του Σ. Παύλου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Ο τρελός του χωριού έχει ένα σημαντικό προνόμιο. Μπορεί να πει αλήθειες που η κοινωνική σύμβαση δεν επιτρέπει για τους υπόλοιπους κατοίκους της κοινότητας, μπορεί να αποκαλύψει πράγματα «ου φωνητά», να σαρκάσει και να αναφερθεί κοροϊδευτικά σε θέματα για τα οποία οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να μιλούν με τον προσήκοντα σεβασμό. Υπάρχει μια άγραφη συμφωνία, ότι στο χωριό όλοι οι άλλοι πρέπει να σέβονται αρκετά και διάφορα πράγματα ή να καμώνονται ότι τα σέβονται, ο τρελός όμως έχει το «ελευθέρας», γιατί έχει το ακαταλόγιστο.
Και σε πληθώρα συνεδρίων και εκδηλώσεων, που ονομάζονται από την επαρχιώτικη νοοτροπία μας «επιστημονικά» και «σοβαρά», χρειάζεται κάποτε και ο τρελός του συνεδρίου που θα πει κάποια πράγματα με το όνομά τους, χωρίς σεβασμό στην επιστημονικοφανή σύμβαση, που θα αποκαλύψει την υποκρισία και τα συμφέροντα, που με μια μικρή καρφίτσα θα τρυπήσει το μπαλόνι των πεφυσιωμένων ομιλητών του συνεδρίου, που φουσκώνουν σαν διάνοι ή βάτραχοι και κοκορεύονται ότι εκφράζουν την επιστημονική γνώση και αλήθεια και ότι δήθεν προτείνουν την προοδευτική έκφραση των μοντέρνων καιρών, ενώ απλώς δουλεύουν ως ιμάντες για την προώθηση των πιο αντιδραστικών και πιο καταπιεστικών συμφερόντων και ιδεολογιών.
Σε μια τέτοια σύναξη βρέθηκα κι εγώ πριν από καιρό. Διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Στην αρχή μίλησε ένας καθηγητής, απαραίτητος μαϊντανός ποικίλων παρόμοιων εκδηλώσεων, που μίλησε θερμά για την ελληνοτουρκική φιλία που μπορεί να προσφέρει τόσα στους λαούς. Ακολούθησαν στον ίδιο ρυθμό άλλοι δύο ομιλητές που μίλησαν συγκινητικά για την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο που δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν και των οποίων οι λαοί, αν παραμερίσουν έχθρες και μίση, ένα στάδιο δόξης λαμπρόν τους αναμένει. Η φιλία μεταξύ αυτών των λαών θα τους οδηγήσει στη λεωφόρο της συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης, στον δρόμο της προόδου και της συνδημιουργίας επ’ αγαθώ των χωρών τους, επαναλάμβαναν συνεχώς.
Σιροπιαστά πιλάφια και δρόμοι στρωμένοι με την άνοια νεοκυπριακών ιδεολογημάτων, όμως έκανα υπομονή. Όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, είπα ότι έχω συγκινηθεί κι εγώ από αυτό το κήρυγμα της ελληνοτουρκικής φιλίας και προσχωρώ στο ίδιο στρατόπεδο. Δηλώνω και ’γω ένθερμος θιασώτης της ελληνοτουρκικής φιλίας. Τόνισα, ακόμη, ότι είμαι συγκινημένος και πιστεύω ότι αυτή η νέα προσέγγιση θα κάνει θαύματα. Και να σκεφτείς, συνέχισα, ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μερικές απλές κινήσεις: Να, αν η Τουρκία αποσύρει τα στρατεύματα κατοχής από την Κύπρο, επιτρέψει στους πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους και αφήσει τους νόμιμους κατοίκους του νησιού να ασκήσουν το ιερό και απαράγραπτο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, να αποφασίσουν δηλαδή οι ίδιοι για το μέλλον του νησιού βάσει της αρχής κάθε άνθρωπος και μία ψήφος, τότε όλα θα εξελιχθούν ωραία. Με αυτές τις απλές κινήσεις η φιλία θα είναι εδραιωμένη για πάντα, επανέλαβα, και οι Έλληνες και οι Τούρκοι θα μπουν στον δρόμο της ειρήνης και της συνεργασίας για ένα μέλλον λαμπρό. Και κοίταξα, σαν σε έκσταση, τους φωτεινούς ορίζοντες που ανοίγονταν. Με κοίταξαν σαν παρανοϊκό που δεν έχει επίγνωση των λεγομένων του, σαν λοξό και ταραξία με μειωμένη νοητική ικανότητα, σαν κάποιον που δεν μπορεί να αντιληφθεί τη σοβαρότητα και επιστημονικότητα αυτής της συνάντησης. Συνέχισα όμως ατάραχος. «Τι λέτε και σεις;», ρώτησα. «Είμαι βέβαιος ότι συμφωνείτε μαζί μου, ότι αν η Τουρκία αφήσει την Κύπρο χωρίς τα κατοχικά στρατεύματα, η ελληνοτουρκική φιλία θα θεριέψει.
Με κοίταξαν με χειρότερη απέχθεια τώρα, σαν ανεπίδεκτο μαθήσεως, που τους χάλασε το παιγνίδι. Ήταν λοιπόν πολύ απλό και προφανές. Όλα αυτά τα θερμά κηρύγματά τους για ελληνοτουρκική φιλία και αδελφοσύνη δεν ήταν παρά μια πίεση να δεχτούμε την πραγματικότητα της κατοχής, να νομιμοποιήσουμε την εθνοκάθαρση εις βάρος των Ελλήνων και την κλοπή των ελληνικών περιουσιών, να υπηρετήσουμε ευπειθώς την Τουρκία. Νομίζω ότι οι τρελοί των συνεδρίων πρέπει να πολλαπλασιαστούν.