του Εφρ. Γκούντζικ, από το Άρδην τ. 55, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2005
Η στρατιωτική πρακτική της μονομερούς εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης του Τζωρτζ Μπους προκαλεί καθοριστικές αλλαγές στις παγκόσμιες γεωστρατηγικές συμμαχίες. Η πιο σημαντική από αυτές είναι ο σχηματισμός ενός νέου τριγώνου που αποτελείται από την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία.
Η ανάπτυξη δεσμών μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, στους προηγούμενους 18 μήνες είναι ένα σημαντικό γεωπολιτικό γεγονός το οποίο πέρασε πρακτικά απαρατήρητο. Ο Κινέζος ηγέτης Γουέν Ζιαμπάο επισκέφτηκε τη Ρωσία τον Σεπτέμβρη του 2004. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επισκέφτηκε την Κίνα. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Οκτώβρη, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία δήλωσαν ότι οι μεταξύ τους σχέσεις είναι στενότερες από ποτέ άλλοτε. Επιπλέον, εκτός από την προσπάθεια διευθέτησης μακρόχρονων συνοριακών ζητημάτων, η Μόσχα και το Πεκίνο συμφώνησαν στην διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μέσα στο 2005. Αυτό σηματοδοτεί τις πρώτες μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις μεταξύ των δύο χωρών από το 1958.
Οι κοινές αυτές ασκήσεις σχετίζονται άμεσα με το ραγδαία αναπτυσσόμενο εμπόριο όπλων μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής του στρατιωτικού εξοπλισμού της Ρωσίας. Το 2004, η Κίνα υπέγραψε συμφωνίες κόστους μεγαλύτερου των 2 δισ.δολλάρια για την αγορά ρωσικών όπλων. Οι συμφωνίες περιλάμβαναν πλοία και υποβρύχια, πυραυλικά συστήματα και αεροσκάφη. Σύμφωνα με τον αρχηγό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, Ανατόλι Κβάσνιν, «η αμυντική μας βιομηχανία δουλεύει για τη χώρα αυτή [Κίνα], εφοδιάζοντάς την με τελευταίας τεχνολογίας όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό, που ο ρωσικός στρατός δεν διαθέτει». Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας δεν περιορίζονται στις στρατιωτικές συναλλαγές. Τα τελευταία 5 χρόνια, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκαν με ένα μέσο ετήσιο ποσοστό της τάξης του 20%. Ο στόχος των δύο πλευρών είναι αυτές οι συναλλαγές να φτάσουν το ύψος των 60 δισ. δολαρίων μέχρι το 2010 από 20 δισ. δολάρια που ήταν το 2004. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός, ότι μια από τις βασικές συνιστώσες των εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών είναι οι ενεργειακές εξαγωγές της Ρωσίας στην Κίνα.
Στις αρχές του 2005, η Μόσχα συμφώνησε να αυξήσει πάνω από το διπλάσιο τις εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος στην Κίνα, στις 800 εκατομμύρια κιλοβατώρες (kWh) μέχρι το 2006. Επίσημες πηγές των Ηνωμένων Ενεργειακών Συστημάτων (Unified Energy Systems), που μονοπωλούν την αγορά του ηλεκτρισμού στη Ρωσία, προσβλέπουν επίσης σε κινέζικες επενδύσεις για να δώσουν ώθηση στην εξέλιξη και στην εφαρμογή καινοτομιών στο ρώσικο σύστημα ηλεκτρισμού. Τον Οκτώβρη του 2004, η κινεζική πολυεθνική εταιρία πετρελαίου (CNPC) και η ρωσική εταιρία Gazprom υπέγραψαν μια σειρά συμφωνιών με σκοπό τη διερεύνηση των δυνατοτήτων εφοδιασμού της Κίνας με φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, η Ρωσία υπέγραψε συγκεκριμένες συμφωνίες με την Kίνα που αφορούσαν την εξαγωγή πετρελαίου.
Οι εξαγωγές πετρελαίου από την Ρωσία στην Κίνα αναμένεται να φτάσουν τα 10 εκατομμύρια τόνους το 2005 και να αυξηθούν στα 15 εκατομμύρια τόνους το 2006. Τα φορτία του πετρελαίου μεταφέρονται αποκλειστικά μέσω σιδηροδρόμου. Ωστόσο, αυτή η συμφωνία επισκιάστηκε από συζητήσεις που αφορούν την κατασκευή ενός αγωγού πετρελαίου από τη Σιβηρία στη νότια Κίνα. Η Ρωσία μελετά την κατασκευή πετρελαιαγωγού προς την Κίνα για περίπου 10 χρόνια. Το 2002, τα σχέδια για έναν τέτοιο αγωγό προωθήθηκαν, όταν η Μόσχα δεσμεύτηκε να επενδύσει 2 δισ. δολάρια σ’ έναν αγωγό από την σιβηριανή πόλη του Ανγκάρσκ στο Ντακίν της βορειοανατολικής Κίνας.
Στο τέλος του 2004, Ρώσοι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν ότι ο νέος υπερ-αγωγός θα κατέληγε στο ρωσικό λιμάνι του Ειρηνικού Νακόντκα, και όχι σε κινεζικό έδαφος, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο. Η Ιαπωνία συνέβαλε σημαντικά στην απόφαση αυτή της Μόσχας, αφού προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει ολόκληρη την κατασκευή, το κόστος της οποίας εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 10 δισ. δολάρια. Έτσι, ο πετρελαιαγωγός Νακόντκα θα παραμείνει εξολοκλήρου σε ρωσικό έδαφος, επιτρέποντας στην Μόσχα τον πλήρη έλεγχό του.
Πολλοί αναλυτές είδαν την απόφαση αυτή της Μόσχας ως ένα πλήγμα στις σχέσεις με την Κίνα. Ωστόσο, παρόλο που ο αγωγός δεν καταλήγει στην Κίνα, περνάει σε απόσταση μόλις 40 μιλίων από τα ρωσο-κινεζικά σύνορα. Ένα παρακλάδι του αγωγού αυτού προς την Κίνα θα είχε ιδιαίτερα χαμηλό κόστος, προσφέροντας περισσότερες εναλλακτικές λύσεις για μια ετήσια ροή πετρελαίου που αναμένεται να φτάσει τα 80 εκατ. τόνους. Με άλλα λόγια, ποιος ο λόγος η Μόσχα και το Πεκίνο να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή ενός πετρελαιαγωγού στην Ανατολή, τη στιγμή που το Τόκιο είναι διατεθειμένο να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου τη χρηματοδότηση αυτή;
Από τα πλέον ενδεικτικά στοιχεία όσον αφορά στην εμβάθυνση των σχέσεων των δύο χωρών, σε επίπεδο ενεργειακών συναλλαγών, είναι οι συνθήκες υπο τις οποίες πραγματοποιήθηκε η επανακρατικοποίηση της μεγάλης ρωσικής εταιρείας πετρελαίου Γιούκος, η οποία ήταν η μοναδική εταιρεία της χώρας που εξήγαγε πετρέλαιο στην Κίνα. Η ρωσική κυβέρνηση επανακρατικοποίησε με επιτυχία την Γιούκος στα τέλη του 2004, όταν απέκτησε την βασική μονάδα παραγωγής της εταιρείας, Γιουγκανσκεφτεγκάζ, και μέσω δημοπρασίας την πούλησε στον μεγαλύτερο πλειοδότη. Το Γιουγκανσκεφτεγκάζ, που βρίσκεται στην Σιβηρία, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της Ρωσίας.
Με κάπως περίπλοκα μέσα, η ρωσική κρατική εταιρία πετρελαίου Ρόσνεφτ, απέκτησε την Γιουγκανσκεφτεγκάζ έναντι 9,3 δισ. δολάρια. Τον Δεκέμβρη του 2004, ο Ρώσος υπουργός βιομηχανίας και ενέργειας Βίκτορ Κριστένκο προσέφερε στην κινεζική CNPC ένα μερίδιο της τάξης του 20% στην Γιουγκανσκεφτεγκάζ, ενώ τον Φεβρουάριο του 2005, ο Ρώσος υπουργός οικονομίας Αλεξέι Κούντριν, αποκάλυψε ότι κινέζικες τράπεζες προσέφεραν 6 δισ. δολάρια για να χρηματοδοτηθεί η πρόσκτηση της μονάδας από την Ρόσνεφτ. Η χρηματοδότηση αυτή συνδέθηκε με μακροπρόθεσμα συμβόλαια παράδοσης πετρελαίου μεταξύ Ρόσνεφτ και CNPC. [ ]
Η εμπλοκή της Κίνας στην επανακρατικοποίηση της Γιούκος συνιστά την σημαντικότερη ξένη ανάμειξη στον καλά προστατευόμενο τομέα του ρωσικού πετρελαίου. Η CNPC εμπλέκεται επίσης σε πολλές κοινές επενδύσεις με την κρατική εταιρία φυσικού αερίου της Ρωσίας Γκάζπρομ_ μεταξύ άλλων και στην ανάπτυξη ενεργειακών αποθεμάτων στο Ιράν, έδαφος των μεγαλύτερων ενεργειακών επενδύσεων της Κίνας.
Η σύνδεση Πεκίνου, Μόσχας και Τεχεράνης
Τον Μάρτη του 2004, η κινεζική κρατική εταιρεία εμπορίας πετρελαίου Zhuhai Zhenrong Corporation υπέγραψε μια 25-ετή συμφωνία για την εισαγωγή 110 εκατ. τόνων υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Ιράν. Επακολούθησε μια πολύ μεγαλύτερη συμφωνία μεταξύ της επίσης κρατικής Sinopec και του Ιράν, που υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 2004. Η συμφωνία αυτή, αξίας 100 δισ. δολαρίων περίπου, επιτρέπει στην Κίνα να εισαγάγει άλλα 250 εκατ. τόνους υγρού φυσικού αερίου από την ιρανική πετρελαιοπαραγωγό περιοχή Γιανταβαράν, για μια χρονική περίοδο 25 ετών. Παράλληλα με το φυσικό αέριο, η συμφωνία Γιανταβαράν παρέχει στην Κίνα 150.000 βαρέλια ακατέργαστου πετρελαίου ημερησίως για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Αυτή η τεράστια συμφωνία περιλαμβάνει επίσης σημαντικές κινεζικές επενδύσεις στο χώρο της εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων του Ιράν, όπως στις γεωτρήσεις, την παραγωγή πετροχημικών και τα έργα υποδομής φυσικού αερίου. Το συνολικό ποσό των κινεζικών επενδύσεων που αφορούν τον ενεργειακό τομέα του Ιράν θα μπορούσε να υπερβεί τα 100 δισ. δολάρια μέσα σε 25 χρόνια. Στο τέλος του 2004, η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος αγοραστής ιρανικού πετρελαίου. Εκτός όμως από τις συμφωνίες για την παράδοση πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι μαζικές επενδύσεις των κινεζικών, κρατικών εταιρειών πετρελαίου στον τομέα ενέργειας του Ιράν αγνοούν τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν και στη Λιβύη. Οι κυρώσεις αυτές απαγορεύουν σε ξένες εταιρείες να επενδύουν ποσό μεγαλύτερο των 20 εκ.δολαρίων στη Λιβύη ή στο Ιράν.
Τέτοιου είδους νόμοι των ΗΠΑ, όμως, δεν είναι κάτι καινούργιο για την Κίνα. Το Πεκίνο, όπως και η Μόσχα, προμήθευαν στην Τεχεράνη προηγμένους πυραύλους και πυραυλική τεχνολογία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Εκτός από αντιαρματικούς πυραύλους, όπως οι Σίλκγουορμ, η Κίνα έχει πουλήσει στο Ιράν πυραύλους Κρουζ εδάφους-εδάφους και, μαζί με τη Ρωσία, βοήθησε στην ανάπτυξη των ιρανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς. Η βοήθεια αυτή περιελάμβανε την ανάπτυξη των ιρανικών πυραύλων Σιμπάμπ-3 και Σιμπάμπ-4, με βεληνεκές περίπου 2.000 χλμ. Επίσης, το Ιράν κατασκευάζει μάλλον και πυραύλους βεληνεκούς περίπου 3.000 χλμ.
Στα τέλη του 2004, ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ υποστήριξε ότι το Ιράν είχε σκοπό να προσαρμόσει τους μεγάλου βεληνεκούς πυραύλους του, ώστε να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Και για την Κίνα όμως πιστεύουν ότι παρήγαγε αρκετούς νέους τύπους πυραύλων κατά πλοίων, μέσα στο 2004, για λογαριασμό του Ιράν. Τόσο οι πωλήσεις πυραύλων όσο και η πυραυλική τεχνολογία της Κίνας και της Ρωσίας, καθώς και η βοήθεια που παρείχαν στην ανάπτυξη νέων πυραυλικών συστημάτων, παραβίαζαν τον νόμο του 2000 των ΗΠΑ σχετικά με τη μη διάδοση όπλων στο Ιράν. Η συνθήκη αυτή ανέφερε ρητά ότι θα επιβληθούν κυρώσεις σε χώρες οι οποίες προσφέρουν βοήθεια στην προσπάθεια του Ιράν για απόκτηση όπλων μαζικής καταστροφής και πυραυλικών συστημάτων.
Στα προηγούμενα χρόνια, αρκετές ρωσικές και κινεζικές εταιρείες υπέστησαν τις κυρώσεις των ΗΠΑ για την πώληση στο Ιράν πυραύλων και πυραυλικής τεχνολογίας. Ωστόσο, αντί οι πωλήσεις αυτές να ελαττωθούν ή και να σταματήσουν, ο ρυθμός τους αυξήθηκε. Όπως οι σχέσεις μεταξύ Κίνας – Ρωσίας και Κίνας – Ιράν, έτσι και αυτές μεταξύ Ιράν – Ρωσίας επίσης βελτιώθηκαν σημαντικά στους τελευταίους 18 μήνες. Εκτός από την αυξανόμενη επενδυτική δραστηριότητα της Ρωσίας στο Ιράν και του μεταξύ τους εμπορίου όπλων, η Ρωσία ενεπλάκη ενεργά και στην ιρανική βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας.
Μετά από πολλές παρεμβάσεις των ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ιράν υπέγραψαν τελικά τον Φεβρουάριο μια συμφωνία, η οποία ξεκαθάριζε τον τρόπο μεταφοράς των ρωσικών πυρηνικών καυσίμων στην ιρανική μονάδα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο Μπουσέχρ. Η βασική ανησυχία της Ουάσινγκτον για το Μπουσέχρ ήταν ο τρόπος χρήσης των πυρηνικών αποβλήτων, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή όπλων απεμπλουτισμένου ουρανίου. Η Μόσχα, στην προσπάθειά της να διαβεβαιώσει τις ΗΠΑ ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν, υποσχέθηκε ότι όλα τα πυρηνικά απόβλητα του Bushehr θα επέστρεφαν στην Ρωσία.
Παρόλα αυτά η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να πιστεύει ότι η λειτουργία του Μπουσέχρ θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του υποτιθέμενου προγράμματος πυρηνικού εξοπλισμού του Ιράν. Παρά το γεγονός ότι οι ενδείξεις ύπαρξης πυρηνικού προγράμματος στο Ιράν είναι ιδιαίτερα ασαφείς, οι ΗΠΑ παραμένουν πεπεισμένες ότι τέτοιο πρόγραμμα πράγματι υπάρχει στο Ιράν και, μάλιστα, λειτουργεί με ρωσική συνδρομή.
Η νέα γεωστρατηγική συμμαχία
Παράλληλα με το εμπόριο ενεργειακών πόρων, τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη, η συμμαχία Κίνας – Ρωσίας – Ιράν έχει συμβάλει στην ανάπτυξη παράλληλων κατευθύνσεων στην εξωτερική τους πολιτική. Οι τρεις χώρες έχουν πανομοιότυπες θέσεις πάνω στα ζητήματα της Ταϊβάν και της Τσετσενίας. Η Κίνα και το Ιράν υποστηρίζουν πλήρως τον πόλεμο της κυβέρνησης Πούτιν εναντίον των Τσετσένων αυτονομιστών (αν και το ίδιο το Ιράν αυτοπεριγράφεται ως «Ισλαμική δημοκρατία»). Η Ρωσία και το Ιράν στηρίζουν την πολιτική του Πεκίνου περί «μίας Κίνας». Ο πρόσφατος κινεζικός αντι-αποσχιστικός νόμος, που είχε σκοπό να τονίσει το γεγονός ότι η Κίνα δεν θα ανεχτεί την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, σχολιάστηκε πολύ θετικά τόσο στη Μόσχα όσο και στην Τεχεράνη.
Η πιο χαρακτηριστική πτυχή αυτής της συμμαχίας αποκαλύφθηκε με την υποστήριξη της Κίνας και της Ρωσίας σε σχέση με το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του Ιράν. Η κυβέρνηση Πούτιν επέμεινε ότι η Ρωσία δεν θα στήριζε τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες καταδίκαζαν το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του Ιράν, ή επέβαλλαν σε αυτό οικονομικές κυρώσεις. Τον Φεβρουάριο, ο Πούτιν δήλωσε πως έχει πειστεί για το ότι το Ιράν δεν αποσκοπεί στην κατασκευή πυρηνικών όπλων και ανακοίνωσε τα σχέδιά του για επίσκεψη στη χώρα, ως συμπαράσταση στην Τεχεράνη, λίγο πριν την συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπους.
Παρόμοια στάση απέναντι στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που αφορούσαν το Ιράν κράτησε και το Πεκίνο. Τονίζοντας την ιστορική συμφωνία φυσικού αερίου και πετρελαίου μεταξύ Κίνας και Ιράν, ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικών Λι Ζαοξίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα δεν θα στήριζε οποιαδήποτε απόφαση στο Συμβούλιο Ασφαλείας εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Η αντίθεση της Κίνας όσο και της Ρωσίας με οποιαδήποτε απόφαση του ΟΗΕ κατά του Ιράν είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έχουν δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Η αποδοχή και στήριξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος από την Ρωσία και την Κίνα αποκαλύπτουν τον βασικό στόχο πίσω από τον άξονα των τριών χωρών, που δεν είναι άλλος από την αντίθεση στα σχέδια των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία. Για το Πεκίνο και τη Μόσχα, αυτό σημαίνει την ελαχιστοποίηση της αμερικανικής επιρροής στην Ασία, την κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Για το καθεστώς της Τεχεράνης από την άλλη, το να κρατηθούν οι ΗΠΑ σε απόσταση είναι θέμα επιβίωσης.
Η κοινή δήλωση των δύο πλευρών στο τέλος της επίσκεψης Πούτιν στην Κίνα, τον Οκτώβρη του 2004, ήταν μια ξεκάθαρη ένδειξη της δυσαρέσκειας της Μόσχας και του Πεκίνου απέναντι στη μονομερή εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπους. H δήλωση περιείχε την παρατήρηση ότι η Κίνα και η Ρωσία «θεωρούν πως είναι άμεση ανάγκη να επιλυθούν οι διεθνείς διαφωνίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και να διευθετηθεί η κρίση επί τη βάσει καθολικά αναγνωρισμένων αρχών της διεθνούς νομοθεσίας. Οποιαδήποτε χρήση κατασταλτικών μέτρων προϋποθέτει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όπως επίσης και τον όρο η επιβολή τους να γίνεται υπό την επιτήρησή του».
Δύο εβδομάδες μετά την έκδοση της ανακοίνωσης και λίγο πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η αντίθεση του Πεκίνου στην αμερικανική μονομερή πολιτική εκφράστηκε ανοικτά από τον πλέον διακεκριμένο Κινέζο διπλωμάτη, τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Κιάν Κιτσέν.
Με ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Ημερησία της Κίνας, ο Κιάν επιτέθηκε εναντίον της μονομέρειας της Ουάσινγκτον: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενισχύσει τον έλεγχό τους στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική, Νοτιοανατολική και Βορειοανατολική Ασία». Παρατήρησε επίσης ότι ο έλεγχος αυτός «καταδεικνύει ότι η αντιτρομοκρατική καμπάνια της Ουάσινγκτον έχει ήδη υπερβεί το επίπεδο της αυτοάμυνας». Ο Κιάν πήγε ακόμη παραπέρα, δηλώνοντας ότι: «Η αμερικανική στάση απέναντι στο Ιράκ έχει δημιουργήσει στον μουσουλμανικό κόσμο και τις αραβικές χώρες την πεποίθηση ότι η υπερδύναμη ήδη τους θεωρεί ως πιθανούς στόχους για το φιλόδοξο πρόγραμμά της, αυτό του ‘δημοκρατικού μετασχηματισμού’».
Για την Κίνα και την Ρωσία, το «πρόγραμμα δημοκρατικού μετασχηματισμού» της Ουάσινγκτον δεν είναι παρά ένα προπέτασμα με πραγματικό στόχο την εξουδετέρωση, με τη χρήση στρατιωτικής βίας, μη φιλικών καθεστώτων, ώστε να εξασφαλιστεί η πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ως της μοναδικής υπερδύναμης. Η συμμαχία Κίνας – Ρωσίας – Ιράν μπορεί να θεωρηθεί ως η απάντηση του Πεκίνου και της Μόσχας στις παγκόσμιες φιλοδοξίες της Ουάσινγκτον. Από αυτή σκοπιά, η περίπτωση του Ιράν είναι πολύ χρήσιμη προκειμένου να ανατραπούν οι επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπους. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίον το Πεκίνο και η Μόσχα έχουν συσφίξει τους οικονομικούς και διπλωματικούς τους δεσμούς με την Τεχεράνη. Γι’ αυτόν τον λόγο επίσης το Πεκίνο και η Μόσχα προμηθεύουν την Τεχεράνη με όπλα τελευταίας τεχνολογίας.
Μετάφραση: Βασίλης Μπιρλιράκης
Asia Times, 6 Ioυνίου 2005
*Ο Εφραίμ Γκούντζικ είναι πρόεδρος του Condor Advisers