του Χ. Καπούτση, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Οι εξελίξεις στην Εγγύς και Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά σημαντικές, αφού θα προσδιορίσουν σε μεγάλο ποσοστό τις στρατηγικές ισορροπίες ισχύος σε πλανητικό επίπεδο. Η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, οι διεργασίες σε Λίβανο και Συρία, η αστάθεια στο αιματοβαμμένο Ιράκ, το ακυβέρνητο Αφγανιστάν, οι διαθέσεις ανεξαρτητοποίησης του Κουρδικού πληθυσμού τεσσάρων κρατών (Ιράκ, Συρίας, Ιράν και Τουρκίας), η διαιρεμένη Κύπρος, οι τριγμοί στο φεουδαρχικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας και η χειραγωγούμενη κοινωνική «επανάσταση» στο Ιράν, συνθέτουν ένα εκρηκτικό παζλ με απροσδιόριστη εξέλιξη και κατάληξη.
Ο ορυκτός πλούτος της περιοχής (πετρέλαιο και φυσικό αέριο), η γειτνίαση με την Κεντρική Ασία και με κράτη που βρίσκονται στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και κυρίως η «επαφή» με την Κίνα, προσδίδουν τεράστια γεωστρατηγική και γεωοικονομική αξία στην περιοχή αυτή.
Η παρέμβαση των Αμερικανών, πολιτική και στρατιωτική, είναι καταλυτική των εξελίξεων. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν την αποκλειστική αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της περιοχής και κυρίως την περικύκλωση της Ρωσίας και της Κίνας. Για να επιτύχουν τους στόχους τους, έχουν επιλέξει να εγκαταστήσουν σε αυτές τις περιοχές φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις, είτε με τη στρατιωτική βία (Ιράκ, Αφγανιστάν), είτε με την ανατροπή Κυβερνήσεων (στην Ουκρανία, τη Γεωργία και το Κιργιζιστάν[.]). Οι Αμερικανοί ασκούν σοβαρές πιέσεις για την ανατροπή των καθεστώτων στη Συρία και το Ιράν.
Το Ισραήλ είναι ο σημαντικότερος σύμμαχος των Αμερικανών στην περιοχή, ενώ φιλοαμερικανική είναι και η πολιτική στάση της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και του Λιβάνου. Προβληματικές χαρακτηρίζονται οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, λόγω του Κουρδικού και των εξελίξεων στο Βόρειο Ιράκ. Επίσης, οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία δεν είναι οι ειδυλλιακές σχέσεις του παρελθόντος.
Ως σχετική επιτυχία της αμερικανικής στρατιωτικής εισβολής σε Αφγανιστάν και Ιράκ, μπορεί να χαρακτηριστεί η ανατροπή των καθεστώτων των Ταλιμπάν και του Σαντάμ και η διεξαγωγή εκλογών. Ωστόσο η επιτυχία αυτή σχετικοποιείται, με την χαοτική κατάσταση και την βία με τα εκατοντάδες θύματα, που παρατείνεται, παρά την ισχυρότατη παρουσία αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων[ ]. Ασφαλώς, ο δρόμος μέχρι την πλήρη αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών, στα πρότυπα της Δύσης, ώστε το Ιράκ και το Αφγανιστάν να μετεξελιχθούν σε στυλοβάτες της αμερικανικής πολιτικής, είναι μάλλον μακρύς και αβέβαιος. Αντίθετα, είναι ορατός ο κίνδυνος διαμελισμού του Ιράκ με το σιιτικό νότιο τμήμα του να εξελίσσεται σε θεοκρατικό κράτος, ενώ οι Κούρδοι στο Βόρειο Ιράκ καραδοκούν για να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία που θα δημιουργηθεί, ώστε να αποκτήσουν την περιπόθητη ανεξαρτησία τους, ενσωματώνοντας μάλιστα στο κράτος τους και την πετρελαιοφόρα περιοχή του Κιρκούκ. Οι Κούρδοι, είναι, μετά τους Ισραηλινούς, οι στενότεροι σύμμαχοι των Αμερικανών και ευλόγως θα ζητήσουν ανταλλάγματα από την υποστήριξη που αφειδώς παρέχουν στις αμερικανικές δυνάμεις. Μάλιστα, ο πρώτος Πρόεδρος του Ιράκ, μετά την ανατροπή του Σαντάμ, είναι ο Κούρδος ηγέτης Τζαλάλ Ταλαμπανί. Αλλά οι σχέσεις Αμερικανών και Κούρδων του Ιράκ, δηλητηριάζουν τις αντίστοιχες σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, αφού ενδεχόμενη ανεξαρτησία των Κούρδων συνιστά απειλή για την εσωτερική συνοχή της Τουρκίας.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που δεν θα υπάρξει ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, οι Κούρδοι θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή του Ιράκ. Επομένως, το επίσημο ιρακινό κράτος, αργά ή γρήγορα, θα θέσει θέμα προστασίας της κουρδικής μειονότητας της Τουρκίας. Ειδικότερα για την προστασία των τουρκμάνων (Ιρακινοί τουρκικής καταγωγής), που κατοικούν στην περιοχή του Κιρκούκ, η Άγκυρα μάλλον θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τις απειλές της, ότι θα εισβάλει με τις στρατιωτικές της δυνάμεις στο Κιρκούκ, για να προστατέψει την τουρκμανική μειονότητα. Οι Κούρδοι, στη συμφωνία που έχουν κάνει με τους Αμερικανούς, έχουν εξασφαλίσει την αναγνώριση του Κιρκούκ ως κουρδικής περιοχής και εγγυώνται τα πολιτικά δικαιώματα των τουρκομάνων.
Οι Αμερικανοί όμως, προκειμένου να απαλύνουν το πολιτικό κόστος για την Τουρκία, από τις εξελίξεις στο Βόρειο Ιράκ, υπόσχονται στην Ισλαμική Κυβέρνηση Ερντογάν ευνοϊκή λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου. Η πρώτη απόπειρα έγινε με το σχέδιο Ανάν, το οποίο απορρίφθηκε από τον κυπριακό Ελληνισμό. Με το σχέδιο Ανάν, προβλεπόταν η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εγκατάσταση ενός πρωτοφανούς πολιτειακού μορφώματος, αποικιοκρατικού χαρακτήρα. Η νέα προσπάθεια άλωσης της Κύπρου, για την οποία εργάζεται πυρετωδώς η αμερικανοβρετανική διπλωματία, θα εκδηλωθεί στο προσεχές διάστημα. Στόχος είναι η Κύπρος να μεταβληθεί σε διεθνές προτεκτοράτο με διασφαλισμένο τον επικυρίαρχο ρόλο της Άγκυρας. Η εξέλιξη αυτή σαφώς εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα, λόγω της στρατηγικής θέσης της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, που αποκτά ιδιαίτερη αξία στο σχεδιασμό των θαλάσσιων δικτύων μεταφοράς του ορυκτού πλούτου από την Εγγύς και Μέση Ανατολή προς τη Δύση.
Σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό, μετά τον θάνατο του Γ. Αραφάτ, υπάρχει, με παρέμβαση των Αμερικανών, μια κινητικότητα που αφήνει χαραμάδες αισιοδοξίας. Η εκατέρωθεν τυφλή βία, επέφερε κόπωση και λαϊκή αγανάκτηση, με αποτέλεσμα οι ηγεσίες του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής υπό τον μετριοπαθή Μαχμούτ Αμπάς να επαναλάβουν τον διάλογο και να προσπαθούν να ανακαλύψουν τα σημεία προσέγγισης. Το Ισραήλ έχει αποφασίσει να αποχωρήσει από την Λωρίδα της Γάζας, υπό την προϋπόθεση ότι θα ανασταλεί η δράση της ισλαμικής – παλαιστινιακής οργάνωσης Χαμάς. Ήδη το Ισραήλ παρέδωσε στην Παλαιστινιακή Αρχή τις πόλεις Τουλκαρέμ και Ιεριχώ και τον περασμένο Μάρτιο απελευθέρωσε 500 Παλαιστινίους κρατούμενους. Παρόλα αυτά, το τέλος της ισραηλινο-παλαιστινιακής αιματηρής σύγκρουσης μάλλον δεν είναι εν όψει.
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Παλαιστινιακού διαδραματίζουν το Ιράν και η Συρία. Και οι δύο χώρες ενισχύουν, οικονομικά και στρατιωτικά, εξτρεμιστικές αντιισραηλινές οργανώσεις, η δράση των οποίων δυσχεραίνει την ειρηνευτική διαδικασία εξίσου με την ακραία δράση του ισραηλινού στρατού που προβαίνει σε δολοφονίες αμάχων Παλαιστινίων και άλλα κακουργήματα. […]
Από την πλευρά του, το Ισραήλ πρωτοστατεί παρασκηνιακά στην προσπάθεια των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να «παγώσει» το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όπως γνωρίζει η ισραηλινή ηγεσία, αν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, τότε το Ισραήλ θα είναι ο πρώτος στόχος. Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι, αν το Ιράν αποφασίσει να προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικού οπλοστασίου, τότε ίσως το Ισραήλ να βομβαρδίσει πρώτο με συμβατικά ή πυρηνικά όπλα τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, ώστε να μην αποκτήσει η Τεχεράνη πυρηνικά όπλα. Ένα πυρηνικό Ιράν αποκτά τεράστια δύναμη, αφού θα είναι σε θέση να ασκεί πυρηνικό εκβιασμό, αποτρεπτικό των επεμβατικών σχεδίων της υπερδύναμης.
Η Δαμασκός, επίσης, ακολουθεί έντονα αντιισραηλινή πολιτική, κυρίως λόγω του ανοιχτού μετώπου για τα υψώματα του Γκολάν, τα συριακά εδάφη, που οι Ισραηλινοί έχουν προσαρτήσει με τη βία στο κράτος τους. Οι ΗΠΑ, λοιπόν, προκειμένου να προστατεύσουν το Ισραήλ[ ] δεν φαίνονται διατεθειμένες να ανεχτούν πολιτικές υπονόμευσης από την Τεχεράνη και τη Δαμασκό. Γι’ αυτό αναμένεται να σκληρύνουν τη στάση τους και δεν αποκλείεται να φθάσουν μέχρι και την ανατροπή των Αγιατολάδων της Τεχεράνης και του Προέδρου της Συρίας Άσαντ. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάζονται διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.) χρηματοδοτούμενες από τις ΗΠΑ, που προετοιμάζουν αντικυβερνητικά «λαϊκά κινήματα», με στόχο την καθεστωτική ανατροπή. [ ]
Η Ρωσία έχει δυναμική παρέμβαση στις εξελίξεις στην περιοχή, που εκδηλώνεται με δύο τρόπους: με την παροχή της αναγκαίας τεχνογνωσίας στο Ιράν, προκειμένου να δημιουργηθούν οι εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, όπως ισχυρίζεται η Μόσχα. Και με την προμήθεια στη Συρία σύγχρονων ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων. Μάλιστα, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Πούτιν στην Ιερουσαλήμ, η ισραηλινή κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε εντόνως για τις επιλογές της Ρωσίας να ενισχύσει το Ιράν και τη Συρία.
Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας
Οι τρομοκρατικές ή επαναστατικές οργανώσεις διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στην εύφλεκτη περιοχή της Μέσης και Εγγύς Ανατολής.
Θα αναφέρουμε μερικές μόνο, από το πολυάριθμο σύνολο των ομάδων που εκφράζουν έναν ακραίο επαναστατικό ριζοσπαστισμό, με κοινωνική όμως αποδοχή.
Η Χαμάς: Είναι από τις σημαντικότερες παλαιστινιακές οργανώσεις. Ιδρύθηκε από τον χαρισματικό ηγέτη Αχμέντ Γασίν το 1988 στη Γάζα, τον οποίο δολοφόνησαν πριν ενάμισι χρόνο οι Ισραηλινοί. Η Χαμάς πρωτοστατεί στο ξέσπασμα της νέας ιντιφάντα το φθινόπωρο του 2000. Από τότε η Χαμάς διέπραξε πολλές αιματηρές επιθέσεις εναντίον ισραηλινών στόχων, με θύματα εκατοντάδες άμαχους ισραηλινούς πολίτες αλλά και ισραηλινούς στρατιώτες. Η Χαμάς ισχυρίζεται ότι η δράση της αποτελεί τα αντίποινα στις δολοφονικές ενέργειες του Ισραηλινού Στρατού. Ωστόσο, κατηγορείται από την νέα παλαιστινιακή ηγεσία ότι με τις πράξεις της υπονομεύει τις ειρηνευτικές συνομιλίες. Η Χαμάς είναι κατά του διαλόγου, κάθε μορφής, με το Ισραήλ. Η Σαουδική Αραβία, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, είναι ο κύριος χορηγός κεφαλαίων (δισεκατομμύρια δολάρια) στη Χαμάς.
Η Τζιχάντ: Διακηρυγμένος στόχος της ισλαμικής Τζιχάντ είναι η καταστροφή του Σιωνισμού και το τέλος της ισραηλινής κατοχής στα παλαιστινιακά εδάφη. Πολλές επιθέσεις αυτοκτονίας σε βάρος Ισραηλινών έχουν γίνει από μαχητές της Τζιχάντ. Παρόλα αυτά, θεωρείται ότι το ανθρώπινο δυναμικό και τα μέσα της Τζιχάντ είναι περιορισμένα. Το Ιράν είναι το σημαντικότερο στήριγμα (κυρίως οικονομικό) της Τζιχάντ.
Από την πλευρά του Ισραήλ, τώρα, υπάρχουν αρκετές εξτρεμιστικές οργανώσεις και εθνικιστικά ή θρησκευτικά κόμματα, ανάμεσά τους «οι πιστοί του όρου του Ναού» και το «Μπλοκ της Πίστης». Οι πιστοί του Όρου του Ναού, φιλοδοξούν να οικοδομήσουν έναν τρίτο Ναό του Σολομώντα στη θέση του δεύτερου ναού που καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, το 70 μ.Χ.. Το Μπλοκ της Πίστης είναι ένα «νεοσιωνιστικό» κίνημα που διακηρύσσει ότι οποιαδήποτε επιστροφή εδαφών στους Παλαιστινίους αποτελεί ιεροσυλία. Προτρέπουν μάλιστα τους ισραηλινούς στρατιώτες να απειθαρχήσουν στις εντολές της Κυβέρνησης Σαρόν και να μην αποχωρήσουν από τα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης και τους εβραϊκούς οικισμούς που βρίσκονται σε παλαιστινιακά εδάφη.
ΑΛ-ΚΑΪΝΤΑ: Η μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη τρομοκρατική οργάνωση, η ΑΛ ΚΑΪΝΤΑ και ο αρχηγός της Μπιν Λάντεν, συνεχίζουν τη δράση τους, παρά το ανελέητο κυνηγητό από στρατιωτικές δυνάμεις και μυστικούς πράκτορες των ΗΠΑ και της Βρετανίας στα βουνά του Αφγανιστάν. Αναμφίβολα, οι αμερικανοβρετανικές δυνάμεις έχουν σημειώσει σημαντικές επιτυχίες σε βάρος της ΑΛ-ΚΑΪΝΤΑ, ωστόσο δεν έχουν κατορθώσει να την εξουδετερώσουν ή να συλλάβουν τον Μπιν Λάντεν. Αντίθετα μάλιστα, το κύρος της έχει αυξηθεί στον ισλαμικό κόσμο και όσο οι ΗΠΑ δεν καταπολεμούν τις αιτίες που δίνουν νόημα ύπαρξης στην ΑΛ-ΚΑΪΝΤΑ, τόσο το κύρος της θα ισχυροποιείται και θα δυσχεραίνεται η εξουδετέρωσή της. Μπορεί ο ηγετικός πυρήνας της ΑΛ-ΚΑΪΝΤΑ να βρίσκεται στα βουνά του Αφγανιστάν ή του Πακιστάν και να περιπαίζουν τους Αμερικανούς διώκτες τους, αλλά πολυάριθμα στελέχη της είναι διασκορπισμένα σε κάθε γωνιά του Πλανήτη, διακηρύσσοντας τις ιδέες του Μπιν Λάντεν και στρατολογώντας νέους μαχητές. Ίσως αυτή η διασπορά στελεχών και διάδοση ιδεών να είναι η μεγάλη δύναμη της οργάνωσης […]. Αυτή αποτελεί μια σημαντική νίκη σε βάρος των ΗΠΑ, μιας και έχουν κατορθώσει να διαδώσουν τα αντιαμερικανικά αισθήματα σε ολόκληρο το παγκόσμιο εξτρεμιστικό ισλαμικό και κυρίως σουνιτικό κίνημα. Και η νίκη αυτή είναι στρατηγικής σημασίας, κατά πολύ ανώτερη από τις επιμέρους στρατιωτικές νίκες των Αμερικανών. […]
Η Ιρακινή αντίσταση: Η δράση των αντιστασιακών οργανώσεων του Ιράκ διέψευσε τραγικά τις προβλέψεις των «εγκεφάλων» του αμερικανικού Πενταγώνου και του Στέητ Ντιπάρτμεντ, που αποφάσισαν τη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Η αιματοχυσία συνεχίζεται, παρά τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών ότι ελέγχουν, έστω με τη βία, την κατάσταση στο Ιράκ. Η κρίση θα εκτονωθεί μόνο αν η νέα κυβέρνηση αρχίσει αμέσως διάλογο με τις ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις, με στόχο κατ’ αρχάς την απομάκρυνση των αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και την αποκατάσταση της εννόμου τάξεως. Η συμμετοχή των αντιστασιακών οργανώσεων στην Κυβερνητική Εξουσία, είναι προϋπόθεση για την κοινωνική γαλήνη, ανάπτυξη και ευημερία του Ιρακινού Λαού.