Αρχική » Βιοπολιτική: Πολιτικές προκλήσεις του 21ου αιώνα

Βιοπολιτική: Πολιτικές προκλήσεις του 21ου αιώνα

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Μάνδρου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006

Οι μείζονες τεχνολογικές καινοτομίες ανέκαθεν έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στην πολιτική πραγματικότητα. Ο Marshall MacLuhan1 δαπάνησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του για να αποδείξει αυτή τη γενίκευση. Η στενή πάντως σχέση τεχνολογίας και πολιτικής είναι ιδιαίτερα εμφανής μετά την Αναγέννηση και τη βιομηχανική επανάσταση και η μηχανική τεχνολογία δημιούργησε ένα προνομιακό πεδίο πολιτικο-πολεμικών συγκρούσεων που ανέτρεψαν εκ βάθρων τις παλιές σχέσεις εξουσίας και καθόρισαν τη μορφή των σημερινών κοινωνιών.

Ο βαθύς αντίκτυπος της τεχνολογίας πάνω στην πολιτική γίνεται ακόμα πιο εμφανής στις μέρες μας. Με την έλευση του 21ου αιώνα, το πολιτικό πρόβλημα αποκτά μια έντονα τεχνολογική διάσταση που διευρύνει και περιπλέκει κι άλλο τα ήδη περίπλοκα πολιτικά ζητήματα. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τη νέα αυτή διάσταση “βιοπολιτική” για να υπογραμμίσουμε τη στενή σχέση της με τις τρέχουσες και προβαλλόμενες εξελίξεις σε αναδυόμενους τεχνολογικούς τομείς, που σχετίζονται άμεσα με τη βιολογία. Μπορεί οι αναπτυσσόμενες νέες τεχνολογίες να απέχουν ακόμα από τη φάση της ωριμότητάς τους, αλλά οι διαγραφόμενες προοπτικές και οι προβαλλόμενες επιπτώσεις τους στις ανθρώπινες κοινωνίες επιβάλλουν ένα σοβαρό πολιτικό προβληματισμό από τώρα.

Το πρόβλημα έχει δύο τουλάχιστον κρίσιμες πλευρές: Πρώτον, οι νέες τεχνολογίες απευθύνονται και επηρεάζουν κυρίως την ίδια τη “φύση” του ανθρώπου και, δεύτερον, αναπτύσσονται με μια πρωτοφανή επιτάχυνση που αναιρεί την παραδοσιακή μας αντίληψη για τον κοινωνικό και πολιτικό χρόνο. Με άλλα λόγια, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις τεχνολογίες του παρελθόντος, απειλούν την ίδια την ατομική και συλλογική μας αυτο-εικόνα και ταυτότητα και ανατρέπουν την ενστικτώδη προσμονή ατόμων και κοινωνιών για το μέλλον ως συνέχεια του παρελθόντος. Μοιραία, η διαφαινόμενη ασυνέχεια προσδίδει στο αύριο μια βλοσυρή και απωθητική διάσταση και διαμορφώνει το πεδίο για την επόμενη πολιτικο-πολεμική σύγκρουση. Αναλύοντας τον πόλεμο ως εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες, ο Marshall MacLuhan σημειώνει: Το θέμα του πόνου ως φυσικό επακόλουθο της καινοτομίας μάς οδηγεί αβίαστα στο παρόν κεφάλαιο. Έχει σχέση με τον πόλεμο ως εκπαίδευση. Όταν πληγώνεται κάποιος από μια νέα τεχνολογία, όταν το άτομο ή το συλλογικό σώμα διαπιστώνει πως ολόκληρη η προσωπικότητά του απειλείται από τη φυσική ή ψυχική αλλαγή, ανταποδίδει το χτύπημα με μια λυσσαλέα αυτοάμυνα. Όταν η προσωπικότητά μας βρίσκεται σε κίνδυνο, νιώθουμε σίγουροι πως έχουμε μπροστά μας μια πρόκληση για πόλεμο. Η παλιά εικόνα πρέπει να επανακτηθεί με κάθε κόστος. Αλλά όπως και στην περίπτωση του φασματικού πόνου, το σύμπτωμα ενάντια στο οποίο ριχνόμαστε είναι πολύ πιθανό να έχει προκληθεί από κάτι για το οποίο δεν ξέρουμε τίποτα. Οι κρυμμένοι αυτοί παράγοντες είναι τα αόρατα περιβάλλοντα που δημιουργούνται από την τεχνολογική καινοτομία2.

Η διαφαινόμενη νέα τεχνολογική πραγματικότητα προκύπτει μάλλον εύκολα από την απλή προβολή στον μεσοπρόθεσμο κοινωνικό ορίζοντα των σημερινών επιτευγμάτων και του επιταχυνόμενου ρυθμού των ανακαλύψεων, που καθημερινά πραγματοποιούνται στα εργαστήρια ερευνών. Αν στις προβαλλόμενες αυτές εξελίξεις προσθέσουμε και τους εικαζόμενους υπαρξιακούς για το είδος μας κινδύνους, τους οποίους ενέχουν οι νέες τεχνολογίες, έχουμε από τώρα στα χέρια μας ένα εκρηκτικό πολιτικό μείγμα που μάλλον θα καθορίσει αποφασιστικά τις πολιτικές συγκρούσεις του 21ου αιώνα. Ο στόχος βέβαια μιας ρεαλιστικής, και όχι μεσσιανικής, βιοπολιτικής δεν μπορεί να είναι παρά μια “οικονομία της οδύνης” – δηλαδή το πώς μπορεί να μετριαστεί ο ατομικός και συλλογικός πόνος που ιστορικά συνοδεύει τις μείζονες τεχνολογικές μεταβάσεις και ρήξεις, σαν αυτή που έχουμε αρχίσει να βιώνουμε.

Οι παρακάτω τρεις τεχνολογικοί τομείς επηρεάζουν ήδη τον πολιτικό προβληματισμό του καιρού μας και δίνουν έναν επείγοντα χαρακτήρα στην α­νάγκη για σοβαρές και υπεύθυνες πολιτικές συνειδητοποιήσεις πάνω σε ζητήματα αδιανόητα μέχρι πρόσφατα.

Βιοτεχνολογία και γενετική μηχανική

Η βιοτεχνολογία περιλαμβάνει μια ποικιλία τεχνικών και μεθόδων που σχετίζονται με τις βιολογικές επιστήμες, ενώ γενετική μηχανική είναι ο υποτομέας της που ασχολείται με την άμεση τροποποίηση του γενετικού υλικού. Η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική έχουν ήδη πολλές εφαρμογές στην παραγωγή αγαθών και την ιατρική και μια σειρά δραστηριοτήτων τους έχει αρχίσει να γίνεται αντικείμενο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων, όπως η αναπαραγωγική και θεραπευτική κλωνοποίηση, η γενετική τροποποίηση οργανισμών, η βλαστοκυτταρική έρευνα κ.ά.

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος για το ανθρώπινο γονιδίωμα το 2002, η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική πέρασαν σε μια νέα διάσταση που αποκαλύπτει τον καταλυτικό ρόλο που προορίζονται να παίξουν από εδώ και πέρα όχι μόνο στη μορφή των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και στην ίδια την επιβίωσή τους. Η αποκωδικοποίηση των γονιδιακών λειτουργιών, που έχει ήδη ξεκινήσει, φανερά οδηγεί σ’ ένα κόσμο συνειδητής εξέλιξης, αφού ο άνθρωπος θα μπορεί πλέον να επιλέγει ο ίδιος τι είναι καλύτερο γι’ αυτόν. Η τυχαιότητα και το άλογο της φυσικής εξέλιξης δείχνει να μπορεί να αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από την έλλογη επιλογή των όρων της ανθρώπινης ύπαρξης. Η εξαφάνιση των μειζόνων ασθενειών, η σωματική και κυρίως νοητική βελτίωση του ανθρώπου, η αποτροπή των γηρατιών και η επ’ αόριστον παράταση του μέσου όρου ζωής, καθώς και ο βιολογικός έλεγχος των φυτικών και ζωικών πόρων του πλανήτη, φαίνονται σε πολλούς εφικτοί πλέον στόχοι και μάλιστα σε ένα μάλλον κοντινό μέλλον.

Όμως, συνειδητή εξέλιξη προφανώς σημαίνει και επιλογή κατευθύνσεων, σημαίνει δηλαδή συγκρούσεις και αγώνα εξουσίας. Η ίδια η βιολογική υπόσταση του ανθρώπου πολιτικοποιείται τώρα και, μέσα από τη βιοτεχνολογία και τη γενετική μηχανική, ξεπροβάλλει ένα νέο πεδίο πολιτικών αναμετρήσεων που ξαναθέτει εξ αρχής τα πιο βασικά πολιτικά ερωτήματα. Αλλά δεν είναι το μόνο νέο πολιτικό πεδίο.

Νανοτεχνολογία

Αν η βιοτεχνολογία και η γενετική μηχανική προοιωνίζονται τη ριζική ανατροπή των όρων της μέχρι τώρα ανθρώπινης κατάστασης, η νανοτεχνολογία υπόσχεται να μας προσφέρει πλήρη έλεγχο στη δομή της ύλης. Εφ’ όσον η φυσική πραγματικότητα συγκροτείται από άτομα και οι ιδιότητες των πραγμάτων εξαρτώνται από το πώς τοποθετούνται αυτά τα άτομα, ο έλεγχος των δομών σε ατομική κλίμακα θα αποτελούσε προφανώς μια συγκλονιστική εξέλιξη.

Άνθρακας και διαμάντια, άμμος και τσιπ υπολογιστών, καρκίνος και υγιείς ιστοί – σε ολόκληρη την ιστορία, οι παραλλαγές στην τοποθέτηση των ατόμων ξεχωρίζουν το φτηνό από το πολύτιμο, το αρρωστημένο από το υγιές. Τοποθετημένα κατά τον άλφα τρόπο, τα άτομα φτιάχνουν χώμα, αέρα και νερό, κατά τον βήτα τρόπο φτιάχνουν ώριμες φράουλες. Τοποθετημένα κατά τον άλφα τρόπο φτιάχνουν σπίτια και καθαρό αέρα, κατά τον βήτα φτιάχνουν στάχτες και καπνό3.

Αυτό τον προμηθεϊκό έλεγχο πάνω στη φύση και το σώμα μας υπόσχεται η νανοτεχνολογία. Λιλιπούτειες μοριακές μηχανές μεγέθους μερικών εκατοντάδων ή χιλιάδων νανομέτρων (ένα νανόμετρο είναι το ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου) που, συνεργαζόμενες μεταξύ τους, θα μπορούν να ανασυνθέτουν την ύλη γύρω και μέσα μας για να μας προσφέρουν αφθονία αγαθών, υγεία και καθαρό περιβάλλον ή για να βελτιώσουν ριζικά τις σωματικές και νοητικές μας ικανότητες.

Αλλά η νανοτεχνολογία είναι μια προσδοκώμενη τεχνολογία. Δεν υπάρχει ακόμα άξια λόγου νανοτεχνολογία. Τότε, γιατί να μας ενδιαφέρει πολιτικά μια ενδεχόμενη μόνο τεχνολογική καινοτομία; Η απάντηση είναι απλή: Ο δρόμος για τη νανοτεχνολογία έχει ήδη στρωθεί θεωρητικά και κάθε μέρα διαπλατύνεται ερευνητικά. Η ιδέα είναι τόσο σπουδαία που τεράστια ποσά επενδύονται κάθε χρόνο στη νανοτεχνολογική έρευνα και χιλιάδες ευφυείς άνθρωποι παλεύουν καθημερινά να την κάνουν εφικτή. Το 2004, οι κρατικές μόνο δαπάνες παγκοσμίως για νανοτεχνολογική έρευνα ξεπέρασαν τα 4,5 δισεκατομμύρια δολλάρια.

Για την Αμερική, η νανοτεχνολογία είναι η μεγαλύτερη επιστημονική πρωτοβουλία με ομοσπονδιακή χρηματοδότηση από τότε που η χώρα αποφάσισε να στείλει άνθρωπο στη σελήνη. Το 2004, η αμερικανική κυβέρνηση δαπάνησε γι’ αυτή 1,6 δισεκατομμύρια δολλάρια, δηλαδή περισσότερο από το διπλάσιο των δαπανών του προγράμματος για το ανθρώπινο γονιδίωμα στην αποκορύφωσή του. Το 2005, σχεδιάζει να αυξήσει αυτή τη δαπάνη κατά 982 εκατομμύρια δολάρια. Η Ιαπωνία ακολουθεί και άλλες χώρες της Ασίας και της Ευρώπης έχουν μπει στον ανταγωνισμό χρηματοδοτήσεων. Η έκπληξη είναι ότι στον ανταγωνισμό αυτό συμμετέχουν και χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία4.

Οι μεγάλες αυτές επενδύσεις στην έρευνα αποκαλύπτουν το έντονο ενδιαφέρον των κυβερνήσεων και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων για τις πολιτικές χρήσεις της νανοτεχνολογίας: Νανοτεχνολογικά όπλα, νέα πεδία συσσώρευσης κερδών, αύξηση του πολιτικού ελέγχου, μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική ισχύς. Συνδυασμένα αυτά με ενδεχόμενες καταχρήσεις της νανοτεχνολογίας (βλ. “Υπαρξιακές απειλές” παρακάτω), δείχνουν ότι και ο αναδυόμενος αυτός τομέας οφείλει να γίνει επειγόντως αντικείμενο σοβαρού και υπεύθυνου πολιτικού προβληματισμού.

Υπερνοημοσύνη

Το ενδεχόμενο δημιουργίας υπερνοημοσύνης (υπερευφυούς διάνοιας) με τεχνολογικά μέσα είναι προς το παρόν ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Υπερνοημοσύνη σημαίνει κάποιον ή κάτι ριζικά ανώτερο ακόμα και από τον πιο ευφυή σημερινό ανθρώπινο εγκέφαλο σε όλες τις νοητικές δεξιότητες. Η υπερνοημοσύνη φαίνεται εφικτή από δύο κατευθύνσεις ή από τον συνδυασμό τους: Είτε με την κατακόρυφη βελτίωση των ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων (π.χ. επιτάχυνση των νοητικών λειτουργιών ή δημιουργία πρόσθετων, τεχνητών εγκεφαλικών κέντρων), μέσω γενετικής μηχανικής και νανοτεχνολογίας, είτε με τη δημιουργία μη ανθρώπινων υπερνοημόνων όντων (π.χ. υπερευφυών προγραμμάτων ή ρομπότ) μέσω τεχνητής νοημοσύνης.

Όσο μακρινό και απίθανο κι αν φαίνεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο αυτή τη στιγμή, οφείλουμε να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Οι συνέργιες των αναδυόμενων τεχνολογιών θα μπορούσαν κάποια στιγμή, όπως πολλοί υποστηρίζουν, να συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η γενετική μηχανική αφήνει ανοιχτά αχανή ενδεχόμενα από την επέμβαση στον γενετικό κώδικα. Η νανοτεχνολογική έρευνα ήδη επιτρέπει να διακρίνουμε αμυδρά τις εκπληκτικές δυνατότητες από νανοτεχνολογικές προσθήκες και εγκεφαλικά εμφυτεύματα, ενώ η έρευνα για τεχνητή νοημοσύνη φαίνεται πως μπορεί να δώσει πλέον καρπούς καθώς πλησιάζουμε σε μια εποχή υπολογιστών με πρωτοφανή υπολογιστική δύναμη και ταχύτητα.
Η ενδεχόμενη έλευση της υπερνοημοσύνης, που θα οδηγούσε σε ανθρώπινες ή λογισμικές διάνοιες πέρα από την κατανόησή μας, θέτει πρωτοφανή ερωτήματα, πολιτικά, φιλοσοφικά και ανθρωπολογικά. Η πιθανότητα μη ανθρώπινης υπερνοημοσύνης συγκλονίζει συθέμελα τις ανθρωποκεντρικές κοσμοθεωρήσεις μας, ενώ το ενδεχόμενο τεχνολογικά επαυξημένων ανθρώπινων εγκεφάλων, που παρά την ασύλληπτη νοητική τους ανωτερότητα θα διατηρούν ακέραια τα πανάρχαια εγωκεντρικά ένστικτα της εξελικτικής μας κληρονομιάς, προκαλεί ανατριχίλες. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, θα αντιμετωπίζαμε το πιο βαθύ πρόβλημα ταυτότητας, νοήματος και ύπαρξης.

Με μια πιο ψύχραιμη και πιο πραγματιστική προσέγγιση, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το λογικότερο είναι να συμβούν βαθμιαίες νοητικές βελτιώσεις. Αλλά ούτε το σενάριο αυτό είναι καθησυχαστικό.Υπό τις παρούσες συνθήκες, κάτι τέτοιο φυσικά θα έδινε προτεραιότητα, ή και αποκλειστικότητα, στα άτομα που έχουν τα οικονομικά και πολιτικά μέσα να τις εξασφαλίσουν για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Η οικονομική και πολιτική ισχύς θα μπορούσε έτσι να μετατραπεί στο κύριο και καθοριστικό κριτήριο της συνειδητής εξέλιξης του homo sapiens. Ο πιο απεχθής κοινωνικός δαρβινισμός θα επικρατούσε ανεμπόδιστα. Παράλληλα, όμως, θα άνοιγε και το τεράστιο ζήτημα πόσο μπορούν να αντέξουν οι ανθρώπινες κοινωνίες μια τέτοια θεμελιώδη ανατροπή των βασικών τους προϋποθέσεων. Σε όλο το μάκρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι κοινωνίες συστήνονταν πάνω σε ένα λίγο ή πολύ νοητικά ισοδύναμο ανθρώπινο υλικό. Παρά τις όποιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες, οι νοητικές ικανότητες των μελών τους ποτέ δεν διέφεραν τόσο πολύ ώστε να κάνουν αδύνατη τη μεταξύ τους επικοινωνία, συνεργασία και ανεκτή συμβίωση. Το αποκορύφωμα της πολιτικής φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, η καθολική παιδεία, δηλαδή το άνοιγμα σε όλους της πρόσβασης στην παραδοσιακή εξωσωματική τεχνολογία νοητικής βελτίωσης, υπογραμμίζει ακριβώς αυτή την ανάγκη των κοινωνιών για μια κοινή βάση νόησης.
Η προβαλλόμενη, όμως, στο μάλλον κοντινό μέλλον, δυνατότητα τεχνολογικής επαύξησης της ανθρώπινης νοημοσύνης ανατρέπει όλες τις βασικές ισορροπίες. Το ενδεχόμενο μάλιστα να συμβεί με κυρίαρχο κριτήριο την οικονομική και πολιτική ισχύ θέτει πρωτοφανή πολιτικά ερωτήματα. Στις ήδη έντονες σημερινές ανισότητες, θα προσέθετε το βάρος βαθύτατων νοητικών διαφοροποιήσεων – ενδεχομένως πολλές από αυτές θα μπορούσαν να είναι κληρονομήσιμες – που, αν αφεθούν στις δυνάμεις της αγοράς ή στην πολιτική αυθαιρεσία, απειλούν να οδηγήσουν σε ένα είδος μόνιμης και οργανικού τύπου καστοποίησης των ανθρώπινων κοινωνιών, αν όχι στη διάλυσή τους. Οι Ελλόι και οι Μορλόκ της Χρονομηχανής του Ουέλς παύουν ξαφνικά να μας φαίνονται αποκυήματα μιας ζωηρής φαντασίας και φαντάζουν σαν σκοτεινή προφητεία. Έτσι, το χαρμόσυνο ενδεχόμενο ευφυέστερων ανθρώπων δείχνει απειλητικό και η μόνη ορατή απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η προληπτική δημοκρατική πολιτική ή μάλλον βιοπολιτική.

Υπαρξιακές απειλές

Απ’ όσα γνωρίζουμε, η ανθρωπότητα δεν γνώρισε, μέχρι πρόσφατα, γεγονότα ή ενδεχόμενα που να απειλούσαν σοβαρά την ίδια της την ύπαρξη. Τα μεγάλης έκτασης πυρηνικά ατυχήματα (π.χ. Τσερνόμπιλ), οι οικολογικές καταστροφές, οι καρκινογόνοι ρυπαντές στην ατμόσφαιρα ή οι μεγάλες θεομηνίες (σεισμοί, τσουνάμι, ηφαίστεια), αν και προκαλούν μεγάλες ζημιές και θανάτους, δεν επαρκούν για να απειλήσουν με εξαφάνιση το είδος μας. Η πρώτη ολοκληρωτική απειλή που γνωρίσαμε ήταν το ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου. Τώρα, οι αναδυόμενες τεχνολογίες που αναφέραμε έρχονται να αποθέσουν τις δικές τους υπαρξιακές απειλές δίπλα στα πυρηνικά οπλοστάσια.

Απειλή βέβαια δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και πραγμάτωση ενός κινδύνου. Είναι, όμως, ένα ενδεχόμενο που απαιτεί την κατάστρωση αποτρεπτικών πολιτικών επαρκούς ασφάλειας. Με τις υπαρξιακές απειλές που περικλείουν, οι αναδυόμενες τεχνολογίες αποκαλύπτουν μια ακόμα πλευρά της πολιτικής τους διάστασης και υπογραμμίζουν την ανάγκη για σοβαρό πολιτικό προβληματισμό.

Πιθανές νανοτεχνολογικές καταστροφές. Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της φυσικής εξέλιξης είναι ο αργός βηματισμός της, ο οποίος, για κάθε επεκτατικό σύστημα, επιτρέπει την ανάπτυξη αντίρροπων συστημάτων ή διαδικασιών ελέγχου και καταστολής (οικολογική ισορροπία). Αντίθετα, στη συνειδητή εξέλιξη, την οποία οικοδομεί σήμερα ο άνθρωπος, δεν υπάρχουν προς το παρόν συστήματα που να εξασφαλίζουν κάποιο είδος οικολογικής ισορροπίας. Αυτό εικονογραφείται χαρακτηριστικά με την περίπτωση της νανοτεχνολογίας. Το ενδεχόμενο να διαφύγουν στο ανυπεράσπιστο περιβάλλον, από ατύχημα ή πρόθεση, νανομηχανές ικανές να αναπαράγουν τον εαυτό τους, ανασυνθέτοντας τα άτομα γύρω τους, έχει οδηγήσει στη διατύπωση αρκετών ανησυχητικών σεναρίων. Το πιο ακραίο είναι το σενάριο της γκρίζας λάσπης (gray gloo), όπου ανεξέλεγκτες νανομηχανές μετατρέπουν ολόκληρο τον πλανήτη, και φυσικά και εμάς, σε αναρίθμητα μικροσκοπικά αντίγραφα του εαυτού του. Η γκρίζα λάσπη όμως είναι το λιγότερο πιθανό σενάριο, καθώς έχουν περιγραφεί ήδη σχετικά απλές τεχνικές λύσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Πολύ πιο σοβαρές φαίνονται οι απειλές από τη σκόπιμη εξαπόλυση καταστρεπτικών νανομηχανών (νανοπόλεμος, νανοτρομοκρατία). Η αποτροπή ενός τέτοιου υπαρξιακού κινδύνου φανερά επιβάλλει την εγκατάσταση ενός παγκόσμιου “νανο-ανοσολογικού” συστήματος πριν η νανοτεχνολογία αρχίσει να διαδίδεται. Αυτό βεβαίως είναι μια καίρια βιοπολιτική απόφαση που πρέπει να υποστηριχθεί με κάθε τρόπο από κάθε εχέφρονα άνθρωπο και κράτος.

Το ενδεχόμενο τεχνοβιολογικού πολέμου. Εξίσου απειλητικό φαίνεται το ενδεχόμενο της δημιουργίας αποτελεσματικών βιο-όπλων με γενετική μηχανική. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι θα συνέβαινε εάν ένα κράτος ή μια τρομοκρατική οργάνωση εξαπέλυε στο περιβάλλον έναν τροποποιημένο ιό βαριάς εγκεφαλίτιδας ή HIV που θα μπορούσε να μεταδίδεται εξίσου εύκολα με το κοινό συνάχι. Και εδώ πάλι είναι φανερή η ανάγκη μιας αποτελεσματικής τεχνοπολιτικής που θα θωρακίζει την παγκόσμια ανθρώπινη κοινωνία απέναντι σε τέτοια ενδεχόμενα.

Απειλές από την ενδεχόμενη υπερνοημοσύνη. Αν και οι υπαρξιακοί κίνδυνοι από μια εικαζόμενη μελλοντική υπερνοημοσύνη φαίνονται πολύ μακρινοί, είναι σοφό να συνειδητοποιήσουμε από τώρα τα απειλητικά ενδεχόμενα από μια τέτοια εξέλιξη ώστε να καταστρώσουμε έγκαιρα βιοπολιτικές που θα τα μειώσουν. Αν ποτέ δημιουργηθεί υπερευφυής τεχνητή νοημοσύνη, είναι αναμφίβολα προς το συμφέρον μας να έχει φιλικές διαθέσεις για τον άνθρωπο και στόχους συμβατούς με τους ανθρώπινους. Μια εχθρική υπερνοημοσύνη θα μπορούσε να προκαλέσει την εξαφάνισή μας.

Τεχνολογική καθήλωση ή τεχνολογική πρόοδος;

Άραγε, η απάντηση στα δύσκολα ερωτήματα που μας θέτουν οι αναδυόμενες τεχνολογίες είναι η εγκατάλειψη της προόδου και η επιβολή μιας τεχνολογικής καθήλωσης; Να πούμε, δηλαδή, “αρκετά ως εδώ, θα πορευτούμε με όσα έχουμε στα χέρια μας”; Κάτι τέτοιο είχε προτείνει πριν αρκετά χρόνια η Λέσχη της Ρώμης με τη γνωστή διακήρυξή της για “μηδενική ανάπτυξη”, επειδή τάχα απειλούμασταν από τον υπερπληθυσμό. Ο υπερπληθυσμός όμως δεν ήρθε και σήμερα το φάντασμά του έχει αντικατασταθεί από άλλου είδους φαντάσματα: Τεχνολογικά τέρατα και υποθετικές παραβιάσεις της θεϊκής, ηθικής ή φυσικής τάξης.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, η τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί να ανακοπεί. Άνθρωπος και τεχνολογία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και, παρά τον διαδεδομένο σήμερα νεο-λουδδισμό5 και τις προσπάθειες θεωρητικοποίησης των τάσεων φυγής της ρομαντικής αριστεράς6, κανένας σοβαρός πολιτικός διάλογος δεν μπορεί να γίνει αν αγνοήσουμε ή υποβαθμίσουμε την τεχνολογική πλευρά του ανθρώπου.

Αλλά και πρακτικά, πώς θα μπορούσε κανείς να επιβάλει την τεχνολογική καθήλωση, όταν εμπλέκονται τόσο ισχυρές οικονομικές και πολιτικές προοπτικές και φιλοδοξίες; Οι διά νόμου απαγορεύσεις, που προτείνουν μερικοί, το δίχως άλλο θα οδηγούσαν σε μια εποχή τεχνολογικής “ποτοαπαγόρευσης”, με ερευνητικό λαθρεμπόριο και προληπτικούς πολέμους αλά Μπους εναντίον κρατών ή οργανώσεων που δεν συμφωνούν. Και η ποινικοποίηση της τεχνολογικής έρευνας θα ήταν ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να συμβεί καθώς θα άφηνε κρυφές και ανεξέλεγκτες πιθανές επικίνδυνες ανακαλύψεις.

Ο κοινωνικός και πολιτικός συντηρητισμός έχει την ικανότητα να υιοθετεί διάφορα προσωπεία, να συνάπτει παράδοξες συμμαχίες και να επενδύει στη θρησκευτική, πολιτική και ηθική παράδοση, αλλά εξ ορισμού δίνει αγώνα οπισθοφυλακών. Οι τεχνολογικές καινοτομίες, και τα καινούργια πεδία σύγκρουσης που δημιουργούν, ξεπηδούν μέσα από τη σύγκρουση παλιών και νέων συμφερόντων, παλιών και νέων αντιλήψεων – από τις ίδιες δηλαδή τις αντιφάσεις των κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια ομάδα εξουσίας, η κυβέρνηση Μπους, με το ένα χέρι διορίζει μια υπερσυντηρητική Επιτροπή Βιοηθικής (μέλος της είναι και ο πολύς κ. Φουκουγιάμα) και με το άλλο επενδύει τεράστια κονδύλια στη βιοτεχνολογική και νανοτεχνολογική έρευνα. Και ενώ η Επιτροπή Βιοηθικής κατακεραυνώνει την επιδιωκόμενη τεχνολογική παράταση της ανθρώπινης ζωής, τη βλαστοκυτταρική έρευνα και τη θεραπευτική κλωνοποίηση, την ίδια στιγμή τα χρηματοδοτούμενα εργαστήρια παράγουν γνώση που ένα τουλάχιστον μέρος της αναπότρεπτα οδηγεί προς αυτές τις κατευθύνσεις…
Το ερώτημα “τεχνολογική καθήλωση ή τεχνολογική πρόοδος” δεν έχει αντίκρυσμα στην κοινωνική πραγματικότητα. Όπως δεν έχουν νόημα και οι ευαγγελιζόμενες “επιστροφές στη φύση” ή σε μια προ-Διαφωτιστική κατάσταση. Το μόνο που θα ’πρεπε να μας απασχολεί είναι πώς θα μπορέσουμε να ελέγξουμε πολιτικά τις αναδυόμενες τεχνολογίες με στόχο τον μετριασμό του ανθρώπινου πόνου.

Οι πρώτες βιοπολιτικές αποκρυσταλλώσεις

Κάθε φορά που ο άνθρωπος πραγματοποιεί ένα μείζον τεχνολογικό άλμα, ανοίγει άθελά του το κουτί της Πανδώρας απ’ όπου ξεπηδούν όλα τα καλά και τα κακά του κόσμου. Η έκρηξη της μηχανικής τεχνολογίας με τη βιομηχανική επανάσταση είναι το πιο οικείο σε μας παράδειγμα των αντιφατικών επιπτώσεων κάθε νέου τεχνολογικού συστήματος. Τα μεγάλα δώρα που μας εξασφάλισε η βιομηχανική επανάσταση στην καθημερινή διαβίωση, την παιδεία, την υγεία και τις πολιτικές ελευθερίες, αναπτύχθηκαν χέρι χέρι με καταστρεπτικούς πολέμους, πολιτική καταπίεση, οικονομική εκμετάλλευση και περιβαλλοντικές καταστροφές.
Παιδιά όμως του Διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης, έχουμε λίγο πολύ προσαρμοστεί στο περιβάλλον που προέκυψε και κάπου μέσα μας νιώθουμε πως εκφράζει μια “φυσικότητα”, η οποία τώρα τείνει να χαθεί καθώς οι αναδυόμενες τεχνολογίες ταχύτατα δημιουργούν νέα, αόρατα κατά τον MacLuhan, κοινωνικά και ψυχικά περιβάλλοντα για τα οποία είμαστε εντελώς απροετοίμαστοι. Λογικό είναι η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση πολλών να παίρνει είτε τη μορφή μιας απόλυτης απόρριψης των νέων τεχνολογιών είτε τη στάση ενός βουβού τρόμου μπροστά σε ένα ακατανόητο μέλλον.

Τα πρώτα δείγματα των νέων βιοπολιτικών αντιπαραθέσεων είναι ήδη εδώ. Ανεξάρτητα από τον βαθμό ρεαλισμού της, η πολιτική αντίσταση στη διάδοση των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, την κλωνοποίηση και την έρευνα των εμβρυακών βλαστοκυττάρων είναι φανερά το προανάκρουσμα πολύ κρισιμότερων και καλύτερα συνειδητοποιημένων πολιτικών αναμετρήσεων στα χρόνια που έρχονται, καθώς ολοένα και περισσότερο οι ανθρώπινες κοινωνίες θα καλούνται να απαντήσουν σε όλο και σοβαρότερα βιοπολιτικά ερωτήματα.

Προς το παρόν, οι πρώτες βιοπολιτικές αποκρυσταλλώσεις είναι περιορισμένες σε έκταση και μάλλον χονδροειδείς, καθώς παίρνουν τη μορφή ακραίων υπεραπλουστεύσεων: Από τη μια πλευρά, έχουμε την τεχνοφοβική στάση που υιοθετεί μια ετερόκλιτη συμμαχία περιβαλλοντιστών, φονταμενταλιστών χριστιανών και ρομαντικών αριστερών και, από την άλλη, την πολλές φορές άκριτα τεχνοφιλική στάση μιας ad hoc ομάδας τρανσουμανιστών7, ερευνητών στις κρίσιμες νέες τεχνολογίες και υπερεθνικών εταιρειών που επενδύουν στις καινούργιες προοπτικές κέρδους. Οι μεγάλες μάζες παραμένουν απληροφόρητες και αδιάφορες ή το πολύ πολύ ανησυχούν για λίγες μέρες από επιδερμικές δημοσιογραφικές ιστορίες προς άγρα τηλεθέασης ή μεγαλύτερων κυκλοφοριών. Όμως, ούτε η τεχνοφοβία ούτε η τεχνοφιλία ούτε το οικονομικό συμφέρον ούτε η άγνοια είναι επαρκείς προϋποθέσεις για μια ψύχραιμη και υπεύθυνη πολιτική θεώρηση σοβαρών ενδεχομένων που πιθανότατα θα κρίνουν το αύριο των κοινωνιών μας και τη μορφή και την επιβίωση του ίδιου του είδους homo sapiens8.

Η οξύτητα των βιοπολιτικών ερωτημάτων

Η αναδυόμενη βιοπολιτική δεν πρόκειται βεβαίως να υποκαταστήσει την παραδοσιακή πολιτική. Ούτε τα βιοπολιτικά προβλήματα θα παραμερίσουν τα κρίσιμα και άλυτα πολιτικά προβλήματα που ιστορικά βασανίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Στον ήδη όμως υπάρχοντα πολιτικό προβληματισμό, η τεχνοπολιτική έρχεται να πλέξει τα δικά της καίρια ερωτήματα. Λόγου χάρη, πάνω στο ανοιχτό ερώτημα της δικαιότερης κατανομής του πλούτου προσθέτει τώρα το μακροπρόθεσμα κρισιμότερο ίσως ερώτημα της δικαιότερης κατανομής των προβλεπόμενων νοο-βελτιωτικών τεχνολογιών, κάτι που φανερά έχει άμεση σχέση με τη σημερινή και αυριανή κατοχή πλούτου και πολιτικής δύναμης. Είναι λογικό να υποθέτουμε πως, αν δεν βρεθεί τρόπος να κατανέμονται δημοκρατικά, οι νοο-βελτιωτικές τεχνολογίες θα έχουν την τάση να κατευθύνονται επιλεκτικά προς τους πιο πλούσιους και ισχυρούς, είτε λόγω υψηλού κόστους είτε λόγω των προνομίων της πολιτικής δύναμης. Και με τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που μπορούν να προσφέρουν, θα βοηθούν αποφασιστικά στη συσσώρευση περισσότερου πλούτου και περισσότερης δύναμης στα χέρια λίγων.

Το παραπάνω παράδειγμα εικονογραφεί την ικανότητα της βιοπολιτικής να επαναφέρει απροσδόκητα και με μια νέα έμφαση γνωστά πολιτικά ερωτήματα που πιστεύαμε είτε πως είχαν απαντηθεί ικανοποιητικά είτε πως είχαν χάσει την οξύτητά τους. Η επικράτηση του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού στον αναπτυγμένο κόσμο, η πασίδηλη ανικανότητα και διαφθορά του κρατισμού και η ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας έχουν δημιουργήσει τις τελευταίες δεκαετίες ένα κλίμα που αποθεώνει την αγορά και στιγματίζει τις όποιες προτάσεις για συλλογική διαχείριση της ανθρώπινης κατάστασης. Όμως, αν και απόγονος του Διαφωτισμού, ο κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός έχει λησμονήσει τα δύο τρίτα της πολιτικής του κληρονομιάς: Από το τρίπτυχο του Διαφωτισμού (ελευθερία, ισότητα, κοινωνική αλληλεγγύη) διατηρεί μόνο την πρώτη πτυχή –ελευθερία, κυρίως οικονομική, κυρίως των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων– και παραβλέπει μυωπικά τις άλλες. Με δεδομένη βέβαια τη χρεωκοπία των παραδοσιακών αριστερών λύσεων, η μυωπία αυτή δεν κοστίζει τίποτα στον νεοφιλελευθερισμό – προς το παρόν. Μόλις, όμως, τεθούν βιοπολιτικά ερωτήματα (όπως η δημοκρατική πρόσβαση στις αυριανές νοο-βελτιωτικές τεχνολογίες ή οι οικονομικές επιπτώσεις της νανοτεχνολογίας ή η αντιμετώπιση των εικαζόμενων υπαρξιακών κινδύνων ή οι μορφές μιας νέας οικονομίας μακρόβιων και ευφυέστερων ανθρώπων), τα παλιά πολιτικά ερωτήματα επανέρχονται βίαια υπό μια νέα προοπτική και οι νεοφιλελεύθερες συνταγές χάνουν τη λάμψη τους.

Το παρόν άρθρο επιδώκει απλώς να θέσει με αδρές γραμμές ένα πλαίσιο βιοπολιτικού προβληματισμού πέρα από ηθικολογίες και συναισθηματισμούς. Και να επισημάνει ότι επείγει να ξεκινήσει και στη χώρα μας ένας αξιόπιστος βιοπολιτικός διάλογος που πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να ασχοληθεί με την κωδικοποίηση των πραγματικών πολιτικών ζητημάτων που θέτουν οι νέες τεχνολογίες. Από εκεί και πέρα, ο καθένας ας πάρει τη θέση του. Όσο κι αν φαίνεται πως τα ζητήματα αυτά προς το παρόν κινούνται έξω από την κοινωνική εμπειρία και τα άμεσα ενδιαφέροντα των ψηφοφόρων, σύντομα θα τα βρούμε μπροστά μας. Και πολιτική, εκτός από επιδίωξη εξασφάλισης ισορροπιών, νομίζω πως σημαίνει και πρόβλεψη.

Παραπομπές

  1. Βλ., λόγου χάρη, Marhall MacLuhan, Media, οι προεκτάσεις του ανθρώπου, Εκδόσεις Κάλβος 1990, μετάφραση Σπύρος Μάνδρος.
  2. Marhall MacLuhan: War and Peace in the Global Village (Πόλεμος και ειρήνη στο παγκόσμιο χωριό).
  3. K. Eric Drexler, Engines of Creation (Μηχανές δημιουργίας).
  4. Small Wonders (Μικρά θαύματα), περιοδικό Economist, Δεκέμβριος 2004.
  5. Όταν, τον 16ο αιώνα, οι μηχανές άρχισαν να παραμερίζουν τους χειρώνακτες στα βρετανικά εργοστάσια, η αντίδραση εκδηλώθηκε μέσα από το ημι-θρησκευτικό κίνημα των λουδδιτών που ανακήρυξαν τις μηχανές σε εργαλεία του διαβόλου και τις έσπαζαν με την πρώτη ευκαιρία. Οι νεο-λουδδίτες του καιρού μας είναι βεβαίως πιο σοφιστικέ και αρκούνται σε λεκτικές και ανέξοδες καταδίκες της τεχνολογικής προόδου.
  6. Βλ., λόγου χάρη, Γιώργος Καραμπελιάς, Η μεγάλη παρέκκλιση, Ρομαντισμός και Διαφωτισμός τον εικοστό πρώτο αιώνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2004.
  7. Οι τρανσουμανιστές είναι ένα νέο πολιτικο-φιλοσοφικό κίνημα που αγκαλιάζει τη νέα τεχνολογία και τη διαφαινόμενη συνειδητή εξέλιξη. Πολιτικά, οι περισσότεροι τρανσουμανιστές έχουν νεοφιλελεύθερες και αναρχοκαπιταλιστικές ρίζες, αν και πρόσφατα έχει εμφανιστεί και μια μικρή ομάδα αριστερών τρανσουμανιστών. Το τρανσουμανιστικό κίνημα τείνει να οργανωθεί γύρω από τον Παγκόσμιο Τρανσουμανιστικό Σύνδεσμο (www.transhumanist.org) με παραρτήματα σε πολλές χώρες.
  8. Βλ. Σπύρος Μάνδρος, Ο νέος μύθος για τον μετάνθρωπο, στο περιοδικό Άρδην, Μάρτιος-Απρίλιος 2000, και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Μετα-θέσεις (www.meta.gr/articles/metahuman.htm).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ