Αρχική » Κατάθεση στην δίκη της 17Ν

Κατάθεση στην δίκη της 17Ν

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003

Δη­μο­σιεύ­ου­με έ­να μι­κρό α­πό­σπα­σμα α­πό την κα­τά­θε­ση του Γ. Κα­ρα­μπε­λιά στη δί­κη της 17 Ν. Το α­πό­σπα­σμα προ­έρ­χε­ται α­πό τα μα­γνη­το­φω­νη­μέ­να πρα­κτι­κά. Δυ­στυ­χώς δεν μπο­ρού­με να πα­ρα­θέ­σου­με το σύ­νο­λο της κα­τά­θε­σης, αλλά μπο­ρεί να το βρει κα­νείς στην ι­στο­σε­λί­δα του Άρ­δην: www.ardin.gr]

Γ. ΚΑ­ΡΑ­ΜΠΕ­ΛΙΑΣ: Δε­δο­μέ­νου ό­τι πρό­κει­ται για μί­α δί­κη η ο­ποί­α, ό­πως ξέ­ρε­τε πο­λύ κα­λά, έ­χει συ­γκλο­νί­σει την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α, και συ­ζη­τιέ­ται α­κό­μα και υ­πε­ρα­τλα­ντι­κώς, νο­μί­ζω ό­τι θα ά­ξι­ζε τον κό­πο να κά­νει κα­νείς μια προ­σπά­θεια να ερ­μη­νεύ­σει το για­τί αυ­­τοί οι άν­θρω­ποι δι­κά­ζο­νται σή­με­ρα και για­τί γί­νε­ται μια τέ­τοια συ­ζή­τη­ση.
Νο­μί­ζω ό­τι οι αι­τί­ες αυ­τής της Δί­κης θα πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θούν αρ­κε­τά μα­κριά και κυ­ρί­ως στο κλί­μα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 και των αρ­χών της δε­κα­ε­τί­ας του ’70, σε δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις: Η μί­α α­φο­ρά στο τι συ­νέ­βαι­νε στην Ελ­λά­δα και η άλ­λη το τι συ­νέ­βαι­νε διε­θνώς ε­κεί­νη την ε­πο­χή, μια και η Ορ­γά­νω­ση αυ­τή έ­χει αρ­χί­σει τη δρα­στη­ριό­τη­τά της α­πό το 1974. Θα α­να­φε­ρθώ αρχικά σε σχέ­ση με την Ελ­λά­δα.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Συ­νο­πτι­κά αυ­τά, για­τί ό­πως ξέ­ρε­τε εί­ναι γνω­στά σε ό­λους μας. Ε­δώ ζού­σα­με και εί­μα­στε και με­γά­λοι αρ­κε­τά, α­πό σας πά­ντως εί­μαι με­γα­λύ­τε­ρος και τα θυ­μά­μαι ό­λα αυ­τά.
Γ. Κ.: Δεν νο­μί­ζω ό­τι θα κά­νει κα­κό μί­α υ­πεν­θύ­μι­ση, δο­θέ­ντος του ό­τι, τον τε­λευ­ταί­ο και­ρό και ι­διαί­τε­ρα στις συ­ζη­τή­σεις που έ­γι­ναν στην Ελ­λά­δα για τη δί­κη αυ­τή, αρ­κε­τά πράγ­μα­τα ξε­χά­στη­καν. νο­μί­ζω ό­τι θα ­πρέ­πει να τα θυ­μί­σου­με. Σας α­να­φέ­ρω ο­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα α­πό την προ­σω­πι­κή μου ε­μπει­ρί­α.
Τον πα­τέ­ρα μου τον γνώ­ρι­σα 6-7 χρο­νών, για­τί ή­ταν ε­ξο­ρί­α. Δέ­κα χρο­νών συμ­με­τεί­χα στην πρώ­τη δια­δή­λω­ση για το Κυ­πρια­κό, το 1956. Για πρώ­τη φο­ρά μας κυ­νή­γη­σε, και το θυ­μά­μαι, έ­χει μεί­νει στο μυα­λό μου, η α­στυ­νο­μί­α το 1956! Ή­μα­στε μα­θη­τές της Γ΄ Δη­μο­τι­κού! Το 1958, στις ε­κλο­γές, δέ­χτη­κα την πρώ­τη κλή­ση «δι’ υ­πό­θε­σίν σας» στην α­στυ­νο­μί­α, για­τί συ­ζη­τού­σα για τις ε­κλο­γές του ’58 στο σχο­λεί­ο και, τό­τε, οι Αρ­χές διέ­θε­ταν α­ντέ­νες και α­νά­με­ρα στους μα­θη­τές των 12 χρο­νών!
Α­πό κει και με­τά, εί­ναι μια ο­λό­κλη­ρη ι­στο­ρί­α που νο­μί­ζω την έ­χουν ζή­σει ό­λοι οι Έλ­λη­νες, το πώς κα­νέ­νας μπο­ρού­σε να δια­βά­σει ε­φη­με­ρί­δα – θυ­μά­μαι μια φο­ρά εί­χα α­γο­ρά­σει την ΑΥ­ΓΗ με θρά­σος, ή­μουν νέ­ος και εί­χα αρ­κε­τά με­γά­λο θρά­σος, το 1963, έ­ξω α­πό το Τμή­μα της Μπου­μπου­λί­νας, α­πό το πε­ρί­πτε­ρο, και, βε­βαί­ως, με συ­νέ­λα­βαν.
Α­να­φέ­ρω πε­ρι­πτώ­σεις ό­πως η δι­κή μου η ο­ποί­α εί­ναι σχε­τι­κά α­νώ­δυ­νη, διό­τι ξέ­ρου­με ό­τι, την ί­δια ε­πο­χή, μέ­χρι τό­τε, μέ­χρι το ’63-’64, υπήρχαν άν­θρω­ποι που εί­χαν πά­ει φυ­λα­κές, ε­ξο­ρί­ες, εί­χα­με τα πι­στο­ποι­η­τι­κά νο­μι­μο­φρο­σύ­νης κλπ.[ ]Η αί­σθη­ση που εί­χα­με, ως Α­ρι­στε­ροί, ή­ταν ό­τι πια δεν μπο­ρού­με να δε­χό­μα­στε να εί­μα­στε τα αιώ­νια –για­τί ε­μείς εί­χα­με ζή­σει αυ­τή την πε­ρί­ο­δο– θύ­μα­τα ε­νός πο­λι­τι­κού και κοι­νω­νι­κού α­πο­κλει­σμού.
Ήρ­θε το ’64, υ­πήρ­ξε μί­α αλ­λα­γή πο­λι­τι­κή, η ο­ποί­α ή­ταν ση­μα­ντι­κή για τα δε­δο­μέ­να της Ελ­λά­δας τό­τε, και το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι ό­τι το ’67 έ­χου­με την ε­πα­νεμ­φά­νι­ση του πα­λαιού κα­θε­στώ­τος στην πιο α­πο­τρό­παια μορ­φή του. Μέ­σα σε αυ­τές τις συν­θή­κες, η ά­πο­ψη η ο­ποί­α κυ­ριαρ­χού­σε στους πε­ρισ­σό­τε­ρους νέ­ους ε­κεί­νη την ε­πο­χή, του­λά­χι­στον της Α­ρι­στε­ράς, εί­ναι ό­τι αυ­τό το κα­θε­στώς δεν μπο­ρεί να αλ­λά­ξει πα­ρά μό­νο με την α­να­τρο­πή του.
Αυ­τή ή­ταν η ει­κό­να που κυ­ριαρ­χού­σε σε έ­να με­γά­λο κομ­μά­τι της νε­ο­λαί­ας της ε­πο­χής και η δι­κτα­το­ρί­α ήρ­θε να ε­πι­κυ­ρώ­σει και να ε­πι­βε­βαιώ­σει αυ­τή τη σκέ­ψη, ι­διαί­τε­ρα δε με­τά το Πο­λυ­τε­χνεί­ο. Δη­λα­δή με­τά το Πο­λυ­τε­χνεί­ο, με τον με­γά­λο α­ριθ­μό θυ­μά­των που υ­πήρ­ξαν και με την προ­σπά­θεια να α­να­πτυ­χθεί έ­νας α­γώ­νας μα­ζι­κός και μέ­σα στα πλαί­σια ε­νός μα­ζι­κού Κι­νή­μα­τος ό­πως ή­ταν το Κί­νη­μα της Νο­μι­κής, του Πο­λυ­τε­χνεί­ου κλπ., η τό­σο βί­αι­η κα­τα­στο­λή αυ­τού του Κι­νή­μα­τος έ­σπρω­ξε έ­ναν με­γά­λο α­ριθ­μό Ορ­γα­νώ­σε­ων, ι­διαί­τε­ρα ε­κεί­νων που το­πο­θε­τού­νταν πέ­ρα α­πό την ε­πί­ση­μη Α­ρι­στε­ρά, στη λο­γι­κή ό­τι δεν υ­πάρ­χει άλ­λη διέ­ξο­δος, ό­τι η Δη­μο­κρα­τί­α δεν μπο­ρεί­ να έρ­θει στην Ελ­λά­δα πα­ρά μό­νο με τη βί­αι­η α­να­τρο­πή του κα­θε­στώ­τος, και ε­πο­μέ­νως θα πρέ­πει να προ­ε­τοι­μα­στού­με γι’ αυ­τό.
Δεν πρό­λα­βαν βέ­βαια, διό­τι ήρ­θαν τα γε­γο­νό­τα της Κύ­πρου, αλ­λά εί­χε αρ­χί­σει –αυ­τή ή­ταν η αί­σθη­ση ε­κεί­νη την ε­πο­χή σε ό­σους συμ­με­τεί­χα­με με τον έ­ναν ή με τον άλ­λον τρό­πο στο α­ντι­δι­κτα­το­ρι­κό Κί­νη­μα– να καλ­λιερ­γεί­ται η ά­πο­ψη ό­τι θα έ­πρε­πε να προ­ε­τοι­μα­στού­με για μί­α σύ­γκρου­ση πο­λύ πιο σκλη­ρή. [ ]
Το δεύ­τε­ρο στοι­χεί­ο ή­ταν το τι συ­νέ­βαι­νε πα­γκο­σμί­ως, δη­λα­δή αυ­τό που έ­χει συν­δε­θεί με το Κί­νη­μα του ’68, το α­ντια­ποι­κια­κό Κί­νη­μα, το Βιετ­νάμ κ.ά. Με­τά τα πρώ­τα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, τη δε­κα­ε­τί­α του ’50, τον ψυ­χρό πό­λε­μο κλπ., αρ­χί­ζει, ι­διαί­τε­ρα σε λα­ούς του Τρί­του Κό­σμου και α­πό τη νε­ο­λαί­α της Δύ­σης σε ό­λες τις χώ­ρες, έ­να Κί­νη­μα αμ­φι­σβή­τη­σης της υ­πάρ­χου­σας τά­ξης πραγ­μά­των.
Έ­χου­με τον Τσε Γκε­βά­ρα και την Κού­βα, έ­χου­με το Μπέρ­κλε­ϋ, με αυ­τά με­γα­λώ­σα­με τό­τε, φα­ντά­ζο­μαι κι ε­σείς, κ. Πρό­ε­δρε…
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Και με τον «Μο­νο­διά­στα­το άν­θρω­πο» του Μαρ­κού­ζε.
Γ. Κ.: Με τη δο­λο­φο­νί­α του Κέν­νε­ντυ κλπ. Βλέ­που­με ό­τι αυ­τό το Κί­νη­μα, το ο­ποί­ο α­να­πτύσ­σε­ται στη Γερ­μα­νί­α, την Ι­τα­λί­α, τη Γαλ­λί­α, πά­ρα πο­λύ στην Ευ­ρώ­πη, με κο­ρύ­φω­ση αυ­τό που ο­νο­μά­σα­με Κί­νη­μα του ’68, σι­γά-σι­γά ­­–και εί­ναι βέ­βαιο ό­τι, αν δεν εί­χε γί­νει δι­κτα­το­ρί­α, κά­τι α­νά­λο­γο θα εί­χα­με και στην Ελ­λά­δα, για­τί ξέ­ρε­τε τι συ­νέ­βη στην Ελ­λά­δα με­τά το ’65 και το με­γά­λο Κί­νη­μα που υ­πήρ­ξε τό­τε– δη­μιουρ­γεί τις συν­θή­κες μέ­σα στις ο­ποί­ες δια­μορ­φώ­νε­ται η συ­νεί­δη­ση και η α­ντί­λη­ψη ό­λων η­μών, ό­σων βρε­θή­κα­με ε­κεί­νη την ε­πο­χή να εί­μα­στε νέ­οι στην Α­ρι­στε­ρά και κά­ποιοι πέ­ρα α­πό τα ε­πί­ση­μα Κόμ­μα­τα τα ο­ποί­α ή­ταν σε κρί­ση. [ ]
Μέ­σα σε αυ­τά τα πλαί­σια έ­χου­με τη δια­μόρ­φω­ση ε­νός Κι­νή­μα­τος που α­φο­ρά δε­κά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πους και το εί­δα­με πο­λύ κα­θα­ρά με­τά τη δι­κτα­το­ρί­α. [ ] Θυ­μά­στε πο­λύ κα­λά ό­τι έ­χου­με την κα­τάρ­ρευ­ση της δι­κτα­το­ρί­ας αλ­λά, ταυ­­το­χρό­νως, έ­χου­με τον κ. Γκι­ζί­κη ο ο­ποί­ος πα­ρα­μέ­νει Πρό­ε­δρος, έ­χου­με το «Κί­νη­μα της πι­τζά­μας», έ­χου­με ό­λα τα Κόμ­μα­τα τα ο­ποί­α δια­τη­ρούν πα­ρά­νο­μους μη­χα­νι­σμούς, α­κό­μα και στοι­χεί­α των έ­νο­πλων μη­χα­νι­σμών, ό­σα εί­χαν φτιά­ξει στη διάρ­κεια της δι­κτα­το­ρί­ας.
Θυ­μά­στε τον Αν­δρέ­α Πα­παν­δρέ­ου ο ο­ποί­ος ήρ­θε στην Ελ­λά­δα, νο­μί­ζω έ­να μή­να πε­ρί­που με­τά την πτώ­ση της Δι­κτα­το­ρί­ας, και εί­πε ό­τι δεν έ­χου­με πραγ­μα­τι­κή αλ­λα­γή, ό­τι έ­χου­με μια α­πλή αλ­λα­γή φρου­ράς, και ό­τι, για πά­ρα πολ­λούς μή­νες, ο Κα­ρα­μαν­λής, που ή­ταν Πρω­θυ­πουρ­γός τό­τε, άλ­λα­ζε σπί­τι κά­θε βρά­δυ.
Τα συν­θή­μα­τα τα ο­ποί­α α­κού­γο­νταν ε­κεί­νη την ε­πο­χή στις δια­δη­λώ­σεις, αν τα έ­παιρ­νε κα­νείς κα­τά γράμ­μα: «Οι προ­δό­τες στο Γου­δί», συν­δε­δε­μέ­νο με το τι συ­νέ­βη στην Κύ­προ –συ­νέ­βη μια ε­θνι­κή τρα­γω­δί­α στην Κύ­προ για την ο­ποί­α ή­ταν υ­πεύ­θυ­νη η δι­κτα­το­ρί­α–, «Κρε­μά­λα στους βα­σα­νι­στές» κ.ο.κ., και το πε­ρι­βό­η­το «Έ­ξω οι Α­με­ρι­κά­νοι». Η ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νη­ση βγά­ζει την Ελ­λά­δα έ­ξω α­πό το στρα­τιω­τι­κό σκέ­λος του ΝΑ­ΤΟ – α­κό­μα και η ελ­λη­νι­κή Κυ­βέρ­νη­ση.
Αυ­τό εί­ναι το κλί­μα μέ­σα στο ο­ποί­ο μπο­ρού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με πώς γεν­νή­θη­κε αυ­τή η Ορ­γά­νω­ση, αλ­λά και άλ­λες που γεν­νή­θη­καν ε­κεί­νη την ε­πο­χή, ο Ε­ΛΑ κ.ά. Δη­λα­δή έ­χου­με έ­να σύ­νο­λο α­πό ο­μά­δες-ορ­γα­νώ­σεις, πολ­λές ί­σως δεν πή­ραν καν ό­νο­μα πο­τέ, οι ο­ποί­ες ε­κεί­νη την ε­πο­χή κά­νουν έ­να σύ­νο­λο α­πό ε­νέρ­γειες, ή βά­ζουν μια φω­τιά σε α­με­ρι­κά­νι­κο αυ­το­κί­νη­το κ.ο.κ.
Θα έ­χε­τε δει α­πό τα στοι­χεί­α ό­τι εί­ναι ε­κα­το­ντά­δες αυ­τές οι μορ­φές ε­νερ­γειών που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο. Α­πό την α­ντί­πε­ρα ό­χθη δε, θα θυ­μά­στε ό­τι α­κό­μα έ­χου­με έ­ναν κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό ο ο­ποί­ος, προ­φα­νώς, εί­ναι α­κό­μα ο κρα­τι­κός μη­χα­νι­σμός της δι­κτα­το­ρί­ας, ό­τι έ­χου­με έ­να με­γά­λο αί­τη­μα και κύ­μα για την α­πο­χου­ντο­ποί­η­ση ό­λου του κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού, και τις συ­γκρού­σεις οι ο­ποί­ες γί­νο­νται ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο.
Ο Γιάν­νης Σε­ρί­φης ή­ταν έ­νας απ’ αυ­τούς που συμ­με­τεί­χαν στις ερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις – μέ­χρι τό­τε δεν εί­χα­με ερ­γο­στα­σια­κά Σω­μα­τεί­α, στην Ελ­λά­δα δεν υ­πήρ­χαν. Ή­ταν α­δύ­να­το οι ερ­γά­τες στα ερ­γο­στά­σια να έ­χουν Σω­μα­τεί­α και για πρώ­τη φο­ρά δη­μιουρ­γού­νται τα Σω­μα­τεί­α ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο. Ε­πο­μέ­νως, ό­λα γί­νο­νται μέ­σα σε έ­να κλί­μα ε­ξαι­ρε­τι­κής φόρ­τι­σης και συ­γκρου­σια­κό, με α­πο­τέ­λε­σμα και α­πό την άλ­λη πλευ­ρά να υ­πάρ­χουν αρ­κε­τά θύ­μα­τα.
Θυ­μά­μαι, για πα­ρά­δειγ­μα, έ­να νε­α­ρό δια­δη­λω­τή, τον Ι­σί­δω­ρο Ι­σι­δω­ρό­που­λο, τον εί­χαν χτυ­πή­σει οι α­στυ­νο­μι­κοί με το αυ­το­κί­νη­το και τον σκό­τω­σαν, θύ­μα­τα πυ­ρο­βο­λι­σμών, τους θυ­μά­μαι αυ­τούς τους πυ­ρο­βο­λι­σμούς, το ’75-’76, εί­χα­με θύ­μα­τα α­πό πυ­ρο­βο­λι­σμούς σε δια­δη­λώ­σεις. δη­λα­δή έ­χου­με έ­να τέ­τοιο κλί­μα.[ ]
Ε­γώ θε­ω­ρώ ό­τι η 17Ν και οι υ­πό­λοι­πες αυ­τές Ορ­γα­νώ­σεις εί­ναι κομ­μά­τι μιας ευ­ρύ­τε­ρης Α­ρι­στε­ράς η ο­ποί­α αρ­χί­ζει α­πό αυ­τές και φτά­νει μέ­χρι το ΠΑ­ΣΟΚ, ας το πού­με έ­τσι, αν θέ­λου­με να κά­νου­με μί­α κα­τα­γρα­φή των πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων στην Ελ­λά­δα. Μην ξε­χνά­τε ό­τι το ΠΑ­ΣΟΚ ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο έ­χει την φω­το­γρα­φί­α του Ά­ρη Βε­λου­χιώ­τη α­ναρ­τη­μέ­νη στα γρα­φεί­α του. θυ­μά­στε τις πε­ρι­βό­η­τες συ­ζη­τή­σεις που εί­χα­με για το ε­άν ο Ά­ρης Βε­λου­χιώ­της πρέ­πει να βρί­σκε­ται στα γρα­φεί­α του ΠΑ­ΣΟΚ, θυ­μά­στε τις συ­ζη­τή­σεις με τον κ. Λα­λιώ­τη, ή τον κ. Ση­μί­τη, ο ο­ποί­ος ε­ξη­γού­σε στα κεί­με­νά του ό­τι δεν αρ­κεί η α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή Δη­μο­κρα­τί­α, η Κοι­νο­βου­λευ­τι­κή για την ο­ποί­α μι­λά­τε, ό­τι πρέ­πει να έ­χου­με και άλ­λους θε­σμούς πέ­ραν αυ­τής.
Τα συν­δέ­ω ό­λα αυ­τά με τη συ­ζή­τη­ση που γί­νε­ται ε­πει­δή η 17Ν α­να­φέ­ρει κά­που στα κεί­με­νά της ό­τι οι ερ­γά­τες θα φυ­λά­νε τα ερ­γο­στά­σια χω­ρίς α­στυ­νο­μί­α. Αυ­τή η ά­πο­ψη, η ά­πο­ψη δη­λα­δή ό­τι, σε έ­να σο­σια­λι­στι­κό κα­θε­στώς, ι­δα­νι­κό μά­λι­στα, πο­λύ κα­λύ­τε­ρο απ’ αυ­τό που υ­πήρ­χε στη Σο­βιε­τι­κή Έ­νω­ση, δεν θα υ­πάρ­χει α­νά­γκη ει­δι­κών κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών ό­πως εί­ναι η α­στυ­νο­μί­α, ή­ταν έ­να αί­τη­μα το ο­ποί­ο δια­τύ­πω­νε και ο ση­με­ρι­νός Πρω­θυ­πουρ­γός!
Δη­λα­δή, πρό­κει­ται για μια συ­ζή­τη­ση που διε­ξά­γε­ται σε ό­λη την ι­στο­ρι­κή δια­δρο­μή πε­ρί του ξε­πε­ρά­σμα­τος του κρά­τους ως κα­τα­σταλ­τι­κού μη­χα­νι­σμού και μιας κοι­νω­νί­ας –δεν ξέ­ρω αν αυ­τό εί­ναι ε­φι­κτό, εί­ναι άλ­λη ι­στο­ρί­α– ό­που δεν θα υ­πάρ­χει δια­χω­ρι­σμός μη­χα­νι­σμών, και υ­πο­τί­θε­ται θα γυρ­νού­σα­με κά­πως στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα ή στην αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή Δη­μο­κρα­τί­α της ά­με­σης Δη­μο­κρα­τί­ας, χω­ρίς ει­δι­κούς μη­χα­νι­σμούς. αυ­τό ή­ταν έ­να αί­τη­μα πά­ρα πο­λύ έ­ντο­νο ε­κεί­νη την πε­ρί­ο­δο.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Πο­λύ ρο­μα­ντι­κά τα λέ­τε, πά­ρα πο­λύ ρο­μα­ντι­κά. Πά­με στην πί­τα τώ­ρα.
Γ. ΚΑ­ΡΑ­ΜΠΕ­ΛΙΑΣ: Έ­να α­πό τα αι­τή­μα­τα, για πα­ρά­δειγ­μα, των δια­δη­λώ­σε­ων, τα πρώ­τα χρό­νια, ή­ταν να μην εί­ναι έ­νο­πλη η α­στυ­νο­μί­α. Μέ­χρι το ’67, η α­στυ­νο­μί­α μας δεν ο­πλο­φο­ρού­σε. Πα­ρό­λο που εί­χα­με κα­θε­στώς πο­λύ σκλη­ρό­τε­ρο, η ο­πλο­φο­ρί­α, η μό­νι­μη ο­πλο­φο­ρί­α των α­στυ­νο­μι­κών, ε­πι­βάλ­λε­ται με­τά το ’67, α­πό τη Δι­κτα­το­ρί­α, και θυ­μά­μαι ό­τι, για αρ­κε­τά χρό­νια, το αί­τη­μα μας ή­ταν να πά­ψει να ο­πλο­φο­ρεί, ό­πως εί­ναι στην Αγ­γλί­α και αλλού και ό­πως συ­νέ­βαι­νε και σε μας. Αυ­τό εί­ναι το πα­ρά­δο­ξο, ό­τι στην Ελ­λά­δα, πριν τη Δι­κτα­το­ρί­α, η α­στυ­νο­μί­α δεν ο­πλο­φο­ρού­σε συ­στη­μα­τι­κά, πα­ρά μό­νο σε ει­δι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις.
Αυ­τό το κλί­μα λοι­πόν έ­κα­νε κά­ποιους αν­θρώ­πους να ε­πι­λέ­ξουν αρ­χι­κά τη λο­γι­κή της εκ­δί­κη­σης. Οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες της 17Ν έ­χουν έ­ναν χα­ρα­κτή­ρα α­πά­ντη­σης και α­πο­τε­λούν μια μορ­φή λα­ϊ­κής τι­μω­ρί­ας, αυ­τό ή­θε­λαν να εκ­φρά­σουν, αυ­τό λέ­νε και στις προ­κη­ρύ­ξεις τους, α­πέ­να­ντι στον Γου­έλ­ς, που ή­ταν Α­με­ρι­κά­νος –ή­ταν ο υ­πεύ­θυ­νος της CIA– για το πρα­ξι­κό­πη­μα στην Ελ­λά­δα και την Κύ­προ κ.ά., και α­πέ­να­ντι στους βα­σα­νι­στές ό­πως ή­ταν ο Μάλ­λιος ή ο Μπά­μπα­λης, δεν θυ­μά­μαι ποιος ε­κτε­λέ­στη­κε α­πό τη 17Ν.
Αυ­τή η ε­πι­λο­γή την ο­ποί­αν έ­κα­ναν δη­μιούρ­γη­σε αρ­χι­κά έ­να αί­σθη­μα σε πο­λύ κό­σμο ό­τι αυ­τή η πρα­κτι­κή εί­ναι εν μέ­ρει –ά­σχε­τα αν πολ­λοί μπο­ρεί να δια­φω­νού­σαν με τον τρό­πο– αι­τιο­λο­γη­μέ­νη, λό­γω α­κρι­βώς των συν­θη­κών και των αν­θρώ­πων που α­φο­ρού­σε. Α­κό­μα και ό­ταν λέ­με ό­τι σε κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τί­α δεν δι­καιο­λο­γεί­ται μια τέ­τοια πρα­κτι­κή, πρέ­πει να ξέ­ρου­με ό­τι ε­κεί­νη την ε­πο­χή δεν ή­ταν κα­θό­λου βέ­βαιο πως η Ελ­λά­δα έ­χει ε­πι­λέ­ξει στα­θε­ρά έ­ναν κοι­νο­βου­λευ­τι­κό δρό­μο, και νο­μί­ζω ό­τι, για με­ρι­κά χρό­ναι, αυ­τό το ζή­τη­μα παι­ζό­ταν και ή­ταν θέ­μα ε­πι­λο­γής το ε­άν θα α­κο­λου­θού­σε κα­νέ­νας τον έ­ναν ή τον άλ­λον δρό­μο.
Ε­γώ και πολ­λοί άλ­λοι κά­να­με την ε­πι­λο­γή να πού­με ό­τι θα δού­με ποια θα εί­ναι η ε­ξέ­λι­ξη, και ά­ρα δεν έ­χει νό­η­μα να ε­πι­λέ­ξου­με έ­να τέ­τοιο δρό­μο σή­με­ρα, άλ­λοι έ­κα­ναν την άλ­λη ε­πι­λο­γή. Αυ­τές νο­μί­ζω ό­τι ή­ταν οι συν­θή­κες και οι ό­ροι μέ­σα α­πό τους ο­ποί­ους α­να­πτύ­χθη­κε η 17Ν.
Και έ­να τε­λευ­ταί­ο ση­μεί­ο εί­ναι –και νο­μί­ζω φαί­νε­ται και α­πό τους κα­τη­γο­ρου­μέ­νους που έ­χουν α­πο­δε­χθεί τη συμ­με­το­χή τους στην Ορ­γά­νω­ση, ό­πως ο κ. Κου­φο­ντί­νας και ο κ. Σάβ­βας Ξη­ρός, που λέ­νε ό­τι ή­ταν στην Ορ­γά­νω­ση– τα η­λι­κια­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους. Μπο­ρώ να κα­τα­νο­ή­σω, ε­πει­δή έ­χω ζή­σει ό­λη αυ­τή τη πε­ρί­ο­δο και γνω­ρί­ζω τις γε­νιές των αν­θρώ­πων, ό­τι εί­ναι η πρώ­τη γε­νιά η ο­ποί­α εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά την ά­νο­δο του ΠΑ­ΣΟΚ στην ε­ξου­σί­α. δη­λα­δή έ­χου­με δυο γε­νιές κυ­ρί­ως στις ορ­γα­νώ­σεις έ­νο­πλης βί­ας στην Ελ­λά­δα, μί­α η ο­ποί­α προ­έρ­χε­ται α­πό πιο πα­λιά, και ό­πως α­να­φέρ­θη­κα στις ρί­ζες της πριν και με­τά τη δι­κτα­το­ρί­α, και μια δεύ­τε­ρη που εί­ναι νε­ώ­τε­ρη, γύ­ρω στα 40-45, που δο­κι­μά­ζει μια με­γά­λη α­πο­γο­ή­τευ­ση α­πό τον σο­σια­λι­σμό του ΠΑ­ΣΟΚ.
Τι εν­νο­ώ μ’ αυ­το; Θυ­μό­σα­στε με ποια αι­τή­μα­τα και με ποια συν­θή­μα­τα α­νήλ­θε το ΠΑ­ΣΟΚ στην ε­ξου­σί­α: «Στις 18 σο­σια­λι­σμός», ή­ταν το κε­ντρι­κό σύν­θη­μα, «Ε­δώ και τώ­ρα αλ­λα­γή», «Έ­ξω το ΝΑ­ΤΟ, η Ε­ΟΚ» κλπ. Με­τά α­πό ο­ρι­σμέ­να χρό­νια –και γί­νε­ται φα­νε­ρό γύ­ρω στο ’83, ’84, ’85–, έ­χου­με έ­να κύ­μα με­γά­λων δια­μαρ­τυ­ριών και κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων α­πό τους α­πο­γο­η­τευ­μέ­νους και την προ­σαρ­μο­γή του ΠΑ­ΣΟΚ, –ά­σχε­τα με το τι θέ­ση παίρ­νει κα­νείς γι’ αυ­τή την προ­σαρ­μο­γή.
Έ­τσι ερ­μη­νεύ­ω το πώς εμ­φα­νί­ζε­ται μια δεύ­τε­ρη γε­νιά αν­θρώ­πων οι ο­ποί­οι συμ­με­τέ­χουν σ’ αυ­τές τις ο­μά­δες και ορ­γα­νώ­σεις.
Τέ­λος, [ ] για ποιο λό­γο ε­γώ και άλ­λοι άν­θρω­ποι, [ ] σκε­φτή­κα­με ό­τι θα έ­πρε­πε να πα­ρέμ­βου­με πά­νω στο ζή­τη­μα αυ­τής της δί­κης… Να σας πω για­τί. Για­τί, μέ­σα στις συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­νο­νται τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια πα­γκο­σμί­ως και στην Ελ­λά­δα, [ ] βιώ­νου­με μια ο­πι­σθο­δρό­μη­ση των δη­μο­κρα­τι­κών κα­τα­κτή­σε­ων. Έ­χου­με μια ο­πι­σθο­δρό­μη­ση γε­νι­κευ­μέ­νη, και σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα, διό­τι κα­ταρ­γεί­ται η έν­νοια του διε­θνούς δι­καί­ου και περ­νά­με στο λε­γό­με­νο «πα­γκό­σμιο δί­καιο», εί­ναι μια νέ­α έν­νοια, το global το ο­ποί­ο ει­σά­γε­ται, που υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι δεν έ­χου­με πια διε­θνι­κές σχέ­σεις, δεν έ­χου­με διε­θνείς σχέ­σεις με­τα­ξύ ε­θνών, αλ­λά έ­χου­με τη δυ­να­τό­τη­τα το δί­καιο να κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό έ­ναν ι­σχυ­ρό, ή α­πό κά­ποιους ι­σχυ­ρούς [ ]και να το ε­πι­βάλ­λου­με. Και εί­δα­με αυ­τή την ε­πι­βο­λή στο Αφ­γα­νι­στάν, στη Γιου­γκο­σλα­βί­α, προ­σφά­τως στο Ι­ράκ.
Έ­χου­με μια ε­πι­βά­ρυν­ση ό­λων των νο­μο­θε­τη­μά­των –που α­φο­ρούν και την Ελ­λά­δα– για την πο­λι­τι­κή βί­α και μια γε­νί­κευ­ση του ό­ρου «τρο­μο­κρα­τί­α». Ξαφ­νι­κά πε­ρά­σα­με, α­πό τον ψυ­χρό πό­λε­μο, στη γε­νί­κευ­ση του πο­λέ­μου κα­τά της τρο­μο­κρα­τί­ας.
Δη­λα­δή, οι Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, ως κε­ντρι­κός πυ­ρή­νας αυ­τού του συ­στή­μα­τος, ει­σά­γουν πλέ­ον έ­να σύ­στη­μα γε­νι­κευ­μέ­νης κα­τα­τρο­μο­κρά­τη­σης του πλα­νή­τη, βά­ζο­ντας ως α­ντί­πα­λο τους τρο­μο­κρά­τες, και ά­ρα γεν­νώ­ντας τους.
Για­τί ό­ταν ως α­ντί­πα­λος ο­ρί­ζε­ται η τρο­μο­κρα­τί­α και δεν α­φή­νε­ται, στην Πα­λαι­στί­νη για πα­ρά­δειγ­μα, ο­ποια­δή­πο­τε άλ­λη διέ­ξο­δος α­νά­δει­ξης της πο­λι­τι­κής α­ντι­πα­ρά­θε­σης και της δια­φω­νί­ας, τό­τε σπρώ­χνεις προς την τρο­μο­κρα­τί­α. [ ] Αυ­τό που ε­πι­διώ­κουν οι Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες εί­ναι να κα­τα­σκευά­σουν έ­να γε­νι­κευ­μέ­νο τέ­τοιο κλί­μα.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Θα μπο­ρού­σα­με να τους φέ­ρου­με η­θι­κούς αυ­τουρ­γούς ε­δώ για τού­τα τα ε­γκλή­μα­τα;
Γ. Κ.: Θα έ­πρε­πε.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Έ­τσι λέ­τε; Μή­πως εί­ναι λί­γο τρα­βηγ­μέ­νο αυ­τό;
Γ. Κ.: Ό­ταν δια­βά­ζου­με την τε­λευ­ταί­α σύμ­βα­ση, που ε­τοι­μα­ζό­μα­στε να την υ­πο­γρά­ψου­με, δη­λα­δή πι­θα­νώς θα εκ­δώ­σου­με και τους κα­τη­γο­ρου­μέ­νους, α­κό­μα και αν έ­χουν α­θω­ω­θεί, στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, αν αυ­τές το ζη­τά­νε;
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Νο­μί­ζω ό­τι αυ­τό δια­ψεύ­στη­κε.
Γ. Κ.: Δεν νο­μί­ζω.[ ] Το ζή­τη­μα εί­ναι ό­τι έ­χου­με ή­δη μπει σε μια πε­ρί­ο­δο ό­που, ου­σια­στι­κά, η έν­νοια του πο­λι­τι­κού πρό­σφυ­γα ε­ξα­φα­νί­ζε­ται. έ­χει μή­πως δια­μαρ­τυ­ρη­θεί πο­τέ η Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση για το ό­τι και Εγ­γλέ­ζοι πο­λί­τες και Γάλ­λοι πο­λί­τες εί­ναι κρα­τού­με­νοι στο Γκουα­ντα­νά­μο με τους ό­ρους με τους ο­ποί­ους κρα­τού­νται; Δεν έ­χει. [ ]
Αλ­λά ας έρ­θου­με σε ό,­τι μας α­φο­ρά. Έ­χου­με νο­μί­ζω μια ε­πέ­κτα­ση αυ­τού του πο­λι­τι­κού κλί­μα­τος στην νο­­μο­θε­σί­α και α­κού­ω ό­τι θα πε­ρά­σου­με και νέ­ους νό­μους, α­κό­μα πιο σκλη­ρούς, α­ντι­τρο­μο­κρα­τι­κούς στην Ελ­λά­δα, []. Ε­γώ πι­στεύ­ω και το ό­τι ο ι­σχύ­ων νό­μος φέρ­νει να δι­κά­ζει αν­θρώ­πους με α­να­δρο­μι­κή ι­σχύ εί­ναι α­πα­ρά­δε­κτο. Δη­λα­δή, ο νό­μος εί­ναι πε­ρυ­σι­νός και ε­δώ, απ’ ό­,τι ξέ­ρω, δι­κά­ζο­νται άν­θρω­ποι οι ο­ποί­οι α­πό το ’90 του­λά­χι­στον, ή α­πό το ’88, έ­χουν πει ό­τι δεν εί­ναι που­θε­νά, και δεν υ­πάρ­χει κα­μί­α μαρ­τυ­ρί­α ό­τι συμ­με­τέ­χουν στη συ­νέ­χεια. [ Μη α­πο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νοι διά­λο­γοι] [ ]
Γ. Κ.: Και θέ­λω να πω ότι το κλί­μα αυ­το, το ο­ποί­ο δη­μιουρ­γή­θη­κε τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, έ­γι­νε για μια ορ­γά­νω­ση η ο­ποί­α πια, κα­τά τη γνώ­μη μου, δεν εί­χε τη δύ­να­μη που εί­χε άλ­λο­τε, εί­χε σχε­τι­κά συρ­ρι­κνω­θεί, ό­πως και η δρα­στη­ριό­τη­τα άλ­λων ορ­γα­νώ­σε­ων, ό­πως ή­ταν ο Ε.Λ.Α, που εί­χε στα­μα­τή­σει α­πό το ’95 κλπ.
Ε­νώ λοι­πόν έ­χου­με, στο ε­πί­πε­δο των πραγ­μα­τι­κών δε­δο­μέ­νων, μια μεί­ω­ση της δρα­στη­ριό­τη­τας, έ­χου­με στο άλ­λο ε­πί­πε­δο μια έ­ντα­ση και μια διό­γκω­ση της συ­ζή­τη­σης για το φαι­νό­με­νο. Αυ­τό μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­θεί μό­νο ε­άν ψά­ξου­με να δού­με ποιους συμ­φέ­ρει και για­τί γί­νε­ται αυ­τού του τύ­που η διό­γκω­ση. []
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Ή­ταν έ­να φαι­νό­με­νο το ο­ποί­ο διαρ­κώς ε­μειού­το.
Γ. Κ.: Βε­βαί­ως, διό­τι εί­χα­με πε­ρά­σει σε δια­φο­ρε­τι­κές συν­θή­κες πο­λι­τι­κής.
[ ]
Γ. Κ.: Κοι­τάξ­τε,πρό­σφα­τα, σε μια α­πό τις τε­λευ­ταί­ες δη­μο­σκο­πή­σεις που έ­γι­ναν στην Ελ­λά­δα για το τι θέ­ση παίρ­νουν οι πο­λί­τες για την 17Ν, δεν α­να­φέ­ρω πα­λαιό­τε­ρες, αλ­λά α­κό­μα και με­τά την σύλ­λη­ψη με ό­λο το σά­λο που γί­νο­νταν, υ­πήρ­χε έ­να πε­ρί­που 20% του πλη­θυ­σμού που τους χα­ρα­κτή­ρι­ζε κοι­νω­νι­κούς α­γω­νι­στές.
Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ό­τι οι άν­θρω­ποι αυ­τοί συμ­φω­νού­σαν σώ­νει και κα­λά με την ορ­γά­νω­ση. Κα­τα­λα­βαί­νε­τε τι θέ­λω να πω; Το πρό­βλη­μα εί­ναι αρ­κε­τά πε­ρί­πλο­κο. Δη­λα­δή, ό­ταν μπεις σε μια ο­ρι­σμέ­νη λο­γι­κή, ό­λα τα άλ­λα α­κο­λου­θούν. ε­γώ πι­στεύ­ω ό­τι το σφάλ­μα της ορ­γά­νω­σης βρί­σκε­ται στο ό­τι δεν κα­τα­νό­η­σε –αυ­τή εί­ναι η ά­πο­ψή μου και την έ­χω υ­πο­στη­ρί­ξει σε α­νύ­πο­πτο χρό­νο, α­πό τη δε­κα­ε­τί­α του ’80– δεν κα­τα­νό­η­σε τους ό­ρους με τους ο­ποί­ους γί­νο­νται σή­με­ρα οι κοι­νω­νι­κές συ­γκρού­σεις, ό­τι άλ­λα­ξε ο τρό­πος. [ ]
Και θα θυ­μί­σω ό­μως ό­τι έ­χου­με ταυ­το­χρό­νως έ­να σύ­νο­λο α­πό πράγ­μα­τα τα ο­ποί­α, ε­πει­δή η πο­λι­τεί­α και τα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα δεν κα­τορ­θώ­νουν να λύ­σουν, μέ­νουν κε­νά που δη­μιουρ­γούν ό­λες αυ­τές τις συν­θή­κες.
Ε­σείς, κ. Πρό­ε­δρε, ή­σα­στε α­να­κρι­τής τό­τε στην υ­πό­θε­ση Κου­μή – Κα­νελ­λο­πού­λου, για­τί βρή­κα και τον κ. Πα­τρώ­νη που εί­χε τραυ­μα­τι­στεί τότε, ο ο­ποί­ος, δεν ξέ­ρω ε­άν τον θυ­μά­στε, εί­ναι τώ­ρα ε­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τής στη Πά­τρα, και μου έ­λε­γε ό­τι σας εί­χε γνω­ρί­σει στις ανακρίσεις, και εί­χε την κα­λύ­τε­ρη ε­ντύ­πω­ση για σας, ωστόσο δεν βρή­κα­τε πο­τέ τους δρά­στες αυ­τών των φό­νων.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Πού να τους βρού­με;
Γ. Κ.: Ναι, αυ­τό εί­ναι ό­μως κύ­ριε Πρό­ε­δρε, δεν τους βρή­κα­τε. Πώς να τους βρεί­τε;
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: 650 μάρ­τυ­ρες εί­χα ε­ξε­τά­σει, πού να τους βρεις;
Γ. Κ.: Ω­ραί­α, αυ­τό λέ­ω, ό­τι δεν ευ­ρέ­θη πο­τέ ποιοι ή­ταν οι α­στυ­νο­μι­κοί οι ο­ποί­οι σκό­τω­σαν.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Ας τους εύ­ρι­σκα και θα βλέ­πα­τε.
Γ. Κ.: Ναι, αλ­λά βλέ­πε­τε ό­μως, δεν μπο­ρέ­σα­τε να τους βρεί­τε και, ό­πως εί­πα­τε, σας α­νέ­φε­ραν 11 δια­φο­ρε­τι­κές δι­μοι­ρί­ες ως υ­πεύ­θυ­νες για τη φύ­λα­ξη του συ­γκε­κρι­μέ­νου μέ­ρους ό­που έ­γι­νε η δο­λο­φο­νί­α.
[ ]
Δ.ΚΟΥ­ΦΟ­ΝΤΙ­ΝΑΣ: Ή­θε­λα να πω έ­να ζή­τη­μα, πα­ρό­λο που με τον κ. Κα­ρα­μπε­λιά δια­φω­νού­με σε πολ­λά, αλ­λά δεν εί­ναι ο χώ­ρος ε­δώ πέ­ρα και οι ό­ροι για τη συ­ζή­τη­ση, θα ή­θε­λα να μας πεί­τε για κά­ποιο ζή­τη­μα με το ο­ποί­ο έ­χε­τε α­σχο­λη­θεί πο­λύ, με το ε­θνι­κό ζή­τη­μα, μια που γί­νε­ται μια προ­σπά­θεια δια­στρέ­βλω­σης των θέ­σε­ων της Ορ­γά­νω­σης και συ­κο­φά­ντη­σης, μπερ­δεύ­ο­ντας ε­πί­τη­δες τον ε­θνι­σμό με τον ε­θνι­κι­σμό.
Γ. Κ.: Το ί­διο συμ­βαί­νει και με μέ­να, δό­ξα τω Θε­ώ!
Δ. ΚΟΥ­ΦΟ­ΝΤΙ­ΝΑΣ: Και ο ε­θνι­σμός –αν δεν κά­νω λά­θος– εί­στε α­πό τους πρώ­τους που το βά­λα­τε στη συ­ζή­τη­ση μέ­σα στο κί­νη­μα. Φθά­νουν στο ση­μεί­ο να κα­τη­γο­ρούν την ορ­γά­νω­ση για ε­θνι­κι­σμό, που δεν έ­χει κα­μί­α σχέ­ση με μια ε­πα­να­στα­τι­κή ορ­γά­νω­ση. Να χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την 17Ν ε­θνι­κι­στι­κή, ή την ι­δε­ο­λο­γί­α της ε­θνι­κι­στι­κή.
Γ. Κ.: Ό­χι, πά­νω σ’ αυ­τό έ­χω να πω ό­τι αυ­τή εί­ναι μια πα­ρά­με­τρος που συ­χνά μου α­να­φε­ρό­ταν στο πα­ρελ­θόν ό­τι ή­ταν έ­νας α­πό τους λό­γους ό­τι μοιά­ζου­με, ό­τι μπο­ρεί να εί­μαι και 17Ν, ε­πει­δή είχα μια έντονη ευαισθησία για τα ε­θνι­κά ζη­τή­μα­τα.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Δη­λα­δή εί­ναι άλ­λο ε­θνι­σμός και άλ­λο ε­θνι­κι­σμός;
Γ. Κ.: Βε­βαί­ως, ο ε­θνι­κι­σμός εί­ναι μια στά­ση ε­πι­θε­τι­κή έ­να­ντι άλ­λων χω­ρών και λα­ών, έ­χει ε­πι­θε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ε­νώ ε­θνι­σμός ή πα­τριω­τι­σμός έ­χει την έν­νοια ό­τι βρί­σκω την ταυ­τό­τη­τά μου, α­να­φέ­ρο­μαι σ’ αυ­τήν και την υ­πε­ρα­σπί­ζο­μαι.
ΠΡΟ­Ε­ΔΡΟΣ: Ξέ­ρε­τε τον ο­ρι­σμό του Πα­να­γιώ­τη Κα­νελ­λό­που­λου για τον ε­θνι­σμό; Ι­δε­ο­λο­γι­κή εκ­δή­λω­ση πί­στε­ως αυ­τής ταύ­της της ε­θνι­κής συ­νει­δή­σε­ως προς ε­αυ­τήν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ