του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005
“…O ζευγηλάτης, ο βοσκός και ο ψαράς είναι ο μόνος ίσως απομένων Έλλην. Θα ετολμώμεν μάλιστα να είπωμεν, ο μόνος, ανήκων αποκλειστικώς εις το ανθρώπινον γένος, ενώ ο πολιτισμένος συγγενεύει ακόμη πολύ μάλλον του κατοίκου πάσης άλλης χώρας εις το γένος των πιθήκων. Τούτο δε ουχί εκ φύσεως και προαιρέσεως, αλλ’ εξ αναποδράστου ανάγκης, αφού πρώτος και απαραίτητος όρος πολιτισμού ήτο να παύση να κυβερνάται, να ανατρέφεται, να ενδύεται, να τρώγη, να εργάζεται, να διασκεδάζη, να σκέπτεται και μέχρι τινός να αισθάνεται, συμφώνως προς των πατέρων του τας παραδόσεις.
Πάντα ταύτα αδύνατον ήτο να πράξη, άνευ απωλείας μεγάλου μέρους του ελληνισμού του, εξ ίσου δε αδύνατον ήτο να μεταμορφωθεί από μιας εις άλλην ημέραν από Ανατολίτου εις Ευρωπαίον, αλλά μόνον εις πίθηκον Ευρωπαίου»
Εμ. Ροΐδης
«Σκηναί της ερήμου του κ. Μετ. Βοσπορίτου», Άπαντα, 5ος τ., εκδ. Ερμής, σελ. 287
Το άρθρο αναφέρεται στη διαπίστωση ότι όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς της εποχής (Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, κλπ.) επιμένουν στην περιγραφή των ανθρώπων του λαού ως των μόνων αυθεντικών Ελλήνων και συνεχίζει: «Οπωσδήποτε καλώς πράττουσιν επί του παρόντος οι ημέτεροι διηγηματογράφοι προτιμώντες να αναζητώσι τα πρότυπα αυτών εις τα βουνά και αφήνοντες εις τον δημοτικώτατον των ποιητών μας Σουρήν το λούσιμον των φραγκοφορεμένων. Το μόνον τω όντι είδος φιλολογίας, εις το οποίον δύνανται τοιαύτα πρότυπα να χρησιμεύσωσιν είναι η σάτυρα…». Και πόσο άραγε επιβεβαιώνεται αυτή η διαπίστωση με τον ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών 50-60.
Έτσι περιέγραφε ο Εμμανουήλ Ροΐδης πριν εκατό χρόνια (το 1899), τον διχασμό του ελληνικού λαού μεταξύ «διανοουμένων» – «πολιτισμένων» και απλών ανθρώπων. Και τους μεν διανοουμένους ενέτασσε εις το γένος των πιθήκων τον δε απλό λαό και μόνον εις το γένος των Ελλήνων. Αυτή η διαπίστωση, την οποία σαράντα χρόνια αργότερα θα κάμει και ο Γιώργος Σεφέρης, αντιπαραθέτοντας τους «σπουδαγμένους» και τον λαό, περικλείει με ενάργεια όλο το αδιέξοδο της σύγχρονης ταυτότητάς μας και φωτίζει με το απαράμιλλο ύφος του Ροΐδη τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις μεταξύ εκσυγχρονιστών και «παραδοσιοκεντρικών». Οι εκσυγχρονιστές ανήκουν εις το «γένος των πιθήκων». Όμως ο Ροΐδης δεν μένει στην επιφάνεια, στον αστεϊσμό, ή την εύκολη ύβρη, συνεχίζει με το «εξ αναποδράστου ανάγκης». Ο «σύγχρονος πολιτισμός» είναι εισαγόμενος στον ελληνικό χώρο γι’ αυτό και οι εισαγωγείς του αποτελούν αναπόφευκτα «πιθήκους Ευρωπαίων». Αντίθετα, ο λαός είναι ο μόνος που θα παραμείνει στο ελληνικό ήθος και το γένος των ανθρώπων, παρόλο που δεν έχει παραγάγει έναν σύγχρονο υλικό και πνευματικό πολιτισμό. Ιδού λοιπόν το δίλημμα και το αδιέξοδο, είτε να γίνουμε «πίθηκοι» είτε να παραμείνουμε αυθεντικοί αλλά ακαλλιέργητοι.
Η ιδιοφυία του Ροΐδη βρίσκεται ακριβώς στην άτεγκτη επισήμανση αυτού του διχασμού, σε αυτό το αδιέξοδο δίπολο, από το οποίο απουσιάζει διαρκώς μια «τρίτη πρόταση», μια πρόταση που θα συνδυάζει ελληνισμό και νεωτερικότητα, οργανικά, δομικά, όπου επιτέλους θα έχουμε οικοδομήσει έναν νεοελληνικό πολιτισμό με την πλήρη έννοια του όρου. Έως τότε θα ταλαντευόμαστε διαρκώς μεταξύ φραγκολεβαντινισμού και φουστανέλας, μεταξύ φράκου και ράσου, μεταξύ της δυτικής μας επήλυδος παιδείας και του ελληνικού, αυθεντικού αλλά πρωτόλειου αισθήματός μας.