του Γ. Ρακκά, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Η δεκαετία του 1990 βρήκε την αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα σε μια φάση υποχώρησης. Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, στο βαθμό που ταυτίστηκε με το «τέλος της ιστορίας», το «τέλος της ιδεολογίας», την κρίση των μεγάλων συλλογικών οραμάτων, έπληξε όχι μόνο την ορθόδοξη αριστερά που αναφερόταν άμεσα στο σοβιετικό μοντέλο άλλα κάθε κοινωνική και πολιτική κίνηση που διακήρυττε ότι είναι δυνατός ένας ριζικός μετασχηματισμός προς έναν κόσμο περισσότερο ελεύθερο και εξισωτικό. Αίφνης, η αναφορά στις μεγάλες ιδεολογικές αφηγήσεις χρεώθηκε στην καλύτερη περίπτωση την κατηγορία της γραφικότητας και στη χειρότερη, ταυτίστηκε με τον ολοκληρωτισμό και την καταπίεση των ατομικών δικαιωμάτων. Η έλευση της παγκοσμιοποίησης συνοδεύτηκε από την επικράτηση ενός χυδαίου κομφορμισμού που, στ’ όνομα του ρεαλισμού, διακήρυττε την προσήλωσή του στην οικονομία και στην κοινωνία της αγοράς. Η τάση αυτή διαπέρασε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα και διαμόρφωσε τις συνθήκες μιας ορισμένης προγραμματικής σύγκλισης ανάμεσα στην ορθόδοξη αριστερά και τη δεξιά.
Οι ιδεολογικές αναφορές, που χαρακτήριζαν τις πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις καθ’ όλη την διάρκεια του 20ού αιώνα, υποχώρησαν. Απ’ τη μια, η σύγκρουση των πολιτικών παρατάξεων μεταβλήθηκε εν πολλοίς σε μάχες ανάμεσα σε τεχνοκρατικά επιτελεία. Απ’ την άλλη, οι λαοί και τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονταν από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης επέλεγαν συχνά να εκφράσουν τα αιτήματά τους μέσα από την πολιτιστική τους ταυτότητα. Συχνά, φυλετικές, θρησκευτικές ή πολιτιστικές ταυτότητες ενεπλάκησαν σε πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Αίφνης, ο πνευματικός κόσμος των αδυνάτων έπαψε να έχει την γνώριμη ιδεολογική υφή του 20ού αιώνα και στράφηκε προς τα θρησκευτικά σύμβολα, τους μύθους και τις εθνικές παραδόσεις προκειμένου να εκφράσει τις καταπιεσμένες απ’ το κυρίαρχο μοντέλο ανάγκες τους.
Με την παγκόσμια άνοδο του αντί-παγκοσμιοποιητικού κινήματος, συντελείται μια νέα στροφή που πυροδοτεί έναν νέο, «μεταπολιτευτικό κύκλο» για τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Η ευρεία απήχηση του συνθήματος «ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός» καταδεικνύει την επαναοικειοποίηση της πολιτικής από την πλευρά των «μη προνομιούχων» του κυρίαρχου παγκόσμιου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού παραδείγματος.
Σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά ιδιαίτερα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α και τη Λατινική Aμερική, μια σημαντική πολιτική δύναμη τείνει να αναδύεται. Η πλατιές κοινωνικές συμμαχίες που εκφράζει και ο πλουραλισμός των αιτημάτων που συνθέτει τείνουν να τη μεταβάλουν σ’ ένα συνολικό αντιπαγκοσμιοποιητικό πόλο, μιας και στους κόλπους της αναφέρονται κινήσεις που αμφισβητούν κάθε πτυχή της παγκοσμιοποίησης.
Στον ίδιο χώρο, συνυπάρχουν, συζητούν και συνθέτουν τις προβληματικές τους ο κόσμος της εργασίας, που μέσα από τα συνδικάτα θέτει ζητήματα όπως αυτό της υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους, της προστασίας των δημόσιων αγαθών, της δικαιότερης αναδιανομής του πλούτου κ.λ.π, η νεολαία, που κριτικάρει τον κυρίαρχο τρόπο ζωής, τον καταναλωτισμό, το κυρίαρχο μοντέλο διασκέδασης κ.λ.π., λαοί της περιφέρειας που θέτουν τα ζητήματα της αυτοδιάθεσης των εθνών, οικολόγοι, φεμινιστικές κινήσεις, αγρότες, μειονότητες κ.λ.π. Αυτή η πολυσπερμία που υφίσταται στο εσωτερικό του κινήματος είναι που διαμορφώνει και τη δυναμική για μια σύγχρονη, εναλλακτική πρόταση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, μιας και η σύνθεση των επιμέρους αιτημάτων προσφέρει προς το παρόν ένα αντιφατικό αλλά ενιαίο πλαίσιο κριτικής που θέτει στο στόχαστρο κάθε πτυχή των σύγχρονων εξουσιαστικών, εκμεταλλευτικών και αλλοτριωτικών σχέσεων. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι που αναδεικνύεται και η ελπίδα για τη διαμόρφωση ενός νέου προτάγματος. Στην αντιπροσωπευτικότητα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, σε σχέση με όλες τις συλλογικές οντότητες που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση.
Οι αντιπαγκοσμιοποιητικές κινήσεις στην Ελλάδα
Στον χώρο της ελληνικής αριστεράς, που σήμερα τείνει να ταυτιστεί μ’ αυτό το κίνημα, επικρατούν ιδιάζουσες συνθήκες που προς το παρόν μπλοκάρουν την διαμόρφωση ενός νέου, ριζοσπαστικού πόλου που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει ισχυρά αντί-παγκοσμιοποιητικά ανακλαστικά. Ο αντιαμερικανισμός που διαπερνά τον ελληνικό λαό –και σήμερα προσεγγίζει τα επίπεδα του 90% της κοινής γνώμης–έχει μεταβληθεί συχνά σε ανοιχτή αμφισβήτηση της αμερικανικής πλανητικής ηγεμονίας (Κόσοβο, Οτσαλάν, επίσκεψη Κλίντον κ.λ.π.).
Παρόλα αυτά, η παρούσα κατάσταση στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς δεν επιτρέπει την διαμόρφωση μιας ενιαίας πολιτικής και κοινωνικής κίνησης που να εκφράζει αυτή την πραγματικότητα. Απ’ τη μια, το Κ.Κ.Ε., που αποτελεί τον κατ’ εξοχήν λαϊκό πόλο της αριστεράς, μπορεί να εκφράζει περισσότερο τις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες όλων εκείνων που πλήττονται από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στη χώρα μας. Είναι αλήθεια ότι η πλούσια ιστορία των αγώνων του κομμουνιστικού κόμματος έχει διαμορφώσει ισχυρές παραδόσεις μέσα στην ελληνική κοινωνία που το μεταβάλλουν ευκαιριακά σε εκφραστή της κοινωνικής δυσαρέσκειας απέναντι στις επιλογές των ευθυγραμμισμένων με την παγκοσμιοποίηση πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Η πορεία του Κ.Κ.Ε. μέσα στην ελληνική κοινωνία, κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 20ού αιώνα, το έχει καταγράψει στη συνείδηση της κοινωνίας ως τον κατ’ εξοχήν εκφραστή των αγώνων για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και –συχνά– όταν η συγκυρία ενεργοποιεί κοινωνική δυσαρέσκεια, αφορά ανάλογα ζητήματα, η διάθεση της κοινής γνώμης με τις κινητοποιήσεις του Κ.Κ.Ε. εν πολλοίς συμπίπτουν (Κόσοβο, μαθητικά κ.α.).
Εντούτοις, ο γνωστός μονολιθισμός του κόμματος, η εμμονή στις «μαρξιστικές-λενινιστικές» του αρχές, η αυταπάτη της επικαιρότητας του παλαιού κομμουνισμού ως ένα συνολικό και ανταγωνιστικό πρόταγμα στην παγκοσμιοποίηση, είναι που το μεταβάλλει σ’ έναν ασταθή πόλο που μόνον ευκαιριακά εκφράζει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Η προγραμματική του αδυναμία δεν μπορεί να πείσει εύκολα, ο κομματικός του μονολιθισμός μπλοκάρει τη συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων στις γραμμές του, ενώ η θεωρητική του αδυναμία δεν το αφήνει παρά να επισημάνει πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας και ν’ αφήνει άλλες ανέγγιχτες, μην μπορώντας εν τέλει να εκφράσει το σύνολο των προκλήσεων που θέτει η παγκοσμιοποίηση στην κοινωνία μας.
Στον αντίποδα, μπορεί η αριστερή τάση του Συνασπισμού να προσεγγίζει διακηρυκτικά τον εναλλακτικό λόγο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος αλλά, επιμένοντας στην απλή εισαγωγή των ιδεών από το ευρωπαϊκό κίνημα, δεν παύει να αποτελεί μια αντανάκλαση του τελευταίου. Οι πρακτικές και οι ιδέες του ευρωπαϊκού κινήματος αναφέρονται –όπως είναι φυσιολογικό– σε διακριτές πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες και κατά συνέπεια δεν μπορούν να απαντήσουν στις κύριες αντιθέσεις που διαπερνούν τη χώρα μας δίχως να μπολιαστούν από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν εδώ. Γι’ αυτό, εξ άλλου, ο Συνασπισμός αντιμετωπίζει τη μόνιμη αδυναμία της μαζικής απεύθυνσης που καθιστά δυσανάλογη την δυνατότητα της κοινωνικής του παρέμβασης με το βάρος που κατέχει στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Όσο δε για την υπόλοιπη Αριστερά, την εκτός κομμάτων, που είναι περισσότερο εξεγερσιακή, αλλά και άλλες δυνάμεις όπως το ΔΗΚΚΙ, δεν φαίνονται να έχουν την δυνατότητα να καλύψουν το κενό της έκφρασης και κυρίως του προγράμματος ενός αυθεντικά ελληνικού αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Η διάσταση, λοιπόν, ανάμεσα στους διαφορετικούς πόλους της αριστεράς μεταφράζεται σε αδυναμία του καθ’ ενός από αυτούς να συγκροτήσει έναν αυτόνομο, ριζοσπαστικό πόλο που να εκφράζει την κοινωνική δυσαρέσκεια των μη προνομιούχων του εκσυγχρονιστικού-παγκοσμιοποιημένου καθεστώτος της χώρας μας. Αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στη λαϊκή αλλά μονολιθική και την εναλλακτική αλλά ελιτίστικη αριστερά, και την εξεγερσιακή αλλά παλαιολιθική Άκρα Αριστερά, είναι που μπλοκάρει τις όποιες διαδικασίες εσωτερίκευσης του παγκόσμιου κλίματος αντίστασης που διαμορφώνει το αντί-παγκοσμιοποιητικό κίνημα. Μέχρι αυτή η κατάσταση να εκλείψει και να υπάρξουν διεργασίες υπέρβασης που θα γεννήσουν ένα νέο λαϊκό, εναλλακτικό αλλά και ριζοσπαστικό πόλο, που θα συμπεριλαμβάνει λαϊκές δυνάμεις ευρύτερες και όχι κομματικοποιημένες ή ταμπελοποιημένες, η ελληνική κοινωνία θα διέρχεται τη φάση