του Δ. Καλούτσικου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Θέμα της μονογραφίας αυτής είναι η κριτική του Κ. Καστοριάδη στη μαρξική θεωρία. Ο Καστοριάδης άσκησε στο πρώτο μέρος του κεντρικού έργου του, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Αθήνα 1985, στην εποχή του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού» μια ριζοσπαστική κριτική στη θεωρία του Μαρξ, η οποία θεωρήθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της. Αυτή υπήρξε και η αφετηρία για τη διατύπωση και έκθεση της δικής του επαναστατικής θεωρίας. Σήμερα, υπό το φως της σύγχρονης έρευνας σχετικά με τη μαρξική θεωρία, είναι αναγκαίο να εξετασθεί εκ νέου κατά πόσον η κριτική του Καστοριάδη είναι καινοτόμος και έγκυρη. Η διερεύνηση, που εκτίθεται στη μονογραφία, στηρίζεται και σε ένα από τα τελευταία κείμενα του Καστοριάδη σχετικά με τη μαρξική θεωρία, «Die Krise des Marxismus und die Krise der Politik», Frankfurt am Main 1992 («Η κρίση του μαρξισμού και η κρίση της πολιτικής»), στο οποίο ο άλλοτε «προσωρινός απολογισμός» λαμβάνει το χαρακτήρα ενός τελικού απολογισμού.
Η κριτική του Καστοριάδη στον μαρξισμό είναι ριζοσπαστική και εμπεριστατωμένη, μολονότι ενίοτε δεν ακολουθεί κατά γράμμα τα κείμενα του Μαρξ. Ίσως, αυτό να χαρακτηρίζει όλους τους μεγάλους στοχαστές, να συλλαμβάνουν την ουσία και να μην χάνονται σε επουσιώδεις λεπτομέρειες. Η κριτική του δεν είναι μονόπλευρη, αφού ανιχνεύει και το «άλλο στοιχείο» στον Μαρξ, αλλά το συρρικνώνει υπερβολικά. Το γεγονός αυτό, όπως προκύπτει από την εκτενή ανάλυση, είχε να κάνει με την πολιτική κριτική την οποία άσκησε ο Καστοριάδης στον «ανύπαρκτο σοσιαλισμό». Αυτό δεν ξεχωρίζει αυστηρά την μαρξική θεωρία (την θεωρία του ιδίου του Μαρξ) από την μαρξιστική (την θεωρία και πρακτική των επιγόνων του που επικαλούνται τη μαρξική θεωρία), που έχει πολλές εκδοχές: τη σταλινική, τη λενινιστική, τη μαοϊκή, και πιθανόν και άλλες. Η συστηματοποίηση της μαρξικής θεωρίας και η σύγχυσή της με την μαρξιστική δεν μπορεί να γίνει στις μέρες μας αποδεκτή ως ερμηνευτική προσέγγιση. Ο Καστοριάδης πιστοποιεί ένα βαθύ ρήγμα στην μαρξική θεωρία μεταξύ του τεχνικο-κοινωνικού και πρακτικο-αξιολογικού στοιχείου, που παραμένουν ασυμφιλίωτα και αδιαμεσολάβητα. Η διάγνωσή του συμβαδίζει με την πρόθεσή του να ανοικοδομήσει ένα δικό του συστηματικό πρόταγμα, αυτό της αυτονομίας, όπου θα διαμεσολαβηθούν εντέλει θεωρία και πράξη. Χωρίς να εξετάσουμε το δικό του πρόταγμα και παραμένοντας στην κριτική που ασκεί στην μαρξική θεωρία, εν τέλει, μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται πολύ εγγύτερα στον Μαρξ απ’ ό,τι θέλει ο ίδιος να πιστεύει: στις καλύτερες στιγμές του, είναι ένας μαρξιστής, αφού αφομοιώνει γόνιμα στοιχεία της μαρξικής θεωρίας, ασχέτως αν παραδέχεται μόνον έμμεσα για τη μαρξική θεωρία «ότι ενσαρκώνει μια από τις ριζοσπαστικότερες, έστω και αποτυχημένες, απόπειρες για κριτική της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης».
Παραδείγματα επιτυχημένης διάσωσης και ενσωμάτωσης στοιχείων της μαρξικής θεωρίας στο φιλοσοφικό σκέπτεσθαι του Καστοριάδη είναι λ.χ. η προσπάθεια αναδιατύπωσης της σχέσης μεθόδου και περιεχομένου, της σχέσης θεωρίας και πράξης ή της κριτικής στην αναγωγή της διαλεκτικής σε οντολογία, που αφορά όμως τον Ένγκελς και τους θεωρητικούς του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού» και όχι την ίδια την μαρξική θεωρία. Ως σημαντικότερο ζήτημα της κριτικής του Καστοριάδη στην μαρξική θεωρία αναδεικνύεται η απόρριψη της μαρξικής διαλεκτικής (πβ. «Η διαλεκτική και ο “υλισμός”», σ. 92 κ.ε.), διότι, κατά τη γνώμη του, μια αυστηρά εμμενής κριτική δεν υπερβαίνει την πραγματικότητα, αλλά είναι απλώς και μόνον μέρος της. Το απόλυτα νέο, που οραματίζεται και νοσταλγεί ο Καστοριάδης, δεν μπορεί σίγουρα να προκύψει μέσω της εμμενούς κριτικής, για τον απλούστατο λόγο ότι ένα τέτοιο απόλυτα νέο δεν υπάρχει για την υλιστική διαλεκτική. Το νέο γι’ αυτήν έγκειται στις απραγματοποίητες δυνατότητες του υπάρχοντος. Η στιγμή του μήπω-είναι (das Moment des Nochnichtseins), δεν είναι προϊόν καμίας παρθενογένεσης ή, για να μιλάμε με όρους της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας του Καστοριάδη, δεν είναι «δημιουργία εκ του μηδενός». Αυτά τα παραδείγματα φωτίζουν τη σχέση του Καστοριάδη με τον πατέρα της νεότερης ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφικής κριτικής και τον φέρνουν εγγύτερα σ’ αυτόν. Ο «φόνος του πατέρα», σύμφωνα με την φροϋδική ερμηνεία στο Τοτέμ και Ταμπού και αργότερα στον Μωϋσή, είναι εν τέλει ένας φόνος που καθαγιάζει τον πατέρα.
Η κριτική του Καστοριάδη στην μαρξική θεωρία μπορούμε να πούμε ότι συνέβαλε δημιουργικά στις περαιτέρω αναζητήσεις σχετικά μ’ αυτήν και μάλιστα κατά ένα διπλό τρόπο. Από τη μια έδειξε τη στρεβλή πρόσληψη και ερμηνεία της από τους θεωρητικούς του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού». Από την άλλη, η αμείλικτη κριτική, την οποία απηύθυνε ο Καστοριάδης στο σύνολο της μαρξικής θεωρίας, αδικεί τον Μαρξ κατάφωρα, συρρικνώνει σε επικίνδυνο βαθμό το «άλλο στοιχείο» του, και τον κατατάσσει σχεδόν αποκλειστικά στους θεωρητικούς του θετικιστικού εργαλειακού λόγου. Παρόλα αυτά, ο Καστοριάδης με την κριτική του συνέβαλε άμεσα ή έμμεσα στην περαιτέρω αναζήτηση και ανάδειξη αυτού του «άλλου στοιχείου» της μαρξικής θεωρίας, το οποίο στη δική του κριτική εμφανίζεται σχεδόν σχηματικά. Χωρίς μια τέτοιου είδους κριτική δεν θα μπορούσε να έρθει εκ νέου στο προσκήνιο αυτό το «άλλο στοιχείο» της μαρξικής θεωρίας, έστω και αν κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις του Καστοριάδη.
Εσωτερικές ανταγωνιστικές και αμφίρροπες τάσεις χαρακτηρίζουν και το έργο του Καστοριάδη, όπως κάθε μεγάλου στοχαστή. Ωστόσο δεν καταγράφονται με αφέλεια στις αρνητικές συνέπειες του έργου του, αλλά είναι εξίσου εποικοδομητικές στιγμές. Το γεγονός ότι το «άλλο στοιχείο» της μαρξικής θεωρίας είναι συρρικνωμένο και αδύναμο, στην ερμηνεία που επιχειρεί ο Καστοριάδης, έχει να κάνει με την ολοφάνερη υποκειμενική του πρόθεση να υπερβεί την μαρξική θεωρία. Έτσι ξεγλιστρούν μέσα από τα πυκνά δίχτυα των ιστορικοφιλοσοφικών αστερισμών του γόνιμες, αντικειμενικές στιγμές και μοτίβα της μαρξικής θεωρίας, στοιχεία τα οποία είναι αλήθεια ότι προκύπτουν πολλές φορές μόνον όταν αναγνωσθούν εναντίον των προθέσεων και του ιδίου του Μαρξ, όπως η ουτοπία της σχέσης κοινωνίας και φύσης, ο μη οντολογικός χαρακτήρας της μαρξικής διαλεκτικής, η «προτεραιότητα του αντικειμένου». Ακριβώς αυτά τα στοιχεία είναι εκείνα τα οποία, υπό τη σημερινή ιστορικοφιλοσοφική συγκυρία, της οικονομικής κρίσης που διαρκεί μεν αλλά η δυναμική της δεν φαίνεται να οδηγεί σε άμεση κατάρρευση του καπιταλισμού (και μάλιστα, υπό τη μορφή ενός φυσικού νόμου) επαναφέρουν την μαρξική θεωρία στο προσκήνιο της κριτικής ή ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας και της φιλοσοφικής κριτικής.
Στο έργο συνεξετάζονται, μεταξύ άλλων, πολλά επίκαιρα θέματα της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφικής κριτικής, όπως η εγκυρότητα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στον ύστερο καπιταλισμό (σ. 44 κ.ε.), το ερώτημα αν πραγματοποιείται εμπραγμάτωση ή πραγμοποίηση (σ. 56 κ.ε.), η εγκυρότητα της μαρξικής κατηγορίας της κρίσης και της αντίφασης που τελούν στις μέρες μας υπό αμφισβήτηση (σ. 59 κ.ε.), η σχέση της τεχνικής, του τύπου της κοινωνίας και του πολιτισμού, η δυνατότητα συμφιλίωσης κοινωνίας και φύσης (σ. 64 κ.ε.), ο πλουραλιστικός τρόπος ζωής, η λεγόμενη πλουραλιστική ταυτότητα και η υποτιθέμενη εξάλειψη των κοινωνικών τάξεων μέσω της διευρυμένης εξατομίκευσης (σ. 79 κ.ε), και τέλος, το σημαντικότερο ζήτημα, η διαλεκτική μέθοδος ως μια συνηθισμένη μέθοδος που μπορεί κανείς στις μέρες μας να την επικαλείται (σ. 92 κ.ε.). Στην παρούσα μονογραφία συνδυάζονται αναπόφευκτα τόσο η κριτική αποτίμηση του έργου του ίδιου του Μαρξ όσο και της κριτικής που άσκησε ο Καστοριάδης. Προϋπόθεση αποτελεί μια απροκατάληπτη ανάγνωση των πρωτογενών κειμένων. Ειδικά για τα πρωτότυπα κείμενα του Μαρξ, όπου κρίθηκε αναγκαίο, έγινε μετάφραση απευθείας από τη γερμανική γλώσσα και παρατίθενται αυτούσια στο υποσέλιδο.
- Ο Δρ. Κωνσταντίνος Ράντης, 10. 10. 63, σπούδασε Παιδαγωγικά, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία και Ψυχολογία στην Ελλάδα και τη Γερμανία (Albert-Ludwigs-Universität Freiburg). Διδάσκει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Κριτική Θεωρία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Κυκλοφορούν επίσης τα έργα του: Psychoanalyse und «Dialektik der Aufklörung», zu Klampen: Löneburg 2001. Geist und Natur. Von den Vorsokratikern zur Kritischen Theorie, Wissenschaftliche Buchgesellschaft: Darmstadt 2004.