του Μ. Λιντ, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι εχθροί της Αμερικής βρίσκονται σε αμηχανία. Τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ποιος ασκεί εξωτερική πολιτική; Και τι προσπαθούν να πετύχουν; Οι μαρξίζουσες αναλύσεις που εμπλέκουν τα μεγάλα πετρελαϊκά συμφέροντα και τον αμερικανικό καπιταλισμό είναι λανθασμένες. Ναι, οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου και οι ανάδοχοί τους θα δεχθούν τα λάφυρα από τη σφαγή της Βαγδάτης. Αλλά ο πετρελαϊκός τομέας, με τις αραβικές του διασυνδέσεις, δεν υποστηρίζει το πόλεμο περισσότερο από όσο υποστηρίζει τη στενή συμμαχία της κυβέρνησης Μπους με τον Αριέλ Σαρόν.
Ως αποτέλεσμα ορισμένων αλλόκοτων και απρόοπτων συμβάντων –όπως η επιλογή μάλλον παρά η εκλογή του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου και η 11η Σεπτεμβρίου– η εξωτερική πολιτική της μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο διαμορφώνεται από μια μικρή κλίκα που δεν είναι αντιπροσωπευτική ούτε του αμερικανικού λαού, ούτε του κατεστημένου της κυρίαρχης τάσης της εξωτερικής πολιτικής.
Η ομάδα που κατ΄ εξοχήν νέμεται την εξουσία αποτελείται σήμερα από νεοσυντηρητικούς διανοούμενους, υπέρμαχους της επέκτασης των αμυντικών δαπανών. (Αποκαλούνται «νεοσυντηρητικοί» γιατί πολλοί από αυτούς ξεκίνησαν ως αντι-σταλινικοί αριστεριστές ή φιλελεύθεροι πριν προσχωρήσουν στην ακροδεξιά). Όσον αφορά την κυβέρνηση, στην ηγεσία της νεοσυντηρητικής διανόησης συμπεριλαμβάνεται και ο Πωλ Γούλφοβιτς, υφυπουργός Αμύνης. Είναι ο εγκέφαλος στα θέματα Άμυνας της κυβέρνησης Μπους. Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ είναι ένας ηλικιωμένος αχυράνθρωπος που βρίσκεται στην θέση του υπουργού Άμυνας μόνο και μόνο επειδή ο Γούλφοβιτς είναι τόσο αμφιλεγόμενος. Σύμφωνα με άλλους, σ’ αυτή την ομάδα συμπεριλαμβάνονται και οι: ο Ντάγκλας Φέιθ, Νο 3 στο Πεντάγωνο, ο Λούις Λίμπι ή «Σκούτερ», ο προστατεύομενος του Γούλφοβιτς και προσωπάρχης του Τσέινι, ο Τζων Μπόλτον, ένας ακροδεξιός τοποθετημένος στο Στέιτ Ντηπάρτμεντ για να ελέγχει τον Πάουελ, ο Έλιοτ Άμπραμς, που προσφάτως διορίσθηκε επικεφαλής της πολιτικής για τη Μέση Ανατολή στο Εθνικό Συμβούλιο για την Άμυνα. Σ’ αυτούς που δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση περιλαμβάνονται οι: Τζαίημς Γούλσεϋ, πρώην διοικητής της CIA, που επανειλημμένως είχε επιχειρήσει να συνδέσει την 11/9 και τις επιστολές με τον άνθρακα με τον Σαντάμ Χουσεΐν, και ο Ρίτσαρντ Περλ, που μόλις εγκατέλειψε μια άμισθη προεδρία στο συμβουλευτικό σώμα του υπουργείου Αμύνης μετά από ένα σκάνδαλο διαπλοκής. Οι περισσότεροι από αυτούς τους «ειδικούς για την Άμυνα» δεν υπηρέτησαν στον στρατό. Αλλά το αρχηγείο τους είναι τώρα το γραφείο Πολιτικής Άμυνας του υπουργείου, όπου κυριαρχεί ένα κλίμα απαξίας και έλλειψης εμπιστοσύνης από τη μεριά των ρεπουμπλικανών αξιωματικών εις βάρος των διορισμένων πολιτικών….
Οι περισσότεροι νεοσυντηρητικοί αμυναμύντορες διανοούμενοι προέρχονται από την αριστερά και όχι από τη δεξιά. Αποτελούν γέννημα του ιδιαίτερα σημαντικού εβραιο-αμερικανικού κομματιού του τροτσκιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1930 και 1940, που πήρε τη μορφή του αντι-κομμουνιστικού φιλελευθερισμού στις δεκαετίες του 1950 και 1970 και εν τέλει μετασχηματίστηκε σε μια μορφή μιλιταριστικής ιμπεριαλιστικής δεξιάς που ανάλογό της δεν υπήρχε στην αμερικανική πολιτιστική και πολιτική ιστορία. Ο θαυμασμός τους για τις τακτικές του ισραηλινού κόμματος «Λικούντ», συμπεριλαμβανομένου του προληπτικού πολέμου, όπως η επιδρομή, το 1981, του Ισραήλ στον πυρηνικό αντιδραστήρα Οσιράκ του Ιράκ, είναι ανάμεικτος με παράδοξες εκρήξεις ιδεολογικού ενθουσιασμού για «δημοκρατία». Αποκαλούν την επαναστατική τους ιδεολογία «Γουϊλσονισμό» (από τον πρόεδρο Γούντροου Γουΐλσον), αλλά επί της ουσίας είναι η τροτσκιστική θεωρία της διαρκούς επανάστασης ανακατεμένη με την ακροδεξιά τάση (Λικούντ) του Σιωνισμού. Οι αυθεντικοί Αμερικανοί Γουϊλσονιανοί πιστεύουν στην αυτοδιάθεση των λαών όπως ο Παλαιστινιακός.
Οι νεοσυντηρητικοί αμυναμύντορες διανοούμενοι, εκτός απ’ το ότι βρίσκονται μέσα ή γύρω από το Πεντάγωνο, βρίσκονται παράλληλα και στο κέντρο ενός εικονικού «Πενταγώνου» του ισραηλινού λόμπυ, της θρησκευόμενης δεξιάς, των συντηρητικών think-tank, των ιδρυμάτων και των κολοσσών των ΜΜΕ. Τα think-tank, όπως για παράδειγμα το Αμερικανικό Επιχειρηματικό Ινστιτούτο (ΑΕΙ) παρέχουν στέγη στους νεοσυντηρητικούς «εντός και εκτός κυβερνήσεως» όταν βρίσκονται εκτός κυβέρνησης (ο Περλ είναι μέλος του ΑΕΙ). Οι χρηματοδοτήσεις προέρχονται όχι τόσο από εταιρείες όσο από ιδρύματα που υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, όπως τα Μπράντλεϋ και Όλιν, που ξοδεύουν τις περιουσίες των προ πολλού αποδημησάντων μεγιστάνων. Η νεοσυντηρητική εξωτερική πολιτική δεν εκπροσωπεί άμεσα επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι νεοσυντηρητικοί είναι ιδεολόγοι όχι καιροσκόποι.
Ο μεγαλύτερος σύνδεσμος ανάμεσα στα συντηρητικά think-tank και στο ισραηλίτικο λόμπυ είναι το Εβραϊκό Ινστιτούτο για Θέματα Εθνικής Ασφαλείας (Jinsa) που έχει την έδρα του στην Ουάσιγκτον, το οποίο υποστηρίζει το Λικούντ και δέχεται ως μέλη του πολλούς μη-Εβραίους, ειδικούς στην άμυνα, τους οποίους έχει ήδη στείλει ταξίδι στο Ισραήλ. Έστειλε τον απόστρατο στρατηγό Τζαίη Γκάρνερ, ο οποίος τώρα προτάθηκε από τον Μπους για ανθύπατος του κατεχόμενου Ιράκ. Τον Οκτώβριο του 2000 συνυπέγραψε μια επιστολή του Jinsa που άρχιζε ως εξής: «Εμείς….θεωρούμε πως κατά την διάρκεια των πρόσφατων αναταραχών στο Ισραήλ, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις έδειξαν αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στην ενορχηστρωμένη ωμή βία που εξαπέλυσε η ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής». Το ισραηλινό λόμπυ αποτελείται από μια εβραϊκή και μια χριστιανική πτέρυγα. Οι Γούλφοβιτς και Φέιθ έχουν στενούς δεσμούς με το αμερικανο-εβραϊκό ισραηλινό λόμπυ. Ο Γούλφοβιτς, που έχει σχέσεις με το Ισραήλ, έχει θητεύσει ως σύνδεσμος ανάμεσα στην κυβέρνηση Μπους και στην Επιτροπή Αμερικανο-ισραηλινών Σχέσεων. Η Σιωνιστική Οργάνωση της Αμερικής βράβευσε τον Φέιθ για την δράση του υπέρ του Ισραήλ. Καθόσον καιρό, επί Κλίντον, ήταν εκτός εξουσίας, ο Φέιθ συνεργαζόταν με τον Περλ για τον από κοινού σχεδιασμό μιας πολιτικής για το Λικούντ που προέτρεπε την ισραηλινή κυβέρνηση να θέσει τέλος στην ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο, να επανακαταλάβει τα παλαιστινιακά εδάφη και να συντρίψει την κυβέρνηση του Γιασέρ Αραφάτ.
Τέτοιοι ειδικοί δεν αποτελούν τυπικό δείγμα Αμερικανο-Εβραίων, που ως επί το πλείστον ψήφισαν τον Γκορ το 2000. Οι πιο θερμοί υποστηρικτές του Λικούντ στο ρεπουμπλικανικό εκλογικό σώμα είναι νότιοι φονταμενταλιστές προτεστάντες. Η θρησκευόμενη δεξιά πιστεύει ότι ο Θεός έδωσε ολόκληρη την Παλαιστίνη στους Εβραίους ενώ οι φονταμενταλιστικές εκκλησίες ξοδεύουν εκατομμύρια σε επιχορηγήσεις εβραϊκών εποικισμών στα κατεχόμενα.
Η τελευταία γωνία του νεοσυντηρητικού πενταγώνου καταλαμβάνεται από τους δεξιούς κολοσσούς των ΜΜΕ, με ρίζες –όσο παράδοξο και αν φαίνεται– στη Βρετανική Κοινοπολιτεία και στη Νότια Κορέα. Ο Ρούπερτ Μέρντοχ διασπείρει την προπαγάνδα μέσω του τηλεοπτικού δικτύου Fox. Το περιοδικό του, το Weekly Standard –με εκδότη τον Γουίλιαμ Κρίστολ, πρώην προσωπάρχη του Νταν Κουέϊλ (αντιπρόεδρος το 1989-1993)– είναι το φερέφωνο των αμυναμυντόρων όπως ο Περλ, ο Γούλφοβιτς, ο Φέιθ και ο Γούλσεϋ, όπως επίσης και της κυβέρνησης Σαρόν. Το Νάτιοναλ Ίντερεστ (του οποίου υπήρξα διευθυντής εκδόσεως την περίοδο 1991-1994) χρηματοδοτείται τώρα από τον Κόνραντ Μπλακ, ο οποίος έχει την Jerusalem Post και τον κολοσσό Hollinger στη Βρετανία και στον Καναδά.
Το πιο αξιοπερίεργο είναι το δίκτυο ΜΜΕ με κέντρο την Ουάσιγκτον Τάιμς –ιδιοκτησίας του Νοτιοκορεάτη Μεσσία (και πρώην κατάδικου), ιερέα Σαν Μύουνγκ Μουν – στον οποίο ανήκει το ειδησεογραφικό δίκτυο UPI. Το UPI διοικείται τώρα από τον Τζων Ο’ Σάλλιβαν, «πένα» των κειμένων της Μάργκαρετ Θάτσερ, ο οποίος δούλευε κάποτε ως συντάκτης του Κόνραντ Μπλακ στον Καναδά. Μέσω αυτών των διασυνδέσεων, το στυλ «σ’ έπιασα» των δεξιών Βρετανών δημοσιογράφων, με το ευρωφοβικό του υπόβαθρο, έχει μολύνει το αμερικανικό συντηρητικό κίνημα.
Οι γωνίες του νεοσυντηρητικού Πενταγώνου διασυνδέθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 μέσω του Σχεδίου για τον Νέο Αμερικάνικο Αιώνα (PNAC), που προωθεί ο Κρίστολ από τα γραφεία της Γουίκλυ Στάνταρντ. Εφαρμόζοντας την τεχνική της Διαρκούς Επανάστασης που εγκαινίασαν οι τροτσκιστές προκάτοχοί τους, οι νεοσυντηρητικοί δημοσίευσαν μια σειρά δημοσίων επιστολών, στους υπογράφοντες των οποίων συχνά συμπεριλαμβάνονταν ο Γούλφοβιτς και άλλα μελλοντικά στελέχη της ομάδας του Μπους για την εξωτερική πολιτική. Απαιτούσαν να εισβάλουν οι ΗΠΑ στο Ιράκ και να το καταλάβουν καθώς επίσης και να βοηθήσουν την εκστρατεία των Ισραηλινών ενάντια στους Παλαιστίνιους (οι κινδυνολογικές προειδοποιήσεις όσον αφορά την Κίνα ήταν μια άλλη αγαπημένη τους ασχολία). Κατά τη διάρκεια της διπλής θητείας του Κλίντον, αυτές οι διαμαρτυρίες αγνοούνταν από το κατεστημένο του Υπουργείου Εξωτερικών και τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Τώρα μελετούνται επισταμένως.
Πώς οι νεοσυντηρητικοί αμυναμύντορες διανοούμενοι –μια μικρή ομάδα που βρισκόταν σε διαμάχη με το μεγαλύτερο μέρος της ελίτ του Υπουργείου Εξωτερικών– κατόρθωσαν να κατακτήσουν την κυβέρνηση Μπους; Λίγοι υποστήριξαν τον Μπους στις προκριματικές εκλογές. Φοβούνταν ότι ο δεύτερος Μπους θα ήταν σαν τον πρώτο –ένας αποτυχημένος που δεν κατάφερε να κατακτήσει την Βαγδάτη και έσπρωξε το Ισραήλ στην ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο– και ότι η κυβέρνησή του, όπως και εκείνη του πατέρα του, θα κυριαρχούνταν από μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους ρεαλιστές, όπως ο Πάουελ, ο Τζαίημς Μπέικερ και ο Μπρεντ Σκόουκροφτ. Υποστήριζαν τον ανορθόδοξο γερουσιαστή Τζων Μακ Καίην μέχρις ότου έγινε ξεκάθαρο ότι ο Μπους θα κέρδιζε την υποψηφιότητα.
Εν συνεχεία τους ευνόησε η τύχη –ο Τσέινι τέθηκε επικεφαλής της προεδρικής μετάβασης (περίοδος ανάμεσα στην εκλογή του Νοεμβρίου και την ανάληψη των καθηκόντων της προεδρίας τον Ιανουάριο). Ο Τσέινι άδραξε αυτή την ευκαιρία προκειμένου να προωθήσει τον σκληρό πυρήνα των συμμάχων του στην κυβέρνηση. Αντί ο Πάουελ να είναι ο αδιαμφισβήτητος υπουργός Εξωτερικών, όπως όλοι ανέμεναν, βρέθηκε εγκλωβισμένος από το δεξιό δίκτυο του Τσέινι, συμπεριλαμβανομένων των Γούλφοβιτς, Περλ, Φέιθ, Μπόλτον και Λίμπυ.
Οι νεοσυντηρητικοί επωφελήθηκαν από την άγνοια και την απειρία του Μπους. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, που ήταν βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πρεσβευτής στην Κίνα, διοικητής της CIA, και αντιπρόεδρος, ο Τζωρτζ Τζούνιορ ήταν ένας πλαιημπόυ με ελλιπή μόρφωση, που είχε αποτύχει επανειλημμένως στον επιχειρηματικό τομέα πριν γίνει κυβερνήτης του Τέξας, μια εν πολλοίς τυπική θέση (ο αντιπρόεδρος της Πολιτείας έχει περισσότερη δύναμη). Ο πατέρας του είναι κατά βάση ένας μετριοπαθής Ρεπουμπλικάνος από τις βορειανατολικές πολιτείες. Ο Τζωρτζ Τζούνιορ έχει μεγαλώσει στο δυτικό Τέξας, ενστερνίστηκε την τεξανή κουλτούρα, που είναι ένας συνδυασμός μαγκιάς, αντι-διανοουμενισμού και διακηρυγμένης θρησκευτικότητας. Απόγονος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας επισκοπιανών, προσχώρησε στον φονταμενταλισμό του Νότου σε μια κρίση μέσης ηλικίας. Ένθερμος Χριστιανοσιωνιστής, σε συνδυασμό με έναν θαυμασμό που νιώθει για τους ανδροπρεπείς Ισραηλινούς στρατιώτες, ο οποίος μερικές φορές συνυπάρχει με μια εχθρικότητα προς τους φιλελεύθερους Αμερικανοεβραίους διανοούμενους: πρόκειται για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νότιας κουλτούρας.
Αυτή λοιπόν είναι η περίεργη ιστορία για το πώς οι νεοσυντηρητικοί ανέλαβαν τα ηνία στην Ουάσιγκτον και οδήγησαν τις ΗΠΑ σε ένα πόλεμο στη Μέση Ανατολή, χωρίς ίχνος πιθανής απειλής εναντίον τους, ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με όλους τους λαούς του κόσμου εκτός από το Ισραήλ. Το πιο ανησυχητικό είναι ο ρόλος του τυχαίου και του προσώπου. Μετά την επίθεση της Αλ-Κάιντα, οποιοσδήποτε Αμερικανός πρόεδρος θα έκανε πόλεμο για να ξεριζώσει τους υπερασπιστές του Μπιν Λάντεν από το Αφγανιστάν. Αλλά όλα όσα έκαναν οι ΗΠΑ από τότε και έπειτα θα ήταν διαφορετικά αν οι εκλογικοί νόμοι του 18ου αιώνα στην Αμερική δεν επέτρεπαν στον Μπους να πάρει την προεδρία και αν ο Τσέινι δεν χρησιμοποιούσε αυτή τη μεταβατική περίοδο της προεδρίας ώστε να μεταβάλει το εκτελεστικό γραφείο του υπουργείου Εξωτερικών σε συνεδρίαση της PNAC.
09.04.2003
*Ο Μάικλ Λιντ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Made in Texas: George W. Bush and the Southern Takeover of American Politics.
Μετάφραση:
Νάσια Παναγούλια