από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Απόσπασμα από το βιβλίο του Η Μέρα εκείνη, 1560 ώρες στην εντατική – Μια μαρτυρία από το δικό μας Γκουαντανάμο, εκδόσεις Α. Romero, Αθήνα 2006
Θάλαμος 1031
12 Ιουλίου και μετά
Η πάνω εντατική. Από το σκοτάδι με τους αναδυόμενους κίτρινους ατμούς, στο θάλαμο με τις περιφερόμενες σκιές. Μ’ έχουν ανεβάσει εδώ από τον τρίτο όροφο, δεν ξέρω πότε και αν θα βγω. Κυλούν οι μέρες αργά. Είμαι σχεδόν παράλυτος, δε θα μπορούσα, αν το επέτρεπαν τα εγκαύματα, ούτε ν’ αλλάξω πλευρό. Σαν μέσα από βαθύ πηγάδι, νοιώθω τις παραστάσεις να περνούν μπροστά μου. μια μέγγενη κρατά σφιχτοδεμένο, κουκουλωμένο το μυαλό, τα μάτια. Κόσμος πηγαίνει κι έρχεται, εργάζεται ερήμην μου νύχτα και μέρα. περνάει από μπροστά μου, κάνει ο καθένας το δικό του νούμερο και φεύγει.
Διάσπαρτες εικόνες, σκηνές που διαδραματίζονται σε μια εντατική, κωμικοτραγικές και όχι μόνο, ιστορίες που συνωστίζονται γύρω μου σ’ έναν αταίριαστο χορό, όπου ο κάθε πρωταγωνιστής έχει το δικό του βάσανο.
Φραπ, φραττ… «Ε, να πάρει… λερώθηκα!». Φραπ! Φρουπ, φραπ! Φύλακας που τινάζει τα ρούχα του στην εντατική.
• «Εσύ κοίτα την υγεία σου και τ’ άλλα άσ’ τα σε μας». Οι ανακριτές ευκαίρως, ακαίρως.
• «Να βάλεις δικηγόρο…». Η μάνα μου, στην πιο σύντομη επίσκεψη, πριν την βγάλουν έξω σέρνοντας.
• «Εγώ σκέφτηκα…». Ο εισαγγελέας Διώτης, όταν ερχόταν με συγκεκριμένες οδηγίες.
• «Έχουμε αποκόλληση. Μεγάλο πρόβλημα. Και δεν είσαι για εγχείρηση». Ο οφθαλμίατρος, μετά την ολονύχτια πρώτη επίσημη ανακριτική.
• «Λοιπόν, έχουμε και λέμε: σφυγμοί 65… μην κουνιέσαι γιατί πήγαν 110, περίμενε… 100… 95… κατεβαίνουν, ωραία, ας γράψουμε 90». Περνάνε τις ενδείξεις απ’ το μόνιτορ στο φύλλο νοσηλείας.
• «Και στην Αγγλία να χρειαστεί να πας, θα σε πάμε». Γιατρός εντατικολόγος. Τι, σύμπτωση! Μάλλον κάπου το άκουσε.
• «Είδες πόσο γρήγορα σε φέραμε στο Κρατικό; Μέχρι και ελικόπτερο σου βάλαμε από πάνω. Το καλύτερο νοσοκομείο για τα μάτια». Ο Σύρος, όταν μεταφέρθηκα, συνδεμένος με όλα τα φορητά μηχανήματα της εντατικής, σε άλλο νοσοκομείο.
• «Ό,τι έγινε, έγινε, φτάνει, άσ’ τους αυτούς. Να κοιτάξεις τι θα κάνεις, να βάλεις δικηγόρο». Ο πατέρας μου, κατά την πρώτη επίσκεψη του στην εντατική.
• «Την πρώτη φορά που ήρθα να σε δω, ένα περίεργο πράγμα, η φωνή σου έβγαινε διακεκομμένη, σαν να χανότανε το σήμα». Ένα απ’ τ’ αδέρφια μου. Εγώ δεν το θυμάμαι. Και πόσα άλλα…
• «Ποιος τη χάρη σου. Ακόμα και τα φάρμακα έρχονται από την Αμερική, κατευθείαν, με τ’ όνομα σου». Μια νοσοκόμα.
• «Αυτοί με κοροϊδεύουνε, θέλω δικηγόρο». Εγώ, προς τον πατέρα μου, όταν μου διάβασαν κάποια μάλλον κατάθεση και περιείχε ακόμα και ατόφιες φράσεις του ποινικού κώδικα.
• «Άρρωστος είμαι ή κρατούμενος;». Ξεσπάω ώρες ώρες με αφορμή δευτερεύοντα έως γελοία θέματα όπως οι μόνιμα κλειστές κουρτίνες.
• «Εγώ σκέφτηκα», ο Διώτης, «να γράψουμε ότι αναβάλλεται η κατάθεση, για άλλη μέρα. Μπορείς να υπογράψεις».
«Αφού είναι μόνο τρεις γραμμές, γιατί υπογράφω τόσα χαρτιά;»
«Γιατί ο στρατηγός κάνει μεγάλα γράμματα». Το πίστεψα. Όταν έχεις το νόμο με το μέρος σου, όλα είναι εύκολα. Σαν να κλέβεις τυφλό λαχειοπώλη.
• «Πού να σου λέω τι έβλεπα στην εντατική κάτω». Εγώ, στην Αλίθια, για κάποια παραίσθηση. Ο Σύρος και ο Διώτης που το άκουσαν έμειναν αποσβολωμένοι.
• «Αυτά τα γυαλιά θα είναι για να διαβάζεις και τ’ άλλα για να βλέπεις τηλεόραση»
«Μα δε βλέπω τίποτα»
«Θα δεις, θα δεις». Η προφητεία του οπτικού.
• Σάββα, αυτοί οι δύο αστυνόμοι ήρθαν για να σε συλλάβουν. Τυπικό είναι, ξέρεις… γραφειοκρατία». Κάνανε σαράντα μέρες να με βρουν. Ίσως ήταν δύσκολο.
• «Μου είπε ο δικηγόρος μου ότι έχω δικαίωμα να ζητήσω τη δικογραφία». Προς τον ανακριτή Λ. Ζερβομπεάκο, όταν ήρθε στο θάλαμο την πρώτη φορά για να μου απαγγείλει τις κατηγορίες.
«Αυτό εδώ θέλεις;». Προτείνει το κατηγορητήριο.
«Ναι». Πού να ξέρω τη διαφορά;
• «Μου εμπιστεύτηκε ο κύριος Διώτης το μυστικό. Ότι “εσύ βοήθησες”. Αν θυμηθείς κάτι… ας είναι και μεσάνυχτα, φώναξέ με». Ο εισαγγελέας Εφετών Καρούτσος.
• «Εγώ μια χαρά σε βλέπω. Και βλέπεις και ακούς». Η γνωμάτευση του εφέτη ανακριτή Λ. Ζερβομπεάκου, όταν του δήλωσα, για να το γράψει, ότι έχω προβλήματα υγείας και ότι δεν έχω λάβει γνώση της δικογραφίας.
• «Συνεννοήθηκα με τον δικηγόρο σου, το μεσημέρι, που θα ξεκουράζεσαι, θα πεταχτούμε να του δώσω τη δικογραφία». Ο εφέτης ανακριτής.
Τέσσερις ώρες το πρωί ανάκριση, με νοσηλεία ενδιάμεσα, δύο ώρες το μεσημέρι ξεκούραση και νοσηλεία και άλλες τρεις το απόγευμα για να τελειώσει τις εργασίες του ο ανακριτής. Όσο για τη δικογραφία, είκοσι χιλιάδες σελίδες χρειάζονται το λιγότερο τρία μεροκάματα, μόνο για να φωτοτυπηθούν.
«Πήρες τη δικογραφία;». Εγώ προς τον δικηγόρο μου.
«Όχι, χάλασε το φωτοτυπικό».
• «Ανακάλυψα πώς να ξεχωρίζω αν είναι όνειρο αυτό που βλέπω ή όχι. Όταν βλέπω καθαρά είναι σίγουρα όνειρο, όταν βλέπω θαμπές σκιές, όπως τώρα, καταλαβαίνω ότι δεν κοιμάμαι». Εγώ στην Αλίθια.
• «Έχεις ένα ανθεκτικό μικρόβιο στο χέρι. Αν πάει στο αίμα, θα πάθεις σηψαιμία, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Ο γιατρός.
• «…Μπουρ, μπουρ… ιδιαίτερα επικίνδυνος… μπουρ… ύποπτος φυγής… μπουρ, μπουρ…». Ο εισαγγελέας Καρούτσος με κρίνει προφυλακιστέο, ενώ τον ακούω μέσα σε βοητά, τυφλός, στην εντατική και χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει αν τελικά θα επιβιώσω.
• «Δε μου λες; Τι έγινε στην οδό Ριανκούρ;». Ένας καμένος ΕΚΑΜίτης.
• «Τι ψάχνεις τώρα, μια κλοπή αυτοκινήτου ήτανε. Στο κάτω κάτω έχει παραγραφεί». Ο εισαγγελέας Διώτης για το ίδιο θέμα.
• «Γιατρέ, μου είχαν πει οι οφθαλμίατροι, μόλις έπαθα αποκόλληση στο δεξί, ότι το αριστερό μάτι μπορεί να γίνει έως και φυσιολογικό».
«Εξ όσων γνωρίζω και ανεξαρτήτως οπτικής το αριστερό μάτι έχει καταρράκτη, στο δεξί υπάρχουν ενσφηνωμένα πολλά ξένα σώματα».
«Αυτό, γιατρέ, κατά σύμπτωση το γνωρίζω από τις πρώτες μέρες. όταν είδα το δεξί μάτι από μέσα, μου ερχόταν μια φωτεινή δέσμη από την κόρη και δυο τρεις ακόμα, από διάφορα άλλα μέρη, ενώ όταν μπήκα μέσα στο αριστερό, δεν έβλεπα, παρά μια θαμπή, κρακελαρισμένη επιφάνεια. Μετά όμως… γιατρέ… γιατρέ μ’ ακούτε;». Έφυγε βιαστικά, αφήνοντας τη δουλειά του μέση, για να μην ακούσει πράγματα που εγώ έλεγα και πίστευα σαν απόλυτα φυσιολογικά.
• «Σας ταλαιπώρησα λίγο στην εντατική κάτω, τις πρώτες μέρες». Εγώ, μια άλλη μέρα, προς νοσοκόμα.
«Μπα, μη σε απασχολεί, αναλόγως ήσουν πολύ ήσυχος».
• «Για πες μου Σάββα, εμείς οι γιατροί δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να μάθουμε, να μιλήσουμε με κάποιον που βγαίνει από μια τόσο δύσκολη κατάσταση, για πες μου θυμάσαι τίποτα, κάτι το ιδιαίτερο, από τις πρώτες μέρες νοσηλείας;»
«Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι πολύχρωμοι κύβοι…». Πραγματικά, αυτό αξιολόγησα ως το σπουδαιότερο και πιο ξεχωριστό γεγονός.
• «Καλά, μιλάμε, στην εντατική κάτω είχες πάθει την πλάκα σου». Φύλακας της αντιτρομοκρατικής.
• «Πάντως οι γιατροί προσπάθησαν πολύ να σώσουν τα δάχτυλα σου, τους έβλεπα πώς έκαναν, μέχρι τελευταία». Ο ίδιος.
«Σου πήραν βέβαια πρώτα, τουλάχιστον πέντε φορές, αποτυπώματα». Ο άλλος φύλακας.
• «Δε μου λες, ολόκληρος άντρας γιατί φοβόσουνα, τι φοβόσουνα;» Απεσταλμένος του Σύρου κοιτάει αν θυμάμαι τι έχει γίνει.
«Φοβόμουνα, έκανε “κλαπ” με το δάχτυλο και φοβόμουνα». Έχω την εντύπωση ότι αιτιολόγησα απόλυτα το φόβο. Το τι σήμαινε και τι ακολουθούσε το “κλαπ”, το θεώρησα αυτονόητο. Όλα μου φαίνονται το ίδιο αδιάφορα. Η αξιολόγηση, η ιεράρχηση, ο διαχωρισμός πραγματικότητας και παραισθήσεων είναι υπόθεση χρόνων. απαιτεί σκέψη, συγκέντρωση, λογική, κρίση κι αυτά θα ξυπνήσουν συν τω χρόνω – εφόσον υπάρξει επιστροφή.
• Τέλη Αυγούστου ένας φύλακας.
«Καλά, ε; Έξω γίνεται το έλα να δεις, έχουνε στήσει τέντες οι δημοσιογράφοι… χαμός».
Είναι κάτι που περιμένω εναγωνίως ν’ ακούσω από την πρώτη στιγμή, μήπως φύγει το αίσθημα της απομόνωσης, μήπως αρθεί ο αποκλεισμός. Επιτέλους, κάποιοι θα μάθουν…
• «Σάββα», άλλη μέρα, άλλος φύλακας, «θα ήθελες να μπορείς να σβήσεις, με μια μολυβιά, ό,τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια;».
Αυτή η σκέψη του, μόλις κατάφερα να κατανοήσω από πού πηγάζει και άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι συνέβη, με εξόργισε. Έφερε την πρώτη σπίθα και το μυαλό μου ξεκίνησε αργά τον αγώνα για την αντίστροφη πορεία. Μετά από μέρες γεννήθηκε η απάντηση.
«Δεν πρόκειται να πετάξω τη ζωή μου στα σκουπίδια».
• Τελευταίος στο χορό, εμφανίζεται ο χειριστής φαρμάκων, η αφανής θεραπαινίδα, το μακρύ χέρι πίσω απ’ το παραβάν της εντατικής. Φοράει πανάκριβο κουστούμι. Πόσο αταίριαστη πρέπει να είναι η ιατρική μπλούζα πάνω του! Περπατάει με τη σιγουριά του σπουδαίου και του κυρίαρχου. Όλοι παραμερίζουν φοβισμένοι στο πέρασμα του κι όταν μιλάει, απλώνεται γύρω νεκρική σιγή.
Έρχεται απέναντι μου, συστήνεται. Είναι η τελευταία μέρα του Αυγούστου, ετοιμάζεται το εξιτήριο. Τον περιεργάζομαι, όσο μπορώ, με απορία. «Χωρίς ιατρική μπλούζα δεν μπορώ να σας αναγνωρίσω».
Με κοιτά σχεδόν αμήχανα. Ξέρει τι έχει κάνει και μάλλον το εκλαμβάνει ως υπονοούμενο. Κάνει πως εξετάζει το ακρωτηριασμένο χέρι και κλείνει βιαστικά το διάλογο φεύγοντας έτσι για να πει αυτός την τελευταία λέξη.
«Σου σώσαμε το χέρι…».