Αρχική » Ωδή στους ατάκτους

Ωδή στους ατάκτους

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Σταματόπουλου, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005

Θωμάς Μανόπουλος, Στο χορό των ανθρωποκυνηγών, Εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2004

«Το χθες συν-γράφει ο συγγραφέας (σελ.29) – δεν μπορεί να γίνει το πασπαρτού για να ταιριάξει στις κλειδαριές του σήμερα, του αύριο…»

Επέλεξα αυτήν την πρόταση για να μιλήσω για τον σπαραγμό του συγγραφέα, ενός ανθρώπου που κομματιάζεται ψυχικά και πνευματικά στην κάθε του μέρα, που έχει ένα ξεχωριστό, διαφορετικό οπτικό πεδίο από αυτό των αναγνωστών. Ο Θωμάς Μανόπουλος είναι ένας πάσχων συγγραφέας, συμπάσχων θα έλεγα, γι’ αυτό και δεν διστάζει να τα βάλει με τον χρόνο και με την ίδια του τη διανόηση, να κάνει δηλαδή αυτοκριτική – μέγα ζητούμενο για τη ραθυμία και απάθεια που χαρακτηρίζουν το ζώο άνθρωπος. Κι έτσι μπορεί να μας μιλήσει για τον αγώνα που δεν τελειώνει ποτέ, για την εγρήγορση μπρος στην αυθαιρεσία των εξουσιών, για το ερωτικό φτερούγισμα, την ηδονή του λόγου, την έκσταση της αμφισβήτησης και σύγκρουσης με ανθρώπινες ηγεσίες, για τη γειτονιά, το λογικό, τη φτώχεια, την ποίηση.

Οι αράδες του συγγραφέα δεν βασίζονται στην σκόνη βιβλιοθηκών ή σε δημοσιογραφικά φληναφήματα˙ είναι βουτηγμένες στο αίμα των εμπειριών του, στο σύμπαν του στοχασμού του, στην ιχνηλάτηση αγώνων και ονείρων και προσδοκιών. Στο σώμα του έχουν σφηνωθεί ψίθυροι και κραυγές μιας γενιάς ανυπότακτης, κυνηγημένης και συκοφαντημένης, στην άκρη της γραφίδας του κρέμονται οι πόθοι του ανεξάρτητου και ελεύθερου ανθρώπου, αυτού που δεν παραμυθιάζεται με τα ψίχουλα και τα μαγνάδια που προσφέρει αφειδώλευτα η κυρίαρχη τάξη.

Το έργο του είναι μια ωδή στους ατάκτους, στους εραστές του απρόβλεπτου της ανθρώπινης φύσης (υπάρχει ένα εξαιρετικό κεφάλαιο με τον Θόρν, την Κριστίν και τον Γεράνα), σε όλους όσοι αντιστέκονται στις κτηνωδίες των ισχυρών και της ξεπουλημένης δικαιοσύνης, σ’ εκείνους που επιχειρούν να δαμάσουν το αδύνατο, διότι γνωρίζουν βαθειά πως τίποτε δεν είναι αδύνατο. Ο Θωμάς είναι τρυφερός με τους αναγνώστες του. Στοργικός και νοσταλγικός, θυμωμένος και εκρηκτικός, δεν μας οδηγεί απ’ τον φούρνο στον καταψύκτη, μας μυεί απλώς στην τραγική εναλλαγή των συναισθημάτων, που με τη σειρά τους μας κατευθύνουν στην ξιφηρότητα του νου, στη διαρκή του αναστάτωση, στη συνεχή αμφισβήτηση.
Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, σαν το Δημόκριτο μας φωνάζει ότι η αλήθεια βρίσκεται στο βάθος. Αλλά, ποιο είναι το βάθος, πως θα ανακαλύψουμε, ή, έστω, αποκαλύψουμε;

Ο συγγραφέας, ήρεμος και νηφάλιος ενίοτε, τραχύς και επιθετικός άλλοτε, μας το λέει με τις πρώτες του κιόλας λέξεις. «Βρέχει στα Εξάρχεια» -γράφει- και όσοι ξέρουν αναρριγούν διότι σ’ εκείνα τα στενά φιλοσοφήθηκε η μετεμφυλιακή Ελλάδα, εκεί οιστρηλατήθηκε η ομορφιά, ο λόγος και η εξέγερση. Αλλά και όσοι δεν ξέρουν, όσοι δεν έζησαν εκεί, ψυχανεμίζονται την αύρα του διαφορετικού, του αιρετικού, οσμίζονται την ανατροπή, την επανάσταση.

Η εξουσία όμως αλλά και η θεσμισμένη εξουσία δεν ανέχονται αυτούς που αγαπούν τον άνθρωπο, αυτούς που απεγνωσμένα προσπαθούν να μας μιλήσουν για το μεγαλείο του ανθρώπου συντρίβοντας την εθελοδουλεία μας ή, έστω, τον συμβιβασμό μας, σε μια δουλίτσα, σε μια προκεκαθορισμένη διασκέδαση, σε μια ανερωτική γενετήσια πράξη, σ’ ένα Σύνταγμα που δήθεν κατοχυρώνει την ισονομία και ισοπολιτεία, αλλά στην ουσία είναι οι νόμοι των ισχυρών. Τα βλέπει όλα αυτά ο συγγραφέας και πάσχει· πνίγεται. Από τη μία η εξουσία, στυγνή, ωμή, και βίαιη, και από την άλλη ο φόβος, η ανασφάλεια και η αστυνομοκρατούμενη λογική του περίγυρου, του λαού. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να πει το λόγο του, να αρθρώσει τη δική του πρόταση ζωής, που όμως ξεφεύγει από τα καθιερωμένα και τετριμμένα. Και τότε, βεβαίως, αντιμετωπίζει τη μοναξιά του, παγερή και ανυπόφορη· εντούτοις επιμένει και συντρίβεται μέσα του η βεβαιότητα και η πίστη στον άνθρωπο. Μόνος του δεν έμεινε ο Μάκης Λεσπέρογλου όταν έδειξε την αλληλεγγύη του στον Παλαιστινιακό λαό; Εάν δεν εναντιώνονταν μερικοί «άτακτοι» να τον υπερασπισθούν, θα ήταν στα μπουντρούμια των φυλακών με την κατηγορία του τρομοκράτη. Μιλώντας για τον Λεσπέρογλου ο Θωμάς μιλάει ταυτοχρόνως και για τον εαυτό του, αλλά και για όλους εκείνους που δεν αρκούνται στη διεκπεραίωση της ζωής αλλά ψάχνουν με αγωνία το νόημά της, την κορύφωσή της. Το νόημα και η αγωνία δεν βρίσκονται στη ραθυμία του καναπέ ή στον νομοταγή πολίτη, είναι έξω, στους δρόμους, στους λαούς που υποφέρουν, στην ελευθερία του έρωτα, στη συγκίνηση της ομάδας, στην τέχνη, στην ποίηση, στη σύγκρουση, ακόμα και την ένοπλη. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος Έλληνας συγγραφέας να ‘χει μιλήσει με τόση τόλμη και τόση εχεφροσύνη για το ένοπλο κίνημα.

Υποκλίνομαι στην πεποίθησή του ότι η λογοτεχνία είναι ζόρικη, δεν προσφέρεται για κυρίες που πίνουν μαζί τσάι διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό έργο ή επαναπαυόμενους οικογενειάρχες, που διαβάζουν μόνο τους τίτλους για να μη φαίνονται εντελώς ακαλλιέργητοι.

Το βιβλίο είναι ένα ράπισμα στους εφησυχασμένους και ταυτοχρόνως μια γροθιά στο κατεστημένο. Είμαστε κι εμείς εδώ, φωνάζει, με την πολύτιμη μνήμη μας, με τους ήρωές μας, με τους συγγραφείς που αγαπήσαμε, με την αντίσταση εναντίον της χούντας και με την άρνησή μας να αποδεχθούμε τον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση.

Η αλήθεια είναι ότι το θέμα του το πραγματεύεται με οιονεί δημοσιογραφική γλώσσα, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των γεγονότων και την κριτική αποτίμηση των αποκρουστικών, σήμερα που κυριαρχείται από Αμερικανοβρετανούς και Ισραηλινούς τρομοκράτες. Κι έχει θαρρώ δίκιο. Έχοντας κοινωνήσει τούτον τον δημοσιογραφικό λόγο κατορθώνει να τον εντάξει στη ροή των γεγονότων και να αποδείξει ότι τρομοκράτες δεν είναι ο Λεσπέρογλου αλλά το ίδιο το καθεστώς. Και στη 17Ν στέκεται με συμπάθεια παρά την αντίρρησή του για μερικούς της στόχους. Διότι απ’ το μυαλό του δεν φεύγουν οι εικόνες της καταδίωξης όσων επαναστάτησαν για να διασώσουν την έννοια άνθρωπος: των επαναστατών του ’21, της Εθνικής Αντίστασης, του Πολυτεχνείου. Όσων διεκδικούν την ανθρωπιά, που τους αποκαλούν τρομοκράτες, επικίνδυνους για την ψευδοδημοκρατία τους, των εγκλημάτων, των ανισοτήτων, των φυλακών, των ναρκωτικών, των πολέμων.

Με λογοτεχνική δεξιοτεχνία ο Θωμάς Μανόπουλος διηγείται την ιστορία του επαναστατικού περιθωρίου, της πεφωτισμένης μειοψηφίας. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα όπου αγκαλιάζονται ο λόγος, ο έρωτας και η επανάσταση και δημιουργούν έναν καινούργιο τόπο, δυσπέλαστο μεν αλλά υπαρκτόν. Και εκεί, νομίζω, μας καλεί να φτάσουμε˙ στο μέγα πανηγύρι της ζωής, στο νόημα, στην καλλιέργεια του ανθρώπου, στον περαιτέρω εξανθρωπισμό του. Νομίζω, επίσης, ότι ξέρει πως λίγοι θα ανταποκριθούν σε τούτο το κάλεσμα. Θέλω όμως να του πω πως, ό,τι μεγάλο συνέβη ποτέ στην ανθρωπότητα ξεκίνησε από λίγους, αν και είμαι βέβαιος ότι το γνωρίζει.

Είναι εμφανής η αγάπη του στη λογοτεχνία˙ συχνές οι αναφορές του σε μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Αλλά την πιο ωραία φράση του την έδωσε εικαστικά. Είναι η στιγμή της καθόδου του Άρη και των συντρόφων του στον Άδη. Το λαχάνιασμα των αλόγων τους θα τρυπάνε τ’ αυτιά όσων εξακολουθούν να αναρωτώνται τι σημαίνει άνθρωπος, τι σημαίνει ζωή.
Ο Θωμάς πιστεύει στη ζωή, πιστεύει στον άνθρωπο, στον έρωτα. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί η συγκινητική του συνάντηση με τον εξ απαλών ονύχων φίλο του Βαγγέλη με τον οποίο συναντήθηκαν τριάντα χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, σ’ ένα άλλο Πολυτεχνείο αυτή τη φορά. Σ’ ένα Πολυτεχνείο με ενοίκους όλους εκείνους που διατήρησαν την αξιοπρέπειά των και μερικές πολύτιμες, ξεχασμένες σήμερα έννοιες, όπως: φιλία, αλληλεγγύη, ισότητα, συμμετοχή, αντίσταση, λαχάνιασμα, έκσταση.

Πρόκειται για ένα ριζοτομικό της ελληνικής λογοτεχνίας μυθιστόρημα, ικανό να διαταράξει τις ισορροπίες μας και τον εφησυχασμό μας, που δύσκολα θα το αποδεχτεί η ελληνική κριτική, μάλλον αμήχανα. Διότι ναι μεν περισσεύουν οι λογοτεχνικές αρετές, υπερφαλαγγίζοντας καταλυτικά τη λογοτεχνική ισοπέδωση των καιρών, το θέμα του όμως καίει. Αλλά όπως έλεγε ο Ηράκλειτος «πάντα το επελθόν πυρ κρίνει και καλήψεται», η φωτιά που θα επέλθει θα κρίνει και θα καλύψει τα πάντα.

Η Ιστορία μπορεί να γράφεται από τους νικητές από τους κυνηγούς, αλλά η διάρκειά της καθορίζεται από τους ηττημένους, τους κυνηγημένους. Οι δύο τελευταίες έννοιες σε εισαγωγικά.

Η λογοτεχνία είναι πόνος, πένθος, αγωνία, αλλά ταυτοχρόνως είναι και χαρά και υπέρβαση και νηνεμία. Όλα τούτα τα υπηρετεί με συνέπεια ο συγγραφέας, άλλοτε σκαμπιλίζοντας τις παρειές της αδιαφορίας μας και άλλοτε θωπεύοντας την άγνοιά μας, έχοντας ο ίδιος συνειδητοποιήσει ότι για να βρεις το νόημα πρέπει να γδάρεις το τομάρι της αναισθησίας και εθελοδουλείας που μας περιβάλλει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ