Αρχική » Η μεγάλη των Παριζιάνων διαφωτιστών σχολή

Η μεγάλη των Παριζιάνων διαφωτιστών σχολή

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Τσέγκου, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005

Δι­α­φω­νί­ες γιὰ τὴ γλῶσ­σα ὑ­πῆρ­χαν ἀ­νέ­κα­θεν καὶ ἐκ­δη­λώ­νονται πάντο­τε ἐκ τῶν ἄ­νω σὲ δι­ά­φο­ρα κέντρα τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ κα­τὰ τὴν τουρ­κο­κρα­τί­α. Πα­λιὰ ἦ­ταν οἱ Φα­να­ρι­ῶ­τες καὶ Κο­τσαμπά­ση­δες ἐ­ναντί­ον τῶν «ἀ­γράμ­μα­των» ὑ­πο­δού­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦν θὰ ἔ­πρε­πε πρῶ­τα νὰ μορ­φω­θοῦν, ὅ­πως ὑ­πο­στή­ρι­ζαν οἱ «σπου­δαγ­μέ­νοι». Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως τὸ γλωσ­σι­κὸ φουντώ­νει καὶ γί­νε­ται ἰ­δε­ο­λο­γί­α ἀ­πὸ τοὺς Δι­α­φω­τι­στές, κυ­ρί­ως τοὺς Πα­ρι­ζιά­νους μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Κο­ρα­ῆ, ποὺ προ­τεί­νει νὰ λέ­με τὸ ὁ­σπί­τιον, τὸ ὀ­ψά­ριον, τὸ κρα­σί­ον, τὸ μου­στά­κιον, τὸ φρύ­διον κ.ἄ., ποὺ τοῦ φαί­νονταν πιὸ ἑλ­λη­νο­φα­νῆ. Ὁ Κο­ρα­ῆς, ποὺ ἔ­ζη­σε ὅ­λη σχε­δὸν τὴ ζω­ή του στὸ Πα­ρί­σι, πι­στεύ­ει, ὅ­πως καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐκ­δυ­τι­κι­σμέ­νοι λό­γιοι, ὅ­τι γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ, καί, ἀρ­γό­τε­ρα, με­τὰ τὸ ᾿21, γιὰ νὰ ὀρ­θο­πο­δή­σει ὁ τό­πος πρέ­πει νὰ ἀ­πο­κα­θαρ­θεῖ ἡ γλῶσ­σα ἀ­πὸ τὶς τούρ­κι­κες, βε­νε­τσι­ά­νι­κες κ.ἄ. λε­κτι­κὲς προ­σμί­ξεις ἀντι­κα­θι­στώ-ντας τες μὲ γνή­σι­ες ἑλ­λη­νι­κές. Αὐ­τὴ ἡ «ἑλ­λη­νο­τρο­πί­α» τῶν κα­θα­ρευ­ου­σιά­νων, ποὺ ἔ­στρε­φε τὸ βλέμ­μα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ πρὸς τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή, ἐ­ναρ­μο­νί­ζονταν καὶ μὲ τὸ πνεῦ­μα τῶν εὐ­ρω­παί­ων δι­α­φω­τι­στῶν καὶ τὴν ἀ­πα­ξι­ω­τι­κή τους στά­ση γιὰ τὸ Βυ­ζάντιο, καὶ ὑ­πο­τι­μοῦ­σε συ­να­κό­λου­θα τὴν κα­θο­μι­λου­μέ­νη, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­ρι­πτε ὡς ὑ­πο­προ­ϊ­ὸν τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ὡ­στό­σο αὐ­τὴ ἡ τά­ση, ποὺ οὔ­τε τὴν ἀρ­χαί­α γλῶσ­σα ἀ­νέ­στη­σε, οὔ­τε καὶ τὴν κα­θο­μι­λου­μέ­νη ἀ­πο­κά­θα­ρε, προ­σέ­φε­ρε ἐν τού­τοις ση­μαντι­κὸ ἔρ­γο μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α νέ­ων καὶ ὡ­ραί­ων λέ­ξε­ων ποὺ βέ­βαι­α δὲν ὑ­πῆρ­χαν στὴν ἀρ­χαί­α, ἀλ­λὰ ποὺ συντέ­θη­καν μὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­πὸ αὐ­τή, ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ ἐκ­φρα­σθοῦν νέ­ες ἔν­νοι­ες καὶ πράγ­μα­τα, ὅ­πως π.χ. τὸ πο­δή­λα­το, ἡ ὑ­φα­λο­κρη­πί­δα, ἡ ἐ­φη­με­ρί­δα, τὸ τη­λέ­φω­νο, κ.ἄ., μὲ μιὰ ἐρ­γώ­δη ὀ­νο­μα­τουρ­γί­α, ὅ­πως τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ Κα­λι­ό­ρης (1996), ἡ ὁ­ποί­α ἔ­δω­σε τὰ 3/4 τοῦ συγ­χρό­νου λε­ξι­λο­γί­ου.

Κά­πως ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­νε­ται αὐ­τὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὀ­νο­μα­σθεῖ καὶ Σχο­λὴ τῶν Πα­ρι­ζιά­νων Δι­α­φω­τι­στῶν, ἡ­ ὁποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ δύ­ο κύ­ρι­ες κομ­μα­τι­κο­ποι­η­μέ­νες ἀ­πο­χρώ­σεις: αὐ­τὴν τῆς Ἐ­πι­στρο­φῆς (στὰ ἀρ­χαῖ­α) καὶ ἡ ἄλ­λη τῆς Ἀ­να­μόρ­φω­σης (τοῦ λα­οῦ). Ἀλ­λὰ καὶ τὰ δύ­ο «κόμ­μα­τα», εἶ­ναι κατ’ οὐ­σί­αν, «κα­θα­ρευ­ου­σιά­νοι» ἐ­πει­δὴ ἀμ­φό­τε­ρα πρε­σβεύ­ουν ὅ­τι ἡ γλῶσ­σα χρει­ά­ζε­ται… κα­θάρ­σιο! Ἄν δια­φέ­ρουν, εἶ­ναι ὡς πρὸς τὸ εἶ­δος τοῦ σκευ­ά­σμα­τος. Οἱ μὲν συ­νι­στοῦν ὡς κα­τάλ­λη­λο τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή, οἱ δὲ προ­κρί­νουν τὴ χρή­ση ἑ­νὸς «λα­ϊ­κοῦ» ἰ­δι­ώ­μα­τος τὸ ὁ­ποῖ­ο οὐ­δα­μοῦ καὶ οὐ­δέ­πο­τε ὑ­πῆρ­ξε, καὶ γι’ αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ κα­τα­σκευα­σθεῖ ἐξ ἀρ­χῆς ἀ­πὸ τοὺς φω­τι­σμέ­νους, τὸ ὁ­ποῖ­ο μά­λι­στα θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ὅ­σον τὸ δυ­να­τὸν πιὸ ἁ­πλὸ καὶ εὔ­λη­πτο ὥ­στε νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὸ κα­τα­νο­ή­σει, («νὰ τὸ «χω­νέ­ψει», εἶ­ναι μιὰ πρό­σφα­τη δι­α­τύ­πω­ση τοῦ κ. Κρια­ρᾶ), κι ὁ συ­φο­ρι­α­σμὲ­νος ὁ λα­ός…

Ἀλ­λὰ ἐκ Πα­ρι­σί­ων προ­έρ­χονται καὶ οἱ φα­να­τι­κοὶ δη­μο­τι­κι­στὲς ὅ­πως ὁ μα­ται­ό­δο­ξος κομ­μα­τάρ­χης Γιάννης Ψυ­χά­ρης ὁ ὁ­ποῖ­ος στρέ­φε­ται ἐ­ναντί­ον τῶν ἐ­δῶ γλωσ­σα­μυντό­ρων πα­νε­πι­στη­μια­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν ἀ­νοι­κο­νό­μη­το κα­θη­γη­τὴ Μι­στρι­ώ­τη θὰ προ­κα­λέ­σουν, ἀρ­γό­τε­ρα, τὰ Εὐ­αγ­γε­λι­κά, τὰ Ἀ­θε­ϊ­κὰ τοῦ Βό­λου, τὰ Μα­ρασ­λεια­κά κ.ἄ.˙ γιὰ τὸ γλωσ­σι­κὸ χύ­θη­κε μά­λι­στα καὶ αἷ­μα, καὶ ὑ­πῆρ­ξαν ἀ­κό­μη καὶ νε­κροί. Ὁ Ψυ­χά­ρης, κα­θη­γη­τὴς τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν Γλωσ­σῶν, στὸ Πα­ρί­σι κι αὐ­τός, τάσ­σε­ται μὲ τὸν «λα­ὸ», πα­ρ’ ὅ­τι κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν ἀν­τι­δρα­στι­κός – ἀν­τι­δρα­στι­κό­τα­τος, καὶ δὲν ἔ­ζη­σε στὴν Ἑλ­λά­δα, ὅ­πως ἄλ­λω­στε κι ὁ Κο­ρα­ῆς. Οἱ «ψυ­χα­ρι­κοὶ» δὲν ἀ­νέ­χονται λέ­ξεις ὅ­πως π.χ. «ὑ­πο­τεί­νου­σα» (τοῦ τρι­γώ­νου), καὶ προ­τεί­νουν γι’ αὐ­τή, τὸ… κα­το­τεντό­στρα, τοὺς συγ­γρα­φεῖς τοὺς λέ­νε «συ­γρα­φιά­δες», τὴ σπον­δυ­λι­κὴ στή­λη «ρα­χό­σκοι­νο», τὴν ἐ­πι­φά­νεια «ἀ­πα­νω­σιὰ», τοῦ δρά­μα­τος «τοῦ δρα­μα­τιοῦ», κ.ἄ., κ.ἄ. Οἱ φα­να­τι­κοὶ δη­μο­τι­κι­στές, ἀντὶ νὰ στη­ρι­χθοῦν στὴν ἀ­δι­α­λεί­πτως, ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες, ἐ­ξε­λισ­σό­με­νη γλῶσ­σα ἡ ὁ­ποί­α θὰ ὁ­δη­γοῦ­σε, ὅ­πως καὶ ὁ­δή­γη­σε, στὸν ἐμπλου­τι­σμὸ καὶ στὴν ἐν­δυ­νά­μω­ση τῆς κα­θο­μι­λου­μέ­νης «δη­μο­τι­κῆς», αὐ­τοὶ ἐ­πι­δί­δο-νται σὲ γλωσ­σι­κὲς κα­τα­σκευ­ὲς ἐ­πι­νο­ώντας μιὰ «γλῶσ­σα γιὰ τὸ λα­ὸ» ἀλ­λὰ ἐ­ρή­μην τοῦ λα­οῦ. Ἔ­τσι τὸ στό­μα ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ λέ­γε­ται «γλωσ­σό­σπι­το», τὰ ρου­θού­νια «μυ­τό­τρυ­πες», τὸ δι­α­ζύ­γιο «χω­ρι­σο­χάρ­τι», ἡ ἐ­πι­φά­νεια «ἀ­πα­νω­σιὰ», τὸ ἄ­θροι­σμα δὺ­ο πλευ­ρῶν «τὰ δύ­ο ἀντά­μα πλευ­ρὰ τοῦ τρί­γω­νου», ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη «ξε­τυ­λι­ξιὰ», ἡ φυ­σι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ «φυ­σι­κὴ ξε­χω­ρι­σιὰ», ἡ συ­ναί­ρε­ση «κα­τά­πι­ω­μα», τὸ γε­γο­νὸς «γε­γο­νό­το», τὸ πρό­βλη­μα «προ­βλή­μα­το», τὸ πλῆ­ρες «πλή­ρι», τὸν ὕ­πνο «κοι­μή­ση» κ.ἄ. κ.ἄ. πα­ρό­μοι­α κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα μιᾶς ὀρ­γι­ώ­δους φα-ντα­σί­ας μὲ τὴν ὁ­ποί­α προ­σπα­θοῦν νὰ ἐ­κτο­πί­σουν τὴ λό­για ὀ­νο­μα­το­λο­γί­α ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως εἴ­πα­με, προ­σέ­δω­σε τὰ «Ύ» τοῦ συγ­χρό­νου λε­ξι­λο­γί­ου. Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ αὐ­θαί­ρε­τα κα­τα­σκευ­ά­σμα­τα τοῦ γρα­φεί­ου ἀ­πο­σκο­ποῦν στὸ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν ἕ­να ἑ­νια­ῖο κα­λοῦ­πι, χω­ρὶς 3η κλί­ση, καὶ χω­ρὶς τὶς αὐ­ξή­σεις τῶν ρη­μά­των κ.ἄ. οὕ­τως ὥ­στε ὁ «ἀ­γράμ­μα­τος», ὁ «ἀ­μα­θὴς λα­ὸς» νὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­νοί­ξει τὰ μά­τια του γιὰ ν’ ἀντι­κρύ­σει τὰ δυ­τι­κὰ φῶ­τα καὶ νὰ προ­κό­ψει.

Συν­τη­ρη­τι­κοι – προ­ο­δευ­τι­κοι

Ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­μά­χη θὰ ἐ­πι­τα­θεῖ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πὸ νέ­ους αὐ­τό­κλη­τους κη­δε­μό­νες τοῦ λα­οῦ, τοὺς ἐξ ἀ­να­το­λῶν δυ­τι­κό­φρο­νες, ἤ δι­α­φω­τι­στές, τοὺς μαρ­ξι­στές. Αὐ­τοὶ, μὲ πιὸ ἀ­προ­κά­λυ­πτη ἀ­πα­ξι­ω­τι­κὴ θε­ώ­ρη­ση καὶ με­τα­χεί­ρι­ση τοῦ λα­οῦ καὶ τῆς γλώσ­σας του, ἀ­πο­φαί­νονται ὅ­τι γιὰ νὰ ἐ­πα­να­στα­τή­σει ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ μά­θει νὰ μι­λά­ει δι­ε­θνι­στι­κά ! …

Ἔ­τσι μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση, στὶς ἀρ­χὲς τοῦ αἰ­ῶ­να, τῶν γερ­μα­νο­θρε­μμέ­νων προ­ο­δευ­τι­κῶν ὅπως ὁ Γλη­νὸς κ.ἄ. ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νε­ται ἡ ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση μὲ ἐ­πί­κεν­τρο τὴν ἐκ­δί­ω­ξη ἀ­π’ τὰ σχο­λεῖ­α τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν. Τώ­ρα ἡ ἀντι­πα­ρά­θε­ση γιὰ τὸ γλωσ­σι­κὸ παίρ­νει τὴ μορ­φὴ προ­ο­δευ­τι­κοὶ-συντη­ρη­τι­κοὶ ποὺ συ­νε­χί­ζε­ται ὡς τὶς μέ­ρες μας.

Ὡ­στό­σο, οἱ πο­λι­τι­κοί, ἤ ὁ­ρι­σμέ­νοι του­λά­χι­στον ἀ­π’ αὐ­τούς, εἶ­ναι πιὸ νου­νε­χεῖς καὶ ἤ­πιοι ὅ­πως π.χ. ὁ Βε­νι­ζέ­λος, κα­θώς, ἀρ­γό­τε­ρα, καὶ ὁ Με­τα­ξᾶς, ὁ δι­κτά­το­ρας, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ συγκρο­τή­σει ἐ­πι­τρο­πὴ γιὰ τὴ συγ­γρα­φὴ Γραμ­μα­τι­κῆς τῆς Δη­μο­τι­κῆς, τὴ λε­γό­με­νη ἔ­κτο­τε «τοῦ Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δη» (αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Πρό­ε­δρος τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς). Ἤ­πιοι καὶ ἀ­φα­νά­τι­στοι εἶ­ναι ἐ­πί­σης καὶ ὅ­λοι οἱ ἄ­ξιοι λο­γο­τέ­χνες μας, ἀ­π’ τὸν Σο­λω­μό, ὡς τὸν Πα­πα­δι­α­μάντη, τὸν Ρο­ΐ­δη, τὸν Πα­λα­μᾶ, τὸν Σι­κε­λια­νό, τὸν Σε­φέ­ρη, τὸν Ἐ­λύ­τη, τὸν Ρί­τσο, τὸν Θε­ο­δω­ρά­κη κ.ἄ. πα­ρ’ ὅ­τι δη­μο­τι­κι­στές.

Ἐν­δει­κτι­κὴ τῆς πε­ρι­φρο­νη­τι­κῆς πρὸς τὸν λα­ὸ νο­ο­τρο­πί­ας εἶ­ναι μιὰ ἀ­πο­στρο­φὴ τοῦ κο­ρυ­φαί­ου ἀ­ρι­στε­ροῦ δι­α­νο­ού­με­νου καὶ φα­να­τι­κοῦ ψυ­χα­ρι­στῆ Δ. Γλη­νοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος, γιὰ τὰ ἀρ­χαῖ­α, γρά­φει: «Θέ­λει ἆ­ρά γε νὰ μαν­θά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀρ­χαῖ­α οἱ φοι­τῶ-ντες εἰς τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸν σχο­λεῖ­ον τοῦ Με­σε­νι­κό­λα ἤ τῶν Σο­φά­δων λό­γου χά­ριν, καὶ δι’ αὐ­τὸ δυ­σφο­ρεῖ ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α; Ἄν συμ­βαί­νῃ τοῦ­το, τό­τε ὑπ’ αὐ­τὸ τὸ πνεῦ­μα πρέ­πει νὰ γί­νει ἡ με­ταρ­ρύθ­μι­σις καὶ πρέ­πει νὰ κά­μω­μεν τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸν σχο­λεῖ­ον τοῦ Με­σε­νι­κό­λα ἤ τῶν Σο­φά­δων πεντα­τά­ξιον μὲ δὲ­κα ὥ­ρας ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κὰ τὴν ἑ­βδο­μά­δα εἰς ἑ­κά­στην τά­ξιν διὰ νὰ γί­νουν ἱ­κα­νοὶ οἱ κά­τοι­κοι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦντες νὰ με­τα­χει­ρί­ζωνται εἰς αἰ­ῶ­να τὸν ἅ­παντα τὸ Ἡ­σι­ό­δει­ον ἄ­ρο­τρον διὰ τὰ χω­ρά­φια των, νὰ προ­σφω­νοῦν τοὐ­λά­χι­στον καὶ τὰ βό­δια των εἰς Ἡ­σι­ό­δει­ον γλῶσ­σαν» (Γλη­νός, Δ. 1925). Κα­τὰ τὸν Γλη­νὸ πά­λι ὁ λα­ὸς δὲν πρὲ­πει νὰ λέ­ει ἀ­περ­γί­α ἀλ­λὰ γκρέ­βα (ἀ­πὸ τὸ γαλ­λι­κὸ g­r­è­ve), τὸν ποι­η­τι­κὸ οἷ­στρο, βέρ­βα (γαλ. v­e­r­ve) κ.ἄ. κ.ἄ. ὥ­στε «νὰ ἐ­ξε­βρω­πα­ϊ­σθεῖ» (s­ic) …Ἐκ πα­ραλ­λή­λου θὰ πρέ­πει νὰ μά­θει ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ τὴν ὁ­ρο­λο­γί­α τῆς Μό­σχας καὶ νὰ λέ­ει ὁ ἰ­στρού­χτο­ρας, ὁ σε­χτα­ρι­στής, ἡ φρά­ξια, τὸ ἀ­χτίφ, κι ἀρ­γό­τε­ρα, στὸ ἀντάρ­τι­κο, ἡ μπρι­γά­δα καὶ ὄ­χι ἡ τα­ξι­αρ­χί­α!… Ἄς προ­σθέ­σου­με ἐ­δῶ ὅ­τι οἱ ἀ­ρι­στε­ροὶ δη­μο­τι­κι­στές, ὡς Δι­α­φω­τι­στὲς κι αὐ­τοί, συντά­χθη­καν με­τα­γε­νέ­στε­ρα μὲ τοὺς Κο­ρα­ϊ­στὲς Δι­α­φω­τι­στές. Ἄλ­λω­στε ὁ Κο­ρα­ῆς με­τα­ξὺ ἄλ­λων, προ­έ­τει­νε καὶ τὴν συ­νέ­νω­ση Γάλ­λων καὶ Γραι­κῶν, ὅ­πως προ­τι­μᾶ νὰ ὀ­νο­μά­ζο-νται οἱ Ἕλ­λη­νες, καὶ ὀ­νο­μά­ζει τὸ δη­μι­ουρ­γη­θη­σό­με­νο ἔ­θνος «Γραι­κο­γάλ­λοι»!… Ἄν ζοῦ­σε σή­με­ρα, ἴ­σως νὰ πρό­τει­νε, ὁ­μο­φώ­νως μὲ με­ρι­κοὺς σύγ­χρο­νους δυ­τι­κό­φρο­νες, τὸ «Γραι­κο-ἀ­με­ρι­κά­νοι»!… Ἄλ­λω­στε ὁ Λέ­νιν δὲν εἶ­πε ὅ­τι, γιὰ νὰ ἐ­ξα­φα­νί­σεις ἕ­ναν λα­ό, ἐ­ξα­φά­νι­σε τή γλῶσ­σα του; Ὁ κ. Κίσ­σιγ­κερ (1997) ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη συ-γκε­κρι­με­νο­ποί­η­σε αὐ­τὴ τὴν τα­κτι­κή: «Ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ὸς εἶ­ναι ἀ­τί­θασ­σος καὶ γι’ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ τὸν πλή­ξου­με βα­θιὰ στὶς πο­λι­τι­στι­κές του ρί­ζες. Τό­τε ἴ­σως συ­νε­τι­σθεῖ. Ἐν­νο­ῶ δη­λα­δὴ νὰ πλή­ξου­με τὴ γλῶσ­σα, τὴ θρη­σκεί­α, τὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἱ­στο­ρι­κά του ἀ­πο­θέ­μα­τα, ὥ­στε νὰ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­σου­με κά­θε δυ­να­τό­τη­τά του νὰ ἀ­να­πτυ­χθεῖ, νὰ δι­α­κρι­θεῖ, νὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει, γιὰ νὰ μὴ μᾶς πα­ρε­νο­χλεῖ στὰ Βαλ­κά­νια, νὰ μὴ μᾶς πα­ρε­νο­χλεῖ στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ Με­σό­γει­ο, στὴ Μέ­ση Ἀ­να­το­λή, σὲ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ νευ­ραλ­γι­κὴ πε­ρι­ο­χὴ με­γά­λης στρα­τη­γι­κῆς ση­μα­σί­ας γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν πο­λι­τι­κὴ τῶν Η­ΠΑ».

η α­προσ­δό­κη­τη α­να­τρο­πη
Ἐρ.: Τὶ ἔ­γι­νε με­τά;
Ἀπ.: Κι ἐρ­χό­μα­στε τώ­ρα στὸν πιὸ πρό­σφα­το «πα­ρι­ζιά­νο»: τὸν Κων­σταν­τί­νο Κα­ρα­μαν­λῆ, τὸν πο­λι­τι­κὸ τοῦ «ἀ­νή­κο­μεν εἰς τὴν Δύ­σιν», ὁ ὁ­ποῖ­ος γυ­ρί­ζον­τας, τὸ ᾿74, ἀπ’ τὸ Πα­ρί­σι κι’ αὐ­τός, καὶ θέ­λοντας προ­φα­νῶς νὰ δρέ­ψει προ­ο­δευ­τι­κὲς δάφ­νες καὶ ψή­φους ἀν­τι­στα­σια­κὲς κα­ταρ­γεῖ τὴν (ἤ­δη ἀ­το­νή­σα­σα) κα­θα­ρεύ­ου­σα κα­θὼς καὶ τὰ ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­π’ τὸ σχο­λεῖ­ο, μὲ ὑ­πουρ­γὸ Παι­δεί­ας τὸν Ράλ­λη. Μά­λι­στα ὅ­ταν οἱ Θε­ο­δω­ρα­κό­που­λος, Ζα­κυ­θι­νός, κ.ἄ. ἀν­τι­δροῦν, ὁ Κα­ρα­μαν­λῆς δί­νει τὴν (ἀ­πο­σι­ω­πού­με­νη ἔ­κτο­τε), ἀ­πάν­τη­ση: «ἐ­γὼ τοὺς κλα­σι­κοὺς τοὺς δι­ά­βα­σα ἀ­πὸ ξέ­νες με­τα­φρά­σεις» (ὑ­πο­θέ­του­με κυ­ρί­ως γαλ­λι­κὲς)! Ἡ στιγ­μὴ ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λη. τὸ Κέντρο ποὺ εἶ­χε εἰς βά­ρος του τὸν αἱ­μα­τη­ρό­τα­το ἐμ­φύ­λιο, καὶ ἡ Δε­ξιὰ τὴν με­τεμ­φυ­λια­κὴ πε­ρί­ο­δο, ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τρό­πους ἐ­ξι­λέ­ω­σης γιὰ τὰ πα­λιά, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­φο­ρο­ποί­η­σης ἀ­πὸ τὴ Δι­κτα­το­ρί­α καὶ τὰ σπα­στι­κὰ κο­ρα­κί­στι­κα τοῦ Πα­πα­δό­που­λου.

Ἔ­τσι τὸ 1976, γιὰ τὸ γλωσ­σι­κό, ὑ­πῆρ­ξε «ὁ­μο­φω­νί­α», μιὰ καὶ ἡ δε­ξιά, ἡ πα­ρα­δο­σια­κὴ προ­στά­τις τῆς κα­θα­ρεύ­σου­σας, τώ­ρα τοὺς «ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ ἀ­ρι­στε­ρὰ» ὅ­πως λέ­με. Μά­λι­στα οἱ πε­ρὶ τὸν Κα­ρα­μαν­λῆ φω­στῆ­ρες (Ράλ­λης κ.ἄ.) δι­α­βε­βαί­ω­ναν κα­θη­συ­χα­στι­κά τοὺς ἀ­δι­άλ­λα­κτους «προ­ο­δευ­τι­κοὺς», ὅ­τι σι­γὰ-σι­γὰ θὰ πᾶ­με καὶ στὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν τό­νων. Κυ­ρι­άρ­χη­σαν, καὶ πά­λι, οἱ κρυ­ψι­βου­λί­ες καὶ οἱ μει­ο­νε­ξί­ες κά­ποι­ων πο­λι­τι­κῶν καὶ κά­ποι­ων πα­νε­πι­στη­μια­κῶν, κυ­ρί­ως με­ρι­κῶν, ὄ­χι ὅ­λων, ἀ­πὸ τὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Θεσ­σα­λο­νί­κης, φί­λων καὶ μα­θη­τῶν τοῦ Ἰ. Κα­κρι­δῆ, ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ κα­τέ­φυ­γε, ὅ­ταν τὸ 1946 τὸν ἀ­πέ­λυ­σαν ὁ­ρι­στι­κῶς οἱ γλωσ­σα­μύν­το­ρες τῶν Ἀ­θη­νῶν! . . . Αὐ­τὲς τὶς «ἀ­ρε­τὲς» ἄλ­λω­στε τὶς ἐκμε­ταλ­λεύ­ονταν κα­τὰ και­ρούς, καὶ συν­δαύ­λι­ζαν καὶ μ’ αὐ­τὲς τὴ ντό­πια φα­να­τί­λα ἀ­νά­λο­γα μὲ τὰ συμ­φέ­ρο-ντά τους, οἱ ἑ­κά­στο­τε ξέ­νοι «προ­στά­τες» καὶ σύμ­μα­χοι ! . . . Φά­νη­κε ὡ­στό­σο ὅ­τι καὶ ἡ στρο­φὴ αὐ­τὴ τοῦ Κα­ρα­μαν­λῆ δὲν ἔ­πει­σε ἀρ­κε­τά, γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν τὸ ’81 ὁ Ἀ. Πα­παν­δρέ­ου, ποὺ βαυ­κά­λι­ζε τοὺς ἀ­ρι­στε­ροὺς μὲ τὰ «προ­ο­δευ­τι­κὰ» ὅ­πως ὁ «Γι­ού­νης», ὁ «Γι­ού­λης», ὑ­πὸ τὶς ἰα­χὲς «κά­τω τὰ μα­τω­βα­μέ­να γρα­φτὰ» (δη­λα­δὴ οἱ δι­ορ­θώ­σεις) ἀ­πὸ τοὺς συν­δι­κα­λι­σμέ­νους ἐκ­παι­δευ­τι­κούς, καὶ μὲ μό­νη συ­νη­γο­ρί­α, ἀ­πὸ τοὺς λο­γο­τέ­χνες, αὐ­τὴ τοῦ Ἰ. Κου­τσο­χέ­ρα, κα­τήρ­γη­σε, νύ­κτωρ, καὶ τοὺς τό­νους, μὲ τὴν τρο­πο­λο­γί­α τοῦ Βε­ρυ­βά­κη, ἡ Ν.Δ., στὴν ἀντι­πο­λί­τευ­ση πλέ­ον, θὰ πρέ­πει νὰ με­τά­νοι­ω­σε ποὺ δὲν εἶ­χε τολ­μή­σει κα­τὰ τὸ ’76, νὰ τοὺς κα­ταρ­γή­σει αὐ­τή.

Ἐρ.: Βλέ­πω ὅ­τι εἶ­στε ἐ­νη­με­ρω­μέ­νος, πα­ρ’ ὅ­τι για­τρὸς !
Ἀπ.: Ἡ ἐ­νη­μέ­ρω­σή μου εἶ­ναι ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κή, καὶ βέ­βαι­α συμ­πτω­μα­τι­κή, ἀπ’ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἔ­ρευ­νά μας. Ἄλ­λω­στε ἀ­πὸ πα­λιά, σ’ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α, κυ­ρια­ρχοῦν ἱ­ε­ρω­μέ­νοι, για­τροί, καὶ δά­σκα­λοι, κυ­ρί­ως πα­νε­πι­στη­μια­κοί, τὰ τρί­α κύ­ρια ἐ­ξου­σι­α­στι­κὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα, οἱ «ξε­ρό­λες». Κυ­ρί­ως ὅ­μως εἶ­ναι οἱ δυ­τι­κο­σπου­δα­σμέ­νοι, οἱ δυ­τι­κό­φρο­νες. Για­τρὸς ἦ­ταν καὶ ὁ Βη­λα­ρᾶς ποὺ δη­μο­σι­εύ­ει, πρὶν τὸ ’21, τὴ «Ρο­μέ­η­κη γλό­σα», ἀλ­λὰ κι ὁ Κο­ρα­ῆς κ.ἄ. Φαί­νε­ται ὅ­τι οἱ για­τροὶ λό­γω ἐ­παγ­γέλ­μα­τος νο­μί­ζουν ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἔ­χουν γνώ­μη γιὰ ὅ­λα τὰ πράγ­μα­τα, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ οἱ δά­σκα­λοι˙ καὶ ἴ­σως ἀπ’ αὐ­τὸ βγῆ­κε καὶ τὸ «οὐ­δὲν μω­ρό­τε­ρον τῶν ἰα­τρῶν ἄν δὲν ὑ­πῆρ­χαν οἱ δι­δά­σκα­λοι».
Ἐ­γὼ πάντως ποὺ οὔ­τε φι­λό­λο­γος, οὔ­τε γλωσ­σο­λό­γος εἶ­μαι, καὶ ποὺ τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἐ­ξα­κο­λου­θῶ νὰ τὰ μα­θαί­νω δι­α­βά­ζοντας καὶ ἀ­κού­γον­τας κά­θε μέ­ρα, καὶ δὲν τὰ χορ­ταί­νω, πι­στεύ­ω ὅ­τι τὴ γλῶσ­σα, τε­λι­κά, τὴν κου­τσού­ρε­ψε ἡ Νέ­α Δη­μο­κρα­τί­α καὶ ἡ Ἀ­ρι­στε­ρά.

Ἡ, ὅ­ποι­α, δι­κή μου ἐ­να­σχό­λη­ση μὲ τὴν ἱ­στο­ρὶ­α τοῦ «γλωσ­σι­κοῦ» πρέ­πει νὰ ὀ­φεί­λε­ται μᾶλ­λον στὸν παι­δι­ό­θεν «προ­ο­δευ­τι­κὸ» προ­σα­να­το­λι­σμὸ μου ποὺ θε­ω­ροῦ­σε αὐ­το­νό­η­τη τὴ συμπα­ρά­τα­ξη μὲ τοὺς Δη­μο­τι­κι­στές. Πο­τὲ ὅ­μως δὲν μὲ συγκί­νη­σαν οἱ ἀ­κρό­τη­τες τῶν κα­θα­ρευ­ου­σιά­νων ἤ τῶν δη­μο­τι­κι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι, πρέ­πει νὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με, ἔ­φτα­σαν σὲ με­γα­λύ­τε­ρες καὶ γε­λοι­ο­δέ­στε­ρες ὑ­περ­βο­λὲς ἀ­π’ ὅ­τι οἱ κα­θα­ρευ­ου­σιά­νοι τό­σο μὲ τὶς με­τα­γλωττι­στι­κὲς ὅ­σο καὶ, κυ­ρί­ως, μέ τὶς ἐ­ξευ­ρω­πα­ϊ­στι­κὲς προ­τά­σεις τους, ὅ­πως τὸ λα­τι­νι­κὸ ἀλ­φά­βη­το κ.ἄ. Τε­λι­κῶς καὶ χά­ρη στὶς «ἀ­να­τρο­πὲς» τῆς δε­ξιᾶς, καὶ σὲ ὅ­σα ἐ­πα­κο­λού­θη­σαν, καὶ σὲ ὅ­σα οἱ «ἀ­να­τρο­πὲς» καὶ οἱ «ἀλ­λα­γὲς» συ­νε­πέ­φε­ραν στὴ γλῶσ­σα, στὴν Παι­δεί­α κ.λ.π., πρέ­πει νὰ ἔ­γι­νε ξε­κά­θα­ρο σὲ ὅ­λους ὅ­σοι δὲν φα­να­τί­ζο-νται μὲ τὸ ἰ­δε­ο­λό­γη­μα τοῦ γλωσ­σι­κοῦ ὅ­τι ἡ γλῶσ­σα εἶ­ναι ἕ­νας ζωντα­νὸς ὀρ­γα­νι­σμὸς ποὺ συ­νε­χῶς ἐν­σω­μα­τώ­νει ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πορ­ρί­πτει. Ἡ ζωντά­νια ὅ­μως τοῦ ὅ­ποι­ου ὀρ­γα­νι­σμοῦ δὲν δι­α­τη­ρεῖ­ται ὅ­ταν τὸν ἀ­να­πη­ρο­ποι­οῦ­με μὲ δι­ά­φο­ρους ἀ­κρω­τη­ρια­σμούς, ὅ­πως ἡ κα­τάρ­γη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας, για­τὶ αὐ­τοὶ οἱ ἀ­κρω­τη­ρια­σμοὶ θὰ ὁ­δη­γή­σουν στὴν ἀντι­κα­τά­στα­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­πὸ ἄλ­λες ζω-ντα­νὲς γλῶσ­σες, ὅ­πως πι­θα­νώ­τα­τα τὰ ἀγ­γλι­κά.

Ἐρ.: Τε­λι­κῶς προ­σέ­φε­ρε κά­τι αὐ­τὴ ἡ «φα­γω­μά­ρα» κα­θα­ρευ­ου­σιά­νων – δη­μο­τι­κι­στῶν;
Ἀπ.: Δὲν νο­μί­ζω˙ πι­στεύ­ω ὅ­τι κα­θυ­στέ­ρη­σαν τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη καὶ τῆς γλώσ­σας καὶ τῆς παι­δεί­ας γε­νι­κώ­τε­ρα. Γι’ αὐ­τὸ ἡ λο­γο­τε­χνί­α, ποὺ σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς ἔ­μει­νε ἔ­ξω ἀ­π’ τὸν κα­βγά, ἀ­να­πτύ­χθη­κε. Οἱ δύ­ο πα­ρα­τά­ξεις δι­α­φέ­ρουν κα­τὰ τοῦ­το ποὺ νο­μί­ζω ὅ­τι εἶ­ναι ση­μαντι­κό: ἡ «κα­θα­ρεύ­ου­σα» ἤ ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γι­κὰ «λό­για», καὶ κυ­ρί­ως γρα­πτὴ, γλῶσ­σα στη­ρί­ζε­ται σὲ κά­τι ὑ­παρ­κτὸ ἤ ὑ­πάρ­ξαν, δη­λα­δὴ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή, ἀ­φοῦ ἀπ’ αὐ­τὴν πῆ­ραν οἱ λό­γιοι ἕ­ναν με­γά­λο ἀ­ριθ­μὸ ἐ­τύ­μων, καὶ ἀ­π’ αὐ­τὰ δη­μι­ούρ­γη­σαν νέ­ες λέ­ξεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες, ἔ­χουν πα­ρα­μεί­νει καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ-νται ἀ­πὸ ὅ­λους μας κα­θη­με­ρι­νά, ὅ­πως κε­φα­λαι­ο­κρα­τί­α, ὑ­πο­τρο­φί­α, προ­ϋ­πό­θε­ση, συ­νέντευ­ξη, φω­νο­γρά­φος κ.ἄ., κ.ἄ. καθώς κι ἕ­ναν ἀ­πέ­ρα-ντο ἀ­ριθ­μὸ λέ­ξε­ων ὁ­ρο­λο­γί­ας γιὰ δι­ά­φο­ρες ἐ­πι­στῆ­μες ὅ­πως τὴν Ἰ­α­τρι­κή, Νο­μι­κή, τὶς ἀν­θρω­πι­στι­κὲς καὶ τε­χνο­λο­γι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Βα­σι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­γω­γῆς ἀ­ναγκαί­ων λέ­ξε­ων εἶ­ναι κυ­ρί­ως μιὰ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γλωσ­σο­πλα­στι­κή, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­γι­ναν εὔ­κο­λα ἀ­πο­δε­κτὲς ἀ­πὸ τὴν εὐ­ρύ­χω­ρη ἀ­δογ­μά­τι­στη κα­θο­μι­λου­μέ­νη δη­μο­τι­κή.
Ἀντιθέτως, οἱ φα­να­τι­κοὶ δη­μο­τι­κι­στὲς κα­τα­σκευά­ζουν στὸ γρα­φεῖ­ο λέ­ξεις δῆ­θεν λα­ϊ­κὲς ποὺ οὐ­δέ­πο­τε λα­λή­θη­καν ἀ­π’ τὸν λα­ὸ ἤ ὅ­ποι­ον ἄλ­λον˙ ἄλ­λο γνώ­ρι­σμα τῶν φα­να­τι­κῶν δη­μο­τι­κι­στῶν εἶ­ναι ἡ προ­τί­μη­σή τους στὶς ξέ­νες λέ­ξεις καὶ ἡ διὰ τῆς βί­ας εἰ­σα­γω­γή τους. Ἄν προ­σέ­φε­ραν κά­τι, αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ τὸ ἀ­να­ζη­τή­σου­με στὴν Παι­δεί­α, ὅ­που ὅ­μως τὰ πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἀ­πο­γο­η­τευ­τι­κά. Γι’ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε ἔ­χου­με τὶς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες με­ταρρυθ­μί­σεις.

Ἐρ.: Εἶ­ναι πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­δρο­μή, ἀλ­λὰ ἀ­να­φερ­θή­κα­τε κυ­ρί­ως στὴν ἀντι­πα­ρά­θε­ση Κα­θα­ρεύ­ου­σας – Δη­μο­τι­κῆς. Ἐλά­χι­στα ὅ­μως εἴ­πα­με γιὰ τὸ μο­νο­το­νι­κὸ καὶ τὴ λα­τι­νο­ποί­η­ση.
Ἀπ.: Ἔ­χε­τε δι­κί­ο, ἀλ­λὰ προ­σπά­θη­σα νὰ δεί­ξω τὰ αἴ­τια τῆς δι­α­μά­χης ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου ὀ­φεί­λονται στὴν συμπα­ρά­τα­ξη τῶν Ἑλ­λή­νων πρω­τα­γω­νι­στῶν στὸ ἰ­δε­ο­λό­γη­μα τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ καὶ τοῦ ἐκ­δυ­τι­κι­σμοῦ ποὺ μᾶς κα­τα­τρύ­χει καὶ σή­με­ρα μὲ τὴν ἐ­πω­νυ­μί­α τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ.

Ἡ ἀ­παί­τη­ση γιὰ κα­τάρ­γη­ση τῶν τό­νων ἤ γιὰ τὴν «ἁ­πλο­ποί­η­ση» τῆς γρα­φῆς εἶ­ναι κι αὐ­τὴ πο­λὺ πα­λιὰ˙ ἀ­κό­μη καὶ πρὶν τὸ ’21. Κι ἐ­πα­νῆλ­θε στὸ προ­σκή­νιο, ἄν καὶ δει­λὰ, κά-μπο­σες φο­ρές.

Ἡ κα­τάρ­γη­ση τῶν τό­νων, ὅ­μως, ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νε­ται στὴν κα­το­χή, ὅ­σο καὶ ἄν αὐ­τὸ φαίνεται ἀ­πί­στευ­το, ὅ­ταν ἡ Φι­λο­σο­φι­κὴ Ἀ­θη­νῶν ἐγκα­λεῖ τὸν Ἰ. Κα­κρι­δῆ, νε­α­ρὸ Κα­θη­γη­τὴ τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν στὴ σχο­λή, ἐ­πει­δὴ κυ­κλο­φό­ρη­σε βι­βλί­ο του στὸ μο­νο­το­νι­κό. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τό, προ­φα­νῶς, δὲν ἐ­παρ­κοῦ­σε, τὸν κα­τη­γο­ροῦν ὅ­τι ἐ­ξε­βί­α­ζε τοὺς φοι­τη­τὲς ν’ ἀ­γο­ρά­ζουν τὰ βι­βλί­α του! Ἐ­πι­πλέ­ον, οἱ γλωσ­σα­μύντο­ρες δὲν δι­στά­ζουν, με­σού­σης τῆς κα­το­χῆς, νὰ τὸν κα­τη­γο­ρή­σουν καὶ ὡς ἀ­ρι­στε­ρό! Καὶ τὸν περ­νᾶ­νε κι ἀ­π’ τὸ πει­θαρ­χι­κὸ ποὺ τὸν τι­μω­ρεῖ μὲ προ­σω­ρι­νὴ δί­μη­νη ἀ­πό­λυ­ση ἀ­π’ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο! Ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν ἀ­ξι­ο­θρή­νη­το καυ­γᾶ τῶν σο­φῶν στὴν Ἀ­θή­να ἔ­χου­με τὴν ἔκ­δο­ση δύ­ο βι­βλί­ων, τὴ «Δί­κη τῶν Τό­νων» (1943) καὶ τὴν «Ἀ-ντι­δι­κί­α τῶν Τό­νων» (1944), ἀ­πὸ τὶς ἀντί­στοι­χες ἀντι­μα­χό­με­νες πα­ρα­τά­ξεις. Τώ­ρα ὅ­μως, μὲ τὴν ἔ­ρευ­νά μας, φαί­νε­ται ὅ­τι φθά­σα­με καὶ στὴν Ἐκ­δί­κη­ση τῶν Τό­νων ! …Αὐ­τὰ συ­νέ­βαι­ναν στὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ὅ­λα τἄ­σκια­ζε φο­βέ­ρα καὶ τὰ πλά­κω­νε ἡ σκλα­βιά, οἱ γλωσ­σα­μύν­το­ρες πα­νε­πι­στη­μια­κοὶ θε­ω­ροῦ­σαν ὅ­τι τὸ ἔ­θνος κιν­δύ­νευ­ε ἀ­πὸ ἕ­να βι­βλί­ο τυ­πω­μέ­νο μο­νο­το­νι­κά. Τὴν ἴ­δια πά­λι πε­ρί­ο­δο ποὺ ὁ «ἀ­γράμ­μα­τος» λα­ὸς ἔ­γρα­φε στὰ βου­νὰ τὸ ἔ­πος τῆς ἀντί­στα­σης, οἱ κομ­μα­τι­κοὶ ἰν­στρού­χτο­ρες ἀπ’ τὴν Ἀ­θή­να ἐ­πρέ­σβευ­αν ὅ­τι ὁ ἀ­γώ­νας ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­χί­σει ἀ­πὸ τὶς πό­λεις μιὰ καὶ αὐ­τές, μό­νον, δι­έ­θε­ταν …προ­λε­τα­ριά­το!: Ὁ ἀ­θη­νο­κεντρι­κὸς Δι­α­φω­τι­σμὸς δὲν ἐκ­δη­λώ­νε­ται μό­νον στὸ γλωσ­σι­κό…

Ἐρ.: Δὲν εἴ­πα­με ὅ­μως τί­πο­τε γιὰ τὴ λα­τι­νο­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας.
Ἀπ.: Εἶ­ναι φυ­σι­κὰ ἡ ἄ­πο­ψη ὁ­ρι­σμέ­νων προ­ο­δευ­τι­κῶν ὅ­τι καὶ ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα, πρέ­πει νὰ γρά­φε­ται ὅ­πως καὶ οἱ ἄλ­λες οἱ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς γλῶσ­σες, δη­λα­δὴ μὲ λα­τι­νι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες. Εἶ­ναι τὸ κο-μπλε­ξι­κὸ σα­ρά­κι τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ ποὺ κα­τα­τρώ­ει ἀ­πὸ πα­λιὰ ἀρ­κε­τοὺς ἀ­ρι­στε­ροὺς κι ἀ­ρι­στε­ρί­ζοντες. Κι’ αὐ­τὸ εὶ­ναι πα­λιό˙ καὶ εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς ἀ­παί­τη­ση τῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς καί, ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, τοῦ Δ. Γλη­νοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος, παρ’ ὅ­τι καὶ ἀρ­χαῖ­α γνώ­ρι­ζε καὶ μόρ­φω­ση ἀ­συ­νή­θι­στη εἶ­χε, ἐν τού­τοις ἀ­κο­λου­θοῦ­σε κα­τὰ γράμ­μα τὶς ἀ­νι­σορ­ρο­πί­ες τοῦ Ψυ­χά­ρη καὶ μι­λοῦ­σε γιὰ «πνε­μα­τι­κὰ ρέ­μα­τα», καὶ πρό­τει­νε ἀρ­γό­τε­ρα καὶ τὸ λα­τι­νι­κὸ ἀλ­φά­βη­το για­τὶ αὐ­τὸ «λύ­νει μὲ μιᾶς τὸ ὀρ­θο­γρα­φι­κό μας πρό­βλη­μα καὶ μᾶς εἰ­σά­γει μορ­φι­κὰ στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τῶν ἐ­βρω­πα­ϊ­κῶν λα­ῶν» (Γλη­νός, Δ. 1929). Αὐ­τὲς οἱ κομπλε­ξι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις, ποὺ δι­α­τυ­πώ­νονται τὸ 1929, μοιά­ζει σὰν νὰ ἐ­πη­ρε­ά­στη­καν καὶ ἀπ’ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ἀ­να­μορ­φω­τῆ τῆς γεί­το­νος Κε­μὰλ Ἀ­τα­τούρκ ὁ ὁ­ποῖ­ος σὲ μιὰ νύ­χτα, κα­τήρ­γη­σε τὴν ἀ­ρα­βο­περ­σι­κὴ γρα­φή, ἀν­τι­κα­θι­στώ-ντας την μὲ τὴ λα­τι­νι­κή, σα­κα­τεύ­ο-ντας ἔ­τσι, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἐ­πα­ΐ­ον­τες, τὴν τουρ­κι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α.

Ἐρ.: Ἡ λα­τι­νο­ποί­η­ση ὅ­μως ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε, δὲν νο­μί­ζε­τε;
Ἀπ.: Ἐ­μέ­να μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι μᾶλ­λον «ἐγ­κα­τα­λεί­πε­ται» ἡ ἑλ­λη­νι­κή, ἐ­νῶ ἡ λα­τι­νο­ποί­η­ση ἤ­δη καλ­πά­ζει. Δὲν ἔ­χου­με πα­ρὰ νὰ κοι­τά­ζου­με γύ­ρω μας, ἤ νὰ βά­λου­με αὐ­τὶ ν’ ἀ­κού­σου­με ρα­δι­ό­φω­νο ἤ τη­λε­ό­ρα­ση ἤ νὰ δι­α­βά­σου­με τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες. Ἡ ζω­ή, ἤ ἡ φύ­ση ὅ­πως λέ­νε, ἀ­πε­χθά­νε­ται τὸ κε­νό. Καὶ τὸ κε­νὸ τὸ δη­μι­ούρ­γη­σε τὸ κου­τσού­ρε­μα τῆς γλώσ­σας. Μιὰ γλῶσ­σα ἀ­νά­πη­ρη πῶς ν’ ἀντι­στα­θεῖ στὴ λαί­λα­πα τῆς ἀ­με­ρι­κα­νο­ποί­η­σης; Ρίξ­τε μιὰ μα­τιὰ στὰ βι­βλί­α τοῦ Γιά­ννη τοῦ Κα­λι­ό­ρη, κι ἰ­δι­αί­τε­ρα, γι’ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα, στὸν «Γλωσ­σι­κὸ Ἀ­φελ­λη­νι­σμό». Ὁ ἀ­κραῖ­ος καὶ φα­να­τι­κὸς ἐκ­δη­μο­τι­κι­σμὸς θὰ ἐ­ξα­φα­νί­σει τὴν εἰ­ρω­νεί­α, τὸ ὑ­πο­νο­ού­με­νο, τὸν ὑ­παι­νι­κτι­κὸ λό­γο, γιὰ νὰ ποῦ­με μό­νο λί­γα γιὰ τὴν χρη­σι­μό­τη­τα καὶ τῆς λε­γό­με­νης κα­θα­ρεύ­ου­σας. Ἐ­πι­πλέ­ον μὲ τὴν ὑ­πε­ρα­πλο­ποί­η­ση ἤ μᾶλ­λον τὸ κου­τσού­ρε­μα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­νοί­γει ὁ δρό­μος γιὰ τὴν πλή­ρη κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς ἀγ­γλι­κῆς, ὅ­πως λέ­ει κι ὁ φί­λος μου ὁ Φρῖ­ξος Ἐ­ξάλ­λου ὁ ὁ­ποῖ­ος, τε­λευ­ταῖα, τὄ­χει ρί­ξει στὰ στι­χά­κια:
«Σὰν κό­βει ὁ ἕ­νας τὴν ψι­λή,
κι ὁ ἄλ­λος τὴ δα­σεῖ­α,
θὰ … πε­ρι­σπᾶ­ται ἀγ­γλι­στὶ,
τοῦ Γέ­νους ἡ παι­δεί­α»

Ἐρ.: Ἀπ’ ὅ­,τι βλέ­που­με πάν­τως, καὶ τὸ εἴ­πα­τε κι ἐ­σεῖς, σχε­δὸν ὅ­λοι τώ­ρα πα­ρα­δέ­χονται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει πρό­βλη­μα μὲ τὴ γλῶσ­σα, ἀ­φοῦ καὶ πολ­λοὶ σο­βα­ροὶ συγ­γρα­φεῖς δεί­χνουν μιὰ ἐμ­μο­νὴ στὰ ἀρ­τι­με­λῆ ἑλ­λη­νι­κά˙ νο­μί­ζε­τε ὅ­τι τε­λι­κῶς θὰ ἐ­πι­λη­φθεῖ ἡ Πο­λι­τεί­α;
Ἀπ.: Μα­κά­ρι! Ἄν καὶ, φο­βᾶ­μαι ὅ­τι «οὐ δύ­να­ται σω­θῆ­ναι τὰ πράγ­μα­τα δι’ ὧν δι­ε­φθά­ρη­σαν».

Ἐρ.: Μὰ ἤ­δη ἡ ὑ­πουρ­γὸς Παι­δεί­ας αὐ­ξά­νει τὶς ὧ­ρες τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν στὰ σχο­λεῖ­α.
Ἀπ.: Πράγ­μα­τι, καὶ χαί­ρο­μαι γι’ αὐ­τό. Ἄλ­λω­στε ἡ κ. Γι­αν­νά­κου εἶ­ναι κι αὐ­τὴ για­τρός! καὶ μά­λι­στα ψυ­χί­α­τρος! Φο­βᾶ­μαι ὅ­μως ὅ­τι ἡ ζη­μιὰ ἔ­χει γί­νει, καὶ εἶ­ναι με­γά­λη. Σκε­φτεῖ­τε πό­σοι φι­λό­λο­γοι ἀ­πο­φοί­τη­σαν μὲ ἀ­νά­πη­ρα ἑλ­λη­νι­κὰ στὰ 23 χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σαν. Προ­τι­μώ­τε­ρο, ἐ­μέ­να του­λά­χι­στον, μοῦ φαί­νε­ται νὰ ἀρ­χί­σει ἀπ’ τὸ Δη­μο­τι­κὸ μὲ τὴν ἐ­πα­να­φο­ρὰ τοῦ λε­γό­με­νου πο­λυ­το­νι­κοῦ, ποὺ ἐ­γὼ θὰ τὸ ὀ­νό­μα­ζα «εὐ­φω­νι­κὸ» ἐ­νῶ τὸ ἄλ­λο «μο­νό­το­νο», για­τὶ ἡ γλῶσ­σα δὲν εἶ­ναι σκέ­τες οἱ λέ­ξεις μέ, ἤ χω­ρίς, τοὺς τό­νους˙ εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ σχέ­ση με­τα­ξύ τους, καὶ τὴ σχέ­ση αὐ­τὴ τὴν κα­θο­ρί­ζουν οἱ τό­νοι, ἡ μου­σι­κὴ τῆς γλώσ­σας, ὅ­πως ὡ­ραῖ­α τὸ ἔ­δει­ξε ὁ Δ. Σαβ­βό­που­λος (1988). Οἱ γο­νεῖς λοι­πόν, ποὺ ξο­δεύ­ουν τό­σα γιὰ τὴ γλωσ­σο­μά­θεια τῶν παι­δι­ῶν τους, ἄς προ­σθέ­σουν στὸν οἰ­κο­γε­νεια­κὸ προ­ϋ­πο­λο­γι­σμὸ τὰ ἀ­παι­τού­με­να καὶ γιὰ μί­α ἀ­κό­μη γλῶσ­σα, τὴν ἑλ­λη­νι­κή, πρὶν γί­νει κι αὐ­τή, μί­α ἀ­κό­μη «ξέ­νη» γλῶσ­σα …

Ἐρ.: Μιὰ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρώ­τη­ση: τὶ γνώ­μη ἔ­χε­τε γιὰ τὴν πρό­σφα­τη εἰ­σα­γω­γὴ τῆς δη­μο­τι­κῆς στὴ Θ. Λει­τουρ­γί­α;
Ἀπ.: Τὴ χει­ρό­τε­ρη! Δὲν εἴ­πα­με ἀπό τοὺς γλωσ­σι­κοὺς καυ­γά­δες δὲν λεί­πουν οἱ πα­νε­πι­στη­μια­κοί, οἱ για­τροὶ καὶ οἱ πα­πά­δες; Ἦ­ταν και­ρὸς νὰ κά­νει, καὶ γι’ αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα, τὴν ἐμ­φά­νι­σή του ὁ Μα­κα­ρι­ώ­τα­τος… Μὲ ἐ­ξέ­πλη­ξε πάν­τως, ἐ­πει­δὴ ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ψάλ­λει πο­λὺ ὡ­ραῖ­α καὶ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χε ἀντι­λη­φθεῖ ὅ­τι, ἄν ἐ­πέ­ζη­σε ὡς τὰ σή­με­ρα ἡ Λει­τουρ­γί­α, αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται κυ­ρί­ως στὴν ποί­η­σή της, στὴ μου­σι­κή της, καὶ ὄ­χι στὰ νο­ή­μα­τα. Φαί­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πός μας πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζε­ται κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ δι­α­φω­τι­στὲς ποὺ τὸν ὠ­θοῦν, κά­θε λί­γο καὶ λι­γά­κι, νὰ βρί­σκε­ται στὸ προ­σκή­νιο… Εἶ­ναι κρί­μα˙ μοῦ θυ­μί­ζει ἕ­να προ­ε­κλο­γι­κὸ σύν­θη­μα: «Ὁ Συ­να­σπι­σμὸς στὸ κέν­τρο τῶν ἐ­ξε­λί­ξε­ων»!…

ΠΑ­ΡΑ­ΠΟΜ­ΠΕΣ- ΒΙ­ΒΛΙ­Ο­ΓΡΑ­ΦΙ­Α

  1. Γλη­νός, Δ., 1925, Ἕ­νας Ἄ­τα­φος Νε­κρὸς, Ἐκδ. Ἑ­ται­ρεί­α «Α­ΘΗ­ΝΑ».
  2. Γλη­νός, Δ., 1929, «Ἡ Θε­ρα­πεί­α τῆς Ἀ­γραμ­μα­το­σύ­νης», στὸ Φω­νη­τι­κὴ Γρα­φή, Ἀ­θή­να, Κάλ­βος.
  3. Ἐ­λύ­της, Ὀ., 1990, Τὰ Δη­μό­σια καὶ τὰ Ἰ­δω­τι­κά. Ἐκ­δό­σεις Ἴ­κα­ρος.
  4. Ἐ­λύ­της, Ὀ., 2000, Αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α σὲ Λό­γο Προ­φο­ρι­κό. Ἐκ­δό­σεις «Ὕ­ψι­λον/Βι­βλί­α».
  5. Κα­λι­ό­ρης, Γ.Μ., 1981, Πα­ρεμ­βά­σεις. Ἀ­θή­να, Κέ­δρος.
  6. Κα­λι­ό­ρης, Γ.Μ., 1986. Πα­ρεμ­βά­σει­ς Ι­Ι – Γλωσ­σι­κά. Ἀ­θή­να, Ἑ­ξάν­τας.
  7. Κα­λι­ό­ρης, Γ.Μ., 1991. Ἡ Ξύ­λι­νη Γλῶσ­σα. Ἀ­θή­να, Ἁρ­μός.
  8. Κα­λι­ό­ρης, Γ.Μ., Ὁ Γλωσ­σι­κὸς Ἀ­φελ­λη­νι­σμός. Ἀ­θή­να, Κέ­δρος. Α’ ἔκ­δο­ση 1984, Πο­λύ­τυ­πο, Γ’ ἔκ­δο­ση, Ἁρ­μὸς 1993.
  9. Κα­λι­ό­ρης, Γ.Μ., 1996, Ἐξ Ἐ­πα­φῆς, Ἀ­θή­να, Ἁρ­μός.
  10. Καρ­γά­κος, Σ., 1991, Ἀ­λε­ξί­α, Ἐκ­δό­σεις G­u­t­e­n­b­e­rg.
  11. Κίσ­σιν­γκερ, Χ., 1997, Οἰ­κο­νο­μι­κὸς Τα­χυ­δρό­μος, 14.8.1997.
  12. Λι­γνά­δης, Τ., 1989, Κα­ταρ­ρέ­ω, Ἐκ­δό­σεις «Ἀ­κρί­τας».
  13. Πε­ρι­ο­δι­κὸ Εὐ­θύ­νη, 1991, «Τὸ Σκάν­δα­λο τοῦ Μο­νο­το­νι­κοῦ», Φύλ­λα μά­χης/ 1, σελ. γ’-ι­δ’. Ἀ­θή­να, Σε­πτέμ­βριος 1991.
  14. Σαβ­βό­που­λος, Δ., 1988. «Τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ ὡς Τρα­γού­δι» στὸ Ἀν­δρό­νι­κος, Μ., Γε­ωρ­γου­σό­που­λος, Κ., Καλ­λι­ό­ρης, Γ., κ.ἄ. Δη­μό­σιος Δι­ά­λο­γος γιὰ τὴν Γλῶσ­σα. Ἀ­θή­να, Ἐκ­δό­σεις Δό­μος.
  15. Τζι­ρο­πού­λου-Εὐ­στα­θί­ου, Ἄ., 2002, Ἕλ­λην Λό­γος. Πῶς ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Γο­νι­μο­ποί­η­σε τὸν Παγκό­σμιο Λό­γο, Ἀ­θή­να, Ἐκ­δό­σεις Γε­ωρ­γιά­δης «Βι­βλι­ο­θή­κη τῶν Ἑλ­λή­νων».
  16. Τσο­πα­νά­κης, Ἀ.Γ., 1994, Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Γραμ­μα­τι­κή, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Ἐκ­δο­τι­κὸς Οἶ­κος Ἀ­δελ­φῶν Κυ­ρι­α­κί­δη.
  17. Φι­λήντας, Μ., Γλη­νὸς, Δ., Σι­δέ­ρης, Γ., Γι­ο­φύλ­λης, Φ., Χατ­ζη­δά­κης, Ν., Πρού­σης, Κ., Καρ­θαῖ­ος, Κ., Μπε­νέ­κος, Γ.Μ. 1980, Φω­νη­τι­κὴ Γρα­φή, Ἀ­θή­να, Κάλ­βος.
  18. Ψυ­χά­ρης, Γ. 1929. Με­γά­λη Ρω­μαί­ϊ­κη Ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ Γραμ­μα­τι­κὴ τῆς Δη­μο­τι­κῆς, Τό­μος Α’, Ἐν Ἀ­θή­ναις, Ἐκ­δο­τι­κὸς Οἶ­κος «Ἐ­λευ­θε­ρου­δά­κης».
  19. «Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὑ­πὲρ τοῦ πα­λαι­οῦ συ­στή­μα­τος, ἐ­ναν­τί­ον τοῦ μο­νο­το­νι­κοῦ καὶ ὑ­πέρ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λη­νι­κῶν. Εἶ­ναι ἡ βά­ση γιὰ νὰ ξέ­ρει τὴν ἐ­τυ­μο­λο­γί­α τῶν λέ­ξε­ων. Ἡ ση­με­ρι­νὴ κα­κο­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας μὲ ἐ­νο­χλεῖ καὶ αἰ­σθη­τι­κά. Θέ­λω νὰ δῶ γραμ­μέ­νο «κα­φε­νεῖ­ον» κι ἄς μὴν τὸ προ­φέ­ρου­με μὲ «ν». Τώ­ρα, ὅ­λες οἱ λέ­ξεις ἔ­χουν μιὰ τρύ­πα» (Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἐ­λύ­της, «Τὸ Σκάν­δα­λο τοῦ Μο­νο­το­νι­κοῦ», σελ. Ι­Α).
  20. Τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ εἶ­ναι τρα­γού­δι, ὄ­χι ἁ­πλῶς καὶ μό­νον ἐ­πει­δὴ ἡ ἐκ­φο­ρά τους δι­α­θέ­τει πλού­σιο κυ­μα­τι­σμό˙ κι ἄλ­λες γλῶσ­σες ἠ­χοῦν ὄ­μορ­φα. Τὰ ἰ­τα­λι­κὰ π.χ. δὲν ὑ­στε­ροῦν ἀ­π’ αὐ­τῆς τῆς ἀ­πό­ψε­ως. Κά­θε γλῶσ­σα ἔ­χει τὸν ἦ­χο της. Ὅ­μως μό­νον ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα εἶ­ναι τρα­γού­δι, ἐ­πει­δὴ μό­νον ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα ἔ­χει συ­νεί­δη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ της ὡς τρα­γου­διοῦ. Τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα αὐ­τῆς τῆς συ­νεί­δη­σης εἶ­ναι οἱ τό­νοι καὶ τὰ πνεύ­μα­τα τῶν Ἀ­λε­ξαν­δρι­νῶν (Δι­ο­νύ­σης Σαβ­βό­που­λος, 1988, σελ. 195. «Τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ ὡς Τρα­γού­δι», στὸ Δη­μό­σιος Δι­ά­λο­γος γιὰ τὴν Γλῶσ­σα, Ἐκ­δό­σεις Δό­μος).
  21. «… ὅ­που τὸ κά­θε ὠ­μέ­γα, τὸ κά­θε ἔ­ψι­λον, ἡ κά­θε ὀ­ξεί­α, ἡ κά­θε ὑ­πο­γε­γραμ­μέ­νη, δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ ἕ­νας κολ­πί­σκος, μιὰ κα­τω­φέ­ρεια, μιὰ κά­θε­τη βρά­χου πά­νω σὲ μιὰ καμ­πύ­λη πρύ­μνας πλε­ού­με­νου, κυ­μα­τι­στοὶ ἀμ­πε­λῶ­νες, ὑ­πέρ­θυ­ρα ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀ­σπρά­κια ἤ κοκ­κι­νά­κια, ἐ­δῶ ἤ ἐ­κεῖ, ἀ­πὸ πε­ρι­στε­ρι­ῶ­νες καὶ γλά­στρες μὲ γε­ρά­νια» (Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἐ­λύ­της, 1990, Τὰ Δη­μό­σια καὶ τὰ Ἰδιωτικά, σελ. 9).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ