του Γ. Τσέγκου, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005
Διαφωνίες γιὰ τὴ γλῶσσα ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν καὶ ἐκδηλώνονται πάντοτε ἐκ τῶν ἄνω σὲ διάφορα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴν τουρκοκρατία. Παλιὰ ἦταν οἱ Φαναριῶτες καὶ Κοτσαμπάσηδες ἐναντίον τῶν «ἀγράμματων» ὑποδούλων, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν θὰ ἔπρεπε πρῶτα νὰ μορφωθοῦν, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ «σπουδαγμένοι». Ἀργότερα ὅμως τὸ γλωσσικὸ φουντώνει καὶ γίνεται ἰδεολογία ἀπὸ τοὺς Διαφωτιστές, κυρίως τοὺς Παριζιάνους μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Κοραῆ, ποὺ προτείνει νὰ λέμε τὸ ὁσπίτιον, τὸ ὀψάριον, τὸ κρασίον, τὸ μουστάκιον, τὸ φρύδιον κ.ἄ., ποὺ τοῦ φαίνονταν πιὸ ἑλληνοφανῆ. Ὁ Κοραῆς, ποὺ ἔζησε ὅλη σχεδὸν τὴ ζωή του στὸ Παρίσι, πιστεύει, ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι ἐκδυτικισμένοι λόγιοι, ὅτι γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ, καί, ἀργότερα, μετὰ τὸ ᾿21, γιὰ νὰ ὀρθοποδήσει ὁ τόπος πρέπει νὰ ἀποκαθαρθεῖ ἡ γλῶσσα ἀπὸ τὶς τούρκικες, βενετσιάνικες κ.ἄ. λεκτικὲς προσμίξεις ἀντικαθιστώ-ντας τες μὲ γνήσιες ἑλληνικές. Αὐτὴ ἡ «ἑλληνοτροπία» τῶν καθαρευουσιάνων, ποὺ ἔστρεφε τὸ βλέμμα ἀποκλειστικὰ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἐναρμονίζονταν καὶ μὲ τὸ πνεῦμα τῶν εὐρωπαίων διαφωτιστῶν καὶ τὴν ἀπαξιωτική τους στάση γιὰ τὸ Βυζάντιο, καὶ ὑποτιμοῦσε συνακόλουθα τὴν καθομιλουμένη, τὴν ὁποία ἀπέριπτε ὡς ὑποπροϊὸν τῆς Τουρκοκρατίας. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ τάση, ποὺ οὔτε τὴν ἀρχαία γλῶσσα ἀνέστησε, οὔτε καὶ τὴν καθομιλουμένη ἀποκάθαρε, προσέφερε ἐν τούτοις σημαντικὸ ἔργο μὲ τὴ δημιουργία νέων καὶ ὡραίων λέξεων ποὺ βέβαια δὲν ὑπῆρχαν στὴν ἀρχαία, ἀλλὰ ποὺ συντέθηκαν μὲ ὑλικὰ ἀπὸ αὐτή, ὅταν ἔπρεπε νὰ ἐκφρασθοῦν νέες ἔννοιες καὶ πράγματα, ὅπως π.χ. τὸ ποδήλατο, ἡ ὑφαλοκρηπίδα, ἡ ἐφημερίδα, τὸ τηλέφωνο, κ.ἄ., μὲ μιὰ ἐργώδη ὀνοματουργία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Καλιόρης (1996), ἡ ὁποία ἔδωσε τὰ 3/4 τοῦ συγχρόνου λεξιλογίου.
Κάπως ἔτσι διαμορφώνεται αὐτὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθεῖ καὶ Σχολὴ τῶν Παριζιάνων Διαφωτιστῶν, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ δύο κύριες κομματικοποιημένες ἀποχρώσεις: αὐτὴν τῆς Ἐπιστροφῆς (στὰ ἀρχαῖα) καὶ ἡ ἄλλη τῆς Ἀναμόρφωσης (τοῦ λαοῦ). Ἀλλὰ καὶ τὰ δύο «κόμματα», εἶναι κατ’ οὐσίαν, «καθαρευουσιάνοι» ἐπειδὴ ἀμφότερα πρεσβεύουν ὅτι ἡ γλῶσσα χρειάζεται… καθάρσιο! Ἄν διαφέρουν, εἶναι ὡς πρὸς τὸ εἶδος τοῦ σκευάσματος. Οἱ μὲν συνιστοῦν ὡς κατάλληλο τὴν ἀρχαία ἑλληνική, οἱ δὲ προκρίνουν τὴ χρήση ἑνὸς «λαϊκοῦ» ἰδιώματος τὸ ὁποῖο οὐδαμοῦ καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξε, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κατασκευασθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τοὺς φωτισμένους, τὸ ὁποῖο μάλιστα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅσον τὸ δυνατὸν πιὸ ἁπλὸ καὶ εὔληπτο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κατανοήσει, («νὰ τὸ «χωνέψει», εἶναι μιὰ πρόσφατη διατύπωση τοῦ κ. Κριαρᾶ), κι ὁ συφοριασμὲνος ὁ λαός…
Ἀλλὰ ἐκ Παρισίων προέρχονται καὶ οἱ φανατικοὶ δημοτικιστὲς ὅπως ὁ ματαιόδοξος κομματάρχης Γιάννης Ψυχάρης ὁ ὁποῖος στρέφεται ἐναντίον τῶν ἐδῶ γλωσσαμυντόρων πανεπιστημιακῶν, οἱ ὁποῖοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἀνοικονόμητο καθηγητὴ Μιστριώτη θὰ προκαλέσουν, ἀργότερα, τὰ Εὐαγγελικά, τὰ Ἀθεϊκὰ τοῦ Βόλου, τὰ Μαρασλειακά κ.ἄ.˙ γιὰ τὸ γλωσσικὸ χύθηκε μάλιστα καὶ αἷμα, καὶ ὑπῆρξαν ἀκόμη καὶ νεκροί. Ὁ Ψυχάρης, καθηγητὴς τῶν Ἀνατολικῶν Γλωσσῶν, στὸ Παρίσι κι αὐτός, τάσσεται μὲ τὸν «λαὸ», παρ’ ὅτι κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν ἀντιδραστικός – ἀντιδραστικότατος, καὶ δὲν ἔζησε στὴν Ἑλλάδα, ὅπως ἄλλωστε κι ὁ Κοραῆς. Οἱ «ψυχαρικοὶ» δὲν ἀνέχονται λέξεις ὅπως π.χ. «ὑποτείνουσα» (τοῦ τριγώνου), καὶ προτείνουν γι’ αὐτή, τὸ… κατοτεντόστρα, τοὺς συγγραφεῖς τοὺς λένε «συγραφιάδες», τὴ σπονδυλικὴ στήλη «ραχόσκοινο», τὴν ἐπιφάνεια «ἀπανωσιὰ», τοῦ δράματος «τοῦ δραματιοῦ», κ.ἄ., κ.ἄ. Οἱ φανατικοὶ δημοτικιστές, ἀντὶ νὰ στηριχθοῦν στὴν ἀδιαλείπτως, ἐπὶ αἰῶνες, ἐξελισσόμενη γλῶσσα ἡ ὁποία θὰ ὁδηγοῦσε, ὅπως καὶ ὁδήγησε, στὸν ἐμπλουτισμὸ καὶ στὴν ἐνδυνάμωση τῆς καθομιλουμένης «δημοτικῆς», αὐτοὶ ἐπιδίδο-νται σὲ γλωσσικὲς κατασκευὲς ἐπινοώντας μιὰ «γλῶσσα γιὰ τὸ λαὸ» ἀλλὰ ἐρήμην τοῦ λαοῦ. Ἔτσι τὸ στόμα ἐπιβάλλεται νὰ λέγεται «γλωσσόσπιτο», τὰ ρουθούνια «μυτότρυπες», τὸ διαζύγιο «χωρισοχάρτι», ἡ ἐπιφάνεια «ἀπανωσιὰ», τὸ ἄθροισμα δὺο πλευρῶν «τὰ δύο ἀντάμα πλευρὰ τοῦ τρίγωνου», ἡ ἐξέλιξη «ξετυλιξιὰ», ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ «φυσικὴ ξεχωρισιὰ», ἡ συναίρεση «κατάπιωμα», τὸ γεγονὸς «γεγονότο», τὸ πρόβλημα «προβλήματο», τὸ πλῆρες «πλήρι», τὸν ὕπνο «κοιμήση» κ.ἄ. κ.ἄ. παρόμοια κατασκευάσματα μιᾶς ὀργιώδους φα-ντασίας μὲ τὴν ὁποία προσπαθοῦν νὰ ἐκτοπίσουν τὴ λόγια ὀνοματολογία ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, προσέδωσε τὰ «Ύ» τοῦ συγχρόνου λεξιλογίου. Ὅλα αὐτὰ τὰ αὐθαίρετα κατασκευάσματα τοῦ γραφείου ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δημιουργήσουν ἕνα ἑνιαῖο καλοῦπι, χωρὶς 3η κλίση, καὶ χωρὶς τὶς αὐξήσεις τῶν ρημάτων κ.ἄ. οὕτως ὥστε ὁ «ἀγράμματος», ὁ «ἀμαθὴς λαὸς» νὰ μπορέσει νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια του γιὰ ν’ ἀντικρύσει τὰ δυτικὰ φῶτα καὶ νὰ προκόψει.
Συντηρητικοι – προοδευτικοι
Ἡ γλωσσικὴ διαμάχη θὰ ἐπιταθεῖ ἀργότερα ἀπὸ νέους αὐτόκλητους κηδεμόνες τοῦ λαοῦ, τοὺς ἐξ ἀνατολῶν δυτικόφρονες, ἤ διαφωτιστές, τοὺς μαρξιστές. Αὐτοὶ, μὲ πιὸ ἀπροκάλυπτη ἀπαξιωτικὴ θεώρηση καὶ μεταχείριση τοῦ λαοῦ καὶ τῆς γλώσσας του, ἀποφαίνονται ὅτι γιὰ νὰ ἐπαναστατήσει ἐπιβάλλεται νὰ μάθει νὰ μιλάει διεθνιστικά ! …
Ἔτσι μὲ τὴν ἐμφάνιση, στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα, τῶν γερμανοθρεμμένων προοδευτικῶν ὅπως ὁ Γληνὸς κ.ἄ. ἀναζωπυρώνεται ἡ ἀντιπαράθεση μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἐκδίωξη ἀπ’ τὰ σχολεῖα τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Τώρα ἡ ἀντιπαράθεση γιὰ τὸ γλωσσικὸ παίρνει τὴ μορφὴ προοδευτικοὶ-συντηρητικοὶ ποὺ συνεχίζεται ὡς τὶς μέρες μας.
Ὡστόσο, οἱ πολιτικοί, ἤ ὁρισμένοι τουλάχιστον ἀπ’ αὐτούς, εἶναι πιὸ νουνεχεῖς καὶ ἤπιοι ὅπως π.χ. ὁ Βενιζέλος, καθώς, ἀργότερα, καὶ ὁ Μεταξᾶς, ὁ δικτάτορας, ὁ ὁποῖος θὰ συγκροτήσει ἐπιτροπὴ γιὰ τὴ συγγραφὴ Γραμματικῆς τῆς Δημοτικῆς, τὴ λεγόμενη ἔκτοτε «τοῦ Τριανταφυλλίδη» (αὐτὸς ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς). Ἤπιοι καὶ ἀφανάτιστοι εἶναι ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἄξιοι λογοτέχνες μας, ἀπ’ τὸν Σολωμό, ὡς τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Ροΐδη, τὸν Παλαμᾶ, τὸν Σικελιανό, τὸν Σεφέρη, τὸν Ἐλύτη, τὸν Ρίτσο, τὸν Θεοδωράκη κ.ἄ. παρ’ ὅτι δημοτικιστές.
Ἐνδεικτικὴ τῆς περιφρονητικῆς πρὸς τὸν λαὸ νοοτροπίας εἶναι μιὰ ἀποστροφὴ τοῦ κορυφαίου ἀριστεροῦ διανοούμενου καὶ φανατικοῦ ψυχαριστῆ Δ. Γληνοῦ ὁ ὁποῖος, γιὰ τὰ ἀρχαῖα, γράφει: «Θέλει ἆρά γε νὰ μανθάνουν περισσότερα ἀρχαῖα οἱ φοιτῶ-ντες εἰς τὸ Ἑλληνικὸν σχολεῖον τοῦ Μεσενικόλα ἤ τῶν Σοφάδων λόγου χάριν, καὶ δι’ αὐτὸ δυσφορεῖ ἡ Ἑλληνικὴ κοινωνία; Ἄν συμβαίνῃ τοῦτο, τότε ὑπ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα πρέπει νὰ γίνει ἡ μεταρρύθμισις καὶ πρέπει νὰ κάμωμεν τὸ Ἑλληνικὸν σχολεῖον τοῦ Μεσενικόλα ἤ τῶν Σοφάδων πεντατάξιον μὲ δὲκα ὥρας ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ τὴν ἑβδομάδα εἰς ἑκάστην τάξιν διὰ νὰ γίνουν ἱκανοὶ οἱ κάτοικοι ἐξακολουθοῦντες νὰ μεταχειρίζωνται εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα τὸ Ἡσιόδειον ἄροτρον διὰ τὰ χωράφια των, νὰ προσφωνοῦν τοὐλάχιστον καὶ τὰ βόδια των εἰς Ἡσιόδειον γλῶσσαν» (Γληνός, Δ. 1925). Κατὰ τὸν Γληνὸ πάλι ὁ λαὸς δὲν πρὲπει νὰ λέει ἀπεργία ἀλλὰ γκρέβα (ἀπὸ τὸ γαλλικὸ grève), τὸν ποιητικὸ οἷστρο, βέρβα (γαλ. verve) κ.ἄ. κ.ἄ. ὥστε «νὰ ἐξεβρωπαϊσθεῖ» (sic) …Ἐκ παραλλήλου θὰ πρέπει νὰ μάθει ὁπωσδήποτε καὶ τὴν ὁρολογία τῆς Μόσχας καὶ νὰ λέει ὁ ἰστρούχτορας, ὁ σεχταριστής, ἡ φράξια, τὸ ἀχτίφ, κι ἀργότερα, στὸ ἀντάρτικο, ἡ μπριγάδα καὶ ὄχι ἡ ταξιαρχία!… Ἄς προσθέσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ ἀριστεροὶ δημοτικιστές, ὡς Διαφωτιστὲς κι αὐτοί, συντάχθηκαν μεταγενέστερα μὲ τοὺς Κοραϊστὲς Διαφωτιστές. Ἄλλωστε ὁ Κοραῆς μεταξὺ ἄλλων, προέτεινε καὶ τὴν συνένωση Γάλλων καὶ Γραικῶν, ὅπως προτιμᾶ νὰ ὀνομάζο-νται οἱ Ἕλληνες, καὶ ὀνομάζει τὸ δημιουργηθησόμενο ἔθνος «Γραικογάλλοι»!… Ἄν ζοῦσε σήμερα, ἴσως νὰ πρότεινε, ὁμοφώνως μὲ μερικοὺς σύγχρονους δυτικόφρονες, τὸ «Γραικο-ἀμερικάνοι»!… Ἄλλωστε ὁ Λένιν δὲν εἶπε ὅτι, γιὰ νὰ ἐξαφανίσεις ἕναν λαό, ἐξαφάνισε τή γλῶσσα του; Ὁ κ. Κίσσιγκερ (1997) ἀπὸ τὴν ἄλλη συ-γκεκριμενοποίησε αὐτὴ τὴν τακτική: «Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶναι ἀτίθασσος καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν πλήξουμε βαθιὰ στὶς πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ἴσως συνετισθεῖ. Ἐννοῶ δηλαδὴ νὰ πλήξουμε τὴ γλῶσσα, τὴ θρησκεία, τὰ πνευματικὰ καὶ ἱστορικά του ἀποθέματα, ὥστε νὰ ἐξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του νὰ ἀναπτυχθεῖ, νὰ διακριθεῖ, νὰ ἐπικρατήσει, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παρενοχλεῖ στὰ Βαλκάνια, νὰ μὴ μᾶς παρενοχλεῖ στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, στὴ Μέση Ἀνατολή, σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ νευραλγικὴ περιοχὴ μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν πολιτικὴ τῶν ΗΠΑ».
η απροσδόκητη ανατροπη
Ἐρ.: Τὶ ἔγινε μετά;
Ἀπ.: Κι ἐρχόμαστε τώρα στὸν πιὸ πρόσφατο «παριζιάνο»: τὸν Κωνσταντίνο Καραμανλῆ, τὸν πολιτικὸ τοῦ «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν», ὁ ὁποῖος γυρίζοντας, τὸ ᾿74, ἀπ’ τὸ Παρίσι κι’ αὐτός, καὶ θέλοντας προφανῶς νὰ δρέψει προοδευτικὲς δάφνες καὶ ψήφους ἀντιστασιακὲς καταργεῖ τὴν (ἤδη ἀτονήσασα) καθαρεύουσα καθὼς καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἀπ’ τὸ σχολεῖο, μὲ ὑπουργὸ Παιδείας τὸν Ράλλη. Μάλιστα ὅταν οἱ Θεοδωρακόπουλος, Ζακυθινός, κ.ἄ. ἀντιδροῦν, ὁ Καραμανλῆς δίνει τὴν (ἀποσιωπούμενη ἔκτοτε), ἀπάντηση: «ἐγὼ τοὺς κλασικοὺς τοὺς διάβασα ἀπὸ ξένες μεταφράσεις» (ὑποθέτουμε κυρίως γαλλικὲς)! Ἡ στιγμὴ ἦταν κατάλληλη. τὸ Κέντρο ποὺ εἶχε εἰς βάρος του τὸν αἱματηρότατο ἐμφύλιο, καὶ ἡ Δεξιὰ τὴν μετεμφυλιακὴ περίοδο, ἀναζητοῦσαν τρόπους ἐξιλέωσης γιὰ τὰ παλιά, ἀλλὰ καὶ διαφοροποίησης ἀπὸ τὴ Δικτατορία καὶ τὰ σπαστικὰ κορακίστικα τοῦ Παπαδόπουλου.
Ἔτσι τὸ 1976, γιὰ τὸ γλωσσικό, ὑπῆρξε «ὁμοφωνία», μιὰ καὶ ἡ δεξιά, ἡ παραδοσιακὴ προστάτις τῆς καθαρεύσουσας, τώρα τοὺς «ἔβγαινε ἀπὸ ἀριστερὰ» ὅπως λέμε. Μάλιστα οἱ περὶ τὸν Καραμανλῆ φωστῆρες (Ράλλης κ.ἄ.) διαβεβαίωναν καθησυχαστικά τοὺς ἀδιάλλακτους «προοδευτικοὺς», ὅτι σιγὰ-σιγὰ θὰ πᾶμε καὶ στὴν κατάργηση τῶν τόνων. Κυριάρχησαν, καὶ πάλι, οἱ κρυψιβουλίες καὶ οἱ μειονεξίες κάποιων πολιτικῶν καὶ κάποιων πανεπιστημιακῶν, κυρίως μερικῶν, ὄχι ὅλων, ἀπὸ τὴ Φιλοσοφικὴ Θεσσαλονίκης, φίλων καὶ μαθητῶν τοῦ Ἰ. Κακριδῆ, ἀφοῦ ἐκεῖ κατέφυγε, ὅταν τὸ 1946 τὸν ἀπέλυσαν ὁριστικῶς οἱ γλωσσαμύντορες τῶν Ἀθηνῶν! . . . Αὐτὲς τὶς «ἀρετὲς» ἄλλωστε τὶς ἐκμεταλλεύονταν κατὰ καιρούς, καὶ συνδαύλιζαν καὶ μ’ αὐτὲς τὴ ντόπια φανατίλα ἀνάλογα μὲ τὰ συμφέρο-ντά τους, οἱ ἑκάστοτε ξένοι «προστάτες» καὶ σύμμαχοι ! . . . Φάνηκε ὡστόσο ὅτι καὶ ἡ στροφὴ αὐτὴ τοῦ Καραμανλῆ δὲν ἔπεισε ἀρκετά, γι’ αὐτό, ὅταν τὸ ’81 ὁ Ἀ. Παπανδρέου, ποὺ βαυκάλιζε τοὺς ἀριστεροὺς μὲ τὰ «προοδευτικὰ» ὅπως ὁ «Γιούνης», ὁ «Γιούλης», ὑπὸ τὶς ἰαχὲς «κάτω τὰ ματωβαμένα γραφτὰ» (δηλαδὴ οἱ διορθώσεις) ἀπὸ τοὺς συνδικαλισμένους ἐκπαιδευτικούς, καὶ μὲ μόνη συνηγορία, ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες, αὐτὴ τοῦ Ἰ. Κουτσοχέρα, κατήργησε, νύκτωρ, καὶ τοὺς τόνους, μὲ τὴν τροπολογία τοῦ Βερυβάκη, ἡ Ν.Δ., στὴν ἀντιπολίτευση πλέον, θὰ πρέπει νὰ μετάνοιωσε ποὺ δὲν εἶχε τολμήσει κατὰ τὸ ’76, νὰ τοὺς καταργήσει αὐτή.
Ἐρ.: Βλέπω ὅτι εἶστε ἐνημερωμένος, παρ’ ὅτι γιατρὸς !
Ἀπ.: Ἡ ἐνημέρωσή μου εἶναι ἐρασιτεχνική, καὶ βέβαια συμπτωματική, ἀπ’ ἀφορμὴ τὴν ἔρευνά μας. Ἄλλωστε ἀπὸ παλιά, σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία, κυριαρχοῦν ἱερωμένοι, γιατροί, καὶ δάσκαλοι, κυρίως πανεπιστημιακοί, τὰ τρία κύρια ἐξουσιαστικὰ ἐπαγγέλματα, οἱ «ξερόλες». Κυρίως ὅμως εἶναι οἱ δυτικοσπουδασμένοι, οἱ δυτικόφρονες. Γιατρὸς ἦταν καὶ ὁ Βηλαρᾶς ποὺ δημοσιεύει, πρὶν τὸ ’21, τὴ «Ρομέηκη γλόσα», ἀλλὰ κι ὁ Κοραῆς κ.ἄ. Φαίνεται ὅτι οἱ γιατροὶ λόγω ἐπαγγέλματος νομίζουν ὅτι πρέπει νὰ ἔχουν γνώμη γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ δάσκαλοι˙ καὶ ἴσως ἀπ’ αὐτὸ βγῆκε καὶ τὸ «οὐδὲν μωρότερον τῶν ἰατρῶν ἄν δὲν ὑπῆρχαν οἱ διδάσκαλοι».
Ἐγὼ πάντως ποὺ οὔτε φιλόλογος, οὔτε γλωσσολόγος εἶμαι, καὶ ποὺ τὰ ἑλληνικὰ ἐξακολουθῶ νὰ τὰ μαθαίνω διαβάζοντας καὶ ἀκούγοντας κάθε μέρα, καὶ δὲν τὰ χορταίνω, πιστεύω ὅτι τὴ γλῶσσα, τελικά, τὴν κουτσούρεψε ἡ Νέα Δημοκρατία καὶ ἡ Ἀριστερά.
Ἡ, ὅποια, δική μου ἐνασχόληση μὲ τὴν ἱστορὶα τοῦ «γλωσσικοῦ» πρέπει νὰ ὀφείλεται μᾶλλον στὸν παιδιόθεν «προοδευτικὸ» προσανατολισμὸ μου ποὺ θεωροῦσε αὐτονόητη τὴ συμπαράταξη μὲ τοὺς Δημοτικιστές. Ποτὲ ὅμως δὲν μὲ συγκίνησαν οἱ ἀκρότητες τῶν καθαρευουσιάνων ἤ τῶν δημοτικιστῶν, οἱ ὁποῖοι, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ἔφτασαν σὲ μεγαλύτερες καὶ γελοιοδέστερες ὑπερβολὲς ἀπ’ ὅτι οἱ καθαρευουσιάνοι τόσο μὲ τὶς μεταγλωττιστικὲς ὅσο καὶ, κυρίως, μέ τὶς ἐξευρωπαϊστικὲς προτάσεις τους, ὅπως τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο κ.ἄ. Τελικῶς καὶ χάρη στὶς «ἀνατροπὲς» τῆς δεξιᾶς, καὶ σὲ ὅσα ἐπακολούθησαν, καὶ σὲ ὅσα οἱ «ἀνατροπὲς» καὶ οἱ «ἀλλαγὲς» συνεπέφεραν στὴ γλῶσσα, στὴν Παιδεία κ.λ.π., πρέπει νὰ ἔγινε ξεκάθαρο σὲ ὅλους ὅσοι δὲν φανατίζο-νται μὲ τὸ ἰδεολόγημα τοῦ γλωσσικοῦ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμὸς ποὺ συνεχῶς ἐνσωματώνει ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτει. Ἡ ζωντάνια ὅμως τοῦ ὅποιου ὀργανισμοῦ δὲν διατηρεῖται ὅταν τὸν ἀναπηροποιοῦμε μὲ διάφορους ἀκρωτηριασμούς, ὅπως ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, γιατὶ αὐτοὶ οἱ ἀκρωτηριασμοὶ θὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀντικατάσταση τῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ ἄλλες ζω-ντανὲς γλῶσσες, ὅπως πιθανώτατα τὰ ἀγγλικά.
Ἐρ.: Τελικῶς προσέφερε κάτι αὐτὴ ἡ «φαγωμάρα» καθαρευουσιάνων – δημοτικιστῶν;
Ἀπ.: Δὲν νομίζω˙ πιστεύω ὅτι καθυστέρησαν τὴν ἐξέλιξη καὶ τῆς γλώσσας καὶ τῆς παιδείας γενικώτερα. Γι’ αὐτὸ ἡ λογοτεχνία, ποὺ σὲ γενικὲς γραμμὲς ἔμεινε ἔξω ἀπ’ τὸν καβγά, ἀναπτύχθηκε. Οἱ δύο παρατάξεις διαφέρουν κατὰ τοῦτο ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι σημαντικό: ἡ «καθαρεύουσα» ἤ ἡ ἐτυμολογικὰ «λόγια», καὶ κυρίως γραπτὴ, γλῶσσα στηρίζεται σὲ κάτι ὑπαρκτὸ ἤ ὑπάρξαν, δηλαδὴ τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἀφοῦ ἀπ’ αὐτὴν πῆραν οἱ λόγιοι ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ἐτύμων, καὶ ἀπ’ αὐτὰ δημιούργησαν νέες λέξεις, οἱ ὁποῖες, οἱ περισσότερες, ἔχουν παραμείνει καὶ χρησιμοποιοῦ-νται ἀπὸ ὅλους μας καθημερινά, ὅπως κεφαλαιοκρατία, ὑποτροφία, προϋπόθεση, συνέντευξη, φωνογράφος κ.ἄ., κ.ἄ. καθώς κι ἕναν ἀπέρα-ντο ἀριθμὸ λέξεων ὁρολογίας γιὰ διάφορες ἐπιστῆμες ὅπως τὴν Ἰατρική, Νομική, τὶς ἀνθρωπιστικὲς καὶ τεχνολογικὲς ἐπιστῆμες. Βασικὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παραγωγῆς ἀναγκαίων λέξεων εἶναι κυρίως μιὰ δημιουργικὴ γλωσσοπλαστική, γι’ αὐτὸ καὶ ἔγιναν εὔκολα ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν εὐρύχωρη ἀδογμάτιστη καθομιλουμένη δημοτική.
Ἀντιθέτως, οἱ φανατικοὶ δημοτικιστὲς κατασκευάζουν στὸ γραφεῖο λέξεις δῆθεν λαϊκὲς ποὺ οὐδέποτε λαλήθηκαν ἀπ’ τὸν λαὸ ἤ ὅποιον ἄλλον˙ ἄλλο γνώρισμα τῶν φανατικῶν δημοτικιστῶν εἶναι ἡ προτίμησή τους στὶς ξένες λέξεις καὶ ἡ διὰ τῆς βίας εἰσαγωγή τους. Ἄν προσέφεραν κάτι, αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὴν Παιδεία, ὅπου ὅμως τὰ πράγματα εἶναι ἀπογοητευτικά. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἔχουμε τὶς ἀλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις.
Ἐρ.: Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἡ ἀναδρομή, ἀλλὰ ἀναφερθήκατε κυρίως στὴν ἀντιπαράθεση Καθαρεύουσας – Δημοτικῆς. Ἐλάχιστα ὅμως εἴπαμε γιὰ τὸ μονοτονικὸ καὶ τὴ λατινοποίηση.
Ἀπ.: Ἔχετε δικίο, ἀλλὰ προσπάθησα νὰ δείξω τὰ αἴτια τῆς διαμάχης ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου ὀφείλονται στὴν συμπαράταξη τῶν Ἑλλήνων πρωταγωνιστῶν στὸ ἰδεολόγημα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τοῦ ἐκδυτικισμοῦ ποὺ μᾶς κατατρύχει καὶ σήμερα μὲ τὴν ἐπωνυμία τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ.
Ἡ ἀπαίτηση γιὰ κατάργηση τῶν τόνων ἤ γιὰ τὴν «ἁπλοποίηση» τῆς γραφῆς εἶναι κι αὐτὴ πολὺ παλιὰ˙ ἀκόμη καὶ πρὶν τὸ ’21. Κι ἐπανῆλθε στὸ προσκήνιο, ἄν καὶ δειλὰ, κά-μποσες φορές.
Ἡ κατάργηση τῶν τόνων, ὅμως, ἀναζωπυρώνεται στὴν κατοχή, ὅσο καὶ ἄν αὐτὸ φαίνεται ἀπίστευτο, ὅταν ἡ Φιλοσοφικὴ Ἀθηνῶν ἐγκαλεῖ τὸν Ἰ. Κακριδῆ, νεαρὸ Καθηγητὴ τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὴ σχολή, ἐπειδὴ κυκλοφόρησε βιβλίο του στὸ μονοτονικό. Κι ἐπειδὴ αὐτό, προφανῶς, δὲν ἐπαρκοῦσε, τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἐξεβίαζε τοὺς φοιτητὲς ν’ ἀγοράζουν τὰ βιβλία του! Ἐπιπλέον, οἱ γλωσσαμύντορες δὲν διστάζουν, μεσούσης τῆς κατοχῆς, νὰ τὸν κατηγορήσουν καὶ ὡς ἀριστερό! Καὶ τὸν περνᾶνε κι ἀπ’ τὸ πειθαρχικὸ ποὺ τὸν τιμωρεῖ μὲ προσωρινὴ δίμηνη ἀπόλυση ἀπ’ τὸ Πανεπιστήμιο! Ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀξιοθρήνητο καυγᾶ τῶν σοφῶν στὴν Ἀθήνα ἔχουμε τὴν ἔκδοση δύο βιβλίων, τὴ «Δίκη τῶν Τόνων» (1943) καὶ τὴν «Ἀ-ντιδικία τῶν Τόνων» (1944), ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες ἀντιμαχόμενες παρατάξεις. Τώρα ὅμως, μὲ τὴν ἔρευνά μας, φαίνεται ὅτι φθάσαμε καὶ στὴν Ἐκδίκηση τῶν Τόνων ! …Αὐτὰ συνέβαιναν στὴν ἐποχὴ ποὺ ὅλα τἄσκιαζε φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά, οἱ γλωσσαμύντορες πανεπιστημιακοὶ θεωροῦσαν ὅτι τὸ ἔθνος κινδύνευε ἀπὸ ἕνα βιβλίο τυπωμένο μονοτονικά. Τὴν ἴδια πάλι περίοδο ποὺ ὁ «ἀγράμματος» λαὸς ἔγραφε στὰ βουνὰ τὸ ἔπος τῆς ἀντίστασης, οἱ κομματικοὶ ἰνστρούχτορες ἀπ’ τὴν Ἀθήνα ἐπρέσβευαν ὅτι ὁ ἀγώνας ἔπρεπε ν’ ἀρχίσει ἀπὸ τὶς πόλεις μιὰ καὶ αὐτές, μόνον, διέθεταν …προλεταριάτο!: Ὁ ἀθηνοκεντρικὸς Διαφωτισμὸς δὲν ἐκδηλώνεται μόνον στὸ γλωσσικό…
Ἐρ.: Δὲν εἴπαμε ὅμως τίποτε γιὰ τὴ λατινοποίηση τῆς γλώσσας.
Ἀπ.: Εἶναι φυσικὰ ἡ ἄποψη ὁρισμένων προοδευτικῶν ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, πρέπει νὰ γράφεται ὅπως καὶ οἱ ἄλλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, δηλαδὴ μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες. Εἶναι τὸ κο-μπλεξικὸ σαράκι τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ποὺ κατατρώει ἀπὸ παλιὰ ἀρκετοὺς ἀριστεροὺς κι ἀριστερίζοντες. Κι’ αὐτὸ εὶναι παλιό˙ καὶ εἶναι δυστυχῶς ἀπαίτηση τῆς ἀριστερᾶς καί, ἀκόμη χειρότερα, τοῦ Δ. Γληνοῦ ὁ ὁποῖος, παρ’ ὅτι καὶ ἀρχαῖα γνώριζε καὶ μόρφωση ἀσυνήθιστη εἶχε, ἐν τούτοις ἀκολουθοῦσε κατὰ γράμμα τὶς ἀνισορροπίες τοῦ Ψυχάρη καὶ μιλοῦσε γιὰ «πνεματικὰ ρέματα», καὶ πρότεινε ἀργότερα καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο γιατὶ αὐτὸ «λύνει μὲ μιᾶς τὸ ὀρθογραφικό μας πρόβλημα καὶ μᾶς εἰσάγει μορφικὰ στὴν οἰκογένεια τῶν ἐβρωπαϊκῶν λαῶν» (Γληνός, Δ. 1929). Αὐτὲς οἱ κομπλεξικὲς διατυπώσεις, ποὺ διατυπώνονται τὸ 1929, μοιάζει σὰν νὰ ἐπηρεάστηκαν καὶ ἀπ’ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀναμορφωτῆ τῆς γείτονος Κεμὰλ Ἀτατούρκ ὁ ὁποῖος σὲ μιὰ νύχτα, κατήργησε τὴν ἀραβοπερσικὴ γραφή, ἀντικαθιστώ-ντας την μὲ τὴ λατινική, σακατεύο-ντας ἔτσι, ὅπως λένε οἱ ἐπαΐοντες, τὴν τουρκικὴ λογοτεχνία.
Ἐρ.: Ἡ λατινοποίηση ὅμως ἐγκαταλείφθηκε, δὲν νομίζετε;
Ἀπ.: Ἐμένα μοῦ φαίνεται ὅτι μᾶλλον «ἐγκαταλείπεται» ἡ ἑλληνική, ἐνῶ ἡ λατινοποίηση ἤδη καλπάζει. Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ κοιτάζουμε γύρω μας, ἤ νὰ βάλουμε αὐτὶ ν’ ἀκούσουμε ραδιόφωνο ἤ τηλεόραση ἤ νὰ διαβάσουμε τὶς ἐφημερίδες. Ἡ ζωή, ἤ ἡ φύση ὅπως λένε, ἀπεχθάνεται τὸ κενό. Καὶ τὸ κενὸ τὸ δημιούργησε τὸ κουτσούρεμα τῆς γλώσσας. Μιὰ γλῶσσα ἀνάπηρη πῶς ν’ ἀντισταθεῖ στὴ λαίλαπα τῆς ἀμερικανοποίησης; Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὰ βιβλία τοῦ Γιάννη τοῦ Καλιόρη, κι ἰδιαίτερα, γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, στὸν «Γλωσσικὸ Ἀφελληνισμό». Ὁ ἀκραῖος καὶ φανατικὸς ἐκδημοτικισμὸς θὰ ἐξαφανίσει τὴν εἰρωνεία, τὸ ὑπονοούμενο, τὸν ὑπαινικτικὸ λόγο, γιὰ νὰ ποῦμε μόνο λίγα γιὰ τὴν χρησιμότητα καὶ τῆς λεγόμενης καθαρεύουσας. Ἐπιπλέον μὲ τὴν ὑπεραπλοποίηση ἤ μᾶλλον τὸ κουτσούρεμα τῆς ἑλληνικῆς ἀνοίγει ὁ δρόμος γιὰ τὴν πλήρη κυριαρχία τῆς ἀγγλικῆς, ὅπως λέει κι ὁ φίλος μου ὁ Φρῖξος Ἐξάλλου ὁ ὁποῖος, τελευταῖα, τὄχει ρίξει στὰ στιχάκια:
«Σὰν κόβει ὁ ἕνας τὴν ψιλή,
κι ὁ ἄλλος τὴ δασεῖα,
θὰ … περισπᾶται ἀγγλιστὶ,
τοῦ Γένους ἡ παιδεία»
Ἐρ.: Ἀπ’ ὅ,τι βλέπουμε πάντως, καὶ τὸ εἴπατε κι ἐσεῖς, σχεδὸν ὅλοι τώρα παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα μὲ τὴ γλῶσσα, ἀφοῦ καὶ πολλοὶ σοβαροὶ συγγραφεῖς δείχνουν μιὰ ἐμμονὴ στὰ ἀρτιμελῆ ἑλληνικά˙ νομίζετε ὅτι τελικῶς θὰ ἐπιληφθεῖ ἡ Πολιτεία;
Ἀπ.: Μακάρι! Ἄν καὶ, φοβᾶμαι ὅτι «οὐ δύναται σωθῆναι τὰ πράγματα δι’ ὧν διεφθάρησαν».
Ἐρ.: Μὰ ἤδη ἡ ὑπουργὸς Παιδείας αὐξάνει τὶς ὧρες τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὰ σχολεῖα.
Ἀπ.: Πράγματι, καὶ χαίρομαι γι’ αὐτό. Ἄλλωστε ἡ κ. Γιαννάκου εἶναι κι αὐτὴ γιατρός! καὶ μάλιστα ψυχίατρος! Φοβᾶμαι ὅμως ὅτι ἡ ζημιὰ ἔχει γίνει, καὶ εἶναι μεγάλη. Σκεφτεῖτε πόσοι φιλόλογοι ἀποφοίτησαν μὲ ἀνάπηρα ἑλληνικὰ στὰ 23 χρόνια ποὺ πέρασαν. Προτιμώτερο, ἐμένα τουλάχιστον, μοῦ φαίνεται νὰ ἀρχίσει ἀπ’ τὸ Δημοτικὸ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ λεγόμενου πολυτονικοῦ, ποὺ ἐγὼ θὰ τὸ ὀνόμαζα «εὐφωνικὸ» ἐνῶ τὸ ἄλλο «μονότονο», γιατὶ ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι σκέτες οἱ λέξεις μέ, ἤ χωρίς, τοὺς τόνους˙ εἶναι κυρίως ἡ σχέση μεταξύ τους, καὶ τὴ σχέση αὐτὴ τὴν καθορίζουν οἱ τόνοι, ἡ μουσικὴ τῆς γλώσσας, ὅπως ὡραῖα τὸ ἔδειξε ὁ Δ. Σαββόπουλος (1988). Οἱ γονεῖς λοιπόν, ποὺ ξοδεύουν τόσα γιὰ τὴ γλωσσομάθεια τῶν παιδιῶν τους, ἄς προσθέσουν στὸν οἰκογενειακὸ προϋπολογισμὸ τὰ ἀπαιτούμενα καὶ γιὰ μία ἀκόμη γλῶσσα, τὴν ἑλληνική, πρὶν γίνει κι αὐτή, μία ἀκόμη «ξένη» γλῶσσα …
Ἐρ.: Μιὰ τελευταία ἐρώτηση: τὶ γνώμη ἔχετε γιὰ τὴν πρόσφατη εἰσαγωγὴ τῆς δημοτικῆς στὴ Θ. Λειτουργία;
Ἀπ.: Τὴ χειρότερη! Δὲν εἴπαμε ἀπό τοὺς γλωσσικοὺς καυγάδες δὲν λείπουν οἱ πανεπιστημιακοί, οἱ γιατροὶ καὶ οἱ παπάδες; Ἦταν καιρὸς νὰ κάνει, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, τὴν ἐμφάνισή του ὁ Μακαριώτατος… Μὲ ἐξέπληξε πάντως, ἐπειδὴ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ψάλλει πολὺ ὡραῖα καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι, ἄν ἐπέζησε ὡς τὰ σήμερα ἡ Λειτουργία, αὐτὸ ὀφείλεται κυρίως στὴν ποίησή της, στὴ μουσική της, καὶ ὄχι στὰ νοήματα. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας περιτριγυρίζεται κι αὐτὸς ἀπὸ διαφωτιστὲς ποὺ τὸν ὠθοῦν, κάθε λίγο καὶ λιγάκι, νὰ βρίσκεται στὸ προσκήνιο… Εἶναι κρίμα˙ μοῦ θυμίζει ἕνα προεκλογικὸ σύνθημα: «Ὁ Συνασπισμὸς στὸ κέντρο τῶν ἐξελίξεων»!…
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γληνός, Δ., 1925, Ἕνας Ἄταφος Νεκρὸς, Ἐκδ. Ἑταιρεία «ΑΘΗΝΑ».
- Γληνός, Δ., 1929, «Ἡ Θεραπεία τῆς Ἀγραμματοσύνης», στὸ Φωνητικὴ Γραφή, Ἀθήνα, Κάλβος.
- Ἐλύτης, Ὀ., 1990, Τὰ Δημόσια καὶ τὰ Ἰδωτικά. Ἐκδόσεις Ἴκαρος.
- Ἐλύτης, Ὀ., 2000, Αὐτοπροσωπογραφία σὲ Λόγο Προφορικό. Ἐκδόσεις «Ὕψιλον/Βιβλία».
- Καλιόρης, Γ.Μ., 1981, Παρεμβάσεις. Ἀθήνα, Κέδρος.
- Καλιόρης, Γ.Μ., 1986. Παρεμβάσεις ΙΙ – Γλωσσικά. Ἀθήνα, Ἑξάντας.
- Καλιόρης, Γ.Μ., 1991. Ἡ Ξύλινη Γλῶσσα. Ἀθήνα, Ἁρμός.
- Καλιόρης, Γ.Μ., Ὁ Γλωσσικὸς Ἀφελληνισμός. Ἀθήνα, Κέδρος. Α’ ἔκδοση 1984, Πολύτυπο, Γ’ ἔκδοση, Ἁρμὸς 1993.
- Καλιόρης, Γ.Μ., 1996, Ἐξ Ἐπαφῆς, Ἀθήνα, Ἁρμός.
- Καργάκος, Σ., 1991, Ἀλεξία, Ἐκδόσεις Gutenberg.
- Κίσσινγκερ, Χ., 1997, Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος, 14.8.1997.
- Λιγνάδης, Τ., 1989, Καταρρέω, Ἐκδόσεις «Ἀκρίτας».
- Περιοδικὸ Εὐθύνη, 1991, «Τὸ Σκάνδαλο τοῦ Μονοτονικοῦ», Φύλλα μάχης/ 1, σελ. γ’-ιδ’. Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 1991.
- Σαββόπουλος, Δ., 1988. «Τὰ Ἑλληνικὰ ὡς Τραγούδι» στὸ Ἀνδρόνικος, Μ., Γεωργουσόπουλος, Κ., Καλλιόρης, Γ., κ.ἄ. Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα. Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Δόμος.
- Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, Ἄ., 2002, Ἕλλην Λόγος. Πῶς ἡ Ἑλληνικὴ Γονιμοποίησε τὸν Παγκόσμιο Λόγο, Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Γεωργιάδης «Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων».
- Τσοπανάκης, Ἀ.Γ., 1994, Νεοελληνικὴ Γραμματική, Θεσσαλονίκη, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη.
- Φιλήντας, Μ., Γληνὸς, Δ., Σιδέρης, Γ., Γιοφύλλης, Φ., Χατζηδάκης, Ν., Προύσης, Κ., Καρθαῖος, Κ., Μπενέκος, Γ.Μ. 1980, Φωνητικὴ Γραφή, Ἀθήνα, Κάλβος.
- Ψυχάρης, Γ. 1929. Μεγάλη Ρωμαίϊκη Ἐπιστημονικὴ Γραμματικὴ τῆς Δημοτικῆς, Τόμος Α’, Ἐν Ἀθήναις, Ἐκδοτικὸς Οἶκος «Ἐλευθερουδάκης».
- «Ἐγὼ εἶμαι ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ συστήματος, ἐναντίον τοῦ μονοτονικοῦ καὶ ὑπέρ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν. Εἶναι ἡ βάση γιὰ νὰ ξέρει τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων. Ἡ σημερινὴ κακοποίηση τῆς γλώσσας μὲ ἐνοχλεῖ καὶ αἰσθητικά. Θέλω νὰ δῶ γραμμένο «καφενεῖον» κι ἄς μὴν τὸ προφέρουμε μὲ «ν». Τώρα, ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν μιὰ τρύπα» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ Σκάνδαλο τοῦ Μονοτονικοῦ», σελ. ΙΑ).
- Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι, ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἡ ἐκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό˙ κι ἄλλες γλῶσσες ἠχοῦν ὄμορφα. Τὰ ἰταλικὰ π.χ. δὲν ὑστεροῦν ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Κάθε γλῶσσα ἔχει τὸν ἦχο της. Ὅμως μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τραγούδι, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς τραγουδιοῦ. Τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν (Διονύσης Σαββόπουλος, 1988, σελ. 195. «Τὰ Ἑλληνικὰ ὡς Τραγούδι», στὸ Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴν Γλῶσσα, Ἐκδόσεις Δόμος).
- «… ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ἔψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἤ κοκκινάκια, ἐδῶ ἤ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, 1990, Τὰ Δημόσια καὶ τὰ Ἰδιωτικά, σελ. 9).