Αρχική » Ντεμπόρ και Πρωτοπορία

Ντεμπόρ και Πρωτοπορία

από Άρδην - Ρήξη

του Άνσελμ Γιάππε, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005

Έ­χει γί­νει της µό­δας να α­πο­κα­λεί κα­νείς τους κα­τα­στα­σια­κούς την “τε­λευ­ταί­α καλ­λι­τε­χνι­κή πρω­το­πο­ρί­α”. Κα­τά µί­α έν­νοια αυ­τό εί­ναι του­λά­χι­στον πα­ρα­δο­ξο­λο­γί­α. Άλ­λο­τε πρό­κει­ται α­πλώς για χον­δρο­ει­δή ή και συµφε­ρο­ντο­λο­γι­κή δια­πί­στω­ση, ό­πως ό­ταν, για πα­ρά­δειγµα, συ­γκρί­νο­νται οι κα­τα­στα­σια­κοί µε κά­ποια δή­θεν πρω­το­πο­ρια­κά ρεύµα­τα του ’60, π.χ. µε την οµά­δα Fluxus ή µε τα χά­πε­νιν­γκς, ρεύµα­τα τα ο­ποί­α οι κα­τα­στα­σια­κοί κα­τέ­κρι­ναν, αν δεν τα α­γνο­ού­σαν κιό­λας. Κά­ποιοι εί­ναι πρό­θυµοι να δουν τη σκυ­τά­λη της πρω­το­πο­ρί­ας στα χέ­ρια διά­φο­ρων σύγ­χρο­νων κι­νηµά­των, άλ­λοι προ­σπα­θούν να α­ποµο­νώ­σουν α­πό τα συµφρα­ζόµε­νά τους ο­ρισµέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των πρώ­ιµων χρό­νων της δρά­σης των κα­τα­στα­σια­κών –την ε­κτρο­πή/οι­κειο­ποί­η­ση (détournement), την πε­ρι­πλά­νη­ση (dérive), την ψυ­χο­γε­ω­γρα­φί­α– και να τα προ­ω­θή­σουν ως ελ­κυ­στι­κούς και εµπο­ρεύ­σιµους νε­ω­τε­ρισµούς.

Κα­τά µί­α άλ­λη έν­νοια, ω­στό­σο, ο χα­ρα­κτη­ρισµός των κα­τα­στα­σια­κών ως της τε­λευ­ταί­ας πρω­το­πο­ρί­ας εµπε­ριέ­χει και µια ικµά­δα α­λη­θεί­ας, α­κόµη κι αν οι υ­πο­στη­ρι­κτές του χα­ρα­κτη­ρισµού πι­θα­νόν να την α­γνο­ούν. Η πο­ρεί­α που α­κο­λού­θη­σαν οι κα­τα­στα­σια­κοί, ει­δι­κά µά­λι­στα η προ­σω­πι­κή πε­ρι­πέ­τεια του Γκυ Ντεµπόρ, πράγµα­τι ο­δη­γούν την ι­στο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή των πρω­το­πο­ριών στο έ­σχα­το λο­γι­κό της συµπέ­ρασµα, βά­ζουν την τε­λεί­α, θέ­τουν το ό­ριο µε­τά το ο­ποί­ο εί­ναι α­δύ­να­τον να υ­πάρ­ξει άλ­λη πρω­το­πο­ρί­α. Πρό­κει­ται για την α­πό­δει­ξη του γε­γο­νό­τος ό­τι η πρω­το­πο­ρί­α δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ι­στο­ρι­κή ή αιώ­νια απ’ ό,τι η ί­δια η τέ­χνη και µά­λι­στα ό­τι εί­ναι µια κα­τη­γο­ρί­α που µας κλη­ρο­δό­τη­σε µια συ­γκε­κριµέ­νη στιγµή της α­νά­πτυ­ξης της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας.

Εί­ναι γνω­στό ό­τι ο Γκυ Ντεµπόρ πο­τέ δεν ε­πε­δί­ω­ξε να γί­νει καλ­λι­τέ­χνης µε τη συ­νή­θη σηµα­σί­α της λέ­ξης, πό­σο µάλ­λον να γί­νει θε­ω­ρη­τι­κός της αι­σθη­τι­κής. Ο στό­χος του ή­ταν, πά­νω απ’ ό­λα, να ξε­πε­ρά­σει την τέ­χνη πραγµα­τώ­νο­ντάς την µέ­σα στη ζω­ή. Α­νέ­πτυ­ξε τού­τη την ι­δέ­α σε σχέ­διο κοι­νω­νι­κής δρά­σης και σε µε­γά­λο βαθµό την ε­φάρµο­σε στη ζω­ή του. Η ί­δια η Κα­τα­στα­σια­κή Διε­θνής και η δρά­ση της, πε­ρι­λαµβα­νοµέ­νης και της δρά­σης της τον Μά­η του ’68, εί­χαν συλ­λη­φθεί ως έ­να εί­δος έρ­γου τέ­χνης. Με αυ­τήν λοι­πόν την έν­νοια θα µπο­ρού­σε κα­νείς να πει ό­τι η ΚΔ ου­σια­στι­κά έ­κλει­σε τον ι­στο­ρι­κό κύ­κλο των πρω­το­πο­ριών που εί­χε α­νοί­ξει κα­τά το δεύ­τε­ρο µι­σό του δέ­κα­του έ­να­του αιώ­να. Εί­ναι γε­γο­νός ό­τι η στα­δια­κή υ­πο­χώ­ρη­ση και “ε­ξα­φά­νι­ση του ε­αυ­τού” µε στό­χο τη διά­λυ­ση του πρω­το­πο­ρια­κού εγ­χει­ρήµα­τος µέ­σα στη ζω­ή πά­ντο­τε υ­πήρ­ξε φι­λο­δο­ξί­α των πρω­το­πο­ριών.

Ο Κα­ντ και ο Χέ­γκελ εί­χαν ή­δη δη­λώ­σει ό­τι η δου­λειά της τέ­χνης ή­ταν να µε­σο­λα­βεί µε­τα­ξύ των αι­σθή­σε­ων και του Λό­γου. Με­τα­ξύ της µορ­φής και του πε­ριε­χοµέ­νου, της φύ­σης και του αν­θρώ­που, του α­τόµου και της κοι­νω­νί­ας. Η τέ­χνη ό­φει­λε να συµφι­λιώ­σει τα δύ­ο ά­κρα και να υ­περ­βεί αυ­τούς τους δια­χω­ρισµούς. Για τον Χέ­γκελ, η τέ­χνη ή­ταν η α­να­γκαί­α ο­λο­κλή­ρω­ση του νου ή του πνεύµα­τος, το ο­ποί­ο έµελ­λε τε­λι­κά να ε­πα­να­φοµοιω­θεί σε µια σφαί­ρα α­νώ­τε­ρης ε­νό­τη­τας του πνεύµα­τος. Δεν εν­νο­ούµε µε αυ­τό ό­τι οι µο­ντέρ­νοι καλ­λι­τέ­χνες ε­πε­δί­ω­ξαν να α­κο­λου­θή­σουν τις κα­τευ­θύν­σεις αυ­τών ή άλ­λων συ­γκε­κριµέ­νων φι­λο­σό­φων. Ό­πο­τε, ω­στό­σο, η µο­ντέρ­να τέ­χνη στο­χά­στη­κε σχε­τι­κά µε τη λει­τουρ­γί­α της, το έ­κα­νε µε στό­χο να ε­νώ­σει την τέ­χνη µε τη ζω­ή και να γε­φυ­ρώ­σει το ρήγµα µε­τα­ξύ των δύ­ο σφαι­ρών, το ο­ποί­ο η κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α εν τω µε­τα­ξύ ερ­γα­ζό­ταν για να το βα­θύ­νει. Η τέ­χνη, λοι­πόν, ε­πι­φορ­τι­ζό­ταν µε το κα­θή­κον να α­να­πα­ρα­στή­σει την α­γνή υ­πο­κειµε­νι­κό­τη­τα, την ε­λεύ­θε­ρη δηµιουρ­γι­κό­τη­τα, το υ­πο­κείµε­νο ως κυ­ρί­αρ­χο του κόσµου. Μ’ άλ­λα λό­για, η τέ­χνη εντασ­σό­ταν σε µια πο­ρεί­α σύ­γκρου­σης µε την πραγµα­τι­κή άρ­νη­ση της υ­πο­κειµε­νι­κό­τη­τας, άρ­νη­ση την ο­ποί­α προ­κα­λού­σε η λο­γι­κή της σύγ­χρο­νης πα­ρα­γω­γής.

Η α­ντί­λη­ψη αυ­τή κα­θό­ρι­σε µια µε­γά­λη ποι­κι­λί­α προ­σεγ­γί­σε­ων της τέ­χνης. Η ε­πι­θυµί­α να θεµε­λιω­θεί η τέ­χνη στη ζω­ή δεν εκ­φρά­ζε­ται µό­νον στον υ­περ­ρε­α­λισµό και τις υ­πό­λοι­πες κα­λούµε­νες ροµα­ντι­κές τά­σεις, ό­σο κι αν ε­κεί εί­ναι σί­γου­ρα πιο εµφα­νής. Η ί­δια ε­πι­θυµί­α υ­πάρ­χει και σε ρεύµα­τα ί­σως α­ντίρ­ρο­πα: στον ρω­σι­κό κον­στρου­κτι­βισµό, στους διά­φο­ρους φον­ξιο­να­λισµούς, στον Μο­ντριάν, στο Μπα­ου­χά­ους και ού­τω κα­θε­ξής. Ό­λα τα ρεύµα­τα αυ­τά ε­πε­δί­ω­καν να σώ­σουν την τέ­χνη α­πό την α­πόµα­κρη θέ­ση της και να µε­ταµορ­φώ­σουν την πραγµα­τι­κό­τη­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής ζω­ής, η ο­ποί­α κυ­βερ­νά­ται ε­ξ ο­λο­κλή­ρου α­πό την λο­γι­κή του κέρ­δους.

Aυ­τό ι­σχύ­ει α­κόµη κι αν η ε­πι­διω­κόµε­νη αυ­τή ε­νό­τη­τα τέ­χνης και ζω­ής θα µπο­ρού­σε να γί­νει α­ντι­λη­πτή α­πό κά­ποιους ως κοι­νω­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση εµπνευσµέ­νη α­πό την ποί­η­ση και α­πό κά­ποιους άλ­λους ως ε­φαρµο­γή των καλ­λι­τε­χνι­κών αρ­χών στη µα­ζι­κή πα­ρα­γω­γή ου­ρα­νο­ξυ­στών, πε­τσε­τών ή φλυ­τζα­νιών του κα­φέ. O κοι­νός πα­ρο­νοµα­στής ό­λων τού­των των πρω­το­πο­ριών ή­ταν η ευ­χή να µην α­πο­τε­λούν πια “α­πλά και µό­νον τέ­χνη” ή και να µην α­πο­τε­λούν καν τέ­χνη. Aυ­τό βέ­βαια δεν στοι­χειο­θε­τεί­ται α­πό την πραγµα­τι­κή και συ­γκε­κριµέ­νη λα­τρεί­α της τέ­χνης την ο­ποί­α ε­ξέ­θρε­ψαν πολ­λά απ’ αυ­τά τα κι­νήµα­τα, α­παι­τώ­ντας να α­ντιµε­τω­πί­ζουµε την τέ­χνη ως ύ­ψι­στη α­ξί­α και ε­νί­ο­τε ει­σά­γο­ντας θρη­σκευ­τι­κά νο­ήµα­τα. H ε­ξαι­ρε­τι­κά υ­ψη­λή α­ξί­α που α­πο­δό­θη­κε στην τέ­χνη α­πό τον ί­διο της τον ε­αυ­τό ε­πα­φιό­ταν στην α­να­γνώ­ρι­ση της πραγµα­τι­κής φτώ­χειας της ζω­ής στον κα­πι­τα­λισµό. Γι’ αυ­τό και έ­τει­νε, έ­στω υ­παι­νι­κτι­κά, προς τη βελ­τί­ω­ση της πραγµα­τι­κό­τη­τας διαµέ­σου των καλ­λι­τε­χνι­κών α­ξιών.

H τά­ση αυ­τή α­κο­λου­θού­σε έ­να πρό­γραµµα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά µο­ντέρ­νο, έ­να πρό­γραµµα που δεν εί­χε τί­πο­τε κοι­νό ού­τε µε την τέ­χνη των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών κοι­νω­νιών, ού­τε µε τις ε­πι­διώ­ξεις της α­κα­δηµα­ϊ­κής και της ε­πί­σηµης τέ­χνης. H ε­ξα­φά­νι­ση της τέ­χνης πα­ρέµε­νε εγ­γε­γραµµέ­νη στον ί­διο τον γε­νε­τι­κό κώ­δι­κα των πρω­το­πο­ριών. Mε­τα­ξύ των καλ­λι­τε­χνι­κών κι­νηµά­των, ο υ­περ­ρε­α­λισµός δια­κή­ρυτ­τε την α­να­γκαιό­τη­τα της αυ­το­ϋ­πέρ­βα­σης της τέ­χνης µε τον πιο συ­νει­δη­τό τρό­πο. Ό­πως γνω­ρί­ζουµε, όµως, η ε­ξέ­γερ­ση των υ­περ­ρε­α­λι­στών δεν άρ­γη­σε και πο­λύ να µε­τα­τρα­πεί σε α­ντι­κείµε­νο µου­σεια­κής έκ­θε­σης – να υ­πο­πέ­σει, µ’ άλ­λα λό­για, στην κα­τά­στα­ση του να εί­ναι τέ­χνη και µό­νον τέ­χνη. Oι κα­τα­στα­σια­κοί διεκ­δί­κη­σαν α­νοι­χτά το υ­περ­ρε­α­λι­στι­κό εγ­χεί­ρηµα και την α­πο­φα­σι­στι­κή του υ­πέρ­βα­ση, αρ­νούµε­νοι να γί­νουν καλ­λι­τέ­χνες και ε­πι­διώ­κο­ντας να πυ­ρο­δο­τή­σουν µια κοι­νω­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση α­ντά­ξια των υ­πο­σχέ­σε­ων της µο­ντέρ­νας τέ­χνης.

Aντί­θε­τα µε ό­λες τις προ­η­γούµε­νες πρω­το­πο­ρί­ες, ο Nτεµπόρ ε­πε­δί­ω­ξε να στη­ρί­ξει την α­να­γκαιό­τη­τα του ξε­πε­ράσµα­τος της τέ­χνης στη µαρ­ξι­κή κρι­τι­κή του εµπο­ρεύµα­τος και του φε­τι­χι­στι­κού του χα­ρα­κτή­ρα. O Nτεµπόρ, ό­πως εί­ναι γνω­στό, α­πο­κά­λε­σε τη σηµε­ρι­νή µορ­φή του φε­τι­χισµού του εµπο­ρεύµα­τος “θέ­αµα”.

Πρέ­πει όµως να ξε­κα­θα­ρί­σουµε ό­τι, σε α­ντι­πα­ρά­θε­ση προς ό­λες τις µε­ταµο­ντέρ­νες προ­σπά­θειες να αι­σθη­τι­κο­ποι­η­θεί και να εν­σωµα­τω­θεί αυ­τή η έν­νοια, το θέ­αµα, ό­πως το συ­νέ­λα­βε ο Nτεµπόρ, ή­ταν η α­πό­φυ­ση του εµπο­ρεύµα­τος µε τη µαρ­ξι­κή έν­νοια του ό­ρου.

Στο πλαί­σιο του θε­άµα­τος, το εµπό­ρευµα ε­πι­δει­κνύ­ει τον ε­αυ­τό του για να α­πορ­ρο­φή­σει τον θε­α­τή στη σα­γή­νη µιας α­έ­να­ης πα­θη­τι­κής ε­να­τέ­νι­σης. O λό­γος που η τέ­χνη πρέ­πει να ξε­πε­ρα­στεί –ο λό­γος που εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη µια Aufhebung µε την ε­γε­λια­νή έν­νοια– εί­ναι ό­τι και η ί­δια η τέ­χνη δεν εί­ναι πα­ρά θέ­αµα που κα­τα­να­λώ­νε­ται πα­θη­τι­κά. Στον βαθµό, βέ­βαια, που η τέ­χνη γί­νε­ται συ­νει­δη­τή α­πό­πει­ρα µε­ταµόρ­φω­σης της ζω­ής, η λει­τουρ­γί­α της εί­ναι “α­πο-φε­τι­χο­ποι­η­τι­κή”, α­πο­συ­ναρµο­λο­γεί και δια­λύ­ει τον φε­τι­χι­στι­κό της χα­ρα­κτή­ρα. Aλλά τό­τε πλέ­ον, κα­τά τον Nτεµπόρ, δεν εί­ναι πια τέ­χνη.

O ει­κο­στός αιώ­νας πα­ρή­γα­γε δύ­ο α­κόµη σηµα­ντι­κές αι­σθη­τι­κές θε­ω­ρί­ες µαρ­ξι­κής έµπνευ­σης, που α­πέ­δι­δαν την ι­κα­νό­τη­τα της α­πο­φε­τι­χο­ποί­η­σης στην τέ­χνη: τη θε­ω­ρί­α του Tέ­ο­ντορ Aντόρ­νο κι ε­κεί­νη που α­να­πτύσ­σει στο ό­ψιµο έρ­γο του ο Γκιόρ­γκι Λού­κατ­ς. Στον Aντόρ­νο, ο α­πο-φε­τι­χο­ποι­η­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας φτά­νει στον υ­ψη­λό­τε­ρο βαθµό α­νά­πτυ­ξής του στην α­φη­ρηµέ­νη τέ­χνη. Για τον Aντόρ­νο, ε­να­πό­κει­ται στην τέ­χνη να α­πο­φύ­γει την πλα­στή συµφι­λί­ω­ση και να κα­τα­στρέ­ψει την ψευ­δαί­σθη­ση ό­τι υ­πο­κείµε­νο στον κα­πι­τα­λισµό πα­ραµέ­νει ο άν­θρω­πος.

Ό­σο πα­ρά­δο­ξο κι αν α­κού­γε­ται, ο Aντόρ­νο κα­τά­φε­ρε να εκ­φρά­σει αυ­τήν την ι­δέ­α µέ­σα α­πό έ­να πα­ρά­θεµα του Mπρε­χτ: “Aυ­τό που πε­ρι­πλέ­κει την κα­τά­στα­ση τό­σο πο­λύ εί­ναι ό­τι η α­πλή ‘α­να­σύ­στα­ση’ της πραγµα­τι­κό­τη­τας ε­ξη­γεί την πραγµα­τι­κό­τη­τα λι­γό­τε­ρο α­πό πο­τέ. Mια φω­το­γρα­φί­α των ερ­γο­τα­ξί­ων στη βιοµη­χα­νί­α Krupp ή στην AEG µας δί­νει ε­λά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους θεσµούς αυ­τούς. H αυ­θε­ντι­κή πραγµα­τι­κό­τη­τα έ­χει µε­ταµορ­φω­θεί σε πραγµα­τι­κό­τη­τα λει­τουρ­γι­κή. H πραγµο­ποί­η­ση των αν­θρώ­πι­νων σχέ­σε­ων, ό­πως αυ­τές διαµορ­φώ­νο­νται, για πα­ρά­δειγµα, στο ερ­γο­στά­σιο, δεν πε­ρι­γρά­φει διό­λου τις ί­διες τις σχέ­σεις” (Tο βι­βλί­ο της πε­ντά­ρας του Mπέρ­τολ­ντ Mπρε­χτ, Φραν­κφούρ­τη 1960, σ. 93 κ.ε.). Για τον Aντόρ­νο, ο φε­τι­χισµός, που υ­πο­νο­εί την υ­πο­τα­γή των αν­θρώ­πων στα πράγµα­τα, εί­ναι έ­να φαι­νόµε­νο πραγµα­τι­κό. H τέ­χνη ο­φεί­λει να εκ­φρά­σει την κυ­ριαρ­χί­α των α­φη­ρηµέ­νων δυ­νάµε­ων και τα ε­πα­κό­λου­θά της, δη­λα­δή την α­πώ­λεια του νο­ήµα­τος και την κα­τα­στρο­φή της γλώσ­σας. Mα ο­φεί­λει ε­πί­σης να χρη­σιµο­ποι­ή­σει ό­λα τα καλ­λι­τε­χνι­κά µέ­σα που έ­χει στη διά­θε­σή της, α­φού µό­νο αν α­νέλ­θει στο α­νώ­τε­ρο ε­πί­πε­δο των σύγ­χρο­νων δυ­νάµε­ων πα­ρα­γω­γής µπο­ρεί η τέ­χνη να προ­οιω­νί­σει άλ­λες δυ­να­τές χρή­σεις των δυ­νάµε­ων αυ­τών. Aυ­τή εί­ναι, για τον Aντόρ­νο, η δυ­να­τό­τη­τα χει­ρα­φέ­τη­σης που ε­νέ­χει η µο­ντέρ­να τέ­χνη. H γνή­σια µο­ντέρ­να τέ­χνη γεν­νά τη δυ­να­τό­τη­τα µιας πο­λύµορ­φης και µη κα­τα­πιε­στι­κής σχέ­σης µε­τα­ξύ υ­πο­κειµέ­νου και φύ­σης και α­πε­λευ­θε­ρώ­νει το έρ­γο τέ­χνης α­πό την πα­ντα­χού πα­ρού­σα ε­ντο­λή να εί­ναι “χρή­σιµη”, να ει­σέλ­θει δη­λα­δή στο πε­δί­ο της α­νταλ­λα­γής. Ό­σο α­φη­ρηµέ­νη κι αν φαί­νε­ται, ό­σο α­ποµα­κρυσµέ­νη α­πό τη βιωµέ­νη εµπει­ρί­α, αυ­τή η τέ­χνη πά­ντο­τε συν­δέ­ε­ται, για τον Aντόρ­νο, µε την α­νά­πτυ­ξη της κοι­νω­νί­ας.

Aντί­θε­τα, για τον Λού­κατ­ς, η τέ­χνη, για να εί­ναι α­πο-φε­τι­χο­ποι­η­τι­κή, πρέ­πει να εί­ναι ρε­α­λι­στι­κή και ό­χι α­φη­ρηµέ­νη, α­φού η δου­λειά της εί­ναι να ε­πα­να­το­πο­θε­τή­σει τον άν­θρω­πο στο ε­πί­κε­ντρο της κοι­νω­νί­ας, α­κόµη κι αν το φε­τι­χο­ποι­ηµέ­νο φαί­νε­σθαι (η φε­τι­χο­ποι­ηµέ­νη φαι­νοµε­νι­κό­τη­τα) τον πα­ρου­σιά­ζει να µην εί­ναι πια στο ε­πί­κε­ντρο. H έν­νοια αυ­τή του φε­τι­χισµού εί­ναι διαµε­τρι­κά α­ντί­θε­τη προς αυ­τήν του Aντόρ­νο: ό­πως τον α­ντι­λαµβά­νε­ται ο Aντόρ­νο, ο φε­τι­χισµός α­πο­δί­δει τις πρά­ξεις των α­τόµων και των κοι­νω­νι­κών οµά­δων σε δυ­νάµεις α­πρό­σω­πες, που δεν υ­πό­κει­νται στον αν­θρώ­πι­νο έ­λεγ­χο, δυ­νάµεις για τη λει­τουρ­γί­α των ο­ποί­ων δεν µπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί υ­πεύ­θυ­νος κα­νείς.

Για τον Λού­κατ­ς, η τέ­χνη ο­φεί­λει να εί­ναι αν­θρω­ποµορ­φ(ο­ποι­ητ)ι­κή. Oφεί­λει να α­πο­κα­λύ­πτει ό­τι η α­που­σί­α νο­ήµα­τος, κα­θώς και η α­ποµό­νω­ση και το πα­ρά­λο­γο, στα ο­ποί­α έ­χει κα­τα­δι­κα­στεί η σύγ­χρο­νη αν­θρω­πό­τη­τα, δεν α­πο­τε­λούν βα­θύ­τε­ρη πραγµα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά έ­να φε­τι­χι­στι­κό πέ­πλο που συ­γκα­λύ­πτει τα τα­ξι­κά συµφέ­ρο­ντα. Γι’ αυ­τό και οι συγ­γρα­φείς ε­κεί­νοι που για τον Aντόρ­νο εί­ναι η προ­σω­πο­ποί­η­ση της “α­πο­φε­τι­χο­ποί­η­σης”, ό­πως ο Kά­φκα και ο Mπέ­κετ, στα µά­τια του Λού­κατ­ς εί­ναι οι χει­ρό­τε­ροι φε­τι­χι­στές. (Aς σηµειώ­σουµε βέ­βαια ό­τι για τον Kά­φκα ε­ξέ­φρα­σε αρ­γό­τε­ρα ο­ρισµέ­νες αµφι­βο­λί­ες.)

Οι συ­γκε­κριµέ­νες α­ντι­λή­ψεις του Ντεµπόρ, του Α­ντόρ­νο και του Λού­κατ­ς σχε­τι­κά µε την τέ­χνη α­να­φέ­ρο­νται σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές α­ντι­λή­ψεις για το φε­τι­χισµό του εµπο­ρεύµα­τος. Για τον Λού­κατ­ς, ο φε­τι­χισµός εί­ναι α­πλά και µό­νο µια µορ­φή ψευ­δούς συ­νεί­δη­σης, µια ψευ­δής α­να­πα­ρά­στα­ση του κόσµου που πρέ­πει να α­ντι­κα­τα­στα­θεί α­πό µια ορ­θή α­να­πα­ρά­στα­ση, την ο­ποί­α ο Λού­κατ­ς α­πο­κα­λεί ρε­α­λι­στι­κή. Για τον Ντεµπόρ και τον Α­ντόρ­νο, οι αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις εί­ναι βα­θιά πραγµο­ποι­ηµέ­νες και ο φε­τι­χισµός έ­χει µε­τα­βά­λει την ί­δια τη φύ­ση της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής. Ευ­θύ­νη µας εί­ναι λοι­πόν να α­ντιµε­τω­πί­σουµε κά­θε διά­στα­ση της σκαν­δα­λώ­δους αυ­τής συν­θή­κης, ό­χι µό­νο να κα­ταγ­γεί­λουµε το µυ­θο­ποι­η­τι­κό της χα­ρα­κτή­ρα.

Οι τρεις αυ­τές α­ντι­λή­ψεις του φε­τι­χισµού α­ντι­στοι­χούν σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές µε­τα­ξύ τους α­πό­ψεις για τη νε­ό­τε­ρη ι­στο­ρί­α. Ο Α­ντόρ­νο ε­κτιµά ό­τι η πα­ρέµβα­ση του κρά­τους και των µε­γά­λων µο­νο­πω­λί­ων που ξε­κι­νά τη δε­κα­ε­τί­α του 1930 βρα­χυ­κύ­κλω­σαν την ε­σω­τε­ρι­κή δυ­ναµι­κή του κα­πι­τα­λισµού. Κα­τά συ­νέ­πεια, οι πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νάµεις δεν βρί­σκο­νταν πλέ­ον σε α­ντί­φα­ση µε τις σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής. Για την κρι­τι­κή θε­ω­ρί­α του Α­ντόρ­νο, ό­λες οι πο­λι­τι­κές, οι­κο­νοµι­κές και κοι­νω­νι­κές προ­ο­πτι­κές έ­χουν πλή­ρως ε­κλεί­ψει, µε α­πο­τέ­λεσµα η τέ­χνη να πα­ραµέ­νει η µο­να­δι­κή σφαί­ρα ε­λευ­θε­ρί­ας και ελ­πί­δας. Για τους κα­τα­στα­σια­κούς, ο µε­τα­πο­λεµι­κός κα­πι­τα­λισµός εί­χε υ­πο­στεί ρα­γδαί­ες ε­ξε­λί­ξεις και το τέ­λος της τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας δια­φαι­νό­ταν στον ο­ρί­ζο­ντα, α­φού το νέ­ο προ­λε­τα­ριά­το δεν µπο­ρού­σε πλέ­ον να α­νε­χθεί το ρό­λο του πα­θη­τι­κού θε­α­τού που του εί­χε ε­πι­βλη­θεί. Η κα­τά­στα­ση αυ­τή χαι­ρέ­τι­ζε ου­σια­στι­κά το τέ­λος της τέ­χνης µα­ζί µε το τέ­λος ό­λων των µορ­φών αλ­λο­τρί­ω­σης. Eπι­πλέ­ον, για τον Λού­κατ­ς, η α­στι­κή κοι­νω­νί­α, που κά­πο­τε υ­πήρ­ξε έ­να σηµα­ντι­κό στά­διο στην ε­ξέλι­ξη της αν­θρω­πό­τη­τας, βρι­σκό­ταν τώ­ρα σε µια εκ­φυ­λισµέ­νη κα­τά­στα­ση, κα­τα­δι­κασµέ­νη να πέ­σει θύµα του α­ντα­γω­νισµού των σο­σια­λι­στι­κών χω­ρών.

Kαµί­α, ω­στό­σο, α­πό τις τρεις αυ­τές προ­σεγ­γί­σεις δεν εί­ναι ε­παρ­κής, α­φού δεν λαµβά­νουν υ­πό­ψιν τους ε­σω­τε­ρι­κούς πα­ρά­γο­ντες που ο­δη­γούν σε κρί­ση τον κα­πι­τα­λισµό και που χον­δρι­κά θα µπο­ρού­σαµε να πε­ρι­γρά­ψουµε ως την ό­ξυν­ση της α­ντί­φα­σης µε­τα­ξύ της α­φη­ρηµέ­νης µορ­φής (της α­ξί­ας) του εµπο­ρεύµα­τος και του υ­λι­κού του πε­ριε­χοµέ­νου, ή την τά­ση αυ­τής της α­ντί­φα­σης να ο­ξύ­νε­ται ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ο κα­πι­τα­λι­στι­κός τρό­πος πα­ρα­γω­γής πρέ­πει να εκµε­ταλ­λεύ­ε­ται τη ζω­ντα­νή ερ­γα­σί­α, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να πρέ­πει να κά­νει ό,τι µπο­ρεί για να ε­λα­χι­στο­ποι­ή­σει τη ζω­ντα­νή ερ­γα­σί­α: αυ­τή εί­ναι µια α­πό τις βα­θύ­τε­ρες α­ντι­φά­σεις του, µια α­ντί­φα­ση που δεν µπο­ρεί να ε­πι­λύ­σει, µια α­ντί­φα­ση που α­πό τον ει­κο­στό αιώ­να και δώ­θε ε­πι­δει­νώ­νε­ται στα­θε­ρά.

Ού­τε όµως ο Ντεµπόρ, ού­τε ο Α­ντόρ­νο, ού­τε ο Λού­κατ­ς υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι ο κα­πι­τα­λισµός θα ει­σέλ­θει αρ­γά ή γρή­γο­ρα σε βα­θιά κρί­ση. Ό­λοι βλέ­πουν στον κα­πι­τα­λισµό έ­να σύ­στηµα α­κλό­νη­το, που µό­νον η ε­ξω­τε­ρι­κή πα­ρέµβα­ση κά­ποιας υ­πο­κειµε­νι­κό­τη­τας µπο­ρεί να τερµα­τί­σει. Τό­σο για τον Ντεµπόρ, ό­σο και για τον Λού­κατ­ς, µια τέ­τοια πα­ρέµβα­ση εί­ναι δυ­να­τή, ε­νώ ο Α­ντόρ­νο δεν της δί­νει καµιά ελ­πί­δα. Γι’ αυ­τό και η τό­σο α­γα­πη­τή στον Α­ντόρ­νο µο­ντέρ­να τέ­χνη ο­φεί­λει, ό­πως λέ­ει ο ί­διος, να µη γί­νει τί­πο­τε πα­ρα­πά­νω α­πό την α­να­πα­ρα­γω­γή και την ω­ραιο­ποί­η­ση του κε­νού, να έ­χει δη­λα­δή ε­κεί­να α­κρι­βώς τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά για τα ο­ποί­α η ΚΔ α­πέρ­ρι­πτε τα µε­τα­πο­λεµι­κά καλ­λι­τε­χνι­κά κι­νήµα­τα.

Tο έρ­γο ε­νός Kά­φκα ή ε­νός Mπέ­κετ, για να α­να­φέ­ρουµε δύ­ο συγ­γρα­φείς υ­πο­δειγµα­τι­κούς για τον Aντόρ­νο, δεν α­πο­τε­λεί, ό­πως θα ευ­χό­ταν ο Aντόρ­νο, α­πόρ­ρι­ψη µιας α­φό­ρη­της υ­παρ­ξια­κής συν­θή­κης. εν­σαρ­κώ­νει α­πλώς τη δυ­στυ­χισµέ­νη και α­νί­σχυ­ρη συ­ναί­σθη­ση µιας αµε­τά­βλη­της κα­τά­στα­σης πραγµά­των.H αρ­νη­τι­κή αυ­τή τέ­χνη κα­τα­λή­γει να µην εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο α­πό δια­κοσµη­τι­κή ε­πέν­δυ­ση ή µνηµεί­ο της πα­ραί­τη­σης.

Eντωµε­τα­ξύ, σε α­ντί­θε­ση µε ό,τι δια­κα­ώς έλ­πι­ζε ο Nτεµπόρ, η κοι­νω­νι­κή α­νά­πτυ­ξη δεν έ­χει ο­δη­γή­σει στο ξε­πέ­ρασµα της τέ­χνης. Tο θέ­αµα έ­χει ε­πι­δεί­ξει την ι­κα­νό­τη­τά του να α­ντι­στέ­κε­ται σε ό­λες τις ε­πι­θέ­σεις ε­να­ντί­ον του και να γα­λου­χεί γε­νιές και γε­νιές αν­θρώ­πων που δεν έ­χουν γνω­ρί­σει άλ­λη πραγµα­τι­κό­τη­τα α­πό το θέ­αµα. Στα νε­α­νι­κά χρό­νια του Nτεµπόρ, η τέ­χνη, εί­τε η µο­ντέρ­να εί­τε η κλα­σι­κή, έµοια­ζε α­ναµφι­σβή­τη­τα πο­λύ φτω­χή σε σχέ­ση µε τη δυ­να­τό­τη­τα πραγµά­τω­σης του πε­ριε­χοµέ­νου της κα­θηµε­ρι­νής ζω­ής. Σήµε­ρα όµως, η θριαµβευ­τι­κή κυ­ριαρ­χί­α του θε­άµα­τος υ­πο­λεί­πε­ται κα­τά πο­λύ της τέ­χνης µε την πα­ρα­δο­σια­κή της σηµα­σί­α, γι’ αυ­τό και στα ό­ψιµα έρ­γα του ο Nτεµπόρ εκ­φρά­ζει την ε­κτίµη­σή του για την κουλ­τού­ρα του πα­ρελ­θό­ντος. Πα­ρα­πο­νιέ­ται ό­τι σήµε­ρα έ­νας Θου­κυ­δί­δης ή έ­νας Nτο­να­τέ­λο εί­ναι α­δύ­να­τον να προ­κύ­ψουν, λυ­πά­ται για την κα­τα­στρο­φή πα­λιών κτι­ρί­ων και έρ­γων ζω­γρα­φι­κής και α­πο­λαµβά­νει την αρ­χαί­α µε­τρι­κή και τους κλα­σι­κούς. H µε­τα­βο­λή αυ­τή της διά­θε­σής του α­πέ­να­ντι στη λε­γόµε­νη υ­ψη­λή κουλ­τού­ρα δεν θα έ­πρε­πε να ι­δω­θεί α­πλά και µό­νο ως µια προ­σω­πι­κή ε­ξέ­λι­ξη του Nτεµπόρ, α­κόµη λι­γό­τε­ρο ως έ­να εί­δος υ­πα­να­χώ­ρη­σης και συµβι­βασµού. Πρό­κει­ται για α­να­γνώ­ρι­ση του γε­γο­νό­τος ό­τι εί­ναι πλέ­ον α­νώ­φε­λο να συ­νε­χί­ζει κα­νείς την καλ­λι­τε­χνι­κή κα­τα­στρο­φή των πα­ρα­δο­σια­κών α­ξιών.

O κα­πι­τα­λισµός δηµιουρ­γεί µια “κοι­νω­νί­α χω­ρίς ι­διό­τη­τες” και δεν µπο­ρεί να έ­χει δι­κό του πο­λι­τισµό. Bά­ση του εί­ναι η α­ξί­α, η α­πλή πο­σό­τη­τα της α­φη­ρηµέ­νης ερ­γα­σί­ας που α­ντι­προ­σω­πεύ­ε­ται στο εµπό­ρευµα, χω­ρίς κα­νέ­να µέ­ληµα χρη­σιµό­τη­τας ή οµορ­φιάς. Mο­να­δι­κός στό­χος του κα­πι­τα­λισµού εί­ναι η ταυ­το­λο­γι­κή συσ­σώ­ρευ­ση νε­κρής ερ­γα­σί­ας, γι’ αυ­τό και εί­ναι δοµι­κά α­διά­φο­ρος προς κά­θε πε­ριε­χόµε­νο. Eποµέ­νως, εί­ναι α­δύ­να­τη µια κουλ­τού­ρα αυ­στη­ρά κα­πι­τα­λι­στι­κή. Tο µό­νο που εί­ναι σε θέ­ση να κά­νει το κε­φά­λαιο (κι αυ­τό µό­νο στα πρώ­ιµά του στά­δια, ά­ρα ου­σια­στι­κά µέ­χρι το δέ­κα­το έ­να­το αιώ­να) εί­ναι να δια­δώ­σει ευ­ρύ­τε­ρα την έκ­φρα­ση ε­νός πε­ριε­χοµέ­νου που κλη­ρο­νόµη­σε α­πό προ­η­γούµε­νες κοι­νω­νί­ες. H αλ­λοί­ω­ση ό­λων των συν­θη­κών της ζω­ής που ε­πι­βάλ­λει ο κα­πι­τα­λισµός, κα­θώς και ο πολ­λα­πλα­σιασµός των τε­χνι­κών µέ­σων που ε­πι­φέ­ρει, εί­χαν σαν α­πο­τέ­λεσµα την ι­σχυ­ρο­ποί­η­ση και τη διεύ­ρυν­ση της έκ­φρα­σης, ω­στό­σο το υ­λι­κό αυ­τής της έκ­φρα­σης –ε­ποµέ­νως και ο πλού­τος της αν­θρώ­πι­νης εµπει­ρί­ας– µπο­ρού­σε να α­ντλη­θεί µό­νον α­πό τον µη-κα­πι­τα­λι­στι­κό κόσµο. Έ­τσι, η τέ­χνη γνώ­ρι­σε µια έ­ντο­νη και α­να­ζω­ο­γο­νη­τι­κή α­νά­πτυ­ξη ό­σο οι νέ­ες κα­πι­τα­λι­στι­κές αρ­χές συ­νέ­χι­ζαν να α­ντιµά­χο­νται τα α­ποµει­νά­ρια των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών κοι­νω­νι­κών µορ­φών. H τέ­χνη του δέ­κα­του έ­να­του αιώ­να τρο­φο­δο­τή­θη­κε α­πό την έ­ντα­ση µε­τα­ξύ της κοι­νω­νι­κής τά­σης για α­φαί­ρε­ση και ο­ρισµέ­νων α­τόµων που δεν εί­χαν α­κόµη κα­θυ­πο­τα­χθεί στην τά­ση αυ­τή. Mό­λις όµως ο κα­πι­τα­λισµός άρ­χι­σε να α­πο­κτά τη µορ­φή που ταί­ρια­ζε στη σηµα­σί­α του, άρ­χι­σε δη­λα­δή να “συµπί­πτει µε την εν­νοια­κή του σύλ­λη­ψη”, για να µι­λή­σουµε µε ό­ρους ε­γε­λια­νούς, η ε­πέ­κτα­ση των εκ­φρα­στι­κών µέ­σων έ­γι­νε ταυ­το­λο­γι­κή και αυ­τάρ­κης – ό­πως συ­νέ­βη και µε την πα­ρα­γω­γή της α­ξί­ας γε­νι­κά. Έ­τσι, λοι­πόν, ό­πως πριν εί­χε στα­θεί υ­πεύ­θυ­νος για την ε­γκα­θί­δρυ­ση της τέ­χνης ως δια­χω­ρισµέ­νης σφαί­ρας, τώ­ρα ο κα­πι­τα­λισµός ή­ταν υ­πεύ­θυ­νος για το τέ­λος της τέ­χνης.

Kα­τά µί­α έν­νοια δεν χρειά­ζε­ται πλέ­ον η τέ­χνη να έ­χει λει­τουρ­γί­α κρι­τι­κή. H κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α κα­ταρ­ρέ­ει α­πό µό­νη της, αρ­κεί µια µα­τιά γύ­ρω µας για να το δια­πι­στώ­σουµε. Ποιος ο λό­γος να κα­ταγ­γέλ­λουµε νυ­χθηµε­ρόν τα κα­κώς κείµε­νά της; Tο πραγµα­τι­κό πρό­βληµα σήµε­ρα εί­ναι οι ε­ναλ­λα­κτι­κές λύ­σεις: τι θα συµβεί ό­ταν ο κα­πι­τα­λισµός α­πο­συ­ντε­θεί, α­φή­νο­ντας πί­σω του τα ε­ρεί­πια της κα­τα­στρο­φής;

Πρέ­πει να δια­τη­ρή­σουµε κά­ποια βά­ση για τη µελ­λο­ντι­κή ε­ξέ­λι­ξη, µια βά­ση προ­στα­τευµέ­νη α­πό τον µη­δε­νισµό του κε­φα­λαί­ου. Πρέ­πει να εµπο­δί­σουµε τον κα­πι­τα­λισµό να συµπα­ρα­σύ­ρει µα­ζί του στον τά­φο ο­λό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα. Aν λά­βουµε υ­πό­ψιν ό­τι ο κα­πι­τα­λισµός δεν εί­ναι µό­νον έ­να σύ­στηµα κα­τα­πί­ε­σης και οι­κο­νοµι­κής εκµε­τάλ­λευ­σης, αλ­λά κι έ­να σύ­στηµα κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­στι­κής πτώ­χευ­σης, ο ρό­λος της µο­ντέρ­νας τέ­χνης, ά­σχε­τα µε τις δη­λωµέ­νες της προ­θέ­σεις, φαί­νε­ται να ή­ταν πο­λύ λι­γό­τε­ρο κρι­τι­κός απ’ ό­σο τεί­νουµε γε­νι­κά να πι­στεύ­ουµε. H ει­κο­νο­κλα­στι­κή διά­στα­ση της µο­ντέρ­νας τέ­χνης υ­πήρ­ξε µάλ­λον αµφίρ­ρο­πη. Tο έρ­γο της µορ­φο­λο­γι­κής κα­τα­στρο­φής που ε­πωµί­στη­καν οι πρω­το­πο­ρί­ες ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε πα­ράλ­λη­λα µε τη νί­κη του κε­φα­λαί­ου ε­πί των ε­πι­ζώ­ντων προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών µορ­φών. Oι πρω­το­πο­ρί­ες που εί­χαν ε­πα­να­στα­τι­κές φι­λο­δο­ξί­ες πί­στευαν ό­τι η α­να­τρο­πή των µη­χα­νισµών της πα­ρα­γω­γής εί­χε ή­δη αρ­χί­σει να δροµο­λο­γεί­ται και ό­τι η α­στι­κή τά­ξη δια­τη­ρού­σε πλέ­ον την ε­ξου­σί­α της µό­νο στο ε­πί­πε­δο της “υ­περ­δοµής”, στο ε­πί­πε­δο των συµπε­ρι­φο­ρών, των αξιών και της κα­θηµε­ρι­νής ζω­ής. Θε­ω­ρού­σαν λοι­πόν ό­τι η τέ­χνη ό­φει­λε να α­να­τρέ­ψει τις δοµές αυ­τές και να τις α­να­συ­στή­σει. Έ­τσι, όµως, η τέ­χνη έ­δι­νε α­πλά τη χα­ρι­στι­κή βο­λή σε έ­να οι­κο­δόµηµα που ή­δη κα­τέρ­ρε­ε, ό­πως θα ’λε­γε ο Nί­τσε. H ι­δέ­α ε­νός αν­θρώ­που α­πο­λύ­τως α­πο­κοµµέ­νου α­πό το πα­ρελ­θόν και τις πα­ρα­δό­σεις, για τα ο­ποί­α δεν γνω­ρί­ζει τί­πο­τε, ε­νός αν­θρώ­που ε­ντε­λώς α­νί­κα­νου για ο­ποια­δή­πο­τε λο­γι­κή σκέ­ψη, έρµαιου των α­συ­νεί­δη­των ορµών του, η­θι­κά α­διά­φο­ρου, α­νεν­δοί­α­στου και χω­ρίς καµιά κοι­νω­νι­κή δέσµευ­ση, ε­νός αν­θρώ­που που συλ­λαµβά­νει τον κόσµο σαν να εί­ναι υ­πό την ε­πή­ρεια ναρ­κω­τι­κών, που ά­σκο­πα πε­ρι­πλα­νιέ­ται: ναι, γύ­ρω στα 1925 µια τέ­τοια φι­γού­ρα εί­ναι φυ­σι­κό να φά­ντα­ζε συ­ναρ­πα­στι­κή στα µά­τια ό­σων εί­χαν βα­ρε­θεί πια τον κα­τα­θλι­πτι­κό κόσµο της α­στι­κής τά­ξης. Oι υ­περ­ρε­α­λι­στές πό­θη­σαν να δώ­σουν σ’ αυ­τό το ά­τοµο σάρ­κα και ο­στά, στο τέ­λος όµως έ­να τέ­τοιο α­κρι­βώς πρό­τυ­πο πα­ρα­σκευά­στη­κε χον­δρι­κά µε τη µορ­φή του σηµε­ρι­νού αν­θρώ­που. Mε άλ­λα λό­για, πριν κα­τα­φέ­ρει να ε­πι­βά­λει α­πό­λυ­τα την κυ­ριαρ­χί­α της, η εµπο­ρευµα­τι­κή κοι­νω­νί­α χρεια­ζό­ταν έ­ναν α­πο­λύ­τως “νέ­ο” άν­θρω­πο. Aυ­τός ο “νέ­ος άν­θρω­πος” µοιά­ζει ε­πι­κίν­δυ­να µε το ι­δα­νι­κό που δια­κή­ρυσ­σαν πολ­λές καλ­λι­τε­χνι­κές πρω­το­πο­ρί­ες.

Συ­χνά, οι µε­γά­λες ου­το­πί­ες συ­νέ­βα­λαν στο κα­τα­στρο­φι­κό έρ­γο του κε­φα­λαί­ου. H ε­πι­βο­λή δια­νο­η­τι­κά προ­σχε­διασµέ­νων λύ­σε­ων στην πραγµα­τι­κό­τη­τα και η δια­γρα­φή κά­θε ό­ψης του πα­ρελ­θό­ντος ώ­στε να γί­νε­ται το πα­ρόν tabula rasa εί­ναι στοι­χεί­α που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν κατ’ αρ­χήν τη σκέ­ψη του µο­ντέρ­νου καλ­λι­τέ­χνη, που υ­πο­τί­θε­ται πως εί­ναι ι­κα­νός να ξα­να­χτί­σει τον κόσµο σύµφω­να µε την α­γνή του υ­πο­κειµε­νι­κό­τη­τα. Χα­ρα­κτη­ρί­ζουν, όµως, και τη λο­γι­κή της α­ξί­ας, η ο­ποί­α ε­πι­διώ­κει να α­να­συ­στή­σει τον κόσµο κατ’ ει­κό­να και οµοί­ω­σή της, µε τη βί­αι­η ε­πι­βο­λή ε­πί της πραγµα­τι­κό­τη­τας µιας µορ­φής κε­νής πε­ριε­χοµέ­νου. Aυ­τή η α­να­σύ­στα­ση της πραγµα­τι­κό­τη­τας µπο­ρεί να ε­πι­τευ­χθεί α­πό το Kρά­τος, πράγµα που έ­γι­νε par excellence στο στα­λι­νι­κό κρά­τος. Mπο­ρεί όµως να ε­πι­τευ­χθεί µε πιο ύ­που­λο (διά­βα­ζε λι­γό­τε­ρο ο­ρα­τό) τρό­πο, α­πό τις δυ­νάµεις της α­γο­ράς. Aυ­τό φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα στη σφαί­ρα της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, και ό­χι µό­νο στη ρα­σιο­να­λι­στι­κή και φον­ξιο­να­λι­στι­κή εκ­δο­χή της, οι ο­ποί­ες άλ­λω­στε α­πο­τε­λούν εύ­κο­λο στό­χο κρι­τι­κής. Tο βα­σι­κό σε­νά­ριο δεν αλ­λά­ζει α­κόµη κι ό­ταν φαι­νοµε­νι­κά πρό­κει­ται για κρι­τι­κή των αρ­χι­τε­κτο­νι­κών ρευµά­των, α­κόµη δη­λα­δή κι αν µι­λούµε για προ­τά­σεις κα­τα­στα­σια­κών καλ­λι­τε­χνών, ό­πως ο Kον­στά­ντ. Στο κά­τω-κά­τω, η Nέ­α Bα­βυ­λώ­να του Kον­στά­ντ δεν δια­φέ­ρει και πο­λύ α­πό την Cité Radieuse του Λε Kορµπυ­ζιέ. Yπάρ­χει α­λή­θεια κα­νείς που θα ή­θε­λε να ζή­σει σε µια πό­λη σαν αυ­τή που ο Kον­στά­ντ ή­θε­λε να δει να κα­λύ­πτει ο­λό­κλη­ρο τον πλα­νή­τη;
Aντί­στοι­χα, πο­λύ εν­δια­φέ­ρον έ­χει και η λα­τρεί­α µε την ο­ποί­α ε­πεν­δύ­θη­κε ο µαρ­κή­σιος ντε Σα­ντ α­πό τους υ­περ­ρε­α­λι­στές, α­πό άλ­λες λο­γο­τε­χνι­κές πρω­το­πο­ρί­ες, ε­νί­ο­τε µά­λι­στα και α­πό τους κα­τα­στα­σια­κούς. H α­πό­λυ­τη α­πόρ­ρι­ψη ό­λων των πα­ρα­δο­σια­κών η­θι­κών α­ξιών, α­κόµη και των πιο βα­σι­κών, ό­πως η κα­τα­δί­κη του φό­νου, εθε­ω­ρεί­το πρά­ξη α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή, που διά­νοι­γε το δρόµο προς την πλή­ρω­ση κά­θε ε­πι­θυµί­ας. Στην πραγµα­τι­κό­τη­τα όµως, ό­πως µε µε­γά­λη α­κρί­βεια τό­νι­σαν οι Aντόρ­νο και Xορ­κχά­ιµερ, ο κόσµος του ντε Σα­ντ α­πό πολ­λές α­πό­ψεις ή­ταν µια πρό­γευ­ση του βιοµη­χα­νι­κού συ­στήµα­τος. Aυ­τό που εκ­θειά­ζε­ται στο έρ­γο του ντε Σα­ντ εί­ναι το νε­ωτε­ρι­κό υ­πο­κείµε­νο του κα­πι­τα­λι­στι­κού α­ντα­γω­νισµού σε ό­λο του το µε­γα­λεί­ο, υ­πο­κείµε­νο που για µο­να­δι­κό κα­νό­να του δέ­χε­ται τη λα­τρεί­α του ι­σχυ­ρό­τε­ρου και που εί­ναι έ­τοιµο να κά­νει ο­τι­δή­πο­τε για να κυ­ριαρ­χή­σει ε­πί των άλ­λων – ή σε α­ντάλ­λαγµα µε κα­θα­ρά µη­χα­νι­κές σει­ρα­ϊ­κές α­πο­λαύ­σεις. H πε­ρί­πτω­ση του µαρ­κη­σί­ου ντε Σα­ντ πε­ρι­γρά­φει πο­λύ κα­λά πό­σο εύ­κο­λα η α­πό­λυ­τη α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του φε­τι­χο­ποι­ηµέ­νου υ­πο­κειµέ­νου µπο­ρεί να σηµαί­νει την α­πό­λυ­τη α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του κα­πι­τα­λι­στι­κού υ­πο­κειµέ­νου.

Σήµε­ρα η τέ­χνη δεν χρειά­ζε­ται να συµµε­τέ­χει πια στην κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή. Aυ­τό που ό­φει­λε να γί­νει –και ό­φει­λε πραγµα­τι­κά να γί­νει– έ­χει ή­δη γί­νει. Tαυ­τό­χρο­να, δεν ω­φε­λεί να προ­τεί­νουµε την ε­πι­στρο­φή στην “κλα­σι­κή” τέ­χνη του 19ου αιώ­να, σ’ αυ­τό που ο Λού­κατ­ς α­πο­κα­λού­σε “µέ­γα ρε­α­λισµό”. Σί­γου­ρα πρέ­πει να “σω­θεί το αν­θρώ­πι­νο”, ό­πως έ­λε­γε και πά­λι ο Λού­κατ­ς. Aυ­τό όµως δεν µπο­ρεί να συµβεί µε την α­πό­δο­ση στον άν­θρω­πο, εν εί­δει ε­ντο­λής, ι­διο­τή­των τις ο­ποί­ες, σε µια φε­τι­χι­στι­κή κοι­νω­νί­α, δεν µπο­ρεί να έ­χει. H α­πώ­λεια του νο­ήµα­τος στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α ή­ταν τε­λεί­ως πραγµα­τι­κή, δεν εί­ναι θέµα ο­πτι­κής γω­νί­ας του κα­θε­νός. Ί­σως α­ξί­ζει να α­να­ρω­τη­θούµε µή­πως υ­πάρ­χει κά­ποια τέ­χνη, πα­ρα­δο­σια­κή στη µορ­φή της αλ­λά ευαί­σθη­τη στα σηµεί­α ρή­ξης της µε το νό­ηµα του κόσµου, κατ’ ε­πέ­κτα­ση ευαί­σθη­τη στο αρ­νη­τι­κό (ό­πως για πα­ρά­δειγµα ή­ταν το µπα­ρόκ, µια τέ­χνη πο­λύ κο­ντι­νή στη µο­ντέρ­να τέ­χνη, η ο­ποί­α όµως πο­τέ δεν συ­νερ­γά­στη­κε µε το αρ­νη­τι­κό). M’ αυ­τήν την έν­νοια, εί­ναι υ­πο­χρε­ω­τι­κή µια α­κόµη ε­πί­σκε­ψη στο έρ­γο του Bάλ­τερ Mπέν­γιαµιν.

Aν ο Nτεµπόρ, ο τε­λευ­ταί­ος πρω­το­πό­ρος, έ­γι­νε τε­λι­κά έ­νας κλα­σι­κός στυ­λί­στας, τό­τε ο κύ­κλος έ­χει κλεί­σει. Tο 1955 δια­κή­ρυτ­τε την κα­τα­στρο­φή ό­λων των εκ­κλη­σιών, α­διά­φο­ρος προς ο­ποια­δή­πο­τε καλ­λι­τε­χνι­κή α­ξί­α µπο­ρεί να εί­χαν. Tρια­ντα­πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα α­να­γκά­στη­κε να συµπε­ρά­νει ό­τι η ε­πέ­κτα­ση της κυ­ριαρ­χί­ας του κε­φα­λαί­ου εί­χε ο­λο­κλη­ρώ­σει το σχέ­διο αυ­τό της κα­τα­στρο­φής. Γι’ αυ­τό και η αλ­λα­γή πλεύ­σης του Nτεµπόρ δεν έ­χει καµί­α σχέ­ση µε το οι­κεί­ο α­φή­γηµα του ε­πα­να­στά­τη ή του πρω­το­πό­ρου που, γερ­νώ­ντας, συµφι­λιώ­νε­ται µε ό­λα ό­σα κά­πο­τε αρ­νή­θη­κε και ε­γκωµιά­ζει ό­λα ό­σα κά­πο­τε α­πο­κή­ρυσ­σε. Aντί­θε­τα, έ­χουµε να κά­νουµε µε έ­να σηµα­ντι­κό βήµα της συ­νεί­δη­σής του προς τα εµπρός.

H φύ­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής κυ­ριαρ­χί­ας υ­πέ­στη µια βα­θιά αλ­λα­γή στο δεύ­τε­ρο µι­σό του ει­κο­στού αιώ­να. Ό­χι µό­νον µε την κοι­νό­το­πη έν­νοια ό­τι ο κα­πι­τα­λισµός ε­ξε­λίσ­σε­ται συ­νε­χώς, µα µε µιαν έν­νοια πιο αυ­στη­ρή: τώ­ρα έ­χει πραγµα­τι­κά αρ­χί­σει να “συµπί­πτει πλή­ρως µε τη γνή­σια εν­νοια­κή του σύλ­λη­ψη”, έ­χο­ντας ε­πι­τέ­λους α­πο­τι­νά­ξει τις προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές του α­τέ­λειες. H νί­κη αυ­τή χαι­ρε­τί­ζει και την έ­λευ­ση της α­λη­θι­νής κρί­σης του κα­πι­τα­λισµού. Kα­τά συ­νέ­πεια, έ­να σο­νέ­το ή έ­νας α­δριά­ντας του Nτο­να­τέ­λο µπο­ρούν σήµε­ρα κάλ­λι­στα να α­πο­τε­λέ­σουν α­να­τρε­πτι­κή τέ­χνη, ί­σως και µό­νο για­τί µας θυµί­ζουν τον ποιο­τι­κό πλού­το της αν­θρώ­πι­νης εµπει­ρί­ας πριν την πο­σο­τι­κή ε­νο­ποί­η­ση που ε­πέ­φε­ρε το κα­πι­τα­λι­στι­κό εµπό­ρευµα, κα­θώς και κά­τι α­πό την υ­πό­σχε­ση της χει­ρα­φέ­τη­σης και της ευ­τυ­χί­ας που υ­παι­νι­κτι­κά εµπε­ριέ­χει αυ­τή η εµπει­ρί­α. Oι “δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις” του Nτεµπόρ δεν υ­πο­νο­ούν την α­πο­τυ­χί­α της νε­α­νι­κής του φι­λο­δο­ξί­ας να ο­δη­γή­σει ως τις έ­σχα­τες συ­νέ­πειές της τη µο­ντέρ­να τέ­χνη. Για­τί δεν εί­ναι η µο­ντέρ­να τέ­χνη που α­πέ­τυ­χε. Aπέ­τυ­χε η κα­πι­τα­λι­στι­κή κοινω­νί­α. Ωστό­σο, η κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νί­α δεν εί­ναι η µό­νη δυ­να­τή κοι­νω­νί­α.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
Ξε­νο­δο­χεί­ο των Ξέ­νων, τεύ­χος 4. Η μετάφραση έγινε από την Λία Γυιόκα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ