Αρχική » Το ξανθιώτικο καρναβάλι

Το ξανθιώτικο καρναβάλι

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Μαυρίδης, από το Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005

στην Ξάν­θη –πό­λη με πα­λιά και πλού­σια κοι­νο­τι­κή και α­στι­κή πα­ρά­δο­ση– συ­μπλη­ρώ­νει φέ­τος σα­ρά­ντα χρό­νια ο θε­σμός των δη­μό­σιων ε­ορ­τα­σμών του καρ­να­βα­λιού. Πρό­κει­ται για λα­ο­γρα­φι­κές και ε­ορ­τα­στι­κές εκ­δη­λώ­σεις, οι ο­ποί­ες ε­ξε­λίσ­σο­νται σε δη­μό­σιους χώ­ρους και διαρ­κούν δύ­ο ο­λό­κλη­ρες ε­βδο­μά­δες.
Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το ό­τι οι πρώ­τοι ορ­γα­νω­τές των εκ­δη­λώ­σε­ων αυ­τών τις σχε­δί­α­σαν και τις ο­ρα­μα­τί­στη­καν, πριν σα­ρά­ντα χρό­νια, για να βο­η­θή­σουν “την οι­κο­νο­μί­α του τό­που”, αλ­λά και για να συμ­βά­λουν “στην ε­θνι­κή, πνευ­μα­τι­κή και πο­λι­τι­στι­κή α­νέ­λι­ξιν του Νο­μού Ξάν­θης”. Έ­κτο­τε, οι “Α­πο­κριά­τι­κες Θρα­κι­κές Γιορ­τές” –που με­το­νο­μά­στη­καν α­μέ­σως έ­πει­τα “Θρα­κι­κές Λα­ο­γρα­φι­κές Ε­ορ­τές” και αρ­γό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν ως “Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι”– εκ­πλή­ρω­σαν τους σκο­πούς για τους ο­ποί­ους δη­μιουρ­γή­θη­καν και κα­θιε­ρώ­θη­καν ως μό­νι­μος θε­σμός με ορ­γα­νω­τή πλέ­ον τη “Δη­μο­τι­κή Ε­πι­χεί­ρη­ση Α­νά­πτυ­ξης Ξάν­θης”.
Εί­ναι ση­μα­ντι­κό ό­τι το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι – Θρα­κι­κές Λα­ο­γρα­φι­κές Γιορ­τές σχε­διά­στη­κε και δη­μιουρ­γή­θη­κε με το ό­ρα­μα της “α­να­βί­ω­σης των πλου­σί­ων πα­ρα­δό­σε­ων και ε­θί­μων της Θρά­κης”, με το αί­τη­μα της “ε­πι­στρο­φής στις ρί­ζες”, αλ­λά και με σκο­πό να φέ­ρουν πά­λι στην ε­πι­φά­νεια “τα λη­σμο­νη­μέ­να έ­θι­μα των πα­λαιών πα­ρα­δό­σε­ων της Μι­κράς Α­σί­ας και του Πό­ντου”. Τα η­θο­γρα­φι­κά και λα­ο­γρα­φι­κά στοι­χεί­α α­να­μεί­χθη­καν λοι­πόν με τις κα­θιε­ρω­μέ­νες μορ­φές του α­στι­κού καρ­νά­βα­λου, ε­νώ πα­ράλ­λη­λα ε­πι­διώ­χθη­κε η προ­βο­λή ό­λων των μορ­φών της λα­ϊ­κής τέ­χνης.
Το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι – Θρα­κι­κές Λα­ο­γρα­φι­κές Γιορ­τές ορ­γα­νώ­νε­ται και ε­ξε­λίσ­σε­ται σε χώ­ρους, πολ­λοί α­πό τους ο­ποί­ους βρί­σκο­νται στην Πα­λιά Πό­λη της Ξάν­θης. Η Πα­λιά Πό­λη α­πο­τε­λεί έ­να με­γά­λο τμή­μα της Ξάν­θης, το ο­ποί­ο α­πό το 1976 έ­χει α­να­κη­ρυ­χθεί δια­τη­ρη­τέ­ο και προ­στα­τεύ­ε­ται. Πρό­κει­ται για τον με­γα­λύ­τε­ρο και κα­λύ­τε­ρα δια­τη­ρού­με­νο πα­ρα­δο­σια­κό οι­κι­σμό στη Βό­ρεια Ελ­λά­δα.
Στην ι­στο­ρί­α και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του Ξαν­θιώ­τι­κου Καρ­να­βα­λιού εμ­φα­νί­ζο­νται δυ­να­μι­κές και ε­ξε­λί­ξεις, οι ο­ποί­ες έ­χουν, κα­τά τη γνώ­μη μας, ι­διαί­τε­ρες και εν­δια­φέ­ρου­σες ό­ψεις. Μί­α πό­λη τρα­γου­δά και δια­σκε­δά­ζει συμ­με­το­χι­κά και ζει γιορ­τα­στι­κά, σε μια σκλη­ρή ε­πο­χή, κα­τά την ο­ποί­α οι εκ­δη­λώ­σεις του λα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού πε­ριο­ρί­ζο­νται1 και ο δη­μό­σιος χώ­ρος συρ­ρι­κνώ­νε­ται2. Η διαρ­κής και αυ­θόρ­μη­τη συ­ναί­νε­ση των κα­τοί­κων της Ξάν­θης να γιορ­τά­ζουν και να δια­σκε­δά­ζουν σε δη­μό­σιους χώ­ρους, ως σύ­νο­λο, εί­ναι έ­να φαι­νό­με­νο που μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­θεί και ως διεκ­δί­κη­ση του δι­καιώ­μα­τός τους στην πό­λη3. Η ση­μα­σί­α του γε­γο­νό­τος βρί­σκε­ται, α­κό­μη, στην το­πι­κή διά­ψευ­ση της α­ντί­λη­ψης ό­τι η ζω­ή στον σύγ­χρο­νο α­στι­κό κό­σμο των βιο­μη­χα­νι­κών κοι­νω­νιών δεν εί­ναι κά­τι που πραγ­μα­τι­κά βιώ­νε­ται, αλ­λά εί­ναι θέ­α­μα που πα­ρα­κο­λου­θεί­ται α­πό α­πό­στα­ση4. Εί­ναι, τέ­λος, το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι, μί­α συλ­λο­γι­κή εκ­δή­λω­ση η ο­ποί­α δεν υ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ού­τε ε­λέγ­χε­ται α­πό οι­κο­νο­μι­κές σκο­πι­μό­τη­τες και συμ­φέ­ρο­ντα, αλ­λά α­να­δύ­ε­ται και, ως έ­να βαθ­μό, ε­ξε­λίσ­σε­ται ως λα­ϊ­κή έκ­φρα­ση και εκ­δή­λω­ση.
Η ι­στο­ρί­α του Ξαν­θιώ­τι­κου Καρ­να­βα­λιού ξε­κι­νά ως α­να­βί­ω­ση λα­ϊ­κών α­πο­κριά­τι­κων ε­θί­μων το 1966, σε μια ε­πο­χή οι­κο­νο­μι­κής πα­ρακ­μής και γε­νι­κό­τε­ρης κρί­σης του τό­που, χω­ρίς να δια­φαί­νε­ται τό­τε κα­μιά προ­ο­πτι­κή βελ­τί­ω­σης. Θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­σθεί η πρω­το­βου­λί­α αυ­τή των ορ­γα­νω­τών του ως πρω­το­πο­ρια­κή, α­φού, μια δε­κα­ε­τί­α πε­ρί­που με­τά, πολ­λές ευ­ρω­πα­ϊ­κές πό­λεις, που γνω­ρί­ζουν την κρί­ση της “α­πο­βιο­μη­χά­νι­σης”, ει­σά­γουν πο­λι­τι­στι­κές πο­λι­τι­κές με α­ντί­στοι­χους στό­χους5.
Α­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, που α­να­δει­κνύ­ει το δυ­να­μι­σμό των κα­τοί­κων και της πό­λης, έ­χει το γε­γο­νός ό­τι το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι συ­νε­χώς α­να­πτύσ­σε­ται και η συμ­με­το­χή του κό­σμου, που ορ­γα­νώ­νε­ται σε το­πι­κούς συλ­λό­γους, συ­νε­χώς αυ­ξά­νει.
Λέ­γε­ται ό­τι η πό­λη –με το Καρ­να­βά­λι, τις Γιορ­τές της Πα­λιάς Πό­λης, τις άλ­λες εκ­δη­λώ­σεις και τις κα­νο­νι­κές γιορ­τές– γιορ­τά­ζει πά­νω α­πό πε­νή­ντα μέ­ρες το χρό­νο και ό­τι αυ­τό εί­ναι υ­περ­βο­λι­κό. Ό­μως μ’ αυ­τό τον τρό­πο, ο δη­μό­σιος χώ­ρος διευ­ρύ­νε­ται, εί­ναι πά­ντα ζω­ντα­νός και γιορ­τα­στι­κός και ο κό­σμος που πα­ρί­στα­ται ζει χω­ρίς την έ­ντα­ση, τους α­ντα­γω­νι­σμούς και τις συ­γκρού­σεις που υ­πο­βάλ­λει η σύγ­χρο­νη ζω­ή.
Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια συρ­ρέ­ει στο Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι πλή­θος κό­σμου απ’ ό­λη την Ελ­λά­δα, γε­μί­ζουν τα ξε­νο­δο­χεί­α της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριο­χής, τα κέ­ντρα δια­σκέ­δα­σης α­σφυ­κτιούν, η το­πι­κή οι­κο­νο­μί­α κι­νεί­ται. Δεν μπο­ρεί παρ’ ό­λα αυ­τά να χα­ρα­κτη­ρι­σθεί το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι προ­ϊ­όν της λε­γό­με­νης Βιο­μη­χα­νί­ας του Πο­λι­τι­σμού6 για­τί κα­τά βά­ση εί­ναι μί­α το­πι­κή εκ­δή­λω­ση, ορ­γα­νω­μέ­νης και μη, λα­ϊ­κής δια­σκέ­δα­σης.
Οι κρι­τι­κοί της Βιο­μη­χα­νί­ας του Πο­λι­τι­σμού στρέ­φουν τα πυ­ρά τους προς τις εκ­δη­λώ­σεις στις ο­ποί­ες η κυ­ριαρ­χί­α της α­γο­ράς ε­πι­βάλ­λει την αι­σθη­τι­κή και τις σκο­πι­μό­τη­τες της κα­τα­νά­λω­σης, φαλ­κι­δεύ­ο­ντας και κα­ταρ­γώ­ντας τα κρι­τή­ρια των συμ­με­τε­χό­ντων. Η Βιο­μη­χα­νί­α του Πο­λι­τι­σμού κο­λα­κεύ­ει τους κα­τα­να­λω­τές και κυ­ριαρ­χεί στον πο­λι­τι­σμό τους, α­φού οι υ­πο­τι­θέ­με­νες πο­λι­τι­σμι­κές ε­πι­λο­γές έ­χουν προ­κα­θο­ρι­σθεί και ου­σια­στι­κά έ­χουν δη­μιουρ­γη­θεί ε­ρή­μην των. Νέ­α κρι­τή­ρια ε­πι­βάλ­λο­νται. Η τέ­χνη, α­πό “σκο­πι­μό­τη­τα χω­ρίς σκο­πό”7, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε σκο­πι­μό­τη­τα για τους σκο­πούς που ε­πι­διώ­κουν οι α­γο­ρές. Οι ε­θνι­κοί πο­λι­τι­σμοί α­πο­δυ­να­μώ­νο­νται, οι ι­διαι­τε­ρό­τη­τες α­γνο­ού­νται, η αι­σθη­τι­κή, το ύ­φος και ο συρ­μός προσ­διο­ρί­ζο­νται α­πό τα κέ­ντρα της α­γο­ράς.
Ο­πωσ­δή­πο­τε, η Βιο­μη­χα­νί­α του Πο­λι­τι­σμού –η ο­ποί­α κυ­ριαρ­χεί στα μέ­σα μα­ζι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης– ε­πη­ρε­ά­ζει το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι. Δεν μπο­ρεί, βέ­βαια, να γί­νει αλ­λιώς. Κα­τά τα τε­λευ­ταί­α δέ­κα χρό­νια το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι και, κυ­ρί­ως, η πα­ρέ­λα­ση του Καρ­νά­βα­λου –που με­τα­δί­δε­ται α­πό την ελ­λη­νι­κή τη­λε­ό­ρα­ση– υ­ιο­θε­τούν την αι­σθη­τι­κή της φα­ντα­σμα­γο­ρι­κής μη πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ό­πως αυ­τή προ­ω­θεί­ται α­πό τα διε­θνή κέ­ντρα πα­ρα­γω­γής ψυ­χα­γω­γί­ας8.
Δεν κα­τέ­λη­ξε, ό­μως, το Ξαν­θιώ­τι­κο Καρ­να­βά­λι, μέ­σα α­πό την ε­ξέ­λι­ξή του, να γί­νει μί­α φολ­κλο­ρι­κή9 εκ­δή­λω­ση. Δεν λεί­πουν βέ­βαια χο­ροί, μου­σι­κές και έ­θι­μα που οι ρί­ζες τους χά­νο­νται στο βά­θος του χρό­νου. Εί­ναι ό­μως συ­νυ­φα­σμέ­να με το σύγ­χρο­νο και ε­πι­τε­λού­νται α­πό η­λι­κιω­μέ­νους και νέ­ους που ζουν το πα­ρόν. Ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός και η δυ­τι­κο­ποί­η­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, αν και με­τα­βάλ­λουν τα κοι­νω­νι­κά και αι­σθη­τι­κά δε­δο­μέ­να, δεν την ε­μπο­δί­ζουν να α­φο­μοιώ­νει.
Μέ­σα α­πό τις με­τα­μορ­φώ­σεις του Ξαν­θιώ­τι­κου Καρ­να­βα­λιού –τα σα­ρά­ντα αυ­τά χρό­νια– α­πό το αί­τη­μα της α­να­γέν­νη­σης και της προ­βο­λής της πλού­σιας λα­ο­γρα­φι­κής πα­ρά­δο­σης της Θρά­κης, μέ­χρι τη μα­ζι­κή συμ­με­το­χή και σύ­μπρα­ξη του κοι­νού στην υ­περ­πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της με­γά­λης πα­ρέ­λα­σης του Καρ­νά­βα­λου – δια­κρί­νε­ται η με­ταλ­λα­γή του λα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού μας. Πρό­κει­ται για έ­να α­πό τα ου­σια­στι­κά ζη­τή­μα­τα και δια­κυ­βεύ­μα­τα, τα ο­ποί­α α­ντι­με­τω­πί­ζει η χώ­ρα μας σή­με­ρα. δη­λα­δή πρό­κει­ται για τη θέ­ση και το μέλ­λον του ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού σε έ­να κό­σμο, στον ο­ποί­ο πα­νί­σχυ­ρες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες ε­πι­βάλ­λουν τους δι­κούς τους τρό­πους. Το ζή­τη­μα αυ­τό τί­θε­ται για­τί, ε­νώ δια­πι­στώ­νει κα­νείς αλ­λο­τρί­ω­ση των μορ­φών, των πρα­κτι­κών και των εκ­δη­λώ­σε­ων της ελ­λη­νι­κής ζω­ής, συγ­χρό­νως ο πυ­ρή­νας του ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού και ή­θους α­ντι­στέ­κε­ται και πα­ρα­μέ­νει σχε­τι­κά ά­θι­κτος. Έ­τσι, πα­ρά τα ε­πι­φαι­νό­με­να –που ε­ντεί­νο­νται α­πό τα μέ­σα μα­ζι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης– για πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση των πο­λι­τι­σμι­κών μας ι­διαι­τε­ρο­τή­των, υ­φί­στα­ται η βα­θιά ι­στο­ρι­κό­τη­τα του ελ­λη­νι­κού έ­θνους και δη­μιουρ­γού­νται νέ­ες δυ­να­μι­κές και προ­ο­πτι­κές10.
Η Ελ­λά­δα δεν εί­ναι η χώ­ρα, ιδίως σήμερα, για την οποία αυ­τό που πε­ρι­λαμ­βά­νει η έν­νοια του πα­ρα­δο­σια­κού εί­ναι και κα­θο­ρι­στι­κό στους κα­θό­λου προ­σα­να­το­λι­σμούς, ού­τε εί­ναι η χώ­ρα ό­που το πα­ρα­δο­σια­κό εμ­φα­νί­ζε­ται ως ου­σια­στι­κό στοι­χεί­ο της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Μπο­ρού­με ί­σως να συ­μπε­ρά­νου­με ό­τι ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός και η προ­σαρ­μο­γή εί­ναι μί­α α­πό τις κυ­ρί­αρ­χες ι­δε­ο­λο­γί­ες. Αυ­τό, ό­μως, μάλ­λον θα ή­ταν εύ­κο­λο συ­μπέ­ρα­σμα. Κά­τω α­πό τα ε­πι­φαι­νό­με­να και πέ­ρα α­πό τα λε­γό­με­να υ­πάρ­χει πά­ντα και πα­ντού, ζώ­σα και πα­ρού­σα, μί­α ι­διαί­τε­ρη πο­λι­τι­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.
Πι­στεύ­ου­με πως η κοι­νω­νί­α μας ζη­τά να κα­τα­νο­ή­σει το “τι” και το “πώς” της ελ­λη­νι­κής πα­ρου­σί­ας, ε­νώ ε­πί­σης μας φαί­νε­ται ε­πι­τα­κτι­κή η α­παί­τη­ση για την πο­λι­τι­σμι­κή ε­νό­τη­τα του Ελ­λη­νι­σμού. Α­πο­τε­λεί α­νά­γκη κα­τε­πεί­γου­σα, το να πι­στο­ποι­ή­σου­με και να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τώ­ρα πά­λι τα ε­θνι­κά11 μας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά12, αυ­τά που ταυ­τί­ζο­νται με την ε­μπει­ρί­α του ζώ­ντος πο­λι­τι­σμού μας. αυ­τά που κα­νείς δεν μπο­ρεί να τα προσ­διο­ρί­σει ή να μας τα υ­πο­δεί­ξει –κα­νείς άλ­λος, ε­κτός α­πό ε­μάς τους ί­διους.

Δη­μή­τρης Μαυ­ρί­δης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Ο λα­ϊ­κός πο­λι­τι­σμός δεν εί­ναι, βέ­βαια, μό­νο γιορ­τές, ού­τε εί­ναι προ­σπά­θεια για την α­να­βί­ω­ση των πα­ρα­δό­σε­ων, αλ­λά εί­ναι το ύ­φος και το ή­θος των αν­θρώ­πων και του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, ό­πως αυ­τά συ­να­ντώ­νται στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Η α­πο­δυ­νά­μω­ση του λα­ϊ­κού πο­λι­τι­σμού εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα των με­γά­λων αλ­λα­γών στις ελ­λη­νι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, αλ­λά και σύ­μπτω­μα μιας κρί­σης της κοι­νω­νι­κής ζω­ής, της ταυ­τό­τη­τας και των α­ξιών.
  2. Σύ­μπτω­μα και αυ­τό κρί­σης της αν­θρώ­πι­νης ε­πι­κοι­νω­νί­ας με­τά α­πό τον α­να­γκαί­ο εκ­συγ­χρο­νι­σμό, αλ­λά και α­πο­τέ­λε­σμα ά­κρα­της ε­ξα­το­μί­κευ­σης και κα­τάρ­ρευ­σης της συλ­λο­γι­κό­τη­τας.
  3. “Το δι­καί­ω­μα στην πό­λη δεν εί­ναι ού­τε φυ­σι­κό ού­τε συμ­βα­τι­κό… ση­μαί­νει το δι­καί­ω­μα των πο­λι­τών και των ο­μά­δων που συ­γκρο­τούν –στη βά­ση των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων– να εμ­φα­νί­ζο­νται σε ό­λα τα δί­κτυα ε­πι­κοι­νω­νιών, πλη­ρο­φό­ρη­σης, α­νταλ­λα­γών” (Lefebvre H.: Le droit à la ville, ed. Anthropos, Paris, 1968).
  4. Debord Guy: The Society of the Spectacle, Zone Books, New York, 1994.
  5. Μπιαν­κί­νι Φ., Πάρ­κιν­σον Μ.: Πο­λι­τι­στι­κή, Πο­λι­τι­κή και Α­να­ζω­ο­γό­νη­ση των Πό­λε­ων, Ελ­λη­νι­κή Ε­ται­ρεί­α Το­πι­κής Α­νά­πτυ­ξης και Αυ­το­διοί­κη­σης, Α­θή­να 1994.
  6. Δια­στη­μι­κοί δο­ρυ­φό­ροι, ερ­τζια­νά κύ­μα­τα, κα­λώ­δια, μη­χα­νή­μα­τα α­να­πα­ρα­γω­γής ή­χου και ει­κό­νας, υ­φαί­νουν έ­να πα­γκό­σμιο πλέγ­μα πλή­ρως ε­μπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νης τε­χνο­λο­γί­ας της πα­θη­τι­κής δια­σκέ­δα­σης. Με τη βο­ή­θεια της τε­χνι­κής, τε­ρά­στιες ε­ται­ρεί­ες που ε­μπο­ρεύ­ο­νται την ψυ­χα­γω­γί­α ο­μο­γε­νο­ποιούν τις αι­σθη­τι­κές α­ντι­λή­ψεις σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα. Ό,τι εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα υ­στε­ρό­βου­λης οι­κο­νο­μι­κής συ­νερ­γα­σί­ας τε­χνι­κών και ει­δι­κών της ε­πι­κοι­νω­νί­ας και ό,τι κυ­ρί­ως πα­ρά­γε­ται στα κέ­ντρα πα­ρα­γω­γής ψυ­χα­γω­γί­ας του δυ­τι­κού κό­σμου, δια­δί­δε­ται, με­τα­δί­δε­ται και κα­τευ­θύ­νε­ται σε α­πο­μα­κρυ­σμέ­νες γω­νιές του πλα­νή­τη. Η τη­λε­ό­ρα­ση γί­νε­ται το πιο ι­σχυ­ρό ερ­γα­λεί­ο μα­ζι­κής παι­δεί­ας σε πολ­λές χώ­ρες. Το τε­λι­κό α­πο­τέ­λε­σμα πά­νω στους ε­θνι­κούς πο­λι­τι­σμούς μπο­ρεί να εί­ναι κα­θο­ρι­στι­κό, α­φού οι κύ­ριοι κα­τα­να­λω­τές των προ­ϊ­ό­ντων αυ­τών εί­ναι οι νέ­οι.
  1. Σύμ­φω­να με τον ο­ρι­σμό του Immanuel Kant.
  2. Η φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή α­τμό­σφαι­ρα που πα­ρου­σιά­ζε­ται α­πο­τε­λεί α­πο­μί­μη­ση. Οι α­πο­μι­μή­σεις αυ­τές δεν έ­χουν ά­με­ση σχέ­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά εί­ναι μι­μή­σεις α­πο­μι­μή­σε­ων –ό­πως αυ­τές με­τα­δί­δο­νται α­πό τα μέ­σα μα­ζι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης και ι­δί­ως α­πό την τη­λε­ό­ρα­ση– και τεί­νουν να συ­γκρο­τή­σουν μια νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κα­τά τον θε­ω­ρη­τι­κό του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού Jean Baudrillard (Simulacra and Simulation, The University of Michigan Press, Ann Arbor, 1994) η α­πό­λυ­τη α­πο­μί­μη­ση εί­ναι η αι­σθη­τι­κή της Ντί­σνε­ϋ­λα­ντ. ε­κεί ό­που δη­μιουρ­γεί­ται μί­α τε­χνη­τή υ­περ­πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ο­ποί­α ό­μως κα­τα­λή­γει να γί­νε­ται “πιο πραγ­μα­τι­κή α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα”. Χω­ρίς να πά­ψει να ση­μα­το­δο­τεί την έλ­λει­ψη μιας βα­σι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ό­μως – θα πρέ­πει ε­μείς να συ­μπλη­ρώ­σου­με.
  3. Φολ­κλο­ρι­σμός εί­ναι η ρο­μα­ντι­κή ε­πα­νά­λη­ψη ε­θί­μων, α­φού έ­χει χα­θεί η κοι­νω­νι­κή και ι­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα στην ο­ποί­α δη­μιουρ­γή­θη­καν. Μπο­ρεί, α­κό­μη, να εί­ναι η ε­φεύ­ρε­ση λα­ο­γρα­φι­κών στοι­χεί­ων, η ψυ­χρή προ­σπά­θεια α­να­βί­ω­σής τους ή η χρή­ση τους για τις σκο­πι­μό­τη­τες της α­γο­ράς. Εί­ναι εμ­φα­νής ο κίν­δυ­νος του φολ­κλο­ρι­σμού για την πλού­σια νε­ο­ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση, η ο­ποί­α εί­ναι κυ­ρί­ως α­γρο­τι­κή, σε μί­α α­στι­κο­ποι­η­μέ­νη πλέ­ον Ελ­λά­δα.
  4. Σε πρό­σφα­τη δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση, που ορ­γα­νώ­θη­κε στην Α­θή­να, ο κα­θη­γη­τής Μι­χά­λης Με­ρα­κλής, πρό­ε­δρος της ι­στο­ρι­κής Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φι­κής Ε­ται­ρεί­ας, α­νέ­λυ­σε τη δια­χρο­νι­κή α­ντι­στα­σια­κή στά­ση του ελ­λη­νι­κού λα­ού (θέ­μα που έ­χει ή­δη ε­πι­ση­μά­νει ο ι­στο­ρι­κός Νί­κος Σβο­ρώ­νος) και υ­πο­στή­ρι­ξε την ά­πο­ψη ό­τι δια­κρί­νο­νται οι α­να­γεν­νη­τι­κές τά­σεις του κα­τά πα­ρά­δο­ση ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού.
  5. Εί­ναι και­ρός πια και α­νά­γκη α­πό­λυ­τη να πα­ρα­με­ρί­σου­με την υ­στε­ρό­βου­λη α­ντί­λη­ψη του πο­λι­τι­κώς ορ­θού, για το ο­ποί­ο κά­θε α­να­φο­ρά στο ε­θνι­κό ση­μαί­νει και ε­θνι­κι­σμό.
  6. Για­τί το κέ­ντρο αυ­τό που α­να­ζη­τεί­ται εί­ναι η συ­γκρό­τη­ση και η έκ­φρα­σή μας με τους τρό­πους τους δι­κούς μας, ξε­περ­νώ­ντας την ά­κρι­τη μί­μη­ση και υ­περ­βαί­νο­ντας τη στει­ρό­τη­τα της προ­σκόλ­λη­σής μας σε πρό­τυ­πα που μας ε­πι­βάλ­λο­νται. Τώ­ρα χρειά­ζε­ται η α­νά­δυ­ση της α­φο­μοιω­τι­κής και α­να­πλα­στι­κής ι­κα­νό­τη­τας, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κής της πα­ρά­δο­σής μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ