του Κρις Μάρσντεν, από το Άρδην τ. 58, Μάρτιος-Απρίλιος 2006
Ομόθυμα σχεδόν τα δυτικά ΜΜΕ παρουσίασαν την πτώση του Γιουγκοσλάβου Προέδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς σαν αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης δημοκρατικής, λαϊκής επανάστασης. Όμως υπάρχουν συντριπτικές αποδείξεις που συνηγορούν για το αντίθετο και αποδεικνύουν ότι η παρουσίαση των γεγονότων του Βελιγραδίου σαν έκφραση της «λαϊκής εξουσίας» ήταν μια προσπάθεια σκόπιμης παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης.
Σκοπός των ΜΜΕ ήταν η δικαιολόγηση ενός πολιτικού πραξικοπήματος, το οποίο οργανώθηκε από τις Η.Π.Α. και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν τον απεριόριστο έλεγχο των Βαλκανίων, συμμάχησαν με ένα τμήμα της κυρίαρχης ελίτ της Σερβίας, η πολιτική της οποίας σε καμιά περίπτωση δεν διαφοροποιούνταν σημαντικά από αυτήν του Μιλόσεβιτς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους της παραπλανητικής και αποπροσανατολιστικής αρθρογραφίας ήταν ένα άρθρο του Νηλ Άτσερσον στον Observer (8-10-2000), ο οποίος, χωρίς ίχνος ντροπής, ισχυρίστηκε : «Δεν υπάρχουν ηγέτες, ούτε ιθύνων νους, ούτε καν κάποιοι ήρωες (…). Μια πραγματική επανάσταση εξελίσσεται πάντοτε έτσι όπως ο κόσμος είδε να εξελίσσεται στο Βελιγράδι».
Στην πραγματικότητα όμως υπήρχαν ηγέτες, όπως επίσης και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που ήλεγχαν την κατάσταση, κάτι που γνώριζε καλά και ο Observer. Είναι δημοσίως γνωστό και αποδεδειγμένο ότι η Δημοκρατική Αντιπολίτευση της Σερβίας (DOS) έλαβε για τον εκλογικό της αγώνα εκατομμύρια δολάρια, υψηλόβαθμους συμβούλους και εκατοντάδες συνεργάτες από τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Ο πρώην διπλωμάτης των Η.Π.Α., Γουίλιαμ Μοντγκόμερι, συντόνιζε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού αγώνα της DOS και διοικούσε στη Βουδαπέστη μια κεντρική υπηρεσία, η οποία χαρακτηρίστηκε από τους New York Times σαν «γιουγκοσλαβική Πρεσβεία στην εξορία».
Η μεταφορά των χρημάτων και η παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών γινόταν είτε απευθείας, από κρατικές, ή συνεργαζόμενες με το κράτος υπηρεσίες, όπως το γερμανικό ίδρυμα Friedrich – Ebert και η αμερικανική οργάνωση Freedom House, η οποία παρουσιαζόταν σαν ο κύριος χρηματοδότης του επικοινωνιακού δικτύου της αντιπολίτευσης.
Το ίδρυμα Friedrich – Ebert (σ.τ.μ. με το οποίο συνεργάζονται τα ελληνικά ιδρύματα ΕΛΙΑΜΕΠ και ΙΣΤΑΜΕ) είναι ένας σημαντικός μηχανισμός με τον οποίο ο γερμανικός ιμπεριαλισμός προωθεί τα συμφέροντά του παγκοσμίως. Η οργάνωση Freedom House, στην οποία συνυπάρχουν ηγετικά στελέχη των Δημοκρατών, των Ρεπουμπλικάνων, βιομήχανοι και εκπρόσωποι των συνδικάτων, προωθεί κινήσεις που είναι υπέρ του καπιταλισμού και φίλα προσκείμενες στις Η.Π.Α. Μεταξύ των υποστηρικτών της είναι το Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία (NED), ένας ημιεπίσημος φορέας ο οποίος χρηματοδοτείται από διάφορες κρατικές υπηρεσίες των Η.Π.Α. και από το Κέντρο για Διεθνείς Ιδιωτικές Επιχειρήσεις (CIPE). Η Freedom House καυχάται δημοσίως ότι προώθησε «Αμερικανούς ειδικούς» που συμμετείχαν αυτοβούλως στην εκπαίδευση «μελών πολιτικών κομμάτων στη Σερβία».
Στόχος των Δυτικών Δυνάμεων ήταν να μετατρέψουν την κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια για το καθεστώς Μιλόσεβιτς σε υποστήριξη εκείνων των εκπροσώπων της DOS που είχαν επιλέξει προσεκτικά οι ίδιες. Για τον σκοπό αυτό όμως δεν αρκούσε απλά η δημιουργία ενός υψηλού επιπέδου και εύρωστου οικονομικά εκλογικού και προπαγανδιστικού δικτύου, διότι στη Σερβία υπήρχε βάσιμη υποψία πως η DOS ήταν όργανο του ΝΑΤΟ, που πριν από μικρό χρονικό διάστημα είχε βομβαρδίσει το Βελιγράδι.
Το ανατρεπτικό σχέδιο των Η.Π.Α. και της Ευρώπης είχε δύο πυλώνες. Από τη μια στόχευαν στη κοινωνική υποστήριξη της αντιπολίτευσης σε περιοχές που ήταν ήδη υπό τον έλεγχό της και από την άλλη επιζητούσαν τη συνεργασία ηγετικών στελεχών στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, στην αστυνομία και στον στρατό.
Μια παραστατική παρουσίαση της στρατηγικής που εφαρμόστηκε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Spiegel, που επιβεβαίωσε τον καταλυτικό ρόλο των Η.Π.Α. στην εκστρατεία της DOS, η οποία προκάλεσε την ανατροπή του Μιλόσεβιτς. Το δημοσίευμα επικεντρώθηκε βέβαια στη σημαντική συμβολή της γερμανικής κυβέρνησης στην ανατροπή του Μιλόσεβιτς: «Εδώ και μήνες, η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει διακριτικά και μεθοδικά τη σερβική αντιπολίτευση ενάντια στον Μιλόσεβιτς. (…) Η μαζική πολιτική και υλική υποστήριξη από το Βερολίνο, όπως και από άλλες πρωτεύουσες της Δύσης, είχε σαν αποτέλεσμα οι αντιπολιτευόμενες ομάδες και τα κόμματα να αποκτήσουν τη δύναμη να εξαναγκάσουν τον Μιλόσεβιτς σε παραίτηση».
Για τη δημιουργία της DOS γράφει το Spiegel : «Στις 17 Δεκεμβρίου του 1999, οι Φίσερ και Ολμπράιτ συγκέντρωσαν, στο περιθώριο μιας συνάντησης του G8, τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γιουγκοσλαβικής αντιπολίτευσης σ’ ένα απομονωμένο χώρο του ξενοδοχείου Intercontinental στο Βερολίνο. Συμμετείχαν και ο Ζόραν Τζίντζιτς και ο Βουκ Ντράσκοβιτς, οι δύο αντίπαλοι του Μιλόσεβιτς, οι οποίοι όμως ποτέ μέχρι τότε δεν μπόρεσαν να συμμαχήσουν.(…). Εκεί σφυρηλατήθηκε η αντιπολίτευση. Οι αντίπαλοι του Μιλόσεβιτς, που πραγματικά ήθελαν τη συνεργασία, συμφώνησαν στο πρόσωπο του άγνωστου μέχρι τότε Κοστούνιτσα, ως υποψηφίου Προέδρου, και απέκλεισαν κάθε υποστήριξη στον ανεξέλεγκτο λαϊκιστή Ντράσκοβιτς. Περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια, κυρίως από τις Η.Π.Α., ήρθαν στη Σερβία, μέσω ενός γραφείου στη Βουδαπέστη, προκειμένου να υπάρξει η απαραίτητη υποδομή για τον προεκλογικό αγώνα και τις εκλογές. (…) Την ημέρα των εκλογών, η αντιπολίτευση ήταν τόσο καλά εξοπλισμένη και οργανωμένη που μπορούσε να ελέγξει την εξέλιξη του εκλογικού αποτελέσματος καλύτερα από ό,τι ο Μιλόσεβιτς. Εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης ήλεγχαν την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων σε 180 από τα περίπου 9200 εκλογικά κέντρα και έστελναν, μέσω ενός δικού τους τηλεφωνικού δικτύου, τα αποτελέσματα στα κεντρικά γραφεία της αντιπολίτευσης».
Η γερμανική κυβέρνηση έθεσε στη διάθεση της αντιπολίτευσης επίσης 4 εκατομμύρια μάρκα, για να μπορεί να έχει τις δικές της εφημερίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς.
Προκειμένου να δημιουργηθεί μια κοινωνική βάση για την αντιπολίτευση, επικεντρώθηκαν στην προώθηση μιας αρνητικής εικόνας για τον Μιλόσεβιτς στη γιουγκοσλαβική περιφέρεια. Πολιτικοί, οργανώσεις και κόμματα σε πόλεις και κοινότητες που, στις εκλογές του 1996 και του 1997, ήταν ενάντια στον Μιλόσεβιτς έλαβαν οικονομική βοήθεια από διάφορα κανάλια. Αυτό η Γερμανία το οργάνωσε μέσω της «αδελφοποίησης γερμανικών και γιουγκοσλαβικών πόλεων». Περίπου 45 εκατομμύρια μάρκα κατέληξαν έτσι απευθείας σε περίπου 40 γιουγκοσλαβικές πόλεις που τις κυβερνούσε η αντιπολίτευση. “Energy for peace”, “Education for peace”, “Asphalt for peace”, ονομάστηκαν οι δραστηριότητες που χρηματοδοτήθηκαν από τη Δύση.
Η επιχείρηση αυτή, που διευθύνονταν από τον πρώην σοσιαλδημοκράτη βουλευτή Γιόζεφ Βόζεν, περιελάμβανε 16 γερμανικές πόλεις, 41 άλλες ευρωπαϊκές κοινότητες, καθώς και 4 αμερικανικές κοινότητες από το Οχάιο. «Η συναδέλφωση των πόλεων βεβαίως ήταν ένα τρικ για να συγκαλυφθεί η κηδεμονία της γιουγκοσλαβικής αντιπολίτευσης από τη Γερμανία και άλλα κράτη», έγραφε το Spiegel. «Το γερμανικό χρήμα, μόνο για την αδελφοποίηση των πόλεων, έφτασε στα 16,9 εκατομμύρια μάρκα και προέρχονταν στην πραγματικότητα από κονδύλια του Συμφώνου Σταθερότητας του υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας. Πολλές γερμανικές κοινότητες, που συμφώνησαν με τον στόχο αυτής της επιχείρησης, πρόσθεσαν και αυτές τον δικό τους οβολό».
Έτσι αναβαθμίστηκε το κύρος της αντιπολίτευσης, μέσω της κλασικής εφαρμογής του μαστίγιου και του καρότου. Η επιλογή που είχε να κάνει ο σερβικός λαός ήταν η εξής: Ή θα υποστηρίξουν τον Κοστούνιτσα σαν αντίπαλο του Μιλόσεβιτς, και η Δύση θα φανεί μεγαλόψυχη και γενναιόδωρη, ή θα στηρίξουν τον Μιλόσεβιτς κάτω από το πρίσμα των υφιστάμενου εμπάργκο και της απειλής ενός νέου πολέμου.
Ο δεύτερος πυλώνας της δυτικής εκστρατείας ήταν να κερδίσει ένα τμήμα της μυστικής αστυνομίας και των Ενόπλων Δυνάμεων για μια εν δυνάμει ανατροπή του Μιλόσεβιτς. Το πόσο επιτυχής υπήρξε αυτή η επιχείρηση μπορούσε κανείς να δει σε εκθέσεις που πληροφορούσαν για την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων στις 5-10-2000. Στις 9 Οκτωβρίου, η βρετανική Guardian δημοσίευσε ένα άρθρο που στηριζόταν σε μια συνέντευξη του Ζίβαν Μάρκοβιτς, ενός στρατιώτη της Ειδικής Μονάδας της 63ης Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών. Ο Μάρκοβιτς ισχυρίστηκε ότι η επίθεση στο Κοινοβούλιο και στην κρατική τηλεόραση RTS έγινε από 100 (πρώην και νυν) στρατιώτες, σε συνεργασία με φίλα προσκείμενους αστυνομικούς, που είχαν τοποθετηθεί για την προστασία των κτιρίων αυτών. Επίσης, ότι συμμετείχαν ειδικές αντιτρομοκρατικές Μονάδες της αστυνομίας και άλλες αστυνομικές ομάδες, ενώ αρνήθηκε να απαντήσει σε δημοσιεύματα του γιουγκοσλαβικού τύπου σύμφωνα με τα οποία υπήρχαν 10.000 οπλισμένοι άνδρες.
Ανταποκρίσεις των New York Times και του καναλιού Channel 4 στηρίζουν τους ισχυρισμούς του Μάρκοβιτς ότι η πόλη Cacak, που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα μακριά από το Βελιγράδι, είχε ρόλο κλειδί στην επίθεση στο κοινοβούλιο. Ο Δήμαρχος αυτής της πόλης, Βέλιγκ Ίλιτς, πρώην ηγετικό στέλεχος της σερβικής αντιπολίτευσης υπό τον Βουκ Ντράσκοβιτς, δήλωσε στον τύπο ότι αυτός σχεδίασε και οργάνωσε την επίθεση στο κοινοβούλιο, σε συνεργασία με 4 υψηλόβαθμα στελέχη των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας του σερβικού υπουργείου Εσωτερικών. Κάτω από τις διαταγές τους, ο Ίλιτς άρχισε, τουλάχιστον ένα μήνα πριν την 5η Οκτωβρίου, να συγκεντρώνει ένα βασικό πυρήνα ανθρώπων για να καταλάβουν την πρωτεύουσα. Στους New York Times, ο Ίλιτς δήλωσε : «Συγκεντρώσαμε μια ομάδα από νέους επαγγελματίες στρατιώτες, αλεξιπτωτιστές του γιουγκοσλαβικού στρατού και νέους αστυνομικούς οι οποίοι συνεργάστηκαν με τις αστυνομικές ειδικές μονάδες του υπουργείου Εσωτερικών στο Βελιγράδι. Καταφέραμε να στρατολογήσουμε ειδικούς πολεμικών τεχνών και επαγγελματίες του μποξ. Καταφέραμε ακόμη και να συντονίσουμε ιδιωτική αστυνομία στις πόλεις γύρω από το Βελιγράδι». Τα ξημερώματα της 5ης Οκτωβρίου, ξεκίνησαν από το Cacak 10.000 άνδρες (φωτογραφήθηκαν από το Channel 4) που αργότερα, στο Βελιγράδι, θα έπαιζαν έναν αποφασιστικό ρόλο. Σύμφωνα με τον Ίλιτς, η επίθεση του κοινοβουλίου είχε σχεδιαστεί στο πλαίσιο των κρυφών επαφών με την αστυνομία. Αυτοί συντόνισαν τα πράγματα ώστε να συμπέσει, μεταξύ 15.00 και 15.30, η επίθεση στο κοινοβούλιο με τη μαζική αλλαγή στρατοπέδου των αστυνομικών που το φρουρούσαν.
Το ότι αυτό το ασυνήθιστο γεγονός, το οποίο συμβόλιζε το κίνημα ενάντια στον Μιλόσεβιτς, οργανώθηκε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τη σερβική μυστική αστυνομία, μιλάει από μόνο του. Η πτώση του Μιλόσεβιτς ήταν κάθε άλλο παρά μια επίδειξη της «εξουσίας του λαού» ή μια δημοκρατική επανάσταση, όπως κάποιοι ισχυρίζονται. Αντίθετα, ήταν αποτέλεσμα και κορύφωση των σκευωριών της δυτικής πολιτικής, μιας σύγχρονης εκδοχής για την επανάσταση των ανακτόρων.
Ένα άρθρο του Ρόμπερτ Κάπλαν στους New York Times της 6ης Οκτωβρίου εξηγεί με μεγάλη σαφήνεια γιατί τα δυτικά ΜΜΕ πανηγύριζαν. Με υπερηφάνεια ανήγγειλε ο αρθρογράφος ότι τα γεγονότα στο Βελιγράδι αποδεικνύουν τη δύναμη των Η.Π.Α. «Δεν πρέπει να αυταπατώμεθα ότι η εμφάνιση ανοικτών κοινωνιών στα Βαλκάνια και αλλού είναι υποχρεωτικά μια φυσική εξέλιξη: είναι το άμεσο αποτέλεσμα της εξάπλωσης του αυτοκρατορικού κύρους των Η.Π.Α., το οποίο οι τοπικοί πληθυσμοί πρέπει να θεωρούν και σαν δικό τους συμφέρον». (…)
13/10/2000
- Από την ιστοσελίδα World Socialist Web site (www. wsws.org)
Μετάφραση:
Βασίλης Στοϊλόπουλος