Αρχική » Έρως και νόμος στο Βυζάντιο

Έρως και νόμος στο Βυζάντιο

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Τρωϊάνου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006

Το πλαίσιο της πολιτειακής νομοθεσίας

Το βασικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως όλων των εγκλημάτων περί τη γενετήσια ζωή είναι η εξώγαμη συνουσία. Ως προς το «εξώγαμη» πρέπει όμως να γίνει μια διευκρίνηση. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να έχει μεσολαβήσει γάμος. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ανήκει ο γάμος αυτός στα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της οικείας αξιόποινης πράξης (π.χ. γάμος μοναχής). Το γεγονός ωστόσο ότι έγινε γάμος δεν αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης, αν ο συγκεκριμένος γάμος ήταν κατά νόμο απαγορευμένος και, επομένως, δεν μπορούσε να παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. [ ]

Στη συνέχεια θα εξεταστούν οι κατηγορίες αυτές αξιόποινων πράξεων με την παρουσίαση αφενός μεν των στοιχείων που συνθέτουν την αντικειμενική τους υπόσταση και αφετέρου των συνεπειών τους στο ποινικό δίκαιο καθεμιάς περιόδου. Ως προς το θέμα των περιόδων αυτών πρέπει ευθύς εξαρχής να τονιστεί ότι τρεις είναι οι βασικοί σταθμοί: το ιουστινιάνειο δίκαιο, το δίκαιο της Εκλογής, με το οποίο επιχείρησαν οι Ίσαυροι αυτοκράτορες, ουσιαστικώς δηλαδή ο Λέων Γ΄, μια ποινική μεταρρύθμιση, και το δίκαιο της μακεδονικής δυναστείας. Με το τελευταίο, στο πλαίσιο των κλασικιστικών τάσεων που επικράτησαν επί της δυναστείας αυτής, παρατηρείται μέχρις ενός σημείου επάνοδος στο ιουστινιάνειο δίκαιο (που οι ίδιοι οι νομοθέτες χαρακτήρισαν ως «ανακάθαρση των παλαιών νόμων»), αλλά οι βασικές αρχές του ποινικού δικαίου της Εκλογής έγιναν σεβαστές.

Οι επί μέρους αξιόποινες πράξεις

Το βαρύτερο από τα εγκλήματα τα σχετικά με τη γενετήσια ηθική είναι η προσβολή υφιστάμενου γάμου, δηλαδή η μοιχεία. Σε αντίθεση όμως προς ό,τι ίσχυσε στα νεότερα δίκαια, μοιχεία στο Βυζάντιο (και παλαιότερα, βεβαίως, στη Ρώμη) συνιστούσαν οι εξώγαμες σχέσεις με έγγαμη γυναίκα. Η αρχική ποινή της δημεύσεως (ίσως και εξορίας) γρήγορα αντικαταστάθηκε στην πράξη με ποινή κεφαλική. Στο ιουστινιάνειο δίκαιο διατηρήθηκαν οι παλαιές ποινές και, επιπλέον, αναγνωρίστηκε στον σύζυγο το δικαίωμα να θανατώσει τον μοιχό, αν η πράξη ήταν αυτόφωρη (σύμφωνα με τα αμάχητα τεκμήρια που καθιέρωνε ο νόμος). Η καταδίκη για μοιχεία συνεπαγόταν τώρα πια για τη μοιχαλίδα εγκλεισμό σε μοναστήρι (αρχικώς προσωρινό για δύο χρόνια, που μετατρεπόταν σε οριστικό με την τέλεση μοναχικής κουράς, αν μέχρι το τέλος της διετίας δεν δεχόταν ο σύζυγος να συνεχίσει τη συμβίωση μαζί της) και βαριές περιουσιακές κυρώσεις.

Κατά το δίκαιο της Εκλογής, επιβαλλόταν στους δύο συνενόχους η ποινή του ακρωτηριασμού της μύτης. Η ίδια ποινή διατηρήθηκε και στο Εκλογάδιον, ένα νομ(οθετ)ικό κείμενο των αρχών του 9ου αιώνα (κατά τη γνώμη μου), και στη συνέχεια στις νομοθετικές συλλογές των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, την Εισαγωγή (παλαιότερα ονομαζόμενη Επαναγωγή) δηλαδή, και τον Πρόχειρο Νόμο, επαυξημένη με μαστίγωση και κούρεμα. [ ]
Το πενιχρότατο νομολογιακό υλικό δεν μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε με πόση συνέπεια εφαρμόζονταν οι παραπάνω διατάξεις, κυρίως ως προς το μη περιουσιακό τους μέρος. Εντύπωση όμως προκαλεί η προθυμία (ή, έστω, ευκολία) με την οποία γυναίκες ομολόγησαν τη διάπραξη μοιχείας για να επιτύχουν την έκδοση διαζυγίου από το μητροπολιτικό δικαστήριο της Ναυπάκτου, προβάλλοντας ανικανότητα του συζύγου τους (πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα).

Η παραπάνω εικόνα συμπληρώνεται από τις φιλολογικές πηγές. Σε ένα έμμετρο κατηγορητήριο κατά των γυναικών, στο οποίο ο μισογύνης ποιητής παρουσιάζει όλα τους τα ελαττώματα, στις συχνές αναφορές για τις μοιχείες που οι γυναίκες διαπράττουν τονίζονται μόνον οι περιουσιακές κυρώσεις:

καὶ ὁ νέος νόμος τοῦ Χριστοῦ
ἐτοῦτο βεβαιώνει·
ὅτι ἂν μοιχεύσῃ μίαν φοράν,
πικρὰ σοῦ τὴν ὀρθώνει·
ἐπαίρνει ἀπὸ τὴν προῖκαν της
καὶ δίδει την τοῦ ἀνδρός της,
καὶ βασανίζεται, ὥστε ζῇ,
πεινῶντας ὁ λαιμός της,

και αλλού:

ἔναι νόμος διὰ νὰ χάσῃ
τὸ προικιόν της, ἂν πλαντάξῃ·
τότες ἀπομένει γδούρια,
καὶ πηδοῦν τη τὰ γαδούρια.

Βέβαια, το ποίημα αυτό προέρχεται από τις αρχές του 16ου αιώνα, αλλά οπωσδήποτε απηχεί τις εμπειρίες των τελευταίων βυζαντινών αιώνων. Ίσως λοιπόν στους αιώνες αυτούς να είχε περιοριστεί η δίωξη της μοιχείας στην επιβολή των περιουσιακών μόνο κυρώσεων σε συνδυασμό με τα κατασταλτικά μέτρα της Εκκλησίας.

Πέρα από το καθαυτό έγκλημα της μοιχείας, υπήρχαν και άλλες πράξεις που, χωρίς να ταυτίζονται με αυτήν, εξομοιώνονταν από το νόμο με μοιχεία ως προς την ποινή. Πρόκειται για τις περιπτώσεις συνάψεως ερωτικών σχέσεων με μοναχές ή άλλες γυναίκες αφιερωμένες στη θεία λατρεία. Ενώ προβλεπόταν στα πρώτα χρόνια του Ιουστινιανού θανατική ποινή και για τους δύο συνενόχους (έστω και αν είχε προηγηθεί γάμος), που αργότερα διατηρήθηκε μόνο για τον άνδρα και ως προς τη γυναίκα αντικαταστάθηκε από έγκλειση σε (άλλο) μοναστήρι, σε συνδυασμό με την επιβολή και πρόσθετων κυρώσεων περιουσιακού περιεχομένου υπέρ της Εκκλησίας, από τους Ισαύρους και ύστερα επέσυρε η πράξη την ποινή της μοιχείας, δηλαδή ακρωτηριασμό της μύτης. Η ποινή αυτή είναι προφανώς απόρροια της αντιλήψεως ότι οι μοναχές, ως «νύμφαι Χριστού», παραβιάζουν την οφειλόμενη πίστη προς τον Νυμφίο. Την ποινή της μοιχείας (χωρίς όμως και να εξομοιώνεται με αυτήν) επισύρει και ο γάμος μεταξύ χριστιανών και Ιουδαίων.

Όπως είδαμε, μοιχεία στοιχειοθετούσε η εξώγαμη ερωτική δραστηριότητα μόνο των έγγαμων γυναικών. Αν ένας άνδρας, ακόμη και έγγαμος, δημιουργούσε ερωτικό δεσμό με μη έγγαμη γυναίκα, η σχέση αυτή χαρακτηριζόταν γενικώς ως πορνεία. Μια πορνική σχέση δεν ήταν όμως οπωσδήποτε αξιόποινη. Αξιόποινη ήταν η πορνεία, αν στην εξώγαμη συνάφεια είχε ο άνδρας ως σύντροφο μια ελεύθερη, μη δούλη, δηλαδή «έντιμη» και ανύπαντρη γυναίκα. Έξω λοιπόν από την έννοια αυτή παρέμεναν η παλλακεία, η συνουσία με δούλη (εκτός αν συνιστούσε παράβαση άλλων απαγορεύσεων) και ο κατ’ επάγγελμα εταιρισμός. Ως αιτία για την τελευταία αυτή εξαίρεση πρέπει να σημειωθεί ότι η έννομη τάξη, για λόγους κοινωνικούς, δεν στρεφόταν ούτε εναντίον των γυναικών που αποζούσαν από το επάγγελμα αυτό, ούτε εναντίον των πελατών τους, αλλά μόνο κατά των προαγωγών και των μαστρωπών (πορνοβοσκών). [ ]

Μετά όμως την ιουστινιάνεια εποχή, στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, εκδηλώθηκε έντονη η επίδραση της Εκκλησίας, που έλαβε περισσότερο συγκεκριμένη μορφή στους κανόνες της Πενθέκτης συνόδου («εν Τρούλλω») το 691/692, πολλοί από τους οποίους αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα τη γενετήσια ηθική. Η επίδραση αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στο δίκαιο της Εκλογής. Έτσι, στο νομοθέτημα αυτό των Ισαύρων, διευρύνθηκε σημαντικά η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πορνείας. Τώρα περιλαμβάνεται και η συνουσία τόσο με δούλη όσο και με γυναίκα που εκδίδεται κατ’ επάγγελμα. Σε αντιστάθμισμα όμως προβλέφθηκαν ηπιότερες ποινές, κλιμακωμένες ανάλογα με την ιδιότητα της συναυτουργού. Αν δηλαδή η συνεύρεση πραγματοποιήθηκε με γυναίκα ελεύθερη, η ποινή ήταν δώδεκα ραβδισμοί για τον έγγαμο δράστη και έξι για τον άγαμο, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση. [ ]

Ενώ, για τους άνδρες, η απαγόρευση αναζητήσεως συντρόφου μεταξύ των προσώπων «δουλικής τύχης» δεν ήταν στεγανή –αν επρόκειτο για δούλη που τους ανήκε κατά κυριότητα και αυτοί δεν είχαν σύζυγο ή παλλακή–, για τις γυναίκες, αντιθέτως, η σύναψη ερωτικών σχέσεων με δούλο τους, ανεξάρτητα από το αν ήσαν έγγαμες ή άγαμες, είχε μοιραίες συνέπειες. Η ποινή για μεν την ίδια τη γυναίκα ήταν στο ιουστινιάνειο δίκαιο μία από τις κεφαλικές και για τον δούλο θάνατος στην πυρά. Αντίστοιχη διάταξη δεν εμφανίστηκε στην Εκλογή, αλλά αργότερα, στη νομοθεσία των Μακεδόνων, ορίστηκε ότι αν μεν η υπαίτια της πράξης ήταν έγγαμη, τιμωρείτο με την ποινή της μοιχείας (δηλαδή με ακρωτηριασμό της μύτης) επαυξημένη με εξορία και δήμευση όλης της περιουσίας της, αν δε όχι, δηλαδή αν ήταν άγαμη ή χήρα, τότε με μαστίγωση και κούρεμα. Ο δούλος συναυτουργός, στην μεν πρώτη περίπτωση θανατωνόταν, ενώ στη δεύτερη υποβαλλόταν στην ίδια ποινή με την κυρία του. Επιπλέον, για να εξασφαλιστεί ο χωρισμός του ζευγαριού, προέβλεπε ο νόμος την υποχρεωτική εκποίηση του δούλου προς όφελος του Δημοσίου.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η βυζαντινή έννομη τάξη διέθετε ένα ολοκληρωμένο σύστημα κυρώσεων για την αποτελεσματική προστασία της (προεπιλεγμένης) γενετήσιας ηθικής. Φαίνεται, όμως, ότι η προστασία αυτή δεν ήταν σε όλα τα επίπεδα εξίσου δραστική. Αν επρόκειτο για το αυλικό περιβάλλον, πολύ περισσότερο για τον ίδιο τον αυτοκράτορα, το σύστημα παρέλυε. Μερικές φορές τέθηκαν σε κίνηση άλλοι μηχανισμοί αντιδράσεως, κυρίως εκείνοι της Εκκλησίας (μάλιστα όταν το θέμα αφορούσε σύναψη γάμου απαγορευμένου από τους κανόνες), όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ («μοιχική έρις») και του Λέοντος του Σοφού (τετραγαμία). Άλλοτε όμως όχι. Έτσι, σώζονται στα ιστορικά έργα πολύ γραφικές διηγήσεις για την ερωτική ζωή ορισμένων αυτοκρατόρων. Ας περιοριστούμε σε έναν από τους ιστορικούς, που περιγράφει με πολλή ακρίβεια, αλλά και γλαφυρότητα, τα γεγονότα του 12ου αιώνα, τον Νικήτα Χωνιάτη.

Αναφερόμενος στον Μανουήλ Α’, γράφει ο Νικήτας ότι ο αυτοκράτορας, έχοντας γυναίκα Αλαμανή, που φρόντιζε όμως περισσότερο το ψυχικό κάλλος από το σωματικό, έδειχνε καταφανή προτίμηση προς άλλες με θηλυκότερη εμφάνιση. Έτσι, λόγω της ακάθεκτης ορμής του για ερωτικές απολαύσεις, προτιμούσε να «διαπερνά» τα εγχώρια προϊόντα. Για τον Αλέξιο Β’, που σπατάλησε σε ακολασίες πολύ δημόσιο χρήμα. εἰς ἔντερον πόρνης πολλάκις μεταρρυΐσκεσθαι τὰ χρόνῳ καὶ πόνῳ συλλεγέντα μακρῷ. Τέλος, για τον Ανδρόνικο Α’, ότι έφευγε μακριά από την πρωτεύουσα μετὰ χορείας ἑταιρίδων καὶ παλλακῶν, ὡς ὄρνιθας κατοικιδίους ἀλεκτρυὼν ἢ αἶγας τράγος ἡγούμενος αἰπολίου και ότι, προσπαθώντας να μιμηθεί ατέχνως τον Ηρακλή, κατὰ τὴν τῶν πεντήκοντα καὶ μόνον τοῦ Θυέστου θυγατέρων φθοράν, για να επαυξήσει τις δυνατότητες του, έκανε άφθονη χρήση αφροδισιακών παρασκευασμάτων.

Η κριτική δεν άφηνε όμως άθικτες ούτε τις αυτοκράτειρες, όταν παρείχαν αφορμές. Το «κακό παράδειγμα» έδωσε ο Προκόπιος, που στα Ανέκδοτά του παρουσίασε με πολύ παραστατικό τρόπο την ερωτική δραστηριότητα της Θεοδώρας τόσο πριν όσο και μετά τον γάμο της με τον Ιουστινιανό. Αλλά και αργότερα, ο Ιωάννης Ζωναράς, παρά το συγκρατημένο ύφος του, περιγράφει με ζωηρά χρώματα τους έρωτες της Ζωής με τον μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Παφλαγόνα, όταν ήταν ακόμη θαλαμηπόλος στα ανάκτορα: Τούτου τῷ ἔρωτι ἁλοῦσα ἡ βασιλὶς ἐπυρπολεῖτο τὴν ψυχὴν καὶ τὸ πῦρ τὸ ἐκείνου κάλλος καθ’ ἑκάστην ὁρώμενον ὑπανέφλεγε. Προφανώς, θα είχε ο νεαρός Μιχαήλ κάποιους δισταγμούς που ο αδελφός του (για ευνόητους λόγους) προσπαθούσε να τον πείσει να υπερνικήσει, γι’ αυτό τον παρακινούσε να μην αποφεύγει την αυτοκράτειρα (που, σημειωτέον, είχε τότε ήδη περάσει τα πενήντα) ἀλλὰ καὶ ἅψασθαι καὶ φιλῆσαι καὶ προσφῦναι αὐτῇ. Οι συμβουλές έπιασαν τόπο, ὣστε μέχρι καὶ συνουσιασμοῦ τὰ τοῦ ἔρωτος κατηντήκεσαν καὶ προϊόντος τοῦ χρόνου εἰς προῦπτον σχεδὸν τὸ περὶ τὸν Μιχαὴλ ἐξερράγη φίλτρον· καὶ ἦν ὑποψιθυριζόμενον οὐ τοῖς περὶ τὰ βασίλεια μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐν ταῖς τριόδοις, μόνῳ δ’ ἠγνοεῖτο τῷ αὐτοκράτορι. [ ]

Γενικά απαγορευόταν η ερωτική προσέγγιση των κοριτσιών πριν από την ήβη τους, δηλαδή πριν από τα 12 χρόνια τους. Η φθορά άνηβης κόρης («παιδοφθορία» ήταν ο τεχνικός όρος) επέσυρε, στο ιουστινιάνειο δίκαιο, αν ο δράστης ήταν «έντιμος», περιορισμό σε νήσο ή εξορία, κι αν ήταν «ευτελής», καταναγκαστικά έργα. Αξιόποινη ήταν η φθορά παρθένου και μετά την είσοδο στην ήβη, αλλά οι κυρώσεις ήσαν στην περίπτωση αυτή κάπως ηπιότερες.

Στο δίκαιο των Ισαύρων επιβαλλόταν στον φθορέα άνηβης κόρης ακρωτηριασμός της μύτης και υποχρέωση να αποζημιώσει την παθούσα με τη μισή περιουσία του. Την ίδια ποινή προέβλεπε ο νόμος και στην περίπτωσηκατά την οποία το θύμα είχε συμπληρώσει τα 12 χρόνια αλλά η πράξη είχε τελεσθεί με τη χρήση βίας (βιασμός). Αν, αντίθετα, η γυναίκα είχε συναινέσει, τότε το θέμα αντιμετωπιζόταν σε οικονομική βάση. Το ίδιο σύστημα κυρώσεων διατηρήθηκε με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις και από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες. [ ]

Το φαινόμενο όμως των «παιδικών γάμων» δεν πρέπει να ήταν σπάνιο. Παραπονείται γι’ αυτό ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος (περίπου 1155-1233) στις αποφάσεις του και το χαρακτηρίζει ως «ναυπάκτιον αρρώστημα». Ασφαλώς θα παρετηρείτο και σε άλλες περιοχές εκτός από τη Ναύπακτο, αλλά οι δικαστικές αποφάσεις του Αποκαύκου συνέδεσαν το φαινόμενο με την πόλη αυτή. Σε μια μάλιστα περίπτωση, ξεχείλισε από αγανάκτηση ο μητροπολίτης, όταν είδε έναν τριαντάχρονο άνδρα να κρατάει στα γόνατά του ένα κοριτσάκι έξι χρονών, που δεν ήταν άλλο από τη γυναίκα του: Εἶδον ἀνομίαν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἄνδρα τριακοντούτη γυναικὶ ἑξαετεῖ συναφθέντα. Φυσικά ο γάμος ακυρώθηκε, αλλά για ποινικές κυρώσεις δεν γίνεται κανένας υπαινιγμός. [ ]

Στη νομολογία του πατριαρχικού δικαστηρίου αρκετές φορές εμφανίστηκαν περιπτώσεις στις οποίες η πορνεία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Περιορίζομαι στην παρουσίαση μίας μόνο (από τα μέσα περίπου του 14ου αιώνα, το 1352), που είναι ιδιαίτερα γραφική, αλλά συνάμα και διαφωτιστική. Δύο μοναχοί, ο ένας μάλιστα ιερομόναχος της γνωστής μονής της Περιβλέπτου στην Κωνσταντινούπολη, σύχναζαν στο σπίτι μιας μοναχής, πρώην μαστρωπού, που είχε μεταβάλει το κατάλυμά της σε πορνείο, όπου εξέδιδε νεαρές μοναχές. Φαίνεται ότι ο άσωτος αυτός βίος τους δεν ήταν τελείως άγνωστος στο πατριαρχείο και ότι τους είχαν γίνει συχνά παραινέσεις, χωρίς όμως –προφανώς– αποτέλεσμα, μέχρις ότου κάποια μέρα μερικοί αγανακτισμένοι γείτονες τους έπιασαν επ’ αυτοφώρω και τους παρέδωσαν στον δικαιοφύλακα της Μεγάλης Εκκλησίας. Από το κείμενο της σχετικής πατριαρχικής πράξης φαίνεται ότι η όλη ιστορία σταμάτησε στην καθαίρεση του ιερομόναχου.

Αλλά και από τα γραφόμενα του μισογύνη ποιητή, που είδαμε πιο πάνω, προκύπτει –παρ’ όλες του τις υπερβολές– ότι τα χαμαιτυπεία ήσαν ανθούσες επιχειρήσεις, που δεν δυσκολεύονταν πολύ να βρουν ανθρώπινο υλικό, και μάλιστα «πλήρους αλλά μη αποκλειστικής απασχολήσεως», ακόμα και στρατολογώντας το ανάμεσα από νοικοκυρές:

Καὶ ἄλλες ὅταν παντρευτοῦν,
θέλουν διὰ νὰ ποπευτοῦν,
δοκιμάζουν καὶ ἄλλους θέλουν,
νὰ σκολάσουν πλέο δὲ θέλουν.
Φαίνεταί της ὡσὰν τὸ μέλι
καὶ γοργὰ πάει εἰς τὸ μπουρδέλι·
νέον, γέρον, δὲν τὴν μέλει·
βάνει καὶ μικρὸν κοπέλι·
καὶ τὸν ἄνδρα της οὐ θέλει,
ἐπειδὴ τὸν ἔχει ὡς τρέλι.

[ ] Η αρπαγή έγινε ιδιώνυμο αδίκημα επί του Μ. Κωνσταντίνου με διάταξη που απειλούσε κατά του δράστη, αλλά και κατά της γυναίκας, αν η αρπαγή ήταν εκούσια, θάνατο στην πυρά. Στο ιουστινιάνειο δίκαιο προβλεπόταν για τους άρπαγες γυναικών (ανεξάρτητα από την κοινωνική ή τη νομική τους θέση) κεφαλική ποινή, που συνοδευόταν από την παρεπόμενη ποινή της δημεύσεως. Παράλληλα, καθιερώθηκε απαλλαγή των θυμάτων από κάθε ευθύνη, ακόμη κι αν αποδεικνυόταν η συναίνεσή τους. Οι Ίσαυροι επέφεραν με την Εκλογή ορισμένες σημαντικές μεταβολές. Μία από αυτές υπήρξε το ότι από τότε έγινε, με ρητή μνεία στο νόμο, η φθορά του θύματος, δηλαδή η γενετήσια πράξη με αυτό, αναγκαίο στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της αρπαγής. Άλλη μεταβολή υπήρξε ότι την κεφαλική ποινή του ιουστινιάνειου δικαίου αντικατέστησε, για μεν τους αυτουργούς, ο ακρωτηριασμός της μύτης, για δε τους συνεργούς, η εξορία.

Στα νομοθετήματα των Μακεδόνων αυτοκρατόρων καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της αρπαγής έπαιξε ένα νέο στοιχείο: η χρήση όπλων. Για την ένοπλη αρπαγή προβλεπόταν κατά του αυτουργού η ποινή της θανατώσεως με ξίφος, ενώ στην αρπαγή χωρίς όπλα αρκούσε, για την ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας, ο ακρωτηριασμός του χεριού. Διαφορετική μεταχείριση επιφύλαξε ο νόμος και στους συνεργούς: σφοδρή μαστίγωση και κούρεμα με αποκοπή της μύτης στην πρώτη περίπτωση, το ίδιο με εξορία στη δεύτερη.

[ ] Εκτός από τις βαριές ποινές, στη δραστικοποίηση της παραπάνω προστασίας απέβλεπε και η θέσπιση απόλυτης απαγορεύσεως για σύναψη γάμου ανάμεσα στον δράστη και το θύμα. Το μέτρο αυτό στόχευε στο να απογοητεύσει τους επίδοξους άρπαγες.

Οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα αρσενικού φύλου δεν ήσαν ηθικά αδιάφορες για τους Ρωμαίους, γι’ αυτό και οι σχετικές πράξεις με τέτοιας μορφής σχέσεις διώκονταν σύμφωνα με την έκτακτη διαδικασία και συνεπάγονταν ορισμένες ανικανότητες στον τομέα του δημόσιου βίου. Εντατικότερη έγινε όμως η δίωξη γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα, όταν με νόμο του αυτοκράτορα Κωνσταντίου προβλέφθηκε η ποινή της θανατώσεως με ξίφος. Σε αυτήν την απότομη σκλήρυνση της έννομης τάξης δεν είναι ίσως αμέτοχη και η Εκκλησία. Η διάταξη αυτή διατήρησε την ισχύ της επί πολλούς αιώνες, τουλάχιστον τυπικώς, γιατί στην πράξη, κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών, οι ένοχοι παιδεραστίας δεν θανατώνονταν πάντοτε. Συχνά τους επιβαλλόταν η ποινή της «καυλοτομής», της αποκοπής δηλαδή του πέους, πιθανότατα κάτω από την επίδραση μιας ιδέας ειδικής προλήψεως. [ ]
Είναι επίσης ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις ανάμεσα σε γυναίκες δεν θεωρήθηκαν από τον πολιτειακό νομοθέτη ως ποινικώς αξιόλογες, έτσι ώστε δεν βρίσκουμε διατάξεις αφιερωμένες στην πρόβλεψη αυτών των πράξεων.

Ορολογική συγγένεια προς την ομοφυλοφιλία παρουσιάζει η κτηνοβασία, γιατί μερικές φορές χρησιμοποιείται στις πηγές και για τις δύο αυτές έννοιες ο όρος ἀσέλγεια και πολύ πιο συχνά για τους δράστες οἱ ἀσελγεῖς. [ ]
Την πρώτη ρητή διάταξη για την κτηνοβασία συναντάμε στην Εκλογή, με ποινή την αποκοπή του πέους, ποινή που από τη φύση της μόνο σε άνδρες μπορεί να επιβληθεί. Από το περιεχόμενο της ποινικής αυτής προβλέψεως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κτηνοβασία στις γυναίκες έμενε ατιμώρητη. Σε ένα παράγωγο ωστόσο της Εκλογής εμφανίζεται μία μεμονωμένη διάταξη, εκκλησιαστικής μάλλον προελεύσεως, από το χωρίο Λευϊτ. 20,16, η οποία προβλέπει για τις γυναίκες που συνουσιάζονται με ζώα θανατική ποινή ή, κατ’ άκρα επιείκεια, απώλεια της ελευθερίας, δηλαδή υποδούλωση. [ ]

Με το πέρασμα των αιώνων, η Εκκλησία όλο και περισσότερο επέβαλλε την αξίωσή της για αποκλειστικότητα στον τομέα της ρυθμίσεως των γαμικών σχέσεων. Έτσι, στα τέλη του 7ου αιώνα, με τους κανόνες της συνόδου του Τρούλλου επεκτάθηκαν τα γαμικά κωλύματα. Στην επέκταση αυτή ανταποκρίθηκε ο πολιτειακός νομοθέτης μισόν αιώνα αργότερα. Με τις διατάξεις δηλαδή της Εκλογής των Ισαύρων θεωρήθηκε αιμομιξία κάθε γενετήσια σχέση ανάμεσα σε συγγενείς εξ αίματος μέχρι και τον 6ο βαθμό ή σε συγγενείς εξ αγχιστείας μέχρι και τον 4ο ή σε πρόσωπα συνδεόμενα με δεσμούς πνευματικής συγγένειας από το βάπτισμα. Παράλληλα, υπήγαγε ο νομοθέτης στην έννοια της αιμομιξίας και κατέστησε με τον τρόπο αυτό αξιόποινες ορισμένες «τριγωνικές» σχέσεις, όπως π.χ. τη σχέση του ίδιου άνδρα (συγχρόνως ή διαδοχικώς) με δύο αδελφές ή με μάνα και κόρη.
Οι ποινές της αιμομιξίας διαφοροποιούνταν στο δίκαιο της Εκλογής ανάλογα με τη στενότητα της συγγένειας και κυμαίνονταν από θάνατο, στις πιο βαριές περιπτώσεις, μέχρι ακρωτηριασμό της μύτης ή ραβδισμό στις πιο ελαφρές. Η ποινική αυτή μεταχείριση των αιμομικτών διατηρήθηκε και από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες στη νομοθεσία τους, ώστε –θεωρητικώς τουλάχιστον– εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την κατάλυση του βυζαντινού κράτους.

Βέβαια και στο θέμα της αιμομιξίας ανακύπτει το ίδιο ερώτημα, όπως και στη μοιχεία και την πορνεία, σε ποια δηλαδή έκταση και σε ποιους κύκλους εφαρμόζονταν οι διατάξεις αυτές. Επειδή οι γαμικές ενώσεις στην αυτοκρατορική οικογένεια και στην αριστοκρατία γενικότερα αποτελούν μέρος της πολιτικής ιστορίας, είναι οι πληροφορίες που μας δίνουν οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι αρκετά πλουσιότερες από εκείνες για χώρους πολύ περισσότερο προσωπικούς. Έτσι, φαίνεται ότι οι αιμομικτικές σχέσεις στους παραπάνω κύκλους δεν ήσαν κάτι το ιδιαίτερα σπάνιο. [ ]

Η κανονική νομοθεσία

Τελείως διαφορετική είναι η εικόνα που παρέχει ο χώρος της Εκκλησίας. Εκεί, από πολύ ενωρίς, εκδηλώθηκε έντονο ενδιαφέρον, ως γινόμενο πολλών παραγόντων που δεν είναι εύκολο να αναλυθούν στο πλαίσιο αυτής της μελέτης.

Το αποστολικό χωρίο Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τον χαρακτηρισμό των ερωτικών περιπτύξεων επάνω στη συζυγική κλίνη ως ηθικώς επιψόγων. Για την τιμιότητα όμως του γάμου οι απόψεις του εκκλησιαστικού νομοθέτη ήσαν αρκετά διαφορετικές από εκείνες του πολιτειακού. Πρώτον, δεν ήταν διόλου διατεθειμένος να δεχθεί απεριόριστο αριθμό γάμων, και για την παλλακεία, ας μη γίνεται καλύτερα λόγος. Δεύτερον, για την καθαρότητα του θεσμού του γάμου και, επομένως, των γενετήσιων σχέσεων, που μόνο σε αυτό το πλαίσιο επιτρέπονταν, ιδιαίτερα επέμεινε η Εκκλησία στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη επέκταση των γαμικών κωλυμάτων. Τα προβλήματα γύρω από τους διαδοχικούς γάμους και τα γαμικά κωλύματα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και δεν θα επεκταθώ σ’ αυτά. [ ]

Σε άλλες περιπτώσεις, οι ειδικές απαγορεύσεις των κανόνων εξυπηρετούσαν την πρόληψη και όχι την καταστολή. Έτσι, για παράδειγμα, απαγορεύονταν γενικώς (δηλαδή όχι μόνο για κληρικούς και μοναχούς) τα κοινά λουτρά ανδρών και γυναικών, τα άσεμνα θεάματα και οι αισχρές απεικονίσεις, ώστε να αποφεύγεται η πρόκληση γενετήσιας διεγέρσεως.

Ανέφερα ήδη ότι οι σαρκικές σχέσεις των συζύγων ήσαν απολύτως ανεκτές από την Εκκλησία. Δεν αφέθηκε ωστόσο στην απόλυτη διάκριση των συζύγων η διαμόρφωση αυτών των σχέσεων. Επιβλήθηκαν λοιπόν πολλοί περιορισμοί τόσο ως προς τον χρόνο όσο και ως προς τον τρόπο πραγματοποιήσεως των επαφών. Πρώτα ως προς τον χρόνο: Απαγορεύτηκε η συνεύρεση κατά τις ημέρες των νηστειών (Τετάρτες και Παρασκευές όλων των εβδομάδων και τις μακρές περιόδους νηστείας), επιπλέον δε, τα Σάββατα και τις Κυριακές, επειδή κατά τις ημέρες αυτές, αφιερωμένες στην ψυχική ανάταση, πρέπει η ικανοποίηση των αναγκών της σάρκας να περιορίζεται στο ελάχιστο. Ένας πρόχειρος υπολογισμός όμως δείχνει, ότι μόλις υπολείπονται 100 μέρες τον χρόνο, από τις οποίες πρέπει βέβαια να αφαιρεθούν και οι κρίσιμες για τις γυναίκες μέρες. [ ]

Τόσο οι Πατέρες της Εκκλησίας όσο και οι ερμηνευτές των ιερών κανόνων, περιορίζοντας τις δυνατότητες των συζύγων, δίδαξαν ότι επιβάλλεται η «δικαία χρήσις» των συζυγικών μελών.

Λιγότερο οι κανόνες και περισσότερο τα διάφορα εξομολογητικά εγχειρίδια προσδιορίζουν με πολλή κατηγορηματικότητα (ώστε να μην υπάρξουν περιθώρια παρανοήσεων) τα πλαίσια αυτής της δικαίας χρήσεως. Η γενετήσια πρακτική που συγκεντρώνει τα περισσότερα πυρά είναι η λεγόμενη παρά φύσιν, και η αιτιολογία είναι απλή: επειδή θεωρείται προσβολή του Δημιουργού να γίνεται χρήση οργάνων του σώματος για την εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνο για τον οποίο πλάσθηκαν. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τον στοματικό έρωτα, που επίσης αποδοκιμάζεται έντονα στις πηγές του κανονικού δικαίου. [ ]

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ