Observer, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Στην Ουάσιγκτον, η απόφαση να συγκρουστούν με τον Σαντάμ έχει παρθεί εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Οι άνθρωποι που τώρα βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά ως σύμβουλοι του προέδρου Μπους, εδώ και πολύ καιρό ήταν υπέρμαχοι μιας κυβερνητικής αλλαγής στο Ιράκ. Να πώς τα πιστεύω τους μεταβλήθηκαν στην κινητήρια δύναμη της κυβέρνησης
Δώδεκα χρόνια πριν, στον απόηχο του πρώτου Πολέμου στον Κόλπο, οι δύο άνθρωποι, που εν συνεχεία θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο για να οδηγηθούν οι ΗΠΑ στον δεύτερο πόλεμο ενάντια στο Ιράκ, κάθισαν και κατέγραψαν τις σκέψεις τους. Ήταν ο Ντικ Τσέινι, ο νυν Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και ο Πωλ Γούλφοβιτς, προσφάτως υφυπουργός Άμυνας.
Αυτά που έγραψαν θα αποτελέσουν εν συνεχεία το υπόβαθρο της πολιτικής των ΗΠΑ.
Ακόμα και όταν υπηρετούσε ως υπουργός Άμυνας, ο Τσέινι ήταν ήδη ένας βετεράνος της πολιτικής. Είχε θητεύσει ως προσωπάρχης του προέδρου Τζέραλντ Φορντ ενώ είναι προσωπικός φίλος του Τζωρτζ Μπους του πρεσβύτερου εδώ και είκοσι χρόνια. ένας επιτήδειος παίκτης των παρασκηνίων που γνώριζε καλά τους μηχανισμούς της Ουάσιγκτον και σχεδόν όλο τον κόσμο.
Ο Γούλφοβιτς ήταν πιο απρόβλεπτη και λιγότερο συμβατική φιγούρα.
Γόνος εβραϊκής οικογένειας μεταναστών, με πατέρα μαθηματικό, ο Γούλφοβιτς εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή του καριέρα για να μετακομίσει στην Ουάσιγκτον. Επιδιώκοντας να κάνει καριέρα στην πολιτική, κατέλαβε επί Ρόναλντ Ρέιγκαν μια θέση στον Έλεγχο Όπλων και στην Υπηρεσία για τον Αφοπλισμό.
Ο νεαρός Γούλφοβιτς βρήκε στο πρόσωπο του Τσέινι τον μέντορά του. Και οι δύο πίστευαν ακράδαντα πως οι ΗΠΑ, μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, χρειάζονταν ένα νέο όραμα. Αυτό που πραγματεύονταν σε αυτό το υπόμνημα ήταν ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να έχουν κανένα ανταγωνιστή στον πλανήτη –ούτε ανάμεσα στους φίλους, ούτε ανάμεσα στους εχθρούς– και ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική τους δύναμη προκειμένου να επιβάλουν ένα τέτοιο καθεστώς.
Η αρχική υπόθεση εργασίας ήταν η ωμή επιβολή ισχύος. Τυπικά, ένα προσχέδιο για το Πεντάγωνο του “Οδηγού για τον Σχεδιασμό της Άμυνας” για τα έτη 1994-1999. αρχικά, ο αντικειμενικός στόχος του εγγράφου ήταν “να εγκαθιδρύσει και να προστατέψει μια νέα τάξη” καθώς και να “αποσοβήσει την επανεμφάνιση ενός νέου αντιπάλου” των ΗΠΑ.
Αποφασιστικής σημασίας είναι μια δεύτερη καινοτομία που εμπεριέχει: Ένα δόγμα ανάληψης προληπτικής στρατιωτικής δράσης που προβλέπει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να επιτεθούν πρώτοι εναντίον οποιασδήποτε απειλής από χημικά ή βιολογικά όπλα, και “την τιμωρία” οποιασδήποτε απειλής “με όλα τα δυνατά μέσα”, που συμπεριλαμβάνει επιθέσεις σε στρατιωτικές βάσεις ή αποθήκες στρατιωτικού υλικού.
Οι δύο άνδρες δεν επαναπαύθηκαν σ’ αυτά. Ρίχνοντας ένα “χαστούκι” στην πολυμέρεια του ΟΗΕ, υποστήριξαν ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να συγκροτούν τις μελλοντικές τους συμμαχίες με ad hoc συγκροτήσεις, οι οποίες συχνά θα διαρκούν όσο χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Στην Ευρώπη, η Γερμανία ξεχωρίζει ως ένας πιθανός αντίπαλος των ΗΠΑ και, στη ζώνη του Ειρηνικού, η Ιαπωνία. “Πρέπει πάση θυσία να αποτρέψουμε την επίτευξη αμυντικών συμφωνιών που θα συγκροτούνται από ευρωπαϊκές δυνάμεις αποκλειστικά”, λέει το έγγραφο.
Επρόκειτο για εξαιρετικά αμφιλεγόμενες αντιλήψεις, και όταν διέρρευσε το έγγραφο απορρίφθηκε αμέσως ως δημιούργημα ενός στελέχους-ιδεαλιστή. Με περισσή αμηχανία, το Πεντάγωνο έβαλε έναν εκπρόσωπό του να ανακοινώσει ότι δεν επρόκειτο παρά για ένα “χαμηλής διαβάθμισης” έγγραφο, και ότι ο κ. Τσέινι δεν το έχει καν δει. Αλλα με την εκλογή του Μπιλ Κλίντον, ο Τσέινι τελικά βγήκε στην επιφάνεια, καθώς αυτός και ο Γούλφοβιτς προκλητικά κυκλοφόρησαν την δική τους τελική εκδοχή του προσχεδίου με τις δικές τους ιδέες, τις τελευταίες μέρες της κυβέρνησης Μπους, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ πρέπει “να δράσουν αυτονόμως, εάν χρειαστεί”.
Τα χρόνια της διακυβέρνησης Κλίντον πρέπει να ήταν σκληρά για ιδεολόγους όπως οι Τσέινι και Γούλφοβιτς, αλλά οι ιδέες που ανέπτυξαν επι κυβερνήσεως του πατέρα Μπους δεν ήταν και τόσο διαφορετικές. Για ένα διάστημα, ο Τσέινι έκανε μια περιουσία δουλεύοντας με την Halliburton, την εταιρεία πετρελαίου και όπλων, και ο Γούλφοβιτς επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. και οι δύο ανήκαν στην τάξη των Ρεπουμπλικάνων που πίστευαν ότι ο Λευκός Οίκος είχε παράνομα καταληφθεί από τον Μπιλ Κλίντον, στον ίδιο βαθμό που η εξωτερική πολιτική είχε διολισθήσει από την παγκόσμια επικράτηση στην παγκοσμιοποίηση. Όταν ο Κλίντον ήταν υπέρ της συμμετοχής, ο Γούλφοβιτς ήθελε αποχή, και τούμπαλιν.
Ο Γούλφοβιτς εναντιωνόταν στην αποστολή δυνάμεων στην κόλαση της Σομαλίας, “όπου δεν υπήρχε κανένα ιδιαίτερο συμφέρον για τις ΗΠΑ” και χλεύαζε την παλινόρθωση του Μπερνάρ Αριστίντ στην Αϊτή, ως “δέσμευση του αμερικάνικου στρατιωτικού κύρους” σε μια περιοχή “χαμηλού ή μηδαμινού ενδιαφέροντος”.
Όσον αφορά τη Βοσνία, ο Γούλφοβιτς επιτέθηκε στην κυβέρνηση του Κλίντον για την αποτυχία της να “αντιμετωπίσει αποτελεσματικά” την περίπτωση. Ήταν εκείνη ακριβώς την περίοδο που οι νεοσυντηρητικοί που διαμορφώθηκαν υπό τον Ρήγκαν και τον πατέρα Μπους εξέφρασαν συγκλίνουσες απόψεις, θεωρώντας το ζήτημα της Μέσης Ανατολής ιδανικό για να δοκιμαστεί το νέο δόγμα – με τη συνδρομή του Ισραήλ, παράγοντα-κλειδί στην περιοχή όπου επιτασσόταν η άσκηση δύναμης των ΗΠΑ. Και άλλοι έλκονταν από τις απόψεις τους, προπαντώς ο Ρίτσαρντ Περλ, βοηθός του Υπουργού Άμυνας του Ρήγκαν.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, συνέκλιναν σ’ ένα όραμα για την κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάρει η εξωτερική πολιτική – μια φιλοπόλεμη υποστήριξη προς το Ισραήλ που σταδιακά θα αποδυνάμωνε την ειρηνευτική διαδικασία του Όσλο και θα λειτουργούσε ως αντι-παράδειγμα για τις αποτυχίες των ΗΕ και της κυβέρνησης Κλίντον. Το πειραματικό πεδίο αυτής της στρατηγικής ήταν το Ιράκ, που πολλοί από την Ρεπουμπλικανική Δεξιά θεωρούσαν ως μια υπόθεση που είχε μείνει στη μέση.
Κατά την άνοιξη του 1997, ο πυρήνας των πλέον ενεργών στοιχείων της νεο-συντηρητικής πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος άρχισε να ασκεί ισχυρές πιέσεις για αλλαγή πολιτικής απέναντι στο Ιράκ. Πολλοί ήταν άνθρωποι, όπως ο Γούλφοβιτς, που είχαν συμμετάσχει στην πρώτη κυβέρνηση Μπους και των οποίων οι κινήσεις συσπειρώνονταν γύρω από ένα καινούργιο think tank. Ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο Τσέινι και άλλοι διαμόρφωσαν το Σχέδιο για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα, του οποίου η θέση περιελάμβανε την επανενεργοποίηση του οράματος του Τσέινι και του Γούλφοβιτς για μονομερή δράση των ΗΠΑ. Σύντομα θα ενεργούσαν ώστε να επηρεάσουν προς την κατεύθυνση μιας αλλαγής καθεστώτος στο Ιράκ.
Η γραμμή που ακολούθησε ο Γούλφοβιτς και οι σύμμαχοί του ήταν εξαιρετικής πανουργίας. Υπερασπίστηκαν την απόφαση του πατέρα Μπους το 1991 να μην διώξει τον Σαντάμ από τη Βαγδάτη, εξαιτίας του αντίκτυπου που θα είχε μια τέτοια ενέργεια στον αραβικό κόσμο, και επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο, αφού διασφαλίσουν μια τόσο εύκολη ήττα του Σαντάμ, οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση να θεωρηθεί ως υπερεπεμβατική.Εντούτοις, οι ίδιοι άνθρωποι κατηγορούσαν τον Κλίντον ότι αφήνει τον ηγέτη του Ιράκ να δυναμώνει περισσότερο απ’ ό,τι όταν ο Μπους ο πρεσβύτερος ήταν στην εξουσία.
Στις αρχές του 1998 αυτές οι αντιθέσεις “ξέσπασαν” σε ένα ανοικτό γράμμα προς τον Κλίντον –και ένα δεύτερο γράμμα αργότερα, μέσα στο ίδιο χρόνο, στο Κογκρέσσο. Έφερε την υπογραφή του Γούλφοβιτς και των συνεργατών-συμβούλων του Μπους του νεότερου στην προεκλογική του εκστρατεία, συμπεριλαμβανομένων και των: Ρίτσαρντ Αρμιτάζ, Ντοβ Σ. Ζάκχαϊμ και Περλ, οι οποίοι παρότρυναν την κυβέρνηση να αναγνωρίσει μια προσωρινή κυβέρνηση στο Ιράκ που θα σχηματίσει η ιρακινή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, υπό την ηγεσία του Αχμάντ Σαλαμπί, στον οποίο η κυβέρνηση Κλίντον, πίστευαν τα γεράκια, είχε συμπεριφερθεί με αγνωμοσύνη, κόβοντάς του την χρηματοδότηση.
Η ομάδα αγωνιζόταν για την “εκδίωξη της κυβέρνησης Σαντάμ από την εξουσία” επιμένοντας ότι οι ΗΠΑ “έπρεπε να εγκαθιδρύσουν και να περιφρουρήσουν μια ισχυρή παρουσία του αμερικανικού στρατού στην περιοχή, και να είναι προετοιμασμένες να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη για την προστασία των ζωτικών τους συμφερόντων στον [Περσικό] Κόλπο –και, αν χρειαστεί, να βοηθήσουν να εκδιωχθεί ο Σαντάμ από την εξουσία”.
Αυτό που ήθελαν ήταν μια “παραδοσιακή” εκστρατεία για να εκδιώξουν τον Σαντάμ, μέσω της χρηματοδότησης ομάδων που του αντιτίθονταν, παροτρύνοντας τον Κλίντον να επεκτείνει τις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της ιρακινής αντιπολίτευσης στο βόρειο και νότιο Ιράκ, “βοηθώντας ανοιχτά την προσωρινή κυβέρνηση έναντι της κυβέρνησης του Σαντάμ, στρατιωτικά, και με όλους τους δυνατούς τρόπους”. Το φθινόπωρο του 1998, ο Γούλφοβιτς πίεζε πάλι, απευθυνόμενος αυτή τη φορά στην Επιτροπή Εθνικής Ασφαλείας της Βουλής, ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση Κλίντον που δεν είχε το σθένος ούτε τη βούληση να “απελευθερώσει εμάς, τους φίλους μας, τους συμμάχους μας και τον ίδιο τον ιρακινό λαό, από την απειλή του Σαντάμ Χουσεΐν”. Καθώς η κυβέρνηση πιθανώς να μην ήθελε να απομακρύνει τον Σαντάμ δια της βίας, υπήρχαν άλλοι που θα το έκαναν και προαλείφονταν για αυτή τη θέση. Ο πλέον κατάλληλος ήταν ο γιος του Τζωρτζ Μπους – ο Τζώρτζ Μπους ο νεώτερος.
Επανενταγμένος αλκοολικός και αναγεννημένος Χριστιανός, ο Μπους φλέρταρε με την φονταμενταλιστική Χριστιανική Δεξιά που τον καθοδηγούσε πολιτικά και πνευματικά. Ο Μπίλλυ Γκράχαμ τον μύησε στην πίστη και ο φλογερός Χριστιανός, εκφωνητής ραδιοφώνου, Ρας Λίμπαουχ ήταν το επίσημος καλεσμένος του στους κρίσιμους αγώνες του μπέιζ μπωλ.
Προτάσσει το “ανανεώνω την πίστη μου” έναντι του “παντρεύομαι” και “κάνω παιδιά” ως καθοριστικά γεγονότα στη ζωή του. Η θητεία του ως κυβερνήτης του Τέξας αποτέλεσε ένα διαρκές πείραμα διακυβέρνησης με βάση την πίστη. Αναζητώντας τρόπους να υπερκεράσει την εξορία της από τον Λευκό Οίκο, η “τραχειά” Χριστιανική Δεξιά από το Τέξας και τον Νότο, που ήταν απρόθυμη να αποδεχτεί οποιονδήποτε πολυ-σπουδαγμένο, σφυρηλάτησε μια συμμαχία με τον σούπερ-διανοούμενο των Σιωνιστών της Ανατολικής Ακτής που βρίσκονταν γύρω από τον Γούλφοβιτς και τον Περλ. Και σύντομα ο Τζωρτζ Μπους ο νεώτερος θα υιοθετούσε την ίδια φιλοπόλεμη γλώσσα όσον αφορά το Ιράκ.
Κυριακή 16 Μαρτίου 2003
Δημοσιογραφική ομάδα του Ομπζέρβερ: Peter Beaumont στο Αμμάν, Πωλ Χάρρις στο Κουβέιτ, Εντ Βουλιάμυ στην Νέα Υόρκη, Τζέιμς Μηκ στο Κουβέιτ, Τζέισον Μπερκ στην Βόρειο Ιρλανδία, Πωλ Γουέμπστερ στο Παρίσι, Μπουρχάν Βαζίρ στο Κουβέιτ και Καμάλ Αχμέντ στο Λονδίνο.
Μετάφραση:
Νάσια Παναγούλια