπολά και, υπ’ αυτήν την έννοια, είναι πιθανό η υποστήριξη προς το κόμμα να συνεχίσει να αυξάνεται.
*Η Lara Deeb, είναι πολιτισμική ανθρωπολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Γυναικείων Μελετών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ίρβιν και συγγραφέας του βιβλίου An Enchanted Modern: Gender and Public Piety of Shi‘i Lebanon