του Δ. Μαυρίδης, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005
στην Ξάνθη –πόλη με παλιά και πλούσια κοινοτική και αστική παράδοση– συμπληρώνει φέτος σαράντα χρόνια ο θεσμός των δημόσιων εορτασμών του καρναβαλιού. Πρόκειται για λαογραφικές και εορταστικές εκδηλώσεις, οι οποίες εξελίσσονται σε δημόσιους χώρους και διαρκούν δύο ολόκληρες εβδομάδες.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι πρώτοι οργανωτές των εκδηλώσεων αυτών τις σχεδίασαν και τις οραματίστηκαν, πριν σαράντα χρόνια, για να βοηθήσουν “την οικονομία του τόπου”, αλλά και για να συμβάλουν “στην εθνική, πνευματική και πολιτιστική ανέλιξιν του Νομού Ξάνθης”. Έκτοτε, οι “Αποκριάτικες Θρακικές Γιορτές” –που μετονομάστηκαν αμέσως έπειτα “Θρακικές Λαογραφικές Εορτές” και αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως “Ξανθιώτικο Καρναβάλι”– εκπλήρωσαν τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν και καθιερώθηκαν ως μόνιμος θεσμός με οργανωτή πλέον τη “Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Ξάνθης”.
Είναι σημαντικό ότι το Ξανθιώτικο Καρναβάλι – Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές σχεδιάστηκε και δημιουργήθηκε με το όραμα της “αναβίωσης των πλουσίων παραδόσεων και εθίμων της Θράκης”, με το αίτημα της “επιστροφής στις ρίζες”, αλλά και με σκοπό να φέρουν πάλι στην επιφάνεια “τα λησμονημένα έθιμα των παλαιών παραδόσεων της Μικράς Ασίας και του Πόντου”. Τα ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία αναμείχθηκαν λοιπόν με τις καθιερωμένες μορφές του αστικού καρνάβαλου, ενώ παράλληλα επιδιώχθηκε η προβολή όλων των μορφών της λαϊκής τέχνης.
Το Ξανθιώτικο Καρναβάλι – Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές οργανώνεται και εξελίσσεται σε χώρους, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στην Παλιά Πόλη της Ξάνθης. Η Παλιά Πόλη αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της Ξάνθης, το οποίο από το 1976 έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο και προστατεύεται. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρούμενο παραδοσιακό οικισμό στη Βόρεια Ελλάδα.
Στην ιστορία και την πραγματικότητα του Ξανθιώτικου Καρναβαλιού εμφανίζονται δυναμικές και εξελίξεις, οι οποίες έχουν, κατά τη γνώμη μας, ιδιαίτερες και ενδιαφέρουσες όψεις. Μία πόλη τραγουδά και διασκεδάζει συμμετοχικά και ζει γιορταστικά, σε μια σκληρή εποχή, κατά την οποία οι εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού περιορίζονται1 και ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται2. Η διαρκής και αυθόρμητη συναίνεση των κατοίκων της Ξάνθης να γιορτάζουν και να διασκεδάζουν σε δημόσιους χώρους, ως σύνολο, είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να ερμηνευθεί και ως διεκδίκηση του δικαιώματός τους στην πόλη3. Η σημασία του γεγονότος βρίσκεται, ακόμη, στην τοπική διάψευση της αντίληψης ότι η ζωή στον σύγχρονο αστικό κόσμο των βιομηχανικών κοινωνιών δεν είναι κάτι που πραγματικά βιώνεται, αλλά είναι θέαμα που παρακολουθείται από απόσταση4. Είναι, τέλος, το Ξανθιώτικο Καρναβάλι, μία συλλογική εκδήλωση η οποία δεν υπαγορεύεται ούτε ελέγχεται από οικονομικές σκοπιμότητες και συμφέροντα, αλλά αναδύεται και, ως ένα βαθμό, εξελίσσεται ως λαϊκή έκφραση και εκδήλωση.
Η ιστορία του Ξανθιώτικου Καρναβαλιού ξεκινά ως αναβίωση λαϊκών αποκριάτικων εθίμων το 1966, σε μια εποχή οικονομικής παρακμής και γενικότερης κρίσης του τόπου, χωρίς να διαφαίνεται τότε καμιά προοπτική βελτίωσης. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η πρωτοβουλία αυτή των οργανωτών του ως πρωτοποριακή, αφού, μια δεκαετία περίπου μετά, πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, που γνωρίζουν την κρίση της “αποβιομηχάνισης”, εισάγουν πολιτιστικές πολιτικές με αντίστοιχους στόχους5.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, που αναδεικνύει το δυναμισμό των κατοίκων και της πόλης, έχει το γεγονός ότι το Ξανθιώτικο Καρναβάλι συνεχώς αναπτύσσεται και η συμμετοχή του κόσμου, που οργανώνεται σε τοπικούς συλλόγους, συνεχώς αυξάνει.
Λέγεται ότι η πόλη –με το Καρναβάλι, τις Γιορτές της Παλιάς Πόλης, τις άλλες εκδηλώσεις και τις κανονικές γιορτές– γιορτάζει πάνω από πενήντα μέρες το χρόνο και ότι αυτό είναι υπερβολικό. Όμως μ’ αυτό τον τρόπο, ο δημόσιος χώρος διευρύνεται, είναι πάντα ζωντανός και γιορταστικός και ο κόσμος που παρίσταται ζει χωρίς την ένταση, τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις που υποβάλλει η σύγχρονη ζωή.
Τα τελευταία χρόνια συρρέει στο Ξανθιώτικο Καρναβάλι πλήθος κόσμου απ’ όλη την Ελλάδα, γεμίζουν τα ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής, τα κέντρα διασκέδασης ασφυκτιούν, η τοπική οικονομία κινείται. Δεν μπορεί παρ’ όλα αυτά να χαρακτηρισθεί το Ξανθιώτικο Καρναβάλι προϊόν της λεγόμενης Βιομηχανίας του Πολιτισμού6 γιατί κατά βάση είναι μία τοπική εκδήλωση, οργανωμένης και μη, λαϊκής διασκέδασης.
Οι κριτικοί της Βιομηχανίας του Πολιτισμού στρέφουν τα πυρά τους προς τις εκδηλώσεις στις οποίες η κυριαρχία της αγοράς επιβάλλει την αισθητική και τις σκοπιμότητες της κατανάλωσης, φαλκιδεύοντας και καταργώντας τα κριτήρια των συμμετεχόντων. Η Βιομηχανία του Πολιτισμού κολακεύει τους καταναλωτές και κυριαρχεί στον πολιτισμό τους, αφού οι υποτιθέμενες πολιτισμικές επιλογές έχουν προκαθορισθεί και ουσιαστικά έχουν δημιουργηθεί ερήμην των. Νέα κριτήρια επιβάλλονται. Η τέχνη, από “σκοπιμότητα χωρίς σκοπό”7, μεταμορφώνεται σε σκοπιμότητα για τους σκοπούς που επιδιώκουν οι αγορές. Οι εθνικοί πολιτισμοί αποδυναμώνονται, οι ιδιαιτερότητες αγνοούνται, η αισθητική, το ύφος και ο συρμός προσδιορίζονται από τα κέντρα της αγοράς.
Οπωσδήποτε, η Βιομηχανία του Πολιτισμού –η οποία κυριαρχεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης– επηρεάζει το Ξανθιώτικο Καρναβάλι. Δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει αλλιώς. Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια το Ξανθιώτικο Καρναβάλι και, κυρίως, η παρέλαση του Καρνάβαλου –που μεταδίδεται από την ελληνική τηλεόραση– υιοθετούν την αισθητική της φαντασμαγορικής μη πραγματικότητας, όπως αυτή προωθείται από τα διεθνή κέντρα παραγωγής ψυχαγωγίας8.
Δεν κατέληξε, όμως, το Ξανθιώτικο Καρναβάλι, μέσα από την εξέλιξή του, να γίνει μία φολκλορική9 εκδήλωση. Δεν λείπουν βέβαια χοροί, μουσικές και έθιμα που οι ρίζες τους χάνονται στο βάθος του χρόνου. Είναι όμως συνυφασμένα με το σύγχρονο και επιτελούνται από ηλικιωμένους και νέους που ζουν το παρόν. Ο εκσυγχρονισμός και η δυτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, αν και μεταβάλλουν τα κοινωνικά και αισθητικά δεδομένα, δεν την εμποδίζουν να αφομοιώνει.
Μέσα από τις μεταμορφώσεις του Ξανθιώτικου Καρναβαλιού –τα σαράντα αυτά χρόνια– από το αίτημα της αναγέννησης και της προβολής της πλούσιας λαογραφικής παράδοσης της Θράκης, μέχρι τη μαζική συμμετοχή και σύμπραξη του κοινού στην υπερπραγματικότητα της μεγάλης παρέλασης του Καρνάβαλου – διακρίνεται η μεταλλαγή του λαϊκού πολιτισμού μας. Πρόκειται για ένα από τα ουσιαστικά ζητήματα και διακυβεύματα, τα οποία αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα. δηλαδή πρόκειται για τη θέση και το μέλλον του ελληνικού πολιτισμού σε ένα κόσμο, στον οποίο πανίσχυρες πραγματικότητες επιβάλλουν τους δικούς τους τρόπους. Το ζήτημα αυτό τίθεται γιατί, ενώ διαπιστώνει κανείς αλλοτρίωση των μορφών, των πρακτικών και των εκδηλώσεων της ελληνικής ζωής, συγχρόνως ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού και ήθους αντιστέκεται και παραμένει σχετικά άθικτος. Έτσι, παρά τα επιφαινόμενα –που εντείνονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης– για περιθωριοποίηση των πολιτισμικών μας ιδιαιτεροτήτων, υφίσταται η βαθιά ιστορικότητα του ελληνικού έθνους και δημιουργούνται νέες δυναμικές και προοπτικές10.
Η Ελλάδα δεν είναι η χώρα, ιδίως σήμερα, για την οποία αυτό που περιλαμβάνει η έννοια του παραδοσιακού είναι και καθοριστικό στους καθόλου προσανατολισμούς, ούτε είναι η χώρα όπου το παραδοσιακό εμφανίζεται ως ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό, όμως, μάλλον θα ήταν εύκολο συμπέρασμα. Κάτω από τα επιφαινόμενα και πέρα από τα λεγόμενα υπάρχει πάντα και παντού, ζώσα και παρούσα, μία ιδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα.
Πιστεύουμε πως η κοινωνία μας ζητά να κατανοήσει το “τι” και το “πώς” της ελληνικής παρουσίας, ενώ επίσης μας φαίνεται επιτακτική η απαίτηση για την πολιτισμική ενότητα του Ελληνισμού. Αποτελεί ανάγκη κατεπείγουσα, το να πιστοποιήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε τώρα πάλι τα εθνικά11 μας χαρακτηριστικά12, αυτά που ταυτίζονται με την εμπειρία του ζώντος πολιτισμού μας. αυτά που κανείς δεν μπορεί να τα προσδιορίσει ή να μας τα υποδείξει –κανείς άλλος, εκτός από εμάς τους ίδιους.
Δημήτρης Μαυρίδης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι, βέβαια, μόνο γιορτές, ούτε είναι προσπάθεια για την αναβίωση των παραδόσεων, αλλά είναι το ύφος και το ήθος των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, όπως αυτά συναντώνται στην καθημερινότητα. Η αποδυνάμωση του λαϊκού πολιτισμού είναι αποτέλεσμα των μεγάλων αλλαγών στις ελληνικές πραγματικότητες, αλλά και σύμπτωμα μιας κρίσης της κοινωνικής ζωής, της ταυτότητας και των αξιών.
- Σύμπτωμα και αυτό κρίσης της ανθρώπινης επικοινωνίας μετά από τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό, αλλά και αποτέλεσμα άκρατης εξατομίκευσης και κατάρρευσης της συλλογικότητας.
- “Το δικαίωμα στην πόλη δεν είναι ούτε φυσικό ούτε συμβατικό… σημαίνει το δικαίωμα των πολιτών και των ομάδων που συγκροτούν –στη βάση των κοινωνικών σχέσεων– να εμφανίζονται σε όλα τα δίκτυα επικοινωνιών, πληροφόρησης, ανταλλαγών” (Lefebvre H.: Le droit à la ville, ed. Anthropos, Paris, 1968).
- Debord Guy: The Society of the Spectacle, Zone Books, New York, 1994.
- Μπιανκίνι Φ., Πάρκινσον Μ.: Πολιτιστική, Πολιτική και Αναζωογόνηση των Πόλεων, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης, Αθήνα 1994.
- Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, καλώδια, μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου και εικόνας, υφαίνουν ένα παγκόσμιο πλέγμα πλήρως εμπορευματοποιημένης τεχνολογίας της παθητικής διασκέδασης. Με τη βοήθεια της τεχνικής, τεράστιες εταιρείες που εμπορεύονται την ψυχαγωγία ομογενοποιούν τις αισθητικές αντιλήψεις σε παγκόσμια κλίμακα. Ό,τι είναι αποτέλεσμα υστερόβουλης οικονομικής συνεργασίας τεχνικών και ειδικών της επικοινωνίας και ό,τι κυρίως παράγεται στα κέντρα παραγωγής ψυχαγωγίας του δυτικού κόσμου, διαδίδεται, μεταδίδεται και κατευθύνεται σε απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη. Η τηλεόραση γίνεται το πιο ισχυρό εργαλείο μαζικής παιδείας σε πολλές χώρες. Το τελικό αποτέλεσμα πάνω στους εθνικούς πολιτισμούς μπορεί να είναι καθοριστικό, αφού οι κύριοι καταναλωτές των προϊόντων αυτών είναι οι νέοι.
- Σύμφωνα με τον ορισμό του Immanuel Kant.
- Η φαντασμαγορική ατμόσφαιρα που παρουσιάζεται αποτελεί απομίμηση. Οι απομιμήσεις αυτές δεν έχουν άμεση σχέση με την πραγματικότητα, αλλά είναι μιμήσεις απομιμήσεων –όπως αυτές μεταδίδονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ιδίως από την τηλεόραση– και τείνουν να συγκροτήσουν μια νέα πραγματικότητα. Κατά τον θεωρητικό του μεταμοντερνισμού Jean Baudrillard (Simulacra and Simulation, The University of Michigan Press, Ann Arbor, 1994) η απόλυτη απομίμηση είναι η αισθητική της Ντίσνεϋλαντ. εκεί όπου δημιουργείται μία τεχνητή υπερπραγματικότητα, η οποία όμως καταλήγει να γίνεται “πιο πραγματική από την πραγματικότητα”. Χωρίς να πάψει να σηματοδοτεί την έλλειψη μιας βασικής πραγματικότητας όμως – θα πρέπει εμείς να συμπληρώσουμε.
- Φολκλορισμός είναι η ρομαντική επανάληψη εθίμων, αφού έχει χαθεί η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν. Μπορεί, ακόμη, να είναι η εφεύρεση λαογραφικών στοιχείων, η ψυχρή προσπάθεια αναβίωσής τους ή η χρήση τους για τις σκοπιμότητες της αγοράς. Είναι εμφανής ο κίνδυνος του φολκλορισμού για την πλούσια νεοελληνική παράδοση, η οποία είναι κυρίως αγροτική, σε μία αστικοποιημένη πλέον Ελλάδα.
- Σε πρόσφατη δημόσια συζήτηση, που οργανώθηκε στην Αθήνα, ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής, πρόεδρος της ιστορικής Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, ανέλυσε τη διαχρονική αντιστασιακή στάση του ελληνικού λαού (θέμα που έχει ήδη επισημάνει ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος) και υποστήριξε την άποψη ότι διακρίνονται οι αναγεννητικές τάσεις του κατά παράδοση ελληνικού πολιτισμού.
- Είναι καιρός πια και ανάγκη απόλυτη να παραμερίσουμε την υστερόβουλη αντίληψη του πολιτικώς ορθού, για το οποίο κάθε αναφορά στο εθνικό σημαίνει και εθνικισμό.
- Γιατί το κέντρο αυτό που αναζητείται είναι η συγκρότηση και η έκφρασή μας με τους τρόπους τους δικούς μας, ξεπερνώντας την άκριτη μίμηση και υπερβαίνοντας τη στειρότητα της προσκόλλησής μας σε πρότυπα που μας επιβάλλονται. Τώρα χρειάζεται η ανάδυση της αφομοιωτικής και αναπλαστικής ικανότητας, χαρακτηριστικής της παράδοσής μας.