Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 63
Μέρος Α΄: “De te fabula narratur”
Το πρώτο εμπόδιο στο οποίο σκόνταψε ο μαρξισμός στην ανάλυση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» υπήρξε το ζήτημα των νομικών μορφών ιδιοκτησίας. Πώς είναι δυνατόν η ιδιοκτησία να είναι «συλλογική», να έχει καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και ταυτόχρονα να μην έχουμε σοσιαλισμό; Από αυτήν την α-πορία θα προέλθει και η θεωρία του Τρότσκι για τη διαφοροποίηση ανάμεσα στη σφαίρα της παραγωγής, όπου οι παραγωγικές σχέσεις παραμένουν σοσιαλιστικές, και τη σφαίρα της διανομής όπου η γραφειοκρατία «σφετερίζεται» ένα ποσοστό του προϊόντος. Ιδού γιατί η Σοβιετική Ένωση παρέμενε ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος».
Χρειάστηκε όλη η μεταγενέστερη ανάπτυξη του «κριτικού μαρξισμού», ιδιαίτερα μετά την κρίση του σταλινισμού –με πρωτοπόρους στοχαστές που εγκατέλειψαν τον τροτσκισμό εμβαθύνοντας στην κριτική τους, όπως ο Βίκτωρ Σερζ, ο Μπάρναμ, ο Κλίγκα ο Ρίτσι, ο Λεφόρ, ο Καστοριάδης (1)– για να επισημανθεί πως, η φύση ενός καθεστώτος δεν κρίνεται από τις νομικές μορφές ιδιοκτησίας, αλλά από τις πραγματικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης στο επίπεδο της παραγωγής. [ ]
Η άρνηση του μαρξισμού μέχρι σήμερα να σχετικοποιήσει την οικονομική ερμηνεία της ιστορίας –μολονότι διαπιστώνει τα αδιέξοδα μιας καθαρά οικονομικής αντίληψης– απορρέει από τη φιλοσοφική του θέση πως η «ουσία» του ανθρώπου είναι η παραγωγική του δραστηριότητα. Συνέπεια αυτού του παραγωγικού μονισμού είναι η υποτίμηση του ρόλου των διανοουμένων και των διαχειριστών κάθε είδους, ακόμα και στη σκέψη του ίδιου του Μαρξ, που στο Κεφάλαιο τείνει να μεταφέρει το σχήμα της ανάπτυξης της αγγλικής αστικής τάξης και κοινωνίας μετά τη βιομηχανική επανάσταση σε όλο τον πλανήτη, στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον (2): δύο είναι οι «κατ’ εξοχήν» κοινωνικές τάξεις σε όλες τις κοινωνίες, οι ιδιοκτητικές και οι τάξεις των άμεσων παραγωγών. Οι υπόλοιπες είναι δευτερεύουσες ή δευτερογενείς μορφές, υπολείμματα των παλαιότερων κοινωνικών σχηματισμών ή εξαρτήματα των κυρίαρχων τάξεων.
Εν τούτοις υπήρξαν κοινωνίες όπου οι διαχειριστικές ή οι στρατιωτικές τάξεις κυριαρχούσαν – όπως στην Αίγυπτο, την Μεσοποταμία ή την Κίνα, ενώ και στις σύγχρονες κοινωνίες ο ρόλος τους είναι σημαντικός. Παρόλο που ο ίδιος ο Μαρξ εξηγεί πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί στην εξάλειψη των αστών-ιδιοκτητών, μέσα από τη συγκέντρωση της παραγωγής, και ο Ένγκελς μιλάει ήδη για «κρατικό καπιταλισμό», ωστόσο ποτέ δεν προχώρησαν αυτή την ανάλυσή τους μέχρι τις τελικές της συνέπειες: ότι δηλαδή, δεν είναι μόνο οι ιδιοκτητικές τάξεις που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο καπιταλισμό αλλά και οι διαχειριστικές. Καθώς μεγαλώνει η συγκέντρωση του κεφαλαίου και διευρύνεται η χρήση της επιστήμης στην παραγωγή και τη διαχείριση, ο ρόλος των κατόχων της γνώσης ενισχύεται διαρκώς. [ ]
Αν περάσουμε σε άλλες κοινωνικές μορφές, το μαρξιστικό σχήμα φαίνεται ακόμα πιο ανίσχυρο. [ ] Σε κοινωνίες όπως η Ινδία, η οποία διατήρησε ένα σύστημα καστών, που ισχύει για τρεις χιλιετίες, και ακόμα δεν έχει ανατραπεί ολοκληρωτικά, πώς εξηγείται η επιβίωσή τους και, ακόμα περισσότερο, η δημιουργία τους; (3) Δεν αντιστοιχούσαν σε παρόμοιο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, π.χ., με τη Αίγυπτο, τη Βαβυλώνα ή την Κίνα, ή ακόμα την… αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη; Γιατί λοιπόν οι κάστες; Αν δεν εισάγουμε στην ανάλυσή μας την κατάκτηση από ινδοευρωπαϊκά φύλα μιας ήδη αναπτυγμένης δραβιδικής κοινωνίας και την ανάγκη διαιώνισης της ηγεμονίας από τους νέους κατακτητές, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τίποτε. Μόνο αν λάβουμε υπόψη το σύστημα των καστών θα κατανοήσουμε γιατί οι μεγαλύτεροι καπιταλιστές είναι Πάρσι οι οποίοι, παρόλο που δεν ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια στα 1.100 εκατομμύρια των Ινδών, κατέχουν έναν εξέχοντα οικονομικό ρόλο, ακριβώς γιατί βρίσκονται εκτός του συστήματος των καστών και δεν συμμερίζονται την περιφρόνηση των εμπορικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό των Ιντού (4). Μήπως το ίδιο δεν συνέβη εν μέρει με τους Εβραίους; Ή πώς άραγε μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοκρατία στην Αίγυπτο;
Οι κυρίαρχες τάξεις, στη μακραίωνη ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν πάντα εκείνες που εκμεταλλεύονταν και νέμονταν το προϊόν της υπερεργασίας των μαζών, αλλά η προέλευσή τους δεν ήταν πάντα –θα λέγαμε μάλιστα το αντίθετο– αποτέλεσμα της κυριαρχίας στον τομέα της παραγωγής. Οι κυρίαρχες τάξεις ήταν εκείνες που κατείχαν την πολιτική, τη στρατιωτική, την ιδεολογική και την οικονομική εξουσία. Οι κυρίαρχες τάξεις ήταν συνδεδεμένες με την ιδεολογική εξουσία – ιερατείο, φιλόσοφοι, διανοούμενοι και ψυχολόγοι σήμερα, τα πολιτικά κόμματα ως ιδεολογικοί μηχανισμοί, ο τύπος και τα μαζικά μέσα επικοινωνίας– με την πολιτική και στρατιωτική εξουσία –κράτος, στρατός– και τέλος με την παραγωγή. Μόνο σε μια ιστορική στιγμή, την εποχή της ανάπτυξης του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού, έγινε δυνατό να θεωρηθεί πως τα πάντα απορρέουν από την υλική παραγωγή και οι υπόλοιπες κυρίαρχες τάξεις δεν αποτελούσαν παρά «υπαλλήλους», «εποικοδόμημα» της παραγωγής. [ ]
Αν έρθουμε στη σύγχρονη περίοδο, τη «μετα-μαρξιστική», θα δούμε πάλι αυτές τις «παράγωγες» και «ανύπαρκτες» τάξεις να καταλαμβάνουν την εξουσία, να υποτάσσουν τους παραγωγούς, να οδηγούν σε νέες κοινωνικές αντιθέσεις, όπου η παλιά αντίθεση αστών και προλετάριων υποκατεστάθη εν μέρει ή απόλυτα –σε ορισμένες χώρες– με την αντίθεση γραφειοκρατίας και εργαζομένων. [ ]
Χαρακτηριστικό των μαρξιστικών αναλύσεων, ακόμα και των «κριτικών μαρξιστών», είναι, είτε το ελάχιστο βάρος που προσδίδουν στη γραφειοκρατία είτε η άρνησή τους, ακόμα και όταν αποδέχονται τον όρο, να την ορίσουν ως ταξική κατηγορία. Την ίδια υπεκφυγή διαπιστώνουμε και από την πλευρά των ακαδημαϊκών, διανοουμένων, μανδαρίνων της επικοινωνίας και της πολιτικής, που διευθύνουν τις σύγχρονες κοινωνίες: υποβαθμίζουν συστηματικά την εξουσία τους και τη μεταθέτουν στους «αστούς». Καταβάλλουν κάθε προσπάθεια είτε να αποκρύπτουν την ύπαρξη της γραφειοκρατίας είτε να ελαχιστοποιούν τον ρόλο της, όταν υποχρεώνονται να αποδεχθούν την ύπαρξή της (5).
Στον βαθμό που για τον μαρξισμό οι διαχειριστικές τάξεις και στρώματα δεν συγκροτούν κάποια αυτόνομη τάξη, τίθεται το ερώτημα σε ποια ταξική κατηγορία ή στρώμα ανήκουν; Η κομβική σημασία του ζητήματος αναδεικνύεται τόσο μέσα από την ανάλυση της ταξικής υφής των σοσιαλιστικών κοινωνιών όσο και από δύο ευρύτατα διαδεδομένες θεωρητικές κατασκευές: τη γκραμσιανή θεωρία για τους «οργανικούς διανοούμενους» και την αλτουσεριανή αντιπαράθεση επιστήμης και ιδεολογίας.
Σύμφωνα με το κυρίαρχο μαρξιστικό σχήμα, οι διανοούμενοι, με την ευρεία έννοια του όρου, τάσσονται είτε με την αστική τάξη, στην πλειοψηφία τους, είτε με το προλεταριάτο, οι λιγότεροι, ενώ οι ίδιοι δεν διαθέτουν αυτόνομα ταξικά συμφέροντα. Ο Γκράμσι συστηματοποίησε τη μαρξιστική αντίληψη για τη διανόηση, στην οποία διακρίνει τους παραδοσιακούς διανοουμένους, που αναφέρονται σε παλιές κοινωνικές δομές –όπως π.χ. οι κληρικοί, οι δικηγόροι κλπ.– και τους οργανικούς διανοούμενους, που εκφράζουν τις νέες παραγωγικές και κοινωνικές δομές, μηχανικούς, οικονομολόγους κ.λπ. (6). Κάθε βασική τάξη διαθέτει έτσι τους δικούς της «οργανικούς διανοούμενους». Oι αστοί, το προλεταριάτο, οι μικροαστοί, ελέγχουν ένα τμήμα της διανόησης. Οι διανοούμενοι όχι μόνο δεν διαθέτουν αυτόνομα ταξικά συμφέροντα αλλά και κατανέμονται γύρω από τις βασικές τάξεις, ως εκφραστές τους – ο επαγγελματίας επαναστάτης του Λένιν είναι ο «οργανικός διανοούμενος» της εργατικής τάξης. Οι βασικές τάξεις λοιπόν εκφράζονται μέσω των διανοουμένων τους και δεν μπορεί να νοηθεί κάποια αντίθεση συμφερόντων μεταξύ της τάξης και των οργανικών της διανοούμενων. [ ]
Και όμως, είναι προφανές πως οποιαδήποτε ανατροπή ενός ταξικού καθεστώτος και η καθίδρυση μιας εξισωτικής κοινωνίας αναδεικνύει ως κομβικά τα προβλήματα της διαχείρισης. άλλωστε η σύγχρονη παραγωγή και κοινωνία απαιτούν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο γνώσεων και ειδίκευσης. Και στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες διαχείρισης: η πρώτη είναι η κλασική, της ανάδειξης –ακόμα και μέσα από την ίδια την εργατική τάξη– ενός στρώματος διαχειριστών/«διανοουμένων», οι οποίοι αναλαμβάνουν να κατευθύνουν την παραγωγή και την κοινωνία. η δεύτερη είναι η σταδιακή κατάκτηση διαχειριστικών γνώσεων από τους ίδιους τους εργαζόμενους, οι οποίοι αναλαμβάνουν την αυτο-διαχείριση της παραγωγής και της κοινωνίας. Η πρώτη έγινε ήδη πράξη και σε όλες τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η δεύτερη αποτελεί το όραμα της υπέρβασης του ίδιου του σοσιαλισμού, έστω και αν συχνά χαρακτηρίζεται ως «αυτοδιαχειριστικός σοσιαλισμός».
Οι διανοούμενοι μπορούν εν τέλει να είναι «κριτικοί» σε ο,τιδήποτε εκτός από την ταξική τους υπόσταση! Αυτό είναι ίσως το ιδιαίτερο ταξικό γνώρισμα-αυταπάτη των διανοουμένων: η άρνηση της ταξικότητάς τους. Η τόσο απλή και αυταπόδεικτη, σήμερα, θέση πως η κοινωνία δεν χωρίζεται μόνον σε ιδιοκτητικές και πληβειακές τάξεις αλλά υπάρχει και μια άλλη σημαντική ταξική κατηγορία, οι τάξεις-φορείς της γνώσης και της διαχείρισης, είτε πρόκειται για το ιερατείο, τους στρατιωτικούς, τους «μάνατζερς», ή την ακαδημαϊκή ελίτ, εξακολουθεί να συσκοτίζεται και να αποκρύβεται κάτω από τόνους μαρξιστικών και «νεομαρξιστικών» βιβλίων, που μιλούν για τα «ενδιάμεσα στρώματα», τη «νέα μικροαστική τάξη», ακόμα και τη γραφειοκρατία: οι διανοούμενοι, ως φορείς της γνώσης και της αυτογνωσίας της κοινωνίας, απέκρυψαν με συστηματικό τρόπο την αλήθεια σε ό,τι αφορά στον ίδιο τον εαυτό τους.
Το μυστήριο λοιπόν αυτής της πολύ «καθυστερημένης» και ατελούς κριτικής της γραφειοκρατίας έγκειται στην ταξική ιδιοτέλεια. [ ]
Προφανώς, βέβαια, το πρόβλημα της σχέσης λαού και διανοουμένων είναι πραγματικό και η απάντηση ανέφικτη εάν εγκλωβιστούμε στη μεσσιανική αντίληψη ενός αστραπιαίου επαναστατικού περάσματος από τις ταξικές στις αταξικές κοινωνίες, όπως υποστήριζε ο επαναστατικός μαρξισμός. διότι η ανισότητα των γνωστικών επιπέδων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, στο εσωτερικό των κοινωνικών τάξεων, και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ φύλων, περιοχών, χωρών, ηπείρων, πολιτισμών, είναι τόσο μεγάλες, ώστε αναπαράγουν ή δημιουργούν νέες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Η μετάβαση σε εξισωτικές κοινωνικές μορφές αποτελεί μια ολόκληρη ιστορική περίοδο και συνιστά, πιθανώς, μια διαδικασία χωρίς τέλος και τελείωση. Προϋποθέτει δε, όπως το έθετε φιλοσοφικά ο νεαρός Μαρξ, τη «συγχώνευση όλης της κοινωνίας» στο προλεταριάτο, δηλαδή τη σταδιακή απορρόφηση του… εγκεφάλου από την καρδιά!
Στο μεταξύ, στον «κόσμο των δακρύων», τον τραγικό ελληνικό –και σεξπηρικό– κόσμο μας, που αναδύεται μετά την εξάντληση του εβραϊκού προφητισμού, θα συνεχίζεται η αντιπαράθεση στην οικονομία, την κοινωνία, τη φιλοσοφία, τον πολιτισμό. Οι λαϊκές τάξεις, οι πληβείοι, οι αγρότες, θα συνεχίζουν να συμμαχούν με τα μισθωτά και τα μικροϊδιοκτητικά διανοούμενα στρώματα, απέναντι στις ανώτερες ιδιοκτητικές και διανοούμενες τάξεις και τις διαχειριστικές ελίτ και θα συγκροτούνται αντίπαλα κοινωνικά και πολιτισμικά στρατόπεδα – και μάλιστα όχι πάντα ταυτόσημα. [ ] Προλετάριοι και διανοούμενοι θα συνεχίσουν να συμμαχούν και να αντιπαρατίθενται, χωρίς να απαιτείται πλέον μια θεωρία που θα θέλει να εξαλείψει τις πραγματικές αντιθέσεις μεταξύ τους, όσο αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν, ενώ, στη μακρά διάρκεια, η έμφαση θα δίνεται στην υπέρβαση των διαχωρισμών της γνώσης, της μυθικής «ένωσης» «φιλοσοφίας και προλεταριάτου», «Πανεπιστημίου και λαού» – για να το θέσουμε με τους όρους του… Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
1. Βλέπε Β. Σερζ, ό.π., Τζ. Μπάρναμ, Η επανάσταση των διευθυντών, Κάλβος, Αθήνα, 1970, Anton Ciliga, Au pays dy mensonge éconcertant, εκδ. 10-18, Παρίσι 1977, Claude Lefort, Éléments d’ une critique de la ureaucratie, Gallimard, Παρίσι 1979, Κ. Καστοριάδης, Η γραφειοκρατική κοινωνία, Ι Αμφορέας, Αθήνα 1977, ΙΙ, Βέργος Αθήνα 1979.
2. Αυτή η αντίληψή του είναι κυρίαρχη τόσο στο «Μανιφέστο» όσο και στην «Εισαγωγή της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» που αποτέλεσαν τις βάσεις για την εκλαϊκευση του μαρξισμού, παρόλο που μεταγενέστερα, στην επιστολή του στον Ν. Μιχαηλόφσκι, το 1877, θα υποστηρίξει πως η ανάλυσή του ισχύει μόνο για την Αγγλία και τη Δυτική Ευρώπη.
3. Βλέπε Louis Dumont, Ηomo Hierarhicus, Essai sur l’histoire des castes, Παρίσι, Gallimard, 1966.
4. Για τη σύγχρονη Ινδία, βλέπε Christophe Jaffrelot (επιμ), L’ Inde contemporaine, de 1950 à nos jours, Παρίσι, Fayard 1996, σ. 742 και Bipan Chandra, Indias Struggle for independence, Νέο Δελχί, Penguin Books, 1988.
5. Στην Ελλάδα, είναι πάρα πολλοί οι «διανοούμενοι» που διαθέτουν ευρύτερη εξουσία και συχνά μεγαλύτερα εισοδήματα και κοινωνική θέση από πολλούς από τους «αστούς» που καταγγέλλουν. Όμως –κατά το προηγούμενο των αγγέλων που στερούνται φύλου– δεν ανήκουν σε κάποια τάξη, είναι υπεράνω τάξεων ή, πράγμα που στην πράξη είναι ταυτόσημο, αυτοχαρακτηρίζονται «μικροαστοί» –στην σπάνια περίπτωση κάποιας «κρίσης συνείδησης»–, συσκοτίζοντας έτσι την ιδιαίτερη ταξική τους ταυτότητα.
6. Βλέπε Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, Στοχαστής, Αθήνα 1972, A. Gramsci, Note sul Machiavelli, Editori Riuniti, Ρώμη 1971, και Oeuvres choisies, Ėditions Sociales, Παρίσι, 1959.