του Άνσελμ Γιάππε, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
Έχει γίνει της µόδας να αποκαλεί κανείς τους καταστασιακούς την “τελευταία καλλιτεχνική πρωτοπορία”. Κατά µία έννοια αυτό είναι τουλάχιστον παραδοξολογία. Άλλοτε πρόκειται απλώς για χονδροειδή ή και συµφεροντολογική διαπίστωση, όπως όταν, για παράδειγµα, συγκρίνονται οι καταστασιακοί µε κάποια δήθεν πρωτοποριακά ρεύµατα του ’60, π.χ. µε την οµάδα Fluxus ή µε τα χάπενινγκς, ρεύµατα τα οποία οι καταστασιακοί κατέκριναν, αν δεν τα αγνοούσαν κιόλας. Κάποιοι είναι πρόθυµοι να δουν τη σκυτάλη της πρωτοπορίας στα χέρια διάφορων σύγχρονων κινηµάτων, άλλοι προσπαθούν να αποµονώσουν από τα συµφραζόµενά τους ορισµένα χαρακτηριστικά των πρώιµων χρόνων της δράσης των καταστασιακών –την εκτροπή/οικειοποίηση (détournement), την περιπλάνηση (dérive), την ψυχογεωγραφία– και να τα προωθήσουν ως ελκυστικούς και εµπορεύσιµους νεωτερισµούς.
Κατά µία άλλη έννοια, ωστόσο, ο χαρακτηρισµός των καταστασιακών ως της τελευταίας πρωτοπορίας εµπεριέχει και µια ικµάδα αληθείας, ακόµη κι αν οι υποστηρικτές του χαρακτηρισµού πιθανόν να την αγνοούν. Η πορεία που ακολούθησαν οι καταστασιακοί, ειδικά µάλιστα η προσωπική περιπέτεια του Γκυ Ντεµπόρ, πράγµατι οδηγούν την ιστορική προοπτική των πρωτοποριών στο έσχατο λογικό της συµπέρασµα, βάζουν την τελεία, θέτουν το όριο µετά το οποίο είναι αδύνατον να υπάρξει άλλη πρωτοπορία. Πρόκειται για την απόδειξη του γεγονότος ότι η πρωτοπορία δεν είναι περισσότερο ιστορική ή αιώνια απ’ ό,τι η ίδια η τέχνη και µάλιστα ότι είναι µια κατηγορία που µας κληροδότησε µια συγκεκριµένη στιγµή της ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Είναι γνωστό ότι ο Γκυ Ντεµπόρ ποτέ δεν επεδίωξε να γίνει καλλιτέχνης µε τη συνήθη σηµασία της λέξης, πόσο µάλλον να γίνει θεωρητικός της αισθητικής. Ο στόχος του ήταν, πάνω απ’ όλα, να ξεπεράσει την τέχνη πραγµατώνοντάς την µέσα στη ζωή. Ανέπτυξε τούτη την ιδέα σε σχέδιο κοινωνικής δράσης και σε µεγάλο βαθµό την εφάρµοσε στη ζωή του. Η ίδια η Καταστασιακή Διεθνής και η δράση της, περιλαµβανοµένης και της δράσης της τον Μάη του ’68, είχαν συλληφθεί ως ένα είδος έργου τέχνης. Με αυτήν λοιπόν την έννοια θα µπορούσε κανείς να πει ότι η ΚΔ ουσιαστικά έκλεισε τον ιστορικό κύκλο των πρωτοποριών που είχε ανοίξει κατά το δεύτερο µισό του δέκατου ένατου αιώνα. Είναι γεγονός ότι η σταδιακή υποχώρηση και “εξαφάνιση του εαυτού” µε στόχο τη διάλυση του πρωτοποριακού εγχειρήµατος µέσα στη ζωή πάντοτε υπήρξε φιλοδοξία των πρωτοποριών.
Ο Καντ και ο Χέγκελ είχαν ήδη δηλώσει ότι η δουλειά της τέχνης ήταν να µεσολαβεί µεταξύ των αισθήσεων και του Λόγου. Μεταξύ της µορφής και του περιεχοµένου, της φύσης και του ανθρώπου, του ατόµου και της κοινωνίας. Η τέχνη όφειλε να συµφιλιώσει τα δύο άκρα και να υπερβεί αυτούς τους διαχωρισµούς. Για τον Χέγκελ, η τέχνη ήταν η αναγκαία ολοκλήρωση του νου ή του πνεύµατος, το οποίο έµελλε τελικά να επαναφοµοιωθεί σε µια σφαίρα ανώτερης ενότητας του πνεύµατος. Δεν εννοούµε µε αυτό ότι οι µοντέρνοι καλλιτέχνες επεδίωξαν να ακολουθήσουν τις κατευθύνσεις αυτών ή άλλων συγκεκριµένων φιλοσόφων. Όποτε, ωστόσο, η µοντέρνα τέχνη στοχάστηκε σχετικά µε τη λειτουργία της, το έκανε µε στόχο να ενώσει την τέχνη µε τη ζωή και να γεφυρώσει το ρήγµα µεταξύ των δύο σφαιρών, το οποίο η καπιταλιστική κοινωνία εν τω µεταξύ εργαζόταν για να το βαθύνει. Η τέχνη, λοιπόν, επιφορτιζόταν µε το καθήκον να αναπαραστήσει την αγνή υποκειµενικότητα, την ελεύθερη δηµιουργικότητα, το υποκείµενο ως κυρίαρχο του κόσµου. Μ’ άλλα λόγια, η τέχνη εντασσόταν σε µια πορεία σύγκρουσης µε την πραγµατική άρνηση της υποκειµενικότητας, άρνηση την οποία προκαλούσε η λογική της σύγχρονης παραγωγής.
Η αντίληψη αυτή καθόρισε µια µεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων της τέχνης. Η επιθυµία να θεµελιωθεί η τέχνη στη ζωή δεν εκφράζεται µόνον στον υπερρεαλισµό και τις υπόλοιπες καλούµενες ροµαντικές τάσεις, όσο κι αν εκεί είναι σίγουρα πιο εµφανής. Η ίδια επιθυµία υπάρχει και σε ρεύµατα ίσως αντίρροπα: στον ρωσικό κονστρουκτιβισµό, στους διάφορους φονξιοναλισµούς, στον Μοντριάν, στο Μπαουχάους και ούτω καθεξής. Όλα τα ρεύµατα αυτά επεδίωκαν να σώσουν την τέχνη από την απόµακρη θέση της και να µεταµορφώσουν την πραγµατικότητα της καπιταλιστικής ζωής, η οποία κυβερνάται εξ ολοκλήρου από την λογική του κέρδους.
Aυτό ισχύει ακόµη κι αν η επιδιωκόµενη αυτή ενότητα τέχνης και ζωής θα µπορούσε να γίνει αντιληπτή από κάποιους ως κοινωνική επανάσταση εµπνευσµένη από την ποίηση και από κάποιους άλλους ως εφαρµογή των καλλιτεχνικών αρχών στη µαζική παραγωγή ουρανοξυστών, πετσετών ή φλυτζανιών του καφέ. O κοινός παρονοµαστής όλων τούτων των πρωτοποριών ήταν η ευχή να µην αποτελούν πια “απλά και µόνον τέχνη” ή και να µην αποτελούν καν τέχνη. Aυτό βέβαια δεν στοιχειοθετείται από την πραγµατική και συγκεκριµένη λατρεία της τέχνης την οποία εξέθρεψαν πολλά απ’ αυτά τα κινήµατα, απαιτώντας να αντιµετωπίζουµε την τέχνη ως ύψιστη αξία και ενίοτε εισάγοντας θρησκευτικά νοήµατα. H εξαιρετικά υψηλή αξία που αποδόθηκε στην τέχνη από τον ίδιο της τον εαυτό επαφιόταν στην αναγνώριση της πραγµατικής φτώχειας της ζωής στον καπιταλισµό. Γι’ αυτό και έτεινε, έστω υπαινικτικά, προς τη βελτίωση της πραγµατικότητας διαµέσου των καλλιτεχνικών αξιών.
H τάση αυτή ακολουθούσε ένα πρόγραµµα χαρακτηριστικά µοντέρνο, ένα πρόγραµµα που δεν είχε τίποτε κοινό ούτε µε την τέχνη των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, ούτε µε τις επιδιώξεις της ακαδηµαϊκής και της επίσηµης τέχνης. H εξαφάνιση της τέχνης παρέµενε εγγεγραµµένη στον ίδιο τον γενετικό κώδικα των πρωτοποριών. Mεταξύ των καλλιτεχνικών κινηµάτων, ο υπερρεαλισµός διακήρυττε την αναγκαιότητα της αυτοϋπέρβασης της τέχνης µε τον πιο συνειδητό τρόπο. Όπως γνωρίζουµε, όµως, η εξέγερση των υπερρεαλιστών δεν άργησε και πολύ να µετατραπεί σε αντικείµενο µουσειακής έκθεσης – να υποπέσει, µ’ άλλα λόγια, στην κατάσταση του να είναι τέχνη και µόνον τέχνη. Oι καταστασιακοί διεκδίκησαν ανοιχτά το υπερρεαλιστικό εγχείρηµα και την αποφασιστική του υπέρβαση, αρνούµενοι να γίνουν καλλιτέχνες και επιδιώκοντας να πυροδοτήσουν µια κοινωνική επανάσταση αντάξια των υποσχέσεων της µοντέρνας τέχνης.
Aντίθετα µε όλες τις προηγούµενες πρωτοπορίες, ο Nτεµπόρ επεδίωξε να στηρίξει την αναγκαιότητα του ξεπεράσµατος της τέχνης στη µαρξική κριτική του εµπορεύµατος και του φετιχιστικού του χαρακτήρα. O Nτεµπόρ, όπως είναι γνωστό, αποκάλεσε τη σηµερινή µορφή του φετιχισµού του εµπορεύµατος “θέαµα”.
Πρέπει όµως να ξεκαθαρίσουµε ότι, σε αντιπαράθεση προς όλες τις µεταµοντέρνες προσπάθειες να αισθητικοποιηθεί και να ενσωµατωθεί αυτή η έννοια, το θέαµα, όπως το συνέλαβε ο Nτεµπόρ, ήταν η απόφυση του εµπορεύµατος µε τη µαρξική έννοια του όρου.
Στο πλαίσιο του θεάµατος, το εµπόρευµα επιδεικνύει τον εαυτό του για να απορροφήσει τον θεατή στη σαγήνη µιας αέναης παθητικής ενατένισης. O λόγος που η τέχνη πρέπει να ξεπεραστεί –ο λόγος που είναι απαραίτητη µια Aufhebung µε την εγελιανή έννοια– είναι ότι και η ίδια η τέχνη δεν είναι παρά θέαµα που καταναλώνεται παθητικά. Στον βαθµό, βέβαια, που η τέχνη γίνεται συνειδητή απόπειρα µεταµόρφωσης της ζωής, η λειτουργία της είναι “απο-φετιχοποιητική”, αποσυναρµολογεί και διαλύει τον φετιχιστικό της χαρακτήρα. Aλλά τότε πλέον, κατά τον Nτεµπόρ, δεν είναι πια τέχνη.
O εικοστός αιώνας παρήγαγε δύο ακόµη σηµαντικές αισθητικές θεωρίες µαρξικής έµπνευσης, που απέδιδαν την ικανότητα της αποφετιχοποίησης στην τέχνη: τη θεωρία του Tέοντορ Aντόρνο κι εκείνη που αναπτύσσει στο όψιµο έργο του ο Γκιόργκι Λούκατς. Στον Aντόρνο, ο απο-φετιχοποιητικός χαρακτήρας φτάνει στον υψηλότερο βαθµό ανάπτυξής του στην αφηρηµένη τέχνη. Για τον Aντόρνο, εναπόκειται στην τέχνη να αποφύγει την πλαστή συµφιλίωση και να καταστρέψει την ψευδαίσθηση ότι υποκείµενο στον καπιταλισµό παραµένει ο άνθρωπος.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Aντόρνο κατάφερε να εκφράσει αυτήν την ιδέα µέσα από ένα παράθεµα του Mπρεχτ: “Aυτό που περιπλέκει την κατάσταση τόσο πολύ είναι ότι η απλή ‘ανασύσταση’ της πραγµατικότητας εξηγεί την πραγµατικότητα λιγότερο από ποτέ. Mια φωτογραφία των εργοταξίων στη βιοµηχανία Krupp ή στην AEG µας δίνει ελάχιστες πληροφορίες για τους θεσµούς αυτούς. H αυθεντική πραγµατικότητα έχει µεταµορφωθεί σε πραγµατικότητα λειτουργική. H πραγµοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, όπως αυτές διαµορφώνονται, για παράδειγµα, στο εργοστάσιο, δεν περιγράφει διόλου τις ίδιες τις σχέσεις” (Tο βιβλίο της πεντάρας του Mπέρτολντ Mπρεχτ, Φρανκφούρτη 1960, σ. 93 κ.ε.). Για τον Aντόρνο, ο φετιχισµός, που υπονοεί την υποταγή των ανθρώπων στα πράγµατα, είναι ένα φαινόµενο πραγµατικό. H τέχνη οφείλει να εκφράσει την κυριαρχία των αφηρηµένων δυνάµεων και τα επακόλουθά της, δηλαδή την απώλεια του νοήµατος και την καταστροφή της γλώσσας. Mα οφείλει επίσης να χρησιµοποιήσει όλα τα καλλιτεχνικά µέσα που έχει στη διάθεσή της, αφού µόνο αν ανέλθει στο ανώτερο επίπεδο των σύγχρονων δυνάµεων παραγωγής µπορεί η τέχνη να προοιωνίσει άλλες δυνατές χρήσεις των δυνάµεων αυτών. Aυτή είναι, για τον Aντόρνο, η δυνατότητα χειραφέτησης που ενέχει η µοντέρνα τέχνη. H γνήσια µοντέρνα τέχνη γεννά τη δυνατότητα µιας πολύµορφης και µη καταπιεστικής σχέσης µεταξύ υποκειµένου και φύσης και απελευθερώνει το έργο τέχνης από την πανταχού παρούσα εντολή να είναι “χρήσιµη”, να εισέλθει δηλαδή στο πεδίο της ανταλλαγής. Όσο αφηρηµένη κι αν φαίνεται, όσο αποµακρυσµένη από τη βιωµένη εµπειρία, αυτή η τέχνη πάντοτε συνδέεται, για τον Aντόρνο, µε την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Aντίθετα, για τον Λούκατς, η τέχνη, για να είναι απο-φετιχοποιητική, πρέπει να είναι ρεαλιστική και όχι αφηρηµένη, αφού η δουλειά της είναι να επανατοποθετήσει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της κοινωνίας, ακόµη κι αν το φετιχοποιηµένο φαίνεσθαι (η φετιχοποιηµένη φαινοµενικότητα) τον παρουσιάζει να µην είναι πια στο επίκεντρο. H έννοια αυτή του φετιχισµού είναι διαµετρικά αντίθετη προς αυτήν του Aντόρνο: όπως τον αντιλαµβάνεται ο Aντόρνο, ο φετιχισµός αποδίδει τις πράξεις των ατόµων και των κοινωνικών οµάδων σε δυνάµεις απρόσωπες, που δεν υπόκεινται στον ανθρώπινο έλεγχο, δυνάµεις για τη λειτουργία των οποίων δεν µπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος κανείς.
Για τον Λούκατς, η τέχνη οφείλει να είναι ανθρωποµορφ(οποιητ)ική. Oφείλει να αποκαλύπτει ότι η απουσία νοήµατος, καθώς και η αποµόνωση και το παράλογο, στα οποία έχει καταδικαστεί η σύγχρονη ανθρωπότητα, δεν αποτελούν βαθύτερη πραγµατικότητα, αλλά ένα φετιχιστικό πέπλο που συγκαλύπτει τα ταξικά συµφέροντα. Γι’ αυτό και οι συγγραφείς εκείνοι που για τον Aντόρνο είναι η προσωποποίηση της “αποφετιχοποίησης”, όπως ο Kάφκα και ο Mπέκετ, στα µάτια του Λούκατς είναι οι χειρότεροι φετιχιστές. (Aς σηµειώσουµε βέβαια ότι για τον Kάφκα εξέφρασε αργότερα ορισµένες αµφιβολίες.)
Οι συγκεκριµένες αντιλήψεις του Ντεµπόρ, του Αντόρνο και του Λούκατς σχετικά µε την τέχνη αναφέρονται σε τρεις διαφορετικές αντιλήψεις για το φετιχισµό του εµπορεύµατος. Για τον Λούκατς, ο φετιχισµός είναι απλά και µόνο µια µορφή ψευδούς συνείδησης, µια ψευδής αναπαράσταση του κόσµου που πρέπει να αντικατασταθεί από µια ορθή αναπαράσταση, την οποία ο Λούκατς αποκαλεί ρεαλιστική. Για τον Ντεµπόρ και τον Αντόρνο, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι βαθιά πραγµοποιηµένες και ο φετιχισµός έχει µεταβάλει την ίδια τη φύση της ανθρώπινης ζωής. Ευθύνη µας είναι λοιπόν να αντιµετωπίσουµε κάθε διάσταση της σκανδαλώδους αυτής συνθήκης, όχι µόνο να καταγγείλουµε το µυθοποιητικό της χαρακτήρα.
Οι τρεις αυτές αντιλήψεις του φετιχισµού αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές µεταξύ τους απόψεις για τη νεότερη ιστορία. Ο Αντόρνο εκτιµά ότι η παρέµβαση του κράτους και των µεγάλων µονοπωλίων που ξεκινά τη δεκαετία του 1930 βραχυκύκλωσαν την εσωτερική δυναµική του καπιταλισµού. Κατά συνέπεια, οι παραγωγικές δυνάµεις δεν βρίσκονταν πλέον σε αντίφαση µε τις σχέσεις παραγωγής. Για την κριτική θεωρία του Αντόρνο, όλες οι πολιτικές, οικονοµικές και κοινωνικές προοπτικές έχουν πλήρως εκλείψει, µε αποτέλεσµα η τέχνη να παραµένει η µοναδική σφαίρα ελευθερίας και ελπίδας. Για τους καταστασιακούς, ο µεταπολεµικός καπιταλισµός είχε υποστεί ραγδαίες εξελίξεις και το τέλος της ταξικής κοινωνίας διαφαινόταν στον ορίζοντα, αφού το νέο προλεταριάτο δεν µπορούσε πλέον να ανεχθεί το ρόλο του παθητικού θεατού που του είχε επιβληθεί. Η κατάσταση αυτή χαιρέτιζε ουσιαστικά το τέλος της τέχνης µαζί µε το τέλος όλων των µορφών αλλοτρίωσης. Eπιπλέον, για τον Λούκατς, η αστική κοινωνία, που κάποτε υπήρξε ένα σηµαντικό στάδιο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, βρισκόταν τώρα σε µια εκφυλισµένη κατάσταση, καταδικασµένη να πέσει θύµα του ανταγωνισµού των σοσιαλιστικών χωρών.
Kαµία, ωστόσο, από τις τρεις αυτές προσεγγίσεις δεν είναι επαρκής, αφού δεν λαµβάνουν υπόψιν τους εσωτερικούς παράγοντες που οδηγούν σε κρίση τον καπιταλισµό και που χονδρικά θα µπορούσαµε να περιγράψουµε ως την όξυνση της αντίφασης µεταξύ της αφηρηµένης µορφής (της αξίας) του εµπορεύµατος και του υλικού του περιεχοµένου, ή την τάση αυτής της αντίφασης να οξύνεται ολοένα και περισσότερο. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πρέπει να εκµεταλλεύεται τη ζωντανή εργασία, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να κάνει ό,τι µπορεί για να ελαχιστοποιήσει τη ζωντανή εργασία: αυτή είναι µια από τις βαθύτερες αντιφάσεις του, µια αντίφαση που δεν µπορεί να επιλύσει, µια αντίφαση που από τον εικοστό αιώνα και δώθε επιδεινώνεται σταθερά.
Ούτε όµως ο Ντεµπόρ, ούτε ο Αντόρνο, ούτε ο Λούκατς υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισµός θα εισέλθει αργά ή γρήγορα σε βαθιά κρίση. Όλοι βλέπουν στον καπιταλισµό ένα σύστηµα ακλόνητο, που µόνον η εξωτερική παρέµβαση κάποιας υποκειµενικότητας µπορεί να τερµατίσει. Τόσο για τον Ντεµπόρ, όσο και για τον Λούκατς, µια τέτοια παρέµβαση είναι δυνατή, ενώ ο Αντόρνο δεν της δίνει καµιά ελπίδα. Γι’ αυτό και η τόσο αγαπητή στον Αντόρνο µοντέρνα τέχνη οφείλει, όπως λέει ο ίδιος, να µη γίνει τίποτε παραπάνω από την αναπαραγωγή και την ωραιοποίηση του κενού, να έχει δηλαδή εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά για τα οποία η ΚΔ απέρριπτε τα µεταπολεµικά καλλιτεχνικά κινήµατα.
Tο έργο ενός Kάφκα ή ενός Mπέκετ, για να αναφέρουµε δύο συγγραφείς υποδειγµατικούς για τον Aντόρνο, δεν αποτελεί, όπως θα ευχόταν ο Aντόρνο, απόρριψη µιας αφόρητης υπαρξιακής συνθήκης. ενσαρκώνει απλώς τη δυστυχισµένη και ανίσχυρη συναίσθηση µιας αµετάβλητης κατάστασης πραγµάτων.H αρνητική αυτή τέχνη καταλήγει να µην είναι τίποτε άλλο από διακοσµητική επένδυση ή µνηµείο της παραίτησης.
Eντωµεταξύ, σε αντίθεση µε ό,τι διακαώς έλπιζε ο Nτεµπόρ, η κοινωνική ανάπτυξη δεν έχει οδηγήσει στο ξεπέρασµα της τέχνης. Tο θέαµα έχει επιδείξει την ικανότητά του να αντιστέκεται σε όλες τις επιθέσεις εναντίον του και να γαλουχεί γενιές και γενιές ανθρώπων που δεν έχουν γνωρίσει άλλη πραγµατικότητα από το θέαµα. Στα νεανικά χρόνια του Nτεµπόρ, η τέχνη, είτε η µοντέρνα είτε η κλασική, έµοιαζε αναµφισβήτητα πολύ φτωχή σε σχέση µε τη δυνατότητα πραγµάτωσης του περιεχοµένου της καθηµερινής ζωής. Σήµερα όµως, η θριαµβευτική κυριαρχία του θεάµατος υπολείπεται κατά πολύ της τέχνης µε την παραδοσιακή της σηµασία, γι’ αυτό και στα όψιµα έργα του ο Nτεµπόρ εκφράζει την εκτίµησή του για την κουλτούρα του παρελθόντος. Παραπονιέται ότι σήµερα ένας Θουκυδίδης ή ένας Nτονατέλο είναι αδύνατον να προκύψουν, λυπάται για την καταστροφή παλιών κτιρίων και έργων ζωγραφικής και απολαµβάνει την αρχαία µετρική και τους κλασικούς. H µεταβολή αυτή της διάθεσής του απέναντι στη λεγόµενη υψηλή κουλτούρα δεν θα έπρεπε να ιδωθεί απλά και µόνο ως µια προσωπική εξέλιξη του Nτεµπόρ, ακόµη λιγότερο ως ένα είδος υπαναχώρησης και συµβιβασµού. Πρόκειται για αναγνώριση του γεγονότος ότι είναι πλέον ανώφελο να συνεχίζει κανείς την καλλιτεχνική καταστροφή των παραδοσιακών αξιών.
O καπιταλισµός δηµιουργεί µια “κοινωνία χωρίς ιδιότητες” και δεν µπορεί να έχει δικό του πολιτισµό. Bάση του είναι η αξία, η απλή ποσότητα της αφηρηµένης εργασίας που αντιπροσωπεύεται στο εµπόρευµα, χωρίς κανένα µέληµα χρησιµότητας ή οµορφιάς. Mοναδικός στόχος του καπιταλισµού είναι η ταυτολογική συσσώρευση νεκρής εργασίας, γι’ αυτό και είναι δοµικά αδιάφορος προς κάθε περιεχόµενο. Eποµένως, είναι αδύνατη µια κουλτούρα αυστηρά καπιταλιστική. Tο µόνο που είναι σε θέση να κάνει το κεφάλαιο (κι αυτό µόνο στα πρώιµά του στάδια, άρα ουσιαστικά µέχρι το δέκατο ένατο αιώνα) είναι να διαδώσει ευρύτερα την έκφραση ενός περιεχοµένου που κληρονόµησε από προηγούµενες κοινωνίες. H αλλοίωση όλων των συνθηκών της ζωής που επιβάλλει ο καπιταλισµός, καθώς και ο πολλαπλασιασµός των τεχνικών µέσων που επιφέρει, είχαν σαν αποτέλεσµα την ισχυροποίηση και τη διεύρυνση της έκφρασης, ωστόσο το υλικό αυτής της έκφρασης –εποµένως και ο πλούτος της ανθρώπινης εµπειρίας– µπορούσε να αντληθεί µόνον από τον µη-καπιταλιστικό κόσµο. Έτσι, η τέχνη γνώρισε µια έντονη και αναζωογονητική ανάπτυξη όσο οι νέες καπιταλιστικές αρχές συνέχιζαν να αντιµάχονται τα αποµεινάρια των προκαπιταλιστικών κοινωνικών µορφών. H τέχνη του δέκατου ένατου αιώνα τροφοδοτήθηκε από την ένταση µεταξύ της κοινωνικής τάσης για αφαίρεση και ορισµένων ατόµων που δεν είχαν ακόµη καθυποταχθεί στην τάση αυτή. Mόλις όµως ο καπιταλισµός άρχισε να αποκτά τη µορφή που ταίριαζε στη σηµασία του, άρχισε δηλαδή να “συµπίπτει µε την εννοιακή του σύλληψη”, για να µιλήσουµε µε όρους εγελιανούς, η επέκταση των εκφραστικών µέσων έγινε ταυτολογική και αυτάρκης – όπως συνέβη και µε την παραγωγή της αξίας γενικά. Έτσι, λοιπόν, όπως πριν είχε σταθεί υπεύθυνος για την εγκαθίδρυση της τέχνης ως διαχωρισµένης σφαίρας, τώρα ο καπιταλισµός ήταν υπεύθυνος για το τέλος της τέχνης.
Kατά µία έννοια δεν χρειάζεται πλέον η τέχνη να έχει λειτουργία κριτική. H καπιταλιστική κοινωνία καταρρέει από µόνη της, αρκεί µια µατιά γύρω µας για να το διαπιστώσουµε. Ποιος ο λόγος να καταγγέλλουµε νυχθηµερόν τα κακώς κείµενά της; Tο πραγµατικό πρόβληµα σήµερα είναι οι εναλλακτικές λύσεις: τι θα συµβεί όταν ο καπιταλισµός αποσυντεθεί, αφήνοντας πίσω του τα ερείπια της καταστροφής;
Πρέπει να διατηρήσουµε κάποια βάση για τη µελλοντική εξέλιξη, µια βάση προστατευµένη από τον µηδενισµό του κεφαλαίου. Πρέπει να εµποδίσουµε τον καπιταλισµό να συµπαρασύρει µαζί του στον τάφο ολόκληρη την ανθρωπότητα. Aν λάβουµε υπόψιν ότι ο καπιταλισµός δεν είναι µόνον ένα σύστηµα καταπίεσης και οικονοµικής εκµετάλλευσης, αλλά κι ένα σύστηµα κοινωνικής και πολιτιστικής πτώχευσης, ο ρόλος της µοντέρνας τέχνης, άσχετα µε τις δηλωµένες της προθέσεις, φαίνεται να ήταν πολύ λιγότερο κριτικός απ’ όσο τείνουµε γενικά να πιστεύουµε. H εικονοκλαστική διάσταση της µοντέρνας τέχνης υπήρξε µάλλον αµφίρροπη. Tο έργο της µορφολογικής καταστροφής που επωµίστηκαν οι πρωτοπορίες ολοκληρώθηκε παράλληλα µε τη νίκη του κεφαλαίου επί των επιζώντων προκαπιταλιστικών µορφών. Oι πρωτοπορίες που είχαν επαναστατικές φιλοδοξίες πίστευαν ότι η ανατροπή των µηχανισµών της παραγωγής είχε ήδη αρχίσει να δροµολογείται και ότι η αστική τάξη διατηρούσε πλέον την εξουσία της µόνο στο επίπεδο της “υπερδοµής”, στο επίπεδο των συµπεριφορών, των αξιών και της καθηµερινής ζωής. Θεωρούσαν λοιπόν ότι η τέχνη όφειλε να ανατρέψει τις δοµές αυτές και να τις ανασυστήσει. Έτσι, όµως, η τέχνη έδινε απλά τη χαριστική βολή σε ένα οικοδόµηµα που ήδη κατέρρεε, όπως θα ’λεγε ο Nίτσε. H ιδέα ενός ανθρώπου απολύτως αποκοµµένου από το παρελθόν και τις παραδόσεις, για τα οποία δεν γνωρίζει τίποτε, ενός ανθρώπου εντελώς ανίκανου για οποιαδήποτε λογική σκέψη, έρµαιου των ασυνείδητων ορµών του, ηθικά αδιάφορου, ανενδοίαστου και χωρίς καµιά κοινωνική δέσµευση, ενός ανθρώπου που συλλαµβάνει τον κόσµο σαν να είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών, που άσκοπα περιπλανιέται: ναι, γύρω στα 1925 µια τέτοια φιγούρα είναι φυσικό να φάνταζε συναρπαστική στα µάτια όσων είχαν βαρεθεί πια τον καταθλιπτικό κόσµο της αστικής τάξης. Oι υπερρεαλιστές πόθησαν να δώσουν σ’ αυτό το άτοµο σάρκα και οστά, στο τέλος όµως ένα τέτοιο ακριβώς πρότυπο παρασκευάστηκε χονδρικά µε τη µορφή του σηµερινού ανθρώπου. Mε άλλα λόγια, πριν καταφέρει να επιβάλει απόλυτα την κυριαρχία της, η εµπορευµατική κοινωνία χρειαζόταν έναν απολύτως “νέο” άνθρωπο. Aυτός ο “νέος άνθρωπος” µοιάζει επικίνδυνα µε το ιδανικό που διακήρυσσαν πολλές καλλιτεχνικές πρωτοπορίες.
Συχνά, οι µεγάλες ουτοπίες συνέβαλαν στο καταστροφικό έργο του κεφαλαίου. H επιβολή διανοητικά προσχεδιασµένων λύσεων στην πραγµατικότητα και η διαγραφή κάθε όψης του παρελθόντος ώστε να γίνεται το παρόν tabula rasa είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν κατ’ αρχήν τη σκέψη του µοντέρνου καλλιτέχνη, που υποτίθεται πως είναι ικανός να ξαναχτίσει τον κόσµο σύµφωνα µε την αγνή του υποκειµενικότητα. Χαρακτηρίζουν, όµως, και τη λογική της αξίας, η οποία επιδιώκει να ανασυστήσει τον κόσµο κατ’ εικόνα και οµοίωσή της, µε τη βίαιη επιβολή επί της πραγµατικότητας µιας µορφής κενής περιεχοµένου. Aυτή η ανασύσταση της πραγµατικότητας µπορεί να επιτευχθεί από το Kράτος, πράγµα που έγινε par excellence στο σταλινικό κράτος. Mπορεί όµως να επιτευχθεί µε πιο ύπουλο (διάβαζε λιγότερο ορατό) τρόπο, από τις δυνάµεις της αγοράς. Aυτό φαίνεται ξεκάθαρα στη σφαίρα της αρχιτεκτονικής, και όχι µόνο στη ρασιοναλιστική και φονξιοναλιστική εκδοχή της, οι οποίες άλλωστε αποτελούν εύκολο στόχο κριτικής. Tο βασικό σενάριο δεν αλλάζει ακόµη κι όταν φαινοµενικά πρόκειται για κριτική των αρχιτεκτονικών ρευµάτων, ακόµη δηλαδή κι αν µιλούµε για προτάσεις καταστασιακών καλλιτεχνών, όπως ο Kονστάντ. Στο κάτω-κάτω, η Nέα Bαβυλώνα του Kονστάντ δεν διαφέρει και πολύ από την Cité Radieuse του Λε Kορµπυζιέ. Yπάρχει αλήθεια κανείς που θα ήθελε να ζήσει σε µια πόλη σαν αυτή που ο Kονστάντ ήθελε να δει να καλύπτει ολόκληρο τον πλανήτη;
Aντίστοιχα, πολύ ενδιαφέρον έχει και η λατρεία µε την οποία επενδύθηκε ο µαρκήσιος ντε Σαντ από τους υπερρεαλιστές, από άλλες λογοτεχνικές πρωτοπορίες, ενίοτε µάλιστα και από τους καταστασιακούς. H απόλυτη απόρριψη όλων των παραδοσιακών ηθικών αξιών, ακόµη και των πιο βασικών, όπως η καταδίκη του φόνου, εθεωρείτο πράξη απελευθερωτική, που διάνοιγε το δρόµο προς την πλήρωση κάθε επιθυµίας. Στην πραγµατικότητα όµως, όπως µε µεγάλη ακρίβεια τόνισαν οι Aντόρνο και Xορκχάιµερ, ο κόσµος του ντε Σαντ από πολλές απόψεις ήταν µια πρόγευση του βιοµηχανικού συστήµατος. Aυτό που εκθειάζεται στο έργο του ντε Σαντ είναι το νεωτερικό υποκείµενο του καπιταλιστικού ανταγωνισµού σε όλο του το µεγαλείο, υποκείµενο που για µοναδικό κανόνα του δέχεται τη λατρεία του ισχυρότερου και που είναι έτοιµο να κάνει οτιδήποτε για να κυριαρχήσει επί των άλλων – ή σε αντάλλαγµα µε καθαρά µηχανικές σειραϊκές απολαύσεις. H περίπτωση του µαρκησίου ντε Σαντ περιγράφει πολύ καλά πόσο εύκολα η απόλυτη απελευθέρωση του φετιχοποιηµένου υποκειµένου µπορεί να σηµαίνει την απόλυτη απελευθέρωση του καπιταλιστικού υποκειµένου.
Σήµερα η τέχνη δεν χρειάζεται να συµµετέχει πια στην κοινωνική καταστροφή. Aυτό που όφειλε να γίνει –και όφειλε πραγµατικά να γίνει– έχει ήδη γίνει. Tαυτόχρονα, δεν ωφελεί να προτείνουµε την επιστροφή στην “κλασική” τέχνη του 19ου αιώνα, σ’ αυτό που ο Λούκατς αποκαλούσε “µέγα ρεαλισµό”. Σίγουρα πρέπει να “σωθεί το ανθρώπινο”, όπως έλεγε και πάλι ο Λούκατς. Aυτό όµως δεν µπορεί να συµβεί µε την απόδοση στον άνθρωπο, εν είδει εντολής, ιδιοτήτων τις οποίες, σε µια φετιχιστική κοινωνία, δεν µπορεί να έχει. H απώλεια του νοήµατος στην καπιταλιστική κοινωνία ήταν τελείως πραγµατική, δεν είναι θέµα οπτικής γωνίας του καθενός. Ίσως αξίζει να αναρωτηθούµε µήπως υπάρχει κάποια τέχνη, παραδοσιακή στη µορφή της αλλά ευαίσθητη στα σηµεία ρήξης της µε το νόηµα του κόσµου, κατ’ επέκταση ευαίσθητη στο αρνητικό (όπως για παράδειγµα ήταν το µπαρόκ, µια τέχνη πολύ κοντινή στη µοντέρνα τέχνη, η οποία όµως ποτέ δεν συνεργάστηκε µε το αρνητικό). M’ αυτήν την έννοια, είναι υποχρεωτική µια ακόµη επίσκεψη στο έργο του Bάλτερ Mπένγιαµιν.
Aν ο Nτεµπόρ, ο τελευταίος πρωτοπόρος, έγινε τελικά ένας κλασικός στυλίστας, τότε ο κύκλος έχει κλείσει. Tο 1955 διακήρυττε την καταστροφή όλων των εκκλησιών, αδιάφορος προς οποιαδήποτε καλλιτεχνική αξία µπορεί να είχαν. Tριανταπέντε χρόνια αργότερα αναγκάστηκε να συµπεράνει ότι η επέκταση της κυριαρχίας του κεφαλαίου είχε ολοκληρώσει το σχέδιο αυτό της καταστροφής. Γι’ αυτό και η αλλαγή πλεύσης του Nτεµπόρ δεν έχει καµία σχέση µε το οικείο αφήγηµα του επαναστάτη ή του πρωτοπόρου που, γερνώντας, συµφιλιώνεται µε όλα όσα κάποτε αρνήθηκε και εγκωµιάζει όλα όσα κάποτε αποκήρυσσε. Aντίθετα, έχουµε να κάνουµε µε ένα σηµαντικό βήµα της συνείδησής του προς τα εµπρός.
H φύση της καπιταλιστικής κυριαρχίας υπέστη µια βαθιά αλλαγή στο δεύτερο µισό του εικοστού αιώνα. Όχι µόνον µε την κοινότοπη έννοια ότι ο καπιταλισµός εξελίσσεται συνεχώς, µα µε µιαν έννοια πιο αυστηρή: τώρα έχει πραγµατικά αρχίσει να “συµπίπτει πλήρως µε τη γνήσια εννοιακή του σύλληψη”, έχοντας επιτέλους αποτινάξει τις προκαπιταλιστικές του ατέλειες. H νίκη αυτή χαιρετίζει και την έλευση της αληθινής κρίσης του καπιταλισµού. Kατά συνέπεια, ένα σονέτο ή ένας αδριάντας του Nτονατέλο µπορούν σήµερα κάλλιστα να αποτελέσουν ανατρεπτική τέχνη, ίσως και µόνο γιατί µας θυµίζουν τον ποιοτικό πλούτο της ανθρώπινης εµπειρίας πριν την ποσοτική ενοποίηση που επέφερε το καπιταλιστικό εµπόρευµα, καθώς και κάτι από την υπόσχεση της χειραφέτησης και της ευτυχίας που υπαινικτικά εµπεριέχει αυτή η εµπειρία. Oι “δεύτερες σκέψεις” του Nτεµπόρ δεν υπονοούν την αποτυχία της νεανικής του φιλοδοξίας να οδηγήσει ως τις έσχατες συνέπειές της τη µοντέρνα τέχνη. Γιατί δεν είναι η µοντέρνα τέχνη που απέτυχε. Aπέτυχε η καπιταλιστική κοινωνία. Ωστόσο, η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι η µόνη δυνατή κοινωνία.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
Ξενοδοχείο των Ξένων, τεύχος 4. Η μετάφραση έγινε από την Λία Γυιόκα.