του Σ. Μαστραππά, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Η μεχρι τωρα στρατηγική μας στο Κυπριακό πρόβλημα, η οποία κατά την τελευταία 25ετία μάς οδήγησε από υποχώρηση σε υποχώρηση, αποδείχτηκε αδιέξοδη και απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου.
Γιατί θα πρέπει ν’ αλλάξουμε εθνική στρατηγική; Για να φωτίσουμε τους λόγους που επιβάλλεται να το πράξουμε άμεσα, θα ανατρέξουμε στο κοντινό ιστορικό-πολιτικό μας παρελθόν προκειμένου ν’ αναλύσουμε τις συνιστώσες που μας οδήγησαν σ’ αυτήν τη χρεοκοπημένη πορεία…
ΟΙ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΔΙΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974
Το ηθικοπολιτικό υπόβαθρο
αμέσως μετά το 1974
Η προδοσία και η στρατιωτική κατάληψη ενός σημαντικού τμήματος του εδάφους της Κύπρου, το αρνητικό ισοζύγιο στρατιωτικών δυνάμεων πάνω στο ίδιο το νησί, ο εξανδραποδισμός και το χαμηλό ηθικό των προσφυγικών στρωμάτων, η ανασφάλεια που νιώθουν οι προσφυγοποιηθέντες κυπριακοί πληθυσμοί, η Ελλάδα το μοναδικό στήριγμα των Κυπρίων “που ήταν μακριά”, η Τουρκία “που ήταν πολύ κοντά”, ήταν οι πρωταρχικοί παράγοντες που καταρράκωσαν το ηθικό των Κυπρίων μετά τη στρατιωτική ήττα του 1974.
Η “ιδέα της Ελλάδας και της Ένωσης”, το μεγάλο προωθητικό αγωνιστικό όραμα που γονάτισε την κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία, ενοχοποιήθηκε μετά το 1974. Οι δυνάμεις που συνέχιζαν ανένδοτες τον αγώνα αυτόν, μετά το 1970, φάνηκαν ανίκανες να εκτιμήσουν τη νέα διεθνή και περιφερειακή κατάσταση. Εξωκυπριακοί παράγοντες, καθώς και η ελλαδική χούντα, χρησιμοποίησαν για τα συμφέροντά τους τις συγκεκριμένες δυνάμεις, με αποτέλεσμα να τις ενοχοποιήσουν.
Το χαμηλό πολιτικό τους κριτήριο και το μίσος κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τούς οδήγησε στο εγκληματικό πραξικόπημα.
Ήταν η αφορμή που ζητούσαν οι Τούρκοι για να εισβάλουν στο νησί. Οι δυνάμεις αυτές ενοχοποιήθηκαν και παροπλίστηκαν από τότε και, ενώ είχαν στους κόλπους τους αγωνιστικά αποθέματα, οι ενοχές που ένιωθαν τους έκαναν να αυτο-περιθωριοποιηθούν. Το υψηλό ιδανικό που πρέσβευαν όλοι οι Κύπριοι, αλλά τα συγκεκριμένα στρώματα προέτασσαν δυναμικά, κατάντησε ταμπού και “προδοτικό σύνθημα”. Έτσι, ένα δυναμικό κομμάτι του κυπριακού λαού, με αγωνιστικές καταβολές που ανάγονταν στην περίοδο του αντι-αποικιακού ενωτικού αγώνα λούφαξε, ενώ υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε, πιθανόν, τον πυρήνα του αντι-κατοχικού δυναμικού αγώνα.
Το όραμα της δυναμικής απελευθέρωσης ίσως έχασε με αυτόν τον τρόπο τους βασικούς του πιθανούς φορείς. Όλοι εναποθέσανε τις ελπίδες τους στη χαρισματική μορφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η μέχρι τότε πολιτική του σταδιοδρομία στη διεθνή πολιτική σκηνή αλλά και η άκρως απαξιωτική στάση που κράτησε η συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού λαού στους φέροντες τις ενοχές του διπλού εγκλήματος, τον κατέστησαν μοναδικό ηγετικό παράγοντα της κυπριακής πολιτικής ζωής μετά το 1974, με αποτέλεσμα όλοι να εναποθέτουν σ’ αυτόν όλες τους τις ελπίδες. Πίστεψαν ειλικρινά ότι με τις ταχυδακτυλουργικές πολιτικές του ικανότητες θα έπειθε τη διεθνή κοινότητα να πιέσει την Τουρκία να αποσύρειαπό τη μεγαλόνησο τις δυνάμεις που έκαναν την εισβολή.
Η πρώτη μεγάλη υποχώρηση
Έχοντας αυτά τα δεδομένα στο εσωτερικό της ακρωτηριασμένης κυπριακής Δημοκρατίας και νιώθοντας τον ασφυκτικό στρατιωτικό κλοιό της Άγκυρας, ο Μακάριος άρχισε να βολιδοσκοπεί τις τουρκικές διαθέσεις. Οι ΗΠΑ έδωσαν διαβεβαιώσεις ότι αν η κυπριακή πλευρά προέβαινε σε κάποιες υποχωρήσεις, τα τουρκικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν, θα επιστρεφόταν μεγάλο ποσοστό κατεχόμενων εδαφών, θα διασφαλιζόταν το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων και, το σημαντικότερο για τον Αρχιεπίσκοπο, θα εξασφαλιζόταν η ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Απεδείχθη τότε με τη γνωστή συμφωνία που έκανε με τον Ντενκτάς το 1977, τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία ως πλαίσιο λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Ήταν όντως μια οδυνηρή παραχώρηση, την προέβαλλε ως την ύστατη υποχώρηση της ελληνικής πλευράς. Ήταν όμως, στην ουσία, μια υποχώρηση μονόπλευρη, η οποία δεν βρήκε ανταπόκριση από την άλλη πλευρά η οποία, βέβαια, δεν έδωσε κανένα αντάλλαγμα. Οι ΗΠΑ φάνηκε ότι εξαπάτησαν τον Μακάριο και η τουρκική πλευρά κέρδισε τους πρώτους πόντους υπέρ μιας, προαποφασισμένης από το 1974, στρατηγικής, την οποία ακολουθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με εμμονή και συνέπεια.
Το πολιτικο-κοινωνικό
υπόβαθρο
Χωρίς όραμα απελευθέρωσης παρά μόνο θρηνώντας τους χιλιάδες νεκρούς του και τους χαμένους του τόπους, και περιφέροντας το πληγωμένο του σώμα, με τον Αρχιεπίσκοπο να προβαίνει σε μια ζωτικής σημασίας υποχώρηση, ο Κυπριακός Ελληνισμός ζητούσε κάπου να πιαστεί…
Τότε ήρθε η οικονομική ενίσχυση, κυρίως από τις ΗΠΑ, για την αποκατάσταση των προσφύγων και των άλλων πληγέντων από την τουρκική εισβολή. Άρχισαν να τίθενται οι βάσεις αυτού που στη συνέχεια αποκάλεσαν “οικονομικό θαύμα”. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν από πλευράς στέγης και άρχισε η πρώτη μετα-εισβολική γενιά να εισέρχεται στις αγκάλες του καταναλωτισμού. Χωρίς να μεσολαβήσει κανένα ενδιάμεσο κοινωνικό στάδιο, τα παιδιά των ξεριζωμένων αγροτικών πληθυσμών μπήκαν σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία υπηρεσιών. Οι κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες μετά το 1977, αλλά κυρίως τις δεκαετίες του 1980 και 1990, ευνόησαν την τότε πολιτική ηγεσία να διαχειριστεί, στην ουσία εν λευκώ, το εθνικό πρόβλημα της Κύπρου, χωρίς τριβές και πιέσεις από την αποπροσανατολισμένη κοινωνική βάση, η οποία ζούσε και συμπεριφερόταν σαν να ήταν σε άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Πώς φτάσαμε στο μηδέν
Τον Μάιο του 1979, ο τότε πρόεδρος της Κύπρου, Σ. Κυπριανού, κατέληξε σε μια νέα συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς, επαναβεβαιώνοντας ουσιαστικά τη συμφωνία που έκανε ο Μακάριος το 1977.
Τη δεκαετία του 1980 έχουμε την πρωτοβουλία του Περές Ντε Κουεγιάρ να καταλήγει σε ναυάγιο. Το Κυπριακό, με τη δικιά μας διολίσθηση από τις θέσεις μας, άρχισε να μην θεωρείται πια πρόβλημα στρατιωτικής κατοχής αλλά μια διακοινοτική διαμάχη.
Το 1988 εκλέγεται πρόεδρος ο Γιώργος Βασιλείου, ο οποίος ακολουθεί μια διαφορετική τακτική, η οποία μπορεί να έκανε το διεθνές κλίμα να αλλάξει υπέρ μας, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να θεωρούνται υπεύθυνοι για το αδιέξοδο, στην ουσία όμως διολισθαίνουμε ακόμα περισσότερο από τις θέσεις μας. Ο Βασιλείου αποφεύγει να διαπραγματευθεί πάνω σε “ζωτικά θέματα αρχής”, χωρίς πάλι να λάβει το παραμικρό αντάλλαγμα, και καταφεύγει σε μια ατέρμονη, μη ουσιαστική συζήτηση για “τριτεύοντα θέματα”. Η βασική στρατηγική υποχώρηση, τέλος, της κυβέρνησης Βασιλείου ήταν η αποδοχή των “ιδεών Γκάλι”, οι οποίες ήταν ένα μείγμα ομοσπονδιακών και συνομοσπονδιακών στοιχείων.
Φτάνουμε στο 1989 όπου κωδικοποιούνται οι ελληνοκυπριακές θέσεις. Οι θέσεις αυτές γίνονται ομόφωνα αποδεκτές από το σύνολο των κυπριακών πολιτικών δυνάμεων.
Είναι στην ουσία αυτές που επικαθορίζουν όλα τα σχέδια που προτάθηκαν από τότε μέχρι σήμερα, αναφέρονται στην ομοσπονδιακή πτυχή του Κυπριακού με τρόπο νεφελώδη, γεγονός που προδιαθέτει την άλλη πλευρά και τους συντάκτες των σχεδίων, ότι η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο.
Οι ιδέες Γκάλι, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης στο ελληνο-κυπριακό εσωτερικό πολιτικό σύστημα στις εκλογές του 1993 και παρά το γεγονός ότι ο Γλαύκος Κληρίδης εξελέγη πρόεδρος συνθηκολογώντας υπέρ της απόρριψης των ιδεών, στην ουσία οι ιδέες ουδέποτε αποσύρθηκαν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Φτάσαμε λοιπόν, σήμερα, να προταθεί στην πλευρά μας το σχέδιο “Ανάν 5” για το οποίο έχουν γραφτεί αρκετά, έχει αναλυθεί ενδελεχώς από εμπειρογνώμονες και μη και έχει τεθεί σε δημόσια συζήτηση και ο κυπριακός Ελληνισμός αποφάσισε ότι δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει σχέδιο που θα έλυνε το πρόβλημά του.
Στην ουσία, το σχέδιο “Ανάν” ήταν η κωδικοποίηση των θέσεων της τουρκικής πλευράς και των δικών μας υποχωρήσεων και η προσπάθεια του Γ. Γ., και των άλλων διεθνών παραγόντων που το προωθούσαν, να βρεθεί μια μέση λύση στην διακοινοτική αυτή διαμάχη, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται πια, λαμβάνοντας βέβαια ως γνώμονα τη μεσανατολική πολιτική που η αμερικανική υπερδύναμη και οι Βρετανοί έχουν σχεδιάσει, καθώς και τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας και του Ισραήλ.
Οι βασικές τουρκοκυπριακές τοποθετήσεις
Από την άλλη πλευρά, η τουρκική πολιτική ήταν προαποφασισμένη και έγκειτο στη δημιουργία Συνομοσπονδίας.
Ενώ η δική μας πλευρά συρόταν από υποχώρηση σε υποχώρηση προσπαθώντας να διαφυλάξει την ενότητα του κράτους και τη βιωσιμότητα της λύσης, η τουρκική πλευρά ανακήρυξε το 1975 το “Τουρκο-κυπριακό Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Κύπρου”.
Το 1983, προχώρησε σε αυτό που εμείς αποκαλούμε ψευδοκράτος, την “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”. (Η δική μας πλευρά κατέστησε τότε σαφές ότι δεν θα συνομιλούσε, εάν προηγουμένως δεν ανεκαλείτο η ανακήρυξη. εν τούτοις πάλι επέστρεφε στο τραπέζι άνευ όρων).
Τέλος, το καλοκαίρι του 1998, παρόντος του τότε υπουργού Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ, ο Ρ. Ντενκτάς ξεκαθάρισε τις τουρκικές θέσεις καταθέτοντας πρόταση Συνομοσπονδίας (στην κατεχόμενη Λευκωσία!).
Παρόλα αυτά, την προαποφασισμένη τουρκική θέση για την επιβολή της, μετά το 1974, “νέας πραγματικότητας στο νησί”, τον γεωγραφικό διαμελισμό της Κύπρου, τον διαχωρισμό των κοινοτήτων και τη δημιουργία δύο νέων πολιτικο-συνταγματικών ρυθμίσεων που στην ουσία ήταν μια πορεία ολοκλήρωσης και επισημοποίησης του γεωστρατηγικού ελέγχου της Κύπρου από την Τουρκία, εν τούτοις η τουρκική πλευρά ροκάνιζε τον χρόνο, προσερχόμενη στις διαπραγματεύσεις και συζητώντας (μέχρι το 1998 που αποκαλύφθηκε).
Η τακτική της α) αποσκοπούσε στο να δοθεί το μήνυμα διεθνώς, ότι υπήρχε από την πλευρά της ενδιαφέρον για ειρηνική επίλυση του κυπριακού, β) οδηγούσε την ελληνοκυπριακή ηγεσία σε μια πορεία συνεχών υποχωρήσεων και, γ) κατάφερε με τη διαδικασία του διακοινοτικού διαλόγου, σταδιακά, να αλλάξει τη φύση του κυπριακού, από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε μια διακοινοτική διαμάχη, απενοχοποιώντας ταυτόχρονα την Τουρκία ως κατοχική δύναμη.
Η χρεοκοπία
της παλιάς στρατηγικής
Το “σχέδιο Ανάν” δεν ήταν βέβαια μια ουρανοκατέβατη έμπνευση της στιγμής. Βασίστηκε στις υποχωρήσεις που έκαναν οι πολιτικοί μας ηγέτες όλα αυτά τα χρόνια. Φέρουν βέβαια μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση του εθνικού μας θέματος, όχι όμως την απόλυτη ευθύνη. Διαχειρίστηκαν το κυπριακό πρόβλημα σχεδόν εν λευκώ γιατί η κυπριακή κοινωνία, απονευρωμένη από τα στοιχειώδη αντανακλαστικά που επιβάλλουν οι νόμοι της φυσικής επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, έμεινε για χρόνια βουλιαγμένη στη χειμερία νάρκη της οικονομικής αυτάρκειας.
Η αφύπνιση, όμως, του κυπριακού λαού, έστειλε ένα μήνυμα προς πολλαπλούς αποδέκτες. Έστειλε πρώτα από όλα ένα μήνυμα στην κομματική κυπριακή Νομενκλατούρα, ότι η στρατηγική της των τελευταίων 25 ετών ήταν αδιέξοδη. Το μήνυμα ελήφθη, γι’ αυτό και οι πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων, μπροστά στο ενδεχόμενο της διάσπασης και της συρρίκνωσης των ποσοστών τους, τροποποίησαν την τελευταία στιγμή, με βαριά καρδιά, τις αρχικές τους επιλογές.
Αποδέκτες ήταν βέβαια και όλοι οι παρακάτω εξωκυπριακοί παράγοντες: οι Αγγλοαμερικάνοι και ο ΟΗΕ, που επιθυμούσαν διακαώς να μετατραπεί η Κύπρος σε προτεκτοράτο τύπου Κόσσοβο, χωρίς αυτόνομη πολιτική βούληση, ούτως ώστε να διευκολύνει τη διείσδυσή τους στην πετρελαιοφόρο Μέση Ανατολή. Η Τουρκία που δεν κατάφερε να νομιμοποιήσει με την υπογραφή μας τη γεωστρατηγική της ηγεμονία στην Κύπρο και οι “αδελφοί μας” Τουρκοκύπριοι (ας μου επιτραπεί, σε αντίθεση με το “αγαπητικό κλίμα” της εποχής, να τους θεωρώ εξωκυπριακό παράγοντα, αφού από την πολιτική τους βρεφική ηλικία, στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτέλεσαν στρατηγική μειονότητα που αντιστρατεύεται τα δικαιώματα της συντριπτικής πλειοψηφίας του Λαού της Κύπρου).
Οι Τουρκοκύπριοι λοιπόν, οι οποίοι είδαν να χάνεται η ευκαιρία να απογειωθεί το κατά κεφαλήν εισόδημά τους και ταυτόχρονα να νομιμοποιηθούν ως κάτοχοι των πατρογονικών περιουσιών των προσφύγων, και, τέλος, κάποιοι από τους Ελλαδίτες αδελφούς μας, οι οποίοι θα ήθελαν να ξεμπερδεύουν με το Κυπριακό διότι τους κούρασε ή επειδή δεν γνωρίζουν γεωγραφία και ιστορία, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν που είναι η Κύπρος, ή πιστεύουν ότι μια διακοινοτική εθνοτική διαφορά σε μια ανθρωπότητα που βαδίζει προς την παγκοσμιοποίηση δεν έχει ουσία, ή ακόμα διότι πιστεύουν στα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων! Ή είναι ξένοι υπήκοοι και πιστεύουν ότι, μ’ ένα ζεϊμπέκικο στις πλατείες των κατεχόμενων κυπριακών χωριών όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα χορέψουν μαζί, όλα θα λυθούν!
Ο απεγκλωβισμός μας
Το “σχέδιο Ανάν” όμως, όπως και οι “δείχτες Γκάλι” παλαιότερα, παραμένει στο διαπραγματευτικό τραπέζι παρά την απόρριψή του από το 76% του κυπριακού λαού. Αυτό είναι το δυσάρεστο. Ζητάμε λοιπόν να κατανοήσει ο διεθνής παράγοντας τους λόγους για τους οποίους το απορρίψαμε. Ζητάμε να το ωραιοποιήσουν λίγο για να το αποδεχτούμε!
Ζητήσαμε συγγνώμη που το απορρίψαμε και παρακαλέσαμε ΟΗΕ και ΗΠΑ να μας συγχωρέσουν και να μην μας “τιμωρήσουν πολύ…”.
Ενώ προβήκαμε, όταν είδαμε τα σκούρα, σε μια εκστρατεία η οποία, κακά τα ψέματα, είχε πάρει επίσημη μορφή, με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να “ζητάει ένα ΒΡΟΝΤΕΡΟ ΟΧΙ”, πέσαμε πάλι στην παγίδα να αμβλύνουμε τις “αρνητικές διεθνείς εντυπώσεις” και αναγκαστήκαμε να πάρουμε μια απολογητική αδιέξοδη και πάλι στάση, βαδίζοντας ξανά στ’ αχνάρια της αποτυχημένης στρατηγικής της προηγούμενης 25ετίας.
Η είσοδός μας στην Ε.Ε. μας παρέχει ένα στρατηγικό εχέγγυο για να επιδιώξουμε μια πορεία απεγκλωβισμού μας από τον στρατηγικό έλεγχο της “Τουρκικής Δημοκρατίας”.
Τώρα, ίσως έχουμε ακόμα χρόνο να βρούμε έναν εύσχημο τρόπο να “ευχαριστήσουμε όλους τους άμεσα εμπλεκόμενους στο κυπριακό πρόβλημα” μέχρι σήμερα, να ευχαριστήσουμε τον Γ. Γ. του ΟΗΕ για τις καλές του υπηρεσίες, τις ΗΠΑ και τους ειδικούς διαμεσολαβητές, και φυσικά τη μεγάλη μας σύμμαχο και εταίρο στην Ε.Ε., Βρετανία, η οποία ήταν και ο βασικός εμπνευστής του σχεδίου!
Το Κυπριακό πρέπει να αρχίσει (σε λίγο θα είναι πάλι πολύ αργά) να τίθεται καθημερινά μέσα στα πολυπληθή όργανα της Ε.Ε. ως θέμα εισβολής και κατοχής και να δίνονται καθημερινές τεχνοκρατικές μάχες πριν παγιωθεί η αντίληψη (αν δεν έχει ήδη γίνει) ότι το Κυπριακό είναι μια διακοινοτική διαμάχη. Πρέπει ακόμα να περάσει το μήνυμα ότι οι όποιες υποχωρήσεις κάναμε μέχρι σήμερα απορρίπτονται διότι είναι κατ’ αρχάς οι περισσότερες σε δυσαρμονία με το κοινοτικό κεκτημένο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πώς πρέπει να αξιοποιηθεί το “ΟΧΙ”
Παρά την αρχική διάχυτη αισιοδοξία που ακολούθησε την απόρριψη του “σχεδίου Ανάν”, ότι θα ανατείλει μια καινούργια περίοδος επανατοποθέτησης του εθνικού μας θέματος σε νέες βάσεις που προκύπτουν από τα νέα δεδομένα, αυτό, δυστυχώς, ακόμα δεν έγινε.
Ο κυπριακός λαός ξαναγύρισε στην καθημερινότητα αφήνοντας και πάλι τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς και τους κομματικούς του ηγέτες να διαχειριστούν το Κυπριακό εν λευκώ.
Υπάρχουν παρόλα αυτά δύο βασικές διαπιστώσεις που, αν παραμείνουν ως έχουν, θα γεννήσουν στο άμεσο μέλλον μύρια κακά:
α) το “σχέδιο Ανάν”, όχι μόνο παραμένει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά αποτελεί αντικείμενο διαβουλεύσεων,
β) οι παραδοσιακοί κομματικοί ηγέτες, αυτοί των οποίων οι στρατηγικοί σχεδιασμοί απορρίφθηκαν με το δημοψήφισμα, επιμένουν, όπως είδαμε, να το διαχειρίζονται υποτονικά, ακολουθώντας την ίδια χρεοκοπημένη τακτική, αρνούμενοι στην πραγματικότητα να πράξουν τα αυτονόητα από τη στιγμή της ένταξής μας στην Ε.Ε. και να το θέσουν ως ευρωπαϊκό πλέον πρόβλημα.
Αν λοιπόν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, το πιθανότερο σενάριο θα είναι να μας ξανασερβίρουν μια ξαναζεσταμένη χειρότερη εκδοχή του “σχεδίου” και να αναθέσουν στο συντηρητικό Κυβερνείο των Βρυξελλών να μας το επιβάλει.
Στο εσωτερικό μέτωπο, υπάρχουν οι ενδοτικές δυνάμεις που αναγκάστηκαν να το καταψηφίσουν αλλά κανένας δεν εγγυάται ότι θα πράξουν ξανά το ίδιο στο άμεσο μέλλον.
Χρειάζεται ο λαός να παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο για να αποτρέψει το “ΟΧΙ” του να καταγραφεί στο άμεσο μέλλον ως μια αμυντική φοβική αντίδραση και να μείνει στην Ιστορία ως μια γραφική λεκτική επισήμανση.
Το “ΟΧΙ” του Κυπριακού Ελληνισμού θα πρέπει να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας νέας στρατηγικής πορείας και να μετουσιωθεί σε αντικατοχικό όραμα δυναμικής απελευθέρωσης των