του Ηρ. Καλλέργη, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Ο κ. Δημητρης Τσαρδακης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, είναι γνωστός σε όλους από το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο, όπου με βαθύνοια, τόλμη, αλλά και γλαφυρότητα, ανατέμνονται θέματα, πάντοτε ενδιαφέροντα και επίκαιρα, που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνιολογική και φιλοσοφική διανόηση. Το ερευνητικό του ενδιαφέρον και η οξεία αναλυτική του σκέψη, που χαρακτηρίζει όλα τα κείμενά του, ήταν φυσικό να επικεντρωθούν και στον χώρο της πανεπιστημιακής μας εκπαίδευσης. Έναν χώρο που τον ζει “εκ των ένδον”, εδώ και 15 χρόνια, και τον υπηρετεί με ζήλο, αφοσίωση και αγάπη. Καρπός της αγάπης του αυτής για το ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά και του πόνου που νιώθει για κάποιες νοσηρές καταστάσεις του, είναι το παλαιότερο βιβλίο του “Πανεπιστήμιο και Νεωτερικότητα” (Εκδόσεις Παπαζήση, 2000) και το εντελώς πρόσφατο, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, με τίτλο “Οι Αλιγάτορες των Πανεπιστημίων”. Όπως δηλώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, πρόκειται για μια αλληγορική και σατιρική προσέγγιση του φαινομένου της αδιαφάνειας και της συναλλαγής, που συνοδεύουν τις διαδικασίες εκλογής και εξέλιξης μελών ΔΕΠ και όχι μόνον. Η οξύτατη σάτιρα του συγγραφέα επικεντρώνεται κυρίως στους υψηλόβαθμους καθηγητές πανεπιστημίου, οι οποίοι πολύ συχνά δεν διστάζουν –προκειμένου να προωθήσουν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα– να εκβιάζουν, ακόμη και να τρομοκρατούν, μέλη ΔΕΠ κατώτερων βαθμίδων. Η εξουσία που τους παρέχει η βαθμίδα τους χρησιμοποιείται, κατά τον συγγραφέα, για να υποταχθούν στις θελήσεις τους όσοι είναι σε φάση εξέλιξης ή επιθυμούν να εκλεγούν μέλη ΔΕΠ. Οποιαδήποτε προσπάθεια αντικατάστασης ή οποιαδήποτε μορφή ανυπακοής έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη ή τη στασιμότητά τους, δηλαδή τον επιστημονικό τους θάνατο. Οι Καθηγητές αυτοί, που “κατασπαράσσουν” –όπως τα γνωστά μας αγριότατα ερπετά τα θύματά τους– όσους στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά τους (στο βιβλίο χαρακτηρίζονται ως “capo-Αλιγάτορες”) είναι βέβαια μια πραγματικότητα, θέλω όμως να πιστεύω ότι δεν αποτελούν γενικευμένο φαινόμενο. Ο συγγραφέας γίνεται οπωσδήποτε υπερβολικός όταν, λόγου χάρη, γράφει: “Είναι πολύ πιο εύκολο μέσα σε μια χωματερή να βρεις αίφνης ένα δαχτυλίδι, παρά μέσα σ’ ένα πανεπιστήμιο να βρεις λίγη αξιοπρέπεια”. Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμίσω ότι είναι στη φύση της σάτιρας να κινείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα υπερβολής. Η σάτιρα μεγεθύνει, όπως το μικροσκόπιο, τα νοσηρά φαινόμενα, για να τα καταστήσει ευκρινέστερα στην παρατήρηση και ευχερέστερα στη διερεύνησή τους. Νομίζω, πάντως, ότι πέρα από συγκεκριμένα περιστατικά φαυλότητας και διαφθοράς πανεπιστημιακών δασκάλων, όντως πάμπολλα, που δικαιολογούν τη “μήνιν” του συγγραφέα και τον βαθύ πεσσιμισμό του για το μέλλον του ελληνικού Πανεπιστημίου, μεγαλύτερη σημασία έχει η ένταξη των εξεταζόμενων φαινομένων σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο κοινωνιολογικής ανάλυσης και αναφοράς, ένταξη που επιχειρείται στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Εδώ, ο συγγραφέας, ξεφεύγοντας από προσωπικά οδυνηρά βιώματα και υπερβαίνοντας μεμονωμένα περιστατικά, προχωρεί, στηριζόμενος και σε μια εντυπωσιακά πλούσια βιβλιογραφία, σε οξυνούστατες επισημάνσεις και διαπιστώσεις, παρέχει πλήθος πληροφοριών και στατιστικών ή συγκριτικών στοιχείων για τα μέλη ΔΕΠ και το φοιτητικό δυναμικό, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, και προτείνει ένα μοντέλο Πανεπιστημίου που ν’ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Το βιβλίο είναι, πιστεύω, μια φωνή ειλικρινούς οδύνης και αγωνίας για την παθογένεια του ελληνικού Πανεπιστημίου και ένα αγωνιστικό προσκλητήριο προς όλες τις υγιείς δυνάμεις που ενδιαφέρονται για το μέλλον του. Αυτό τονίζεται, εξάλλου, και σ’ ένα απόσπασμα του επιλόγου του έργου, που το παραθέτω αυτούσιο ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή βιβλιοκρισία μου: “Το βάρος, αυτή τη στιγμή, πέφτει στους πανεπιστημιακούς και στους διανοούμενους, να βγάλουν μια φωνή διαμαρτυρίας προς τα έξω για ένα άλλο εναλλακτικό πανεπιστήμιο και μια άλλη εναλλακτική κοινωνία, που θα υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες αξίες και δεν θα βάζει πάνω απ’ όλα το χρήμα και τη γνώση-εμπόρευμα”.