από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου σκορπίζουμε τον ελληνισμό μας. Τον εσπείραμε σ’ όλο τον κόσμο
ως μέσα στην Βακτριανή τον πήγαμεν,
ως τους Ινδούς,
καθώς λέει ο ποιητής. Και η απέραντη τούτη διασπορά ήτανε φυσικό να έχει ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Ο ελληνισμός δουλεύτηκε, πλάστηκε, ζωογονήθηκε από ιδιοσυγκρασίες άλλοτε ελληνικές και άλλοτε όχι, ως την εποχή της Αναγέννησης˙ και την εποχή εκείνη, που σημειώνει το σκλάβωμα του Γένους, από ιδιοσυγκρασίες διόλου ελληνικές και που έδρασαν έξω από τις ελληνικές χώρες. Και θα ήθελα να μην ξεχνάμε πως από την εποχή εκείνη και πέρα δημιουργήθηκαν τα έργα που αποκρυσταλλώσανε τη μορφή του πράγματος που ονομάζουμε ευρωπαϊκό πολιτισμό […]
Αλλά Αναγέννηση δημιουργημένη από εμάς, όσο και να μας κάνουν να την υποψιαζόμαστε μερικά αδιόρατα σημάδια, Αναγέννηση καμωμένη από Έλληνες, που θα ήταν βέβαια κάτι διαφορετικό από την Αναγέννηση που έγινε από τους Ευρωπαίους, είτε χαιρόμαστε είτε θλιβόμαστε γι’ αυτό, δεν υπήρξε. Κανένας Έλληνας δεν άσκησε, την εποχή εκείνη, επίδραση αποφασιστική στα ρεύματα που ανάβρυσαν στη Δύση από την επαφή με τις ελληνικές αξίες. Κανένας –εκτός από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, παραγνωρισμένο κι αυτόν– που να μην ήταν μόνο φορέας αλλά και δημιουργός. Έτσι ήταν τα πράγματα ως την εποχή που ξύπνησε η Φυλή. Τότες –το ίδιο κάνουμε και σήμερα– οι καλύτεροι από εμάς, μελετώντας ή πηγαίνοντας στη Δύση, προσπαθούσαν να ξαναφέρουν πίσω στην ελεύθερη Ελλάδα το βιός που αιώνες πριν είχε φύγει από τον τόπο μας για να διασωθεί […] Εμείς, σπρωγμένοι από πάρα πολύ αξιέπαινες προθέσεις, φλεγόμενοι από τον πόθο να ξαναφέρουμε στην Ελλάδα ότι ελληνικό, βλέποντας επιφάνειες ελληνικές, κουβαλούσαμε πίσω, χωρίς καθόλου να πάμε βαθύτερα, χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τον τόπο μας.
Το παράδειγμα των χτιρίων της Ακαδημίας δεν είναι μοναδικό. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά δεν προσέχουμε ότι τις περισσότερες φορές που μιλάμε για την ελληνικότητα ενός έργου τέχνης μιλάμε για τα χτίρια της Ακαδημίας. «Και τι να κάνουμε τότε;» θα με ρωτήσουν. Είπα πως ο ελληνισμός είναι δύσκολος. Και τούτο συμβαίνει, γιατί αν –στην πνευματική περιοχή– δημιουργήθηκε, και, ποιος ξέρει, ίσως στις ώρες που ζούμε να τελειώνει, ο ευρωπαϊκός ελληνισμός, ο «ελληνικός ελληνισμός», ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν εδημιουργήθηκε ακόμη ούτε απόχτησε την παράδοσή του.
Κάποτε, στα άξια έργα των δικών μας δημιουργών τον νιώθουμε, τον διαισθανόμαστε˙ μελετώντας τη βαθύτερη φυσιογνωμία του Κάλβου, στους στίχους του Σολωμού, στην αγωνία του Παλαμά, στη νοσταλγία του Καβάφη
[…] Τον ελληνικό ελληνισμό, κάποτε οι καλύτεροι από εμάς τον διαισθάνονται: «σοφοί δε προσιόντων». Αλλά θα πρέπει να γίνουνε πολλά άξια έργα, να δουλέψουνε πολλοί μικροί και να πραγματοποιήσουνε πολλοί μεγάλοι, για να μπορέσουμε να πούμε πως διακρίνουμε κάπως καθαρά τη φυσιογνωμία του. Γιατί ο ελληνισμός αυτός θα αποχτήσει μια φυσιογνωμία, όταν αποκτήσει μια φυσιογνωμία πνευματική η σημερινή Ελλάδα. Και θα έχει ακριβώς για χαρακτηριστικά τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Έλληνες.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
«Διάλογος πάνω στην Ποίηση», 1938, Δοκιμές, τ. 1, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σελ. 99-102.