Χρίστος Δάλκος
Ὁ υἱός, ὁ ὑγιός, μυκηναϊκὸ ι-γιο (i-jo), λατ. filius, ἱσπ. hijo (= γιός, προφ. ίχο), γαλλ. fille (= θυγατέρα, προφ. φίγι), καὶ οἱ γραικορρωμανικές / πρωτοελληνικὲς ρίζες τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς
Πρὶν τριάντα περίπου χρόνια, στὸ ἄρθρο τοῦ ὑποφαινομένου «Η υπερωική εκφορά των υγρών στην αρχαία ελληνική και πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» (Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, Πρακτικά της 10ης ετήσιας συνάντησης του τομέα γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 9-11 Μαΐου 1989, Θεσσαλονίκη, Αδελφοί Κυριακίδη, σ. 1-16), ἐπισημαίνονταν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Η αρχ. ελλ. λέξη “υἱὸς” είναι συγγενής προς το λατ. filius (= γιός), το οποίο με ουράνωση του υγρού οδηγεί σε τύπο *hijus (πρβλ. ισπ. hijo, προφ. ίχο) και εντέλει υγιός και υἱός. Καθόλου τυχαία επομένως η ύπαρξη του j στο νεοελληνικό «υγιός» (και «γιός» και «γιόκας») που επιβεβαιώνεται και από παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες (π.χ. σε επιστολή του 3ου μ.Χ. αιώνα: “Ἀπολιναρίῳ ἀπὸ Ἰγνατίου ὑγιοῦ”).» (ὅ.π. σ. 11).
Κυττάζοντας μετὰ ἀπὸ τόσον καιρὸ τὸ πρωτόλειο αὐτὸ κείμενο, μπορῶ νὰ διακρίνω τὶς ἐλλείψεις του καὶ τὰ ποικίλα στραβοπατήματα, ἀναμενόμενα ἀπὸ ἕναν φιλόλογο τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης, μὴ ἐξοικειωμένο μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ / γλωσσολογικὴ ὁρολογία καὶ μεθοδολογία, μπορῶ ὅμως παράλληλα νὰ πῶ πὼς ὁ πυρήνας τῆς ἐκτιθέμενης ἄποψης ἐξακολουθεῖ νὰ μοῦ φαίνεται ὀρθός.
Ὁ ἰωτακισμὸς
Στὶς παραλείψεις θὰ συμπεριλάμβανα τὴν ἀπουσία ἀναφορᾶς στὸ τῆς Γραμμικῆς Β΄ ι-γιο (i–jo καὶ –u–jo) ποὺ θέτει ἐπὶ τάπητος ζητήματα πολὺ σημαντικά, ἀφορῶντα καὶ στὴν παλαιότητα τοῦ χαρακτηριστικοῦ τῆς νεοελληνικῆς φαινομένου τοῦ ἰωτακισμοῦ, ποὺ μπορεῖ νὰ πιστοποιηθῇ ὄχι μόνο μέσα ἀπὸ τὰ μυκ. ι-γιο / i–jo ἢ μο-ρι-Fο-δο / mo–ri–wo–do (= μόλυβδος) ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πάμπολλες ἐπιγραφικὲς καὶ γραμματειακὲς μαρτυρίες.
Ὁ Sven-Tage Teodorsson, στὸ ἔργο του The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C., Studia Graeca et Latina Gothoburgensia ΧΧΧΙΙ, Acta Universitatis Gothoburgensis, Lund 1974, ἀποδεικνύει μὲ πάμπολλα παραδείγματα ὅτι ἡ «νεοελληνικὴ» ἰωτακιστικὴ ἐκφορὰ συνυπῆρχε μὲ τὴν «ἀρχαία ἑλληνικὴ» ἐκφορὰ ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα π.Χ. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ καὶ ὀφείλει νὰ μᾶς προβληματίσῃ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ «ἰωτακιστικὰ» «λάθη» πολὺ συχνὰ ἐμφανίζονται σὲ λέξεις ποὺ σήμερα εἶναι κοινότατες, π.χ. Ἀγάπι (τέλος 6ου αἰ. π.Χ.), καλὶ Θάλεια (500-475 π.Χ.), δακτίλιον (422/421 π.Χ.), Πολίμηλος (4ος αἰ. π.Χ.), Καλλίχσενος ἱός (483/482? π.Χ.) κ.λπ.
Ἰδιαίτερης σημασίας εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη ἀναφορὰ τοῦ Πλάτωνος στὸν Κρατύλο (418.b.7 – 418.c.6), ποὺ ἀξιοποιεῖται βεβαίως ἀπὸ τὸν Teodorsson στὴν περαιτέρω τεκμηρίωση τῆς ἐπιχειρηματολογίας του: «Ὅτι οἱ παλιοὶ χρησιμοποιοῦσαν πολὺ τὸ γιῶτα καὶ τὸ δέλτα, τὸ ξέρεις… πρὸ πάντων δὲ οἱ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες σώζουν τὴν παλιά μας γλώσσα μέχρι σήμερα συστηματικότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐμεῖς. […] Θὰ σοῦ πῶ ἕνα παράδειγμα: τὴν “ἡμέρα” οἱ πολὺ παλιοὶ τὴν ἔλεγαν ἱμέρα· οἱ μεταγενέστεροί τους τὴν ἔλεγαν ἑμέρα, ἐμεῖς τὴ λέμε ἡμέρα» (μετάφραση Γ. Κεντρωτῆ, βλ. Πλάτων, Κρατύλος, εἰσαγωγὴ – μετάφραση – σχόλια Γιῶργος Κεντρωτής, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 22005).
Ἂν οἱ παλαιοὶ ἀττικοὶ πρόφεραν τὸ «ἡμέρα» ἱμέρα, ἢ καὶ τὸ «υἱὸς» ἱός, δηλαδὴ μὲ ἰωτακισμό, ὅπως οἱ σημερινοὶ «νεο»έλληνες, ἀξίζει νὰ προβληματιστοῦμε –λαμβανομένων ὑπ᾿ ὄψη καὶ τῶν ἐνδείξεων τῆς Γραμμικῆς Β΄- γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἡ «νέα» ἑλληνικὴ νὰ μὴν εἶναι σὲ πολλὰ καθόλου νέα, καὶ νὰ μνημειώνῃ λέξεις καὶ φωνητικὲς συμπεριφορὲς ποὺ χαρακτηρίζουν ἕνα λανθάνον, ὑπόγειο γλωσσικὸ ὑπόστρωμα, ἀντιπροσωπευτικὸ τοῦ «πρωτοελληνικοῦ» ἢ «γραικικοῦ» ἀπώτατου παρελθόντος τῆς γλώσσας μας.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ προσανατολίζει καὶ ἡ ἀκόλουθη ἀναφορὰ σὲ στοιχεῖα τῆς κρητικῆς Γραμμικῆς Α΄ γραφῆς, εἰλημμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο μας Ἡ παλαιότητα τῆς νέας ἑλληνικῆς, ἐκδ. Μελάνι, 2011, σ. 69-70:
«● Στά σφραγίσματα Wa 1014 – 1018 ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα (Gorila, τ. 2, σ. 6) κάνει τήν ἐμφάνισή της ἡ λέξη «σι – κα» (βλ. εἰκ. 5). Ἡ ὑπόθεση ὅτι πρόκειται γιά μορφή τῆς λέξης «σῦκα» μέ «ἰωτακιστική» ἐκφορά τοῦ ὕψιλον, ὅπως συμβαίνει στίς περισσότερες περιοχές τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας, θά προσέκρουε στίς ἀντιρρήσεις τῆς ἀκαδημαϊκῆς γλωσσολογίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι διατεθειμένη νά παραδεχθῇ ὅτι εἶναι δυνατόν, στό πλαίσιο τῆς ἴδιας γλώσσας, νά συνυπάρχουν ἀπό παλιά ἐναλλακτικές ἐκφορές τοῦ ἴδιου φθόγγου (κάτι σάν τό τρύπα καί τρούπα, ἄχυρα καί ἄχιουρα, σούρνω καί σύρνω καί σέρνω (σύρω), συκιά καί σουτσά, σφυράω καί σιουράω κ.ο.κ.).
Εἰκόνα 5
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σέ μία καί μόνη ἑλληνική διάλεκτο, αὐτήν τῆς κάτω Ἰταλίας, ἡ μέν λέξη «συκιά» ἀπαντᾷ ὑπό τούς τύπους σουκ΄ία καί σουκ΄έα, ἐνῷ τό «σῦκο» ὑπό τόν τύπο σῦκο, μέ τίς ἐναλλακτικές ἐκφορές τοῦ u νά συνυπάρχουν στό πλαίσιο ἀκόμα καί μιᾶς πρότασης: Ἡ σουκ΄ία κάν-νει τὰ σῦκα Καλαβρ. (Βουνί). Καί δέν ἔχει βέβαια δίκιο ὁ G. P. Shipp (Modern Greek evidence for the ancient Greek vocabulary, σ. 522) ὅταν ἀποδίδῃ στίς ἐμπορικές δοσοληψίες τήν ἐπικράτηση στήν Κάτω Ἰταλία τοῦ κ.ν.ἑ. τύπου σῦκο, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά ἐξηγηθοῦν μέ αὐτόν τόν τρόπο «ἰωτακιστικές» ἐξελίξεις πού παρουσιάζονται καί σέ ἄλλες κατωιταλιωτικές λέξεις, συγγενεῖς ἐτυμολογικά, ὅπως: συκαλινdέα (= φραγκοσυκιά), συκαλίνdι (= φραγκόσυκο), συκαμενό ὁ, (= ἡ συκαμιά, ἀρχ. συκάμινος), συκαμινέα, συκάμινο, συκούκ΄ι (= τό μικρό σῦκο), συκοφάο ὁ, dζυκοφάο, συκοφάϊ τό, τσυκοφάϊ (= τό πτηνό συκοφάγος) κ.λπ.
Πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀπίθανο ὁ τύπος «σῦκα» νά εἶχε ἤδη διαμορφωθῆ στό πλαίσιο τῆς πρωτοελληνικῆς, συνυπάρχων πιθανόν μέ τόν τύπο «σοῦκα», ὁπότε καί ἡ ἐμφάνισή του στήν Γραμμική Α΄ νά μήν συνιστᾷ σκάνδαλο, ἀλλά ἀπόδειξη τῆς παλαιότητας τῆς νεοελληνικῆς ἐκφορᾶς.»
Ἡ τροπὴ ly > j
Μιὰ δεύτερη παράλειψη ἐντοπίζεται στὴν ἐλλιπῆ τεκμηρίωση τῆς οὐράνωσης τοῦ ὑγροῦ, τῆς τροπῆς δηλ. ly > j, ποὺ ὑπόκειται κατὰ τὴν ἄποψή μας τῆς φωνητικῆς ἐξέλιξης *hulyus > υἱός, πρβλ. λακ. γορτ. υἱύς.
Παρόμοιες (σποραδικές) φωνητικὲς ἐξελίξεις μᾶς εἶχαν ἀπασχολήσει στὴν ἀνακοίνωσή μας «Ἡ ἐτυμολογία τοῦ τοπωνυμίου “Γιούχτας”», στὸ Συνέδριο τῆς Ἱστορικῆς, Λαογραφικῆς καὶ Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Κρήτης (ΙΛΑΕΚ) μὲ θέμα Τα τοπωνύμια της Κρήτης, Χανιά,2 – 4 Ὀκτωβρίου 2015, ἡ ἔκδοση τῶν πρακτικῶν τοῦ ὁποίου ἐκκρεμεῖ. Στὴν ἀνακοίνωση αὐτὴ ἐπιχειροῦνταν ἡ ἐτυμολόγηση τοῦ κρητικοῦ τοπωνυμίου «Γιούχτας» ἀπὸ τὸ «προελληνικὸ» θεωρούμενο «Λύκτος», μὲ τροπή ly > j.
Περαιτέρω ὑποστηριζόταν ὅτι τὸ ν.ἑ. τοπωνύμιο, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ ἀρχαῖο («προελληνικό») Λύκτος, πρέπει νὰ σημαίνῃ ὅ,τι καὶ τὸ Λύκτος (πρβλ. Στ. Βυζαντίου: «Λύκτος· πόλις Κρήτης ἀπὸ Λύκτου τοῦ Λυκάονος. Ἔνιοι Λύττον αὐτήν φασι διὰ τὸ κεῖσθαι ἐν μετεώρῳ τόπῳ. Τὸ γὰρ ἄνω καὶ ὑψηλὸν λύττον φασί…»), καὶ διατυπωνόταν ἡ ὑπόθεση ὅτι ἡ οὐράνωση τοῦ ὑγροῦ εἶχε ἤδη λάβει χώραν στὸ ἀρχ. κρητ. τοπωνύμιο Ἰυτός (μὲ ἀναδρομικὴ ἀφομοίωση: κτ > ττ, πρβλ. Λύκτος > Λύττος).
Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες ἀναφορὲς σὲ παρόμοια φωνητικὰ φαινόμενα ποὺ κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους στὴν ἀρχαία ἢ τὴν νέα ἑλληνική, ἀπ᾿ τὶς ὁποῖες σταχυολογοῦμε ἐντελῶς ἐνδεικτικὰ καὶ συνοπτικὰ τὶς παρακάτω:
● ἀ.ἑ. λύγξ (= λυγμός, σπασμωδικόν τι πάθος τοῦ λάρυγγος, «λόξυγγας») > ἀ.ἑ. ἴυγξ (= ὄνομα πτηνοῦ, lynx torquilla)
● ἀ.ἑ. λύζω (= ἔχω λόξυγγα || ἐκ φόβου ἢ ψύχους ἀφίημι φωνὴν ὁμοιάζουσαν λυγμῷ) > ἀ.ἑ. ἰύζω (= κραυγάζω)
● ἀ.ἑ. λυγμὸς (= λόξυγγας) > ἀ.ἑ. ἰυγμός (= κραυγὴ χαρᾶς ἢ ὀδύνης)
● ἀ.ἑ. μόλις > ἀ.ἑ. μόγις. Βέβαια ὁ τύπος μόγις ἀπαντᾷ ἤδη στὸν Ὅμηρο ἐνῷ ὁ τύπος μόλις στοὺς τραγικοὺς καὶ τὸν Θουκυδίδη, κρίνοντας ὅμως ἀπὸ τὴν συνύπαρξη καὶ τῶν δύο τύπων στὸν Αἰσχύλο μποροῦμε νὰ εἰκάσουμε ὅτι ἡ μορφοποίηση τοῦ μόγις ἐκ τοῦ μόλις καὶ ἡ συνύπαρξη τῶν δύο τύπων, στὸ πλαίσιο μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γλώσσας, ἀνάγεται στὴν προομηρικὴ ἐποχή.
Γιὰ τὴν συνύπαρξη συγγενῶν πρὸς τὸ μόλις καὶ μόγις τύπων προσεπιμαρτυρεῖ καὶ ἡ νεοελληνικὴ μὲ τὰ ἐπιρρήματα μόλις -μόλις (= πολὺ λίγο: ἐζεσταίναμε νερὸ κι ἕνα gόbο λαδάκι ἀλλὰ πολὺ λίγο, μόλις-μόλις),μόγια – μόγια(= λίγο – λίγο), μουγιά -μουγιά (= μόλις: Τὸ βαπόρι φαίνεται μουγιά – μουγιά), μούιο, μούγιο καὶ μούγικο (= μικροσκοπικὸ πρᾶγμα: Ἐδιάλεξε dὰ μούγια – μούγια συκαλλάκια κι ἔστειλέμ-μου τα ἡ Βαΐττενα), μός – μός (= μόλις: Μός – μός ν᾿ ἀγγίξῃς τσῆ πληῆς μου ξεκαναλίζει ᾿ς τὰ γαίματα).
● «προελλ.» κλαμβὸς (= κολοβός, ἀκρωτηριασμένος, γιὰ αὐτιὰ ζώων) > ν.ἑ. κλαμπαύτης, γκλαμπόφτης, μπλαγκόφτ᾿ς, πλιακόφ᾿κα, πλακόφ᾿κου, μπλαχούρα, μπλαχοῦρο, μπλαχούρ᾿κου, πλαχούρ᾿ς, πλιαχούρης (= ζῶο μὲ μεγάλα αὐτιὰ κρεμασμένα) | μπλαχουριὰ (= τὸ κόψιμο στὸ αὐτὶ τοῦ προβάτου) > πιαχούρα (: Ἡ προυβατίνα πού ᾿χ᾿ τραντὰ αὐτιὰ λέγιτ᾿ πιαχούρα ἢ πλιακόφ᾿κα).
● ν.ἑ. φάλαγγας, ἀ.ἑ. φάλαγξ (= εἶδος ἀράχνης), ὅπου ἡ τροπὴ ly > j τῶν πάλιαgας, bάλιαgας (= ἀράχνη), παλιαγγιά, παλιαντζίδα, παλιαγγουφουλιὰ (= ἀραχνιά)σὲ πάγιαγγας bάγιακας, παγιαγγιά, παγιαντζίδα, μπαϊαγγουφουλιὰ κ.λπ. παραπέμπει εὐθέως σὲ λέξεις γιὰ τὴν ἀράχνη ὅπως βουλγ. паяак, πολ. pajak, πομακ. pajek, παλαιοσλαβ. paǫkŭ, ρωσσ. паýк, ρουμ. păianjen, ἀρωμουν. pángu κ.λπ.
Δεδομένης τῆς πανσπερμίας νεοελληνικῶν ἐναλλακτικῶν τύπων τῆς λέξης ποὺ διατηροῦν ἄθικτο τὸ πρωτογενὲς ὑγρό, ὅπως φάλαγγας, φάλαγγος, φέλεγγος, σφάλαγγας, σφάλαγγος, σπάλαγγας, ἀφιάλακας, φιάλαγγας, ἀσπάλακας, σάλανgας, σ΄πίλακα κ.λπ., ἕπεται ὅτι καὶ τύποι ποὺ ἀντικατοπτρίζουν τὶς ποικίλες φωνητικὲς περιπέτειες τοῦ ὑγροῦ ἀνήκουν στὴν αὐθιγενῆ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς: πάγιογγας, πάϊανgας, bάϊαγγας, bάϊανgας, bάϊενgας, πάϊγγας, παϊανgουφουλιά, παϊγγουφουλιά, bαενgοφωλιά, πάγγους, πάνgους, bάgους, σπάgους, πέγγας, πένgας, πέγγους, σπαgούλ΄᾿ (= τὸ μικρὸ σφελάγγι), σπαγγόσπιτο (= ἀραχνιά, οἱονεὶ «*(σ)φαλαγγόσπιτο»), παgόσπ᾿του, παgόσπ᾿τα, πανgόσπιτα, ἡ, παγγουφουλιά (= ἀραχνιά), πανgουφαλιά, πεγγοφουλιά, πιgουφουλιά, παγουΐδιασμα (= ἀραχνιά), πιgουΐδιασμα κ.ἄ.
● ν.ἑ. λιάρος (= ὁ σπάδιξ τοῦ φυτοῦ δρακοντία) > ν.ἑ. γιάρος (= τὸ φυτὸν δρακοντιά || ὁ σπάδιξ τοῦ ἰδίου φυτοῦ), πρβλ. Διοσκορίδη: «δρακοντία μεγάλη· οἱ δὲ ἄρον, οἱ δὲ ἴσαρον, οἱ δὲ ἴαρον…»
● ν.ἑ. λιαρό(ς) (= ὑγιής) > ν.ἑ. γιαρό(ς) / γερός (= ὑγιής, στέρεος). Ἡ ἐμφάνιση τοῦ τύπου γερὰ ἤδη σὲ ἐπιγραφὴ τοῦ 2ου αἰ. π.Χ. ἀπὸ τὴν Δῆλο, ἀναφερόμενη σὲ κτίσματα («γερὰ καὶ στεγνὰ καὶ τεθυρωμένα») ἐνδέχεται νὰ σημαίνῃ ὅτι τὸ γερὸς ἀνάγεται σὲ πολὺ προγενέστερη τοῦ μεσαίωνα ἐποχή. Βεβαίως τὸ «γερὰ» χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ λεξικὸ Liddell – Scott «ἀμφιβ(όλου) ἑρμηνείας», ἀλλὰ ἡ σύνδεσή του μὲ τὸ «στεγνὰ» δὲν ἐπιτρέπει καὶ πολλὲς ἀμφιβολίες γιὰ τὴν ταύτισή του μὲ τὸ ν.ἑ. γερός.
● ν.ἑ. λαρώνω (= γιατρεύω) > ν.ἑ. γιαρώνω (= γιατρεύω).
● ν.ἑ. λιαρίζω (= ἀλλάζω τρίχωμα [ὅπερ συμβαίνει τὴν ἄνοιξιν εἰς τὰ ζῶα, διότι τότε δυναμώνουν μετὰ τὸν χειμῶνα]) > ν.ἑ. γιαρίζω (= «ἐπὶ τετραπόδων ζῴων, ἀλλάσσω τρίχωμα κατὰ τὴν ἄνοιξιν (σημεῖον παχύνσεως) καὶ ἀποκτῶ ἄλλο λεῖον καὶ στιλπνόν»).
● ν.ἑ. κατσαφαλιά (= ἀταξία, ἀνακάτωμα, ἀπάτη), κατσαβολιά (= ζαβολιά) > ν.ἑ. κατσουφαγιά (= κακὴ πράξη ποὺ προσπαθεῖ κάποιος νὰ κρύψῃ), κ.ἄ.
Τὰ ἱσπ. hijo (= γιός, προφ. ίχο), γαλλ. fille (= θυγατέρα, κόρη, προφ. φίγι)
Ὁ ἐντοπισμὸς τοῦ «γραικικοῦ» τύπου ὑγιὸς σὲ κείμενα τῆς Γραμμικῆς Β΄ δὲν μετατοπίζει ἁπλῶς τὶς ἀπαρχὲς τῆς «νεο»ελληνικῆς ἐκφορᾶς σὲ ἀπροσμέτρητα ἱστορικὰ βάθη, ἀλλὰ ἐνδεχομένως συμπαρασύρει καὶ τὴν χρονολόγηση παρόμοιων φωνητικῶν φαινομένων (ἰωτακισμοῦ καὶ οὐράνωσης τοῦ ὑγροῦ) ποὺ παρατηροῦνται σὲ «λατινογενεῖς» θεωρούμενες γλῶσσες ὅπως ἡ ἱσπανικὴ ἢ ἡ γαλλική (πρβλ. ἱσπ. hijo, γαλλ. fille, ὅπου ἡ οὐράνωση τοῦ ὑγροῦ εἶναι δεδομένη).
Βεβαίως, ἡ ἀκαδημαϊκὴ ἄποψη, προκειμένου περὶ τῆς ἐτυμολογίας τοῦ υἱός, κάνει λόγο γιὰ ἰνδοευρωπαϊκὴ ρίζα *suH–i(e)u–, ἀλλὰ οἱ ἐνδείξεις τῆς Γραμμικῆς Β΄, ἀφοῦ ἀνατρέπουν καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τὶς μηχανιστικὲς ἀντιλήψεις περὶ γραμμικῆς ἐξέλιξης στὴν γλῶσσα, μᾶς καλοῦν νὰ ἐπανεξετάσουμε τὶς ἀμετακίνητες προκαταλήψεις μας περὶ ἀπόλυτης προτεραιότητας, σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, τῶν ἀρχαίων γραμματειακῶν μαρτυριῶν.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ συσχέτιση τῶν μυκ. ι-γιο, ν.ἑ. ὑγιός, ἀ.ἑ. υἱὸς φέρνει στὸ προσκήνιο ἕναν νέο παράγοντα, τὴν περιφρονημένη προφορικὴ παράδοση τῆς «νεο»ελληνικῆς / γραικικῆς, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ παραπέμπῃ σ᾿ ἕνα, ἀφανὲς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, γραικορρωμανικό / πρωτοελληνικὸ ὑπόστρωμα.
Ἡ περιφρονημένη αὐτὴ προφορικὴ παράδοση, λόγῳ τοῦ τεράστιου ἱστορικοῦ της βάθους, εἶναι ἡ μόνη ἱκανή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ἀχανοῦς γραμματειακῆς μας παράδοσης καὶ τὶς ποικίλες ἐνδείξεις πολλῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν, νὰ μᾶς παράσχῃ πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὸ πῶς μορφοποιοῦνται ἐν τοῖς πράγμασι οἱ λέξεις στὸ ἐσωτερικὸ τῶν γλωσσῶν καὶ ὄχι στὰ κεφάλια τῶν προκρουστῶν τῆς ἐπιστήμης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀφείλουμε νὰ μὴ διαγράφουμε μὲ μιὰ μονομερῆ μονοκοντυλιὰ πότε τὴν νέα καὶ πότε τὴν ἀρχαία γλωσσική μας κληρονομιά, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ τὶς προσεγγίζουμε ἀντιπαραβολικά, ὡς ἐναλλακτικές, παραπληρωματικὲς ἐκφάνσεις ἑνὸς πολυδιασπασμένου καὶ ἐν τούτοις ἑνιαίου στὶς ρίζες του κορμοῦ, τοῦ δέντρου τῆς πανάρχαιας, πολυσχιδοῦς καὶ πολύπαθης ἑλληνικῆς μας γλώσσας.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Μια μικρή διόρθωση Jynx torquilla
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν “διόρθωση”, ὅπως ὅμως μπορεῖτε εὔκολα νὰ διαπιστώσετε, ὑπάρχει διτυπία: Lynx torquilla / Jynx torquilla, ποὺ ὀφείλεται, ἐνδεχομένως, στὴν οὐράνωση τοῦ ὑγροῦ.