του Μάριου Ευριβιάδη, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Μεσοποταμία, το σημερινό Ιράκ, περιήλθε από τους Οθωμανούς στον έλεγχο των Βρετανών και, μετά το τέλος του πολέμου, η περιοχή τέθηκε υπό Βρετανική διοίκηση με εντολή της Κοινωνίας των Εθνών. Το 1921, οι Βρετανοί εγκατέστησαν μοναρχικό καθεστώς, με Βασιλιά τον Φεúζάλ I της φυλής των Χασεμιτών η οποία, με τη βοήθεια των Βρετανών, ηγήθηκε της Αραβικής εξέγερσης κατά των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Βρετανοί απεχώρησαν από το Ιράκ το 1932 αφήνοντας όμως πίσω τους βρετανικές και αμερικανικές εταιρείες που στη δεκαετία του 1920 άρχισαν να εκμεταλλεύονται τα πετρέλαια του σημερινού Ιράκ και να ελέγχουν στην πράξη την ιρακινή μοναρχία.
Πριν ελεγχθεί το Ιράκ με την εγκατάσταση της μοναρχίας και των πετρελαϊκών εταιρειών, και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1919-24, υπήρξε μεγάλη αναταραχή η οποία οδήγησε σε μια θρησκο- εθνικιστική εξέγερση κατά των Βρετανών, με κυρίαρχο σύνθημα «να φύγουν οι άπιστοι» από το Ιράκ. Τότε οι Βρετανοί διατηρούσαν ένα εξαιρετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων για να ελέγξει μια περιοχή 170 χιλιάδων τετραγωνικών μιλίων. Ο αριθμός των στρατευμάτων τους δεν ξεπερνούσε τις 4.000 χιλιάδες οι οποίοι επικουρούντο από περίπου 10.000 Ινδούς.
Η επανάσταση των Ιρακινών και οι λιγοστές χερσαίες δυνάμεις των Βρετανών ανάγκασαν τους τελευταίους να θέσουν σε εφαρμογή σχέδιο μαζικών αεροπορικών βομβαρδισμών χρησιμοποιώντας τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία. Η τελευταία είχε αναδειχθεί σε σημαντικό εργαλείο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περίπτωση του Ιράκ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς.
Από την αρχή της εξέγερσης τέθηκε από τη Βασιλική Αεροπορία ζήτημα για τη χρήση χημικών και δηλητηριωδών αερίων και ζητήθηκε σχετική εξουσιοδότηση από τον τότε Υπουργό Πολέμου (Minister of War and Air) Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Το αίτημα προς τον Τσώρτσιλ εξέφραζε τους σχετικούς προβληματισμούς για χρήση χημικών όπλων και αερίων λόγω των ηθικών φραγμών και αμφιβολιών που δημιούργησε η χρήση τους κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από τον τότε «πολιτισμένο» κόσμο της Ευρώπης. Ο Τσώρτσιλ, τελικώς, εξουσιοδότησε τη χρήση τους με γραπτές οδηγίες που συμπεριλάμβαναν και το εξής: «Δεν κατανοώ αυτή την υπερευαισθησία κατά της χρήσης των αερίων. Υποστηρίζω σθεναρά τη χρήση δηλητηριωδών αερίων κατά μη-πολιτισμένων φυλών (uncivilized tribes)».
Το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση να πνιγεί στο αίμα. Οι επαναστάτες είχαν 8.000-9.000 νεκρούς και εκατοντάδες χωριά κατεστραμμένα από αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τη χρήση δηλητηριωδών αερίων, κυρίως μουστάρδας. Από την πλευρά τους, οι Βρετανοί είχαν 400 νεκρούς στρατιώτες και πάνω από 600 αγνοούμενους.
Ο Άρθουρ Χάρις, επικεφαλής των αεροπορικών επιδρομών κατά των Ιρακινών επαναστατών, σε διαβαθμισμένη αναφορά του προς τους προϊσταμένους του μετά από μια αεροπορική επιδρομή, έγραψε: «Οι Άραβες και οι Κούρδοι γνωρίζουν τώρα τι σημαίνει βομβαρδισμός διότι βλέπουν γύρω τους τα θύματα και τις καταστροφές. Γνωρίζουν ότι μέσα σε 45 λεπτά ένα μεγάλο χωριό μπορεί κυριολεκτικά να εξαφανισθεί (wiped out) και το ένα τρίτο του πληθυσμού του να σκοτωθεί ή να τραυματισθεί».
Παράλληλα, σε μια άλλη μη-διαβαθμισμένη αναφορά της προς το Βρετανικό Κοινοβούλιο, η Βασιλική Αεροπορία γνωστοποίησε στους νομοθέτες τις οδηγίες προς τους πιλότους και τα μέτρα που λήφθηκαν ώστε να αποφεύγονται οι απώλειες στον άμαχο πληθυσμό. Στην αναφορά υποστηρίχθηκε ότι οι αεροπορικές επιδρομές ήταν λιγότερο απάνθρωπες και καταστροφικές από τις χερσαίες επιχειρήσεις διότι «στόχος τους ήταν να επιβληθεί υποταγή με τις λιγότερες καταστροφές και απώλειες ζωών».
Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική. Και αυτό εξώθησε τον Λάιονελ Τσάρλτον, υψηλόβαθμο στέλεχος της Βασιλικής Αεροπορίας που συμμετείχε στους βομβαρδισμούς κατά των Ιρακινών, να παραιτηθεί, το 1923, διαμαρτυρόμενος δημόσια για την πολιτική των μαζικών βομβαρδισμών και της χρησιμοποίησης χημικών και δηλητηριωδών αερίων κατά του πληθυσμού.