από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Τα ερωτικά επιγράμματα που ακολουθούν είναι του 6ου αιώνος και περιλαμβάνονται στην Παλατινὴ Ἀνθολογία. Έχουν γραφεί από τον Παύλο Σιλεντιάριο και τον Αγαθία (531-580). Ο πρώτος ήταν αξιωματούχος της Αυλής και είναι γνωστός για την περιγραφή της Αγίας Σοφίας. Ο δεύτερος ήταν δικηγόρος, συνέχισε το ιστορικό έργο του Προκόπιου, έγραψε το ιστορικό έργο Περὶ τῆς Ἰουστινιανοὺ Βασιλείας, καθώς και το ερωτικό έργο Δαφνιακά το οποίο έχει χαθεί. Ο Αγαθίας συνέταξε ανθολογία επιγραμμάτων, στην οποία συμπεριέλαβε και τα δικά του, και η οποία περιλαμβάνεται στην Παλατινή Ανθολογία. Ήταν και οι δύο εξέχοντα στελέχη της γραφειοκρατίας και των γραμμάτων της Κωνσταντινούπολης.
Η Παλατινὴ Ἀνθολογία πήρε το όνομά της από την “Παλατινή Βιβλιοθήκη” της Χαϊδελβέργης, όπου το 1607 ανεβρέθη το χειρόγραφο ανθολογίας που περιλάμβανε 3.700 επιγράμματα και είχε συνταχθεί στα 980. Βάση της Παλατινής αποτελεί η ανθολογία του Κωνσταντίνου Κεφαλά, πρωτοπαππά του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε συνταχθεί γύρω στο 900. Η Παλατινὴ Ἀνθολογία αποτελείται από 15 βιβλία. Ένα επιπλέον βιβλίο, το 16ο, περιλαμβάνει τα 390 επιγράμματα που προσέθεσε ο λόγιος μοναχός Μάξιμος Πλανούδης το 1299. Οι δύο ανθολογίες συναποτελούν την Ἀνθολογία ἑλληνικὴ. Τα επιγράμματα , ερωτικά, επιτύμβια, σκωπτικά, αναθηματικά, επιδεικτικά (αναγράφονται πάνω σε έργα τέχνης), συμποτικά κ.λπ. έχουν γραφεί κατά την ελληνιστική και τη βυζαντινή περίοδο ενώ αποτελούν βασική πηγή για τη γνώση των ηθών της ύστερης αρχαιότητας και του Βυζαντίου.
Η ανθολογία στο σύνολό της είναι υπό έκδοσιν από τις εκδόσεις «Κάκτος». Εχουν εκδοθεί τα οκτώ πρώτα βιβλία τα οποία μας παρεχώρησε ευγενώς ο ιδιοκτήτης του «Κάκτου», Οδυσσέας Χατζόπουλος. Από αυτή την έκδοση, την εισαγωγή της, προέρχονται και οι πληροφορίες τις οποίες παραθέτουμε, καθώς και η απόδοση των επιγραμμάτων στη νεώτερη ελληνική. Τα δημοσιευόμενα εδώ επιγράμματα περιλαμβάνονται στο πέμπτο βιβλίο της Ανθολογίας – δεύτερος τόμος της έκδοσης του “Κάκτου”.
219 (218) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Εἰς Ῥοδόπην
Κλέψωμεν, Ῥοδόπη, τὰ φιλήματα τήν τ’ ἐρατεινὴν
καὶ περιδηριτὴν Κύπριδος ἐργασίην.
ἡδὺ λαθεῖν φυλάκων τε παναγρέα κανθὸν ἀλύξαι. φώρια δ’ ἀμφαδίων λέκτρα μελιχρότερα.
Στη Ροδόπη
Ας κρύψουμε, Ροδόπη, τα φιλιά και τις πράξεις
της Αφροδίτης, τις ποθητές και περιμάχητες.
Είναι ηδονικό να προσπαθούμε να ξεφύγουμε
τα μάτια των φρουρών που όλα τα πιάνουν .
οι κρυφοί έρωτες είναι πιο γλυκοί από τους φανερούς.
221 (220) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Ἐρωτομανές
Μέχρι τίνος φλογόεσσαν ὑποκλέπτοντες ὀπωπὴν
φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα;
λεκτέον ἀμφαδίην μελεδήματα, κἤν τις ἐρύξῃ
μαλθακὰ λυσιπόνου πλέγματα συζυγίης,
φάρμακον ἀμφοτέροις ξίφος ἔσσεται. ἥδιον ἡμῖν ξυνὸν ἀεὶ μεθέπειν ἢ βίον ἢ θάνατον.
Δηλωτικό του ερωτικού πάθους
Μέχρι πότε θα κρύβουμε τη φλογερή ματιά
και κλεφτά θα ρίχνουμε ο ένας στον άλλον βλέμματα;
Πρέπει να πούμε φανερά το πάθος μας, κι αν κανείς
μάς εμποδίσει τις τρυφερές περιπτύξεις του σμιξίματος που από το πάθος λυτρώνει, αντίδοτο τότε
και για τους δυο θα είναι το ξίφος. γλυκύτερο για εμάς
να έχουμε παντοτινά κοινή ζωή ή θάνατο.
230 (229) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Εἰς Δωρίδα τὴν ἑταίραν
Χρυσείης ἐρύσασα μίαν τρίχα Δωρὶς ἐθείρης,
οἷα δορικτήτους δῆσεν ἐμεῦ παλάμας.
αὐτὰρ ἐγὼ τὸ πρὶν μὲν ἐκάγχασα, δεσμὰ τινάξαι
Δωρίδος ἱμερτῆς εὐμαρὲς οἰόμενος.
ὡς δὲ διαρρῆξαι σθένος οὐκ ἔχον, ἔστενον ἤδη
οἷά τε χαλκείῃ σφιγκτὸς ἀλυκτοπέδῃ.
καὶ νῦν ὁ τρισάποτμος ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι,
δεσπότις ἔνθ’ ἐρύσῃ, πυκνὰ μεθελκόμενος.
Στη Δωρίδα, την εταίρα
Μια τρίχα απ’ τα χρυσά της μαλλιά έβγαλε η Δωρίδα
και μου ’δεσε τα χέρια, αιχμάλωτος σαν να ’μουν.
Εγώ λοιπόν στην αρχή τα γέλια έβαλα, νομίζοντας
πως είναι εύκολο ν’ αποτινάξω τα δεσμά της λατρευτής
Δωρίδας. καθώς όμως δεν είχα τη δύναμη να τα σπάσω,
στέναζα πια σαν δεμένος με χάλκινη αλυσίδα.
και τώρα ο δύσμοιρος από μια τρίχα είμαι εξαρτημένος,
και πάντα σέρνομαι όπου με τραβήξει η αφέντρα μου.
232 (231) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Εἴς τινα γυναῖκα πολλοὺς ἐραστὰς ἔχουσἠ Ἱππομένην, Λέανδρον, Ξάνθον
Ἱππομένην φιλέουσα νόον προσέρεισα Λεάνδρῳ.
ἐν δὲ Λεανδρείοις χείλεσι πηγνυμένη
εἰκόνα τὴν Ξάνθοιο φέρω φρεσί. πλεξαμένη δὲ
Ξάνθον ἐς Ἱππομένην νόστιμον ἦτορ ἄγω.
πάντα τὸν ἐν παλάμῃσιν ἀναίνομαι. ἄλλοτε δ’ ἄλλον
αἰὲν ἀμοιβαίοις πήχεσι δεχνυμένη
ἀφνειὴν Κυθέρειαν ὑπέρχομαι. εἰ δέ τις ἡμῖν
μέμφεται, ἐν πενίῃ μιμνέτω οἰογάμῳ.
Για μια γυναίκα που έχει πολλούς εραστές: τον Ιππομένη,
τον Λέανδρο, τον Ξάνθο
Τον Ιππομένη φιλώ, μα τον νου μου έχω στον Λέανδρο.
κι όταν στα χείλη του Λέανδρου τα χείλη μου κολλώ,
την εικόνα του Ξάνθου φέρνω στο μυαλό μου.
τον Ξάνθο όταν αγκαλιάζω, την καρδιά μου
στον Ιππομένη ξαναφέρνω. Πάντα αρνιέμαι
αυτόν που έχω μες στα χέρια μου. παίρνοντας
κάθε φορά και άλλον μες στα δυο μου μπράτσα,
τον πλούτο της Κυθέρειας διαρκώς επιδιώκω.
Κι αν κανείς με ψέγει, ας μένει αυτός στη φτώχεια της μονογαμίας.
234 (233) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Ἐπὶ τὸ ὀψὲ αὐτὸ ἡττηθέντα ὑπ’ ἔρωτος ἄρξασθαι ἐρᾶν.
Ὁ πρὶν ἀμαλθάκτοισιν ὑπὸ φρεσὶν ἡδὺν ἐν ἥβῃ οἰστροφόρου Παφίης θεσμὸν ἀπειπάμενος,
γυιοβόροις βελέεσσιν ἀνέμβατος ὁ πρὶν Ἐρώτων αὐχένα σοι κλίνω, Κύπρι,
μεσαιπόλιος.
δέξο με καγχαλόωσα, σοφὴν ὅτι Παλλάδα νικᾷς νῦν πλέον ἢ τὸ πάρος μήλῳ ἐφ’ Ἑσπερίδων.
234 (233) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Για το ότι ηττήθηκε αργά από τον έρωτα και άρχισε να αγαπά
Εγώ που παλιά στα νιάτα μου με άκαμπτο φρόνημα
αρνήθηκα τον γλυκό νόμο της εκστασιαστικής Παφίας,
εγώ ο παλιά απρόσιτος στα σαρκοβόρα
βέλη των Ερώτων, τον αυχένα μου σκύβω σε σένα Κύπριδα, μεσήλικας πια. Δέξου με πρόσχαρα, αφού
τη σοφή Παλλάδα τώρα πιο πολύ νικάς
απ’ όσο παλιά με το μήλο των Εσπερίδων.
241 (240) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
“Σῴζεό” σοι μέλλων ἐνέπειν, παλίνορσον ἰωὴν
ἂψ ἀνασειράζω καὶ πάλιν ἄγχι μένω.
σὴν γὰρ ἐγὼ δασπλῆτα διάστασιν οἷά τε πικρὴν
νύκτα καταπτήσσω τὴν Ἀχεροντιάδα.
Εκεί που είμαι έτοιμος «γεια» να σου πω,
τα λόγια μου πίσω μαζεύω και πάλι κοντά σου μένω.
τον φριχτό χωρισμό από σένα τρέμω
σαν την πικρή νύχτα του Αχέροντα.
250 (249) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Ἡδύ, φίλοι, μείδημα τὸ Λαΐδος. ἡδὺ καὶ αὐτῶν
ἠπιοδινήτων δάκρυ χέει βλεφάρων.
χθιζά μοι ἀπροφάσιστον ἐπέστενεν, ἐγκλιδὸν ὤμῳ
ἡμετέρῳ κεφαλὴν δηρὸν ἐρεισαμένη.
μυρομένην δὲ φίλησα. τὰ δ’ ὡς δροσερῆς ἀπὸ πηγῆς
δάκρυα μιγνυμένων πῖπτε κατὰ στομάτων.
εἶπε δ’ ἀνειρομένῳ. “Τίνος εἵνεκα δάκρυα λείβεις;”
“Δείδια, μή με λίπῃς. ἐστὲ γὰρ ὁρκαπάται.”
Φίλοι μου, γλυκό το χαμόγελο της Λαΐδας.
γλυκό χύνει το δάκρυ από τα μάτια
που χαριτωμένα τα στριφογυρνά εδώ κι εκεί.
Χτες αδικαιολόγητα στέναζε, γέρνοντας στον ώμο μου
και στηρίζοντας για ώρα το κεφάλι της.
Εκεί που έκλαιγε τη φίλησα. τα δάκρυά της, σαν από δροσερή πηγή,
έπεφταν στα στόματα που σμίγαν.
Πες μου που σε ρωτώ: «Γιατί δάκρυα χύνεις;»
«Φοβάμαι μη μ’ αφήσεις. γιατί τον όρκο σας πατάτε.»
268 (267) ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ
Μηκέτι τις πτήξειε πόθου βέλος. ἰοδόκην γὰρ
εἰς ἐμὲ λάβρος Ἔρως ἐξεκένωσεν ὅλην.
μὴ πτερύγων τρομέοι τις ἐπήλυσιν. ἐξότε γάρ μοι
λὰξ ἐπιβὰς στέρνοις πικρὸν ἔπηξε πόδα,
ἀστεμφής, ἀδόνητος ἐνέζεται οὐδὲ μετέστη,
εἰς ἐμὲ συζυγίην κειράμενος πτερύγων.
Κανείς ας μη φοβάται πια το βέλος του πόθου.
γιατί ο Έρωτας σφοδρός όλη τη φαρέτρα του άδειασε
πάνω μου. Μη φοβάται κανείς την επιδρομή των φτερών του.
γιατί από τότε που με ποδοπάτησε και κάρφωσε το φαρμακερό του πόδι στο στήθος μου, ακίνητος, ακλόνητος κάθεται και δεν μετακινείται,
έχοντας κόψει πάνω μου το ζευγάρι των φτερών του.
278 (277) ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ
Αὐτή μοι Κυθέρεια καὶ ἱμερόεντες Ἔρωτες
τήξουσιν κενεὴν ἐχθόμενοι κραδίην,
ἄρσενας εἰ σπεύσω φιλέειν ποτέ. μήτε τυχήσω
μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις.
ἄρκια θηλυτέρων ἀλιτήματα. κεῖνα κομίσσω,
καλλείψω δὲ νέους ἄφρονι Πιτταλάκῳ.
Η ίδια η Κυθέρεια και οι λατρευτοί Έρωτες
με μίσος θα λιώσουν την κενή καρδιά μου,
αν σπεύσω άντρες ποτέ να ερωτευτώ.
Να μη μου τύχει και να μην πέσω
σε αμαρτίες μεγαλύτερες. Αρκετά είναι τα σφάλματα
με τις γυναίκες. αυτά θα υποφέρω και θ’ αφήσω
τους νεαρούς στον άμυαλο Πιττάλακο.
297 (296) ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ
Ἠϊθέοις οὐκ ἔστι τόσος πόνος, ὁππόσος ἡμῖν
ταῖς ἀταλοψύχοις ἔχραε θηλυτέραις.
τοῖς μὲν γὰρ παρέασιν ὁμήλικες, οἷς τὰ μερίμνης
ἄλγεα μυθεῦνται φθέγματι θαρσαλέῳ,
παίγνιά τ’ ἀμφιέπουσι παρήγορα καὶ κατ’ ἀγυιὰς
πλάζονται γραφίδων χρώμασι ῥεμβόμενοι.
ἡμῖν δ’ οὐδὲ φάος λεύσσειν θέμις, ἀλλὰ μελάθροις
κρυπτόμεθα ζοφεραῖς φροντίσι τηκόμεναι.
Οι νεαροί δεν έχουν τόσο πόνο, όσος έλαχε σ’ εμάς
τις γυναίκες που ’χουμε ευαίσθητη ψυχή.
Γιατί αυτοί έχουν συνομηλίκους στους οποίους
με λόγια εμπιστευτικά εκμυστηρεύονται τα βάσανα της ψυχής τους. Παίζουν παιγνίδια που τους παρηγορούν, και στους δρόμους τριγυρνούν περιφέροντας τη ματιά τους στις ζωγραφικές παραστάσεις. εμείς δεν επιτρέπεται μήτε το φως ν’ αντικρύσουμε, αλλά κρυβόμαστε στα σπίτια
λιώνοντας από σκέψεις ζοφερές.
299 (298) ΑΓΑΘΙΟΥ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ
“Μηδὲν ἄγαν” σοφὸς εἶπεν. ἐγὼ δέ τις ὡς ἐπέραστος,
ὡς καλός, ἠέρθην ταῖς μεγαλοφροσύναις,
καὶ ψυχὴν δοκέεσκον ὅλην ἐπὶ χερσὶν ἐμεῖο
κεῖσθαι τῆς κούρης, τῆς τάχα κερδαλέης.
ἡ δ’ ὑπερηέρθη σοβαρήν θ’ ὑπερέσχεθεν ὀφρὺν
ὥσπερ τοῖς προτέροις ἤθεσι μεμφομένη.
καὶ νῦν ὁ βλοσυρωπός, ὁ χάλκεος, ὁ βραδυπειθής,
ὁ πρὶν ἀερσιπότης, ἤριπον ἐξαπίνης.
πάντα δ’ ἔναλλα γένοντο. πεσὼν δ’ ἐπὶ γούνασι κούρης
ἴαχον. “Ἱλήκοις, ἤλιτεν ἡ νεότης.”
«Μηδέν άγαν» είπε ο σοφός. εγώ σαν κανείς αξιέραστος
σαν ωραίος, πήρα αέρα από την υπεροψία
και νόμιζα ότι βρισκόταν στα χέρια μου
ολάκερη η ψυχή της κοπέλας
που γρήγορα αποδείχτηκε πανούργα.
αυτή όμως πήρε αέρα και σήκωσε το φρύδι υπεροπτικά
σαν να αποδοκιμάζει την παλιά της συμπεριφορά. Και τώρα εγώ με το βλοσυρό βλέμμα, ο ατσάλινος,
ο αμετάπειστος, ο παλιός υπερόπτης, κατέρρευσα ξαφνικά. τα πάντα ήρθαν άνω κάτω. κι αφού έπεσα στα γόνατα του κοριτσιού, αναφωνούσα «Σπλαχνίσου με, η νιότη αμάρτησε».