του Σ. Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Διαβάζοντας πριν αρκετά πλέον χρόνια το βιβλίο του Χ. Γιανναρά Το Πρόσωπο και ο Έρως, σχημάτισα την γνώμη ότι πρόκειται για έναν ασυνήθιστα σημαντικό στοχαστή, που ξέρει να κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, γράφοντας σε έναν εξαιρετικά ακονισμένο ελληνικό λόγο.
Απο τότε ο Χ. Γιανναράς –μαζί με άλλους όπως ο Π. Νελλάς, ο Σ. Γουνελάς, ο Κ. Μοσκώφ, ο Κ. Ζουράρις– μας κάλεσε να τον ακολουθήσουμε σε μια ριζική κριτική της σύγχρονης νεοελληνικής πραγματικότητας. Με τα βιβλία που γράφει, με τις συνεργασίες του σε εφημερίδες και περιοδικά, με τις παρουσίες του στα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, βρέθηκε –θέλοντας και μη– στο κέντρο ενός ρεύματος που από πολλούς ονομάστηκε νεο-ορθοδοξία. Σε όλα αυτά τα χρόνια ο Χ. Γιανναράς δέχεται συνήθως προσωπικές επιθέσεις και δεν γίνεται καμιά προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και αναίρεσης της σκέψης του. Ίσως είναι και αυτή άλλη μια απόδειξη για το πώς διεξάγεται ο πνευματικός διάλογος στη χώρα μας. Ένα μέρος της διανόησης που του επιτίθεται θεωρεί ότι, στη δυτική κοινωνία του αποχαλινωμένου καπιταλισμού, έχει βρει τον επίγειο παράδεισο. Νεοφιλελεύθεροι δημοσιογράφοι και πολιτευτές, σε συνδυασμό με την εξημερωμένη αριστερά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, δείχνουν να απειλείται η ηγεμονία τους στην πνευματική ζωή απο στοχαστές όπως ο Γιανναράς. Όσον αφορά την παραδοσιακή αριστερά, είναι γνωστή η αμφίσημη σχέση που διατηρεί με την ορθοδοξία και τον πολιτισμό που αυτή κυοφόρησε. (Οι ψηφοφόροι της, σε μεγάλο βαθμό Μικρασιάτες πρόσφυγες, δεν έπαψαν να έχουν μια βιωματική σχέση με την εκκλησιαστική ζωή). Τιμώντας τον λαϊκό πολιτισμό, έρχεται σε έμμεση επαφή με την ορθοδοξία. Έτσι η παραδοσιακή αριστερά –εσχατολογική και μεσσιανική–όπως η ελληνική εκκλησία για τους δικούς της λόγους τιμά τον Μακρυγιάννη, εκδίδει από τον εκδοτικό της οίκο τον Παπαδιαμάντη, υμνεί τα ρεμπέτικα και τον Καραγκιόζη, που γεννήθηκαν όμως και αναπτύχθηκαν μέσα στο ορθόδοξο περιβάλλον και στην βυζαντινή αισθητική.
Ο Χ. Γιανναράς γράφοντας κάθε Κυριακή στην Καθημερινή –από ’κεί προέρχονται τα περισσότερα κείμενα που περιέχονται στο εν λόγω βιβλίο– ξεφεύγει από τον κίνδυνο της επανάληψης, του τετριμμένου. Με ένα λόγο καίριο, ριζικά κριτικό, καταγγελτικό, περιγράφει την διαστροφή της δημοκρατίας σε κομματοκρατία, τον εκχυδαϊσμό της πολιτικής ζωής, την απουσία πραγματικής πολυφωνίας, την θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού λόγου, την λεηλασία του ελληνικού τοπίου, την ψοφοδεή αντιμετώπιση των δυτικών απαιτήσεων και της τουρκικής απειλής, την πολιτιστική αλλοτρίωση που προωθεί η παγκοσμιοποίηση. Ο Χ. Γιανναράς βρίσκεται στον οικείο χώρο του όταν γράφει για τα θέματα φιλοσοφίας ή οντολογίας ή τέχνης, όμως και όταν αναφέρεται σε περισσότερο τρέχοντα θέματα ο λόγος του είναι σημαντικός.
Γράφει: «Ποια σχέση έχει η παγκοσμιοποίηση με την πραγματικότητα της ζωής του απλού εργατικού ανθρώπου μιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας; Πριν απ’ όλα είναι αιτία ή πρόσχημα η παγκοσμιοποίηση για να ξεπουλάνε οι πολιτικοί σε ιδιώτες τον πλούτο που ανήκε σε ολόκληρη την κοινωνία άρα και στον κάθε πολίτη; Ξεπουλάνε το ηλεκτρικό ρεύμα, τις τηλεπικοινωνίες, το νερό, τις συγκοινωνίες και τις αερομεταφορές, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια, την τουριστική υποδομή. Κάθε πηγή κοινωνικού πλούτου ή προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών μετοχοποιείται και πουλιέται στα χρηματιστήρια, παί-ζεται στον παγκοσμιοποιημένο τζόγο της τυφλής (πολιτικά ανεξέλεγκτης) κερδοσκοπίας» (σελ. 96).
Από την καταγγελία του παγκοσμιοποιημένου τζογαδόρικου καπιταλισμού προχωρεί στην κριτική της αμερικάνικης αντιτρομοκρατικής υστερίας: «Αλήθεια μέσα στη ναυαρχίδα υπήρχαν αθώα τουρκόπουλα, ναύτες, μούτσοι – ήταν ‘τρομοκράτης’ ο Κανάρης; Τρομοκράτης ο Σαμουήλ στο Κούγκι, ο Χρήστος Καψάλης στο Μεσολόγγι, ο ηγούμενος Γαβριήλ και ο Γιαμπουδάκης στο Αρκάδι; Δεν ήταν ‘καμικάζι’ όλοι αυτοί, δεν αποφάσισαν να σκοτωθούν για να σκοτώσουν; Πώς θα συνεχίσουμε να εξυμνούμε ρητορεύοντας τη θυσία τους, που μας χάρισε την ελευθερία και την ιστορική επιβίωση, όταν οι κυβερνήτες μας σήμερα πειθαρχούν στους ορισμούς της ‘τρομοκρατίας’ που επιβάλλει η ιερή συμμαχία; Μήπως ήταν άλλα τότε τα ιδανικά; Μα για ελευθερία και ιστορική επιβίωση, για στοιχειώδη δικαιώματα αυτοχειριάζονται σήμερα οι απελπισμένοι Κούρδοι, Παλαιστίνιοι, Ιρακινοί» (σελ. 109).
Ο Χ. Γιανναράς θεωρεί ότι η επιστράτευση του κριτικού λόγου θα ξεδιαλύνει πολλές ασάφειες· «Η κριτική σκέψη θα εντοπίσει τη διαφορά που έχει η κριτική της Δύσης από την απόρριψη της Δύσης, η αναζήτηση των αιτιών που προκαλούν τα σημερινά κοινωνικά, πολιτικά και διεθνή αδιέξοδα από την a priori απαξίωση και τον αναθεματισμό της Νεωτερικότητας. Η κριτική σκέψη θα διακρίνει αμέσως τη διαφορά ανάμεσα στην κριτική πρόσληψη του Διαφωτισμού και στη φανατισμένη άρνηση κάθε θετικού στοιχείου. Τη διαφορά που έχει η αναζήτηση σύγχρονης ελληνικής πρότασης που να ενδιαφέρει πανανθρώπινα από τον αφελή κομπασμό για την ‘ανωτερότητα’ των Ελλήνων σε σχέση με ‘όλο τον υπόλοιπο κόσμο’. Και πολλές ακόμα αντίστοιχες διαφορές που η ιδεολογική σκοπιμότητα αδιάκριτα τις εξομοιώνει» (σελ. 118).
Ενδιαφέρουσες είναι οι σκέψεις του Χ. Γιανναρά για την περιβόητη Ολυμπιακή διοργάνωση: «Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση συμπλέουν με εκπληκτική σύμπνοια στην πιο παράφρονα οικονομική, περιβαλλοντική, πολιτιστική κακουργία που τολμήθηκε στο ελλαδικό κράτος. Κανένας δεν λογαριάζει πόσες γενιές Ελλήνων θα πληρώνουν τις συνέπειες αυτής της αφροσύνης, των δήθεν ‘Ολυμπιακών’ του 2004. Ούτε λογαριάζει κανείς την πλαστογράφηση και τον εξευτελισμό του κάποτε ελληνικού πολιτισμού, τον αισθητικό εκβαρβαρισμό της χώρας, τη δουλοπρέπεια της κρατικής υποταγής σε μαφιόζικα ‘ολυμπιακά’ διεθνή συμφέροντα» (σελ. 263).
Σε μια χώρα όπου η δεξιά και οι σοσιαλιστές μοιράζονται τις ίδιες –ταυτόσημες για την ακρίβεια– νεοφιλελεύθερες επιλογές, η εξημερωμένη αριστερά ποδηγετείται, όχι πάντα χωρίς ανταλλάγματα από την ευρωπαϊκή ιδέα, η παραδοσιακή αριστερά είναι συνήθως ανίκανη να αναγνώσει την σύγχρονη πραγματικότητα και να εξάγει τα αναγκαία συμπεράσματα και η ριζοσπαστική αριστερά δέσμια της ψυχολογίας της ”σέχτας” είναι έτοιμη να ευλογήσει κάθε άλλον εθνικισμό εκτός του ελληνικού, η παρουσία στοχαστών σαν τον Χ. Γιανναρά είναι ενθαρρυντικό γεγονός. Μαζί με αυτόν και με άλλους στοχαστές –όπως ο Κ. Πρέβε, ο Α. Ταγκιέφ– θεωρούμε τον εθνισμό, ως την τελευταία γραμμή άμυνας της δημοκρατίας, του κοινωνικού κράτους, της πολιτιστικής ετερότητας στην παγκοσμιοποιημένη βαρβαρότητα του καζινο-καπιταλισμού.