του Δ. Μπαλτά, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Επειδή τό πρόβλημα τῆς σχέσεως τῆς ἀτομικότητας καί τῆς συλλογικότητας ἔχει ἀπασχολήσει πολλούς διανοητές στήν ἱστορία τῆς σκέψεως, παλαιότερα ἀλλά καί σήμερα, θά γίνουν ἐδῶ ὁρισμένες παρατηρήσεις ἑστιαζόμενες κυρίως στόν ρόλο τῆς συλλογικότητας ὡς φορέως πολιτισμοῦ καί παράλληλα στήν θεώρηση τῆς ἀτομικότητας ὡς ἐκφραστή τοῦ πνεύματος τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως. Ἐννοεῖται ὅτι σέ μία τέτοια πραγμάτευση εἶναι ἀναπόφευκτες οἱ ἱστορικές ἀναφορές καί ἡ συναφής χρήση παραδειγμάτων πού θά τεκμηριώσουν τά ὑποστηριζόμενα ὑπό τοῦ γράφοντος.
Στήν ἀρχαιοελληνική ἐκδοχή τοῦ ὑπό κρίση ζητήματος εἶναι εὐδιάκριτη ἡ προτεραιότητα τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως ἔναντι τῆς ἀτομικῆς και ἰδιαιτέρως στό πλαίσιο τῆς πόλεως-κράτους. Ἀπό τά πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα εἶναι ὁ «Ἐπιτάφιος» τοῦ Θουκυδίδη, ὅπου ἡ βούληση, ἡ θεωρία καί ἡ πράξη εἶναι τῆς πόλεως καί ὄχι τοῦ κάθε πολίτη: χρώμεθα … διαφέρομεν … φιλοσοφοῦμεν … νομίζομεν … ὠφελοῦμεν (Θουκυδίδου Β΄, 37- 40). Ἡ χρήση τοῦ α΄ πληθυντικοῦ προσώπου φανερώνει ἀκριβῶς τήν λειτουργία τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως καί δράσεως.
Ἀργότερα, στό πλαίσιο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διακρίνονται ἀπό τό πνεῦμα τῆς καθολικότητας. Ἐδῶ εἶναι σκόπιμο νά ὑπομνησθεῖ κατά πρῶτον τό εὐαγγελικό χωρίο πού δείχνει ἀκριβῶς τήν καθολική συνείδηση: oὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν (Κατά Ματθ. ιη΄ 20). Στήν παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία δέν νοεῖται ὡς ἀτομική ὑπόθεση, ὅπως στήν μεσαιωνική φιλοσοφική παράδοση καί καλύτερα στήν ἠθική τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἐξ ἄλλου, τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἐγκυρότεροι ἑρμηνευτές τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί ὁδηγοί τῆς παραδόσεως, δέν εἶναι ἐπιτεύγματα μιᾶς ἀτομικῆς διανοίας, ἀλλά γράφονται καί ἐκφράζουν τήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Σέ ἄλλο πλαίσιο, ἀλλά πάντοτε ὑπό τό πνεῦμα τῆς συλλογικότητας, εἶναι γνωστό ὅτι ὀργανώθηκαν οἱ συντεχνίες στό Βυζάντιο καί ἀργότερα οἱ ἀγροτικές συνεταιριστικές κοινότητες στόν ἑλλαδικό χῶρο κατά τούς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας. Ὑπενθυμίζεται ὅτι οἱ συντεχνίες κατά τά βυζαντινά χρόνια ἦσαν ὑπό τόν ἔλεγχο τοῦ κράτους καί κατ’ οὐσίαν χρησίμευαν στήν καλύτερη ἐφαρμογή τῆς οἰκονομικῆς του πολιτικῆς. Προφανῶς αὐτό ἀποκλείει τήν λειτουργία τῶν συντεχνιῶν ὡς ἀτομικῶν, μικρῶν ἤ μεγάλων, ἐπιχειρήσεων.
Στήν σύγχρονη Ἑλλάδα, μέ τίς ἀντιφάσεις καί τίς ἀντιθέσεις σέ διαφόρους τομεῖς τοῦ βίου, συνυπάρχουν κατά τρόπο παράδοξο ἡ ἀτομική και ἡ συλλογική συνείδηση. Ἀσφαλῶς, σέ πολλές περιπτώσεις κυριαρχεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀτομικῆς συνειδήσεως καί καταξιώσεως, πού ἔχει ἔρθει σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό ἀπό τήν Ἀμερική ἤ τήν ἐξαμερικανισμένη Δύση. Ἀλλά παράλληλα ὑπάρχει, καί μάλιστα πολλές φορές σέ ἱκανοποιητικό βαθμό, καί τό πνεῦμα τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως, νοουμένης εἴτε ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῆς (λ.χ. στίς ἐνορίες) εἴτε ἀπό πλευρᾶς κοινωνικῆς (λ.χ. σέ συνδικαλιστικές ὀργανώσεις) εἴτε ἀπό πλευρᾶς πολιτιστικῆς (λ.χ. σέ ἐπιστημονικούς φορεῖς). Πάντως, εἶναι γεγονός ὅτι στήν συζήτηση τῶν προβλημάτων πού ἐμφανίζει ἡ νεοελληνική κοινωνία κρίνεται ἀσαφές ποιός ἀκριβῶς διαμορφώνει σέ πολλές περιπτώσεις τήν σημερινή συλλογική συνείδηση, πρᾶγμα πού ὀφείλεται, μεταξύ ἄλλων, στήν ἐπίδραση τῶν μέσων ἐνημερώσεως στούς πολίτες.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο νά διευκρινισθεῖ, πρός ἀποφυγή παρερμηνειῶν, ὅτι ἡ προτεραιότητα τῆς συλλογικότητας ἔναντι τῆς ἀτομικότητας καί μάλιστα στό πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς δέν ἀναιρεῖ τόν θεμελιώδη ρόλο τοῦ προσώπου στήν κοινωνία, διατηρώντας πάντοτε τά βασικά χαρακτηριστικά του, ἤτοι τήν αὐτοσυνειδησία καί τό αὐτεξούσιο. Ἀποκλείεται βεβαίως ὁποιαδήποτε περίπτωση ὑποτιμήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί κυρίως ἐν ὀνόματι μιᾶς θεοποιημένης συλλογικότητας (λ.χ. ἑνός κόμματος). Ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι ὀρθή, νομίζω, ἡ τοποθέτηση τοῦ Ρώσσου φιλοσόφου N. Berdiaeff, κατά τήν ὁποία «δέν εἶναι τό πρόσωπο πού ἀποτελεῖ μέρος τῆς κοινωνίας ἀλλά ἡ κοινωνία μέρος τοῦ προσώπου· (ἐνν. ἡ κοινωνία) εἶναι ἕνα ἀπό τά ποιοτικά περιεχόμενα πού τό πρόσωπο ἀποκτᾶ κατά τή διάρκεια τῆς πραγμάτωσής του».
Ἔγινε μία ἁδρομερής ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναφορά στήν λειτουργία τῆς συλλογικότητας στήν ἑλληνική πολιτιστική πορεία. Εἶναι εὐνόητο ὅτι κατά τό παρελθόν κυριαρχοῦσε στόν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς τό πνεῦμα τῆς συλλογικότητας σέ μεγαλύτερο βαθμό ἀπ’ ὅ,τι στήν Ἑλλάδα τῆς μετανεωτερικότητας. Ἐπιβάλλεται λοιπόν νά τονισθεῖ ὅτι ἡ προτεραιότητα τῆς συλλογικότητας ὡς φορέως πολιτισμοῦ ὑπάρχει στήν ἀναφερθεῖσα ἱστορική διαδρομή, καθ᾿ ὅσον αὐτή ἐκφράζει τήν συνείδηση τῆς πόλεως ἤ τῆς κοινότητας, τῆς συντεχνίας καί τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως.
*Δρ Φιλοσοφίας