Αρχική » Ψηφίδες Βασιλεύουσας

Ψηφίδες Βασιλεύουσας

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Παπαγιαννόπουλου, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005

Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να ’ρθω
στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου»

Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς
Sailing to Byzantium
μετάφραση: Γιώργου Σεφέρη

Κόσμος πολύς παντού, όλες τις ώρες, περπατάει πολύ, συνέχεια. Κατά μόνας ή με παρέα, άνδρες και γυναίκες, καλυμμένες ή Δυτικές. Πίνοντας τσάγια ή φλυαρώντας. Στους δρόμους, στις γέφυρες πάνω από τον Κεράτιο, στις Αγορές, παντού: γεμάτο Καστανάδες/ λαχειοπώλες: άνδρες και γυναίκες με μαντήλα/ λούστρους/ κουλουρτζήδες που φωνάζουν συνεχώς «σημίτ»-«σημίτ»… Στον λιμένα του Εμίνονου, εκεί απ’ όπου φεύγουν τα πλοιάρια για βόλτες στον Βόσπορο ή για το δρομολόγιο προς Χαλκηδόνα (Kadykoy) και Πριγκηπονήσσια (Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος), ημέρα με λιακάδα, ο κουλουρτζής («σημίτης» διότι το κουλούρι τουρκιστί είναι «σημίτ»…), μόλις άκουσε ότι το τουριστικό γκρουπ μπροστά του μιλούσε ελληνικά, άρχισε να φωνάζει: «φρέσκα κουλούρια»! Χιλιάδες γλαροπούλια σκοτεινιάζουν πρόσκαιρα έναν καταγάλανο ουρανό περιμένοντας ν’ ακολουθήσουν τα πλοία που σαλπάρουν. Εδώ σμίγουν όλες οι θάλασσες, Κεράτιος και Βόσπορος και Θάλασσα του Μαρμαρά. Μαζί και η στεριά, η επτάλοφος Πόλη, η Βασιλίδα των πόλεων, με την Αγία Σοφία και το παρακείμενο Μπλε Τζαμί, με τους εμφανείς χιλιάδες μιναρέδες και τους μισοκρυμμένους – σχεδόν «παράνομους» τρούλους. Γη και θάλασσα σφιχταγκαλιασμένες σ’ ένα, σ’ αυτό το σταυροδρόμι των Ηπείρων και των Πολιτισμών.

«Εκεί που τέλειωνε ο Ιππόδρομος υψωνόταν, τότε όπως και τώρα, ο τρούλος της Αγίας Σοφίας, το αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και, στα μάτια πολλών, η ομορφότερη εκκλησία που έχτισαν ποτέ ανθρώπων χέρια. Κανένα άλλο χριστιανικό οικοδόμημα δεν πετυχαίνει τόσο πολύ να σε μεταφέρει στο κατώφλι ενός άλλου κόσμου, όπου το θάμβος τόσο εύλογα υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης. Η χρυσαφένια αχλή στο εσωτερικό του, οι δέσμες φωτός που διαλύουν τους όγκους, οι πολύτιμοι λίθοι και τα μωσαϊκά κάτω από έναν τρούλο υπέρλαμπρο σαν τον ουράνιο θόλο, κάνουν ακόμη και τους στέρεους τοίχους να μοιάζουν όχι πια εμπόδια αλλά περάσματα σε μια υπερκόσμια πραγματικότητα».

Φτάνω στην είσοδο του ναού ψύχραιμος. Απ’ έξω γράφει ότι πρόκειται για το Μουσείο της Αγια-Σοφιάς. Καλά. Διασχίζω το προαύλιο γρήγορα, φτάνω στην είσοδο. Κοιτώ κι ανατριχιάζω, δέος, το κορμί μου συσπάται. Μεταμορφώνομαι σε καφκική αράχνη. Τώρα περπατώ ακροβατώντας, χοροπηδώντας, προσπαθώ να διακρίνω στέρεα εδάφη, να μην ξυπνήσω τους νεκρούς. Όρθιοι, σεμνά, παρακολουθούν τη λειτουργία ο Ιουστινιανός κι η Θεοδώρα, ο Προκόπιος του «Περί κτισμάτων», ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Αλέξιος Κομνηνός. Η Άννα Κομνηνή διακριτικά απ’ τον Γυναικωνίτη, νευρικά βηματίζει πέρα-δώθε ο Ηράκλειος. Με πήραν οι μυρωδιές και τ’ αρώματα, από τα θυμιατά και τα κεριά. Άξαφνα πιο πίσω, άναψε φωτίτσα. Είδαν τη μαυρίλα, το οργισμένο μέλλον χωρίς έλεος για τη γενιά τους, αποφάσισαν τη Σύναξη των αρχηγών: Τα Χερουβείμ και οι στρατιές της Επανάστασης αδελφωμένα ορκίζονται τη Συνέχεια -ο τελευταίος Παλαιολόγος, όρθιος μπροστά μου, λειτουργείται πριν πάρει τη θέση του στα Τείχη- φεύγοντας κλείνει το μάτι στον Άρη, τον Μακελλάρη, τον άλλο Ισότιμο, τον απόγονο του Γέρου του Μωριά, τον μακρινό ξάδελφο, τον μπατζανάκη του Τσε. Η παρακείμενη εικόνα της Παναγίας δακρύζει.
Φύλακες γρηγορείτε. Κι εσείς απέναντί μας, κανονίστε την πορεία σας.
Στο «Pera Pallas Hotel», στο ξενοδοχείο όπου διέμενε μεταξύ άλλων η Αγκάθα Κρίστι –κάποιος μου ’πε πως, παλαιότερα, το Πέρα Παλλάς ήταν ιδιοκτησίας Μποδοσάκη–, ο χρόνος έχει παραμείνει στην προ του Παγκοσμίου Πολέμου εποχή, όταν η πόλη ήταν ακόμη κοσμοπολίτικη, όταν έφτανε εκεί ο σιδηρόδρομος «Orient Express» διασχίζοντας όλη την Ευρώπη, φημισμένος από την αναφορά του σε δεκάδες μυθιστορήματα. Στο ψηλοτάβανο μπαρ του ισογείου, ανάκατοι Τούρκοι και Εγγλέζοι, άνδρες και γυναίκες ξέσκεπες, έπιναν ποτά ή τούρκικο καφέ, θορυβώντας. Δεν είναι τυχαίο ότι το μπαρ του ξενοδοχείου ονομάζεται «Orient Express» – τεχνηέντως. Μια κυρία καθισμένη στο βάθος, σε κάθισμα μπροστά στην μπάρα, πίνει μπύρα, EFES Pilsen, με κοιτάζει. Ξανθιά, δεμένη. Τουρκάλα; Μουσουλμάνα; Δεν έχω ιδέα. Άλλωστε, είναι η πρώτη μου μέρα στην Πόλη. Αφού έφτασα ως το «Pera Pallas», άθλος είναι. Στρέφω το βλέμμα μου, γυρίζω στη σιγουριά του καφέ μου.

Ξεκινάμε πρωί από το Εμίνονου με το πλοίο της γραμμής για Χαλκηδόνα (Καντίκιοϋ) και Πριγκηποννήσια. Το πλοίο είναι σαν τα δικά μας αντίστοιχα της δεκαετίας του ’60. Ευτυχώς, η θάλασσα κάλμα. Βρέχει, κάνει κρύο. Ο ορίζοντας καθαρός. Μες στο πλοίο πηγαινοέρχονται καμαρότοι που πουλάνε τσάι και πλήθος κουλουρτζήδες. Βγαίνουμε κάθε τόσο στο κατάστρωμα για φωτογραφίες. Οι μισοί επιβάτες είναι Ρωμιοί ή Γιουνάν. Ανάμεσα στους Τούρκους ξεχωρίζουν 16χρονα αγόρια μες στη στολή τους, κοντοκουρεμένα, πειθαρχημένα, από την παρακείμενη Στρατιωτική Σχολή του Ναυτικού προφανώς. Προνομιούχα, αν το σκεφθείς. Σκληρή η ζωή τους, ξέφυγαν όμως από την ανέχεια, τη φτώχεια, τη μιζέρια του χωριού τους, και να ’τοι τώρα καμαρωτοί εμπρός οι εκκολαπτόμενοι θεματοφύλακες του Κεμαλισμού… Πλάι μου ανοίγεται μια συζήτηση ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένους άγνωστούς μου Έλληνες. Ο ένας, ο ερωτών, ασπρομάλλης, εξηγεί ότι είχε γονείς Πολίτες, ότι έφυγαν το ’22 φοβούμενοι επιπτώσεις, ότι έζησε στην Αφρική και ήλθε τώρα πρώτη φορά να δει τη γη των προγόνων του. Επεκτείνεται και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στις δυσκολίες και στα προβλήματα. Ο άλλος, Ρωμιός, ετών 83, κάτοικος Πρώτης, του λέει για τη ζωή τους σήμερα, για τον ξεπεσμό της Ρωμιοσύνης, για τον περιορισμό της – χαμηλόφωνα. Έμπορος. Συνομιλούν μέχρις ότου το πλοιάριο δέσει στην Πρώτη, πρώτο λιμάνι εκ των τεσσάρων μεγάλων Πριγκηπόννησων που πιάνουν τα πλοία. Την ίδια στιγμή μια Τουρκάλα που παλεύει ώρες, από την αρχή του ταξιδιού, να πουλήσει ένα κεντημένο στο χέρι τραπεζομάντιλο μαζί με τα σεμεδάκια του, τα καταφέρνει να το δώσει σε καλή τιμή σε μια νεαρή Χανιώτισσα. Έκφραση ανακούφισης, βγήκε το μεροκάματο. Πριν δέσει το πλοίο, έχω επισκεφθεί την τουαλέτα. Μου ξεκλειδώνει ο υπεύθυνος, μαυριδερός, μυστακοφόρος, αφού πρώτα του έδωσα μισή καινούργια τούρκικη λίρα (ήτοι το αντίστοιχο των 500.000 παλαιών).

Εν τω μεταξύ, στο πρώτο λιμάνι που έπιασε, στη βυζαντινή Χαλκηδόνα (σήμερα Καντίκιοϋ), μια Ελληνίδα γεννημένη εκεί, βαφτισμένη, απ’ ό,τι λέει στα μέλη της οικογενείας της που την περιτριγυρίζουν, σε μια συνοικία διπλανή από κάποιον αρχιερέα, αναζητεί στην προκυμαία το σημείο όπου ήταν το κατάστημα του πατέρα της. Δεν είναι σίγουρη, παρότι γνωρίζει το μέρος, έχουν περάσει πολλά έτη.

Ο δικός μας προορισμός είναι τα δύο τελευταία λιμάνια των Πριγκιποννήσων, η Χάλκη και η Πρίγκηπος. Φτάνουμε στη Χάλκη μιάμιση ώρα μετά από την επιβίβασή μας. Βροχή, αέρας, κρύο. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι λάσπη, φτιάχνουν τους δρόμους. Παντού κυκλοφορούν αδέσποτα σκυλιά. Θα ανεβούμε στη Θεολογική Σχολή, έχουμε ειδοποιήσει, μας περιμένουν. Για να κερδίσουμε χρόνο – μπορεί να ανέβει κανείς και με τα πόδια– στριμωχνόμαστε ανά τρεις σε αμαξάκια ιππήλατα, τρεμάμενα αλλά ανθεκτικά, τα σέρνουν δύο άλογα έκαστο. Τ’ όνομά τους: «παιτέρι». Η ταρίφα είναι πέντε ευρώ πηγαιν’ έλα για τον καθένα μας. Ανεβαίνω από τους πρώτους, φτάνω στον κήπο που περιβάλλει το κτίριο της Σχολής. Ησυχία. Τούρκοι κηπουροί και βοηθοί ξεπροβάλλουν δώθε-κείθε κάνοντας κάποιες εργασίες. Κοιτάζω τα σκαλιά, την ξύλινη είσοδο, το κτήριο, ενσωματωμένο στο περιβάλλον. Στο μυαλό μου αυθαίρετα έρχεται η σύγκριση με τα αντίστοιχα κτήρια της Αναργυρείου-Κοργιαλένειου Σχολής Σπετσών. Κι αυτά ήταν κτισμένα μέσα στο πράσινο, στην ηρεμία –όταν έλειπαν οι μαθητές προφανώς. Φτάνουν και οι άλλοι, αρχίζει η ξενάγηση. Στον ναό που βρίσκεται όπισθεν, στον οποίο γίνονται μόνον χειροτονίες Πατριαρχών, μας ξεπροβοδίζει και μας επεξηγεί ένας ψηλός, αδύνατος, γενειοφόρος μοναχός, τον κόβω για Αγιορείτη. Σαφής, τίποτε περιττό στον λόγο ή στην εμφάνιση. Σταυροκοπιόμαστε, βγαίνουμε. Μας περιλαμβάνει ο έτερος, πρεσβύτερος, διοπτροφόρος, μας ξεναγεί στην Σχολή. Ήταν οικονομολόγος, αφού πήρε τη σύνταξή του, μπήκε στην υπηρεσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο πάσχει από έλλειψη προσωπικού. Ντυμένος ως μοναχός, μας λέει την ιστορία της Θεολογικής Σχολής η οποία παραμένει κλειστή από το 1971. Αναφέρεται και στα γεγονότα που συνέβησαν ανήμερα των Φώτων, στις 6-1-05, όταν μια ομάδα «Γκρίζων Λύκων» προσπάθησε ανεπιτυχώς να εμποδίσει τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο να πετάξει τον Σταυρό στον Κεράτιο Κόλπο, θεωρώντας ότι εδώ είναι Τουρκία και μόνον οι μουσουλμάνοι έχουν δικαιώματα. Ήμουν εκεί. Τη στιγμή που ακούστηκε ο παφλασμός από την πτώση του κολυμβητή που βούτηξε για να πιάσει τον Σταυρό, ένα δάκρυ μου χύθηκε στον Κεράτιο φουσκώνοντας τα ορμητικά νερά του…

Ψιλοαφαιρούμαι, ώσπου μας βάζουν για να μας μιλήσουν στην τάξη των τελευταίων αποφοίτων της Σχολής του 1971. Έχει εννέα θρανία. Όσοι και οι μαθητές. Ανά τρία σε τρεις σειρές έναντι της καθηγητικής έδρας. Όλα είναι παλαιού τύπου, ατομικά, ξύλινα. Πλάι του το καθένα, στα δεξιά του, έχει μια ειδική θέση για την πένα και το μελανοδοχείο. Εκτός από ένα που έχει αυτή τη θέση στα αριστερά του! Πρόκειται για μαθητή αριστερόχειρα, για τον οποίον υπήρξε ειδική πρόνοια, ήτοι: ειδικό θρανίο. Έτσι πλάι στα οκτώ θρανία για τους δεξιόχειρες έχουμε κι ένα –στην πρώτη σειρά, το μεσαίο– για τον αριστερόχειρα της τάξης! Προχωρημένο, εντυπωσιακό…

Η επίσκεψή μας κλείνει με θαυμασμό της θέας από τη βεράντα της Σχολής, τον αποχαιρετισμό στον διοπτροφόρο ξεναγό μας, την επιστροφή μας στο λιμάνι προκειμένου να πάρουμε το πλοίο για τον τελευταίο προορισμό μας: την Πρίγκηπο με τα εγκαταλελειμμένα και παρατημένα ξύλινα αρχοντικά των Ρωμιών που τα εγκατέλειψαν αναγκαστικά. Την Πρίγκηπο με τον ναό του Αγίου Γεωργίου όπου ακόμη προσεύχονται από κοινού Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι…

Ανοιχτά του πελάγου, στην ίδια θάλασσα, είναι και το Ιμραλί. Έγκλειστος, πουλημένος απ’ τους Πάγκαλους, ο άλλοτε αρχηγός των Κούρδων Αμπτουλάχ Οτσαλάν μετράει βασανιστικά τον άπειρο χρόνο, τη ματαίωση, το πεπερασμένο.

Τελευταία μέρα, τελευταία στάση, έβαλα κι εγώ το χεράκι μου: επισκεπτόμαστε το Μπαλουκλί. Εκεί βρίσκεται η Εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής με το αγίασμά της στο ισόγειο.Κατεβαίνουμε τα σκαλάκια, βρίσκουμε την πηγή –μέσα της κολυμπάνε ψάρια (χρυσόψαρα;). Παίρνουμε αγίασμα σε μπουκαλάκια πλαστικά με επιγραφή απ’ έξω: «Αγίασμα Ζωοδόχου Πηγής – Μπαλουκλί- Κωνσταντινούπολη – Χρονολογία Τάδε», ανεβαίνουμε στη συνέχεια επάνω: βγαίνουμε πρώτα σε ένα υπερυψωμένο προαύλιο. Εκεί βρίσκονται όλοι οι τάφοι των πατριαρχών Κων/πολης μετά την Άλωση (θυμάμαι δίπλα μου αυτόν του Αθηναγόρα), πλάι είναι η είσοδος του ναού. Ανάβω κερί, κάνω τον σταυρό μου, χαζεύω τις εικόνες, κάποιοι τις φιλούν. Ο ναός περιστοιχίζεται από τοίχο (όπως όλοι οι εναπομείναντες ναοί στην Πόλη), εντός του περιβόλου του υπάρχει χώρος για γραφεία και κυρίως κτίριο με δώματα μοναχών. κάποιος μας λέει ότι διαβιούσαν μοναχές παλαιότερα. Τώρα έρχονται κάποιες, προφανώς από χώρες του εξωτερικού, για λίγο χρονικό διάστημα, κάθε τρεις με έξι μήνες. Την ίδια στιγμή περνάει εμπρός μου μια μαυροφορεμένη –και στο κεφάλι καλυμμένη– μοναχή, χαμηλοβλεπούσα την χαιρετώ, κουνώ το κεφάλι μου. Δεν λαμβάνω καμιά απάντηση. Πιθανότατα, δεν γνωρίζει ελληνικά.

Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από βιβλίο που αναφέρεται στο αγίασμα του Μπαλουκλί και τους μύθους που το συνοδεύουν: «Το πιο φημισμένο αγίασμα βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλης, στο προαύλιο της τιμώμενης ορθόδοξης εκκλησίας της Θεοτόκου των Ιχθύων στο Μπαλουκλί, που είχε ιδρυθεί τον πέμπτον αιώνα. Το 1453, ένας μοναχός τηγάνιζε ψάρια εκεί, όταν του ανακοίνωσαν πως η Πόλη θα κυριευθεί από τους Οθωμανούς. Αρνήθηκε να πιστέψει τα νέα, εκτός αν τα μισοτηγανισμένα ψάρια ξαναζωντάνευαν και πηδούσαν απ’ το τηγάνι πίσω στο πηγάδι. Πράγματι πήδησαν, και τα μισομαυρισμένα ψάρια, που είχαν από θαύμα διατηρηθεί στη ζωή, επιδεικνύονταν στους επισκέπτες μέσα σ’ ένα πηγάδι, στο βάθος μιας σκάλας με πολλά σκαλοπάτια, μέχρι τον αιώνα μας. Πολλοί πίστευαν πως όταν τα ψάρια θα τηγανίζονταν κι απ’ την άλλη, η Πόλη θα ξαναγινόταν χριστιανική.

Οικογένειες προσέρχονταν για να ικετέψουν τη Θεοτόκο των Ιχθύων να τους βοηθήσει ν’ αποκτήσουν ένα παιδί. Αν τελικά εκπληρωνόταν η επιθυμία τους, πλήρωναν στο μοναστήρι για εφτά χρόνια μια μικρή χρηματική συνεισφορά. Άρρωστοι προσκυνητές έφταναν ξυπόλητοι μια φορά την εβδομάδα αναζητώντας γιατρειά. Μάτια, δόντια και χέρια από ασήμι πουλιόνταν στην αυλή του μοναστηριού για να εναποτεθούν στο κατάλληλο μέλος του σώματος των πασχόντων. Όταν οι προσκυνητές έβλεπαν κανένα ψάρι στο πηγάδι, κραύγαζαν από χαρά. Οι ιερείς έχυναν κουβάδες νερού πάνω τους, για να πάρουν κάποια εισφορά. Μια εικόνα της Θεοτόκου των Ιχθύων περιφερόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα ανά την πόλη, για να φέρει παρηγοριά σε όσους κείτονταν άρρωστοι στο κρεβάτι και να ευλογήσει τα νεόχτιστα σπίτια».

Για το ίδιο θέμα και με αφορμή μια αναφορά στον αλληλοεπηρεασμό χριστιανισμού και μουσουλμανισμού συναντάμε στο ίδιο βιβλίο λίγο πιο κάτω: «Το Μπαλουκλί για παράδειγμα, λατρευόταν κι από τους μουσουλμάνους όσο κι από τους χριστιανούς. Λέγεται πως το 1638 ο σουλτάνος Μουράτ Δ΄ ζήτησε από τους μοναχούς να προσευχηθούν για να νικήσει τους Πέρσες. Τη μέρα που αυτοί προσευχήθηκαν, κατέλαβε τη Βαγδάτη».

Στις 17.12.04, ημέρα κατά την οποία η Τουρκία απέσπασε από την Ευρωπαϊκή Ένωση –ημών συναινούντων και δυστυχώς πρωτοστατούντων– ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τη μελλοντική της είσοδο στο ευρωπαϊκό κλαμπ, σε μια φτωχογειτονιά συμβαίνει το εξής σκηνικό: σ’ ένα στενοσόκακο αδιέξοδο, από τα άπειρα που υπάρχουν στην Πόλη –που προστατεύουν έτσι την ιδιωτική ζωή των κατοίκων– βρίσκονται, εκατέρωθεν του στενού, δύο φτωχικά τσαγκάρικα. Σε τούτα δω τα μέρη, οι διάφορες φατρίες της αριστεράς έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη απήχηση, είναι όμως υπαρκτές παρ’ ότι «underground» – συνήθως στην παρανομία… Τις συναντάμε με ονόματα ξωτικά: DEHAP (πρώην DEP και HADEP, επιρροή του PKK), HOC, Proleter Devrimci Durus, Ahnteri, SDP, EMEP, EHP, ODP, Sosyalist Barikat, Devrimci Hareket, Demokratik Haklar Platformu, BDSP, Devrim Dergisi, KALDIRAC, ESP, PARTIZAN… Μετά την ανακοίνωση λοιπόν από την τηλεόραση των θετικών για την Τουρκία αποτελεσμάτων της διαπραγμάτευσης, σηκώνεται ο ένας τσαγκάρης από τη θέση του, βγαίνει έξω από το μαγαζάκι του και φωνάζει στον ομότεχνό του απέναντι, χαριτολογώντας: «Γεια σου, Αχμέτ, Ευρωπαίε»!

Σήμερα, η Πόλη είναι μια μεγαλούπολη, μια τουρκο-κουρδική μητρόπολη, με πληθυσμό 12-14 εκατομμυρίων, ανάλογα με τις πηγές.

Στην Κωνσταντινούπολη, ένα μικρό πλήθος προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από τη συντηρητική τουρκο-κουρδική αυτή μάζα των 14 εκατομμυρίων που έπνιξε την Πόλη, γεμίζοντάς τη στην ασιατική πλευρά αλλά και εκατέρωθεν τον Κεράτιου, μετά το «παλαιό ιστορικό κέντρο» και το Πέραν, αριστερά-δεξιά, με παραγκουπόλεις, αυθαίρετα που «νομιμοποιούνται» πριν από τις εκάστοτε εκλογές και άλλα συναφή. Ποιο είναι αυτό «το πλήθος»;
α) Είναι η «εξευρωπαϊσμένη» ελίτ της χώρας. Εμφανής ο πλούτος της στ’ αρχοντικά του Βοσπόρου.
β) Είναι ένα κομμάτι της παραδοσιακής τουρκικής Αριστεράς. Στον πεζόδρομο του Ιστικλάλ, στο Πέραν, καμιά 50αριά ακτιβιστές κρατούσαν όρθιο μπροστά τους –υποτίθεται ότι το πωλούσαν– το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας «KOMUNIST», παρακολουθούμενοι διακριτικά από την αστυνομία. Στην ουσία το διαφήμιζαν –μαζί και την οργάνωσή τους. Καλά έκαναν. Έδειχναν έτσι και τις (όποιες) αντοχές της «Τουρκικής Δημοκρατίας». (Αλλά και τα δικά τους αδιέξοδα: αγκιτάτσια για την αγκιτάτσια). Περπατώ χαζεύοντάς τους. Τρακάρω πάνω σ’ έναν. Προσπαθεί πιεστικά να μου πουλήσει ένα φύλλο της εφημερίδας. Του απαντώ αγγλικά: δεν γνωρίζω την τουρκική. Δεν έχεις λεξικό; Επιμένει. Όχι, δυστυχώς, λυπάμαι. Του σφίγγω το χέρι, συγχαρητήρια, το ψιλοαποδέχεται, απομακρύνομαι. Στο μεταξύ, από τα δισκάδικα/σιντάδικα, εκατέρωθεν του πεζοδρόμου, ακούγονταν οικείες μουσικές: «Πολίτικη κουζίνα» από την αντίστοιχη ταινία και Θεοδωράκης με λόγια τουρκικά. Ανάκατα με αμανέδες και τουρκική ραπ και τζαζ.
γ) Ο Βαρθολομαίος και το Φανάρι, με τους εναπομείναντες (Νεο) «Φαναριώτες», 3.000 άτομα κατά την ξεναγό μας, 1.800 όπως ξέρουμε εμείς από τις εφημερίδες μας. Ρωμιοί, Γιουνάν (Ίωνες) εκεί, Γραικοί αλλού, εμείς οι (Νεο) Έλληνες είμαστε πια στην Πόλη μια «φολκλόρ» μειονότητα. (Δεν θίγω κανέναν. Κάθε άλλο. Απλώς διαπιστώνω.)

Εκριζώθηκε ο ελληνισμός από τη Βασιλίδα των Πόλεων. Συνεχίζουν οι Τούρκοι να του κλέβουν «νομότυπα» τα 4/5 των κληροδοτημάτων.
Πρόσφατα, με αφορμή τη γνωμοδοτική απόφαση του Αρείου Πάγου υπέρ διάλυσης του σωματείου «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», ο τουρκικός Σύνδεσμος για την Ανωτερότητα του Δικαίου έθεσε θέμα «αμοιβαιότητας»: κατέθεσε αίτηση απαγόρευσης των «ρωμαίικων» σωματείων (στην Πόλη). Δηλαδή, ο τουρκικός σύνδεσμος ζητά να τεθούν εκτός νόμου στην Τουρκία όλοι οι σύνδεσμοι που αναφέρονται ως ελληνικοί. Όπως επισημαίνει σε γραπτή ανακοίνωσή του ο δικηγόρος του εν λόγω συνδέσμου, εφόσον η χρήση του όρου «τουρκική» στην Ελλάδα θα σημαίνει αποδοχή μειονοτήτων που δεν αναφέρονται στη συνθήκη της Λωζάννης, το ίδιο πρέπει να ισχύσει και στην Τουρκία, αφού στη Λωζάννη γίνεται λόγος μόνο για μη μουσουλμανικές μειονότητες.

Εντούτοις υπάρχουν παντού της Ρωμιοσύνης τα σημάδια, μισοκρυμμένα, είναι η αλήθεια. Ένα έμπειρο μάτι τα διακρίνει.

Από την Αγία Σοφία ως τον Άγιο Γεώργιο στο Φανάρι, τον Άγιο Νικόλαο που θα ανακαινισθεί, τη Μονή της Χώρας, τα τείχη του Ιουστινιανού, το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής στο Μπαλουκλί και το Ελληνικό Νοσοκομείο, ως τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης στα Πριγκιποννήσια, που ακόμη περιμένει να ξαναλειτουργήσει (παρ’ όλα τα υπεσχημένα…). Καλό κουράγιο, δύναμη στους εναπομείναντες.

Μας ενδιαφέρει τούτο το μικρό πλήθος, αυτό το μυρωδικό μπαχάρι, το πολύχρωμο πιπέρι, αυτή η μειοψηφία που υπάρχει στην Τουρκία. Παρότι δεν μπορεί να επισκιάσει το μείζον: η Τουρκία είναι μια χώρα πολιτισμικά – οικονομικά – πολιτικά διαφορετική / άλλη από την Ευρώπη/ΕΕ. Το «μέγα πλήθος» που την κατοικεί: είναι «αλλού» .

Σημειώσεις

  1. Ουίλιαμ Ντάλριμπλ, Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου,
    εκδ. Ωκεανίδα, 2000.
  2. Philip Mansel, Κωνσταντινούπολη, περιπόθητη πόλη (1453- 1924), εκδ. Οδυσσέας.
  3. Philip Mansel, ό.π.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ