Αρχική » Η εκδίκηση των τόνων (μέρος Α)

Η εκδίκηση των τόνων (μέρος Α)

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Τσέγκου, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005

Μιὰ ἔ­ρευ­να τοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κοῦ Κέν­τρου, ποὺ ἀ­να­κοι­νώ­θη­κε στὸ Ψυ­χι­α­τρι­κὸ Συ­νέ­δριο τὸν Μά­ϊ­ο τοῦ 2004, προ­κά­λε­σε ἀρ­κε­τὲς δη­μο­σι­εύ­σεις στὸν τύ­πο κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες συ­ζη­τή­σεις. Τὸ Ἄρ­δην ποὺ δη­μο­σί­ευ­σε κι’ αὐ­τό τὴν πε­ρί­λη­ψη τῆς ἔ­ρευ­νας, συ­ζή­τη­σε μὲ τὸν ψυ­χί­α­τρο κ. Ἰ­ω­άν­νη Τσέγ­κο, δι­ευ­θυν­τὴ τοῦ Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ-Ἐ­ρευ­νη­τι­κοῦ Το­μέ­ως ποὺ πραγ­μα­το­ποί­η­σε τὴν ἔ­ρευ­να, τό­σο τὰ εὑ­ρή­μα­τα καὶ τὴ μέ­θο­δο, ὅ­σο καὶ ὡ­ρι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα τοῦ γλωσ­σι­κοῦ.


Ἐρ.: Εἴ­δα­με στὸ τεῦ­χος 47 τοῦ Ἄρ­δην τὴν πε­ρί­λη­ψη μιᾶς ἔ­ρευ­νας ποὺ κά­να­νε στὸ Ἀ­νοι­κτὸ Ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κὸ Κέν­τρο γιὰ τὸ πο­λυ­το­νι­κό· θὰ θέ­λα­τε νὰ μᾶς ξα­να­θυ­μί­σε­τε τὰ βα­σι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς ἔ­ρευ­νας;
Ἀπ.: Ἡ ἔ­ρευ­να δι­ε­ξή­χθη μὲ 50 παι­διά, φυ­σι­ο­λο­γι­κά, ἡ­λι­κί­ας 6 ἕ­ως 9 ἐ­τῶν, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν δύ­ο ὁ­μά­δες ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν φύ­λων, ἐξ 25 ἀ­τό­μων ἑ­κά­στη· οἱ δύ­ο ὁ­μά­δες ἦ­ταν συμ­βα­τὲς με­τα­ξύ τους ὡς πρὸς ὅ­λες τὶς με­τα­βλη­τὲς ἐ­κτὸς μό­νον τῆς ἐ­κμά­θη­σης («ἀρ­χαῖ­οι»­), ἤ μὴ («μο­νο­το­νι­κοὶ»­), τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν. Τὰ παι­διὰ ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν ὁ­μά­δων φοι­τοῦν σὲ δη­μό­σια σχο­λεῖ­α τῆς Ἀτ­τι­κῆς, ἀλ­λὰ ἡ ὁ­μά­δα τῶν «ἀρ­χαί­ων» πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε, ἐ­πι­πλέ­ον, γιὰ ἕ­να δί­ω­ρο τὴν ἑ­βδο­μά­δα καὶ μα­θή­μα­τα ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν στὴν «Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἀ­γω­γὴ».
Ἡ ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση κά­θε παι­διοῦ ἔ­γι­νε πρὶν τὴν ἔ­ναρ­ξη τοῦ σχο­λι­κοῦ ἔ­τους καὶ πρὶν τὴν ἔ­ναρ­ξη τῆς ἐ­κμά­θη­σης τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν καὶ ἐ­πα­να­λή­φθη­κε με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς σχο­λι­κῆς χρο­νιᾶς.


Ἐρ.: Ποῦ βρή­κα­τε τοὺς «ἀρ­χαι­ο­μα­θεῖς», ἤ «πο­λυ­το­νι­κοὺς» μα­θη­τές;
Ἀπ.: Ἄ, ἐ­δῶ εἴ­μα­στε τυ­χε­ροί! Ἐ­νῶ ἐ­πὶ με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ψά­χνα­με γιὰ τρό­πους καὶ με­θό­δους μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους θὰ δι­ε­ρευ­νού­σα­με τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­γραμ­μα­το­σύ­νης τῶν σπου­δα­στῶν καὶ κυ­ρί­ως τήν αὐ­ξα­νό­με­νη προ­σέ­λευ­ση παι­δι­ῶν μὲ μα­θη­σια­κὲς δυ­σκο­λί­ες, δυσ­λε­ξί­ες κ.ἄ. τό­τε ἀ­κού­σα­με ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας σύλ­λο­γος ἤ ἑ­ται­ρεί­α μὲ τὴν ἐ­πω­νυ­μί­α «Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἀ­γω­γὴ» ποὺ δί­δα­σκε ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κὰ σὲ παι­διά, ἀλ­λὰ καὶ σὲ με­γά­λους. Ἔ­τσι συ­ναν­τη­θή­κα­με μὲ τὴν κ. Ἄν­να Τζι­ρο­πού­λου-Εὐ­στα­θί­ου καὶ τὴν κ. Εἰ­ρή­νη Μαυ­ρο­πού­λου, φι­λο­λό­γους καὶ συγ­γρα­φεῖς τῶν δι­δα­κτι­κῶν βι­βλί­ων ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν. Ἡ κ. Τζι­ρο­πού­λου-Εὐ­στα­θί­ου εἶ­ναι καὶ ἡ συγ­γρα­φέ­ας ἑ­νὸς ἐ­ξαι­ρε­τι­κοῦ πο­νή­μα­τος «Ἕλ­λην Λό­γος. Πῶς ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Γο­νι­μο­ποί­η­σε τὸν Παγ­κό­σμιο Λό­γο».


Ἐρ.: Πῶς ἀ­ξι­ο­λο­γή­σα­τε τὰ παι­διά;
Ἀπ.: Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ἡ Νο­η­τι­κὴ Δο­κι­μα­σί­α (W­I­SC-I­II) καὶ ἡ Ψυ­χο-εκ­παι­δευ­τι­κὴ Δο­κι­μα­σί­α («Ἀ­θη­νᾶ Τὲ­στ»­). Ἀμ­φό­τε­ρες οἱ Δο­κι­μα­σί­ες ἔ­χουν ἀ­ξι­ο­λο­γη­θεῖ ὡς ἔγ­κυ­ρες καὶ ἔ­χουν σταθ­μι­σθεῖ γιὰ τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πλη­θυ­σμὸ ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Τὸ W­I­SC-I­II εἶ­ναι ἡ πλέ­ον σύγ­χρο­νη δι­ε­θνὴς νο­η­τι­κὴ δο­κι­μα­σί­α ἡ ὁ­ποί­α σταθ­μί­στη­κε στὴ χώ­ρα μας ὑ­πὸ τὴν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ κα­θη­γη­τοῦ Ψυ­χο­λο­γί­ας Δ. Γε­ώρ­γα. Τὸ «Ἀ­θη­νᾶ Τὲ­στ» δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κα­θη­γη­τὴ Ψυ­χο­λο­γί­ας τοῦ Τμή­μα­τος Φι­λο­σο­φί­ας, Παι­δα­γω­γι­κῆς καὶ Ψυ­χο­λο­γί­ας (Φ.Π.Ψ.­), Ἰ. Πα­ρα­σκευ­ό­που­λο. Τὰ δε­δο­μέ­να τῶν ἐ­πι­δό­σε­ων τῶν παι­δι­ῶν, ἀμ­φο­τέ­ρων τῶν ὁ­μά­δων καὶ τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν, με­λε­τή­θη­καν μὲ τὴ χρή­ση κα­θι­ε­ρω­μέ­νων στα­τι­στι­κῶν με­θό­δων (T-t­e­st, P­a­i­r­ed T-t­e­st, κα­θὼς καὶ Μὴ Πα­ρα­με­τρι­κῶν t­e­s­ts).


Ἐρ.: Καὶ τ’ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα;
Ἀπ.: Τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἔ­δει­ξαν ὅ­τι ἡ ὁ­μά­δα τῶν «ἀρ­χαί­ων», ἐν συγ­κρί­σει πρὸς τοὺς «μο­νο­το­νι­κοὺς», ἐμ­φα­νί­ζει στὴ δο­κι­μα­σί­α «Ἀ­θη­νᾶ» ἀ­νο­δι­κὲς δι­α­φο­ρές, στα­τι­στι­κὰ ση­μαν­τι­κές, στὶς ὑ­πο­δο­κι­μα­σί­ες Ἀν­τι­γρα­φὴ Σχη­μά­των, Δι­ά­κρι­ση Γρα­φη­μά­των, Μνή­μη Σχη­μά­των καὶ Μνή­μη Εἰ­κό­νων. Ἐ­πί­σης, στὴν ἴ­δια ὁ­μά­δα τῶν «ἀρ­χαί­ων», ἀ­νο­δι­κὴ καὶ στα­τι­στι­κὰ ση­μαν­τι­κὴ εἶ­ναι ἡ δι­α­φο­ρὰ καὶ στὴν ὑ­πο­δο­κι­μα­σί­α Συ­ναρ­μο­λό­γη­ση Ἀν­τι­κει­μέ­νων τοῦ W­I­SC-I­II. Τὰ, ἕ­ως τώ­ρα, εὑ­ρή­μα­τα τῆς ἔ­ρευ­νας πα­ρέ­χουν ἰ­σχυ­ρές ἐν­δεί­ξεις ὅ­τι ἡ ἐ­κμά­θη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας καὶ τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν βελ­τι­ώ­νει τὴν ψυ­χο­εκ­παι­δευ­τι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ παι­διοῦ σὲ ὁ­ρι­σμέ­νους καί­ριους το­μεῖς ὅ­πως εἶ­ναι οἱ ὀ­πτι­κο­αν­τι­λη­πτι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ λει­τουρ­γί­ες, δη­λα­δὴ τό­σο τὶς ὀ­πτι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες (ὀ­φθαλ­μι­κὲς κι­νή­σεις, δι­ο­φθαλ­μι­κὸς ἔ­λεγ­χος), ὅ­σο καὶ τὶς γνω­στι­κὲς λει­τουρ­γί­ες, ποὺ εἶ­ναι ἡ Ἀν­τί­λη­ψη (Δι­α­κρι­τι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα) καὶ ἡ Μνή­μη (Μνη­μο­νι­κὴ συγ­κρά­τη­ση).


Ἐρ.: Καὶ ἡ ἄλ­λη δο­κι­μα­σί­α, ἡ Νο­η­τι­κὴ, τὶ ἔ­δει­ξε;
Ἀπ.: Καμ­μί­α δι­α­φο­ρὰ δὲν εἴ­χα­με σ’ αὐ­τὴ τὴ δο­κι­μα­σί­α σ’ ἀμ­φό­τε­ρες τὶς ὁ­μά­δες. Ὡς γνω­στὸν ἡ νό­η­ση δὲν ἀλ­λά­ζει. Ἐ­μεῖς χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με τὸ W­I­SC-I­II γιὰ νὰ ἔ­χου­με καὶ στὶς δύ­ο ὁ­μά­δες παι­διὰ τοῦ αὐ­τοῦ δι­α­νο­η­τι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου, ἐν τού­τοις στὴν ὁ­μά­δα τῶν ἀρ­χαί­ων, βρή­κα­με νὰ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὰ ἀ­νο­δι­κὴ ἡ δι­α­φο­ρὰ στὴ Συ­ναρ­μο­λό­γη­ση Ἀν­τι­κει­μέ­νων, ποὺ ἐ­νέ­χει καὶ αὐ­τὴ κυ­ρί­ως ὀ­πτι­κο­αν­τι­λη­πτι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ λει­τουρ­γί­ες.
Ἐρ.: Καὶ πῶς συν­δέ­ον­ται ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὴ δυσ­λε­ξί­α;
Ἀπ.: Δὲν εἴ­χα­με κα­τὰ νοῦν τὴ δυσ­λε­ξί­α, ἤ μό­νον τὴ δυσ­λε­ξί­α, ὅ­ταν ἀ­πο­φα­σί­σα­με τὴν ἔ­ρευ­να.. ὑ­πο­ψί­ες βέ­βαι­α μπο­ρεῖ νὰ εἴ­χα­με, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως εἴ­χα­με πε­ρι­έρ­γεια νὰ δοῦ­με ἄν συμ­βαί­νει κά­τι, καὶ τὶ ἀ­κρι­βῶς στὰ παι­διὰ μὲ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας. Για­τὶ μὲ τοὺς ἐ­νή­λι­κες δι­α­πι­στώ­νου­με τὸ χά­λι τῆς γλώσ­σας κά­θε μέ­ρα, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ αἰ­τι­ο­λο­γή­σου­με τε­κμη­ρι­ω­μέ­να. Οἱ ἀ­νω­τέ­ρω ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ λει­τουρ­γί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­στι­κὲς γιὰ τὴν πε­ραι­τέ­ρω ψυ­χο­εκ­παι­δευ­τι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν νε­α­ρῶν ἀ­τό­μων (γρα­φὴ καὶ ἀ­νά­γνω­ση), συν­δέ­ον­ται ἄ­με­σα καὶ μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση ὁ­ρι­σμέ­νων μορ­φῶν Δυσ­λε­ξί­ας.
Ἡ ἔ­ρευ­να πάν­τως συ­νε­χί­ζε­ται καὶ τὰ ἄ­το­μα τῶν δύ­ο ὁ­μά­δων θὰ ἐ­πα­να­ξι­ο­λο­γη­θοῦν καὶ κα­τὰ τὸ τέ­λος τῆς πρω­το­βάθ­μιας ἐκ­παί­δευ­σής τους, ὥ­στε νὰ με­λε­τη­θοῦν καὶ οἱ τυ­χὸν ἐ­πι­πτώ­σεις στὶς ἀ­κου­στι­κο­λε­κτι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες καὶ λει­τουρ­γί­ες.


Ἐρ.: Δι­α­πι­στώ­θη­κε βελ­τί­ω­ση τοῦ λε­ξι­λο­γί­ου τῶν παι­δι­ῶν πού μελετοῦν ἀρ­χαῖ­α;
Ἀπ.: Στὴν ἔ­ρευ­να, καὶ στὶς δύ­ο ὁ­μά­δες, δὲν φαί­νε­ται νὰ αὐ­ξά­νε­ται τὸ λε­ξι­λό­γιο καὶ ἡ εὔ­λο­γη ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅ­τι τὸ δι­ά­στη­μα ἀ­πὸ τὴν ἔ­ναρ­ξη ὡς τὴν ἐ­πα­νε­ξέ­τα­ση ἦ­ταν πο­λὺ βρα­χύ (9 μῆ­νες), ἐ­πί­σης ἴ­σως τὸ νε­α­ρὸ τῆς ἡ­λι­κί­ας τους (6-9 ἐ­τῶν). Ἄλ­λω­στε στὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ἔ­ρευ­νας, ὅ­ταν τὰ παι­διά, τὰ ἴ­δια, θὰ ἔ­χουν με­γα­λώ­σει κα­τὰ 3-4 χρό­νια, ὁ­πό­τε τό­τε ἀ­να­πτύσ­σον­ται αὐ­τὲς οἱ λει­τουρ­γί­ες, αὐ­τὸ θὰ τὸ δοῦ­με πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να. Μιὰ ἄλ­λη ἐ­ξή­γη­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο τε­χνι­κή, εἶ­ναι ὅ­τι ἡ κλί­μα­κα ἀ­ξι­ο­λό­γη­σης τοῦ Λε­ξι­λο­γί­ου τῶν ἐν λό­γω δο­κι­μα­σι­ῶν εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νη μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ συλ­λά­βει ὅ­λο τὸν γλωσ­σι­κὸ πλοῦ­το ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει κα­τα­κτή­σει ἕ­να παι­δὶ. καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­να­φέ­ρο­μαι στὶς σχέ­σεις ἀ­νά­με­σα στὶς ἔν­νοι­ες τῶν λέ­ξε­ων ὅ­πως εἶ­ναι ἡ συ­νω­νυ­μί­α, ἡ ἀν­τί­θε­ση καὶ ἡ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα. Τὶς γλωσ­σι­κὲς αὐ­τὲς δι­α­στά­σεις ἕ­να παι­δὶ ποὺ μαθαίνει ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κὰ μπο­ρεῖ νὰ τὶς ἀ­να­πτύ­ξει πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­ό­τι μα­θαί­νει νὰ συν­δέ­ει στὴν ἴ­δια ἔν­νοι­α δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κὲς μορ­φὲς λέ­ξε­ων, τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς καὶ τῆς ἀρ­χαί­ας. Ὅ­πως μα­θαί­νει μί­α ξέ­νη γλῶσ­σα στὴν ἀρ­χή, ἀλ­λὰ μὲ τὸν χρό­νο καὶ τὴν ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μπο­ρεῖ νὰ τὶς κα­τα­νο­εῖ καὶ πι­θα­νῶς νὰ τὶς χρη­σι­μο­ποι­ή­σει καὶ στὸν κα­θη­με­ρι­νό του λό­γο. Ἔ­τσι ἐμ­πλου­τί­ζει τὸ λε­ξι­λό­γιό του. Ἐ­πὶ τοῦ πα­ρόν­τος θὰ πρέ­πει νὰ ἀρ­κε­στοῦ­με στὸ αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι καὶ τὰ ἀ­κού­σμα­τα ὅ­λων τῶν παι­δι­ῶν, στὸ σχο­λεῖ­ο, τη­λε­ό­ρα­ση, ρα­δι­ό­φω­νο εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ φτω­χὰ πλέ­ον.


Ἐρ.: Ποι­ὸς χρη­μα­το­δό­τη­σε τὴν ἔ­ρευ­να;
Ἀπ.: Κα­νέ­νας! Ἄλ­λω­στε θὰ πρέ­πει νὰ σᾶς πῶ ὅ­τι τὸ Ἀ­νοι­κτὸ Ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κὸ Κέν­τρο, γιὰ λό­γους ἀρ­χῆς, δὲν δέ­χε­ται ἐ­πι­δο­τή­σεις οὔ­τε ἀ­πὸ τὸ κρά­τος οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν Ε­ΟΚ. Ἔ­τσι καὶ αὐ­τὴ ἡ ἔ­ρευ­να ἔ­γι­νε μὲ τὴν ἐ­θε­λον­τι­κὴ συ­νει­σφο­ρὰ ἀ­πο­φοί­των τοῦ Ἰν­στι­τού­του Δι­α­γνω­στι­κῆς Ψυ­χο­λο­γί­ας πού δι­έ­θε­σαν συ­νο­λι­κά ἄ­νω τῶν 900 ὡ­ρῶν γιὰ τὶς συ­νεν­τεύ­ξεις κ.λ.π. Ἴ­σως ὅ­μως εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ νὰ πῶ ὅ­τι ἀ­πὸ τοὺς 15 ψυ­χο­λό­γους ποὺ ἔ­κα­ναν τὶς ἀ­ξι­ο­λο­γή­σεις μό­νον 3 ἦ­ταν ἄ­νω τῶν 30 ἐ­τῶν, οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἦ­ταν ἄ­το­μα ποὺ δὲν εἶ­χαν δι­δα­χθεῖ τὸ πο­λυ­το­νι­κό.


Ἐρ.: Δὲν νο­μί­ζε­τε ὅ­μως, κ. Τσέγ­κο, ὅ­τι τὸ ζή­τη­μα τοῦ «πο­λυ­το­νι­κοῦ» κα­λῶς ἤ κα­κῶς ἔ­χει λή­ξει;
Ἀπ.: Κα­τ’ ἀρ­χὴν «κα­κῶς»! Κά­κι­στα μά­λι­στα. Καὶ δεύ­τε­ρον ὄ­χι μό­νον δὲν ἔ­χει λή­ξει, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­χει κἄν ἀρ­χί­σει, μιὰ καὶ ἡ ἔ­ρευ­να αὐ­τή εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς, ἡ πρώ­τη καὶ ἡ μό­νη ποὺ ἔ­χει γί­νει κα­τὰ τὰ 23 χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σαν. Ἐ­πι­πλέ­ον, θὰ ἔ­χε­τε πα­ρα­τη­ρή­σει ὅ­τι ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­βλί­α ἐ­κτυ­πώ­νον­ται μὲ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ὀρ­θο­γρα­φί­α, ἐ­νῶ κα­νέ­νας σχε­δὸν ποι­η­τής, ἤ σο­βα­ρὸς ἐ­πι­στή­μο­νας, δὲν ἐκ­δί­δε­ται στὸ μο­νο­το­νι­κό. Ἀ­κό­μη θὰ γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι ἔ­χουν βγεῖ καὶ γραμ­μα­το­σει­ρὲς γιὰ τοὺς ὑ­πο­λο­γι­στές, μὲ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ὀρ­θο­γρα­φί­α, ποὺ ἔ­χουν μά­λι­στα καὶ βα­ρεῖ­ες. Τὸ κυ­ρι­ώ­τε­ρο βέ­βαι­α εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι πλέ­ον δι­α­πι­στώ­νουν καὶ τὴν ἔκ­πτω­ση τῆς ποι­ό­τη­τας καὶ τὴ συρ­ρί­κνω­ση τοῦ λε­ξι­λο­γί­ου, προ­φο­ρι­κοῦ καὶ γρα­πτοῦ, ἰ­δι­αί­τε­ρα στὰ νέ­α ἄ­το­μα, κα­θὼς ἐ­πί­σης, κά­θε χρο­νιὰ, καὶ τὸν ὑ­πο­βι­βα­σμό τῶν βά­σε­ων γιὰ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ στὰ πα­νε­πι­στή­μια. . .
Ἐρ.: Καὶ αὐ­τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ­ται καὶ στὶς λε­γό­με­νες «θε­τι­κὲς» σχο­λές.
Ἀπ.: Μὰ ἀ­σφα­λῶς! Για­τὶ ἡ ἐ­κμά­θη­ση τῶν ἀρ­τι­με­λῶν ἑλ­λη­νι­κῶν δὲν ἀ­πο­σκο­πεῖ στὸ νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὰ παι­διὰ νὰ γί­νουν φι­λό­λο­γοι. ἡ σω­στὴ ἐ­κμά­θη­ση τῆς γλώσ­σας καλ­λι­ερ­γεῖ καὶ ἐκ­πτύσ­σει τὸ «μυα­λὸ», ὅ­λες τὶς δυ­να­τό­τη­τές του δη­λα­δή, καὶ κα­θι­στᾶ τὸ παι­δὶ ἱ­κα­νὸ ν’ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν ὅ­ποι­α κλί­ση του, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἄν αὐ­τὴ ἡ κλί­ση στρέ­φε­ται πρὸς τὶς θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Οἱ κομ­πι­ου­τε­ρο­κα­τα­σκευα­στὲς, πα­ρ’ ὅ­τι ἀλ­λό­γλωσ­σοι, αὐ­τὸ τὸ ἀν­τε­λή­φθη­καν ἐγ­καί­ρως. Ἄλ­λω­στε, μὴ ξε­χνᾶ­με, ὅ­τι καὶ οἱ ὑ­πο­λο­γι­στὲς ὑ­πα­κού­ουν σὲ μί­α γλῶσ­σα, ποὺ ἔ­χει αὐ­στη­ρὴ δο­μὴ καὶ ἀ­παι­τεῖ πει­θαρ­χί­α καὶ ὀρ­θο­λο­γι­σμὸ στὴ χρή­ση της. Αὐ­τὰ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὡς γνω­στόν, τὰ δι­α­θέ­τει καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσ­σα.


Ἐρ.: Τὶ ἐν­νο­εῖ­τε μὲ αὐ­τό;
Ἀπ.: Ἐν­νο­ῶ τὴν I­BM, ποὺ ὅ­ταν χρει­ά­ζε­ται κα­τα­σκευα­στὲς πο­λύ­πλο­κων προ­γραμ­μά­των γιὰ τοὺς ὑ­πο­λο­γι­στές της, ἀ­να­ζη­τεῖ γνῶ­στες τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς. Ἐ­πι­πλέ­ον νὰ προ­σθέ­σω καὶ κά­τι ποὺ τὸ μά­θα­με με­τὰ τὴν ἔ­ρευ­να: σὲ δι­ά­φο­ρα κέν­τρα τῶν Η­ΠΑ συ­στή­νουν, γιὰ τὴ δυσ­λε­ξί­α κ.ἄ., τὴν ἐ­κμά­θη­ση μιᾶς πα­ρα­δο­σια­κῆς γλώσ­σας ὅ­πως Ἀρ­χαῖ­α Ἑλ­λη­νι­κά ἤ Κι­νέ­ζι­κα !
Ἐρ.: Εἴ­πα­τε προ­η­γου­μέ­νως ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ κα­τάρ­γη­ση ἔ­γι­νε πρὶν 20 πε­ρί­που χρό­νια. Θὰ θέ­λα­τε νὰ μᾶς θυ­μή­σε­τε πῶς ἀ­πο­φα­σί­στη­κε αὐ­τὴ ἡ ἀλ­λα­γὴ;
Ἀπ.: Πρὶν 23 χρό­νια γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια. Πα­ρ’ ὅ­τι ὅ­μως καὶ αὐ­τὴ ἡ «ἀλ­λα­γὴ» θἄ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη, μιὰ καὶ ἀ­πὸ ἀρ­κε­τοὺς θε­ω­ρεῖ­ται «ἱ­στο­ρι­κή», ἐν τού­τοις, ἀ­κό­μη καὶ οἱ θι­α­σῶ­τες της ἀ­πο­φεύ­γουν, ἀ­πὸ ντρο­πὴ προ­φα­νῶς, νὰ τὴ δι­α­φη­μί­ζουν. Λοι­πὸν ἡ κα­τάρ­γη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας, ποὺ ἴ­σχυ­σε ἐ­πὶ δύ­ο χι­λιά­δες καὶ πλέ­ον χρό­νια, κα­ταρ­γή­θη­κε στὶς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1981, στὴ Βου­λὴ τῶν Ἑλ­λή­νων, με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα, μὲ μιὰ τρο­πο­λο­γί­α (ναί, τρο­πο­λο­γί­α) ποὺ κόλ­λη­σε σ’ ἕ­ναν ἄ­σχε­το νό­μο ἕ­νας κά­ποι­ος Βε­ρυ­βά­κης, ὡς ὑ­πουρ­γὸς τῆς Παι­δεί­ας . . . Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ εἴ­μα­στε ἀ­κρι­βέ­στε­ροι καὶ δι­και­ό­τε­ροι, ἡ κα­τε­δά­φι­ση τῆς γλώσ­σας ἄρ­χι­σε τὸ ’­76 με­τὰ τὴν πτώ­ση τῆς δι­κτα­το­ρί­ας, ἤ μᾶλ­λον μὲ τὴν ἀ­πό­λυ­ση τῶν συν­ταγ­μα­ταρ­χαί­ων.


Ἐρ.: «Ἀ­πό­λυ­ση»; Ἀ­πὸ ποι­οὺς;
Ἀπ.: Ἀ­π’ αὐ­τοὺς ποὺ τοὺς εἶ­χαν δι­ο­ρί­σει, δη­λα­δὴ τοὺς ὑ­πε­ρατ­λαν­τι­κοὺς «συμ­μά­χους» μας. Ὅ­ταν ἔ­φε­ραν εἰς πέ­ρας τὸ j­ob ποὺ τοὺς εἶ­χαν ἀ­να­θέ­σει, δη­λα­δὴ τὴ δι­χο­τό­μη­ση τῆς Κύ­πρου, δὲν ὑ­πῆρ­χε πλέ­ον λό­γος πε­ραι­τέ­ρω πα­ρα­μο­νῆς των. Κα­τό­πιν, τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κόμ­μα­τα, πα­λιὰ καὶ νε­όδ­μη­τα, ἀ­πο­δύ­θη­καν σὲ ἀ­γῶ­να ἀ­να­ζή­τη­σης ἀν­τι­στα­σια­κῶν δαφ­νῶν καὶ ἐ­πί­δει­ξης προ­ο­δευ­τι­κῶν ἰ­δε­ῶν. Τὸ Κ.Κ.Ε., ποὺ ἦ­ταν οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸ μό­νο ποὺ ἔ­κα­νε ἀν­τί­στα­ση καὶ ποὺ πολ­λὰ ὑ­πέ­στη ἀ­πὸ τὴ δι­κτα­το­ρί­α, νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται, σχε­δὸν πρὶν κα­λὰ-κα­λὰ προ­λά­βει νὰ τὸ ἀ­παι­τή­σει τὸ ἴ­διο, ἀ­πὸ τὴν με­τα­δι­δα­κτο­ρι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση ἐ­θνι­κῆς ἑ­νό­τη­τας, στὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως ἡ ἀ­ρι­στε­ρὰ δὲν με­τεῖ­χε. καὶ μέ­σα σ’ ὅ­λη τὴ θο­λού­ρα τῆς με­τα­πο­λί­τευ­σης κα­ταρ­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Κα­ρα­μαν­λῆ καὶ τὸν Ράλ­λη, ἡ κα­θα­ρεύ­ου­σα, λὲς καὶ δὲν εἶ­χε ἀ­πὸ χρό­νια κα­ταρ­γη­θεῖ ἐκ τῶν πραγ­μά­των. Ἔ­πρε­πε, βλέ­πεις, καὶ ἡ δε­ξιὰ νὰ ἐ­πι­δεί­ξει, καὶ αὐ­τή, με­τα­δι­κτα­κτο­ρι­κά, ἀν­τι­στα­σια­κὲς καὶ προ­ο­δευ­τι­κές περ­γα­μη­νές! Τὴν κα­θα­ρεύ­ου­σα ὅ­μως, οἱ φω­στῆ­ρες τὴν μπερ­δεύ­ουν, σκό­πι­μα ἤ ἀ­πὸ ἄ­γνοι­α μᾶλ­λον, μὲ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή. Καὶ ἦ­ταν ἐν­δει­κτι­κὴ ἡ ἀν­τί­δρα­ση ὅ­λων τῶν βου­λευ­τῶν, ὅ­λης τῆς βου­λῆς, ὅ­ταν στὶς 5.4.1976 ὁ ἐκ­πρό­σω­πος τῆς Νέ­ας Δη­μο­κρα­τί­ας ἔ­κα­νε τὴν εἰ­σή­γη­ση γιὰ τὴν κα­θι­έ­ρω­ση τῆς δη­μο­τι­κῆς μεῖ­ναν ἄ­φω­νοι! δὲν χει­ρο­κρό­τη­σε κα­νείς, οὔ­τε ἀ­πὸ τὸ ΠΑ­ΣΟΚ, τὴ Ν.Δ. ἤ τὴν Ε.Κ. τί­πο­τε ! Μό­νον τὸ ΚΚΕ ψέ­λι­σε κά­τι, ὄ­χι καὶ τό­σο πρω­τό­τυ­πο, λέ­γον­τας ὅ­τι «τὸ νο­μο­σχέ­διο εἶ­ναι τα­ξι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα»­! πα­ρ’ ὅ­τι τὸ νο­μο­σχέ­διο εἰ­ση­γοῦν­ταν τὴν ἐ­πι­ση­μο­ποί­η­ση τῆς δη­μο­τι­κῆς ποὺ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ζε ἀ­πὸ πα­λιὰ τὸ κόμ­μα! . . . .


Ἐρ.: Ὅ­μως, ἀ­π’ ὅ­τι ξέ­ρου­με, οἱ ἀρ­χα­ῑ­οι δὲν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν πνεύ­μα­τα καὶ τό­νους.
Ἀπ.: Ξέ­ρω, τὸ γνω­στὸ τρο­πά­ριο, τῶν ἀ­νί­δε­ων ἤ στρε­ψό­δι­κων φα­να­τι­κῶν. Πράγ­μα­τι, οἱ ἀρ­χαῖ­οι δὲν εἶ­χαν τό­νους ἐ­πει­δὴ δὲν τοὺς χρει­ά­ζον­ταν. οἱ τό­νοι ἐ­πι­νο­ή­θη­καν γιὰ τοὺς λα­οὺς ποὺ ἤ­θε­λαν νὰ μά­θουν, με­τὰ τὴν ἐκ­στρα­τεί­α τοῦ Ἀ­λε­ξάν­δρου, σω­στὰ τὰ ἑλ­λη­νι­κά. ὄ­χι μό­νον νὰ τὰ γρά­φουν, αὐ­τὸ ἦ­ταν εὐ­κο­λώ­τε­ρο, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως νὰ τὰ μι­λοῦν. Οἱ Ἕλ­λη­νες ποὺ τὰ μι­λοῦ­σαν με­τα­ξύ τους, τὰ τό­νι­ζαν σω­στά, ἡ προ­σω­δί­α ἦ­ταν ζων­τα­νή. Μὴν ξε­χνᾶ­με ὅ­τι οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι τοῦ χρυ­σοῦ αἰ­ώ­να, στὸ με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό τους, ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τοι, ἀλ­λὰ τὰ ὁ­μη­ρι­κὰ ἔ­πη καὶ τὰ δρα­μα­τι­κὰ ἔρ­γα τὰ γνώ­ρι­ζαν ἀ­π’ ἔ­ξω κι ἀ­να­κα­τω­τά. Οἱ νε­ο­κα­τα­κτη­θέν­τες ὅ­μως λα­οὶ ἀ­πὸ ποῦ θὰ μά­θαι­ναν πῶς νὰ μι­λοῦν; Μα­γνη­τό­φω­να καὶ λιγ­κουα­φὸν δὲν ὑ­πῆρ­χαν! Ἦ­ταν ἕ­να εἶ­δος «φω­νέ­τικς» τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὅ­μως χά­ρη σ’ αὐ­τὰ τὰ ση­μα­δά­κια δι­α­τη­ρή­θη­κε ἡ μου­σι­κό­τη­τα, δη­λα­δὴ ἡ ζων­τά­νια, τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς, καὶ χά­ρη σ’ αὐ­τὰ ἐ­πι­βί­ω­σε ἡ γλῶσ­σα μας ὡς τὰ σή­με­ρα.

Ἀ­πὸ τὸν Δ. Σο­λω­μὸ στὸν … Κου­τσο­χέ­ρα
Ἐρ.: Εἴ­πα­τε προ­γη­γου­μέ­νως ὅ­τι ἡ κα­τάρ­γη­ση τῶν τό­νων, οὐ­σι­α­στι­κά, ἄρ­χι­σε τὸ 1976· τὶ νο­μί­ζε­τε ὅ­τι συ­νε­τέ­λε­σε ὥ­στε νὰ φτά­σου­με στὴν ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ μο­νο­το­νι­κοῦ;
Ἀπ.: Ναί, τὸ ρα­γδαῖ­ο ξή­λω­μα τῆς γλώσ­σας ἀρ­χί­ζει πράγ­μα­τι τὸ 1976· τὸ ἀρ­γό­συρ­το ὅ­μως ξή­λω­μα εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται πρὶν τό 1821. Κι ἐ­νῶ σ’ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­δί­ω­ξη ὑ­πῆρ­ξε μιὰ ἄ­με­ση καὶ ἀ­πο­στο­μω­τι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση ἀ­πὸ τὸν ἐ­θνι­κό μας ποι­η­τὴ μὲ τὸν «Δι­ά­λο­γό» του γιὰ τὴ γλῶσ­σα, ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ δὲν ἀ­φο­ρᾶ μό­νον σ’ αὐ­τή, για­τὶ ἐμ­πε­ρι­έ­χει καὶ στοι­χεῖ­α ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὸ πρὸς ποι­ὰ κα­τεύ­θυν­ση θὰ πο­ρεύ­ον­ταν τὸ νε­ο­ϊ­δρυ­θη­σό­με­νο κρα­τί­διο. Ἄν δη­λα­δὴ θὰ συ­νέ­χι­ζε τὴ μα­κραί­ω­νη ἑλ­λη­νο­ρω­μαί­ϊ­κη πα­ρά­δο­ση, ἤ θὰ ἐν­στερ­νί­ζον­ταν τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ μέ­σω ἑ­νὸς εὑ­ρέ­ως δι­α­δι­δό­με­νου ἐκ­προ­τε­σταν­τι­σμοῦ. Μὴ ξε­χνᾶ­με ὅ­τι οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοὶ (ναὶ Ἀ­με­ρι­κα­νοί!) προ­τε­στάν­τες ὀρ­γώ­νουν τὴν Με­σό­γει­ο ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τοῦ 18ου αἰ­ώ­να. Δυ­στυ­χῶς ἀ­κο­λου­θή­θη­κε τὸ δεύ­τε­ρο πο­λι­τι­στι­κὸ ὑ­πό­δειγ­μα, κι ὄ­χι μό­νον στὴ γλῶσ­σα. Τώ­ρα ἄν τὸ γλωσ­σι­κὸ πῆ­ρε δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς καὶ ὀ­νο­μα­σί­ες σ’ αὐ­τοὺς τοὺς δύ­ο αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ τό­τε, αὐ­τὲς οἱ με­ταμ­φι­έ­σεις εἶ­ναι συ­νη­θι­σμέ­νες σ’ ὅ­λες τὶς σφο­δρὲς πο­λι­τι­στι­κὲς συγ­κρού­σεις.


Ἐρ.: Δη­λα­δὴ;
Ἀπ.: Ἡ συμ­πα­ρά­τα­ξη μὲ τὴ μί­α ἤ τὴν ἄλ­λη με­ριά προσ­δί­δει, κυ­ρί­ως στοὺς φα­να­τι­κοὺς ἤ καὶ συμ­φε­ρον­το­λό­γους πρω­τα­γω­νι­στές, εὔ­ση­μα ἐκ­συγ­χρο­νι­στοῦ ἤ καὶ ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα ἀ­πὸ τὴν ἔν­τα­ξή τους στὸ κυ­ρια­ρχοῦν ἰ­δε­ο­λό­γη­μα τοῦ ἐ­ξευ­ρω­πα­ϊ­σμοῦ, καὶ τῆς λε­γό­με­νης «Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας», τὴν ὁ­ποί­α ἐγ­κολ­πώ­θη­κε ἡ «σχο­λὴ» τοῦ Πα­ρι­σιοῦ, μιὰ καὶ ἡ «Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα», μὲ τὴ γαλ­λι­κὴ ἐ­πα­νά­στα­ση, ἀ­να­θέρ­μα­νε καὶ τὶς ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ σκλα­βω­μέ­νου γέ­νους. Εὔ­λο­γα λοι­πὸν ἀ­νέ­κυ­ψε ἡ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα γιὰ τρό­πους ἐ­πι­τά­χυν­σης τό­σον τῶν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κῶν ἐ­ξε­λί­ξε­ων, ὅ­σον καὶ τῆς ἀ­να­ζή­τη­σης σθε­να­ρο­ποι­η­τι­κῶν καὶ κρα­ται­ο­ποι­η­τι­κῶν πο­λι­τι­στι­κῶν πα­ρα­γόν­των γιὰ τὸ ἱ­δρυ­θη­σό­με­νο, ἤ νε­ο­ϊ­δρυ­θέν, κρά­τος. Οἱ προ­θέ­σεις ἀ­ναν­τιρ­ρή­τως εἶ­ναι πα­τρι­ω­τι­κὲς ἀλ­λὰ ἡ προ­σέγ­γι­ση τῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων, ὡς συ­νή­θως, εἶ­ναι ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ως καὶ ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κή, ἀ­φοῦ θε­ω­ροῦν ὅ­τι ἡ ὁ­μι­λου­μέ­νη ἀλ­λὰ καὶ ἡ γρα­φό­με­νη γλῶσ­σα εἶ­ναι ἀ­κα­τάλ­λη­λη! … Ἔ­τσι ἀ­πο­δύ­ον­ται σὲ ἀ­γω­νι­ώ­δη προ­σπά­θεια γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς τέ­τοι­ας, «κα­τάλ­λη­λης» γλώσ­σας, πα­ρ’ ὅ­τι, γλῶσ­σα ὑ­πῆρ­χε, καὶ μά­λι­στα ζων­τα­νὴ καὶ σφύ­ζου­σα, ὅ­πως τὰ τρα­γού­δια τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ, τὰ δη­μο­τι­κά, ἀλ­λὰ καὶ ἡ γλῶσ­σα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τὰ ὅ­μως δὲν ὑ­πῆρ­χαν στὰ Πα­ρί­σια. Ὁ Σο­λω­μὸς, βέ­βαι­α πα­ρ’ ὅ­τι ἦ­ταν ἰ­τα­λό­φω­νος καί δυ­τι­κο­σπου­δαγ­μέ­νος, μό­λις ἐ­πι­στρέ­φει στὴν Ἑλ­λά­δα, μᾶς δί­νει τὴν ἀ­ξε­πέ­ρα­στη ποί­η­σή του κα­θὼς καὶ τὸν πε­ρί­φη­μο «Δι­ά­λο­γο». Ἡ μει­ο­νε­ξί­α ὅ­μως τῶν φω­τι­στῶν δι­α­νο­ου­μέ­νων δὲν ἐ­πέ­τρε­πε τέ­τοι­α «ἅλ­μα­τα».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ